Aυτές τις ημέρες αρχίσαμε να
παρακολουθούμε και να συμμετέχουμε σε μια πάλη που γίνεται μεταξύ κόσμου και
Εκκλησίας. Είναι η πιο θεαματική πάλη: Ο κόσμος και η Εκκλησία! Τόσο θεαματική,
που έχει όλα τα χαρακτηριστικά των σκληρών, των πιο μεθοδικών αγώνων. Για πολύ
κόσμο η Εκκλησία είναι αθέατη, ανύπαρκτη, όπως συμβαίνει με τις προπαγάνδες,
που προσπαθούν να πείσουν τους στρατούς τους οι διάφοροι αρχηγοί, ότι ο εχθρός
τους δεν υπάρχει, είναι αδύναμος, ανίκανος, περιφρονητέος κλπ, ενώ αντίθετα για
την Εκκλησία ο κόσμος υπάρχει.
Τον κόσμο πρέπει να τον ψηλαφίσουμε, να δούμε ποια
είναι τα κύρια χαρακτηριστικά του. Θα δούμε, ότι το κύριο χαρακτηριστικό με το
οποίο εμφανίζεται πάντοτε, είναι η απάτη σχετικά με τον θάνατο. Ο κόσμος ξέρει
ότι είναι νικημένος, ξέρει ότι όλα είναι μάταια. Αλλά προσπαθεί να απατήσει –κι
ο καθένας τον εαυτό του και τους άλλους- και να παραπλανήσει και να
παραπλανηθεί σχετικά με τον θάνατο. Είναι το κύριο χαρακτηριστικό του κόσμου
αυτό.
Θυμούμαι τον π. Επιφάνιο Θεοδωρόπουλο, που μας έλεγε
ότι το πιο χαρακτηριστικό γνώρισμα του κοσμικού φρονήματος είναι η αφασία
μπροστά στο θάνατο. Να αγνοούν, να αψηφούν τον θάνατο, να μην τον σκέφτονται,
όχι ως μάρτυρες, που λένε ότι θα τον νικήσουμε, αλλά σαν παραιτημένοι από κάθε
αγώνα εναντίον του· και να σκέφτονται και να ζουν σαν να μην υπάρχει. Αλλά,
αυτό είναι ο κόσμος· κι ο κόσμος γελιέται και γελάει ο ένας τον άλλον. Βλέπουν,
ας πούμε, την μακροθυμία του Θεού και σου λένε: Αφού ο Θεός δεν μας ενοχλεί και
δεν επεμβαίνει στη ζωή μας και μας ανέχεται και μας προσφέρει τόσα αγαθά, τόσα
δώρα –τόση ομορφιά του κόσμου γύρω-, σημαίνει ότι δεν υπάρχει.
Την αγάπη, την πρόνοια, την μακροθυμία του Θεού την
χρησιμοποιεί ο κόσμος ως απόδειξη για την ανυπαρξία του Θεού.
Κι όταν τα πράγματα έρθουν άσχημα, έρθουν δυστυχίες
και δυστυχήματα και θάνατοι, φόβοι και τρόμοι κι όλα αυτά τα κακά που
συμβαίνουν γύρω μας λένε: Ορίστε, δεν υπάρχει ο Θεός, γιατί αν υπήρχε δεν θα
συνέβαιναν.
Και κάνει πολύ αγώνα ο κόσμος για να πειστούμε πως δεν
υπάρχει ο Θεός στη ζωή και τόσο αγώνα κάνει, ώστε είναι το κύριο χαρακτηριστικό
του κόσμου. Δηλαδή, ο άθλιος κόσμος -διότι ο κόσμος είναι άθλιος- χαρακτηρίζει
από την προσπάθεια του να αποδείξει το ορθό της αθεΐας. Και βλέπουμε, ας πούμε,
τον αγώνα για κατακτήσεις, να κερδίσουν πολλά ο καθένας· βλέπουμε τον αγώνα για
έντονη ψυχαγωγία, για ερεθισμό των αισθήσεων, ακόμα για άμυνα κατά των
πραγματικών και υποθετικών εχθρών. Ο καθένας είναι στολισμένος με όλα τα μέσα
τα νομικά, φυσικά, τα πολεμικά και τα ειρηνικά για να πολεμήσει τους αντιπάλους
του, αυτούς που ακόμα δεν τους έχει γνωρίσει.
Όλ’ αυτά, είναι ενδεικτικά της αγωνίας που έχει ο
κόσμος -και να ζήσει όσο θα ζήσει και αμυνθεί κατά των εχθρών και να
επικρατήσει όσο γίνεται περισσότερο και αυτό συνιστά και το λεγόμενο άγχος και
αυτό φέρνει όλη την ταλαιπωρία του κόσμου, τον θόρυβο, την κούραση του κόσμου.
Κι οι ποιητές μας, μερικοί καλοί ποιητές αντιλαμβάνονται τα προβλήματά μας,
όπως το ποίημα της Παπά που λέει : «Έρχεται η άνοιξη με τα χρώματα, με τ’
αρώματα, με τα έντομα, με τα πουλιά· κι αυτά, κελαηδούνε, σαν να λένε: Δεν θα
περάσει ο θάνατος, δεν θα περάσει». Και λέει μετά πως, «από
κάθε μεριά, απ’ όπου και να κοιτάξεις το νόμισμα, είμαστε χαμένοι, όλοι το
ξέρουν». Γιατί, λέει, «πόσες τέτοιες Ανοίξεις παραπλανητικές θα
περάσεις; 1,2,20,100…;» Ύστερα λέει, «Ποιος θα εγγυηθεί τη ζωή; Ποιος θα
μπορεί να πει ότι πράγματι ο τάφος νικήθηκε, ο θάνατος νικήθηκε;» Και σ’
ένα άλλο ποίημα, που λέγεται «Εκταφή» λέει: «Εγώ δεν μπορώ ν’ αστειεύομαι
και δεν μπορώ να κοροϊδεύω γιατί είδα την εκταφή, είδα τα οστά τα γυμνά, και
είπα: «Ώστε αυτό όλο που λέγεται άνθρωπος με τα οράματα, με τα όνειρά του, με
τις ελπίδες του, με τις χαρές του, με την αυτοπεποίθησή του κι όλ’ αυτά τα
χαρίσματα είναι αυτό μόνο; Δεν το αντέχω, ουρλιάζω δυνατά και δε θέλω να το
δεχτώ».
Τα λέει η ποιήτρια μας αυτά και δείχνουν ότι ο κόσμος
μολονότι αγνοεί την Εκκλησία –την έχει απωθήσει στο περιθώριο, όσο μπορεί να
την απωθήσει-, είναι σε θέση, βλέποντας από μέσα από τον κόσμο, από μέσα από τη
φθορά που παθαίνει, να βρεθεί στην καλύτερη φάση για την μετάνοια· και μάλιστα
είναι χαρακτηριστικό ότι όσο πιο πολύ κοσμική ζωή ζει ένας άνθρωπος τόσο πιο
πολύ κοντά είναι στη δυνατότητα να έχει την καλύτερη πληροφόρηση για την
ματαιότητα του κόσμου.
