ΣΤΟ ΤΕΛΟΣ ΤΗΣ ΣΕΛΙΔΑΣ
ΑΓΙΟΛΟΓΙΟ ΑΛΦΑΒΗΤΙΚΑ - ΟΚΤΩΗΧΟΣ - ΜΗΝΑΙΑ - ΤΡΙΩΔΙΟ - ΠΕΝΤΗΚΟΣΤΑΡΙΟ
ΨΥΧΟΘΕΡΑΠΕΥΤΙΚΑ ΘΕΜΑΤΑ - ΘΕΡΑΠΕΥΤΙΚΑ ΘΕΜΑΤΑ
ΜΗΤΡΟΠΟΛΕΙΣ ΤΗΣ ΕΛΛΑΔΟΣ - ΠΑΡΑΚΛΗΤΙΚΟΙ ΚΑΝΟΝΕΣ
ΑΚΟΛΟΥΘΙΑ ΕΞΟΔΙΑΣΤΙΚΟΥ ΜΟΝΑΧΩΝ
ΣΤΑΣΕΙΣ ΑΚΑΘΙΣΤΟΥ ΥΜΝΟΥ - ΠΡΟΗΓΙΑΣΜΕΝΕΣ - ΑΠΟΔΕΙΠΝΟΝ
ΟΙ ΟΝΕΙΡΟΠΑΡΜΕΝΟΙ ΤΟΥ ΚΟΣΜΟΥ - ΠΡΟΦΗΤΕΙΕΣ ΤΗΣ ΑΓΙΑΣ ΓΡΑΦΗΣ
ΣΤΑΛΑΓΜΑΤΙΕΣ ΣΟΦΙΑΣ - ΚΑΙΡΟΣ ΤΟΥ ΤΕΛΟΥΣ
ΕΠΙΣΤΟΛΕΣ ΑΠΟΣΤΟΛΟΥ ΠΑΥΛΟΥ

ΓΙΑ ΟΤΙ ΝΕΟΤΕΡΟ ΘΑ ΕΝΗΜΕΡΩΝΕΤΑΙ Ο ΚΑΤΑΛΟΓΟΣ


Κυριακή 14 Δεκεμβρίου 2014

Χάρισε στην Εκκλησία αμύθητη περιουσία και σπίτια!


Εκατομμύρια ευρώ και πολλά ακίνητα κληρονόμησε η Εκκλησία, μετά από επιθυμία ενός 90χρονου ο οποίος απεβίωσε πριν από δύο μήνες.Τα μετρητά και όλη η περιουσία του 90χρονου περιήλθαν στην Μητρόπολη Ρεθύμνης, κατόπιν επιθυμίας του άνδρα που άφησε όλα του τα υπάρχοντα στην Εκκλησία.

Σύμφωνα με την εφημερίδα Ρεθεμνιώτικα Νέα, το ακριβές ύψος της περιουσίας λίγοι το γνωρίζουν, ωστόσο σύμφωνα με πληροφορίες τα μετρητά σε τραπεζικούς λογαριασμούς υπερβαίνουν το ποσόν των 8 εκατομμυρίων ευρώ, ενώ τα ακίνητα στην πόλη του Ρεθύμνου- και όχι μόνο- φαίνεται να είναι περισσότερα από έξι.
Προ πενταετίας, φέρεται να έλαβε ο ηλικιωμένος την απόφαση να συντάξει την διαθήκη του και να κληροδοτήσει μετά το θάνατό του όλη του την περιουσία στην τοπική Εκκλησία.
Ο Ρεθεμνιώτης που κατά τις πληροφορίες, ήταν για πάρα πολλά χρόνια επιχειρηματίας κάπου στην Παλιά Πόλη, δεν είχε δημιουργήσει δική του οικογένεια, αλλά δεν είχε ούτε αδέλφια.
Όταν σταμάτησε την επαγγελματική του δραστηριότητα ζούσε μόνος, ενώ τα τελευταία χρόνια είχε αναπτύξει έντονα το θρησκευτικό του συναίσθημα και σχέσεις με την Εκκλησία.
Εξάλλου, η Εκκλησία ήταν εκείνη που επέβλεπε τη φροντίδα του ηλικιωμένου Ρεθεμνιώτη, τουλάχιστον την τελευταία διετία κατά την οποία ήταν άρρωστος και ανήμπορος.
Προς το παρόν είναι άγνωστο εάν στο περιεχόμενο της διαθήκης ο 90χρονος μακαρίτης είχε θέσει όρους σε σχέση με τη διαχείριση της κληρονομιάς και αν είχε διατυπώσει επιθυμίες για την αξιοποίηση όλης ή μέρους της περιουσίας προς συγκεκριμένους αναπτυξιακούς, κοινωνικούς, εκκλησιαστικούς σκοπούς.
Το βέβαιον είναι ότι ειδικά σε αυτή την πολύ δύσκολη οικονομικά περίοδο, η τοπική Εκκλησία και ο Επίσκοπος θα έχουν την δυνατότητα να συμβάλλουν στη δημιουργία σημαντικού έργου στην τοπική κοινωνία.

Σέ βλέπουμε λευκοφορεμένη. Ποιός ἔγινε ἀνάδοχός σου καί σέ βάφτισε;



Mεταξύ των άλλων που μας διηγήθηκε ο Αββάς Θεωνάς, ήταν και τούτο πού συνέβη στα χρόνια του Πάπα και Πατριάρχου Αλεξανδρείας Παύλου.
Εκεί, λοιπόν στην Αλεξάνδρεια, όταν ένα ζευγάρι πολύ πλουσίων αναπαύτηκε ξαφνικά, έμεινε ορφανή μια μικρή κόρη τους, αβάφτιστη ακόμη. Μια μέρα, εκεί πού περιποιόταν τον κήπο της, βλέπει έναν άντρα που ετοίμαζε κι έδενε το σκοινί, για να κρεμαστεί. Πανικοβλήθηκε η κόρη, τρέχει κοντά του και τον ρωτάει :
- Τί κάνεις εδώ, άνθρωπέ μου ;
- Άφησε με, κόρη μου, της άπαντα εκείνος, γιατί με έχει γονατίσει πραγματικά μεγάλη θλίψη.
- Πες μου όλη την αλήθεια, του λέει εκείνη και φαντάζομαι πως μπορώ σε κάτι να σε βοηθήσω. Καταστενοχωρημένος εκείνος της λέει :
- Δυστυχώς, κόρη μου, χρωστώ πολλά χρήματα και οι δανειστές μου με πνίγουν για να τους τα δώσω τώρα· γι’ αυτό κι εγώ αποφάσισα να πεθάνω το γρηγορότερο και να μη ζω τέτοια δυστυχισμένη ζωή …
Εκείνη στοργικά του λέει :
- Σε παρακαλώ, πάρε ό,τι έχω και δώσε πίσω αυτά που χρωστάς· μα, μην κάνεις κακό στον εαυτό σου.
Ανακουφισμένος, με την απρόσμενη πρόταση, πήρε εκείνος τα απαραίτητα χρήματα, ξεχρεώθηκε κι αισθάνθηκε πάλι τον εαυτό του ελεύθερο. Στενεμένη, όμως, η κόρη, που της έλειψαν τα χρήματα και πεντάρφανη καθώς ήταν, αναγκάστηκε να δοθεί στην πορνεία για να ζήσει. Τότε ακουστήκανε και μερικοί να λένε:
- Ανεξερεύνητες οι βουλές του Κυρίου ! Ποιός ξέρει άραγε, για ποιους λόγους συγχωρεί ο Θεός σε κάποια ψυχή να πειράζεται και να ξεπέφτει τόσο πολύ…
Όμως, ύστερα από λίγο καιρό, η κόρη αρρώστησε. Άρχισε να συλλογίζεται σοβαρά την περιπέτεια του βίου και η ψυχή της πλημμύρισε ξάφνου ένα κύμα κατανύξεως. Φώναξε, λοιπόν, τούς γείτονες και τούς παρακάλεσε :
- Για τ’ όνομα του Κυρίου, λυπηθείτε την ψυχή μου ! Παρακαλέστε τον Πάπα και Πατριάρχη να με βαπτίσει και να με κάμει χριστιανή !
Εκείνοι γυρνούσαν την πλάτη κι έλεγαν με περιφρόνηση :
- Και ποιός να καταδεχτεί να γίνει ανάδοχος, βαφτίζοντας μια πόρνη;
Η θλιβερή αυτή κατάσταση τη γέμιζε πόνο και θλίψη. Κι ενώ ζούσε σ’ αυτήν τη μαύρη ατμόσφαιρα, παρουσιάζεται άγγελος Κυρίου, με τη μορφή εκείνου του ανθρώπου, τον οποίο είχε γλυτώσει εκείνη κάποτε απ’ την αυτοκτονία και της λέει:
-Τί έχεις και είσαι τόσο στενοχωρημένη; Κι εκείνη του απαντά :
- Επιθυμώ να βαφτιστώ και να γίνω χριστιανή, μα κανείς δε βρέθηκε να μιλήσει στον Πατριάρχη και να με βοηθήσει…
- Μη στενοχωριέσαι καθόλου, της λέει εκείνος – εγώ θα φέρω μερικούς φίλους μου και θα σε μεταφέρουμε. Και πράγματι, ο άγγελος που είχε παρουσιαστεί εμπρός της, παίρνει άλλους δύο αγγέλους και, υποβαστάζοντάς την, την μεταφέρουν στην εκκλησία. Εκεί μετασχηματίζονται και παίρνουν τη μορφή σπουδαίων προσώπων του τόπου, της τάξεως των αριστοκρατών. Φωνάζουν τους αρμοδίους κληρικούς, πρεσβυτέρους δηλαδή και διακόνους και όσους ήταν ταγμένοι για το μυστήριο της βαπτίσεως. Κι εκείνοι τούς ρωτάνε :
- Η αγάπη σας, μπορείτε να εγγυηθείτε γι’ αυτήν και την πνευματική της κατάσταση ;
- Ναι, απαντούν με μια φωνή εκείνοι. εμείς γινόμαστε εγγυηταί γι’ αυτήν.
Πήραν λοιπόν οι κληρικοί την άρρωστη και τη βαφτίσανε. Μετά την πήραν οι ανάδοχοί της, με την ηγεμονική παρουσία των προυχόντων της περιοχής και την πήγαν στο σπίτι της, λευκοφορεμένη. Εκεί, την άφησαν κι αμέσως έγιναν άφαντοι. Ωστόσο, οι γείτονες, που τους έφαγε η περιέργεια, πήγαν και τη ρωτούσανε, όταν έφυγαν οι επίσημοι εκείνοι :
- Σε βλέπουμε λευκοφορεμένη. Ποιος έγινε ανάδοχός σου και σε βάφτισε ;
Κι εκείνη, απλά τους διηγήθηκε την ιστορία : Ήρθαν μερικοί, με πήραν και με πήγαν στην εκκλησιά. κι εκεί είπαν στους κληρικούς και με βαφτίσανε.
- Μα ποιοί, τέλος πάντων, ήταν αυτοί ; Τούς ξέρεις ; Τη ρωτούσανε. Κι όταν εκείνη δεν έβρισκε τί να τους απαντήσει, εκείνοι πήγαν και ρώτησαν τον Πατριάρχη. Εκείνος εκκάλεσε τους κληρικούς, που ήταν υπεύθυνοι για το άγιο Βάπτισμα και τούς ρωτάει :
- Την δείνα κόρη εσείς τη βαφτίσατε ;
- Ναι απαντούν εκείνοι, γιατί ήρθαν και μας παρακάλεσαν ο δείνα και ο δείνα, γνωστοί από τους άρχοντες του τόπου μας και τη βαφτίσαμε.
Ο Πατριάρχης έστειλε και κάλεσε τους άρχοντες εκείνους, κατά Θείαν οικονομία και τους ρωτούσε αν έγιναν ανάδοχοι στη βάφτιση της τάδε κόρης και αν εγγυηθήκαν εκείνοι γι’ αυτήν.
Εκείνοι, απορημένοι, απάντησαν :
- Εμείς δεν ξέρουμε τίποτε, κι ούτε θυμόμαστε να ‘χουμε κάνει ποτέ κάτι τέτοιο.
Τότε ο Πατριάρχης άρχισε να πληροφορείται μέσα του, πως το πράγμα ήταν ένα θαύμα, που οφείλονταν στη Θεία οικονομία. Έστειλε, λοιπόν, να φωνάξουν τη νεοφώτιστη κόρη και τη ρώτησε :
- Πές μου, κόρη μου, τί καλό πράγμα έχεις κάνει στη ζωή σου ;
- Εγώ, – απαντά εκείνη, συμμαζεμένα – μία πόρνη και θεόφτωχη, σαν τί καλό θα μπόραγα να κάμω;
Ο πατριάρχης την ξαναρωτά, επίμονα :
- Για σκέψου λίγο, κόρη μου· δε θυμάσαι να ‘χεις κάνει κάποτε κάποιο καλό στη ζωή σου ;
Εκείνη απάντησε :
- Όχι. Εκτός μονάχα τούτο, αν ενδιαφέρει : πως κάποτε είδα έναν άνδρα, έτοιμο να αυτοκτονήσει, γιατί τον έπνιγαν οι δανεισταί του για τα χρέη τα μεγάλα, κι εγώ του έδωσα ό,τι είχα και δεν είχα, για να τον γλυτώσω και να τον ελευθερώσω από τα δεινά του. Και λέγοντας αυτά τα λόγια, έγειρε και αναπαύτηκε εν Κυρίω.
Ο Πατριάρχης, θαυμάζοντας αναφώνησε :
- Δίκαιος είσαι, Κύριε και δίκαιες οι κρίσεις σου !
ΠΗΓΗ : ΠΡΩΤΟΠΡ. ΒΑΣΙΛΕΙΟΥ Κ. ΑΚΡΙΒΟΠΟΥΛΟΥ, ΑΣΚΗΤΙΚΗ ΛΑΪΚΩΝ, εκδ. ΜΗΤΡΟΠΟΛΙΤΙΚΟΥ ΚΑΘΕΔΡΙΚΟΥ Ι.Ν.ΑΓΙΟΥ ΝΙΚΟΛΑΟΥ ΒΟΛΟΥ, 2002, σ. 47 κ.ε.

