ΣΤΟ ΤΕΛΟΣ ΤΗΣ ΣΕΛΙΔΑΣ
ΑΓΙΟΛΟΓΙΟ ΑΛΦΑΒΗΤΙΚΑ - ΟΚΤΩΗΧΟΣ - ΜΗΝΑΙΑ - ΤΡΙΩΔΙΟ - ΠΕΝΤΗΚΟΣΤΑΡΙΟ
ΨΥΧΟΘΕΡΑΠΕΥΤΙΚΑ ΘΕΜΑΤΑ - ΘΕΡΑΠΕΥΤΙΚΑ ΘΕΜΑΤΑ
ΜΗΤΡΟΠΟΛΕΙΣ ΤΗΣ ΕΛΛΑΔΟΣ - ΠΑΡΑΚΛΗΤΙΚΟΙ ΚΑΝΟΝΕΣ
ΑΚΟΛΟΥΘΙΑ ΕΞΟΔΙΑΣΤΙΚΟΥ ΜΟΝΑΧΩΝ
ΣΤΑΣΕΙΣ ΑΚΑΘΙΣΤΟΥ ΥΜΝΟΥ - ΠΡΟΗΓΙΑΣΜΕΝΕΣ - ΑΠΟΔΕΙΠΝΟΝ
ΟΙ ΟΝΕΙΡΟΠΑΡΜΕΝΟΙ ΤΟΥ ΚΟΣΜΟΥ - ΠΡΟΦΗΤΕΙΕΣ ΤΗΣ ΑΓΙΑΣ ΓΡΑΦΗΣ
ΣΤΑΛΑΓΜΑΤΙΕΣ ΣΟΦΙΑΣ - ΚΑΙΡΟΣ ΤΟΥ ΤΕΛΟΥΣ
ΕΠΙΣΤΟΛΕΣ ΑΠΟΣΤΟΛΟΥ ΠΑΥΛΟΥ

ΓΙΑ ΟΤΙ ΝΕΟΤΕΡΟ ΘΑ ΕΝΗΜΕΡΩΝΕΤΑΙ Ο ΚΑΤΑΛΟΓΟΣ


Παρασκευή 9 Ιανουαρίου 2015

Ο Εκκλησιασμός



Αγίου Ιωάννου του Χρυσοστόμου
Η πίστη στο Θεό και η συμμετοχή στη θεία λατρεία, προπαντός στην ευχαριστιακή σύναξη, αποτελούν για κάθε ζωντανό μέλος της Εκκλησίας δυο πραγματικότητες αξεχώριστες. Ο αληθινός χριστιανός δεν μπορεί να ζήσει χωρίς τη θεία Λειτουργία. Τα υπερώα του Μυστικού Δείπνου και της Πεντηκοστής, που συνέχειά τους είναι οι ιεροί ναοί, αποτελούν κατεξοχήν τους τόπους της παρουσίας του Θεού και την διανομής των θείων χαρισμάτων. Η «ομοθυμαδόν επί το αυτό» προσκαρτέρηση των πιστών εκφράζει την ενότητα του εκκλησιαστικού σώματος, που εδώ και τώρα προγεύεται τα αγαθά της βασιλείας του Θεού. Αυτή την αλήθεια απηχούν και οι άγιοι Πατέρες της Πενθέκτης Συνόδου (691), όταν παραγγέλλουν ν’ αποκόπτεται από το σώμα της Εκκλησίας εκείνος που, χωρίς σοβαρό λόγο, δεν εκκλησιάζεται για τρεις συνεχείς Κυριακές.
            Ο τακτικός εκκλησιασμός δεν αποτελεί για τον πιστό μιαν απλή συνήθεια, ένα τυπικό θρησκευτικό καθήκον, μια κοινωνική υποχρέωση ή έστω μια ψυχολογική διέξοδο από τον ασφυκτικό κλοιό της καθημερινότητος. Αντίθετα, με την προσέλευσή του στο ναό εκφράζει μιαν υπαρξιακή του ανάγκη. Την ανάγκη να ζήσει αληθινά, αυθεντικά. Να συναντήσει την Πηγή της ζωής του, το Δημιουργό του, και να ενωθεί μαζί Του. Να εκφράσει την αγάπη και την ευλάβειά του στην Παναγία μας και στους Αγίους, του φίλους του Θεού. Να νιώσει δίπλα του τους πνευματικούς του αδελφούς.
            Το σώμα και το αίμα του Χριστού, που μεταλαβαίνει στη θεία Λειτουργία, του χαρίζουν αυτή την πληρότητα, τον κάνουν να αισθάνεται «συμπολίτης των αγίων και οικείος του Θεού». Έτσι, αναχωρεί από το ναό με τη δύναμη ν’ αντιμετωπίσει σύμφωνα με το θείο θέλημα και με την προοπτική της αιώνιας ζωής τη φθαρτότητα του καθημερινού του βίου.
            Στις μέρες μας, που το ψεύτικο και απατηλό περισσεύει και που οι ανθρώπινες ελπίδες από παντού διαψεύδονται, το ενδιαφέρον για την ορθόδοξη λατρεία συνεχώς αυξάνεται, καθώς πολλοί ανακαλύπτουν σ’ αυτήν το νόημα της ζωής. Ωστόσο, είναι αλήθεια, οι περισσότεροι αδελφοί μας απουσιάζουν από τις εκκλησίες μας…
            Το τεύχος τούτο αποτελεί μια σύνθεση εκλεκτών αποσπασμάτων, σε ελεύθερη απόδοση, από διάφορες ομιλίες του αγίου Ιωάννου του Χρυσοστόμου (354-407), του μεγάλου ιεράρχου, που συνέδεσε το όνομά του και τη ζωή του με τη θεία Λειτουργία. Διαβάζοντας κανείς τους λόγους του, χαίρεται τη ζωντάνια τους, θαυμάζει την επικαιρότητά τους και διαπιστώνει πως ο άνθρωπος στο βάθος του παραμένει απαράλλακτος όλες τις εποχές.
            Ας ευχηθούμε, το σπίτι του Θεού, ο ιερός ναός, να γίνει και δικό μας σπίτι, η θεία Λειτουργία να καταστεί το κέντρο της υπάρξεώς μας και η τράπεζα της Ευχαριστίας ν’ αποβεί για τον καθένα μας «ψυχοτρόφος και ζωοποιός»

Με λιμάνια μέσα στο πέλαγος μοιάζουν οι ναοί, που ο Θεός εγκατέστησε στις πόλεις· πνευματικά λιμάνια, όπου βρίσκουμε απερίγραπτη ψυχική ηρεμία όσοι σ’ αυτά καταφεύγουμε, ζαλισμένοι από την κοσμική τύρβη. Κι όπως ακριβώς ένα απάνεμο κι ακύμαντο λιμάνι προσφέρει ασφάλεια στα αραγμένα πλοία, έτσι και ο ναός σώζει από την τρικυμία των βιοτικών μεριμνών όσους σ’ αυτόν προστρέχουν και αξιώνει τους πιστούς να στέκονται με σιγουριά και ν’ ακούνε το λόγο του Θεού με γαλήνη πολλή.
            Ο ναός είναι θεμέλιο της αρετής και σχολείο της πνευματικής ζωής. Πάτησε στα πρόθυρά του μόνο, οποιαδήποτε ώρα, κι αμέσως θα ξεχάσεις τις καθημερινές φροντίδες. Πέρασε μέσα, και μια αύρα πνευματική θα περικυκλώσει την ψυχή σου. Αυτή η ησυχία προξενεί δέος και διδάσκει τη χριστιανική ζωή· ανορθώνει το φρόνημα και δεν σε αφήνει να θυμάσαι τα παρόντα· σε μεταφέρει από τη γη στον ουρανό. Κι αν τόσο μεγάλο είναι το κέρδος όταν δεν γίνεται λατρευτική σύναξη, σκέψου, όταν τελείται η Λειτουργία και οι προφήτες διδάσκουν, οι απόστολοι κηρύσσουν το Ευαγγέλιο, ο Χριστός βρίσκεται ανάμεσα στους πιστούς, ο Θεός Πατέρας δέχεται την τελούμενη θυσία, το Άγιο Πνεύμα χορηγεί τη δική Του αγαλλίαση, τότε λοιπόν, με πόση ωφέλεια πλημμυρισμένοι δεν φεύγουν από το ναό οι εκκλησιαζόμενοι;
            Στην εκκλησία συντηρείται η χαρά όσων χαίρονται· στην εκκλησία βρίσκεται η ευθυμία των πικραμένων, η ευφροσύνη των λυπημένων, η αναψυχή των βασανισμένων, η ανάπαυση των κουρασμένων. Γιατί ο Χριστός λέει: «Ελάτε σ’ εμένα όλοι όσοι είστε κουρασμένοι και φορτωμένοι με προβλήματα, κι εγώ θα σας αναπαύσω» (Ματθ. 11:28). Τι πιο ποθητό απ’ αυτή τη φωνή; Τι πιο γλυκό από τούτη την πρόσκληση; Σε συμπόσιο σε καλεί ο Κύριος, όταν σε προσκαλεί στην εκκλησία· σε ανάπαυση από τους κόπους σε παρακινεί· σε ανακούφιση από τις οδύνες σε μεταφέρει. Γιατί σε ξαλαφρώνει από το βάρος των αμαρτημάτων. Με την πνευματική απόλαυση θεραπεύει τη στενοχώρια και με τη χαρά τη λύπη.