Αυτά όλα δεν είναι τυχαία· είναι δώρα του Θεού. Γιατί
οι άνθρωποι φτάνουν να υπηρετούν την φαντασία της ευτυχίας τους με τρόπο που
είναι μαρτυρικός. Υποβάλλουν σε μαρτύριο την ύπαρξή τους είτε με τις
καταχρήσεις κάθε λογής, είτε διακινδυνεύοντας είτε με την παραίτηση είτε με τις
αρρώστιες στις οποίες πέφτουν με τις καταχρήσεις είτε με τις μάχες που δίνουν
για να κερδίσουν και να επικρατήσουν, με τα έξοδα που κάνουν, για όλα αυτά
γίνονται μάρτυρες. Πώς γίνονται άλλοι μάρτυρες για τη σωτηρία της ψυχής και τη
δόξα του Θεού; Εδώ γίνονται μάρτυρες του κοσμικού φρονήματος και βλέποντας όλα
να συντρίβονται μπροστά τους, όχι μόνον όταν φτάσουν σε μια προχωρημένη ηλικία
και δουν τον θάνατο να τα σβήνει όλα και να λέει ο Θεός «σχολάσατε και γνώτε
ότι εγώ ειμί ο Θεός», αλλά συνήθως, πολύ πρόωρα, οι άνθρωποι του κοσμικού
φρονήματος χάνουν το παιχνίδι της ζωής. Έτσι λοιπόν έχουν ισχυρότατη ειδοποίηση
για το ότι ο κόσμος «κείται εν τω πονηρώ» και ότι ο κόσμος δεν έχει
ελπίδα να σωθεί. Ο κόσμος δεν έχει ελπίδα να συντηρήσει για πολύ αυτήν την
απάτη: ότι δεν υπάρχει θάνατος, μην το σκέφτεσαι τον θάνατο, δεν υπάρχει φθορά,
δεν υπάρχει παρακμή.
Βλέπετε, πολλές φορές, ηλικιωμένες γυναίκες σε μεγάλη
ηλικία να στολίζονται, να βάφονται, να ντύνονται περίεργα, μοντέρνα κλπ. και
λέω, κοίταξε τι προσπάθεια καταβάλλει ο άνθρωπος να συντηρήσει την απάτη, όσο
γίνεται περισσότερο, ξέροντας ότι αυτή η απάτη είναι τα τελευταία του χαρτιά.
Αυτός όμως είναι ο κόσμος.
Ύστερα από αυτήν την τραγική γελοιοποίηση, που
υφίσταται ο άνθρωπος στην προσπάθειά του να συντηρήσει την απάτη, είναι τόσο
κοντά στο να πει: «Κύριε κουράστηκα να κοροϊδεύω τον εαυτό μου. Κύριε
κουράστηκα να απατώ τον εαυτό μου και τους άλλους» και είναι πολύ κοντά στην
μετάνοια ο κόσμος.
Είδατε τους αγώνες που κάνουν οι ισχυροί της γης, να
μείνουν τα ονόματά τους, να επιβάλουν την σφραγίδα της δικής τους θέλησης,
ξέροντας πως λίγα χρόνια θα το χαίρονται αυτό. Πόσα; 5,10 χρόνια; Και ξέροντας,
ότι από τους στεναγμούς των ανθρώπων, των αδικημένων, από αυτούς δεν πρόκειται
να φάνε γλυκό ψωμί, το ξέρουν. Πού το ξέρουν; Για δείτε τον κόσμο. Ο
ανεπτυγμένος λεγόμενος κόσμος, οι ισχυρές δυνάμεις, οι λαοί οι μεγάλοι κάνουν
τρομερή χρήση παραισθησιογόνων. Δεν μπορεί να ζήσει κανείς χωρίς
παραισθησιογόνα. Αλκοόλ, ναρκωτικά και χίλια δυο άλλα. Κι ακόμα κι ο θόρυβος
είναι και αυτός ένα παραισθησιογόνο –ο έντονος θόρυβος.
Όταν ο Θεός δημιούργησε τον κόσμο, τον έδωσε στον
άνθρωπο να τον έχει δικό του. Αλλά, όλος αυτός ο κόσμος ήταν προσιτός στις
αισθήσεις του. Πιάνεται, βλέπεται, ακούγεται, μυρίζεται, γεύεται. Όμως οι
άνθρωποι έφυγαν από τον Παράδεισο και αρνήθηκαν τον αληθινό Θεό και είπαν: Θα
γίνουμε και εμείς θεοί σαν τον Θεό. Σε ποια δημιουργία θα ήτανε θεοί, αφού
δεν είχαν δημιουργήσει τίποτε;
Και τους έδωσε ο Θεός τη δυνατότητα να έχουν αυτή την
ψευδαίσθηση κι αυτή είναι η φαντασία. Γι’ αυτό η Εκκλησία μας μάχεται το
φαντασιώδες. Ο κόσμος μέσα στον οποίο βασιλεύει ο άνθρωπος της απώλειας, ο
άνθρωπος ο κοσμικός, είναι φανταστικές ιδέες, φανταστικά σενάρια ευτυχίας.
Φανταστικά σενάρια αξίας κι αξιοπρέπειας πλάθει ο κόσμος. Νομίζουμε ότι είμαστε
οι ισχυροί της γης. Είμαι ο ισχυρός μέσα στην οικογένεια και μπορώ να κάνω πέρα
τον συνάνθρωπό μου και να τον νικήσω. Είμαι ο ισχυρός στο επάγγελμά μου, στην
εταιρεία μου, στη ζωή έξω και μπορώ να επιβάλω τα δικά μου στους άλλους, τα
δικά μου μέτρα, τα δικά μου θελήματα. Ύστερα, ξέρω ότι θα είμαι νικητής και
ξέρω ότι αυτό είναι φαντασία. Σ’ έναν κόσμο φανταστικό, θριαμβεύει ο κόσμος. Σε
σενάρια φαντασίας… Γιατί γυρίζοντας πίσω από κάθε τέτοια επιχείρηση κοσμική, ο
άνθρωπος γεύεται μια μεγάλη πίκρα.
Αυτό συμβαίνει και στο ατομικό και στο επαγγελματικό,
στο οικογενειακό αλλά και στο διεθνές επίπεδο. Κι αυτή η πίκρα οδηγεί σε
ψυχασθένεια. Και να που δύσκολα μπορείς να βρεις στις λεγόμενες ανεπτυγμένες
χώρες ανθρώπους, που να μην έχουν ανάγκη ψυχιάτρου. Κι αυτοί που δεν πάνε στον
ψυχίατρο –αμελούν να πάνε- κι αυτοί τον χρειάζονται.