Ένας Άγγελος σε Θεία Λειτουργία


Κάποιος ιερεύς, σε μία αγρυπνία, και ενώ είχε αρχίσει την Προσκομιδή, δυσκολευόταν, τρόπον τινά, με μόνο το φως ενός κεριού να διαβάζει τα ονόματα.
Ξαφνικά, διαπίστωσε ότι το φως του κεριού, πού ήταν παραπλεύρως, όλως περιέργως, εγένετο πιο δυνατό! Και τότε αναρωτήθηκε:
-Πώς είναι δυνατόν; Πώς φέγγει περισσότερο τώρα το κερί;
Κι όπως γύρισε το κεφάλι του, βλέπει να στέκεται μπροστά του στα τρία τέσσερα μέτρα με πολύ σεβασμό και ευλάβεια ένας Άγγελος.
Στην αρχή απολιθώθηκε, μαρμάρωσε στη θέση του και έκανε αρκετή ώρα να συνέλθει. Αλλά ή παρουσία του Αγγέλου, του γλύκανε την ψυχή κατά τέτοιον τρόπον, ώστε ή κατάνυξης μέσα του να αυξηθεί πολύ, να απόκτηση ή ψυχή του πολύ μεγάλη γλυκύτητα, μία, τρόπον τινά, ένωση με την παρουσία του αγίου Αγγέλου. Και παρόντος του αγίου Αγγέλου, τελείωσε την ιερά Πρόθεση, είπε το «Ευλογημένη ή βασιλεία...» και άρχισε τη Θεία Λειτουργία.
Ο Άγγελος ήταν πάντοτε παρών, μέχρι πού τελείωσε και την Κατάλυση.
Ο ιερεύς δεν μπορούσε να συγκράτηση την συγκίνηση του, την κατάνυξη και το δέος, πού τον είχε καταλάβει μπροστά σ' αυτήν την παρουσία, διότι ήταν ένα γεγονός, πού του συνέβαινε πρώτη φορά στη ζωή του. Άλλωστε, αυτά τα γεγονότα συμβαίνουν, δεν ξέρω! πιθανόν να κάνω λάθος, μια-δύο φορές στη ζωή ενός ευλαβούς και ταπεινού ιερέως.
Ασφαλώς όμως θα υπάρχουν κι άλλοι άγιοι ευλαβέστατοι και χαριτωμένοι κληρικοί παντός βαθμού, πού έχουν θεϊκές αποκαλύψεις κάπως πιο συχνά! Ό Θεός γνωρίζει...
Ο παππούλης, παρέμεινε στη θέση του. Δεν ξεντύθηκε, κάθισε σε μια καρέκλα μέσα στο ιερό Βήμα και συνεχώς έκλαιγε. Έκλαιγε και δεν μπορούσε να συνέλθη από την κατάνυξη, το δέος και την συντριβή πού ένιωθε.
Έτσι παρέμεινε για ώρα πολλή απολαμβάνοντας με συγκίνηση και ταπείνωση όσα βίωσε στη Θεία Λειτουργία με την παρουσία του άγιου Αγγέλου.
Ό διακριτικός και άγιος Γέροντας του με διαβεβαίωσε για την αλήθεια του γεγονότος.
Από τότε ή πίστης του ιερέως αυτού έγινε βράχος ακλόνητος, αυτός δε με πολύ δέος στην καρδιά λειτουργούσε πλέον τα πανάχραντα Μυστήρια.

Ο βλάσφημος Παριανός ψαράς και η Παναγία η Εκατονταπυλιανή.


Στο Πίσω Λιβάδι της Πάρου, προπαραμονή Δεκαπενταύγουστου 1931, βρίσκονταν τρεις ομάδες ψαράδων, που ψάρευαν τις νύχτες με τα γρι-γρι στο στενό μεταξύ Πάρου και Νάξου.

Εκείνη τη νύχτα η μία ομάδα έμεινε στο μικρό λιμάνι. Οι ψαράδες το έριξαν στο πιοτό, το πιοτό έφερε το κέφι, κι εκείνο παρεξηγήσεις και βαρείες κουβέντες.
Ούτε την Παναγία δεν σεβάστηκαν οι βλάσφημοι. Του κάκου προσπαθούσαν ο Λιμενοφύλακας και ο μαγαζάτορας του μικρού λιμανιού να τους
Απότομα ο ουρανός βάρυνε. Η θάλασσα άρχισε να μουγγρίζει. Σε μισή ώρα το κύμα σηκώθηκε βουνό, παρασύροντας το ψαροκάϊκο και τις βάρκες με τις λάμπες, μέχρι πού τις πέταξε σπασμένες στη στεριά. Κατόπιν η θάλασσα γαλήνεψε, κι ένα καΐκι από τη Νάξο φάνηκε να μπαίνει στο λιμανάκι. Ο καπετάνιος του απόρησε βλέποντας τα συντρίμμια στη στεριά.
Πώς έγινε αυτό; ρώτησε. Εγώ ταξίδευα με θάλασσα γυαλί!
Ήταν θαύμα της Παναγίας, εξήγησε ένας από τους ψαράδες του γρι-γρι.
Οι περισσότεροι συμφώνησαν. Δυο-τρεις όμως μίλησαν ειρωνικά κι έδωσαν άλλη εξήγηση:
Ήταν ανεμοστρόβιλος. Καλά πού δεν μας σήκωσε στον ουρανό τις βάρκες.
Ένας μάλιστα, ο Γρηγόρης Λιάκουρας, πρόσθεσε:
Άντε μωρέ, πού ήταν θαύμα! Όρεξη δεν είχε η Παναγιά -να μην τη στολίσω και τώρα- να καταπιάνεται με μας τους ψαράδες.
Αυτά είπε και πήγε να δει τη ζημιά πού είχε πάθει η δική του ψαρόβαρκα. Τη βρήκε σμπαραλιασμένη. Έφτυσε τότε έξαλλος πάνω στα συντρίμμια, βλαστήμησε πάλι την Παναγία και αποσύρθηκε να κοιμηθεί.
Μόλις ξάπλωσε, είδε ολοζώντανη την Παναγία, -σαν σε όνειρο, σαν σε ξύπνιο- να τον πλησιάζει και να τον ερωτά:
Γιατί, παιδί μου, δεν με σέβεσαι;
Τί είν΄ αυτά που μου λες, κυρά μου; θύμωσε εκείνος. Δεν σε ξέρω καθόλου. Πότε δεν σε σεβάστηκα;
Δεν με ξέρεις; Τότε γιατί όλο με βλαστημάς;
Στα λόγια αυτά τινάχτηκε όρθιος. Έκανε να φωνάξει, να τρέξει, αλλά δεν μπορούσε. Τα πόδια του είχαν βυθιστεί ως τα γόνατα στην άμμο. Έκανε τον σταυρό του. Και τότε είδε πάλι, ξεκάθαρα πια, την Παναγία και την άκουσε να του λέει:
Έλα στο σπίτι μου, στην Εκατονταπυλιανή, στην Παροικία της Πάρου. Έλα εκεί να με προσκυνήσεις.
Ο Λιάκουρας έφυγε την ίδια στιγμή σχεδόν τρέχοντας. Έφθασε στην Εκατονταπυλιανή λίγο μετά την ανατολή του ήλιου. Έτρεξε γρήγορα στο εικόνισμα της Θεοτόκου. Στη θεία της μορφή αναγνώρισε τη γυναίκα του οράματός του. Γονάτισε και προσευχήθηκε ώρες ολόκληρες. Ύστερα γύρισε στο Πίσω Λιβάδι. Εκεί διαπίστωσε ένα καινούργιο θαύμα: Οι βάρκες και το ψαροκάϊκο έστεκαν στη στεριά χωρίς καμμία ζημιά!
Ο βλάσφημος ψαράς, Εμφανίσεις και θαύματα της Παναγίας,σελ. 154-156, Έκδοση Εβδόμη, Ιερά Μονή Παρακλήτου, Ωρωπός Αττικής, 2007

Η Επιλογή της Ευτυχίας...


Ήταν κάποτε μια γριούλα που αφού γέρασε αρκετά αποφάσισε πως καλύτερα θα ήταν για την ίδια, να μπει σε κέντρο φροντίδας ηλικιωμένων ατόμων. Έτσι ετοίμασε μια μικρή βαλίτσα και με ένα ταξί πήγε. Η νοσοκόμα που γνώριζε για την άφιξη της, την πλησίασε και της είπε:
-Ελάτε παρακαλώ να σας δείξω το δωμάτιο σας πριν το ετοιμάσουμε.
-Μα δεν χρειάζεται να το δω. Ετοιμάστε το, απάντησε η γριούλα.
-Μα έχετε επιλογή ανάμεσα σε 3 είδη αν θέλετε να τα δείτε και να διαλέξετε πιο από όλα σας αρέσει πιο πολύ.
-Δεν χρειάζεται καλή μου, επανάλαβε η γριούλα. Δεν χρειάζεται να το δω, μου αρέσει ήδη.
-Μα πως? Ξαναρώτησε η νοσοκόμα. Αφού δεν το είδατε.
-Δεν χρειάζεται να το δω. Έχω ήδη αποφασίσει ότι μου αρέσει, απάντησε με ένα ζεστό χαμόγελο ζωγραφισμένο στο γλυκό αλλά γερασμένο προσωπάκι της.
Τότε η νοσοκόμα της έδειξε το ένα απ τα 3 δωμάτια και την συνόδεψε μέχρι εκεί. Η γριούλα την ευχαρίστησε και η νοσοκόμα την ρώτησε ξανά με κάποιο δισταγμό.
-Είστε σίγουρα εντάξει? Τώρα που το είδατε συνεχίζετε να πιστεύετε ότι αυτό σας αρέσει? Χωρίς να δείτε και τις άλλες δύο επιλογές?
-Μα φυσικά. Πολλά πράγματα στη ζωή κορίτσι μου, της απάντησε η γριούλα, δεν θέλουν πολύ σκέψη. Είναι θέμα απόφασης και αγάπης. Αποφάσισα ότι θα το αγαπώ χωρίς να μπω στην διαδικασία να διαλέξω ανάμεσα σε άλλα. Σάμπως μια γυναίκα άμα γεννήσει το παιδί της, όσο άσχημο και αν είναι δεν θα το αγαπάει? Άσε που δεν θα το δει ποτέ άσχημο. Είναι θέμα απόφασης και αγάπης.
Ας μην γελιόμαστε: τίποτα δεν είναι εύκολο και όλα είναι στο χέρι μας. Μα κυρίως, όλα είναι θέμα νου. Ο νους που αποφασίζει -και πρέπει να αποφασίζει- να ευτυχήσει, αντί να επιλέξει τον εύκολο δρόμο του παράπονου και της εγκατάλειψης.
Μην εγκαταλείπετε την ελπίδα, την προσπάθεια, την αισιοδοξία και την απλότητα. Διότι τελικά, αυτή η παραγκωνισμένη απλότητα, στην σκέψη και στις επιλογές, είναι η χαμένη δίδυμη αδελφή της ΕΥΤΥΧΙΑΣ.
Πηγή: istologio.org