            Παρ’ όλα αυτά, λίγοι είναι εκείνοι που έρχονται στην εκκλησία. Τι θλιβερό! Στους χορούς και στις διασκεδάσεις τρέχουμε πρόθυμα. Τις ανοησίες των τραγουδιστών τις ακούμε με ευχαρίστηση. Τις αισχρολογίες των ηθοποιών τις απολαμβάνουμε για ώρες, δίχως να βαριόμαστε. Και μόνο όταν μιλάει ο Θεός, χασμουριόμαστε, ξυνόμαστε και ζαλιζόμαστε. Μα και στα ιπποδρόμια, μολονότι δεν υπάρχει στέγη για να προστατεύει τους θεατές από τη βροχή, τρέχουν οι περισσότεροι σαν μανιακοί, ακόμα κι όταν βρέχει ραγδαία, ακόμα κι όταν ο άνεμος σηκώνει τα πάντα. Δεν λογαριάζουν ούτε την κακοκαιρία ούτε το κρύο ούτε την απόσταση. Τίποτα δεν τους κρατάει στα σπίτια τους. Όταν, όμως, πρόκειται να πάνε στην εκκλησία, τότε και το ψιλόβροχο τους γίνεται εμπόδιο. Κι αν τους ρωτήσεις, ποιος είναι ο Αμώς ή ο Οβδιού, πόσοι είναι οι προφήτες ή οι απόστολοι, δεν μπορούν ν’ ανοίξουν το στόμα τους. Για τ’ άλογα, όμως, τους τραγουδιστές και τους ηθοποιούς μπορούν σε πληροφορήσουν με κάθε λεπτομέρεια. Είναι κατάσταση αυτή;
            Γιορτάζουμε μνήμες αγίων, και σχεδόν κανένας δεν παρουσιάζεται στο ναό. Φαίνεται πως η απόσταση παρασύρει τους χριστιανούς στην αμέλεια· ή μάλλον όχι η απόσταση, αλλά η αμέλεια μόνο τους εμποδίζει. Γιατί, όπως τίποτα δεν μπορεί να εμποδίσει αυτόν που έχει αγαθή προαίρεση και ζήλο να κάνει κάτι, έτσι και τον αμελή, τον ράθυμο και αναβλητικό όλα μπορούν να τον εμποδίσουν.
            Οι μάρτυρες έχυσαν το αίμα τους για την Αλήθεια, κι εσύ λογαριάζεις μια τόσο μικρή απόσταση; Εκείνοι θυσίασαν τη ζωή τους για το Χριστό, κι εσύ δεν θέλεις ούτε λίγο να κοπιάσεις; Ο Κύριος πέθανε για χάρη σου, κι εσύ Τον περιφρονείς; Γιορτάζουμε μνήμες αγίων, κι εσύ βαριέσαι να έρθεις στο ναό, προτιμώντας να κάθεσαι στο σπίτι σου; Και όμως, πρέπει να έρθεις, για να δεις το διάβολο να νικιέται, τον άγιο να νικάει, το Θεό να δοξάζεται και την Εκκλησία να θριαμβεύει.
            ‘’Μα είμαι αμαρτωλός’’, λες, ‘’και δεν τολμώ ν’ αντικρύσω τον άγιο’’. Ακριβώς επειδή είσαι αμαρτωλός, έλα εδώ, για να γίνεις δίκαιος. Ή μήπως δεν γνωρίζεις, ότι και αυτοί που στέκονται μπροστά στο ιερό θυσιαστήριο, έχουν διαπράξει αμαρτίες; Γι’ αυτό οικονόμησε ο Θεός να υποφέρουν και οι ιερείς από κάποια πάθη, ώστε να κατανοούν την ανθρώπινη αδυναμία και να συγχωρούν τους άλλους.
            ‘’Αφού, όμως, δεν τήρησα όσα άκουσα στην εκκλησία’’, θα μου πει κάποιος, ‘’πως μπορώ να έρθω πάλι;’’. Έλα να ξανακούσεις τον θείο λόγο. Και προσπάθησε τώρα να τον εφαρμόσεις. Αν βάλεις φάρμακο πάνω στο τραύμα σου και δεν το επουλώσει την ίδια μέρα, δεν θα ξαναβάλεις και την επόμενη; Αν ο ξυλοκόπος, που θέλει να κόψει μια βελανιδιά, δεν κατορθώσει να τη ρίξει με την πρώτη τσεκουριά, δεν τη χτυπάει και δεύτερη και πέμπτη και δέκατη φορά; Κάνε κι εσύ το ίδιο.
            Αλλά, θα μου πεις, σ’ εμποδίζουν να εκκλησιαστείς η φτώχεια και η ανάγκη να εργαστείς. Όμως δεν είναι εύλογη και τούτη η πρόφαση. Εφτά μέρες έχει η εβδομάδα. Αυτές τις εφτά μέρες τις μοιράστηκε ο Θεός μαζί μας. Και σ’ εμάς έδωσε έξι, ενώ για τον εαυτό Του άφησε μία. Αυτή τη μοναδική μέρα, λοιπόν, δεν δέχεσαι να σταματήσεις τις εργασίες;
            Και γιατί λέω για ολόκληρη μέρα; Εκείνο που έκανε στην περίπτωση της ελεημοσύνης η χήρα του Ευαγγελίου, το ίδιο κάνε κι εσύ στη διάρκεια αυτής της μιας μέρας. Έδωσε εκείνη δυο λεπτά και πήρε πολλή χάρη από το Θεό. Δάνεισε κι εσύ δυο ώρες στο Θεό, πηγαίνοντας στην εκκλησία, και θα φέρεις  στο σπίτι σου κέρδη αμέτρητων ημερών. Αν όμως δεν δέχεσαι να κάνεις κάτι τέτοιο, σκέψου μήπως μ’ αυτή σου τη στάση χάσεις κόπους πολλών ετών. Γιατί ο Θεός, όταν περιφρονείται, γνωρίζει να σκορπίζει τα χρήματα που συγκεντρώνεις με την εργασία της Κυριακής.
            Μα κι αν ακόμα έβρισκες ολόκληρο θησαυροφυλάκιο γεμάτο από χρυσάφι και εξ αιτίας του απουσίαζες από το ναό, θα ήταν πολύ μεγαλύτερη η ζημιά σου· και τόσο μεγαλύτερη, όσο ανώτερα είναι τα πνευματικά από τα υλικά. Γιατί τα υλικά πράγματα, κι αν ακόμα είναι πολλά και τρέχουν άφθονα από παντού, δεν τα παίρνουμε στην άλλη ζωή, δεν μεταφέρονται μαζί μας στον ουρανό, δεν παρουσιάζονται στο φοβερό εκείνο βήμα του Κυρίου. Αλλά πολλές φορές, και πριν ακόμα πεθάνουμε, μας εγκαταλείπουν. Αντίθετα, ο πνευματικός θησαυρός που αποκτούμε στην εκκλησία, είναι κτήμα αναφαίρετο και μας ακολουθεί παντού.
            ‘’Ναι, αλλά μπορώ’’, λέει κάποιος άλλος, ‘’να προσευχηθώ και στο σπίτι μου’’. Απατάς τον εαυτό σου, άνθρωπε. Βεβαίως, είναι δυνατόν να προσευχηθείς και στο σπίτι σου· είναι αδύνατον όμως να προσευχηθείς έτσι, όπως προσεύχεσαι στην εκκλησία, όπου υπάρχει το πλήθος των πατέρων και όπου ομόφωνη κραυγή ικεσίας αναπέμπεται στο Θεό. Δεν σε ακούει τόσο πολύ ο Κύριος όταν Τον παρακαλείς μόνος σου, όσο όταν Τον παρακαλείς ενωμένος με τους αδελφούς σου. Γιατί στην εκκλησία υπάρχουν περισσότερες πνευματικές προϋποθέσεις απ’ όσες στο σπίτι. Υπάρχουν η ομόνοια, η συμφωνία των πιστών, ο σύνδεσμος της αγάπης, οι ευχές των ιερέων. Γι’ αυτό, άλλωστε, οι ιερείς προΐστανται των ακολουθιών· για να ενισχύονται με τις δυνατότερες ευχές τους οι ασθενέστερες ευχές του λαού, κι έτσι όλες μαζί ν’ ανεβαίνουν στον ουρανό.
            Όταν προσευχόμαστε ο καθένας χωριστά, είμαστε ανίσχυροι· όταν όμως συγκεντρωνόμαστε όλοι μαζί, τότε γινόμαστε πιο δυνατοί και ελκύουμε σε μεγαλύτερο βαθμό την ευσπλαχνία του Θεού. Κάποτε ο απόστολος Πέτρος βρισκόταν αλυσοδεμένος στη φυλακή. Έγινε όμως θερμή προσευχή από τους συναγμένους πιστούς, κι αμέσως ελευθερώθηκε. Τι θα μπορούσε, επομένως, να είναι πιο δυνατό από την κοινή προσευχή, που ωφέλησε κι αυτούς ακόμα τους στύλους της Εκκλησίας;
           
            Σας παρακαλώ, λοιπόν, και σας ικετεύω, ας προτιμάτε από οποιαδήποτε άλλη ασχολία και φροντίδα τον εκκλησιασμό. Ας τρέχουμε πρόθυμα, όπου κι αν βρισκόμαστε, στην εκκλησία.
            Προσέξτε, όμως, κανείς να μην μπει στον ιερό αυτό χώρο, έχοντας βιοτικές φροντίδες ή περισπασμούς ή φόβους. Αλλά αφού τ’ αφήσουμε όλα τούτα έξω, στις πύλες του ναού, τότε ας περάσουμε μέσα. Γιατί ερχόμαστε στα ανάκτορα των ουρανών, πατάμε σε τόπους που αστράφτουν.
            Ας διώξουμε από την ψυχή μας πρώτα-πρώτα τη μνησικακία, για να μην κατακριθούμε, όταν παρουσιαστούμε μπροστά στο Θεό και προσευχηθούμε λέγοντας: «Πάτερ ημών..., άφες ημίν τα οφειλήματα ημών, ως και ημείς αφίεμεν τοις οφειλέταις ημών». Διαφορετικά, πώς θέλεις να φανεί ο Δεσπότης Χριστός γλυκός και πράος απέναντί σου, αφού εσύ γίνεσαι στον συνάνθρωπό σου σκληρός και δεν τον συγχωρείς; Πώς θα μπορέσεις να υψώσεις τα χέρια σου στον ουρανό; Πώς θα κινήσεις τη γλώσσα σου σε λόγια προσευχής; Πώς θα ζητήσεις συγγνώμη; Ακόμα κι αν θέλει ο Θεός να συγχωρήσει τις αμαρτίες σου, δεν Τον αφήνεις εσύ, επειδή δεν συγχωρείς τον πλησίον σου.

            Μα και η ενδυμασία μας στο ναό να είναι καλή από κάθε πλευρά. Να είναι κόσμια και όχι εξεζητημένη. Γιατί το κόσμιο είναι σεμνό, ενώ το εξεζητημένο είναι άσεμνο.
            Αυτό ακριβώς μας παραγγέλλει και ο απόστολος Παύλος, όταν λέει: «Θέλω να προσεύχονται οι άνδρες σε κάθε  τόπο, σηκώνοντας προς τον ουρανό χέρια όσια, χωρίς οργή και δισταγμό ολιγοπιστίας. Επίσης και οι γυναίκες να προσεύχονται με αμφίεση σεμνή, στολίζοντας τον εαυτό τους με σεμνότητα και σωφροσύνη, όχι με περίτεχνες κομμώσεις και χρυσά κοσμήματα ή μαργαριτάρια ή ενδύματα πολυτελή, αλλά με ό,τι ταιριάζει στις γυναίκες που λένε ότι σέβονται το Θεό, δηλαδή με καλά έργα» (Α’ Τιμ. 2:8-10). Αν, λοιπόν, απαγορεύει στις γυναίκες εκείνα που είναι απόδειξη πλούτου, πολύ περισσότερο απαγορεύει όσα κινούν την περιέργεια, όπως τα φτιασίδια, το βάψιμο των ματιών, το κουνιστό βάδισμα, τα παράξενα ρούχα και τα παρόμοια.
            Τι λες, γυναίκα; Έρχεσαι στο ναό να προσευχηθείς, και στολίζεσαι με χρυσαφικά και χτενίζεσαι επιτηδευμένα; Μήπως ήρθες για να χορέψεις; Μήπως για να λάβεις μέρος σε γαμήλια γιορτή; Εκεί έχουν θέση τα χρυσαφικά και οι πολυτέλειες· εδώ δεν χρειάζεται τίποτα απ’ αυτά. Ήρθες να παρακαλέσεις το Θεό για τις αμαρτίες σου. Τι στολίζεις, λοιπόν, τον εαυτό σου; Αυτή η εμφάνιση δεν είναι γυναίκας που ικετεύει. Πώς μπορείς να στενάξεις, πώς μπορείς να δακρύσεις, πώς μπορείς να προσευχηθείς με θέρμη, έχοντας τέτοια αμφίεση; Θέλεις να φαίνεσαι ευπρεπής; Φόρεσε το Χριστό και όχι το χρυσό. Ντύσου την ελεημοσύνη, τη φιλανθρωπία, τη σωφροσύνη, την ταπεινοφροσύνη. Αυτά αξίζουν περισσότερο απ’ όλο το χρυσάφι. Αυτά και την ωραία την κάνουν ωραιότερη και την άσχημη την ομορφαίνουν. Να ξέρεις, γυναίκα, πως, όταν στολιστείς πολύ, γίνεσαι πιο αισχρή κι από τη γυμνή, γιατί έχεις αποβάλει πια την κοσμιότητα.