Με έκπληξη διαπίστωσα στη Γερμανία, ότι οι πνευματικοί
δεν κάνουν πια εξομολογήσεις, αλλά παραπέμπουν τους πιστούς στους ψυχολόγους
και πολλές φορές με έξοδα της ίδιας της Καθολικής Εκκλησίας σπουδάζουν οι ίδιοι
ψυχολόγοι. Κι αντί να κάνουν εξομολόγηση κάνουν ψυχανάλυση. Καταλαβαίνετε, ότι
ο κόσμος κυκλοφορεί μέσα σ’ ένα χάος φαντασιώδες. Αλλά είναι τέτοιο το πείσμα
που σου λέει, αν δεν επιβάλω εγώ το φαντασιώδες θα πρέπει να υποταχθώ σ’ αυτήν
την λειτουργία, που της έχει δώσει ο Θεός μέτρα και σταθμά, έχει δώσει το νόμο
του, έχει δώσει το Ευαγγέλιό Του.
Μου έλεγαν ιερείς πρεσβυτεριανοί: «Δεν μπορούμε να
έχουμε την Παναγία πρότυπο γυναίκας στην εκκλησία μας». Γιατί λέω δεν
μπορείτε; Εμείς τιμούμε στο πρόσωπο της Παναγίας όλες τις γυναίκες. «Δεν
μπορούμε, λέει, γιατί με την τόσο μεγάλη υπακοή της θάβει το κίνημα των
γυναικών, γιατί αν την μιμηθούμε θα μας φάνε οι άνδρες». Ποιος σας το
δίδαξε αυτό, κύριοι; Σας το δίδαξε ο Θεός; Όχι! Ποιος σας το δίδαξε; Οι
ιδεολόγοι της φαντασιώδους δεοντολογίας, του πώς πρέπει να συμπεριφέρεται ο
άνθρωπος και ποια είναι η σωστή φύση της γυναίκας και του άνδρα. Για χάρη,
λοιπόν, του φαντασιώδους, του ψευδούς που λέγεται ιδεολογία κλπ θυσιάζουν αυτό
που ο Θεός τους πρόσφερε. Ο Θεός μας πρόσφερε την Παναγία, μας πρόσφερε τους
Αγίους μας, μας πρόσφερε τον εαυτό Του. «Όχι, λέει, πολλά από αυτά που λέει
ο Χριστός πρέπει να τα αναθεωρήσουμε, γιατί τα έλεγε επηρεασμένος από τα ήθη
και έθιμα της εποχής του». Τα άκουγα αυτά από ιερείς αγγλικανούς και από
καθηγητή του Πανεπιστημίου του Πίτμπεν. Και καταλαβαίνετε, σήμερα ο κόσμος,
όπως λέμε «κείται εν τω πονηρώ». Αυτό το πονηρό είναι το φαντασιώδες κι
ο κόσμος είναι εκεί.
Είδατε, όταν ήθελε ο Απόστολος και Ευαγγελιστής Λουκάς
να πει ότι ήλθε και η γυναίκα του Βασιλιά Αγρίππα εκεί στη δίκη που κάνανε για
τον Παύλο ήλθε, λέει, «εν φαντασία πολλή». Ήταν στολισμένη βασιλικά,
μεγαλοπρεπέστατα κι αυτό το λέει φαντασία. Δεν ήταν η ουσία, δεν ήταν η
αλήθεια, ήταν μια φανταστική εμφάνιση. Κι εμείς τώρα απεκδυόμαστε την φαντασία
μέσα στην Εκκλησία. Και καλούμαστε σε κάτι παράξενο, απροσδόκητο για τον πολύ
κόσμο. Καλούμαστε να προσαρμοστούμε και να αγαπήσωμε και να συνταυτιστούμε με
έναν κόσμο, που είναι χειροπιαστός, που είναι στις αισθήσεις μας, που είναι στη
σκέψη μας, στη μνήμη μας αλλά όχι στην φαντασία μας. Που μας είναι δοσμένος και
τον αποδεχόμαστε ως δοσμένο, όπως μια μάνα γεννάει ένα παιδί· αυτό της έδωσε ο
Θεός και το αγκαλιάζει.
Ένας έχει τον γονιό του, αυτός είναι ο γονιός του, του
είναι δοσμένος. Για αυτό η Εκκλησία μας προσγειώνει εκεί που κάποιοι ιδεολόγοι
λένε: «Μα είναι πολύ υλιστική η Ορθοδοξία κι όλο με υλικά πράγματα
ασχολείται». Βεβαίως, διότι αυτά έπλασε ο Θεός. Κι αυτά που δεν είναι υλικά
στα χέρια μας, είναι στη μνήμη μας. Κι ο Χριστός περπάτησε στη γη κι αυτό
που έχουμε τώρα είναι το Σώμα Του και το Αίμα Του μέσα στο ποτήριο. Η Παναγία
μας είναι το σώμα της, το πρόσφορο από το οποίο κόβει ο ιερέας και κάνει την
θυσία. Κι αν δεν πέφτουν αυτά στις αισθήσεις μας, οφείλεται στην αδυναμία
των αισθήσεων μας. Πόσο θα κρατήσει αυτή η αδυναμία; Μέχρι την ανάσταση των
νεκρών. Να λοιπόν, η διαφορά του κόσμου από την Εκκλησία.
Αλλά υπάρχει μια νοθεία μέσα στην Εκκλησία. Ο πονηρός
όταν στέκει απ’ έξω από τους ναούς και τρομάζει ανθρώπους και τους διώχνει να
μην μπουν, τότε πάει μαζί τους και τους ενοχλεί και τους παραπλανά να μη μπουν
μέσα στην Εκκλησία. Αλλά, όταν κάποιοι επιμένουν να μπουν, τότε πάει μαζί τους
και τους ενοχλεί και τους παραπλανά μέσα στην Εκκλησία. Σκεφτείτε ότι όλοι οι
αιρεσιάρχες παραπλανήθηκαν μέσα στο ιερό βήμα. Ο Θεός έχει τέτοια εμπιστοσύνη
στα παλικάρια του, που τ’ αφήνει να πειράζονται παντού· και στην προσευχή τους
ακόμη. Γιατί ξέρει ότι, όσοι είναι παλικάρια θα νικήσουν παντού.
Έχουμε, λοιπόν τώρα, τον πειρασμό στην εκκλησία.
Είδατε στο Ευαγγέλιο της Κυριακής των Βαΐων, πώς ο λαός των Ιεροσολύμων
περίμενε τον Χριστό να έρθει; Σαν ένδοξος πολιτικός και στρατιωτικός άρχοντας
με τις φρουρές του, με τα όπλα του, με τα άλογά του και να κάνει την
θριαμβευτική είσοδο και να αποκαταστήσει τα χαμένα όνειρα, τα τραυματισμένα
όνειρα, ενός λαού, που είχε δεχθεί την ιστορική κατάκτηση από τους Έλληνες και
από τους Ρωμαίους αργότερα και ονειρευόταν μια παγκόσμια κατάκτηση, ένα παγκόσμιο
μεγαλείο. Έτσι περίμεναν τον Χριστό. Γι' αυτό διάλεξε ένα γαϊδουράκι, που μόλις
και τον σήκωνε. Αν δείτε στις εικόνες, τα πόδια του λες και ακουμπούν κάτω·
είναι τόσο μικρό.