Ο Παναής ο αλειτούργητος και η καμπάνα - Αληθινή ιστορία

- Τά ’μαθες, παππού; Ἀπὸ ’δῶ κι ἐμπρὸς τὰ μαγαζιὰ θ’ ἀνοίγουν καὶ τὶς Κυριακές.
- Τί λές, παιδάκι μου, στύλωσε μὲ ἀπορία καὶ ἔκπληξη τὰ γεροντικά, θολωμένα ἀπ’ τὰ χρόνια μάτια του πάνω στὸν ἐγγονό του ὁ μπαρμπα-Δημητρός.
- Ναί, παππού, εἶναι ἀπόφαση τοῦ Ὑπουργοῦ.
- Ἄλλο καὶ τοῦτο. Καὶ γιατί, μαθές, αὐτό; Πῶς τοῦ ’ρθε νὰ βγάλει τέτοια ἀπόφαση;
- Εἶναι νόμος τοῦ κράτους, παππού. Κάποιες Κυριακὲς τὸ χρόνο τὰ καταστήματα μποροῦν νὰ παραμένουν ἀνοιχτά, νὰ πηγαίνει ὁ κόσμος νὰ ψωνίζει.
- Δηλαδή, θὲς νὰ πεῖς, θὰ χτυπᾶ ἡ καμπάνα τὸ πρωί, καὶ ὁ κόσμος θὰ βγαίνει γιὰ τὴν ἀγορά;
- Ἔ, κάπως ἔτσι...
Κούνησε τὸ κεφάλι του λυπημένος ὁ γέροντας. Χαμήλωσε κουρασμένο τὸ βλέμμα του, ἔμεινε γιὰ λίγο σκεφτικός, κι ἔπειτα, χωρὶς νὰ τὸ σηκώσει πάλι, μονολόγησε:
- Δὲν πᾶμε καλά. Τὸ λέω ἐγώ. Θὰ μᾶς χάσει ὁ Θεός!
Καὶ βύθισε πιότερο τὸ κεφάλι στὸ στέρνο του.
- Παππού, θυμᾶσαι - τὸν ἔβγαλε ἀπ’ τὸν μελαγχολικό του βυθισμὸ ὁ ἐγγονός - θυμᾶσαι ποὺ ἐρχόμασταν μέρες Πάσχα στὸ χωριό, ὅταν ἤμουν στὸ Δημοτικό, κι ἔτρεχα μὲ τὰ ἄλλα παιδιὰ ποιὸς θὰ χτυπήσει τὴν καμπάνα Μ. Παρασκευή, ὅλη τὴ μέρα πένθιμα, καὶ μετά, τὴν Ἀνάσταση...; Τί γινόταν τότε!... Ἔ, θυμᾶσαι;
- Ἄχ, καλό μου παιδί, ἐσὺ μόνο αὐτὸ θυμᾶσαι! Φυσικὸ εἶναι. Στὴν πόλη μεγάλωσες, δὲ νογᾶς τί θὰ πεῖ ὁ ἦχος τῆς καμπάνας. Γιὰ μᾶς στὸ χωριὸ τὰ χρόνια ἐκεῖνα ξέρεις τί ἦταν ἡ καμπάνα; Ὅλη ἡ ζωή μας μὲ τὴν καμπάνα κυλοῦσε. Θὲς χαρά, θὲς γάμος, θὲς πανηγύρι, θὲς θλίψη καὶ πένθος, κίνδυνος, φωτιά, μάζωξη τοῦ χωριοῦ στὴν πλατεία, ὅλα μὲ τὴν καμπάνα σημαίνουνταν. Μὲ τὴν καμπάνα τῆς ἐκκλησιᾶς. Καταλαβαίνεις τί θὰ πεῖ αὐτό; Ἡ ἐκκλησιὰ ἦταν ἡ μάνα μας, καὶ ἡ καμπάνα ἡ φωνή της. Ἔτσι τὴ νιώθαμε, γιόκα μου. Μιλοῦσε ὁ ἦχος της. Μὲ πιάνεις; Μιλοῦσε... Νά, τώρα δά, μοῦ ʼρθε στὴ σκέψη καὶ ὁ Παναής...
- Ποιὸς εἶπες, παππού;
- Ξέρεις τί θαῦμα ἔγινε μὲ δαῦτον τὸν ἄνθρωπο, παλληκάρι μου, μὲ τὴν καμπάνα; Σὰν τώρα θυμᾶμαι τὰ λόγια του, ποὺ μᾶς διηγιόταν στὴν πλατεία τοῦ χωριοῦ...
Ὁ Παναής, ποὺ λές, ἦταν φοβερὸς ἄνθρωπος. Ἀγρίμι σωστό. Ἀλειτούργητος καὶ ἀλιβάνιστος. Τσομπάνης πάνω στὸ βουνό, μὲ τὶς στάνες του καταγίνουνταν ὁλοχρονίς. Τὸ πόδι του εἶχε χρόνια ὁλόκληρα νὰ τὸ πατήσει στὴν ἐκκλησιά. «Δὲν πατάω ἐγὼ στὸ μαγαζὶ τοῦ παπᾶ», ἔλεγε. Δὲν ξέρω, κάτι, φαίνεται, παλιά, μιὰ παραξήγηση, κι οὔτε ἀπ’ ἔξω ἀπ’ τὴν ἐκκλησιὰ δὲν ἤθελε νὰ περάσει, ἕνα σταυρὸ νὰ κάνει ὁ βλογημένος! Ἀλειτούργητος χρόνια καὶ ἀκοινώνητος, παιδί μου. Εἶχε ἀγριέψει τὸ πρόσωπό του. Κι ἀπ’ τὴν κοινωνία μέσα ξεχωρίστηκε, σάν - τί νὰ πῶ; - σὰν ἀφορεσμένος ἐκεῖ πὰ στὸ βουνό, ἀλάργα, στὶς στάνες...
Αὐτόν, ποὺ λές, τὸν Παναή, μιὰ μέρα τὸν εἴδαμε στὴν ἐκκλησιά. Κοιταχτήκαμε ἀναμεταξύ μας. Τί ἔπαθε ὁ Παναής; Τὸ κεφάλι χαμηλά, ἀξύριστο, ἄλουστο τὸ πρόσωπό του, κι οὔτε ποὺ τὸ σήκωνε μιὰ στάλα. Κάθισε σ’ ὅλη τὴ Λειτουργία καὶ μετὰ ἔφυγε σὰν κυνηγημένος. Καὶ τὴν ἄλλη φορὰ πάλι, καὶ πάλι. Πρῶτος στὴν ἐκκλησιὰ ὁ Παναής. Ἡμέρεψε τὸ πρόσωπό του. Γιὰ καιρὸ ὅμως δὲ μιλοῦσε. Μιλιά, σοῦ λέω. Ἔπειτα ἀπὸ καιρὸ μᾶς βρῆκε στὴν πλατεία. Τὸν φωνάξαμε γιὰ καφὲ κι ἐκεῖ μᾶς τά ’πε ὅλα.
- Τί εἶπε, παππού;
- Σὰν τώρα θυμοῦμαι τὰ λόγια του: «Τί ’ναι αὐτὸ ποὺ μοῦ γίνηκε, ὠρὲ παιδιά; Δὲν μπορῶ νὰ τὸ γροικήσω. Μπορεῖτε σεῖς νὰ μοῦ τὸ ξηγήσετε; Ἤμαν, μαθές, πάνω κεῖ κι ἔβοσκα τὰ πρόβατα. Ἀπόβραδο, καὶ θὰ τά ’μπαζα σὲ λίγο στὴ στάνη. Ἔκατσα μιὰ στιγμὴ στὸ χορτάρι, ἔτσι φρέσκο πού ’ταν, Ἀπρίλης μήνας βλέπεις. Φύσαε στρωτὸ μαϊστράλι. Πεθαμένους ἀνάσταινε, τέτοια φυσηματιά. Ἔτσι μὲ ’σύχασε αὐτὸ τὸ ἀπόγι καὶ δὲν ἔλεα νὰ σηκωθῶ ἀπ’ ἐκεῖ. Καὶ τότε ἦταν... Ἦρθε στ’ αὐτιά μου ἡ καμπάνα. Ἡ καμπάνα τοῦ ἁϊ-Γιώργη, ἐδῶ, τῆς ἐκκλησιᾶς. Μπὰς καὶ πρώτη φορὰ τὴ γροικοῦσα; Κάθε μέρα δὲ χτύπαγε; Ἔ, σᾶς λέω, πρώτη φορὰ τὴ γροίκησα. Δηλαδή, πῶς νὰ σ’ τὸ πῶ, βάρεσε μέσα μου ὁ χτύπος, κατάλαβες; Τινάχτηκα πάνου. Γιὰ μένα βαράει ἡ καμπάνα, εἶπα. Γιὰ μένα! Τό ’νιωθα αὐτὸ τὸ πράμα, κατάλαβες; Κι ἀμέσως, σάν - τί νὰ πῶ; - σὰ λιβάνι νὰ μοῦ ’ρθε. Ἔπαθα, σοῦ λέω! Μ’ ἔπιασαν τὰ δάκρυα. Γιὰ μένα βαράει ἡ καμπάνα, ἔλεγα, γιὰ μένα! Νά, αὐτὸ ἔπαθα. Μπορεῖς τώρα σὺ νὰ τὸ ξηγήσεις;».
Αὐτὰ εἶπε ὁ Παναής. Καὶ τότε, ποὺ λές, γιόκα μου, σηκώθηκε ὁ γεροντότερος καὶ στάθηκε ἀναμεσό μας κι ἔδωσε ἑρμηνεία: «Αὐτό, χωριανοί, δὲν εἶναι τυχαῖο πράμα. Παναή, αὐτὴ δὲν ἦταν ἡ φωνὴ τῆς καμπάνας. Ἦταν ἡ φωνὴ τοῦ Θεοῦ! Κατάλαβες; Μὲ τὴ φωνὴ τῆς καμπάνας σοῦ μίλησε ὁ Θεός. Σοῦ ’δωσε νόημα ὁ Θεὸς νὰ σὲ μπάσει στὴν ἐκκλησιά. Πῶς σὺ σφυρᾶς καὶ μπάζεις τὰ πρόβατα στὴ στάνη; Ἔτσι καὶ ὁ Θεός. Καὶ τό ’πιασες, Παναή, τὸ νόημα. Τό ’πιασες! Καὶ δὲν εἶσαι τώρα ὁ ἀλειτούργητος καὶ ὁ ἀκοινώνητος. Κατάλαβες, αὐτὸ ἦταν».
- Αὐτὸ ἦταν, γιόκα μου. Ἡ καμπάνα! Καὶ τώρα μοῦ λές, θὰ σημαίνει τὴν Κυριακὴ τὸ πρωί, καὶ ὁ κόσμος θὰ βγαίνει στὴν ἀγορὰ γιὰ ψώνια. Ἄχ, καὶ θὰ μᾶς χάσει ὁ Θεός, παλληκάρι μου. Τί νὰ πῶ, δὲν ξέρω...
Περιοδικό «Ο Σωτήρ»