            Αλλά και η διαγωγή μας, όσο βρισκόμαστε μέσα στο ναό, ας είναι η πρέπουσα, όπως αρμόζει σε άνθρωπο που βρίσκεται μπροστά στο Θεό. Να μην ασχολούμαστε με άσκοπες συζητήσεις, μα να στεκόμαστε με φόβο και τρόμο, με προσοχή και προθυμία, με το βλέμμα στραμμένο στη γη και την ψυχή υψωμένη στον ουρανό.
            Γιατί έρχονται πολλοί στην εκκλησία, επαναλαμβάνουν μηχανικά ψαλμούς και ευχές, και φεύγουν, δίχως να ξέρουν τι είπαν. Τα χείλη κινούνται, αλλά τ’ αυτιά δεν ακούνε. Εσύ δεν ακούς την προσευχή σου, και θέλεις να σε εισακούσει ο Θεός; Γονάτισα, λες· αλλά ο νους σου πετούσε μακριά. Το σώμα σου ήταν μέσα στην εκκλησία και η ψυχή σου έξω. Το στόμα έλεγε την προσευχή και ο νους μετρούσε τόκους, συμβόλαια, συναλλαγές, χωράφια, κτήματα, συναναστροφές με φίλους. Κι όλα αυτά συμβαίνουν, γιατί ο διάβολος είναι πονηρός· ξέρει πως την ώρα της προσευχής κερδίζουμε πολλά, γι’ αυτό τότε επιτίθεται με μεγαλύτερη σφοδρότητα. Άλλες φορές είμαστε ξαπλωμένοι στο κρεβάτι, και τίποτα δεν σκεφτόμαστε· ήρθαμε όμως στην εκκλησία να προσευχηθούμε, και ο διάβολος μας έβαλε ένα σωρό λογισμούς, ώστε καθόλου να μην ωφεληθούμε.
            Αν, αλήθεια, ο Θεός σου ζητήσει λόγο για την αδιαφορία ή και την ασέβεια που δείχνεις στις λατρευτικές συνάξεις, τι θα κάνεις; Να, την ώρα που Αυτός σου μιλάει, εσύ, αντί να προσεύχεσαι, έχεις πιάσει κουβέντα με τον διπλανό σου για πράγματα ανώφελα. Και όλα τ’ άλλα αμαρτήματά μας αν παραβλέψει ο Θεός, τούτο φτάνει για να στερηθούμε τη σωτηρία. Μην το θεωρείς μικρό παράπτωμα. Για να καταλάβεις, τη βαρύτητά του, σκέψου τι γίνεται στην ανάλογη περίπτωση των ανθρώπων. Ας υποθέσουμε ότι συζητάς μ’ ένα επίσημο πρόσωπο ή μ’ έναν εγκάρδιο φίλο σου. Και ενώ εκείνος σου μιλάει, εσύ γυρίζεις αδιάφορα το κεφάλι σου και αρχίζεις να κουβεντιάζεις με κάποιον άλλο. Δεν θα προσβληθεί ο συνομιλητής σου απ’ αυτή την απρέπειά σου; Δεν θα θυμώσει; Δεν θα σου ζητήσει το λόγο;
            Αλίμονο! Βρίσκεσαι στη θεία Λειτουργία, κι ενώ το βασιλικό τραπέζι είναι ετοιμασμένο, ενώ ο Αμνός του Θεού θυσιάζεται για χάρη σου, ενώ ο ιερέας αγωνίζεται για τη σωτηρία σου, εσύ αδιαφορείς. Την ώρα που τα εξαπτέρυγα Σεραφείμ σκεπάζουν τα πρόσωπά τους από δέος και όλες οι ουράνιες δυνάμεις μαζί με τον ιερέα παρακαλούν το Θεό για σένα, τη στιγμή που κατεβαίνει από τον ουρανό η φωτιά του Αγίου Πνεύματος και το αίμα του Χριστού χύνεται από την άχραντη πλευρά Του μέσα στο άγιο Ποτήριο, τη στιγμή αυτή η συνείδησή σου, άραγε, δεν σε ελέγχει για την απροσεξία σου; Σκέψου, άνθρωπε μου, μπροστά σε Ποιον στέκεσαι την ώρα της φρικτής μυσταγωγίας και μαζί με ποιους – με τα Χερουβείμ, με τα Σεραφείμ, με όλες τις ουράνιες δυνάμεις. Αναλογίσου μαζί με ποιους ψάλλεις και προσεύχεσαι. Είναι αρκετό για να συνέλθεις, όταν θυμηθείς ότι, ενώ έχεις υλικό σώμα, αξιώνεσαι να υμνείς τον Κύριο της κτίσεως μαζί με τους ασώματους αγγέλους.
            Μη συμμετέχεις, λοιπόν, στην ιερή εκείνη υμνωδία με αδιαφορία. Μην έχεις στο νου σου βιοτικές σκέψεις. Διώξε κάθε γήινο λογισμό και ανέβα νοερά στον ουρανό, κοντά στο θρόνο του Θεού. Πέταξε εκεί μαζί με τα Σεραφείμ, φτερούγισε μαζί τους, ψάλε τον τρισάγιο ύμνο στην Παναγία Τριάδα.

            Και σαν έρθει η στιγμή της θείας Κοινωνίας και πρόκειται να πλησιάσεις την αγία Τράπεζα, πίστευε ακλόνητα πως εκεί είναι παρών ο Χριστός, ο Βασιλιάς των όλων. Όταν δεις τον ιερέα να σου προσφέρει το σώμα και το αίμα του Κυρίου, μη νομίσεις ότι ο ιερέας το κάνει αυτό, αλλά πίστευε ότι το χέρι που απλώνεται είναι του Χριστού. Αυτός που λάμπρυνε με την παρουσία Του την τράπεζα του Μυστικού Δείπνου, Αυτός και τώρα διακοσμεί την Τράπεζα της θείας Λειτουργίας. Παραβρίσκεται πραγματικά και εξετάζει του καθενός την προαίρεση και παρατηρεί ποιος πλησιάζει με ευλάβεια ταιριαστή στο άγιο Μυστήριο, ποιος με πονηρή συνείδηση, με σκέψεις βρωμερές και ακάθαρτες, με πράξεις μολυσμένες. Αναλογίσου, λοιπόν, κι εσύ ποιο ελάττωμά σου διόρθωσες, ποιαν αρετή κατόρθωσες, ποιαν αμαρτία έσβησες με την εξομολόγηση, σε τι έγινες καλύτερος. Αν η συνείδησή σου σε πληροφορεί ότι φρόντισες αρκετά για την επούλωση των ψυχικών σου τραυμάτων, αν έκανες κάτι περισσότερο από τη νηστεία, κοινώνησε με φόβο Θεού. Αλλιώς, μείνε μακριά από  τα άχραντα Μυστήρια. Και όταν καθαριστείς απ’ όλες τις αμαρτίες σου, τότε να πλησιάσεις.
            Να προσέρχεστε, λοιπόν, στη θεία Κοινωνία με φόβο και τρόμο, με συνείδηση καθαρή, με νηστεία και προσευχή. Χωρίς να θορυβείτε, χωρίς να ποδοπατάτε και να σπρώχνετε τους διπλανούς σας. Γιατί αυτό αποτελεί τη μεγαλύτερη τρέλα και τη χειρότερη περιφρόνηση των θείων Μυστηρίων.
            Πες μου, άνθρωπε, γιατί κάνεις θόρυβο; Γιατί βιάζεσαι; Σε πιέζει τάχα η ανάγκη να κάνεις τις δουλειές σου; Και σου περνάει άραγε, την ώρα που πας να κοινωνήσεις, η σκέψη ότι έχεις δουλειές; Έχεις μήπως την αίσθηση ότι είσαι πάνω στη γη; Νομίζεις ότι βρίσκεσαι μαζί με ανθρώπους και όχι με τους χορούς των αγγέλων; Μα κάτι τέτοιο είναι δείγμα πέτρινης καρδιάς....

            Υπάρχει κι ένα άλλο θέμα: Πολλοί κοινωνούν μια φορά το χρόνο, άλλοι δύο φορές, άλλοι περισσότερες. Ποιους απ’ αυτούς θα επιδοκιμάσουμε; Όσους μια φορά, όσους πολλές ή όσους λίγες φορές μεταλαβαίνουν; Ούτε τους μία ούτε τις πολλές ούτε τους λίγες, μα εκείνους που πλησιάζουν στο άγιο Ποτήριο με καρδιά αγνή, με βίο ανεπίληπτο. Αυτοί ας κοινωνούν πάντα. Οι άλλοι, οι αμετανόητοι αμαρτωλοί, ας μένουν μακριά από τα άχραντα Μυστήρια, γιατί αλλιώς κρίμα και καταδίκη, ετοιμάζουν για τον εαυτό τους. Ο άγιος απόστολος λέει: «Όποιος τρώει τον άρτο και πίνει το ποτήριο του Κυρίου με τρόπο ανάξιο, γίνεται ένοχος αμαρτήματος απέναντι στο σώμα και στο αίμα του Κυρίου, προκαλώντας την καταδίκη του» (Α’ Κορ. 11:27, 29). Θα τιμωρηθεί, δηλαδή, τόσο αυστηρά, όσο και οι σταυρωτές του Χριστού, αφού κι εκείνοι έγιναν ένοχοι αμαρτήματος απέναντι στο σώμα Του.
            Πολλοί από τους πιστούς έχουν φτάσει σε τέτοιο σημείο περιφρονήσεως των αγίων Μυστηρίων, ώστε, ενώ είναι γεμάτοι από αμέτρητες κακίες και δεν διορθώνουν καθόλου τον εαυτό τους, κοινωνούν στις γιορτές απροετοίμαστοι. Μη γνωρίζοντας ότι προϋπόθεση της θείας Κοινωνίας δεν είναι η γιορτή, αλλά, καθώς είπαμε, η καθαρή συνείδηση. Και όπως αυτός που δεν αισθάνεται κανένα κακό στη συνείδησή του, πρέπει καθημερινά να προσέρχεται στη θεία Κοινωνία, έτσι κι αυτός που είναι φορτωμένος αμαρτήματα και δεν μετανοεί, πρέπει να μην κοινωνεί ούτε στη γιορτή. Γι’ αυτό και πάλι σας παρακαλώ όλους να μην πλησιάζετε στα θεία Μυστήρια έτσι απροετοίμαστοι κι επειδή το απαιτεί η γιορτή, αλλά, αν κάποτε αποφασίσετε να λάβετε μέρος στη θεία Λειτουργία και να κοινωνήσετε, να καθαρίζετε καλά τον εαυτό σας, από πολλές μέρες πριν, με τη μετάνοια, την προσευχή, την ελεημοσύνη, τη φροντίδα για τα πνευματικά πράγματα.

            Ήρθες, λοιπόν, στην εκκλησία και αξιώθηκες να συναντήσεις το Χριστό; Μη φύγεις, αν δεν τελειώσει η ακολουθία. Αν φύγεις πριν από την απόλυση, είσαι ένοχος όσο κι ένας δραπέτης. Πηγαίνεις στο θέατρο και, αν δεν τελειώσει η παράσταση, δεν φεύγεις. Μπαίνεις στην εκκλησία, στον οίκο του Κυρίου, και γυρίζεις την πλάτη στα άχραντα Μυστήρια; Φοβήσου τουλάχιστον εκείνον που είπε: «Όποιος καταφρονεί το Θεό, θα καταφρονηθεί απ’ Αυτόν» (Πρβλ. Παροιμ. 13:13).
            Τι κάνεις, άνθρωπε; Ενώ ο Χριστός είναι παρών, οι άγγελοι Του παραστέκονται, οι αδελφοί σου κοινωνούν ακόμα, εσύ τους εγκαταλείπεις και φεύγεις; Ο Χριστός σου προσφέρει την αγία σάρκα Του, κι εσύ δεν περιμένεις λίγο, για να Τον ευχαριστήσεις έστω με τα λόγια; Όταν παρακάθεσαι σε δείπνο, δεν τολμάς να φύγεις, έστω κι αν έχεις χορτάσει, τη στιγμή που οι φίλοι σου κάθονται ακόμα στο τραπέζι. Και τώρα που τελούνται τα φρικτά Μυστήρια του Χριστού, τ’ αφήνεις όλα στη μέση και φεύγεις;
            Θέλετε να σας πω τίνος το έργο κάνουν όσοι φεύγουν πριν τελειώσει η θεία Λειτουργία και δεν συμμετέχουν έτσι στις τελευταίες ευχαριστήριες ευχές; Ίσως είναι βαρύ αυτό που πρόκειται να πω, μα πρέπει να το πω. Όταν ο Ιούδας πήρε μέρος στον Μυστικό Δείπνο του Χριστού, ενώ όλοι ήταν καθισμένοι στο τραπέζι, αυτός σηκώθηκε πριν από τους άλλους κι έφυγε. Εκείνον, λοιπόν, τον Ιούδα μιμούνται... Αν δεν έφευγε τότε εκείνος, δεν θα γινόταν προδότης, δεν θα χανόταν. Αν δεν ξεχώριζε τον εαυτό του από το ποίμνιο, δεν θα τον έβρισκε μόνο του ο λύκος, για να τον φάει.