Είναι δυνατόν ένας άρχοντας τρομερός και φοβερός, που
θα κατακτήσει όλες τις βασιλείες και θα μας βάλει εμάς κορώνα στη γη να
βασιλεύουμε για πάντα, να έρχεται με ένα τέτοιο γαϊδουράκι και με το κεφάλι
σκυμμένο κάτω, χωρίς να λάμπει από αυταρέσκεια για το πρόσωπό του, αλλά γυμνός
και σκεφτικός την ώρα που οι άλλοι τον υποδέχονταν με «Ωσαννά εν τοις
υψίστοις»; Έτσι όμως είναι η Εκκλησία μας. Η Εκκλησία δεν ήρθε για να νικήσει
τον κόσμο, όπως νικούν οι άρχοντες, όπως νικούν οι άνθρωποι του κοσμικού
φρονήματος. Είναι η μάνα· ήλθε και βρήκε τα παιδιά της νηστικά, βρώμικα,
σκλαβωμένα, κακομαθημένα, διεφθαρμένα! Θα ρθει να ανοίξει πόλεμο μαζί τους ή ν’
ανοίξει την αγκαλιά της; Κι έτσι, το κύριο χαρακτηριστικό της Εκκλησίας
απέναντι σ’ αυτόν τον κόσμο, που ζει με την απάτη του θανάτου είναι η
ταπείνωση. Όταν νιώσει μια μάνα τα παιδιά της σε τέτοια κατάσταση, πρώτα-πρώτα
λέει: Εγώ φταίω. Κι ύστερα λέει: Θα τα σώσω τα παιδιά μου. Κι αν από τα 100
παιδιά, που έχει, τα 5, 10 είναι τα χειρότερα, τα πιο άτακτα, τα πιο
κακομαθημένα, το μάτι πάει πρώτα σ’ εκείνα. Γιατί η Εκκλησία είναι η μάνα. Γι’ αυτό,
ένα από τα κύρια χαρακτηριστικά της Εκκλησίας είναι η ακατακρισία. Δεν κρίνει
τον κόσμο. Τον αγαπάει, τον λυπάται, τον συμπονεί κι αν πρέπει κάποιος κάτι να
πάθει, είπε ο Χριστός: «Εγώ θα πάθω πριν απ’ όλους και για όλους». Το
ίδιο λέει και η Εκκλησία, που είναι το Σώμα Του.
Γι’ αυτό η Εκκλησία δεν κάνει τις διαλογές να πει
αυτός είναι το πιο καλό, αυτό πιο κακό, αυτό με συμφέρει, αυτό δεν με συμφέρει,
το ένα είναι προτιμότερο, τ’ άλλο είναι δευτερότερο, ποιο είναι το χρέος μου;
Εάν το χρέος μου είναι να υποστώ τα χειρότερα για μένα, θα το κάνω γιατί είναι
χρέος μου και όχι γιατί δοκιμάζω και ποιο είναι καλό και ποιο κακό. Είδατε, ο
δαίμονας είπε στον Παράδεισο στους πρωτόπλαστους: «Άμα γίνετε κι εσείς θεοί
θα ξέρετε ποιο είναι το καλό και το κακό». Μέσα στον Παράδεισο οι
πρωτόπλαστοι λένε: Ό,τι μας λέει ο Θεός αυτό κάνουμε. Τι θα πει καλό και κακό;
Απ’ την ώρα όμως που βγαίνουν από τον Παράδεισο θα πρέπει να πουν αυτό είναι
καλό, αυτό είναι κακό. Γιατί γίνανε θεοί πλέον και ορίζουν αυτοί ποιο είναι το καλό
και το κακό. Δεν ορίζει ο Θεός.
Και πάνω σ’ αυτό είναι, που όλες οι φιλοσοφίες που
αποτελούν ένα τεράστιο και σπουδαίο κεφάλαιο του πολιτισμού, είπαν τις πιο
μεγάλες ανοησίες. Σκεφτείτε τον θείο Πλάτωνα, όπως τον λένε. Είπε: Όλα τα
σωματικά, τα υλικά πράγματα είναι κακά. Και τα ιδεατά είναι τα καλά κι όσο πάμε
στα πιο ιδεατά και πιο ιδεατά, τόσο το καλύτερο. Και ήλθε η Εκκλησία μας και
είπε: Δηλαδή, ο πειράζων που δεν είναι σωματικός είναι καλός; Κι ήλθαν σε
αμηχανία οι άνθρωποι. Όχι επειδή δεν είχε μυαλό ο Πλάτωνας, είχε πιο πολύ μυαλό
από όλους μας, αλλά χωρίς το φως το αληθινό…; Είναι σαν ο άνθρωπος να έχει
τέλεια μάτια και του λέει ο οφθαλμίατρος μέσα σ’ ένα τέλειο σκοτάδι: Περπάτα.
Τι θα κάνει;
Έτσι λοιπόν, η Εκκλησία μας εισάγει την ταπείνωση, το μητρικό
φίλτρο απέναντι στον κόσμο. Μα, ποιον κόσμο αγαπάς, Εκκλησία μας; Αυτόν τον
κόσμο που σε φτύνει, αυτόν τον κόσμο που εγκληματεί τόσο αναίσχυντα; Που δεν
πονάει κανένα, που είναι τόσο σκληρός, που χλευάζει τον ίδιο τον Θεό; Αυτόν τον
κόσμο, που σταυρώνει τον Χριστό; Ναι αυτόν που βλέπετε σήμερα, ισχυροί της γης,
που αφήνετε τις σφαίρες να σκοτώνουν. Αυτόν τον κόσμο, τον θεωρώ περιούσιον.
Για αυτόν ήλθα.
Για σκεφτείτε, επάνω στο Σταυρό ο Χριστός είχε την
μεγαλύτερη παρρησία απέναντι στον Πατέρα Του, ως άνθρωπος. Λένε οι προφήτες, «ου
η αρχή εγεννήθη επί του ώμου αυτού», δηλαδή η αρχή, η δύναμη, η εξουσία
του Χριστού είναι αυτό που έχει στον ώμο Του… Ο Σταυρός! Και πάνω στον
Σταυρό με όλη αυτήν την τρομερή δύναμη και παρρησία συγχώρησε πρώτα τους σταυρωτές
Του.
Το συγχωρώ δεν σημαίνει: Άντε σε απαλλάσσω, να μην
πληρώσεις τίποτα, άντε φύγε. Σημαίνει σε αγαπώ εμπαθώς.
Για μας, συγχώρηση δεν είναι όπως λένε πολλοί, άντε ας
κάνει ό,τι θέλει, εγώ δεν θα τον ξαναδώ. Δεν είναι έτσι. Η συγ-χώρηση είναι να
χωρέσω κι εγώ μαζί Του, να βρεθώ κοντά Του, να γίνω ένα μαζί Του. Γι' αυτό και
ο Λογγίνος ο εκατόνταρχος –τι ωραία- έγινε μάρτυρας του Χριστού, αυτός που Τον
σταύρωσε.