Ι. Μ. ΑΓΙΟΥ ΝΙΚΟΛΑΟΥ ΑΝΑΠΑΥΣΑ


Η
 Μο­νή τοῦ Ἁ­γί­ου Νι­κο­λά­ου Ἀ­να­παυ­σᾶ βρί­σκε­ται πο­λύ κον­τά στό χω­ριό Κα­στρά­κι. Εἶ­ναι τό πρῶ­το μο­να­στή­ρι πού συ­ναν­τά­ει κα­νείς ἀ­νε­βαί­νον­τας ἀ­πό τό χω­ριό αὐ­τό στά Με­τέ­ω­ρα. Τρι­γύ­ρω του βρί­σκον­ται καί τά ἐ­ρει­πω­μέ­να μο­να­στή­ρια Προ­δρό­μου, Ἁ­γί­ας Μο­νῆς καί Παν­το­κρά­το­ρος, κα­θώς καί τό ἐκ­κλη­σά­κι τῆς Πα­να­γί­ας τῆς Δού­πια­νης.
Ὁ βρά­χος, πά­νω στόν ὁ­ποῖ­ο κτί­στη­κε τό μο­να­στή­ρι εἶ­ναι πο­λύ μι­κρός σέ ἔ­κτα­ση καί στε­νό­χω­ρος στό πλά­τω­μα τῆς κο­ρυ­φῆς του. Αὐ­τό ἐ­πη­ρέ­α­σε καί τήν κτι­ρια­κή δι­α­μόρ­φω­ση καί συγ­κρό­τη­ση τῆς μο­νῆς, πού ἀ­ναγ­κα­στι­κά δέν μπό­ρε­σε νά ἀ­να­πτυ­χθεῖ σέ ἔ­κτα­ση καί γ’ αὐ­τό ὡς τε­λι­κή λύ­ση χρη­σι­μο­ποι­ή­θη­καν τά ἀλ­λε­πάλ­λη­λα πα­τώ­μα­τα.
Ἀ­νε­βαί­νον­τας τήν κτι­στή σκά­λα συ­ναν­τά­ει κα­νείς πρῶ­τα τό πο­λύ μι­κρό πα­ρεκ­κλή­σι τοῦ Ἁ­γί­ου Ἀν­τω­νί­ου καί τήν κρύ­πτη, ὅ­που φυ­λάσ­σον­ταν πα­λαι­ό­τε­ρα οἱ κώ­δι­κες καί τά κει­μή­λια τῆς μο­νῆς. Τό ἐκ­κλη­σά­κι τοῦ Ἁ­γί­ου Ἀν­τω­νί­ου ἔ­χει ἰ­δι­αί­τε­ρη ση­μα­σί­α, για­τί στούς τοί­χους του δι­α­τη­ρεῖ λί­γα ὑ­πο­λείμ­μα­τα πα­λαι­ῶν τοι­χο­γρα­φι­ῶν, πού ἀ­νά­γον­ται ἴ­σως στό ΙΔ΄ αἰ­ώ­να. Στόν ἑ­πό­με­νο ὄ­ρο­φο, κον­τά σ’ ἕ­να μα­κρό­στε­νο δι­ά­δρο­μο, εἶ­ναι κτι­σμέ­νο τό κα­θο­λι­κό τῆς μο­νῆς, ὁ να­ός τοῦ Ἁ­γί­ου Νι­κο­λά­ου, ἐ­νῶ στόν τε­λευ­ταῖ­ο ὄ­ρο­φο βρί­σκε­ται ἡ πα­λαι­ά τρά­πε­ζα τοῦ μο­να­στη­ριοῦ, δι­α­κο­σμη­μέ­νη καί μέ τοι­χο­γρα­φί­ες (Πα­να­γί­α βρε­φο­κρα­τοῦ­σα, πα­ρα­βο­λή τοῦ πλου­σί­ου καί τοῦ πτω­χοῦ Λα­ζά­ρου) ὄ­χι ἀ­ξι­ό­λο­γης τέ­χνης. Ἡ τρά­πε­ζα, ἀ­να­και­νι­σμέ­νη σή­με­ρα, χρη­σι­μεύ­ει ὡς ἐ­πί­ση­μος χῶ­ρος ὑ­πο­δο­χῆς. Στόν ἴ­διο, τόν τε­λευ­ταῖ­ο, ὄ­ρο­φο βρί­σκε­ται ἐ­πί­σης τό ὀ­στε­ο­φυ­λά­κιο τῆς μο­νῆς καί τό πρό­σφα­τα (1971) ἀ­να­και­νι­σμέ­νο πα­ρεκ­κλή­σι τοῦ Ἁ­γί­ου Ἰ­ω­άν­νου τοῦ Προ­δρό­μου.
Δέν εἶ­ναι ἐ­ξα­κρι­βω­μέ­νο ποῦ ὀ­φεί­λει τήν ἐ­πω­νυ­μί­ας της ἡ Μο­νή τοῦ Ἁ­γί­ου Νι­κο­λά­ου Ἀ­να­παυ­σᾶ. Πι­θα­νό­τα­τα σέ κά­ποι­ον πα­λαι­ό κτί­το­ρά της, πού θά πρέ­πει νά το­πο­θε­τη­θεῖ χρο­νι­κά στό ΙΔ΄ αἰ­ώ­να, μα­ζί μέ τίς ἀ­παρ­χές τῆς μο­να­στι­κῆς ζω­ῆς πά­νω στό βρά­χο αὐ­τό. Ἄλ­λοι συ­σχε­τί­ζουν ἐ­τυ­μο­λο­γι­κά τό ὄ­νο­μα μέ τό ρῆ­μα «ἀ­να­παύ­ο­μαι», ὁ­πό­τε Ἀ­να­παυ­σᾶς θά πρέ­πει νά ση­μαί­νει τόν τό­πο ἀ­νά­παυ­σης καί ἀ­να­ψυ­χῆς.
Γιά τήν πρώ­τη ὀρ­γά­νω­ση μο­να­στι­κῆς ζω­ῆς στό βρά­χο τοῦ Ἁ­γί­ου Νι­κο­λά­ου Ἀ­να­παυ­σᾶ θά πρέ­πει νά λη­φθοῦν ὑ­πό­ψη τά λί­γα ὑ­πο­λείμ­μα­τα τοι­χο­γρα­φι­ῶν τοῦ ΙΔ΄ αἰ­ώ­να στό μι­κρό πα­ρεκ­κλή­σι τοῦ Ἁ­γί­ου Ἀν­τω­νί­ου, κα­θώς καί ἡ προ­τρο­πή τοῦ ὁ­σί­ου Ἀ­θα­να­σί­ου τοῦ Με­τε­ω­ρί­τη πρός τούς συ­να­σκη­τές του τῆς Μο­νῆς τοῦ Με­γά­λου Με­τε­ώ­ρου νά ἐ­κλέ­γουν τόν ἑ­κά­στο­τε ἡ­γού­με­νό τους «καί με­τά γνώ­μης τοῦ ἡ­γου­μέ­νου τοῦ Ἁ­γί­ου Νι­κο­λά­ου». Ἐ­άν ἡ μνη­μο­νευ­ό­με­νη ἐ­δῶ Μο­νή τοῦ Ἁ­γί­ου Νι­κο­λά­ου ταυ­τί­ζε­ται πρός τήν ὁ­μώ­νυ­μη με­τε­ω­ρι­κή Μο­νή τοῦ Ἀ­να­παυ­σᾶ θά πρέ­πει νά ἀ­να­χθεῖ στίς πρῶ­τες δε­κα­ε­τί­ες τοῦ ΙΔ΄ αἰ­ώ­να.
Ἄς ση­μει­ω­θεῖ ἐ­δῶ ὅ­τι σέ ἐ­πί­ση­μο γράμ­μα τοῦ ἔ­τους 1392/93, πού φυ­λάσ­σε­ται στό ἀρ­χεῖ­ο τῆς Μο­νῆς τοῦ Με­γά­λου Με­τε­ώ­ρου, μνη­μο­νεύ­ε­ται «μο­νύ­δριο» τοῦ Ἁ­γί­ου Νι­κο­λά­ου, τό ὁ­ποῖ­ο πι­θα­νό­τα­τα ταυ­τί­ζε­ται μέ τήν ὁ­μώ­νυ­μη με­τε­ω­ρι­κή μο­νή, τήν ἐ­πι­λε­γό­με­νη τοῦ Ἀ­να­παυ­σᾶ.
Τό μο­να­στή­ρι ἀ­να­και­νί­ζε­ται ρι­ζι­κά κα­τά τήν πρώ­τη δε­κα­ε­τί­α τοῦ ΙΣΤ΄ αἰ­ώ­να καί ἀ­νε­γεί­ρε­ται ἀ­πό τά θε­μέ­λιά του τό ση­με­ρι­νό κα­θο­λι­κό (να­ός τοῦ Ἁ­γί­ου Νι­κο­λά­ου) ἀ­πό τό μη­τρο­πο­λί­τη Λα­ρί­σης ἅ­γιο Δι­ο­νύ­σιο τόν Ἐ­λε­ή­μο­να (+ 28 Μαρτ. 1510), πού ἐγ­κα­τα­βί­ω­σε καί πέ­ρα­σε ἐ­κεῖ εἰ­ρη­νι­κά τά τε­λευ­ταῖ­α του χρό­νια ὡς μο­να­χός, καί ἀ­πό τόν ἔ­ξαρ­χο Στα­γῶν ἱ­ε­ρο­μό­να­χο Νι­κά­νο­ρα (+ 1521/22). Ὁ ἱ­ε­ρο­μό­να­χος Νι­κά­νωρ ἀ­να­γρά­φε­ται, σέ κτη­το­ρι­κό ση­μεί­ω­μα, δω­ρη­τής στή Μο­νή τοῦ Ἁ­γί­ου Νι­κο­λά­ου Ἀ­να­παυ­σᾶ χει­ρό­γρα­φης Πα­ρα­κλη­τι­κῆς (ἄλ­λο­τε ὑ­π’ ἀ­ριθ. 42 κώδ. τοῦ Ἀ­να­παυ­σᾶ = ση­με­ρι­νός κώδ. 61 τῆς Μο­νῆς Ἁ­γί­ας Τριά­δος).
Τό κα­θο­λι­κό τῆς μο­νῆς ἀ­πο­τε­λεῖ­ται ἀ­πό ἕ­να μι­κρό μο­νό­χω­ρο να­ό, σχε­δόν τε­τρά­γω­νο, ἀ­κα­νό­νι­στο ὅ­μως καί πα­ρά­γω­νο ἐ­ξαι­τί­ας τῆς στε­νό­τη­τας τοῦ βρά­χου, μέ μι­κρό τροῦλ­λο στό κέν­τρο τῆς στέ­γης, σκο­τει­νό καί χω­ρίς πα­ρά­θυ­ρα, ἀ­φοῦ ἔ­πρε­πε νά κτι­σθεῖ ἐ­πά­νω καί ἄλ­λος ὄ­ρο­φος. Τοῦ κυ­ρί­ως να­οῦ προ­η­γεῖ­ται, ὅ­πως συ­νη­θί­ζε­ται, ἐ­σω­νάρ­θη­κας (λι­τή), ἀρ­κε­τά εὐ­ρύ­χω­ρος σέ σύγ­κρι­ση μέ τό στε­νό­χω­ρο κυ­ρί­ως να­ό.
Τόν Ὀ­κτώ­βριο τοῦ 1527 (ἔ­τος ἀ­πό κτί­σε­ως κό­σμου ΄ζλς΄ = 4036), σύμ­φω­να μέ τήν κτι­το­ρι­κή ἐ­πι­γρα­φή πά­νω ἀ­πό τήν εἴ­σο­δο τοῦ νάρ­θη­κα πρός τόν κυ­ρί­ως να­ό, τό κομ­ψό κα­θο­λι­κό τῆς μο­νῆς ἔ­χει ἁ­γι­ο­γρα­φη­θεῖ ἀ­πό τόν πε­ρί­φη­μο Κρη­τι­κό ζω­γρά­φο Θε­ο­φά­νη Στρε­λί­τζα, τόν ἐ­πι­λε­γό­με­νο Μπα­θᾶ:
+ ΑΝΙΓΕΡΘΗ ΕΚ ΒΑΘΡΩΝ Ο ΘΕΙΩΣ Κ(ΑΙ) ΠΑΝΣΕΠΤΩΣ ΝΑΩΣ ΤΟΥ ΕΝ ΑΓΙΗΣ ΠΑΤΡΟΣ ΕΙΜΩΝ/ ΝΙΚΟΛΑΟΥ ΠΑΡΑ ΤΟΥ ΠΑΝΙΕΡΟΤΑΤΟΥ ΜΙΤΡΟΠΩΛΙΤΟΥ ΛΑΡΙΣΗΣ ΚΗΡ ΔΙΟΝΙΣΙΟΥ Κ(ΑΙ) ΤΟΥ ΩΣΕΙΩΤ(Α)ΤΟΥ/ ΕΝ ΙΕΡΟΜΟΝΑΧΕ(Ι)Σ ΚΗΡ ΝΙΚΑΝΩΡΟΣ Κ(ΑΙ) ΕΞΑΡΧΟΥ ΣΤΑΓΩΝ Κ(ΑΙ) Τ(ΩΝ) ΕΥΡΙΣΚΟΜΕΝΩΝ ΑΔΕΛΦΩΝ˙ ΕΙΣΤΩ/ΡΙΘΗ ΔΕ Κ(ΑΙ) ΔΙΑ ΕΞΟΔΟΥ ΤΟΥ ΕΥΤΕΛΟΥΣ [Κ]ΥΠΡΙΑΝΟΥ ΙΕΡΟΔΙΑΚΩΝΟΥ / ΕΤΟΥΣ) ...... ΜΗΝΙ ΟΚΤΩΒΡΙΟΥ ΙΒ˙ ΕΝ ΙΝ(ΔΙΚΤΙΩΝΙ) Α­η /ΧΕΙΡ ΘΕΟΦΑΝΗ Μ(ΟΝΑ)Χ(ΟΥ) ΤΟΥ ΕΝ ΤΗ /ΚΡΙΤΗ˙ ΣΤΡΕΛΗΤΖΑΣ.
Ὁ Θε­ο­φά­νης Στρε­λί­τζας-Μπα­θᾶς κα­τά­γε­ται ἀ­πό οἰ­κο­γέ­νεια καλ­λι­τε­χνῶν, ἡ ὁ­ποί­α ἀ­πό τήν τουρ­κο­κρα­τού­με­νη Πε­λο­πόν­νη­σο, πι­θα­νό­τα­τα ἀ­πό τήν πα­λιά βυ­ζαν­τι­νή πό­λη Μου­χλί, με­τα­νά­στευ­σε, κα­τά τίς τε­λευ­ταῖ­ες δε­κα­ε­τί­ες τοῦ ΙΕ΄ αἰ., καί ἐγ­κα­τα­στά­θη­κε στή βε­νε­το­κρα­τού­με­νη Κρή­τη. Ὁ ζω­γρά­φος Θε­ο­φά­νης γεν­νή­θη­κε τήν τε­λευ­ταί­α δε­κα­πεν­τα­ε­τί­α τοῦ ΙΕ΄ αἰ. στο Ἡ­ρά­κλει­ο, ὅ­που ἀ­κο­λού­θη­σε τό οἰ­κο­γε­νεια­κό καλ­λι­τε­χνι­κό ἐ­πάγ­γελ­μα. Παν­τρεύ­τη­κε καί ἀ­πέ­κτη­σε δύ­ο γιούς, τόν Συ­με­ών καί τόν Νε­ό­φυ­το, ζω­γρά­φους κι αὐ­τούς. Πρίν ἀ­πό τό 1527 (προ­η­γή­θη­κε πι­θα­νό­τα­τα ὁ θά­να­τος τῆς συ­ζύ­γου του) ἔ­γι­νε μο­να­χός. Πέ­θα­νε στή γε­νέ­θλια πό­λη του, στό Ἡ­ρά­κλει­ο, στίς 24 Φε­βρ. τοῦ 1559. Μο­να­χοί ἐ­πί­σης ἔ­γι­ναν καί οἱ δύ­ο γιοί του. Ἀ­π’ αὐ­τούς ὁ Συ­με­ών συ­νερ­γά­στη­κε μέ τόν πα­τέ­ρα του στήν τοι­χο­γρά­φη­ση τοῦ κα­θο­λι­κοῦ τῆς Μο­νῆς Σταυ­ρο­νι­κή­τα τοῦ Ἁ­γί­ου Ὄ­ρους κα­τά τό τέ­λος τοῦ 1545 καί ὥς τά μέ­σα τοῦ 1546. Ὁ Νε­ό­φυ­τος ἐρ­γά­στη­κε ἀρ­γό­τε­ρα, τό 1573, στίς τοι­χο­γρα­φί­ες τοῦ να­οῦ τῆς Κοι­μή­σε­ως τῆς Θε­ο­τό­κου τῆς Κα­λαμ­πά­κας.
Ἡ τοι­χο­γρά­φη­ση τοῦ κα­θο­λι­κοῦ τῆς μο­νῆς τοῦ Ἁ­γί­ου Νι­κο­λά­ου Ἀ­να­παυ­σᾶ ἀ­πο­τε­λεῖ τό πα­λαι­ό­τε­ρο ἐ­πώ­νυ­μο ἔρ­γο τοῦ με­γά­λου καλ­λι­τέ­χνη καί ἀρ­χη­γέ­τη τῆς Κρη­τι­κῆς Σχο­λῆς Θε­ο­φά­νη, τοῦ «ἀ­ρί­στου ἁ­γι­ο­γρά­φου», ὅ­πως τόν χα­ρα­κτη­ρί­ζει ὁ γιός του μο­να­χός Νε­ό­φυ­τος στήν ἐ­πι­γρα­φή τοῦ να­οῦ τῆς Πα­να­γί­ας τῆς Κα­λαμ­πά­κας.
Στό νάρ­θη­κα εἰ­κο­νί­ζε­ται με­γά­λη σει­ρά ἀ­πό ὁ­λό­σω­μους ὁ­σί­ους, ἀ­σκη­τές καί ἁ­γί­ους, ὅ­πως ὁ ἅ­γιος Ἰ­ω­άν­νης τῆς Κλί­μα­κος, ὁ ἅ­γιος Πα­χώ­μιος πού συ­νο­μι­λεῖ μέ ἄγ­γε­λο Κυ­ρί­ου, ἅ­γιος Ἀν­τώ­νιος, ἅ­γιος Σάβ­βας, ὅ­σιος Εὐ­θύ­μιος, ὅ­σιος Θε­ο­δό­σιος, ὅ­σις Θε­ο­φά­νης ὁ Γρα­πτός κ.ἄ. Κά­τω χα­μη­λά, ἀ­νά­με­σα στήν ἔν­θρο­νη καί βρε­φο­κρα­τοῦ­σα Πα­να­γί­α καί στόν ὅ­σιο Ἀ­θα­νά­σιο τόν Με­τε­ω­ρί­τη, εἰ­κο­νί­ζον­ται ὁ­λό­σω­μοι, μέ τή μο­να­χι­κή τους πε­ρι­βο­λή, οἱ κτί­το­ρες τῆς μο­νῆς, ἀ­ρι­στε­ρά ὁ μη­τρο­πο­λί­της Λα­ρί­σης ἅ­γιος Δι­ο­νύ­σιος ὁ Ἐ­λε­ή­μων καί δε­ξιά ὁ ἔ­ξαρ­χος Στα­γῶν ἱ­ε­ρο­δι­ά­κο­νος Νι­κά­νωρ. Στήν ἐ­πά­νω ζώ­νη με­γά­λη ἔ­κτα­ση κα­τα­λαμ­βά­νουν τά θαύ­μα­τα τοῦ Χρι­στοῦ (θε­ρα­πεί­α τοῦ ὑ­δρω­πι­κοῦ, τῶν δαι­μο­νι­ζο­μέ­νων, τοῦ ἐκ γε­νε­τῆς τυ­φλοῦ, τοῦ πα­ρα­λύ­του˙ πει­ρα­σμός τοῦ Χρι­στοῦ στήν ἔ­ρη­μο, ὁ γά­μος στήν Κα­νά κ.ἄ.). Κυ­ρί­αρ­χη θέ­ση κα­τέ­χουν οἱ ἐ­πι­βλη­τι­κές καί πο­λυ­πρό­σω­πες συν­θέ­σεις τῆς Δευ­τέ­ρας Πα­ρου­σί­ας, τῆς Κοι­μή­σε­ως τοῦ ἁ­γί­ου Ἐ­φραίμ τοῦ Σύ­ρου καί τῆς Κοι­μή­σε­ως τοῦ ἁ­γί­ου Νι­κο­λά­ου. Ἐν­τυ­πω­σια­κή εἶ­ναι καί ἡ πα­ρά­στα­ση τοῦ Ἀ­δάμ στόν πα­ρά­δει­σο, ὅ­που ὀ­νο­μα­το­θε­τεῖ τά δι­ά­φο­ρα ζῶ­α καί πτη­νά: «Καί ἐ­κά­λε­σεν Ἀ­δάμ ὀ­νό­μα­τα πᾶ­σι τοῖς κτή­νε­σι καί πᾶ­σι τοῖς πε­τει­νοῖς τοῦ οὐ­ρα­νοῦ καί πᾶ­σι τοῖς θη­ρί­οις τοῦ ἀ­γροῦ» (Γέν. 2, 20).
Στόν κυ­ρί­ως να­ό, στήν κο­ρυ­φή τοῦ τρούλ­λου, δε­σπό­ζει ἡ γε­μά­τη γλυ­κύ­τη­τα καί συμ­πό­νοι­α μορ­φή τοῦ Παν­το­κρά­το­ρα, πού εἰ­κο­νί­ζε­ται ἐ­δῶ ὡς «Ἰ­η­σοῦς Χρι­στός ὁ Ἐ­λε­ή­μων». Στήν πρώ­τη ζώ­νη πού ἀ­κο­λου­θεῖ με­τά τόν Παν­το­κρά­το­ρα εἰ­κο­νί­ζε­ται ἡ Λει­τουρ­γί­α τῶν Ἀγ­γέ­λων καί στήν ἄλ­λη ζώ­νη οἱ δέ­κα προ­φῆ­τες, μέ ἔν­το­νη κι­νη­τι­κό­τη­τα καί μέ εἰ­λη­τά­ρια στά χέ­ρια τους, ὅ­που ἀ­να­γρά­φον­ται ρη­τά σχε­τι­κά μέ τόν Χρι­στό. Στα σφαι­ρι­κά τρί­γω­να εἰ­κο­νί­ζον­ται, ὅ­πως συ­νη­θί­ζε­ται, οἱ τέσ­σε­ρις εὐ­αγ­γε­λι­στές. Στούς τοί­χους χα­μη­λά, στήν κά­τω ζώ­νη, εἰ­κο­νο­γρα­φοῦν­ται ὁ­λό­σω­μοι στρα­τι­ω­τι­κοί καί ἄλ­λοι ἅ­γιοι (Εὐ­στά­θιος, Ἀρ­τέ­μιος, Νι­κό­λα­ος ὁ Νέ­ος, Γε­ώρ­γιος, Δη­μή­τριος, Νέ­στωρ, Θε­ό­δω­ρος ὁ Τή­ρων, Θε­ό­δω­ρος ὁ Στρα­τη­λά­της, Κων­σταν­τί­νος καί Ἑ­λέ­νη, Ἀρ­χάγ­γε­λοι Μι­χα­ήλ καί Γα­βρι­ήλ, ἅ­γιος Νι­κό­λα­ος ὁ ἐν Μύ­ροις κ.ἄ.). Πιό πά­νω, τέ­λος, εἰ­κο­νί­ζον­ται ἅ­γιοι σέ στη­θά­ρια καί σκη­νές ἀ­πό τό Δω­δε­κά­ορ­το καί τά πά­θη τοῦ Χρι­στοῦ (Εὐ­αγ­γε­λι­σμός τῆς Θε­ο­τό­κου, Κοί­μη­ση τῆς Θε­ο­τό­κου, Γέν­νη­ση τοῦ Χρι­στοῦ, Βά­πτι­ση, Ὑ­πα­παν­τή, Βα­ϊ­ο­φό­ρος, Νι­πτήρ, Μυ­στι­κός Δεῖ­πνος, Ἄρ­νη­ση τοῦ Πέ­τρου, Προ­δο­σί­α, Μα­στί­γω­ση, Ἐμ­παιγ­μός, Σταύ­ρω­ση, Ἀ­νά­στα­ση κ.ἄ.). Πο­λύ ὡ­ραί­α εἶ­ναι ἡ τοι­χο­γρα­φί­α στήν πρό­θε­ση τοῦ ἱ­ε­ροῦ, ὅ­που εἰ­κο­νί­ζε­ται ὁ Χρι­στός ὡς ἡ Ἄ­κρα Τα­πεί­νω­σις.
Ἀ­ναμ­φι­σβή­τη­τα, ἡ τοι­χο­γρα­φί­α τοῦ κα­θο­λι­κοῦ τῆς μι­κρῆς αὐ­τῆς με­τε­ω­ρι­κῆς μο­νῆς φέ­ρει τήν προ­σω­πι­κή σφρα­γί­δα μέ ὅ­λα τά ἰ­δι­αί­τε­ρα χα­ρα­κτη­ρι­στι­κά τῆς ἀ­νε­πα­νά­λη­πτης τέ­χνης τοῦ με­γά­λου Κρη­τι­κοῦ ζω­γρά­φου, εὐ­γέ­νεια, ζων­τά­νια, δρο­σε­ρό­τη­τα, πλα­στι­κό­τη­τα, μα­λα­κούς καί φω­τει­νούς τό­νους καί γε­νι­κά ὑ­ψη­λή ποι­ό­τη­τα καί τε­λει­ό­τη­τα στό σχε­δια­σμό καί στή χρω­μα­τι­κή ἀ­πό­δο­ση τῶν μορ­φῶν, γνω­ρί­σμα­τα πού τε­λι­κά ἀ­πο­κρυ­σταλ­λώ­θη­καν, τυ­πο­ποι­η­μέ­να ὅ­μως, στά με­γά­λα τοι­χο­γρα­φι­κά σύ­νο­λα τῆς ὡ­ρι­μό­τη­τάς του στίς ἁ­γι­ο­ρει­τι­κές μο­νές Με­γί­στης Λαύ­ρας (κα­θο­λι­κοῦ, 1535˙ πι­θα­νό­τα­τα καί τρά­πε­ζας, 1535/1541) καί Σταυ­ρο­νι­κή­τα 1545/1546).
Σχε­τι­κά μέ τήν αἰ­σθη­τι­κή ἀ­πο­τί­μη­ση καί τή γε­νι­κό­τε­ρη ση­μα­σί­α τῶν τοι­χο­γρα­φι­ῶν τῆς Μο­νῆς τοῦ Ἁ­γί­ου Νι­κο­λά­ου Ἀ­να­παυ­σᾶ ὁ Ἀ. Ξυγ­γό­που­λος ση­μει­ώ­νει: «Αἱ τοι­χο­γρα­φί­αι τοῦ Ἁ­γί­ου Νι­κο­λά­ου Ἀ­να­παυ­σᾶ τῶν Με­τε­ώ­ρων εἶ­ναι ἀ­ναμ­φι­βό­λως ἕν ἐκ τῶν πρώ­των ἔρ­γων τοῦ Θε­ο­φά­νους… οὗ­τος δέν εἶ­χεν ἀ­κό­μη ἀ­πο­κρυ­σταλ­λώ­σει τήν τε­χνι­κήν καί τήν τε­χνο­τρο­πί­αν του. Εὑ­ρί­σκε­ται ἀ­κό­μη ὑ­πό τήν ἐ­πί­δρα­σιν τῆς Μα­κε­δο­νι­κῆς Σχο­λῆς, χω­ρίς νά ἔ­χῃ ἀ­παλ­λα­γῆ ἀ­πό τήν τε­χνι­κήν τῆς φο­ρη­τῆς εἰ­κό­νος. Κα­τά τήν διά­ρκειαν ὅ­μως τῆς ἐρ­γα­σί­ας του αὐ­τῆς εἰς τόν να­όν τῶν Με­τε­ώ­ρων ἐ­πέρ­χε­ται ρα­γδαί­α ἡ ἐ­ξέ­λι­ξις τῆς τε­χνι­κῆς καί τῆς τε­χνο­τρο­πί­ας του. Αἱ ὀ­λί­γαι σκη­ναί ἐκ τῶν Πα­θῶν μέ τήν τε­χνι­κήν τῆς εἰ­κό­νος εἶ­ναι ἡ ἀρ­χή ἴ­σως τῆς δι­α­κο­σμή­σε­ως. Τήν τε­χνι­κήν αὐ­τήν πο­λύ τα­χέ­ως, φαί­νε­ται, τήν ἐγ­κα­τα­λεί­πει, διά νά ἀ­φο­σι­ω­θῇ εἰς τήν νέ­αν μέ τούς φω­τει­νούς τό­νους καί τάς ἁ­πα­λάς ἀν­τι­θέ­σεις, τήν τε­χνι­κήν δη­λα­δή τοῦ με­γα­λυ­τέ­ρου μέ­ρους τῆς δι­α­κο­σμή­σε­ως τοῦ Ἁ­γί­ου Νι­κο­λά­ου, καί μέ τήν ὁ­ποί­αν ἐ­ζω­γρά­φη­σεν ὀ­λί­γον ἀρ­γό­τε­ρον τό κα­θο­λι­κόν τῆς Λαύ­ρας. Ἡ ἀ­νο­μοι­γέ­νεια τῆς τε­χνι­κῆς καί ἡ ἀ­βε­βαι­ό­της τῆς τε­χνο­τρο­πί­ας, αἱ πα­ρα­τη­ρού­με­ναι εἰς τήν δι­α­κό­σμη­σιν τοῦ Ἁ­γί­ου Νι­κο­λά­ου τῶν Με­τε­ώ­ρων, δει­κνύ­ουν ἀ­σφα­λῶς ὅ­τι διά πρώ­την ἴ­σως φο­ράν ἐ­πε­χεί­ρη­σεν ἐ­κεῖ ὁ Θε­ο­φά­νης ἔρ­γον με­γά­λης ὁ­πωσ­δή­πο­τε κλί­μα­κος. Ἀ­πό τῆς ἀ­πό­ψε­ως αὐ­τῆς αἱ τοι­χο­γρα­φί­αι τοῦ να­οῦ τού­του ἔ­χουν ἐ­ξαι­ρε­τι­κήν ση­μα­σί­αν. Εἰς αὐ­τάς εὑ­ρί­σκον­ται τά σπέρ­μα­τα τῆς με­γά­λης τέ­χνης τοῦ Θε­ο­φά­νους, ὅ­πως αὕ­τη ἀ­νε­πτύ­χθη εἰς τά ἑ­πό­με­να ἔρ­γα του».
Ἡ Μο­νή τοῦ Ἁ­γί­ου Νι­κο­λά­ου Ἀ­να­παυ­σᾶ, ἀ­πό τήν πρώ­τη δε­κα­ε­τί­α τοῦ αἰ­ώ­να μας, ἐγ­κα­τα­λεί­φθη­κε καί ἄρ­χι­σε νά ἐ­ρη­μώ­νε­ται καί νά ἐ­ρει­πώ­νε­ται. Ἦ­ταν ἤ­δη κλει­στή, χω­ρίς μο­να­χούς, ἀ­πό τό Δε­κέμ­βριο τοῦ 1909 πού τήν εἶ­χε ἐ­πι­σκε­φθεῖ ὁ Ν. Βέ­ης γιά τήν κα­τα­γρα­φή τῶν χει­ρο­γρά­φων της. Ὑ­πῆρ­χαν τό­τε ἐ­κεῖ 50 πε­ρί­που κώ­δι­κες, τούς ὁ­ποί­ου ὁ Βέ­ης, γιά με­γα­λύ­τε­ρη ἀ­σφά­λεια, με­τέ­φε­ρε στή Μο­νή τῆς Ἁ­γί­ας Τριά­δος, ὅ­που καί ἀ­νή­κουν σή­με­ρα, ἐν­ταγ­μέ­νοι σέ ἑ­νια­ία συλ­λο­γή μα­ζί μέ ἐ­κεί­νους τῆς Ἁ­γί­ας Τριά­δος καί τῆς Μ. Ρου­σά­νου.
Στή δε­κα­ε­τί­α τοῦ 1960 ἡ Μο­νή τοῦ Ἁ­γί­ου Νι­κο­λά­ου τοῦ Ἀ­να­παυ­σᾶ ἀ­να­και­νί­στη­κε καί ἀ­να­στη­λώ­θη­κε ἀ­πό τήν ἁρ­μό­δια Ἀρ­χαι­ο­λο­γι­κή Ὑ­πη­ρε­σί­α τῆς πε­ρι­ο­χῆς. Ταυ­τό­χρο­να ἔ­γι­νε καί συ­στη­μα­τι­κή καί προ­σε­χτι­κή συν­τή­ρη­ση τῶν τοι­χο­γρα­φι­ῶν, οἱ ὁ­ποῖ­ες, με­τά τόν κα­θα­ρι­σμό τους, ἀ­πέ­κτη­σαν τήν πα­λιά τους ὀ­μορ­φιά καί λάμ­ψη.