            Εμείς ας αναχωρούμε από τη θεία Λειτουργία σαν λιοντάρια που  βγάζουν φωτιά, έχοντας γίνει φοβεροί ακόμα και στο διάβολο. Γιατί το άγιο αίμα του Κυρίου που κοινωνούμε, ποτίζει την ψυχή μας και της δίνει μεγάλη δύναμη. Όταν το μεταλαβαίνουμε άξια, διώχνει τους δαίμονες μακριά και φέρνει κοντά μας τους αγγέλους και τον Κύριο των αγγέλων. Αυτό το αίμα είναι η σωτηρία των ψυχών μας, μ’ αυτό λούζεται η ψυχή, μ’ αυτό στολίζεται. Αυτό το αίμα κάνει το νου μας λαμπρότερο από τη φωτιά, αυτό κάνει την ψυχή μας λαμπρότερη από το χρυσάφι.
            Προσελκύστε, λοιπόν, τους αδελφούς μας στην εκκλησία, προτρέψτε τους πλανημένους, συμβουλέψτε τους όχι μόνο με λόγια, αλλά και με έργα. Κι αν ακόμα τίποτα δεν πεις, αλλά βγεις από την ιερή σύναξη, δείχνοντας στους απόντες – και με την εμφάνιση και με το βλέμμα και με τη φωνή και με το βάδισμα και μ’ όλη σου τη σεμνότητα – τι κέρδος που αποκόμισες από το ναό, αυτό είναι αρκετό για παραίνεση και συμβουλή. Γιατί έτσι πρέπει να βγαίνουμε από το ναό, σαν από τα ιερά άδυτα, σαν να κατεβαίνουμε από τους ίδιους τους ουρανούς. Δίδαξε όσους δεν εκκλησιάζονται ότι έψαλες μαζί με τα Σεραφείμ, ότι ανήκεις στην ουράνια πολιτεία, ότι συναντήθηκες με το Χριστό και μίλησες μαζί Του. Αν έτσι ζούμε τη θεία Λειτουργία, δεν θα χρειαστεί να πούμε τίποτα στους απόντες. Αλλά βλέποντας εκείνοι τη δική μας ωφέλεια, θα νιώσουν τη δική τους ζημιά και θα τρέξουν γρήγορα στην εκκλησία, για ν’ απολαύσουν τα ίδια αγαθά, με τη χάρη και φιλανθρωπία του Κυρίου μας Ιησού Χριστού, στον οποίο, μαζί με τον Πατέρα και το Άγιο Πνεύμα, αιώνια ανήκει η δόξα.
Αμήν.

Ψυχανάλυση και εκκοσμίκευση της Εκκλησίας



Γεωργίου Χασούρου

1. Η «εκκλησία» της Διεθνούς Ψυχαναλυτικής Εταιρείας

Ένα  άρθρο του κ. Γιανναρά  «ψυχανάλυση  και Εκκλησιαστική ανθρωπολογία»  που δημοσιεύθηκε το περασμένο έτος στο περιοδικό «Θεολογία» (τεύχος  Ιουνίου 2003), ανεξήγητα  στην Αγγλική γλώσσα,   έρχεται να προστεθεί στις  «προοδευτικές»  εκείνες φωνές  που αναζητούν στην ψυχανάλυση και την ψυχολογία, -τις ανθρωπολογικές και ψυχοθεραπευτικές αυτές μεθόδους και θεωρίες, που θα συμπληρώσουν και θα εκσυγχρονίσουν, όπως ισχυρίζονται,- την  Εκκλησιαστική ανθρωπολογία και  συνεπώς και ποιμαντική.

Οι «εκσυγχρονιστές» της Εκκλησίας μας, για να στηρίξουν το πάθος τους για αλλαγή και ανανέωση, επικαλούνται συχνά τους Πατέρες της Εκκλησίας:

«Είμαι της γνώμης, γράφει  ο κ. Γιανναράς, ότι οι μεγάλοι  Πατέρες και διδάσκαλοι της Εκκλησίας δεν αγνόησαν την επιστημονική γνώση της εποχής τους. Μάλλον την χρησιμοποίησαν για να ρίξουν φως στην ερμηνεία του πραγματικού και της ύπαρξης, που η Εκκλησιαστική εμπειρία αποκαλύπτει. Πείθεται κάποιος από αυτό εξετάζοντας απλώς τα ερμηνευτικά σχόλια των Πατέρων  στην «Εξαήμερο» ή την ορολογία και την μεθοδολογία που υιοθετούν οι Πατέρες από το έργο του Αριστοτέλη  «Περί Ψυχής».

Ακόμα,

«Σε ποίο βαθμό υπάρχει αμοιβαία συμπληρωματικότητα μεταξύ της ψυχαναλυτικής άποψης  για το ανθρώπινο υποκείμενο και της Εκκλησιαστικής ερμηνείας  της ανθρώπινης ύπαρξης σαν πρόσωπο;» αναρωτιέται ο συγγραφέας  θεωρώντας όπως φαίνεται ότι η εκκλησιαστική ανθρωπολογία παρουσιάζει κάποια κενά τα οποία μπορεί να καλύψει η ψυχανάλυση –ψυχολογία και ιδιαίτερα η Λακανική σχολή.

«Αντλώ αυτές τις παρατηρήσεις, γράφει ο κ. Γιανναράς, από την γαλλική σχολή του Λακάν  ο οποίος είναι ο πλέον πιστός στη Φροϋδική  παράδοση. Δεν είμαι ειδικός στο χώρο της ψυχολογίας – ψυχανάλυσης ούτως ώστε κάθε λάθος ή ανακρίβεια  θα οφείλεται στην  ανεπάρκειά μου  και όχι στις πηγές μου»

Βέβαια ο κ. Γιανναράς αγνοεί ίσως ότι ο Λακάν πολεμήθηκε  σφοδρά από  την επίσημη Διεθνή Ψυχαναλυτική Εταιρεία σαν ο πλέον  άπιστος ή αιρετικός της Φροϋδικής παράδοσης κάτι που θα φανεί στη συνέχεια του άρθρου. 

Να υπενθυμίσουμε ακόμα ότι οι Πατέρες της Εκκλησίας όπως ο Μ. Βασίλειος, τους οποίους επικαλείται ο κ. Γιανναράς, ήσαν  ειδικοί πάνω στην φιλοσοφία και την ιατρική φυσιολογία, επιστήμες τις οποίες είχαν σπουδάσει στις μεγαλύτερες σχολές της εποχής τους. Έτσι πέρα από την επιστημονική  κατάρτιση οι Πατέρες, κεκαθαρμένοι, φωτισμένοι και θεωμένοι όντες, οδηγούμενοι από την χάρη του Αγίου Πνεύματος διέθεταν την «βασίλισσα» των αρετών την διάκριση,  ώστε να διαβλέπουν καθαρά τι συμφέρει στην Εκκλησία να προσλάβει από τη θύραθεν σοφία και τι όχι.

Ακόμα είναι γνωστό ότι οι Πατέρες δεν προσέλαβαν ποτέ ψυχοθεραπευτικές-φιλοσοφικές  μεθόδους της εποχής τους οι οποίες ασφαλώς σύμφωνα με ιστορικές μαρτυρίες  υπήρχαν (ο σοφιστής Αντιφών διατηρούσε ψυχιατρική κλινική στη Κόρινθο όπου εξασκούσε ένα είδος ψυχανάλυσης ή οι Ορφικοί και οι Στωικοί θεράπευαν ερμηνεύοντας τα όνειρα), για να οδηγήσουν τους πιστούς ασφαλέστερα και επιστημονικότερα προς την θέωση.  Ούτε νομίζω ότι οι Πατέρες χρησιμοποίησαν την θύραθεν σοφία για να συμπληρώσουν την σωτηριώδη θεολογία και ανθρωπολογία της Εκκλησίας παρά μόνο για να απαντήσουν στην εισβολή των σοφιστών αιρετικών μέσα στην Εκκλησία που αντιλαμβάνονταν διανοητικά το μυστήριο της Αγίας Τριάδας και  της ανθρώπινης ύπαρξης και οι οποίοι καταλάβαιναν μόνο τη φιλοσοφική γλώσσα της εποχής τους.

Ποια ανάλογη άραγε ανάγκη έχει προκύψει στις μέρες μας για την Εκκλησία μας ώστε να απαιτείται η πρόσληψη της ψυχανάλυσης ή της ψυχιατρικής στη ζωή της ή ποιος μπορεί σήμερα να ισχυριστεί ότι διαθέτει ανάλογη φώτιση και διάκριση με αυτή των θεοφόρων Πατέρων ώστε να είναι ικανός να προχωρήσει σ’ ένα τέτοιο εγχείρημα - όπως η πρόσληψη κοσμικών αντιλήψεων για την ανθρώπινη ύπαρξη – δίχως να προκαλέσει ζημιά στο σώμα της Εκκλησίας;

Αν μάλιστα αναλογιστούμε ότι τα πορίσματα της ψυχανάλυσης και μάλιστα της Λακανικής δεν είναι κοινώς παραδεκτά από την επιστημονική κοινότητα τότε ο κίνδυνος είναι ακόμα μεγαλύτερος.    

Όσον αφορά στην  ψυχανάλυση, είναι γνωστές οι διαφωνίες και οι «πολεμικές» αντιπαραθέσεις τόσο μεταξύ των επιστημόνων ψυχαναλυτών και μη, όσο και μεταξύ των θρησκευομένων. Οι γνώμες ακόμα και μεταξύ των Φροϋδιστών ψυχαναλυτών διίστανται σε τέτοιο βαθμό ώστε όχι σπάνια συμβαίνουν διαγραφές από την Διεθνή ψυχαναλυτική Εταιρεία, όπως στη περίπτωση του Λακάν ο οποίος «αφορίσθη»  από αυτή την Εταιρεία,  για τις «αιρετικές» του ιδέες με αποτέλεσμα να καταγγείλει  τα παρακάτω:  «υπογραμμίζω το γεγονός, γιατί πρόκειται για γεγονός, ότι η διδασκαλία μου, υφίσταται από ένα όργανο που ονομάζεται Εκτελεστική Επιτροπή ενός διεθνούς οργανισμού που ονομάζεται Διεθνής Ψυχαναλυτική Εταιρεία, μια λογοκρισία, που δεν είναι διόλου συνηθισμένη, αφού πρόκειται, ούτε λίγο, ούτε πολύ, για καθαρό αποκλεισμό αυτής της διδασκαλίας… Πρόκειται λοιπόν για κάτι που είναι απολύτως συγκρίσιμο μ’ αυτό που σε άλλους χώρους ονομάζεται ο έσχατος αφορισμός… Δεν λέω –αν και δεν θα ήταν αδύνατο –ότι η ψυχαναλυτική κοινότητα είναι Εκκλησία. Πάντως αναμφισβήτητα, προκύπτει το ζήτημα να ξέρουμε τι μέσα της μπορεί κάλλιστα να απηχεί μια θρησκευτική πρακτική…» (Ζακ Λακάν «Το Σεμινάριο» Βιβλίο ΧΙ Εκδόσεις Ράππα σελ. 20-21)
Ο ίδιος ο Λακάν λοιπόν αποκαλύπτει την θρησκευτική διάσταση της ψυχανάλυσης όπως και δεν αποκλείει την πιθανότητα η ψυχαναλυτική κοινότητα να συγκροτεί εκκλησία γεγονός το  οποίο θα αποδείξουμε ξεκάθαρα στη συνέχεια.