Τους πρώτους που συγχώρεσε ο Κύριος ήταν οι σταυρωτές
Του, κι έπειτα όλους τους άλλους. Σκεφτείτε ότι οι πρώτοι άνθρωποι που είδαν
την Ανάσταση ήταν οι στρατιώτες που φύλαγαν τον τάφο του Χριστού, οι οποίοι
πήγαν και είπανε στους αρχιερείς: «Ξέρετε, άνοιξε ο τάφος και βγήκε
λουσμένος στο φως». Κι εκείνοι τους είπαν: «Μην το πείτε σε κανέναν»
και τους έδωσαν χρήματα για να μην το διαδώσουν πουθενά και το μάθει ο κόσμος
ότι ο Χριστός αναστήθηκε. Οι πρώτοι που πληροφορήθηκαν την Ανάσταση, ήταν αυτοί
που Τον σταύρωσαν και οι αρχιερείς που διέταξαν την Σταύρωση Του. Οπότε πλούσια
η αγάπη του Θεού, επιχέεται σε όλον τον κόσμο. Και μηνύει την Ανάσταση Του, τον
Σταυρό Του, την αγάπη Του την φανερώνει, την εξαγγέλλει.
Αυτή είναι η Εκκλησία. Εάν δεν το πάρουμε είδηση αυτό
κι αρχίσουμε αγώνες… Εσείς οι κακοί κι εμείς οι καλοί, εσείς δεν ντρέπεστε
λιγάκι για αυτά που κάνετε κλπ, τότε χάνουμε το παιχνίδι, δεν είμαστε Εκκλησία.
Βλέπετε στους Ρωμαιοκαθολικούς; Λένε στη δογματική τους, στην λειτουργική τους
ότι ο ιερέας δεν πρέπει να κάνει ευχή της προσκομιδής, αλλά με την αναφορά και
μόνο των λόγων της Αγίας Γραφής, εκείνη την ώρα, γίνεται η μετουσίωση. Γιατί να
μην κάνει προσευχή; Γιατί λένε… Είναι δυνατόν τώρα σ’ αυτήν την κατάσταση, που
είναι ο άνθρωπος, έστω και ιερέας, να επικαλείται και να κατεβάζει το Άγιο
Πνεύμα στη γη; Τι πράγματα είναι αυτά; Γιατί είχαν την φεουδαρχική ψυχολογία,
ότι εγώ είμαι άρχοντας, δεν μπορεί κανένας να μου πει, έλα κάτω κύριε. Το χάριν
αντί χάριτος… Χάρη μας κάνει ο Θεός; Χάρη και εμείς στο Θεό… Ως χάρη του ζητάμε
οτιδήποτε και προσφέρουμε τον εαυτόν μας, όχι επειδή έχουμε κάτι λογαριασμούς
να ξεπληρώσουμε –πάρε τα και δώσε μας-, αλλά από αγάπη κι εμείς.
Αυτό το αγνοούν και ύστερα λένε θα κοινωνήσουν σώμα
και αίμα Χριστού οι ιερείς, αλλά όχι κι ο λαός, ο όχλος, οι τόσο αμαρτωλοί,
αλλ’ αυτοί μόνο, σώμα Χριστού και πολύ τους είναι. Κάνουν κάστες, δηλαδή.
Κάστες αξιολόγησης των ανθρώπων: Ο Θεός, ο κλήρος και ο κόσμος. Όπως ακριβώς
είχαν κάνει και την φεουδαρχική κοινωνία. Κι έτσι οι άνθρωποι νιώθουν ένοχοι.
Οι ιερείς ένοχοι απέναντι του Θεού και για αυτό τον λόγο δεν μπορούν να προσευχηθούν
στο Θεό να έρθει να τους βοηθήσει και να κάνει το μυστήριο της Θείας
Ευχαριστίας, και ο λαός ένοχος απέναντι των ιερέων, που δεν είναι άξιοι να
κοινωνήσουν όπως εκείνοι. Και ας είπε ο Χριστός : «Πίετε εξ αυτού
πάντες», γιατί ήξερε ότι θα βρεθούν αυτοί που θα κάνουν αυτές τις
αιρετικές δοξασίες του κόσμου.
Αλλά ας δούμε και στη θεολογία. Η θεολογία τους, η
οποία δεν είναι μόνο δική τους, αλλά έχει εισχωρήσει σαν μια ύπουλη αίρεση και
μέσα στους Ορθοδόξους, είναι ότι ο Θεός από την αμαρτίας των ανθρώπων και στην
αποστασία των προσεβλήθη και αφού προσεβλήθη, σύμφωνα με το δίκαιο, πρέπει να
αποζημιωθεί. Και η αποζημίωση είναι οι θυσίες που κάνουν οι άνθρωποι. Κάνοντας
θυσίες, πληρώνουν και φεύγουν, εξαγοράζουν την ενοχή τους. Γι’ αυτό λέει, άμα
δεν πληρώσεις, άμα δεν κάνεις αυτό, δεν κάνεις εκείνο, δεν σώζεσαι. Άμα δεν
κάνεις και τόσες μετάνοιες δεν θα σωθείς. Τότε γιατί να έρθει ο Χριστός; Θα
μπορούσαν να κάνουν όλοι μετάνοιες και να σωθεί ο κόσμος. Υπάρχει μια αντίληψη
συναλλαγής, ότι η λατρεία μας είναι μια ανταπόδοση, ότι εξαγοράζουμε το έλεος
του Θεού. Και ότι ο Θεός απευθύνεται στους ανθρώπους πουλώντας κατά κάποιον
τρόπο την άφεση των αμαρτιών με την πληρωμή που δέχεται. Γι’ αυτό, λέει, και τα
βάσανα και οι τιμωρίες και οι θλίψεις και όλα αυτά, είναι οι τιμωρίες του Θεού
για να ικανοποιηθεί για το έγκλημα που κάναμε να είμαστε μακριά Του, και το
αίμα του Χριστού χύθηκε γιατί ήταν αίμα ανθρώπινο και έπρεπε με αίμα να γίνει η
αποζημίωση του Θεού, κατά κάποιο τρόπο, για το έγκλημα, που κάναμε να φύγουμε
από κοντά Του.