Ι. Μ. ΡΟΥΣΑΝΟΥ


Η

 Μονή Ρουσάνου βρίσκεται ἀνάμεσα στίς μονές Ἁγίου Νικολάου Ἀναπαυσᾶ καί Βαρλαάμ, στό δρόμο ἀπό τό χωριό Καστράκι πρός τά Μετεώρα. Εἶναι κτισμένη πάνω σέ ἐντυπωσιακό κατακόρυφο στύλο καί τό κτιριακό της συγκρότημα καλύπτει ὁλόκληρο τό πλάτωμα τῆς κορυφῆς τοῦ ἀπότομου βράχου, τοῦ ὁποίου φαίνεται σάν ἀπόληξη φυσική. Ὁ προσκυνητής καί ἐπισκέπτης, ἀπό ’κεῖ ψηλά, ἀπολαμβάνει ὅλη τή μεγαλοπρέπεια καί μαγεία τοῦ ἀνεπανάλητου μετεωρίτικου τοπίου καί ὁ πιστός χριστιανός νιώθει, πρός στιγμήν, μεταρσιωμένος καί ἀνεβασμένος στά οὐράνια, ὅπου βρίσκονται καί ἀγάλλονται οἱ ψυχές τῶν ὁσίων ἀναχωρητῶν καί ἐρημιτῶν, οἱ ὁποῖοι μέ τήν ἀσκητική βιοτή καί τίς πράξεις τους καθαγίασαν τούς εὐλογημένους αὐτούς βράχους. Στ’ ἀνατολικά ἀντικρύζει κανείς τή Μονή τῆς Ἁγίας Τριάδος καί τοῦ Ἁγίου Στεφάνου λίγο πιό μακριά, δυτικά τή Μονή Βαρλαάμ καί τοῦ Μεγάλου Μετεώρου πιό πέρα. Ὁλόγυρα ἁπλώνεται τό πέτρινο δάσος τῶν ἀμέτρητων καί γιγάντιων βράχων καί στό βάθος οἱ ὀρεινοί ὄγκοι τοῦ Κόζιακα καί τῆς Πίνδου.

Ἡ ἀνάβαση στή μονή, πού παλιότερα γινόταν μέ ἀνεμόσκαλα, σήμερα γίνεται ἄνετα μέ σκαλοπάτια ἀπό τσιμέντο καί δύο μικρές στερεές γέφυρες, πού κατασκευάστηκαν τό 1930 μέ δωρεά τῆς καστρακινῆς Δάφνως Γ. Μπούκα, ἐπί Μητροπλίτη Τρίκκης καί Σταγῶν Πολυκάρπου [Θωμᾶ]. Ἤδη ἀπό τό 1868, γιά τήν εὐκολότερη καί ἀσφαλέστερη ἀνάβαση στή μονή, ἐπί ἡγουμένου Γεδεών, εἶχε κατασκευαστεῖ ξύλινη γέφυρα, πού ἀντικατέστησε τίς ἐπικίνδυνες ἀνεμόσκαλες.

Ἡ Μονή Ρουσάνου, μετά τήν πρόσφατη, κατά τή δεκαετία τοῦ 1980, ριζική ἀνακαίνιση καί ἀναστήλωσή της ἀπό τήν ἁρμόδια Ἀρχαιολογική Ὑπηρεσία τῆς περιοχῆς (7η Ἐφορεία Βυζαντινῶν Ἀρχαιοτήτων), λειτουργεῖ ὡς γυναικεῖο μοναστήρι, ὑπό τήν πνευματική προστασία καί μέ τίς πατρικές φροντίδες τοῦ Σεβασμιωτάτου Μητροπολίτη Τρίκκης καί Σταγῶν Κυρίου Ἀλεξίου [Μιχαλοπούλου]. Ἀπό τίς ἀρχές τοῦ αἰώνα μας ἡ μονή εἶχε ἀρχίσει νά ἐγκαταλείπεται καί νά ἐρημώνεται. Ἐπί 20 σχεδόν χρόνια, καί μέχρι τό 1971 πού πέθανε, ζοῦσε ἐκεῖ μόνη της ἡ εὐλαβική γερόντισσα ἀπό τό Καστράκι Εὐσεβία.