2. Η Διεθνής αδελφότητα του Φρόιντ και ο ευσεβιστικός χαρακτήρας της.

Ο Φρόιντ  υπήρξε ως γνωστόν  φαινομενικά άσχετος με τη θρησκευτική ζωή που έχει σχέση με θεολογικά δόγματα, τελετουργικό τυπικό, μυστήρια κ.λ.π. Εν τούτοις θα δείξουμε στη συνέχεια ότι αυτός ο ιατροφιλόσοφος της «ψυχής», όπως και ο Λακάν, εμφορείτο περισσότερο από ηθικοθρησκευτικό  πνεύμα,  παρά από επιστημονικό.

Το γεγονός αυτό μπορεί να εξηγηθεί εκ προοιμίου μόνο από Εκκλησιαστικής σκοπιάς. Μόνο αν δεχθούμε ότι η ψυχή μας είναι πνοή Θεού, κτίσμα μεν αλλά κατ΄ εικόνα πλασμένη με τον Δημιουργό της και με Θείες ιδιότητες (αυτεξούσιο), μπορούμε να καταλάβουμε το λόγο για τον οποίο  η ψυχανάλυση που εξετάζει τις ενέργειες της ψυχής εισέρχεται αναγκαστικά και αναπόφευκτα στο θρησκευτικό χώρο με αποτέλεσμα όχι σπάνια  να θεολογεί βασιζόμενη τάχα σε επιστημονικά πορίσματα. Δεν είναι τυχαίο ότι όλοι ανεξαιρέτως οι ψυχαναλυτές όχι μόνο προσπάθησαν να ερμηνεύσουν το θρησκευτικό φαινόμενο αλλά  αυτή καθ’ εαυτή η ψυχοθεραπευτική τους μέθοδος απετέλεσε ένα είδος οδού ηθικοπνευματικής ανάπλασης και θεραπείας του ανθρωπίνου προσώπου.!  

Γράφει ο Έριχ Φρομ ο οποίος γνώριζε προσωπικά  τον Φρόιντ:

 «...Το ψυχαναλυτικό κίνημα, το οποίο ο Φρόιντ το 1910 πριν να το ονομάσει έτσι ήθελε να το εντάξει σε μια «Διεθνή Αδελφότητα για την Ηθική και την Κουλτούρα που ιδρύθηκε από ένα φαρμακοποιό τον Κναπ και που είχε πρόεδρό της τον Φορέλ.  Μια Αδελφότητα που μάχεται ενάντια στην εξουσία του κράτους και της Εκκλησίας.  Όμως σύντομα αυτή η αδελφότητα παραχώρησε την θέση της στην Διεθνή αδελφότητα για την ψυχανάλυση που ονομάστηκε «Διεθνής ψυχαναλυτικός Σύλλογος»  (Έριχ Φρομ «Η αποστολή του Φρόιντ» (σελ.  78))

Αυτή η αδελφότητα κατέπνιγε κάθε διαφορετική γνώμη που ερχόταν σε αντίθεση με την «αλάθητη»  αντιμετώπιση της ψυχικής ζωής από τον Φρόιντ. Έτσι πολλοί ψυχαναλυτές, όπως ο Βίλχελμ Ράιχ, ο Άντλερ, ο Γιουνγκ, ο Περλς   κ.ά.  απομακρύνθηκαν από τον Φρόιντ  και ίδρυσαν τις δικές τους «αλάθητες» σχολές. Περιττό  βέβαια να αναφέρουμε  ότι αυτό το φαινόμενο είναι άγνωστο στο χώρο των Φυσικών επιστημών, όχι όμως και στο χώρο της πολιτικής, των σεκτών και των θρησκευτικών οργανώσεων. 

Στη συνέχεια ο Έριχ Φρομ καταγγέλλει τον αντιεπιστημονικό και ολοκληρωτικό χαρακτήρα του Φροϋδισμού.

«...Υπάρχει καμιά άλλη περίπτωση θεραπείας ή επιστημονικής θεωρίας που να μεταμορφώθηκε σε κίνημα, διευθυνόμενο κεντρικά από μυστική επιτροπή, που προβαίνει σε εκκαθαρίσεις των μελών της που παρεκκλίνουν, με τοπικές οργανώσεις σε μια διεθνή υπεροργάνωση; 

…Ο Φρόιντ διακήρυσσε ότι «αποτελεί μια πλευρά της ιδιοσυστατικής και απαράγραπτης ανισότητας των ανθρώπων ότι έχουν διαιρεθεί σε ηγέτες και εξαρτημένους.  Οι δεύτεροι, η συντριπτική πλειονότητα, χρειάζονται μια εξουσία που να παίρνει αποφάσεις γι’ αυτούς στην οποία να υποτάσσονται λίγο-πολύ δίχως όρους»

«...Πρόκειται για μια από τις πιο τραγικές πλευρές της ζωής του Φρόυντ: Ένα χρόνο πριν από την νίκη του Χίτλερ απελπίζεται σχετικά με την δυνατότητα της δημοκρατίας και προσφέρει σαν μοναδική ελπίδα την δικτατορία της ελίτ των θαρραλέων αυτοδιαψευδομένων ανθρώπων.  Η μοναδική αυτή ελπίδα ήταν μήπως τίποτε άλλο από την άποψη πως η ελίτ, οι εκλεκτοί, που είχαν υποβληθεί σε ψυχανάλυση ήταν οι μόνοι που μπορούσαν να κατευθύνουν και να ελέγχουν τις νωθρές μάζες;»   (ό.π. σελ. 109). 

Αποκαλυπτικό είναι επίσης  ένα γράμμα του Φρόιντ  προς την αρραβωνιαστικιά του, η οποία  προήρχετο από διάσημη οικογένεια ραβίνων, ένα γράμμα που φανερώνει  τον ευσεβιστικό, και ελιτίστικο χαρακτήρα του Φρόιντ και  κατά συνέπεια της ψυχανάλυσης:

«Οι άνθρωποι που ανήκουν στον όχλο, γράφει, αφήνουν να σβήσουν οι παρορμήσεις τους ενώ εμείς δεν το επιτρέπουμε  στους εαυτούς μας. Αυτό το κάνουμε για να διατηρήσουμε την ακεραιότητά μας. Διαφυλάσσουμε την υγεία μας, εξοικονομούμε την ικανότητά μας για χαρά, τις δυνάμεις, αποταμιεύουμε κάτι μη γνωρίζοντας και εμείς οι ίδιοι για ποιο λόγο. Και αυτή η συνήθεια της αδιάκοπης καταστολής των φυσικών ενστίκτων μας δίδει τον χαρακτήρα του εκλεπτυσμού.» (Έριχ Φρομ «η Αποστολή του Φρόιντ» Εκδ. Μπουκουμάνη, Αθήνα 1975)

Ο Φρόιντ λοιπόν οραματίζεται τον εγκρατή, ταπεινό ή αυτοδιαψευδόμενο ηγέτη της ανθρωπότητας, ο οποίος θα οδηγεί και θα καθυποτάσσει άνευ όρων τις νωθρές μάζες με τον ίδιο τρόπο που καθυποτάσσει τα φυσικά του ένστικτα.   Αυτός ο ψυχαναλυμένος ηγέτης, βέβαια, δεν θα γνωρίζει για ποιο λόγο η λογική θα καταστέλλει αδιάκοπα τα φυσικά ένστικτα ή για ποιο λόγο  θα είναι ταπεινός. Συνεπώς η  εγκράτεια και αυτοκυριαρχία της  Φροϋδικής ψυχανάλυσης είναι άλογη,  δίχως ακόμα τη Χάρη του Λόγου και ως εκ τούτου νεκρός, παράλογος και λογικοφανής ευσεβισμός. Τα παραπάνω λόγια του Φρόιντ μας οδηγούν στην καρδιά της ψυχανάλυσης δίχως να χρειάζεται να μπούμε στη ψυχοφθόρα μελέτη των ψυχαναλυτικών θεωριών. Η ψυχανάλυση  αποτελεί την Ά-Λογον και μάταιη σε οριζόντιο επίπεδο προσπάθεια του αγνωστικιστή (αθέου) ανθρώπου να ελέγξει τα πτωτικά του πάθη,  να ζήσει και να κυριαρχήσει στη φύση, δίχως όμως τον Πλάστη του, δηλαδή να αυτοθεωθεί!   

3.  Η Ευσεβιστική καταγωγή του Φρόιντ
Αναφερόμενοι στον ευσεβισμό δεν εννοούμε φυσικά τον ευσεβή άνθρωπο που ευλαβείται τα Θεία και τον αληθινό Θεό, αλλά αυτόν που «ευλαβείται» μια  ιδανική ηθικολογική κατάσταση συμπεριφοράς  και κοινωνικών σχέσεων, ένα ιδανικό τρόπο ζωής, δημιούργημα καθαρά της αυτόνομης ανθρώπινης λογικής και φαντασίας το οποίο θεωρείται σαν ο καρπός ανθρωπίνων προσπαθειών ή «επιστημονικών»  μεθόδων.

Ο κ. Γιανναράς είναι γνωστό ότι έχει καταγγείλει με σφοδρότητα αυτόν τον ευσεβιστικό τρόπο ζωής σε διάφορα γραπτά του. Όμως κατά περίεργο τρόπο έρχεται τώρα να προσλάβει προς συμπλήρωση της Πατερικής Ανθρωπολογίας όρους και μεθόδους από ένα καθαρά ευσεβιστικό χώρο  μέσα στον οποίο κινείται ο Φροϋδισμός.

Η καταγωγή του Φρόιντ μας βοηθάει να κατανοήσουμε το λόγο για τον οποίο  αυτός ο «ιατροφιλόσοφος» ασχολήθηκε τόσο πολύ  με το γενετήσιο ένστικτο, το ασυνείδητο, την εξαγόρευση των σκέψεων, την αυτογνωσία και την ηθική βελτίωση του χαρακτήρα  που την ανήγαγε σε κοσμική ιατρική μέθοδο.  Από βιογράφους του πληροφορούμεθα ότι μεγάλωσε και εγαλουχήθη μέσα στους Χασίδες  (Χασιδισμός σημαίνει ευσεβισμός), αίρεση του Ιουδαϊσμού που αναπτύχθηκε κατά τον 18ο αιώνα στην κεντρική Ευρώπη,  μια Γνωστικιστική  αίρεση  στοιχεία της οποίας έχουν καταπληκτική αντιστοιχία με τις θεωρίες του Φρόιντ όπως: 

·         Η ύπαρξη στο κάθε άτομο του εμφύτου κακού (το εκείνο ή Προεγώ ένστικτο του θανάτου)
·         η ενασχόληση με το σεξ σαν συμπαντικό φυσικό φαινόμενο (Λίμπιντο)
·         οι τελετουργικές εξομολογήσεις στον Ραβίνο (συναισθηματική κάθαρση)
·         η πίστη στην συμβολική σημασία των ονείρων (Ιωάννη Νέστορος, Συνθετική ψυχολογία, σελ. 224).

Φυσικά η ενασχόληση με το σεξ και το ασυνείδητο δεν είναι  χαρακτηριστικό που συναντάμε αποκλειστικά στους Χασίδες αλλά τη συναντάμε σποραδικά  και σε πολλούς ακόμα φιλοσόφους όπως στον Νίτσε, στον Σοπενχάουερ κ.ά. τους οποίους αγαπούσε ιδιαίτερα  ο Φρόιντ, αλλά και στους αρχαίους Γνωστικούς-Μανιχαίους, τους Νεοπλατωνικούς και Στωικούς, ευσεβιστικές ηθικολογικές αιρέσεις τις οποίες πολέμησαν αποτελεσματικά οι άγιοι Πατέρες της Εκκλησίας μας. Μπορούμε τώρα να καταλάβουμε γιατί ο Φρόιντ δεν θεωρούσε απαραίτητο να είναι κανείς ιατρός για να εξασκήσει το επάγγελμα του ψυχαναλυτή. Ο λόγος είναι ότι η ψυχανάλυση έχει σαν κύριο στόχο την ηθική ανάπλαση του ανθρώπου.  