Αυτά όλα είναι η συκοφαντία που γίνεται στον αληθινό
Θεό από τους ανθρώπους, που δεν μπόρεσαν να ξεφύγουν από το πνεύμα της Παλαιάς
Διαθήκης και τους ανθρώπους, οι οποίοι δεν μπόρεσαν να ξεπεράσουν τα όρια αυτά
τα ιδεολογικά και ψυχολογικά της φεουδαρχικής κοινωνίας της Δύσεως. Και αυτή η
θεολογία, που διατυπώθηκε με τόση σοβαροφάνεια, παρότι ενέχει μέσα τόση
κακοδοξία, επηρέασε και πολλούς δικούς μας Ορθοδόξους που δεν μπόρεσαν να την
ξεπεράσουν. Και ας ήταν μέσα από την καρδιά της βυζαντινής μας ιστορίας, που
ακούστηκαν οι φωνές που δίνουν την αλήθεια, όπως ήταν οι ιεράρχες μας. Και από
τον Γρηγόριο τον Παλαμά και από τον Νικόλαο Καβάσιλα και από τους άλλους
θεολόγους…
Λένε: Ο Θεός, ο Πατέρας εφόσον είναι αναλλοίωτος και
εφόσον μας αγαπά ανεξάρτητα από ό,τι κάνουμε εμείς και μας αγαπά το ίδιο, όπως
και πριν την πτώση των πρωτοπλάστων, μας αγαπά το ίδιο και μετά… Πώς λέει ότι
μας αγαπά, αφού μας καταράστηκε;
Δεν λέει ότι εγώ σας καταριέμαι. Θα είσαι, λέει,
επικατάρατος. Γιατί αγαπάμε την κατάρα, την αγαπάμε εμείς την κατάρα. Την
δημιουργήσαμε και την αγαπάμε. Πέστε σε ανθρώπους, που είναι άσχετοι με την
Εκκλησία: Ελάτε στην Εκκλησία. Να δείτε πως θα θυμώσουν. Θα πουν: «Εγώ
Εκκλησία; Τι λες τώρα; Εγώ έχω τον διάβολο μέσα μου». Το λένε μόνοι τους οι
άνθρωποι. Αυτοκαταριώνται και συκοφαντούν τον Θεό οι άνθρωποι αυτοί, έτσι –και
είναι δάκτυλος του διαβόλου αυτό-, για να λέμε ότι ο Θεός καταράστηκε τους
ανθρώπους και ζητά αποζημίωση. Και λέμε: Είναι δυνατόν ο Θεός να ζητάει αίμα
και μάλιστα του Υιού Του, όταν δεν ανέχτηκε τη θυσία του υιού του Αβραάμ; Και
είναι δυνατόν να έχει ανάγκη, είναι δυνατόν να είναι πληγωμένος, προσβεβλημένος
ο Θεός; Εμείς είμαστε γονείς, αμαρτωλοί σε τόσο βαθμό και τα παιδιά μας κάνουν
κάποια μεγάλη αταξία και ύστερα μετανιώνουν και τα σφίγγουμε στην αγκαλιά μας
και δεν θέλουμε την παραμικρή αποζημίωση, την παραμικρή ικανοποίηση, ούτε τα
δάκρυα τους δε θέλουμε να βλέπουμε και ο Θεός ο Πανάγαθος μπορεί να είναι σ’
αυτήν την κατάσταση;
Αλλά, έτσι θέλουν οι άνθρωποι του κόσμου. Αυτό είναι
το σφιχταγγάλιασμα του κόσμου με την Εκκλησία… Όταν ο κόσμος καπελώνει την
Εκκλησία και όχι, όταν η Εκκλησία σκεπάζει και αγκαλιάζει τον κόσμο.
Μα λέει, πώς λέει «λύτρα»; Δεν είναι λύτρο; Πώς
πληρώνουμε λύτρο στους ληστές και απαλάσσουν έναν άνθρωπο δικό μας και του λέμε
πόσα θέλεις για να τον ελευθερώσεις και μας λέει: -Τόσα. -Πάρτα! Ποιος
κρατούσε το ανθρώπινο γένος σκλαβωμένο μέσα στην πλάνη, μέσα στην έχθρα; Για
σκεφτείτε, ότι είχαμε κάνει τόσες αμαρτίες και κάνουμε! Μετά από κάθε αμαρτία,
έχουμε μέσα μας μια έχθρα για τον Θεό, το αντίθετο από ότι έπρεπε να υπάρχει,
δηλαδή, συντριβή και ταπείνωση. Ποιος μας κρατούσε; Ο διάβολος!
Είναι δυνατόν –Θεός φυλάξει-, ο Χριστός μας να έδωσε
το Αίμα Του στον διάβολο; Λέει, το πρόσφερε στον Πατέρα Του, χωρίς να Του το
ζητήσει ο Πατέρας Του, από αγάπη, φιλοτιμία και αίσθημα θυσίας. Και σε
μας το λέει ο ιερέας: «Λάβετε, φάγετε…» Και μας δίνει εμάς, μας δίνει το αίμα
Του, ο Χριστός μας. Αυτό είναι το λύτρο! Δηλαδή το φάρμακο σωτηρίας. Σου λέει,
πάρτο και από την ώρα που το παίρνεις, παύεις να είσαι θνητός. Ο θάνατός σου
είναι ένα πέρασμα φυσικό, που σε ανάγει στην αθανασία. Είναι φάρμακο η λέξη
λύτρο. Γιατί μας το προσφέρει ο Χριστός… Το Αίμα Του.
Ας πούμε ότι κάποιος είναι πολύ ερωτευμένος με μια
κοπέλα. Της κάνει δώρα για να την καταφέρει, κι ας υποθέσουμε ότι η κοπέλα
είναι λιγάκι απόμακρη και αδιάφορη και δεν του δείχνει ενδιαφέρον και δεν του
δίνει σημασία… Το πιο μεγάλο δώρο που μπορεί να της προσφέρει για να την πείσει
100% ότι την αγαπάει είναι να πεθάνει γι' αυτή και τότε δεν θα έχει την
παραμικρή αμφιβολία ότι την αγαπούσε. Έτσι και ο Χριστός, απέναντι στην
ανθρωπότητα. Σου προσφέρει τόσο μεγάλο δώρο, που είναι αδύνατο να φαντασθείς
ότι δεν σ’ αγαπά.
Και έρχεται και λέει: Πάρτε το αίμα μου! Τι άλλο να
σας δώσω; Τον Παράδεισο ολόκληρο… Και τι; Ο Παράδεισος των πρωτοπλάστων δεν
συγκρίνεται με τον Παράδεισο που μας δίνει τώρα ο Χριστός. Γιατί ο Παράδεισος
των πρωτοπλάστων ήταν ένας πολύ ωραίος κήπος, που είχε όλες τις χάρες και οι
άνθρωποι ήταν άνθρωποι σ’ αυτόν μέσα, πλάσματα του Θεού μόνον. Εδώ τώρα, ο
Παράδεισος είναι ο Χριστός, όπου είναι όλη η κτίση, ορατή και αόρατη προσφορά
στους ανθρώπους και οι άνθρωποι πια δεν είναι άνθρωποι, είναι θεάνθρωποι.
Γινόμαστε θεάνθρωποι. Γινόμαστε σύνθρονοι της Αγίας Τριάδος. Εγώ δεν μπορώ να
το καταλάβω, είναι όμως έτσι!
Αυτή είναι η Εκκλησία μας απέναντι σ’ αυτόν τον κόσμο.
Δεν τον περιφρονεί, δεν τον αδικεί, τον φέρνει με την χάρη του Θεού στο χείλος
της σωτηρίας. Όλοι οι άνθρωποι σήμερα, με όλα τα εγκλήματα που γίνονται
βρίσκονται σ’ ένα μουράγιο, εκεί μπροστά, που είναι αραγμένα καράβια
διπλαρωμένα. Δεν έχουν πια παρά να κάνουν ένα βήμα, να μπουν στο καράβι, να
σωθούν.
Για δέστε τους ανθρώπους, που έχουν κάνει φόνους, τις
γυναίκες που έχουν κάνει εκτρώσεις και τους άνδρες που συμμετείχαν σ’ αυτά,
πόσο πόνο έχει η καρδούλα τους, πόνο που τον κουβαλά. Και πόσο κοντά είναι
αυτός ο πόνος να συντρίψει τις καρδιές τους και να τους φέρει στην σωτηρία.