Ἡ αἰτία τῆς ἐπωνυμίας τῆς Μονῆς Ρουσάνου δέν εἶναι ἐξακριβωμένη. Διάφορες ἑρμηνεῖες ἔχουν προταθεῖ, οἱ περισσότερες ἀπό τίς ὁποῖες δέν ἀνταποκρίνονται στά πράγματα. Πιθανότατα, ἡ ἐπωνυμία αὐτή ὀφείλεται στόν πρῶτο οἰκιστή τοῦ βράχου ἤ στόν κτίτορα τοῦ παλαιοῦ ἀρχικοῦ ναοῦ (ΙΔ΄/ΙΕ΄ αἰ.). Ἡ Μονή Ρουσάνου ἀναφέρεται μέ τό ὄνομα αὐτό σέ ἐπίσημα ἔγγραφα καί κείμενα ἀπό τήν Τρίτη δεκαετία τοῦ ΙΣΤ΄ αἰώνα, πράγμα πού σημαίνει ὅτι καί παλαιότερα ὁ βράχος ἦταν γνωστός μέ τήν ὀνομασία αὐτή.

Ὁ ἱερομόναχος Πολύκαρπος Ραμμίδης, πρώην ἡγούμενος τῆς Μονῆς τοῦ Μεγάλου Μετεώρου, στήν ἱστορία του γιά τά Μετέωρα (1882) γράφει ὅτι ὁ βράχος τοῦ Ρουσάνου κατοικήθηκε γιά πρώτη φορά τό 1388 ἀπό κάποιον Ἱερομόναχο Νικόδημο, συνοδευόμενο ἀπό τό συνασκητή του Βενέδικτο. Οἱ πληροφορίες ὅμως αὐτές δέν στηρίζονται σέ καμιά ἱστορική μαρτυρία καί πηγή, καί γι’ αὐτό δέν μποροῦν νά ληφθοῦν ὑπόψη.

Τή σημερινή οἰκοδομική του μορφή πῆρε τό μοναστήρι κατά τήν Τρίτη δεκαετία τοῦ ΙΣΤ΄ αἰώνα. Ἡ μονή ἀποτελεῖται ἀπό ἕνα τριώροφο συγκρότημα, μέ τό καθολικό καί κελλιά στό ἰσόγειο καί μέ δωμάτια ὑποδοχῆς, τό ἀρχονταρίκι καί ἄλλα κελλιά καί βοηθητικούς χώρους στούς ὀρόφους.

Ἐπίσημο καί μοναδικό ντοκουμέντο γιά τήν ἀνοικοδόμηση καί τή γενικότερη ἱστορία τῆς Μονῆς Ρουσάνου εἶναι ἡ διαθήκη τῶν κτιτόρων της, τῶν αὐταδέλφων ἱερομονάχων ἀπό τά Γιάννενα Ἰωάσαφ καί Μαξίμου. Πρόκειται γιά τό ὑπ’ ἀριθ. 1465 εἰλητό τῆς Ἐθνικῆς Βιβλιοθήκης Ἀθηνῶν, γραμμένο σέ περγαμηνή (διαστ. 0,47 x 0,40 μ.), τό ὁποῖο κατά τό ἔτος 1882, μαζί μέ ἄλλα μετεωρικά χειρόγραφα, εὐτυχῶς ὄχι πολλά, κατ’ ἐντολήν τῆς τότε Κυβερνήσεως, ἀφαιρέθηκε ἀπό τό μοναστήρι καί μεταφέρθηκε στήν Ἀθήνα.

Τό κείμενο παρουσιάζει πρός τό τέλος μικρά χάσματα λόγῳ φθορᾶς τῆς περγαμηνῆς. Γι’ αὐτό εἶναι ἐλλιπής ἡ χρονολογία, ἡ ὁποία ὅμως συμπληρώνεται μέ βεβαιότητα ἀπό ἄλλα ἐσωτερικά στοιχεῖα τοῦ κειμένου. Ἔτσι, συνδυάζοντας κανείς τήν ἀναγραφόμενη γ΄ ἰνδικτιώνα μέ τόν μνημονευόμενο ὡς μακαρίτη πιά, ὅταν γραφόταν ἡ διαθήκη, μητροπολίτη Λαρίσης Βησσαρίωνα, ἀφοῦ αὐτός ἀναφέρεται ὡς «ἀρχιερατεύων τότε», συμπληρώνει τή χρονολογία καί καταλήγει μέ ἀσφάλεια στό ἔτος 1545 (ζνγ΄ = 7053 ἀπό κτίσεως κόσμου). Ὁ ἀναφερόμενος ἐδῶ Βησσαρίων, μητροπολίτης Λαρίσης καί ἐπίτροπος τῆς ἐπισκοπῆς Σταγῶν, ἡ ὁποία ἐχήρευε τότε, ταυτίζεται ἀναμφίβολα μέ τόν Βησσαρίωνα Β΄, τό γνωστό ἅγιο ἱεράρχη καί κτίτορα τῆς Μονῆς Δουσίκου, πού ἐκλέχτηκε μητροπολίτης Λαρίσης τό Μάρτιο τοῦ 1527 καί πέθανε στίς 13 Σεπτεμβρίου 1540.

Μετά τό ἔτος 1540, πού πέθανε ὁ Λαρίσης Βησσαρίων Β΄, γ΄ ἰνδικτιών ἀντιστοιχεῖ στό ἔτος 1545 καθώς καί στό 1560 (δέν ὑπολογίζομε τά παρακάτω ἔτη, 1575 κἑξ.). Ἐπειδή, σύμφωνα μέ τή σχετική ἐπιγραφή, τό Νοέμβριο τοῦ 1560, πού τέλειωσε ἡ τοιχογράφηση τοῦ καθολικοῦ τῆς μονῆς, ἡγούμενος ἦταν ὁ ἱερομόναχος Ἀρσένιος, πρέπει νά δεχτοῦμε ὅτι τό ἔτος αὐτό δέν ζοῦσαν οἱ κτίτορες τοῦ μοναστηριοῦ Ἰωάσαφ καί Μάξιμος. Ἑπομένως μόνο τό ἔτος 1545 ἀπομένει ὡς ἡ ἀναμφισβήτητη χρονολογία κατά τήν ὁποία συντάχτηκε ἡ διαθήκη τους.

Ὡς ὑπόδειγμα γιά τό κείμενο τῆς διαθήκης τους ἔλαβαν τήν ἀνάλογη διαθήκη (τοῦ ἔτους 1541/42) τῶν κτιτόρων τῆς Μονῆς Βαρλαάμ, Νεκταρίου καί Θεοφάνη τῶν Ἀψαράδων, τήν ὁποία ἀντέγραψαν σχεδόν αὐτούσια, ἀφοῦ βέβαια τήν προσάρμοσαν, ὅπου χρειαζόταν, στά δεδομένα καί στήν οἰκοδομική ἱστορία τῆς Μονῆς Ρουσάνου.

Πότε πέθανε ὁ καθένας ἀπό τούς δύο ἀδελφούς ἱερομονάχους, μετά τή σύνταξη τῆς διαθήκης τους (1545) καί πρίν ἀπό τό ἔτος 1560, δέν εἶναι γνωστό.

Ἔτσι λοιπόν οἱ Γιαννιῶτες ἀδελφοί ἱερομόναχοι Ἰωάσαφ καί Μάξιμος, μιμούμενοι τό παράδειγμα τῶν συμπατριωτῶν τους ἱερομονάχων Νεκταρίου καί Θεοφάνη τῶν Ἀψαράδων, οἱ ὁποῖοι ἀπό τό 1510/11 εἶχαν ἤδη ἐγκατασταθεῖ στή λιθόπολη τῶν Σταγῶν, ζήτησαν καί ἔλαβαν τήν ἄδεια ἀπό τόν τοποτηρητή τῆς ἐπισκοπῆς Σταγῶν μητροπολίτη Λαρίσης Βησσαρίωνα Β΄ καί ἀπό τόν ἡγούμενο τῆς Μονῆς τοῦ Μεγάλου Μετεώρου νά ἐγκατασταθοῦν καί νά μονάσουν σέ κάποιο ἀπό τούς βράχους τῶν Μετεώρων. Τούς παραχωρήθηκε τότε ὁ λίθος τοῦ Ρουσάνου. Αὐτό συνέβη μετά τό Μάρτιο τοῦ 1527 καί πρίν ἀπό τόν Αὔγουστο τοῦ 1529, διότι μόνο κατά τό μικρό αὐτό χρονικό διάστημα ὁ Βησσαρίων Β΄ Λαρίσης ἀσκοῦσε παράλληλα καί τά καθήκοντα τοῦ τοποτηρητῆ τῆς ἐπισκοπῆς Σταγῶν. Ὁ καθορισμός τοῦ χρόνου ἀνόδου στό βράχο τοῦ Ρουσάνου τῶν ἱερομονάχων Ἰωάσαφ καί Μαξίμου ἔχει ἰδιαίτερη σημασία, γιατί συνδέεται ἄμεσα μέ τήν ἱστορία καί τή χρονολόγηση τοῦ καθολικοῦ καί τῶν ἄλλων κτισμάτων τῆς Μονῆς.

Σύμφωνα μέ τά ἀναγραφόμενα στό κείμενο τῆς διαθήκης τους, μόλις ἐγκαταστάθηκαν στό στύλο τοῦ Ρουσάνου, οἱ δύο ἀδελφοί ἱερομόναχοι ἀνέπτυξαν ἐκεῖ ἰδιαίτερη οἰκοδομική δραστηριότητα. Ἀνέκτισαν ἀπό τά θεμέλιά του τό ἐρειπωμένο καί ἀφανισμένο ἀπό τή φθορά τοῦ χρόνου καί τήν ἐγκατάλειψη παλαιό καθολικό τῆς μονῆς (πιθανότατα τοῦ ΙΔ΄/ΙΕ΄ αἰ.), τό ναό τῆς Μεταμορφώσεως τοῦ Σωτῆρος, καί τοῦ ἔδωσαν τή μορφή πού ἔχει σήμερα. Οἰκοδόμησαν κελλιά γιά τούς μοναχούς καθώς καί ἄλλους βοηθητικούς χώρους, ἐφοδίασαν τό μοναστήρι τους μέ ἱερά σκεύη, ἄμφια, χειρόγραφα βιβλία καί ἄλλα ἐκκλησιαστικά κειμήλια, τοῦ ἐξασφάλισαν κτηματική περιουσία. Ὀργάνωσαν τή μονή σέ αὐστηρό κοινόβιο, τίς τυπικές διατάξεις τοῦ ὁποίου περιέλαβαν στή διαθήκη τους, καθόρισαν τέλος τίς σχέσεις καί ὑποχρεώσεις τῆς μονῆς καί τῶν μοναχῶν πρός τόν ἑκάστοτε ἐπίσκοπο Σταγῶν καί πρός τόν ἡγούμενο τῆς Μονῆς τοῦ Μεγάλου Μετεώρου, ὁ ὁποῖος θά εἶχε μόνο πνευματική δικαιοδοσία καί ἐποπτεία στή μονή. Ὅλοι οἱ ρουσανίτες μοναχοί ἦσαν ὑποχρεωμένοι, σύμφωνα μέ τίς διατάξεις τῆς διαθήκης, νά τηροῦν ἀπαρέγκλιτα τούς ὅρους τῆς ἱσοπολιτείας, τῆς κοινοκτημοσύνης καί τῆς ἀκτημοσύνης. Ἀκόμη καί συγγενεῖς τῶν κτιτόρων, ἐάν κατέφευγαν νά μονάσουν ἐκεῖ, δέν θά εἶχαν καμία ἀπολύτως ἰδιαίτερη καί προνομιακή μεταχείριση.

Παραθέτομε αὐτούσια χαρακτηριστικά ἀποσπάσματα ἀπό τό ἐνδιαφέρον κείμενο τῆς διαθήκης τῶν κτιτόρων τῆς Μονῆς Ρουσάνου:

«Ὅθεν τῇ τε τοῦ τόπου ἐρημικώδει ζωῇ καί τῇ τῶν ἐνασκουμένων κἀν τούτῳ ἐναρέτων καί θείων ἀνδρῶν θελχθέντες ἀγγελικῇ πολιτείᾳ, μένειν ἐντός τῆς σκήτεως αὐτῆς ᾠήθημεν, ἰδιαζόντως λίθον τε λαβεῖν κἀν τούτῳ σεβάσμιον οἰκοδομῆσαι ναόν καί κέλλας καί τά λοιπά τά μοναχοῖς ἁρμόδια. Τοῦ δέ κατά καιρόν θεοφιλεστάτου ἐπισκόπου Σταγῶν πρό χρόνων πολλῶν τό κοινόν λειτουργήσαντος χρέος καί τῆς ἐπισκοπῆς αὐτῆς ὑστερημένης οὔσης πνευματικοῦ ποιμένος καί προστάτου, ὁ τῆς Λαρισαίων ἀρχιερατεύων τότε ἁγιωτάτης μητροπόλεως, ὁ πανιερώτατος μητροπολίτης κύρ Βησσαρίων, ταύτην δεσποτικῶς ἐκυβέρνει τε καί διίθυνε. Ἔνθεν τοι καί γνώμῃ αὐτοῦ, ἐκδόσει τε καί βουλῇ καί τοῦ τότε ὁσιωτάτου καθηγουμένου τῆς σεβασμίας καί βασιλικῆς τοῦ Μετεώρου μονῆς, τόν τοῦ Ῥουσάνου λίθον ἐλάβομεν καί κατά δεσποτείαν ἔχειν τοῦτον συνεχωρήθημεν. Ἐπεί δέ κἀν τούτῳ καί πρότερον σεβάσμιος ναός ᾠκοδόμητο, ἐπί τῷ τοῦ Κυρίου καί σωτῆρος ἡμῶν Ἰησοῦ Χριστοῦ ὀνόματι τιμώμενος, τῇ πολυετίᾳ δέ φθαρείς ἤδη καί τῇ τῶν ἀνθρώπων ἐρημώσει τῷ παντελεῖ ἀφανισμῷ ἐκδοθείς, ὡς ἴχνος καί μόνον ἐκ τούτου σώζεσθαι, τοῦτον πάλιν ἐκ βάθρων θεμελίων ἠγείραμέν τε καί ἀνεκτίσαμεν, κόπους καί ἱδρῶτας οὐ τούς τυχόντας ἐν τούτῳ ἐνδείξαντες. Συναντιλαμβανομένου δέ ἡμῖν καί τοῦ τά πάντα τελειοῦντος Θεοῦ ἡμῶν, ἐν τούτῳ καί κέλλας ἐπήξαμεν, κύκλῳ διαφανεῖς καί πλείστας, πρός ἀνάπαυσιν τῶν ἐνασκουμένων μοναχῶν καί τῶν ἄλλων πως παρατυγχανόντων, καί λοιπάς οἰκοδομάς καί ἀνακτίσεις ἐβελτιώσαμεν αὐτήν τήν μονή καί ηὐξήσαμεν. Ἔτι δέ καί σκεύη καί βιβλία καί ἱερά παντοῖα καί ἱερέων καί διακόνων ἀλλαγάς κατεπλουτήσαμεν αὐτήν εἰς αἶνον καί δόξαν Θεοῦ. Πρός τοῖς δέ καί κτήματα παντοῖα, ἀμπελῶνας τε καί ἀγρούς, κήπους τε καί παραδείσους καί μετόχια καί μύλωνας καί ζεύγη βοῶν καί ἵππους καί ἡμιόνους καί ἕτερα διάφορα ἐν αὐτῇ ἀφιερώσαμεν καί πάντα ὅσαν ἦν ὑπό τήν ἡμετέραν δύναμιν ἐκτησάμεθα ἐν ταύτῃ, τοῦ εἶναι ἀνελλιπῆ καί ἀδεᾶ τῶν χρειωδῶν αὐτῇ˙ καί μοναχούς ἱκανούς συνηθροίσαμεν καί ἱερεῖς καί διακόνους ἐν αὐτῇ κατεστήσαμενὅπως ὑμνῶσί τε καί εὐλογῶσι μέν τόν Θεόνμνημονεύωσι δέ καί ἡμᾶς τούς κατά δύναμιν κοπιάσαντες, ἔτι δέ καί τούς πρό ἡμῶν καί μεθ’ ἡμῶν κοπιάσαντας ἤ κοπιάσοντας. Εἶτα κατεστήσαμεν ταύτην κοινόβιον εἰλικρές τε καί ἄδολον εἶναί τε ὁμοῦ καί ὀνομάζεσθαι καί πράττεσθαι καί φυλάττεσθαι πάντα τά νόμιμα αὐτοῦ ὡς ἐν τῷ Μετεώρῳ καί τοῖς λοιποῖς ἄλλοις καθαροῖς καί ἀδόλοις κοινοβίοις τοῖς εὑρισκομένοις κυκλόθεν αὐτοῦ. Ἔχειν δέ τούς ἐνασκουμένους ἐν αὐτῇ κοινά πάντα˙ κοινῇ ὧι τῇ τραπέζῃ, κοινῇ τοῖς ἐνδύμασί τε καί ὑποδήμασικοινῇ τῇ βουλῇ, κοινῇ τῇ οἰκήσει … μηδενός ἔχοντος ἴδιόν τι ὀνομάζοντος ἐντός τῆς μονῆς ἐκτός οὔτε μικρόν οὔτε μέγα, ἀλλ’ ἔστωσαν ἅπαντες συνημμένοι ἐν ἀγάπῃ τε καί ἀληθείᾳ ὡς μία ψυχή ἐν πολλοῖς σώμασιν… Πρός τούτοις εὐλάβειαν ἐνδείκνυσθαι καί εὐπείθειαν τῷ κατά καιρούς ἡγουμενεύοντι τῆς σεβασμίας καί βασιλικῆς τοῦ Μετεώρου μονῆς ἐντελλόμεθα, ὥς γε καί ἡμεῖς εἰρηνικῶς καί ἀσκανδαλίστως διήγομεν μετ’ αὐτοῦ ἀεί καί διά παντός. Ἔχειν δέ καί αὐτόν τόν ὁσιώτατον καθηγούμενον πνευματικήν στοργήν πρός αὐτούς καί ἐπιμέλειαν καί ἐπίσκεψιν καί ἀγάπην οὐ τήν τυχοῦσαν, οὐ μήν δέ ἐξουσιαστικήν χεῖρα ἤ ἀρχικήν… Ὁ δέ γε τούτων ποτέ φωραθησόμενος ἰδιορρυθμίᾳ ταττόμενος ἤ μᾶλλον εἰπεῖν νοσηλευόμενος καί ταύτην κακοῖς ἐπιτηδεύον τρόποις, τρέφων ἰόν τῷ ἰδίῳ λογισμῷ ὡς ὁ δαίμων οἶδεν αὐτόν διδάσκειν, ἱερωμένος ὤν ὁ τοιοῦτος ἤ καί ἁπλῶς μοναχός ἤ καί ὁ τήν προστάσίαν τῆς μονῆς κεκτημένος, ἐκκοπτέσθω τῆς μονῆς αὐτῆς καί διωκέσθω τῆς ἀδελφότητος ὡς μέλος ὄζον καί σεσηπός… Λαμβάνειν δέ ἐκ τῆς ἡμετέρας μονῆς καί τόν ῥηθέντα θεοφιλέστατον ἐπίσκοπον Σταγῶν κηροῦ λίτραν μίαν ἕνεκεν ὑποταγῆς καί εὐπειθείας τῆς εἰς αὐτόν καί ἔχειν τό παρρησιῶδες αὐτοῦ καί διηνεκές μνημόσυνον καί τήν προσήκουσαν παρά τῶν μοναχῶν τιμήν καί εὐλάβειαν… Ἔτι δέ οὐδένα τῶν ἡμετέρων συγγενῶν που τυχόν τό θεῖον περιβαλόμενον σχῆμα καί εἰς τήν μονήν συνταχθέντα ἐξῆν προτιμᾶσθαι τῶν ἄλλων ἤ προκρίνειν καί ἐξουσιάζειν τά ἀπαρέσκοντα τῇ κοινότητι, ἡμᾶς προβαλλόμενος βοήθημα, ἀλλ’ εἰς κἀκεῖνον τῶν λοιπῶν τῆς μονῆς λογιζέσθω καί ὡς τῇ κοινότητι δόξει τά περί αὐτοῦ, οὕτω καί γενήσεται…».

Ἀφοῦ λοιπόν οἱ ἱερομόναχοι Ἰωάσαφ καί Μάξιμος ἀνέβηκαν στό βράχο τοῦ Ρουσάνου μεταξύ τῶν ἐτῶν 1527 (μετά τό Μάρτιο) καί 1529 (πριν ἀπό τόν Αὔγουστο), θά πρέπει νά δεχτοῦμε ὅτι γύρω στά 1530 ἔκτισαν τό σημερινό καθολικό καί ὁρισμένα κελλιά καθώς καί ἄλλους χώρους τῆς μονῆς. Γιατί, φθάνοντας ἐκεῖ ἐπάνω, δέν βρῆκαν παρά μόνο ἐρείπια καί χαλάσματα, ὅπως οἱ ἴδιοι ἀφηγοῦνται στή διαθήκη τους, καί ἔτσι ἦσαν ὑποχρεωμένοι καί ναό νά ἀνεγείρουν ὅσο τό δυνατόν γρηγορότερα, γιά τίς λειτουργικές τους ἀνάγκες, καί κελλιά νά κτίσουν γιά τή στέγαση καί τή διαμονή τους. Γι’ αὐτό πιστεύομε πώς δέν εἶναι σωστή ἡ ἄποψη πού γινόταν ὥς σήμερα δεκτή, ὅτι δηλαδή τό καθολικό τῆς μονῆς κτίστηκε λίγο πρίν ἀπό τό 1545, τή χρονολογία πού συντάχθηκε ἡ διαθήκη τῶν κτιτόρων. Ἄλλωστε καί ἀπό τό ἴδιο τό κείμενο τῆς διαθήκης συνάγεται ὅτι εἶχε ἤδη περάσει μακρό χρονικό διάστημα ἀπό τήν ἐγκατάσταση τῶν δύο ἀδελφῶν ἱερομονάχων στό βράχο, γιατί, ὅταν ἀναφέρονται στίς μέχρι τότε ἀγαθές σχέσεις τους μέ τόν ἡγούμενο τῆς Μονῆς τοῦ Μεγάλου Μετεώρου, σημειώνουν: «ὥς γε καί ἡμεῖς εἰρηνικῶς καί ἀσκανδαλίστως διήγομεν μετ’ αὐτοῦ ἀεί καί διά παντός», «καθώς βέβαια καί οἱ δικές μας σχέσεις μ’ αὐτόν ὑπῆρξαν ἀνέκαθεν καί πάντοτε εἰρηνικές καί χωρίς σκάνδαλα».

Τό καθολικό καί ἐδῶ εἶναι ἁγιορειτικοῦ τύπου, ὅπως καί τῶν περισσοτέρων ἄλλων μετεωρικῶν μονῶν. Ὁ κυρίως ναός εἶναι σταυροειδής δικιόνιος, μέ τροῦλλο στό κέντρο καί τίς δύο πλευρικές κόγχες, τούς χορούς, ἀριστερά καί δεξιά. Ὁ τροῦλλος εἶναι πολυγωνικός, μέ μονόλοβα παράθυρα, καί δεσπόζει μέ τό ὕψος του σέ ὅλο τό κομψό μοναστηριακό συγκρότημα. Τό ἱερό, γιά λόγους πού ἐπέβαλλε ἡ διαμόρφωση τοῦ βράχου, εἶναι στραμμένο πρός βορρᾶν. Ὁ ἐσωνάρθηκας (λιτή), πρίν ἀπό τόν κυρίως ναό, καλύπτεται ὁλόκληρος μέ μεγάλο ἑνιαῖο θόλο.

Ὁ ναός εἶναι ἀφιερωμένος στή Μεταμόρφωση τοῦ Σωτῆρος. Ὅμως στή μονή ἐδῶ μέ ἰδιαίτερη μεγαλοπρέπεια καί εὐλάβεια τιμᾶται καί πανηγυρίζεται καί ἡ μνήμη (4 Δεκ.), τῆς Ἁγίας Βαρβάρας, μέ ἀθρόα συρροή τῶν πιστῶν τῆς περιοχῆς.

Ἡ τοιχογράφηση τοῦ καθολικοῦ ἔγινε ἐπί ἡγουμένου τῆς μονῆς Ἀρσενίου, μέ δικά του ἔξοδα, τό ἔτος 1560 (΄ζξθ΄= 7069 ἀπό κτίσεως κόσμου), σχεδόν 30 ὁλόκληρα χρόνια μετά τήν ἀνέγερση τοῦ μοναστηριοῦ, ὅπως μᾶς πληροφορεῖ ἡ ἐπιγραφή στόν κυρίως ναό, πάνω ἀπό τήν εἴσοδο πού ὁδηγεῖ ἀπό τό νάρθηκα πρός αὐτόν καί κάτω ἀπό τήν παράσταση τῆς Κοιμήσεως τῆς Θεοτόκου:

+ ΙΣΤΟΡΙΘΗ Ο ΠΑΝΣΕΠΤΟΣ ΚΑΙ ΘΕΙΟΣ ΟΥΤΟΣ ΝΑΟΣ ΤΟΥ Κ(ΥΡΙΟ)Υ ΚΑΙ Θ(ΕΟ)Υ ΚΑΙ Σ(ΩΤΗ)Ρ(Ο)Σ ΗΜΩΝ Ι(ΗΣΟ)Υ Χ(ΡΙΣΤΟ)Υ ΤΗΣ ΜΕΤΑΜΟΡΦΩΣΕΩΣ˙ / ΔΙΑ ΣΥΝΔΡΟΜΗΣ ΚΟΠΟΥ ΚΑΙ ΕΞΟΔΟΥ ΤΟΥ ΟΣΙΩΤΑΤΟΥ ΕΝ ΙΕΡΟΜΟΝΑΧΟΙΣ ΚΑΙ ΗΓΟΥΜΕΝΟΥ ΤΗΣ ΣΕΒΑΣΜΙΑΣΑΥΤΗΣ ΜΟΝΗΣ ΚΥΡΟΥ ΑΡΣΕΝΙΟΥ˙ ΕΠΙ ΕΤ(ΟΥΣ) ..... ΜΗΝΙ ΝΟΕΜΒΡΙΩ Κ΄˙ ΙΝ(ΔΙΚΤΙΩΝ)ΟΣ ΔΗΣ.

Ἡ ἐπιγραφή δέν παραδίδει τό ὄνομα τοῦ ζωγράφου, ὁ ὁποῖος ὅμως πρέπει νά ἦταν πολύ ἀξιόλογος, ἀφοῦ ἡ ἁγιογράφηση τοῦ κυρίως ναοῦ καί τοῦ νάρθηκα τῆς μονῆς αὐτῆς ἀποτελεῖ ἕνα ἀπό τά λαμπρότερα τοιχογραφικά σύνολα τῆς μεταβυζαντινῆς ζωγραφικῆς κατά τό β΄ μισό τοῦ ΙΣΤ΄ αἰώνα. Οἱ τοιχογραφίες αὐτές τεχνοτροπικά ἀνήκουν στήν Κρητική Σχολή. Τόσο ὁ νάρθηκας ὅσο καί ὁ κυρίως ναός εἶναι κατάγραφοι.

Τόν βορεινό τοῖχο τοῦ νάρθηκα, πάνω ἀπό τήν εἴσοδο πρός τόν κυρίως ναό, καλύπτει ἡ ἐπιβλητική καί πολυπρόσωπη σύνθεση τῆς Δευτέρας Παρουσίας˙ πάνω Ἑτοιμασία τοῦ Θρόνου μέ τόν Πρόδρομο καί τήν Παναγία γονατισμένους ἀριστερά καί δεξιά καί τόν Χριστό στήν κορυφή˙ κάτω στό κέντρο τρεῖς ἄγγελοι, ἀπό τούς ὁποίους μεσαῖος κρατεῖ τό ζυγό τῆς δικαιοσύνης καί πρῶτος τρίαινα. Στό θόλο ἱστορεῖται ὁ Παντοκράτορας καί γύρω του τόν περιβάλλουν «νεανίσκοι καί παρθένοι, πρεσβύτεροι μετά νεωτέρων», πού τόν ὑμνολογοῦν καί τόν δοξάζουν. Τίς μεγάλες ἐπιφάνειες τῶν ἄλλων τοίχων τοῦ νάρθηκα καλύπτουν τά συνηθισμένα μαρτύρια ἁγίων (Γεωργίου, Δημητρίου, Νέστορα, Εὐγενίου, Μαρδαρίου κ.ἄ.), καθώς καί ὁλόσωμες μορφές ἁγίων, ἀσκητῶν καί ἐρημιτῶν.