4. Η «ερωτική αθάνατη» Λίμπιντο

Εγκλωβισμένος  ο Φρόιντ, μέσα στην αθεϊστική- ορθολογιστική και μηχανιστική  θεώρηση του κόσμου και της ψυχής του ανθρώπου  δεν θα μπορούσε να μην εγκλωβίσει και τον έρωτα μέσα σε στενά «επιστημονικά» πλαίσια. Ζώντας στη Γερμανία, συνθέτει τις λέξεις LIEBΕ (Λίμπ)  που στα γερμανικά σημαίνει έρωτας-αγάπη και id - όρος δανεισμένος από τον Georg Groddeck, ένα γιατρό που είχε ενθουσιαστεί με την έννοια του ασυνειδήτου που σημαίνει εκείνο ή  προεγώ, (το επιθυμητικό του Πλάτωνα, ο ασυνείδητος πυρήνας του ανθρώπου απ' όπου πηγάζουν οι ορμές  σεξ, πείνα, δίψα κ.ά) - και δημιουργεί έτσι τη λέξη Λίμπιντο που σημαίνει την πρωτογενή ερωτική επιθυμία που ενυπάρχει ακόμα και στα νήπια.  

 Αυτή η ερωτική ορμή σύμφωνα με τον Φρόιντ εμποτίζει όλες τις ψυχοσωματικές λειτουργίες εξελίσσεται  διερχόμενη από διάφορα στάδια (στοματικό, πρωκτικό, φαλλικό)  και ωριμάζει κατά την εφηβεία για να εξυπηρετήσει τελικά την αναπαραγωγή. 

Η «μανιχαϊστική» αντίληψη του Φρόιντ  που θα καθορίσει και την ψυχοθεραπευτική του μέθοδο διαφαίνεται ξεκάθαρα όταν γράφει ότι «υπό την έννοια έρως συμπεριέλαβα την αυτοδιατήρηση και την διατήρηση του είδους και στον άλλο πόλο τοποθέτησα  την αθόρυβα εργαζομένη ορμή του θανάτου ή καταστροφικότητας… Η συνεργία και η αμοιβαία  αντενέργεια του έρωτος και της ορμής του θανάτου  συνθέτουν για μας την εικόνα  της ζωής.» (Σ. Φρόιντ αυτοβιογραφία, Εκδ. Επίκουρος, Αθήνα 1994, σελ.86.)

 Ένας τέτοιος έρωτας ο οποίος κατά τον Φρόιντ δεν είναι τίποτε άλλο παρά το σεξουαλικό ένστικτο ή επιθυμία, που εξυπηρετεί και σώζει μόνο τη διατήρηση του είδους ή το άτομο σαν βιολογική ύπαρξη (ένστικτο αυτοσυντήρησης) την απρόσωπη μάζα δηλαδή,  δεν μπορεί παρά να χάνει τη μάχη με το θάνατο: «Ο άνθρωπος δεν μπορεί να κάνει αλλιώς.  Πρέπει να καταστραφεί. Γιατί η καταστροφική τάση είναι ριζωμένη στη βιολογική του υπόσταση. Αυτές οι δυο αντιθετικές δυνάμεις συνδέονται και αντιμάχονται μεταξύ τους, διαρκώς, ώσπου τα ένστικτα του θανάτου αποδείχνονται ισχυρότερα και γιορτάζουν τον τελευταίο τους θρίαμβο με τον θάνατο του ατόμου. » (Έριχ Φρόμ.  «Το μοντέλο του Φρόιντ για τον άνθρωπο και οι κοινωνικές του ορίζουσες», «Δοκίμια Αναλυτικής Κοινωνιοψυχολογίας» έκδ.  Επίκουρος Αθήνα 1972).

Εν τούτοις ο όρος Λίμπιντο, αυτό το ένστικτο αυτοσυντήρησης που ηττάται από τον θάνατο κατά τον Φρόιντ,   φαίνεται  να γοήτευσε τον κ. Γιανναρά ο οποίος αφού είχε αναρωτηθεί «πώς θεωρείται λοιπόν το ανθρώπινο υποκείμενο από την μοντέρνα ψυχολογία;» απαντά  με τη σκέψη του Λακάν:

«... Η βασική διάκριση  μεταξύ του  ανθρωπίνου υποκειμένου  και του βιολογικού εαυτού  μπορεί να εντοπισθεί αν χρησιμοποιήσουμε τον όρο  «αναφορικότητα» («referentiality»): η δυνατότητα της υπαρξιακής αναφοράς. Ένα βρέφος έρχεται στον κόσμο  χωρίς γλώσσα, φαντασία και κρίση παρά μόνο με την ικανότητα  να αναφέρεται. Και αυτό που είναι αναφερόμενο –ο τύπος της  αναφοράς –είναι μια θεμελιώδης πρωτογενής επιθυμία. Επιθυμώ, άρα υπάρχω… Η Επιθυμία  είναι η Φροϋδική  ελλογικότητα… Στην θετική γλώσσα του ψυχαναλυτικού ρεαλισμού, η επιθυμία είναι δύσκολο να ορισθεί. Είναι  η Λίμπιντο-η ερωτική επιθυμία- για  σχέση  ολοκλήρωση του ανθρώπου. Κάθε ανθρώπινη ύπαρξη επιδιώκει από την στιγμή που αποχωρίζεται τη μήτρα  την ολοκλήρωση  μιας ομοούσιας-συγγενούς σχέσης. Όχι να υπάρξει πρώτα σαν βιολογικός εαυτός και μετά να έχει  σχέσεις αλλά μάλλον να  αντλήσει την ύπαρξή του από την σχέση –να υπάρξει σαν ένα γεγονός σχέσης. Η Λίμπιντο σαν ερωτική επιθυμία για   σχέση  ολοκληρωμένη  είναι αποκλειστικά ανθρώπινο  ιδίωμα. … σύμφωνα με τον Λακάν  «ένστικτο καθαρής ζωής, αθάνατης ζωής, απεριόριστης ζωής … μια ζωή που είναι απλή και δίχως τέλος».

Να υπενθυμίσουμε ότι ο  αφορισμός  «επιθυμώ άρα υπάρχω» του Φρόιντ, δεν αποτελεί κάποια σύγχρονη επιστημονική ανακάλυψη  παρά αναμάσημα της αρχαίας φιλοσοφικής άποψης που διατυπώνει ο Αριστοτέλης στο έργο του «Περί Ψυχής», σύμφωνα με την οποία η κίνηση βασικά των ανωτέρων ζώων, που τους διατηρεί στη ζωή, οφείλεται στην επιθυμία.

Εύκολα επίσης μπορούμε να παρατηρήσουμε μέσα από τα γραφόμενα του κ. Γιανναρά  τα Θεία χαρακτηριστικά, όπως απλότητα, αθανασία, καθαρότητα, που αποδίδονται  από τον Λακάν, όχι στο Θεό, αλλά… στη Λίμπιντο!

 Άλλωστε η όλη προσπάθεια του Φρόιντ και των ψυχαναλυτών έγκειται στο να μας πείσουν  ότι αρετές όπως η αγάπη, η αυτοκυριαρχία, η αυτεξουσιότητα, η διάκριση, ακόμα και  η ευσπλαγχνία, είναι, όχι Θείες άκτιστες ενέργειες αλλά φυσικές που υπόκεινται στον επιστημονικό αντικειμενικό έλεγχο. Στόχος τους είναι  να μας εμβολιάσουν στο νου την δαιμονική ανθρωποκεντρική ιδέα ότι η επιστήμη και ο άνθρωπος με προεξάρχοντα τον Φρόιντ θα μας οδηγήσει στην σωτηρία και την λύτρωση από τα πάθη μας προσφέροντάς μας τον παράδεισο επί γης.     

Η ερωτική ορμή  λοιπόν, η κινητήρια δύναμη που μας ωθεί στη σύναψη ολοκληρωμένων σχέσεων ακόμα και με τον Θεό, κατά τον κ. Γιανναρά, «ανεκαλύφθη» επιτέλους «αντικειμενικά» από την «επιστήμη» και εμείς για να είμαστε σύγχρονοι θα πρέπει να την προσλάβουμε!  

Πώς να χωρέσει όμως και τι να συμπληρώσει ο φτωχός αυτός όρος της Λίμπιντο και της αναφορικότητας στη θεόπνευστη Εκκλησιαστική  Ορθόδοξη ανθρωπολογία, η οποία γράφτηκε και ολοκληρώθηκε από ερωτευμένους, μέχρι θανάτου με το Θείο Κάλλος, αγίους; Τι θα συμπληρώσει ο όρος αναφορικότητα στην Πατερική ανθρωπολογία η οποία διδάσκει ότι ο άνθρωπος σώζεται και υπάρχει σαν πρόσωπο μόνο δια της εν Χριστώ σχέσεως με τον πλησίον του ή σε αναφορά πάντα με τον Θεό και τον άλλον άνθρωπο; Μήπως η Εκκλησία μας δεν περιγράφει σαν «νεκρό» τον διανοούμενο, ατομιστή, φίλαυτο και υλόφρονα άνθρωπο παρ’ όλο που εξακολουθεί να ζει σαν βιολογική οντότητα;  Περιττοί λοιπόν οι ψυχαναλυτικοί όροι «ερωτική Λίμπιντο»  και «αναφορικότητα» που προτείνει ο κ. Γιανναράς προς συμπλήρωση της Εκκλησιαστικής ανθρωπολογίας, άρα και πονηροί…


5. Ταπείνωση και ψυχαναλυτικός ναρκισσισμός.

Τέλος «ανεκαλύφθη» ότι ο εγωισμός επιφέρει νεύρωση ή ψυχική ασθένεια, μια ανακάλυψη η οποία αποτελεί  κατά τον κ. Γιανναρά «μια ακόμα κρίσιμη συνεισφορά της μοντέρνας ψυχολογίας-ψυχοανάλυσης στον θεολογικό διάλογο, η οποία φωτίζει τον αυτοβασανισμό που επιφέρει ο εγωκεντρικός ναρκισσισμός, με την ρεαλιστική γλώσσα της κλινικής εμπειρίας, όσον αφορά τη νεύρωση και την ψύχωση»

Και πάλι απορίας άξιον, τι θα μπορούσε να συμπληρώσει η θεωρία της ναρκισσιστικής νεύρωσης στην Εκκλησιαστική ανθρωπολογία που διδάσκει ότι η ρίζα της ανθρωπίνης τραγωδίας βρίσκεται στην  εκούσια πτώση του ανθρώπου από το Φυσικό Θέλημα του Θεού, γεγονός που γεννά την φιλαυτία, τον εγωισμό, την οίηση, πάθη που  δημιουργούν όλα τα υπόλοιπα πάθη, τις ψυχικές ασθένειες,  ακόμα και τον θάνατο της ψυχής.

Επί πλέον, όπως αναφέραμε και πριν, το να ομιλεί κανείς για ταπείνωση δίχως να αναφέρεται  στην ταπείνωση που είναι καρπός του Αγίου Πνεύματος, είναι στην καλύτερη περίπτωση νεκρή ηθικολογία.   