Ξέρω βαρυποινίτες, που έχουν στην πλάτη τους φορτωμένους δεκάδες φόνους, που
έχουν εξομολογηθεί τον τελευταίο καιρό με κλάμα και έχουν κοινωνήσει. Σου λέει
κανείς… Αν δεν ήταν φορτωμένοι αυτοί με δεκάδες φόνους, αυτήν την ώρα θα
κάθονταν σε ένα παραλιακό καφενεδάκι να βλέπουν τις κοπέλες που περνούν, να
δουν ποια τους αρέσει περισσότερο… Κι όμως, με τα εγκλήματα αυτά ήρθανε μπροστά
στον Θεό. Άρα, και η αμαρτία του κόσμου και η πλάνη του κόσμου και η άβυσσος
αυτή της εγκληματικότητας που μας κάνει να τρελαινόμαστε, όλα αυτά είναι οι
προσκλήσεις της μετανοίας και οι πρώτοι που είναι κοντά στη σωτηρία είναι αυτοί
οι άνθρωποι, που βρίσκονται στο παραλήρημα της αθεΐας και της ασωτίας.
Αυτή είναι η Εκκλησίας μας. Εάν δεν την δεχτούμε έτσι,
θα γίνουμε μια παράταξη, μια θρησκευτική παράταξη και θα μαχόμαστε μάταια και
στους άλλους θα λέμε: Δεν ντρέπεσθε; Εμείς είμαστε καλύτεροι. Ο σταυρωμένος
Χριστός είναι εκεί καρφωμένος, για να ξέρουμε ότι δεν μπορεί να μας δώσει
«καμιά», όσο αμαρτωλοί κι αν είμαστε. Εάν δει κανείς στην Καπέλλα Σιξτίνα στη
Ρώμη, το έργο του Μιχαήλ Άγγελου, την Δευτέρα Παρουσία, δείχνει τους αμαρτωλούς
να φεύγουν, όλοι σκυμμένοι, από το βλέμμα του Θεού, και τον Χριστό να έχει από
πάνω το χέρι Του σαν να κρατά έναν μπαλτά έτοιμος να τους σκοτώσει. Άγριο
πρόσωπο, σκληρό, τιμωρός και φυσικά, αυτό δεν το χρησιμοποιούσαν μόνο για να
συνετίσουν το λαό, που χρειάζεται να συνετιστεί, αλλά σου λέει, έτσι θα
νικήσουμε όλους τους εχθρούς μας, τους Ορθοδόξους, τους μουσουλμάνους, τους
άθεους, τους πάντες. Και το κάνουν!
Είδατε, με τι φρίκη ακούμε να μιλούν για τον Σταυρό
και τους σταυροφόρους οι μουσουλμάνοι τώρα; Έχουν εμπειρία οι άνθρωποι από ένα
σταυρό, που μπήχτηκε μέσα τους και τους έσφαξε και πλημμύρισε η Ιερουσαλήμ στο
αίμα. Είδαν, δηλαδή, αναποδογυρισμένο το σταυρό. Εμείς λέμε: Ναι, λατρεύω το
Σταυρό κι εγώ σταυρώνομαι για Σένα. Ενώ οι αρνητές του αληθινού φρονήματος του
Σταυρού λένε: Λατρεύω τον Σταυρό, τον παίρνω και σε σκοτώνω με τον Σταυρό.
Φυσικά αυτό δεν είναι Εκκλησία, είναι κόσμος ντυμένος ράσα. Και πέρασε αυτή τη
δοκιμασία ο κόσμος και την περνάει ακόμα ως ένα βαθμό. Αν και η Ορθόδοξη
Εκκλησία το πολεμάει δογματικά και ποιμαντικά ακόμη και πάντα μπροστά στην Αγία
Τράπεζα έχουμε τον Εσταυρωμένο. Αλλά, ο πειρασμός υπάρχει και στις οικογένειες.
Λέει, εγώ είμαι χριστιανός και συ δεν είσαι και θα σε βασανίσω, θα σε περιφρονήσω,
θα σε κατακρίνω, θα σε κάνω, θα σε φτιάξω να δεις εσύ τι αξίζουμε εμείς. Και
μεταφέρουμε αυτό και μέσα στην οικογένεια, στα παιδιά μας. Τα βλέπουμε να
ατακτούν, να απειθαρχούν και αμέσως τα χωρίζουμε; Σε μια παράταξη εσείς τα
παλιόπαιδα και εμείς οι καλοί γονείς. Ενώ η δουλειά μας είναι να πέσουμε και να
τα αγκαλιάσουμε και να προσευχηθούμε εμείς γι’ αυτά. Θα μου πείτε μπορεί να
προσεύχομαι εγώ και να σωθεί ο άλλος; Βεβαίως! Δεν σταυρώνεται ο Χριστός και
σώζομαι εγώ; Αν έλειπαν σήμερα οι μεγάλοι ασκητές, που προσεύχονται μέρες και
νύχτες για μας, δεν θα ήμασταν τώρα ζωντανοί να περπατούμε με τόση λίγη
προσευχή που κάνουμε. Γιατί το χαρακτηριστικό της Εκκλησίας μας είναι ότι δεν
μας θέλει έναν-έναν. Μας ταΐζει έναν-έναν, αλλά μας θέλει όλους μαζί.
Αν ένας γονιός καλέσει τα παιδιά του να κάνουν Πάσχα
όλοι μαζί και του λείπει ένα, η έννοια του θα είναι σ’ αυτό το ένα. Δεν θέλει
ατομισμούς, θέλει να γίνουμε ένας. Όταν πέθανε ο Αίας ο Τελαμόνιος στην Τροία –
αυτοκτόνησε γιατί είχε τρελαθεί, τον είχε τρελάνει η Αθηνά-, ο Τεύκρος, που
ήταν αδελφός του από τον ίδιο πατέρα, αλλά από μια παλλακίδα του πατέρα του,
λέει: Πώς θα πάω εγώ τώρα πίσω στον πατέρα; Θα μου πει: Τι τον έκανες τον
αδελφόν σου, πού τον άφησες; Γιατί δεν ήλθε και ο αδελφός σου μαζί; Και θα με διώξει.
Κι έφυγε ο Τεύκρος και πήγε στην Κύπρο με τα καράβια. Δεν τολμούσε να δει τον
πατέρα του, εφόσον δεν είχε τον αδελφό του μαζί. Έτσι είμαστε κι εμείς απέναντι
στον Θεό.
Και ο λόγος και η λαχτάρα μας, που κάνουμε ιεραποστολή
είναι που θέλουμε να πάμε όλοι μαζί. Αφού ο Θεός καθυστερεί για μας
–σκεφτόμαστε ιστορικά την Β’ Παρουσία και την αποκατάσταση του κόσμου, της
δημιουργίας- και αφήνει ακόμη ανικανοποίητους τους μάρτυρες, τους Αγίους κι
ακόμη τα σώματά τους είναι σκόνη και λείψανα και δεν έχουν ακόμη αναστηθεί, για
να αναστηθούμε όλοι μαζί· «ίνα μη χωρίς ημών τελειωθώσιν…»· μήπως αυτοί
τελειωθούν και απολαύσουν την Βασιλεία του Θεού κι εμείς ακόμα, μας περιμένει
όλους. Τόση είναι η αγάπη.