Στόν κυρίως ναό, πάνω ἀπό τήν εἴσοδο, εἰκονίζεται ἡ πολυπρόσωπη παράσταση τῆς Κοιμήσεως τῆς Θεοτόκου. Δεξιά καί ἀριστερά τῆς πύλης στέκουν, φρουροί ἄγρυπνοι, ὁλόσωμοι καί ἐπιβλητικοί, οἱ Ἀρχάγγελοι τῶν Ἄνω Δυνάμεων Μιχαήλ καί Γαβριήλ. Στόν τροῦλλο, ὅπως εἶναι καθιερωμένο, ἱστορεῖται ὁ Παντοκράτορας. Στίς πλευρικές κόγχες τῶν χορῶν, ὑψηλά, εἰκονίζονται ἡ Μεταμόρφωση καί ἡ Ἀνάσταση τοῦ Χριστοῦ, ἐνῶ πιό κάτω ὁλόσωμοι στρατιωτικοί ἅγιοι. Οἱ ὑπόλοιπες ἐπιφάνειες τῶν τοίχων εἶναι κατάγραφες μέ τίς παραστάσεις τοῦ Δωδεκάορτου καί μέ σκηνές ἀπό τή ζωή τοῦ Χριστοῦ καί τῆς Παναγίας. Ἀνάμεσα στοούς ἄλλους εἰκονιζόμενους ἁγίους διακρίνονται καί οἱ μεγάλοι μελωδοί τῆς Ἐκκλησίας, ὁ ἅγιος Κοσμᾶς, «ἡ Θεόπνευστος κινύρα (=κιθάρα) τοῦ πνεύματος», καί ὁ ἅγιος Ἰωάννης ὁ Δαμασκηνός, «ἡ εὔλαλος ἀηδών».

Στά μέσα τοῦ ΙΣΤ΄ αἰώνα πρέπει νά λειτούργησε ἐδῶ, στή Μονή Ρουσάνου, βιβλιογραφικό ἐργαστήριο, μέ κύριο γνωστό κωδικογράφο, γύρω στά 1565, τό ρουσανίτη ἱερομόναχο Παρθένιο. Οἱ ἄλλοτε (μέχρι τό 1909) 50 περίπου κώδικες τῆς μονῆς ἔχουν ἐνταχθεῖ καί ἀνήκουν σήμερα στή συλλογή τῶν χειρογράφων τῆς Ἁγίας Τριάδος.

Κατά καιρούς ἡ μονή χρησίμευσε ὡς καταφύγιο καί ἄσυλο κατατρεγμένων ἀτόμων καί οἰκογενειῶν κατά τίς διάφορες ἱστορικές περιπέτειες τοῦ Ἔνθους. Ἔτσι, σύμφωνα μέ ἐνθύμηση τοῦ ἔτους 1757, στή μονή αὐτή κατέφυγαν τότε πολλοί Τρικαλινοί, τούς ὁποίους κατεδίωκε ὁ Τοῦρκος πασᾶς. Ἀλλά καί στά 1897, μετά τόν ἄτυχο ἑλληνοτουρκικό πόλεμο, πολλές οἰκογένειες τῆς Καλαμπάκας καί τοῦ Καστρακίου ζήτησαν ἄσυλο καί βρῆκαν θαλπωρή καί ἀσφάλεια στή φιλόξενη στέγη τῆς Μονῆς Ρουσάνου.

Ι. Μ. ΑΓΙΑΣ ΤΡΙΑΔΟΣ

ΑΓΙΑ ΤΡΙΑΔΑἘπιβλητικός καί μεγαλόπρεπος ὑψώνεται ὁ ἀπότομος βράχος, στήν κορυφή τοῦ ὁποίου εἶναι σκαρφαλωμένη ἡ Μονή τῆς Ἁγίας Τριάδος. Ὁ ἐπισκέπτης καί προσκυνητής, κουρασμένος ἀπό τή δύσκολη κατάβαση στήν κοιλάδα ἀρχικά καί τήν ἀνάβαση ἔπειτα στό βράχο, ἀνταμείβεται πλουσιοπάροχα μέ τή μαγευτική θέα πού ἀντικρύζει ἀπό ψηλά ἀπό τούς ἐξῶστες τῆς μονῆς. Στά νότια, στά πόδια τοῦ βράχου, ἁπλώνεται ἡ πόλη τῆς Καλαμπάκας, μέ τόν Πηνειό ποταμό νωχελικά ξαπλωμένο στή κοίτη του καί τούς ὀρεινούς ὄγκους τοῦ Κόζιακα καί τῆς Πίνδου στό βάθος. Ἀπό δυτικά φαίνεται ἡ Μονή Βαρλαάμ καί λίγο πιό πέρα τοῦ Μεγάλου Μετεώρου. Ἀνατολικά καί πολύ κοντά βρίσκεται ἡ Μονή τοῦ Ἁγίου Στεφάνου.
Ἡ ἀνάβαση στό βράχο τῆς Ἁγίας Τριάδος παλιότερα γινόταν μέ ἀνεμόσκαλα καί μέ τό παραδοσιακό δίχτυ. Στά 1925, ἐπί Μητροπολίτη Τρίκκης καί Σταγῶν Πολυκάρπου [Θωμᾶ] καί ἐπί ἡγουμένου τῆς μονῆς Νικάνδρου Σταθοπούλου, ἔγινε ἡ λαξευτή κλίμακα μέ τά 140 περίπου σκαλοπάτια της, πού χρησιμοποιεῖ ὁ σημερινός ἐπισκέπτης.
Κατά τήν παράδοση, πού δέν ἐπιβεβαιώνεται ὅμως καί ἀπό ἄλλες μαρτυρίες καί πηγές, ἡ μονή πρωτοκτίστηκε τό 1438 ἀπό κάποιο μοναχό Δομέτιο. Γιά τό πρόσωπο αὐτό τίποτε ἀπολύτως δέν γνωρίζομε. Δέν ἀποκλείεται, ὅπως συνέβη καί στούς περισσότερους ἄλλους μετεωρίτικους βράχους, οἱ πρῶτοι ἐρημίτες νά ἔκτισαν ἐδῶ τά ἀσκηταριά τους στίς ἀρχές τοῦ ΙΔ΄ αἰώνα.
Ἤδη σέ πρόσταγμα τοῦ Συμεών Οὔρεση Παλαιολόγου, τοῦ ἔτους 1362, πού φυλάσσεται στό ἀρχεῖο τῆς Μονῆς τοῦ Μεγάλου Μετεώρου, μνημονεύονται πάραλληλα «τό Μετέωρον καί ἡ Ἁγία Τριάς», πράγμα τό ὁποῖο σημαίνει ὅτι καί ἡ Ἁγία Τριάδα ἦταν τότε ὀργανωμένο μοναστήρι.
Ὁ σημερινός κυρίως ναός ἀντιπροσωπεύει τήν ἀρχαιότερη σωζόμενη οἰκοδομική φάση τοῦ μοναστηριοῦ καί εἶναι τό πιό ἐνδιαφέρον ἀπό τά κτίσματά του. Φαίνεται πώς ἀνεγέρθηκε τό ἔτος 1475/76, ὅπως μαρτυρεῖ ἐνεπίγραφη πλίνθος στό νότιο ἐξωτερικό τοῖχο, μέ χαραγμένη τή χρονολογία ..... (6984 ἀπό κτίσεως κόσμου = 1475/76).
Ὁ κυρίως ναός εἶναι ἕνας μικρός σταυροειδής δικιόνιος ναός μέ κεντρικό τροῦλλο στή στέγη του. Ἡ ἀνατολική κόγχη τοῦ ναοῦ, ὅπου ἡ τρίπλευρη κόγχη τοῦ ἱεροῦ μέ ἕνα δίλοβο παράθυρο, ἔχει ἐπιμελημένη πλινθοπερίκλειστη τοιχοδρομία μέ πλούσια κεραμική διακόσμηση, ὅπως ὁδοντωτές ταινίες καί ἄλλα κοσμήματα. Στίς πλευρικές ὄψεις ἡ τοιχοδομία εἶναι ἁπλή. Σέ κάθε πλευρά ὑπάρχει ἕνα μόνο μονόλοβο παράθυρο, γι’ αὐτό καί ὁ ναός ἐσωτερικά εἶναι σχετικά σκοτεινός. Ὁ τροῦλλος εἶναι πολυγωνικός, μέ μονόλοβα παράθυρα, πλίνθινους κιονίσκους καί ὁδοντωτές ταινίες.
Ἡ σημερινή τοιχογράφηση τοῦ ναοῦ, σύμφωνα μέ τή σχετική ἐπιγραφή, εἶναι ἔργο τῶν ζωγράφων Ἀντωνίου ἱερέα καί τοῦ ἀδελφοῦ του Νικολάου καί ἔγινε τό 1741 ἐπί μητροπολίτη Σταγῶν Θεοφάνη καί ἐπί ἡγουμένου τῆς μονῆς Παρθενίου. Ἄν καί νεότερη, συνεχίζει μέ ἐπιτυχία τήν παράδοση τῆς καλῆς μεταβυζαντινῆς ζωγραφικῆς. Στόν τροῦλλο εἰκονίζεται ὁ Παντοκράτορας καί στά σφαιρικά τρίγωνα οἱ τέσσερις εὐαγγελιστές, ἀπό τούς ὁποίους ὁ Λουκᾶς παριστάνεται νά «ἱστορεῖ» τήν εἰκόνα τῆς Παναγίας ὅπως καί στόν τροῦλλο τοῦ κυρίως ναοῦ τῆς Μονῆς Βαρλαάμ.
Τό ἐνδιαφέρον παλαιό ξυλόγλυπτο τέμπλο τοῦ κυρίως ναοῦ ἔχει κλαπεῖ ἀπό ἱερόσυλους, τό 1979, καί ἔχει ἀντικατασταθεῖ σήμερα ἀπό νεότερο. Μαζί ἀφαιρέθηκαν καί ἐκλάπησαν καί οἱ παλιές εἰκόνες τοῦ τέμπλου, ἀξιόλογες γιά τήν τέχνη τους. Ἀναφέρομε ἀπ’ αὐτές τήν εἰκόνα τῆς Παναγίας, ἱστορημένη στά 1718 «διά χειρός Ρίζου» ἀπό τήν ἐπαρχία τῶν Ἀγράφων, καί τήν εἰκόνα τοῦ Χριστοῦ μέ τή χρονολογία 1662.
Ὁ εὐρύχωρος θολοσκέπαστος ἐσωνάρθηκας ἀποτελεῖ θολοσκέπαστος ἐσωνάρθηκας ἀποτελεῖ μεταγενέστερη προσθήκη στόν κυρίως ναό. Εἶναι κι αὐτός κατάγραφος ἀπό τοιχογραφίες. Ὅπως μᾶς πληροφορεῖ ἡ ἐπιγραφή του, κτίστηκε τό 1689 καί τοιχογραφήθηκε τό 1692 ἐπί μητροπολίτη Σταγῶν Ἀρσενίου καί ἐπί ἡγουμένου τῆς μονῆς Ἰωνᾶ.
Στά 1684, δίπλα στό ἱερό, προστέθηκε ἕνα μικρό σκευοφυλάκιο. Τό κτιριακό συγκρότημα τῆς μονῆς συμπληρώνουν ἡ τράπεζα, τά κελλιά, αἴθουσες ὑποδοχῆς, δεξαμενές καί ἄλλοι βοηθητικοί χῶροι. Σήμερα ὅλα εἶναι ἀνακαινισμένα καί περιποιημένα.
Ἐνδιαφέρον παρουσιάζει τό παρεκκλήσι τοῦ Τιμίου Προδρόμου, πού συναντάει κανείς στ’ ἀριστερά του, προχωρώντας στόν κλειστό διάδρομο μετά τήν εἴσοδο τῆς μονῆς. Εἶναι μικρός κυκλικός ναός μέ θόλο, λαξευμένος στό βράχο, κατάγραφος μέ καλῆς τέχνης τοιχογραφίες. Σύμφωνα μέ τήν ἐπιγραφή του, κτίστηκε καί ἁγιογραφήθηκε στά 1682, μέ ἔξοδα καί κόπο τῶν ἱερομονάχων Δαμασκηνοῦ, Ἰωνᾶ καί Παρθενίου. Ἴσως ἀρχικά, πρίν τή διαμόρφωσή του σέ ναό, νά χρησίμευε ὡς ἀσκητήριο κάποιου ἐρημίτη.
Ὁ Γάλλος ἀρχαιολόγος-περιηγητής L. Heuzey, ὁ ὁποῖος ἐπισκέφτηκε τίς μετεωρικές μονές τό θέρος τοῦ 1858, ἀναφέρει ὅτι στό παρεκκλήσι τοῦ Προδρόμου (χωρίς νά προσδιορίζει ποῦ ἀκριβῶς) διάβασε τήν ἐπιγραφή: ΔΙΑ ΧΕΙΡΟC ΝΙΚΟΔΙΜΟΥ ΜΟΝΑΧΟΥ ΚΑΙ ΠΤΟΧΟΥ ΡΑΚΝΔΙΤΟΥ. Ἡ ἐπιγραφή αὐτή, σκαλισμένη σέ πλίνθο, βρίσκεται σήμερα ἐντοιχισμένη στή νότια ἐξωτερική πλευρά τοῦ ναοῦ τοῦ καθολικοῦ. Πότε καί γιατί ἀποτοιχίστηκε καί μεταφέρθηκε ἀπό τό παρεκκλήσι δέν εἶναι γνωστό. Δέν εἶναι ἐπίσης εὔκολο νά ἐξακριβωθεῖ ποῦ ἀναφέρεται ἡ ἐπιγραφή αὐτή καί ποιό ἦταν τό κατασκεύασμα τοῦ μοναχοῦ Νικοδήμου.
Στή Μονή τῆς Ἁγίας Τριάδος ἀνήκουν σήμερα 124 χειρόγραφα, πού φυλάσσονται (ἀπό τό 1953) στό σκευοφυλάκιο τῆς Μονῆς τοῦ Ἁγίου Στεφάνου. Στή συλλογή αὐτή τῶν χειρογράφων συμπεριλαμβάνονται καί οἱ κώδικες πού ἀνῆκαν καί βρίσκονταν παλαιότερα (μέχρι τό 1909) στίς ἄλλες μικρότερες μετεωρικές μονές, Ἁγίου Νικολάου Ἀναπαυσᾶ καί Ρουσάνου. Ξεχωριστό ἐνδιαφέρον παρουσιάζει ἡ προσωπική βιβλιοθήκη (πού ἀσφαλῶς περιλάμβανε πολλά καί σπάνια παλαιότυπα) τοῦ Κλεινοβίτη, λόγιου καί δραστήριου, ἐπισκόπου Σταγῶν Παϊσίου (1784, Μαΐου 12-1808), τήν ὁποία εἶχε δωρίσει στή Μονή τῆς Ἁγίας Τριάδος. Δυστυχῶς, ἡ βιβλιοθή αὐτή δέν σώζεται σήμερα. Χάθηκε, πιθανότατα, κατά τήν περίοδο τοῦ τελευταίου πολέμου, μαζί μέ ἄλλα πολύτιμα κειμήλια καί ἱερά σκεύη τῆς μονῆς.