Όμως  στο σημείο αυτό μπορούμε εύκολα να επισημάνουμε την «σχιζοφρενική» παρουσία των ψυχαναλυτών μέσα στον κόσμο.  Άνθρωποι όπως ο Φρόιντ και ο Λακάν με ανθρωποκεντρική και αυτονομημένη  σκέψη - στάση που συνιστά κατά την Εκκλησία μας την αποθέωση της εγωιστικής φιλαυτίας και  της οίησης  - αυτοανακηρύσσονται ιατροί των ψυχών μας οδηγώντας με σιγουριά τους ανθρώπους προς την απαλλαγή από τον ναρκισσισμό,  δηλαδή προς την «ταπείνωση» !

Μέχρι και η  ευσπλαγχνία «σερβίρεται» από την μοντέρνα ψυχοθεραπευτική: 

«Ο Φρόιντ και οι επίγονοί του ορίζουν την ψυχανάλυση ως μέθοδο ανάλυσης της μεταβίβασης και ο Kuspit σημειώνει ότι «ο απόλυτος σκοπός της ψυχαναλυτικής θεραπείας είναι να αποκαταστήσει το άτομο στο επίπεδο της κοινότητας με σεβασμό και ευσπλαγχνία για τους άλλους και να βοηθήσει στην ανάπτυξη ενός εγώ αρκετά ισχυρού, ώστε να μπορεί να αντισταθεί στην ανελέητη αναγκαιότητα, εσωτερική (Αυτό, βιολογία) ή εξωτερική (κοινωνική –πολιτιστική δομή) και στην απρόβλεπτη δράση της τύχης ή μοίρας».  («Ψυχιατρική και Θεολογία σε διάλογο» Εκδ. Αποστολική Διακονία, σελ. 76)

Δεν πρέπει λοιπόν να θεωρείται τυχαία η επίμονη αυτή προσπάθεια επιβολής της ψυχαναλυτικής σκέψης και μεθοδολογίας στην Εκκλησιαστική μας ζωή, ψυχαναλυτική ιδεολογία η οποία, σύμφωνα με την οικουμενίστικη θρησκευτική αντίληψη, θα μας βοηθήσει να αποτινάξουμε την «ανελέητη» πολιτιστική μας παράδοση,  να απαλλαχθούμε από τις προκαταλήψεις μας,  τις εμμονές μας σε παραδοσιακές παγιωμένες εκκλησιαστικές και πολιτιστικές δομές- οι οποίες αποτελούν εμπόδιο για τον εκσυγχρονισμό και την ειρηνική συμβίωση μέσα στην παγκόσμια κοινότητα -  ώστε να μπορέσουμε να συναντηθούμε με «ανοιχτό μυαλό»   με τους άλλους λαούς  ζώντας έτσι «αγαπημένα», «ειρηνικά», «φιλεύσπλαγχνα», «ταπεινά» και «χαρούμενα», έστω και χωρίς Χριστό…

6.  Ο θεός  ασυνείδητο  και οι ασυνείδητοι ψυχαναλυτές.
Θα μπορούσε κάποιος να εγείρει την αντίρρηση ότι οι παραπάνω ηθικολογικές διαστάσεις της ψυχανάλυσης, που αναζητούν την αγάπη, την ευσπλαγχνία, την εγκράτεια και την αυτοδιαψευδομένη ταπείνωση και γενικότερα την απαλλαγή από τα πάθη,  αποτελούν προσωπικές ή υποκειμενικές αρχές του Φρόιντ οι οποίες δεν αντιπροσωπεύουν όλους τους ψυχαναλυτές.

Όμως και ο Λακάν,  πιστό πνευματικό τέκνο του Φροϋδισμού, φυλακισμένος και αυτός σε μια αυτοσχέδια   ηθική, συνεχίζει με συνέπεια την ανθρωποκεντρική ηθικοθρησκευτική πορεία του Φρόιντ προς την αυτοθέωση:

«Το ασυνείδητο είναι δομημένο σαν γλώσσα»  θα πει ο Λακάν  αναζητώντας έτσι δια της ερμηνείας των συμβόλων της γλώσσας τον ασυνείδητο αληθινό εαυτό, τον καινούργιο αυτό «Θεό» που εισάγει η Λακανική ψυχανάλυση. «Η υπόσταση του ασυνειδήτου, που σας  τη δείχνω τόσο εύθραυστη στο οντικό επίπεδο είναι ηθική!… …Γιατί η πραγματική διατύπωση του αθεϊσμού δεν είναι: ο Θεός πέθανε –ακόμη και θεμελιώνοντας την καταγωγή της λειτουργίας του πατέρα πάνω στον φόνο του, ο Φρόιντ προστατεύει τον πατέρα-η πραγματική διατύπωση του αθεϊσμού είναι: ο Θεός είναι το ασυνείδητο!»  (Λακάν «Το Σεμινάριο» βιβλίο ΧΙ Εκδόσεις Ράππα σελ. 50)

Είναι φανερό ότι και οι «άθεοι» έχουν τον «θεό» τους!  Όμως ο θεός της Λακανικής ψυχανάλυσης, ένα καθαρά διανοητικό επινόημα, ένα είδωλο της φαντασίας του κοσμικού ανθρώπου,  περιορίζεται μέσα σε στενά ηθικιστικά πλαίσια. Η ψυχαναλυτική ηθική έρχεται κατ’ αυτόν τον τρόπο να αναβιώσει αρχαίες φιλοσοφικές Στοές, την ηθική των οποίων, ο Λακάν συγχέει με την Χριστιανική ηθική.  « … Δεν είναι μήπως παράδοξη αυτή η ομοιότητα που βρίσκουμε – αν βέβαια προσέξουμε λίγο – ανάμεσα στην αναλυτική ηθική με την ηθική των Στωικών; Τι είναι στο βάθος της η στωική ηθική, αν μη, θα έχω άραγε ποτέ τον καιρό να σας το αποδείξω, η αναγνώριση της απόλυτης ηγεμονίας της επιθυμίας του Άλλου, εκείνο το Γενηθήτω το θέλημά σου, που επανέλαβαν οι Χριστιανικοί κανόνες; (ό.π. σελ. 323).

Δε χωράει λοιπόν αμφιβολία ότι ο  Λακάν πίστευε ότι η Φροϋδική ψυχανάλυση είχε  οδηγηθεί  στην δημιουργία μιας γνήσιας φιλοσοφικοθρησκευτικής κίνησης, μιας ζωντανής θρησκείας για την οποία λαχταρά ο ταλαιπωρημένος από τον ατομισμό ενός αιρετικού χριστιανισμού και  υλιστικού αθεϊσμού, Δυτικός άνθρωπος.  «Την άλλη αναφορά, τη θρησκευτική, (ομιλεί για την ψυχανάλυση) την ανέφερα μόλις πριν από λίγο, διευκρινίζοντας καθαρά πώς μιλώ για θρησκεία με τη σύγχρονη έννοια του όρου, όχι για μια θρησκεία αποστεγνωμένη, μεθοδολογημένη, αποδιωγμένη στα βάθη μιας πρωτόγονης σκέψης, αλλά για τη θρησκεία έτσι που τη βλέπουμε να ασκείται ακόμα  ζωντανή, ολοζώντανη. Η ψυχανάλυση, είτε είναι άξια  είτε όχι να εγγραφεί σ΄ έναν απ’ αυτούς τους δυο πίνακες (εννοεί τον επιστημονικό και τον θρησκευτικό) μπορεί ακόμα και να μας φωτίσει πάνω σ’ αυτό που οφείλουμε να εννοούμε με επιστήμη και μάλιστα με θρησκεία» («Το Σεμινάριο» βιβλίο ΧΙ σελ. 20).

Ποια είναι αυτή η «ζωντανή», «ολοζώντανη» θρησκεία με την σύγχρονη έννοια του όρου που ασκείται ζωντανή και στο χώρο της οποίας ο Λακάν εντάσσει και την ψυχανάλυση; Ποια είναι αυτή η σύγχρονη έννοια του όρου Θρησκεία; Πάντως αποκλείεται να είναι η Ορθόδοξη χριστιανική πίστη, η μόνη ζωντανή για μας θρησκεία, την οποία φαίνεται να αγνοεί ο Λακάν, διαφορετικά δεν θα έλεγε ποτέ ότι ο Θεός είναι το ασυνείδητο το οποίο φυσικά  μόνο η ψυχανάλυση μπορεί να προσεγγίσει και να γνωρίσει. Πάντως εμείς την μόνη «ολοζώντανη» νεκρή θρησκεία που γνωρίζουμε στις μέρες και η οποία διδάσκει   παρόμοια με τον Λακάν, ότι ο Θεός είναι ο ασυνείδητος εαυτός μας, ο πυρήνας της ύπαρξής μας τον οποίο πρέπει να αναζητήσουμε για να γίνουμε και εμείς θεοί είναι αυτή… της Νέας Εποχής!   

Τά κίνητρα και οι προθέσεις των απανταχού  ψυχοευσεβιστών, που φλυαρούν για ελευθερία,  αγάπη, ειρήνη και σεβασμό στα δικαιώματα και τα πιστεύω του άλλου,  φαντάζουν αγνά και υπέροχα … Όμως η μελέτη της φύσης του ανθρώπου αλλά και του φυσικού περιβάλλοντός μας διδάσκει ότι τα φαινόμενα και ιδιαίτερα τα ψυχικά απατούν, όπως συνηθίζουν να λένε και οι συμπαθείς ψυχαναλυτές. Γνωρίζουμε από τους Πατέρες της Εκκλησίας,  τους μεγάλους αυτούς ένθεους ψυχολόγους - οι οποίοι γνώριζαν το ασυνείδητο  πολύ πριν να δει ο Φρόιντ το φως του μάταιου αυτού  κόσμου - ότι η ψυχή του ανθρώπου, ελίσσεται, απωθεί τα κοινώς κακά συναισθήματα, υποκρίνεται και ξεγελά ακόμα και τον εαυτό της...

Παραθέτουμε ένα μικρό δείγμα της γνώσης των Πατέρων σχετικά με τον ασυνείδητο  κόσμο του ανθρώπου.

Διαβάζουμε από τον ιερό Χρυσόστομο: «Τα πλείονα των γινομένων ημάς λανθάνει και κρύπτεται» (Εις  την Α΄ Κορινθίους ια: 3 P. G. 61,91).

Αλλού στον περί Μονανδρίας λόγο του (2,48 P. G.,610) αναλύοντας την ψυχή μιας δίγαμης γυναίκας, παρατηρεί ότι τα συναισθήματά της είναι μπερδεμένα, δηλαδή - ενώ φαίνεται ότι συμπεριφέρεται με ένα συγκεκριμένο τρόπο (λευκότης-συνειδητό) - αδιόρατα διακρίνεται στο βάθος και ένας άλλος «κρυμμένος» από το συνειδητό τρόπος συμπεριφοράς (η μελανία-το ασυνείδητο).

Ο άγιος Ιωάννης ο Σιναίτης, ο γνωστός συγγραφέας της «Κλίμακας» γράφει επίσης για τις ασυνείδητες ψυχικές καταστάσεις με ποιητικό τρόπο:

«Γνωρίζομε πως είναι πάμπολλα τα τέκνα του θυμού.  Και όλα είναι φοβερά.  Ένα όμως τέκνο που το γεννά χωρίς να το θέλει, αν και νόθο, είναι ωφέλιμο: Είδα ανθρώπους που άναψαν από την μανία του θυμού και έβγαλαν από μέσα τους σαν εμετό την μακροχρόνιο μνησικακία τους. Έτσι με το ένα πάθος απηλλάγησαν από το άλλο! Και η μακροχρόνια λύπη τους διελύθη! Διότι εκείνος που τους λύπησε ή ζήτησε συγχώρηση ή έδωσε τις απαιτούμενες εξηγήσεις.

Αντιθέτως είδα άλλους που κατά τρόπο απαράδεκτο έδειξαν ότι ήσαν δήθεν μακρόθυμοι.  Έτσι με τη σιωπή εναποθήκευσαν μέσα τους την μνησικακία.  Αυτούς τους ελεεινολόγησα περισσότερο από τους πρώτους, διότι με το μελάνι (της μνησικακίας) έδιωξαν από την ψυχή τους το περιστέρι (την ειρήνη δηλαδή και τη Χάρη του Αγίου Πνεύματος)….

Είδα επίσης και μερικούς άλλους με καρδιά υποδουλωμένη στη λαγνεία και στη γαστριμαργία.  Αυτοί φαίνονταν γεμάτοι πραότητα και κολακευτική ευγένεια και φιλαδελφία και ευπροσηγορία.»

(Κλίμακα, Έκδ. Ιερά Μονή Παρακλήτου, σελ. 170-171)

Τέλος ας ακούσουμε τι αναφέρει ο άγ. Νικόδημος ο  Αγιορείτης    σχετικά με  τον   ασυνείδητο ψυχικό μας κόσμο:

«Προς τούτοις σε συμβουλεύω ένα άλλο πράγμα πληροφορίας άξιον. Να μην εμπιστευθής ποτέ εις την συνείδησίν σου, αν αυτή καμμίαν φοράν δεν σε κατηγορή εις κανένα πράγμα, διότι συνείδησις λέγεται εις εκείνα μόνον, που ηξεύρομεν και όχι σε εκείνα που δεν ηξεύρομεν. Επειδή δε κατά τον Ιερεμίαν «βαθεία η καρδία παρά πάντα» (ιζ` 9) και πολλά λεπτά πάθη ευρίσκονται κεκρυμμένα μέσα εις αυτήν, τα οποία ολότελα δεν ηξεύρει ούτε εκείνος που τα έχει, και από τα οποία παρεκάλει ο Δαβίδ να καθαρισθή, λέγων «εκ των κρυφίων μου καθάρισόν με» (Ψαλμ. ιη΄, 13), δια τούτο συ πίστευε πάντοτε, ότι δεν είναι καθαρά η καρδία σου τελείως από τα κρυπτά πάθη και λεπτά, τα οποία είναι γνωστά εις μόνον τον Θεόν, που ετάζει μόνος τας καρδίας, κατά τον Σολωμόντα: « Συ μονώτατος οίδας την καρδίαν πάντων των υιών ανθρώπων (Γ ` Βασιλειών. η`, 39 ).  («Ο αόρατος πόλεμος», Αγίου Νικοδήμου Αγιορείτου, Εκδόσεις «Φως», σελ. 223).   

 Τα παραπάνω δεν αφήνουν περιθώριο αμφιβολίας ότι οι Πατέρες γνώριζαν το ασυνείδητο και «κάτι» παραπάνω από τους ψυχαναλυτές, όπερ σημαίνει, ότι αυτό που χρειάζεται συμπλήρωση ή καλύτερα ριζική αναθεώρηση, είναι το θεωρητικό κατασκεύασμα του Φρόιντ και του Λακάν 

Η τραγική αντίφαση που μπορούμε να διακρίνουμε στους ψυχαναλυτές  είναι ότι ενώ ενασχολούνται ασταμάτητα με τον ασυνείδητο ψυχικό κόσμο του ανθρώπου, στην ουσία είναι οι πλέον ασυνείδητοι άνθρωποι! Και τούτο διότι, οι ψυχαναλυτές –οι οποίοι στο σύνολό τους ήσαν εβραίκής καταγωγής - απόγονοι των μεγάλων Εβραίων προφητών, έπεσαν στην τραγική πλάνη να εμπιστευθούν την ακάθαρτη συνείδησή τους. Και τούτο διότι ποτέ δεν γονάτισαν με ταπείνωση προ της εικόνος του Χριστού παρακαλώντας τον όπως ο Δαυίδ, λέγοντας «εκ των κρυφίων μου καθάρισόν με», ούτε ποτέ ομολόγησαν όπως ο Σολωμόντας  ότι ο Θεός είναι ο μόνος που γνωρίζει την καρδία των ανθρώπων.

Έτσι:

 «Οι περισσότεροι ψυχαναλυτές και αυτό ισχύει και για τον Φρόιντ δεν είναι λιγότεροι τυφλοί από τα άλλα μέλη της κοινωνικής τάξης τους μπροστά στις πραγματικότητες της ανθρώπινης ύπαρξης και στα ασυνείδητα κοινωνικά φαινόμενα.  Κατά μία έννοια είναι πιο τυφλοί, γιατί πιστεύουν πως βρήκαν την απάντηση στη ζωή, με την φόρμουλα της γενετήσιας απώθησης» θα γράψει ο Έριχ Φρομ στο βιβλίο του «η Αποστολή του Φρόιντ» (σελ:115).

Και πράγματι: Αν οι μεγάλοι ψυχαναλυτές γνώριζαν την ακαθαρσία της ψυχής τους, αν δεν ήσαν «τυφλοί» και πνευματικά νεκροί, δεν θα τολμούσαν ποτέ να ισχυρισθούν  ότι ο Θεός είναι προβολή του έσω ψυχικού κόσμου  λόγω αναστολής της Λίμπιντο, ή ο ασυνείδητος εαυτός. Ούτε θα διανοούντο ποτέ να συγκρίνουν έναν αγχώδη νευρωτικό ψυχαναλυτή, όπως ήταν ο Φρόιντ, με τους θεοφόρους προφήτες της Αγίας Γραφής:

«Τον  Φρόιντ λοιπόν σας τον παρέστησα μήπως την τελευταία φορά σαν την μορφή του Αβραάμ, του Ισαάκ και του Ιακώβ;…

…Ωστόσο, είναι βέβαιο, το ξέρουμε όλοι, ότι κανένας ψυχαναλυτής δεν μπορεί να ισχυρίζεται ότι αντιπροσωπεύει, ούτε κατά το ελάχιστο, μιαν απόλυτη  γνώση. Γι’ αυτό κατά μίαν έννοια, μπορούμε να πούμε ότι εκείνος στον οποίο μπορούμε να απευθυνθούμε, δεν μπορεί να υπάρχει, αν υπάρχει, παρά ένας μόνο. Αυτός ο ένας μόνο υπήρξε όσο ζούσε ο Φρόιντ.») σελ. 295 Λακάν   «Το Σεμινάριο» βιβλίο ΧΙ).

Προφήτης λοιπόν ο Φρόιντ της ψυχανάλυσης,  ο οποίος φανέρωσε  τα εξ αποκαλύψεως  απόλυτα δόγματά του στους ανθρώπους, για να οδηγήσει την ανθρωπότητα ως άλλος Μωϋσής στη γη της Επαγγελίας, στον Νέο Παράδεισο επί της γης προς δόξαν της ανθρώπινης λογικής και φυσικά του θανάτου...

Κλείνοντας τη σύντομη αυτή αναφορά στη ψυχανάλυση, να τονίσουμε ότι  όροι όπως ευσπλαγχνία, ελευθερία, αγάπη και ερωτική ορμή, αναφορικότητα, ασυνείδητο, αυτοκυριαρχία και αυτογνωσία, που χρησιμοποιούνται κατά κόρον από κάθε θρησκεία και Νεοεποχίτικο κίνημα,   δίχως την αναφορά στον Χριστό και την αληθινή θεογνωσία και αγάπη προς τον Θεό είναι απλώς νεκροί, εκχυδαίσμένοι και αφηρημένοι όροι δίχως καμιά αξία.

Οι άγιοι μάλιστα Πατέρες τονίζουν ότι αν δεν αγαπάς τον αληθινό ενσαρκωμένο Θεό δεν μπορεί να αγαπάς και τους ανθρώπους.  

 Ο Άγιος Γρηγόριος ο Παλαμάς κατά το διάλογό του με τον Ισμαήλ, εγγονό του Ομηρά Ορχάν, απαντά στον Μουσουλμάνο όσον αφορά  τις ηθικές αξίες του Μουσουλμανισμού ότι η ελεημοσύνη, που συναντά κανείς και στον Μουσουλμανισμό, έχει πραγματική αξία μόνο όταν απορρέει από την αγάπη προς τον αληθινό Θεό:    «Εμού δε ειπόντος την ελεημοσύνην γέννημα είναι της προς τον όντος Θεόν αγάπης, και τον μάλλον αγαπώντα τον Θεόν και μάλλον ελεήμονα είναι και αληθώς…»  
(Ορθοδοξία και Ισλάμ, Ιερά Μονή Οσίου Γρηγορίου Αγίου Όρους, 2000, σελ.. 25)

 Σύμφωνα με τα παραπάνω ο κ. Γιανναράς εισηγείται πρόσληψη όρων και μεθοδολογίας όχι από κάποια έγκυρη κοινώς αποδεκτή με τα σημερινά δεδομένα επιστήμη, αλλά από μια ευσεβιστική και Στωικίζουσα εκκοσμικευμένη οργάνωση με χριστιανικά ηθικά στοιχεία όπως είναι η Φροϋδολακανική σχολή.

Η ψυχανάλυση, προσλαμβάνει  υπάρχοντες όρους από την Αρχαία ήδη φιλοσοφική εποχή, όπως έρωτας, αγάπη, ταπείνωση, ορμές, μη συνειδητός ψυχικός κόσμος (ασυνείδητο) - τους οποίους παρέλαβαν οι Πατέρες της Εκκλησίας για να συγκροτήσουν την Εκκλησιαστική θεανθρωπολογία με σκοπό να θεώσουν τον άνθρωπο - και τους χρησιμοποιεί για να οργανώσει την κοσμική «εκκλησιαστική» ανθρωπολογία με σκοπό… να «ξεθεώσει» τον άνθρωπο!

Δυστυχώς «η διάβρωσις των ορθοδόξων συνειδήσεων, που εδώ και πολλά χρόνια έχει αρχίσει από την ετερόδοξον θεολογίαν και τον εσωτερικόν ευσεβισμόν, ήδη αποδίδει τους καρπούς»  θα γράψει σε μια επιστολή ο καθηγούμενος της Ιεράς Μονής Οσίου Γρηγορίου του Αγίου Όρους Αρχιμ. Γεώργιος, την οποία παραθέτει ο π. Γεώργιος Μεταλληνός  στο βιβλίο του «Πώς έγινε ο Πάπας αλάθητος».

Εν τούτοις το «γκρίζο νέφος» του ευσεβισμού δεν κάλυψε ευτυχώς τα πάντα στον τόπο μας ή καλύτερα  στο πληγωμένο σώμα της  Ορθόδοξης Εκκλησίας. Ο ευσεβισμός δεν έγινε θεσμός όπως στη Δύση. Η Ορθόδοξη Εκκλησία εξακολουθεί να παράγει ερωτευμένους με το Χριστό αγίους και θεοφόρους «φάρους» που φωτίζουν το σκοτάδι μας για να μην τσακιστούμε στα βράχια αυτού του κόσμου.

Ο γέροντας Πορφύριος,  αυτός ο «αμόρφωτος πανεπιστήμων» και ασκητής που φλεγόταν από Θείο έρωτα, αυτός που  μεγάλωσε και ανέπνευσε  «δροσερό» και  αγιασμένο αέρα στο Περιβόλι της Παναγίας, έλεγε κάποτε σ’ ένα πνευματικό του παιδί:

«Ξέρεις καθώς σκεπτόμουν μια φορά μου γεννήθηκε η απορία. Πώς είναι δυνατό να υπάρχουν ψυχίατροι, που δεν πιστεύουν στην ψυχή; Έτσι σηκώθηκα και πήγα μερικές φορές στο Πανεπιστήμιο και παρακολούθησα μαθήματα ψυχιατρικής. Έ, κάτι προσπαθούν να κάνουν, αλλά τι να κάνουν; Οι ψυχίατροι και οι ψυχολόγοι μοιάζουν με τον τυφλό, που με την αφή προσπαθεί να καταλάβη τα πράγματα, που βρίσκονται γύρω του. Η ψυχή είναι πολύ βαθιά και μόνο ο Θεός την γνωρίζει… Την ψυχιατρική δεν τη θέλω, όμως τους ψυχίατρους τους αγαπώ».