Ύστερα απ’ αυτό πρέπει να καταλάβουμε ότι όταν έχει
ένας αδεφός μας πρόβλημα, πρέπει να τον αγαπούμε παράφορα, όπως αγαπάει εμάς ο
Χριστός, που δεν θέλει ούτε έναν ν’ αφήσει. Αυτή είναι η Εκκλησία. Και πρέπει
έτσι να τη ζήσουμε. Πρέπει να ξέρουμε ότι το σώμα της Εκκλησίας είμαστε εμείς,
δηλαδή, η Εκκλησία είναι το σώμα του Χριστού, εμείς είμαστε εσταυρωμένοι.
Κάθε πόνο που τραβάμε, κάθε βάσανο, είναι μια τρύπα
στο σώμα της Εκκλησίας. Και καταλαβαίνει κανείς, τι ατιμωτικά ήταν αυτά τα
καρφιά στα μέλη του Χριστού, που πόνεσαν… Κι ήταν όλα τα μέλη Του που πόνεσαν
και είμαστε εμείς τα μέλη Του. Άρα δεν μπορούμε εμείς ούτε να χλευάζουμε τον
κόσμο, ούτε να τον κατακρίνουμε, ούτε να τον απαρνούμαστε, γιατί όλον αυτόν τον
κόσμο τον προσκαλούμε να γευθεί τα αποτελέσματα της σωτηρίας.
Σκεφθείτε, ότι ο Χριστός σταυρώθηκε και εμείς σωζόμαστε
χωρίς να σταυρωθούμε. Μόνο με το ότι υμνούμε την ανάσταση, προσκυνούμε τον
τάφο. Τόσο λίγο ζητάει από μας. Κι εμείς, τον κόσμο τον ζητάμε έτσι, γιατί
δωρεάν είναι η σωτηρία.
Έτσι λοιπόν, ο κόσμος έχει σαν κύριο χαρακτηριστικό το
ότι αμελεί τον θάνατο, προσπαθεί να τον κρύψει. Τον αγνοεί, τον απωθεί, αλλά ο
θάνατος δουλεύει ασυνείδητα μέσα μας. Υποσυνείδητα τότε οι άνθρωποι, για να
κάνουν θόρυβο να τον ξεγελάσουν, κάνουν όλο αυτό, που λέγεται πολιτισμός.
Είμαστε καλά και θέλουμε να πάμε καλύτερα ακόμη, κι ακόμη καλύτερα, γιατί μέσα
σ’ αυτόν τον πυρετό του καλύτερου, και καλύτερου, ξεχνάμε τον θάνατο. Όλος ο
πολιτισμός είναι μια αγωνία να ξεχάσει ο άνθρωπος τον θάνατο.
Και δεύτερον ότι ο κόσμος αυτός, παρότι ζει σ’ αυτό το
παραλήρημα του αγώνα για να ξεχάσει τον θάνατο και να ξεγελάσει ο καθένας τον
εαυτό του και τους άλλους, είναι μπροστά, μπροστά στη σωτηρία. Έχουν όλες τις
προϋποθέσεις για να πουν ένα αμήν. Για αυτό λέει ο Απόστολος Παύλος, στην προς
Ρωμαίους επιστολή: «Εγγύς του στόματος σου η σωτηρία». Μέσα σ’ όλο
αυτό το χάλι, να πεις το «Κύριε Ιησού Χριστέ ελέησον με».
Είναι σαν να ανοίγεις μια χαραμάδα σ’ ένα σκοτεινό χώρο κι έρχεται το φως μέσα
και τα φωτίζει όλα. Όχι, ότι με το στόμα σου θα σωθείς –δεν μπορείς να
καυχηθείς-, αλλά επειδή ο πόνος σε έχει ετοιμάσει.
Κάποτε, με είχαν παρεξηγήσει, που είπα ότι όλοι αυτοί
που πεθαίνουν από τα ναρκωτικά, όλοι αυτοί κερδίζουν Παράδεισο. Έτσι πιστεύω.
Γιατί στο χάλι, που βρίσκονται την ώρα που φεύγουν, δεν μπορεί να έχουν μεγάλη
ιδέα για τον εαυτό τους. «Α, τι ωραία, θριαμβευτικά, τι ωραία πήγαμε,
νικήσαμε, πώς τα καταφέραμε»; Φεύγουν με πολύ πόνο, με πολλή δυστυχία και
εγκατάλειψη. Άρα για αυτούς το: «Κύριε ελέησον» είναι μέσα στο στόμα τους Δεν
γίνεται να μην είναι.
Κι ακόμη, να καταλάβουμε, ότι το πνεύμα του κόσμου
είναι φανταστικό. Δηλαδή η ευτυχία που επαγγέλλεται ο κόσμος και που επιδιώκει,
είναι φαντασιώδης. Δεν είναι πραγματική. Ένας άνθρωπος μετανοημένος,
εξομολογημένος, κοινωνημένος βγαίνει έξω και βλέπει ένα λουλουδάκι, το βλέπει
και γεμίζει η καρδιά του από θαυμασμό για την δημιουργία του Θεού και
ευγνωμοσύνη για την αγάπη Του. Άλλος, που βγαίνει με σκληράδα στην καρδιά του,
αμετανόητος, βλέπει τα πάντα και λέει: «Άντε από ’δω πέρα, δεν μ’ αρέσουν,
δεν σ’ αγαπώ» και προσπαθεί να βρει ένα αυτοκίνητο να τρέξει, να είναι μέσα
σ’ ένα κατασκεύασμα δικό του, γι’ αυτό η δημιουργία δεν του μιλάει, ο κόσμος με
τις ομορφιές του δεν του μιλάει.
Κι έρχεται η Εκκλησία μας κι αγκαλιάζει αυτόν τον
κόσμο και του λέει: Έλα, ένα χιλιοστό σου μένει για την μετάνοια, τόσα
βάσανα που πέρασες να πιάσουν τόπο άνθρωπέ μου, μην πας χαμένος. Αυτή είναι
η Εκκλησία μας κι έτσι πρέπει να είμαστε κι εμείς. Κι είναι δύσκολο να
νικήσουμε το κοσμικό μας φρόνημα και να πάψουμε να κρίνουμε και να κατακρίνουμε
τον κόσμο ή να τον αποστρεφόμαστε ή να λέμε: Δεν θέλω να τους ξαναδώ, δεν
ντρέπονται λιγάκι κλπ. Κι έτσι αγκαλιασμένοι, αμαρτωλοί και μετανοημένοι,
θα μπορέσουμε να υποδεχτούμε τον Νυμφίο και να φτάσουμε στην Ανάσταση,
αγκαλιασμένοι με οίκτο και αγάπη.
Αυτό είναι η Εκκλησία μας, απέναντι σ’ αυτό που είναι
ο κόσμος.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου