ΣΤΟ ΤΕΛΟΣ ΤΗΣ ΣΕΛΙΔΑΣ
ΑΓΙΟΛΟΓΙΟ ΑΛΦΑΒΗΤΙΚΑ - ΟΚΤΩΗΧΟΣ - ΜΗΝΑΙΑ - ΤΡΙΩΔΙΟ - ΠΕΝΤΗΚΟΣΤΑΡΙΟ
ΨΥΧΟΘΕΡΑΠΕΥΤΙΚΑ ΘΕΜΑΤΑ - ΘΕΡΑΠΕΥΤΙΚΑ ΘΕΜΑΤΑ
ΜΗΤΡΟΠΟΛΕΙΣ ΤΗΣ ΕΛΛΑΔΟΣ - ΠΑΡΑΚΛΗΤΙΚΟΙ ΚΑΝΟΝΕΣ
ΑΚΟΛΟΥΘΙΑ ΕΞΟΔΙΑΣΤΙΚΟΥ ΜΟΝΑΧΩΝ
ΣΤΑΣΕΙΣ ΑΚΑΘΙΣΤΟΥ ΥΜΝΟΥ - ΠΡΟΗΓΙΑΣΜΕΝΕΣ - ΑΠΟΔΕΙΠΝΟΝ
ΟΙ ΟΝΕΙΡΟΠΑΡΜΕΝΟΙ ΤΟΥ ΚΟΣΜΟΥ - ΠΡΟΦΗΤΕΙΕΣ ΤΗΣ ΑΓΙΑΣ ΓΡΑΦΗΣ
ΣΤΑΛΑΓΜΑΤΙΕΣ ΣΟΦΙΑΣ - ΚΑΙΡΟΣ ΤΟΥ ΤΕΛΟΥΣ
ΕΠΙΣΤΟΛΕΣ ΑΠΟΣΤΟΛΟΥ ΠΑΥΛΟΥ

ΓΙΑ ΟΤΙ ΝΕΟΤΕΡΟ ΘΑ ΕΝΗΜΕΡΩΝΕΤΑΙ Ο ΚΑΤΑΛΟΓΟΣ


Πέμπτη 4 Δεκεμβρίου 2014

ΠΕΡΙ ΤΗΣ ΚΤΙΣΕΩΣ



Γέροντος Πορφυρίου Καυσοκαλυβίτου

Οι ομορφιές της φύσεως είναι οι μικρές αγάπες που μας οδηγούν στη μεγάλη Αγάπη, τον Χριστό
Να χαίρεσθε όσα μας περιβάλλουν. Όλα μας διδάσκουν και μας οδηγούν στον Θεό. Όλα γύρω μας είναι σταλαγματιές της αγάπης του Θεού. Και τα έμψυχα και τα άψυχα και τα φυτά και τα ζώα και τα πουλιά και τα βουνά και η θάλασσα και το ηλιοβασίλεμα και ο έναστρος ουρανός. Είναι οι μικρές αγάπες, μέσα απ’ τις οποίες φθάνομε στη μεγάλη Αγάπη, τον Χριστό. Τα λουλούδια, για παράδειγμα, έχουν την χάρη τους, μας διδάσκουν με το άρωμά τους, με το μεγαλείο τους. Μας μιλούν για την αγάπη του Θεού. Σκορπούν το άρωμά τους, την ομορφιά τους σε αμαρτωλούς και δικαίους.
                Για να γίνει κανείς Χριστιανός, πρέπει να έχει ποιητική ψυχή, πρέπει να γίνει ποιητής. «Χοντρές» ψυχές κοντά Του ο Χριστός δεν θέλει. Ο Χριστιανός, έστω και μόνο όταν αγαπάει, είναι ποιητής, είναι μες στην ποίηση. Την αγάπη ποιητικές καρδιές την ενστερνίζονται, τη βάζουν μέσα στην καρδιά τους, την αγκαλιάζουν, την νιώθουν βαθιά.
                Να εκμεταλλεύεσθε τις ωραίες στιγμές. Οι ωραίες στιγμές προδιαθέτουν την ψυχή σε προσευχή, την καθιστούν λεπτή, ευγενική, ποιητική. Ξυπνήστε το πρωί, να δείτε το βασιλιά ήλιο να βγαίνει ολοπόρφυρος απ’ το πέλαγος. Όταν σας ενθουσιάζει ένα ωραίο τοπίο, ένα εκκλησάκι, κάτι ωραίο, να μη μένετε εκεί, να πηγαίνετε πέραν αυτού, να προχωρείτε σε δοξολογία για όλα τα ωραία, για να ζείτε τον μόνον Ωραίον. Όλα είναι άγια, και η θάλασσα και το μπάνιο και το φαγητό. Όλα να τα χαίρεσθε. Όλα μας πλουτίζουν, όλα μας οδηγούν στην μεγάλη Αγάπη, όλα μας οδηγούν στον Χριστό.
                Να παρατηρείτε όσα έφτιαξε ο άνθρωπος, τα σπίτια, τα κτίρια, μεγάλα ή μικρά, τις πόλεις, τα χωριά, τους ανθρώπους, τον πολιτισμό τους. Να ρωτάτε, να ολοκληρώνετε τις γνώσεις σας για το καθετί, να μη στέκεστε αδιάφοροι. Αυτό σας βοηθάει σε βαθύτερη μελέτη των θαυμασίων του Θεού. Γίνονται όλα ευκαιρίες να συνδεόμαστε με όλα και με όλους. Γίνονται αιτίες ευχαριστίας και δεήσεως στον Κύριο του παντός. Να ζείτε μέσα σε όλα, στη φύση, στα πάντα. Η φύση είναι το μυστικό Ευαγγέλιο. Όταν, όμως, δεν έχει κανείς εσωτερική
Χάρη, δεν τον ωφελεί η φύση. Η φύση μας ξυπνάει, αλλά δεν μπορεί να μας πάει στον Παράδεισο.
                Ο πνευματέμφορος, αυτός που έχει το Πνεύμα του Θεού, προσέχει όπου περνάει, είναι όλο μάτια, όλο όσφρηση. Όλες του οι αισθήσεις ζούνε, αλλά ζούνε με το Πνεύμα του Θεού. Είναι αλλιώτικος. Όλα τα βλέπει κι όλα τ’ ακούει· βλέπει τα πουλιά, την πέτρα, την πεταλούδα.... Περνάει από κάπου, αισθάνεται το καθετί, ένα άρωμα, για παράδειγμα. Ζει μέσα σε όλα· στις πεταλούδες, στις μέλισσες κ.λπ. Η Xάρις τον κάνει να είναι προσεκτικός. Θέλει να είναι μαζί με όλα.
                Α, τι να σας πω! Αυτό το έζησα, όταν με επισκέφθηκε η Θεία Χάρις στο Άγιον Όρος. Θυμάμαι τ’ αηδόνι να ξελαρυγγιάζεται μες στα δέντρα με τα φτερά του κατά πίσω, για να έχει δύναμη. Πω, πω, πω! Να είχα ένα ποτηράκι με νερό, να του έδινα να πίνει κάθε τόσο, να ξεδιψάει... Γιατί να ξελαρυγγιάζεται τ’ αηδόνι, γιατί; Όμως κι αυτό το χαίρεται το κελάηδημά του, το αισθάνεται, γι’ αυτό ξελαρυγγιάζεται.
                Μ’ ενέπνεαν πολύ τα πουλάκια στο δάσος. Να πάτε καμιά μέρα στα Καλλίσια ν’ ακούσετε τ’ αηδόνια. Πέτρινη καρδιά να έχεις, θα συγκινηθείς. Π
ώς να μην αισθανθείς ότι είσαι μαζί με όλα; Να εμβαθύνετε στο σκοπό τους. Ο σκοπός είναι βαλμένος απ’ τον Πλάστη τους. Η σκοπιμότητα της δημιουργίας δείχνει το μεγαλείο του Θεού και την πρόνοιά Του. Σ’ εμάς τους ανθρώπους εκφράζεται διαφορετικά η σκοπιμότητα του Θεού. Έχομε την ελευθερία, τη λογική.
                Έκανα μια μέρα ένα σχέδιο για εδώ. Να κάνω μια δεξαμενή ανάμεσα στα πεύκα και να βάλω ένα ντεπόζιτο με δύο κυβικά νερό μέσα και να είναι αυτόματη, για να δίνει νερό. Τότε θα έλθουν τ’ αηδόνια, που θέλουν πολύ το νερό και τις σκνίπες και τις μυίγες...
                Κάποτε, τότε που ζούσα στα Καλλίσια, γύριζα στο μοναστήρι μετά από αρρώστια κι η κυρα-Μαρία, η τσοπάνισσα, ήλθε να με πάρει με το γαϊδουράκι. Στο δρόμο την ρώτησα:
                - Κυρα-Μαρία, πως πάνε οι ομορφιές, τα λιβάδια, τα χρώματα, οι πεταλούδες, τ’ αρώματα, τ’ αηδόνια;
                - Τίποτα, μου λέει, δεν υπάρχει τίποτα.
                - Ναι; της λέω. Μάιος μήνας και δεν υπάρχει τίποτα;
- Τίποτα! μου απαντάει.
                Σε λίγο συναντάμε όλ’ αυτά, λουλούδια, ευωδιές, πεταλούδες.
                - Ε, κυρα-Μαρία, τώρα τι λέεις;
                - Α, δεν τα είχα προσέξει!
                Προχωρώντας εφθάσαμε στα Πλατάνια. Τ’ αηδόνια χαλούσαν τον κόσμο.
                - Κυρα-Μαρία, μου είπες ψέματα!
                - Όχι, μου λέει. Δεν τα είχα προσέξει καθόλου!
                Κι εγώ στην αρχή ήμουν «χοντρός», δεν καταλάβαινα. Μετά ο Θεός μου έδωσε την
Χάρη. Τότε όλα άλλαξαν. Αυτό έγινε, αφού άρχισα την υπακοή.
                Θυμάμαι τ’ απολιθωμένα δέντρα, τους κορμούς, που είδαμε στη Μυτιλήνη. Υπάρχουν δεκαπέντε εκατομμύρια χρόνια. Μ’ εντυπωσιάσανε τόσο πολύ! Κι αυτό είναι προσευχή, να βλέπεις τ’ απολιθώματα και να δοξάζεις τα μεγαλεία του Θεού.

Προσευχή είναι να πλησιάζεις το κάθε πλάσμα του Θεού με αγάπη
                Προσευχή είναι να πλησιάζεις το κάθε πλάσμα του Θεού με αγάπη και να ζεις με όλα, και με τ’ άγρια ακόμη, εν αρμονία. Αυτό επιθυμώ και προσπαθώ να το εφαρμόζω. Ακούστε να σας πω κάτι που έχει σχέση μ’ αυτό.
                Κάποιος, πριν από καιρό, μου χάρισε έναν παπαγάλο. Τις πρώτες μέρες ήταν πολύ ατίθασος και άγριος. Δεν μπορούσες να τον πλησιάσεις· ήταν έτοιμος με το ράμφος του να σου κόψει το χέρι. Θέλησα, λοιπόν, να τον ημερεύσω με την Χάρη του Θεού και με την ευχή. Έλεγα το «Κύριε Ιησού Χριστέ, ελέησόν με» από μέσα μου ή και απ’ έξω και με μια βεργίτσα ακουμπούσα πάνω στη ράχη του, ενώ ο παπαγάλος βρισκόταν μες στο κλουβί. Αυτή την κίνηση την έκανα τρεις φορές και με προσοχή. Το απόγευμα της ίδιας μέρας επανέλαβα το ίδιο. Την άλλη μέρα επίσης το ίδιο. Μετά από λίγες μέρες ακουμπούσα τη βέργα πάνω απ’ το κεφάλι του απαλά λέγοντας πάλι το «Κύριε Ιησού Χριστέ, ελέησόν με». Πάντα με προσοχή, μη θυμώσει το πουλί. Αυτή την κίνηση δεν την έκανα πολλή ώρα. Μετά πάλι από λίγες μέρες τον ακουμπούσα από πάνω απ’ το κεφάλι, συνέχιζα στη ράχη και τον έφθανα μέχρι την ουρά. Αφού δεν έβλεπα καμιά αντίδραση, άρχισα να βάζω τη βέργα κάτω απ’ το λαιμό του σ’ όλο το στήθος μέχρι κάτω μ’ έναν τρόπο απαλό, για να μην τον εκνευρίσω, και λέγοντας πάντα την ευχή. Μετά πήρα θάρρος, άφησα τη βέργα, πήρα ένα μολύβι κι έκανα τις ίδιες κινήσεις. Τέλος, άφησα το μολύβι κι άρχισα να χρησιμοποιώ το χέρι μου. Είχε επέλθει πλέον η εξοικείωσις, οπότε τον έβγαζα έξω απ’ το κλουβί κι ανέβαινε πάνω στον ώμο μου. Κάναμε περίπατο μαζί στο διάδρομο. Αλλά κι όταν καθόμουνα να φάω, ερχότανε και τρώγαμε μαζί. Του έδινα λίγο μήλο κι ερχόταν δίπλα μου και το έτρωγε. Όμως τον εχάσαμε. Κάποια μέρα είχε έλθει ένας παπάς με πολλά παιδιά και τα παπαδόπουλα άνοιξαν το κλουβί κι ο παπαγάλος έφυγε.
                Έπειτα από καιρό μας εφέρανε άλλον παπαγάλο, αυτόν που έχομε τώρα. Άγριος κι αυτός, όπως και ο πρώτος. Με τον ίδιο τρόπο, απαλά και με την ευχή, τον ημέρεψα κι αυτόνε. Άρχισε σιγά σιγά να λέει διάφορες λέξεις, να φωνάζει ονόματα, να βγαίνει έξω απ’ το κλουβί του, να στέκεται πάνω μου, να τρώει μαζί μου. Το κλουβί τους έχει σύρτη. Όταν βγαίνει έξω, εγώ του αμπαρώνω το σύρτη και στέκεται πάνω απ’ το κλουβί. Όταν θέλω να ξαναμπεί πάλι μέσα, μ’ ένα νεύμα μου του δείχνω να κατεβεί και να μπει μέσα. Τότε πηγαίνει, ανοίγει το σύρτη και μπαίνει μες στο κλουβί. Είναι εγωιστής, όμως, και θέλει να τον προσέχεις, να του μιλάεις με γλυκύτητα, να μην τον περιφρονείς. Ζηλεύει ιδιαιτέρως, γι’ αυτό δεν θέλει να μιλάεις σ’ άλλον, ούτε ν’ αγαπάεις άλλον. Αλλιώς θυμώνει πολύ. Τώρα που έχομε αποκτήσει μεγάλη φιλία, έμαθε όχι μόνο λέξεις και ονόματα, αλλά λέει και την ευχή: «Κύριε Ιησού Χριστέ, ελέησόν με». Λέει επίσης: «Θεοτόκε Παρθένε, χαίρε Κεχαριτωμένη Μαρία, ο Κύριος μετά Σου», «Ο Θεός είναι καλός», «Ο Θεός είναι πολύ καλός», αλλά και ψάλλει το «Κύριε ελέησον» κ.ά.
                Τώρα θέλω να εξημερώσω κι έναν αετό. Τον έχω βρει στη βόρειο Εύβοια. Εκεί που πηγαίνω και ξεκουράζομαι, λίγο πιο πάνω, βρήκα ένα μέρος, που το ονόμασα «αετοφωλιά». Αυτό το όνομα δεν το έδωσα τυχαία. Είναι πολύ δύσκολο να φθάσεις εκεί. κατσάβραχα είναι και κάτω απλώνεται το Αιγαίο. Όταν η ατμόσφαιρα είναι καλή, από κει φαίνονται τα Καυσοκαλύβια του Αγίου Όρους.
                Μια μέρα είδαμε εκεί έναν αετό με ανοικτά τα φτερά του δυόμισι μέτρα. Θηρίο! Περιεφέρετο πάνω μας με ήσυχο τρόπο, χωρίς να παίζει καθόλου τα φτερά του. Κατέστρωσα ένα σχέδιο: όπως εξημέρωσα τον παπαγάλο, να εξημερώσω και τον αετό. Και το πιστεύω ότι με τη βοήθεια του Θεού θα γίνομε φίλοι με τον αετό. Θα το κάνομε μ’ έναν άγιο τρόπο. Θέλουν και τα πουλάκια τρόπους του Θεού, για να προσεύχονται. Τους αρέσει το διάβασμα. Στον αετό αρέσει και το κρέας.
                Σκέπτομαι, λοιπόν, να πάμε με δύο ακόμη στο βράχο πρωί πρωί. Στην αρχή θα κάνομε νοερά προσευχή. Στη συνέχεια, θα διαβάσομε δυνατά ορισμένους ψαλμούς του όρθρου. Μετά θα ψάλομε μερικούς ύμνους, αίνους κ.ά. Την ίδια ώρα θα βάλομε και λίγο θυμίαμα. Πολύ σπουδαίο ρόλο θα παίξουμε και οι ψαλμωδίες αλλά και η μυρωδιά απ’ το λιβάνι. Το λιβάνι είναι άρωμα σεμνό, που ημερεύει. Θα πάρω κι ένα ξύλο ξερό, μακρύ, ενάμισι μέτρο κι ένα άλλο μικρό και θα χτυπάω το τάλαντο, όπως το χτυπάνε στα μοναστήρια: το τά-λα-ντο, το τά-λα-ντο, το τά-λα-ντο, το τά-, το τά- το τά-λα-ντο κ.λπ. Κάθε τόσο θα φωνάζω: «Ιωάννηηη!!... Ιωάννηηη!!...». αυτό το όνομα θα του δώσω. Εν τω μεταξύ θα έχομε μαζί μας κρέας ψητό. Κομματάκια θα τ’ αφήσομε στο βράχο και θ’ απομακρυνθούμε περίπου διακόσια μέτρα. Απ’ αυτή την απόσταση θα τον αντικρίζω και θα λέω το «Κύριε Ιησού Χριστέ, ελέησόν με» και σε λίγο οπωσδήποτε ο αετός θα κατεβεί και θα φάει το κρέας.
                Την άλλη μέρα θα κάνομε το ίδιο. Ο αετός θα περιφέρεται πάνω μας και, μόλις τελειώσομε το πρόγραμμα, αυτός θα κατεβεί κάτω και θα φάει το κρέας. Μια, δυο, τρεις, πάει! Δικός μας ο αετός! Όποια ώρα θα χτυπάμε το τάλαντο, θα έρχεται να τρώει το κρέας. Θα τον κατεβάζω κάτω, όποια ώρα θέλω. Σιγά σιγά θα ημερέψει και θα μπορέσω να πάω να τον πιάσω. Δηλαδή μπορεί να με κάνει κομμάτια. Αυτός είναι θηρίο! Τα πόδια του τεράστια. Έτσι και καθίσει στον ώμο σου, θα σου τον καταφάει, έστω κι αν δεν έχει κακία. Αλλά υπάρχει τρόπος. Θα πάρω το μπαστούνι του Αγίου Γερασίμου και θα του το βάλω πάνω στη ράχη του δύο φορές και θα φωνάξω συγχρόνως: «Ιωάννηηη!!... Ιωάννηηη!!...». Του έδωσα ωραίο όνομα. Είναι το σύμβολο του Αγίου Ιωάννου του Θεολόγου. Την άλλη μέρα που θα ξανάρθει, μόλις φάει το κρέας, θα περάσω το μπαστούνι στη ράχη του τρεις φορές. Την άλλη μέρα τέσσερις. Την άλλη πέντε φορές. Την άλλη μέρα θα προχωρήσω στο λαιμό του. Την άλλη θ’ αρχίσω απ’ το κεφάλι μέχρι την ουρά. Και την άλλη απ’ το στόμα του και το λαιμό του μέχρι και πιο κάτω. Το ίδιο και την άλλη και την άλλη, ώσπου να πιάσομε φιλία. Οπότε μετά θ’ απλώσω το χέρι μου στο κεφάλι του, στα φτερά του, στη ράχη του και θα κάνω ό,τι έκανα πρώτα με το μπαστούνι. Αλλά χρειάζεται προσοχή, γιατί είναι επικίνδυνο. Αν κάτι θελήσει να πιάσει, θα σε φάει με τα φοβερά του νύχια. Σιδερένια είναι τα νύχια του. Μπορεί να σε καρφώσει, και μόνο αν μυρίζεις από κρέας. Αλλά ο αετός είναι πολύ έξυπνος, βασιλιάς, δραστήριος. Άμα το κάνομε αυτό, θα δούμε πραγματικά την
Χάρη και την επίσκεψη του Θεού.
                Να σας πω και κάτι άλλο.
                Ήλθε κάποια φορά μια γυναίκα, η κυρα-Λένη, εκεί στην έρημο που πηγαίνω, στην βόρειο Εύβοια, και μου έφερε τα γίδια της. Μου είπε που ήμουν, στο τσιμέντο:
                - Μπορείς να κάνεις μια προσευχή για τα γίδια μου, γιατί δεν πάνε καλά;
                Σηκώθηκα πάνω. Ήλθαν μόνα τους, δεν μου τα έφερε. Άπλωσα τα χέρια μου και διάβαζα ευχή. Ήταν όλα κοντά μου, σηκώσανε τα κεφαλάκια τους και με κοιτάζανε. Ένας τράγος ζύγωσε κοντύτερα. Έσκυψε, μου φίλησε το χέρι. Ήθελε να τον χαϊδέψω. Τον χάιδεψα, ευχαριστήθηκε. Με τριγυρίσανε όλα και κοιτάγανε κατά πάνω. Με κοιτάγανε στο πρόσωπο. Τα ευλογούσα. Εγώ μιλούσα, έκανα προσευχή.
                Κάποτε είχαμε ένα σκυλί. Άμα μ’ έβλεπε έξω, ερχόταν, παπ!, μου φιλούσε το χέρι, με γέμιζε σάλια κι έφευγε, για να μην το μαλώσω.

Ο έχων τη θεία σοφία τα βλέπει όλα με αγάπη
                Αυτά όλα που αφορούν τη φύση πολύ μας βοηθάνε στην πνευματική μας ζωή, όταν είναι με την
Χάρη του Θεού. Εγώ όταν νιώθω την αρμονία της φύσεως, όλο κλαίω. Γιατί να βαρεθούμε τη ζωή; Να τη ζήσομε με το Πνεύμα του Θεού, το Πνεύμα της αληθείας. Ο έχων το Πνεύμα του Θεού, ο έχων τη θεία σοφία τα βλέπει όλα με αγάπη Θεού κι όλα τα προσέχει. Η σοφία του Θεού τον κάνει όλα να τα κατέχει και με όλα να χαίρεται.
                Ακούστε να σας πω το ποίημά μου. Είναι του Λάμπρου Πορφύρα. Αυτό ζω εγώ τώρα, το έχω συνεχώς μπροστά μου. Ταιριάζει με τη ζωή μου.
«Να ‘ταν τα πεύκα της πλαγιάς, να μου ‘διναν
απ’ τα κλαδιά τους τ’ άμετρα μια στοίβα,
να ‘φτιανα σε μιαν άκρη δίπλα τους
τη φτωχική μου κι έρημη καλύβα.

Να’ ταν το καλοκαίρι να μου δίνανε
τα φύλλα να πλαγιάσω τα ξερά τους,
μαζί τους να το λέω το τραγούδι τους,
μαζί τους τ’ αυγινό το σφύριγμά τους.

Κι ύστερα τίποτ’ άλλο.
Κι όταν θα ‘σβηνε έτσι η ζωή μου από χαρά γεμάτη,
λίγα κλαδιά τους πάλι να μου δίνανε,
να γίνουν το στερνό μου το κρεββάτι...».

ΑΙΡΕΣΗ ΚΑΙ ΨΥΧΟΠΑΘΟΛΟΓΙΑ



Αίρεση και ψυχοπαθολογία
Η αίρεση και η θρησκευτικότητα έξω από την αποκάλυψη τού Δημιουργού, αποτελεί ψυχοσωματική ασθένεια.
Η ομαδική αυτοκτονία 39 μελών της νέας (UFO-λογικής) αίρεσης «Ουράνια Πύλη» στην California των ΗΠΑ (25 Μαρτίου) θα πρέπει όλους να μας προβληματίσει σοβαρά. Φέτος ήταν η 50ή επέτειος (Ιωβηλαίο) της πρώτης «εμφάνισης» Α(γνώστου) Τ(αυτότητος) Ι(πταμένων) Α(ντικειμένων) στη Γη (από τις 24 Ιουνίου 1947). Πάντοτε η προς τα ΑΝΩ κατεύθυνση συγκινούσε τον ανθρώπινο ψυχισμό είτε θετικά («καθ΄ ομοίωσιν»), είτε αρνητικά (Εωσφορισμός, complex ανωτερότητας). Δεν είναι, βέβαια, η πρώτη τέτοια ομαδική αυτοκτονία (πρβλ. Πεισιθάνατο Αρχαίων).
Ούτε ο θάνατος για πρώτη φορά συνάπτεται με τις αιρέσεις. Θυμίζω, για παράδειγμα, τα περσινά κρούσματα (βιασμών, φόνων και κατακρεουργήσεων) από τους Σατανιστές. Η (νεοπαγανιστική) εποχή μας (New Age) διαθέτει μια πλούσια gamme ιδεολογιών, παραθρησκειών, τελετών και τεχνικών μύησης κ.λπ. Ιδού πάλι μπροστά μας η Αστρολογία με τον κομήτη Hale-Bopp, την έκλειψη Σελήνης και την εαρινή Ισημερία!

Ως γνωστό, όλοι οι αρχαίοι Ανατολικοί λαοί είχαν αναπτύξει μια ιδιαίτερη οικειότητα με τα άστρα («ουρανό»). Ήδη ο Πλάτων και ο Ωριγένης (είναι τυχαίο άραγε ότι ήταν κι΄ αυτός αυτοευνουχισμένος, όπως τα μέλη της «Ουράνιας Πύλης»;) πίστευαν ότι στα άστρα μεταβαίνουν οι ψυχές των νεκρών. Εντούτοις, ενώ κατά τους Κοινωνιολόγους του προηγούμενου αιώνα (Α. Comte), με την κυριαρχία της Επιστήμης η Θρησκεία θα πέθαινε, καινούριες παρα-θρησκείες (αιρέσεις) συνεχώς ξεπηδούν μέσα στις σύγχρονες μεγαλουπόλεις, όχι από προλετάριους, όπως εύκολα θα έσπευδαν να το εξηγήσουν οι παλιοί Μαρξιστές, αλλά από εύπορους και μορφωμένους! Αν στο Μεσαίωνα ασχολούνταν με το Occult και τη Μαγεία μόνο κάτι γριές, στο σύγχρονο Μεσαίωνα, τουλάχιστον από προσωπική μου πείρα, ασχολούνται νέοι και μάλιστα μορφωμένοι (Καθηγητές, Μηχανικοί, Τραπεζικοί, Γιατροί κλπ).

Όμως, αν το «θρησκεύειν» γενικά είναι ανθρώπινο, το «ορθοδόξως» ή «αιρετικώς» θρησκεύειν δεν είναι αυτονόητο. Απ΄ τη μια, ελλιπείς γνώσεις γύρω από τη Φιλοσοφία και Θεολογία, κι’ απ’ την άλλη προσωπικά (ψυχικά) προβλήματα καθιστούν θύματα πολλά νεαρά άτομα. Η θρησκευτική άγνοια, η παραπληροφόρηση και ο φανατισμός δε σκοτώνουν λιγότερο από τα ναρκωτικά. Ο E. Fromm, αντιστρέφοντας το αξίωμα του S. Freud ότι η Θρησκεία είναι νεύρωση, παρατηρεί ότι σε πολλούς νευρωτικούς η νεύρωση λειτουργεί ως μια μορφή θρησκείας. Η Ορθόδοξη Πατερική Ψυχολογία διακρίνει χωρίς να διαχωρίζει τη ζωική ψυχή (psyche) από την πνευματική (θεωρητική) ψυχή (soul).

Στη Θεολογία δε χαρακτηρίζονται ως ψυχασθένειες μόνο οι ψυχιατρικές νόσοι, αλλά κυρίως η «αποστασία», οι αιρέσεις και οι ποικίλες μορφές (ηθικής) αμαρτίας. Αν και υπάρχει διαφορά μεταξύ ένοχης «μη απηρτισμένης» και ένοχης «πεπληρωμένης» αμαρτίας, όχι μόνο η (ψυχογενής) νεύρωση (ειδωλοποιήσεις, vergoetzungen) οντολογικά συνιστά αμαρτία (Ηyperindividualism, εθελοθρησκεία-individual religion, αλλοτρίωση), αλλά και η λαθεμένη θρησκεία (αίρεση) ως αμαρτία (άλογο, ναρκισσισμός-αυτοεξόγκωση, selfaggrandizement, ανθρωποφετιχισμός, μανία, υστερία) αποτελεί γνωστό νοσογόνο παράγοντα (υπαρξιακή σύγκρουση, ψυχικά τραύματα, anxious self-centeredness ή self-centered anxiety, υπαρξιακο-οντική - πυρηνική - νεύρωση, kernneurose).

Η ιουδαιοχριστιανική φιλολογία παρομοιάζει την αμαρτία με τις διάφορες ψυχοπαθολογικές καταστάσεις του ύπνου (coma, catalepsy κ.λπ.), εξομοιώνοντάς τη με την ψυχοπνευματική κατάσταση της νεύρωσης ως ανισορροπίας (disequilibrium) και σχιζοθυμίας (schizothymia). Κατά το M. H. Spero (1996), νεύρωση και αμαρτία χαρακτηρίζονται από μια κοινή συμπτωματολογία (σπατάλη ψυχικής ενέργειας, μείωση του αυτοσυναισθήματος-αυτοεγκατάλειψη, ενοχή, φόβος, άγχος, ανησυχία, ταραχή-θόρυβος της ψυχής, εφιαλτικά όνειρα, ανασφάλεια, λιποθυμίες, κατάπτωση, νοητική κόπωση, μη δημιουργικότητα, αϋπνία, αθυμία-ακηδία, κατάθλιψη-μελαγχολία, αντιστροφή των αξιών, καταναγκαστικές ιδέες, αίσθημα μνησικακίας, επιθετικότητα, ταχυκαρδίες, ημικρανίες, ανορεξία, πεπτικές διαταραχές, έλκος, παχυσαρκία, δερματοπάθειες κ.λπ.).
Σύγχρονοι Ψυχαναλυτές ερμηνεύουν την προέλευση των νευρώσεων όχι από τη σύγκρουση μεταξύ των ορμών, αλλ’ από τη σύγκρουση μεταξύ διαφόρων πνευματικών αξιών (M. R. Nelson, 1976). Έτσι, ο V. E. Frankl λ.χ. ομιλεί για «νοογενείς» νευρώσεις. «Κάθε θεώρηση της νεύρωσης άνευ αναφοράς της προς τις Αξίες είναι καταδικασμένη σε αποτυχία» (I. Caruso). Η ιδεοληψία, για παράδειγμα, είναι μια ιδέα, που με το μηχανισμό της μετατόπισης (verschiebung) υποκαθιστά (βλ. νεύρωση υποκαταστάσεως) μια τύψη. Κατά το C. Jung, το απωθούμενο θρησκευτικό σύμπλεγμα (αθεία, απιστία) αποτελεί βασική αιτία πάρα πολλών νευρώσεων της εποχής μας, αφού κάθε απώθηση αντικαθίσταται από μια καταδίκη (S. Freud). Αλλά και το μη ορθά «θρησκεύειν» (toxic faith), όπως είναι όλες οι αιρέσεις, προκαλεί τη γνωστή ψυχαναλυτικά νεύρωση. Ακόμα, εντός του Χριστιανισμού μπορεί να αναπτυχθεί η εκκλησιογενής (E. Schaetzing, 1955 και K. Thomas, 1964, 1989) ή εκκλησιομορφική (S. Pfeifer, 1994) νεύρωση.

Κατά την αρχαιοελληνική τραγωδία (Σοφοκλής) και την Αγ. Γραφή, η αμαρτία είναι σύμφυτη με τη «μωρία». H Φαουστική «Ύβρη» είναι το πρώτο σκαλοπάτι της τρέλας (C. Jung). Εξάλλου, κατά τον I. Caruso, η νεύρωση είναι πάντοτε απώθηση της αγάπης, αφού στο κέντρο του σχεδίου της ζωής ο νευρωτικός τοποθετεί τη δική του άποψη, κι’ όχι την άποψη του «πλησίον». Γι’ αυτό και η K. Horney χαρακτήριζε τη νεύρωση ως «disturbance in human relationship» (J. Nuttin).

Η αμαρτία μπορεί να υπολειτουργεί με πολλούς ασυνείδητους μηχανισμούς, όπως την <ταυτοποίηση με το αντίθετο> (reversal into the opposite), όταν π.χ. ο θυμός μεταβάλλεται σε αθυμία, ή ο έρωτας σε οργή, και τον <αντιδραστικό σχηματισμό> (reaction formation). Κατά τον ι. Χρυσόστομο, τα άλογα πάθη της ψυχής, κατορθώνοντας να διαβούν τη θύρα του λογιστικού, και σπάζοντας έτσι κάθε ηθικό φραγμό (αντίσταση), όπως η χολή ενός αρρώστου διαρρηγνύει την κύστη της, ξεχύνονται προς τα έξω, σαν εκστρατευτικά αγήματα στρατού, με αποτέλεσμα την αιχμαλωσία του Εγώ.
Στην κατάσταση αυτή έχουμε είτε τον πλήρη υπό των αλόγων παθών εξοβελισμό του λογιστικού, και άρα την α-λογική κατάσταση της ψυχής, και την παντελή απουσία ελέγχου της συνειδήσεως (πώρωση), είτε την (πορνική) μίξη αλόγων (παθών) και λογιστικού, κατά την οποία πάλι τα πάθη είτε καταπιέζονται (συνειδητή αναστολή, suppression) από το λογιστικό, είτε καταστέλλονται (απωθούνται), και μπορεί σε ανύποπτο χρόνο να «ξαναχτυπήσουν». Η μίξη αυτή μολύνει, βέβαια, την ψυχή, καθιστώντας τη ηθικά ασθενή.

Ο ΜΕΓΑΣ ΒΑΣΙΛΕΙΟΣ ΚΑΙ Η ΚΟΙΝΟΧΡΗΣΙΑ



Ο ΜΕΓΑΣ ΒΑΣΙΛΕΙΟΣ ΚΑΙ Η ΚΟΙΝΟΧΡΗΣΙΑ
(=κοινοκτημοσύνη)
Σεβ. Μητροπολίτου Ναυπάκτου και Αγίου Βλασίου Ιεροθέου

            Μεταξύ των αγίων Πατέρων που καταφέρθηκαν εναντίον των αδίκων πλουσίων, που στηρίζονταν πάνω στα υλικά αγαθά, και περιφρονούσαν η αδιαφορούσαν για την αδικία και την πείνα που επικρατούσε στην κοινωνία, ήταν και ο Μέγας Βασίλειος. Πρέπει να σημειωθή ότι ο Μ. Βασίλειος μίλησε για τα καυτά κοινωνικά θέματα της εποχής του, αφού προηγουμένως ο ίδιος έδωσε το παράδειγμα. Μοίρασε στους πτωχούς την μεγάλη περιουσία που είχε και έπειτα έγινε ιερεύς και επίσκοπος της Καισαρείας της Καππαδοκίας. Έτσι δεν μιλούσε από το γραφείο θεωρητικά. Ο ίδιος πρώτα το έζησε και έπειτα δίδαξε, γι’ αυτό και ο λόγος του ήταν βροντή, αφού προηγουμένως ο βίος του ήταν αστραπή.
Ο Μ. Βασίλειος εργάσθηκε ποιμαντικά. Δεν προσπάθησε να μεταστρέψη την αγανάκτηση των πτωχών εναντίον των πλουσίων και να δημιουργήση μίσος, αλλά προσπάθησε να θεραπεύση τόσο τους πτωχούς όσο και τους πλουσίους να βλέπουν τα πράγματα διαφορετικά. Τα θέματα όταν αντιμετωπίζωνται επιφανειακά δημιουργούν μεγαλύτερα προβλήματα. Έτσι μιλώντας για την αβεβαιότητα του πλούτου και ότι εύκολα μεταβάλλεται, αφού αλλάξουν μερικά κοινωνικά δεδομένα, στην συνέχεια τονίζει το να περιφρονούμε τα υλικά αγαθά. Όπως έγραψα προηγουμένως αυτό το κάνει για να εργασθή ποιμαντικά στον λαό. Το ευκολώτερο πράγμα είναι να γίνη κανείς λαοπλάνος και να πετάη συνθήματα επιφανειακά. Το δυκολώτερο είναι να θεραπεύη τα πάθη του λαού. Με την διδασκαλία περί περιφρονήσεως των υλικών αγαθών θέλει να μετατοπίση την σκέψη τόσο των πλουσίων όσο και των πτωχών από τα υλικά αγαθά, ώστε να παύσουν να νομίζουν ότι αυτά αποτελούν τα μόνα αγαθά πάνω στην γη. Ο λόγος της περιφρονήσεως των υλικών αγαθών δεν είναι μανιχαϊκός, αλλά εντάσσεται μέσα στην προσπάθεια να φέρη μια ισορροπία στην κοινωνία. Πράγματι δυό είναι οι δυνατές στάσεις που μπορεί να λάβη κανείς απέναντι των υλικών αγαθών. Η μια είναι η ειδωλολατρική (θεοποίησή τους) και η άλλη η μανιχαϊκή (η απόρριψή τους). Οι Πατέρες της Εκκλησίας δεν δέχονται ούτε την μια ούτε την άλλη, αλλά δέχονται ότι τα υλικά αγαθά είναι δώρα του Θεού, που πρέπει να προσφέρωνται ως αντίδωρα στον Θεό και στον συνάνθρωπο.
Όταν χρειάσθηκε να γίνη καυστικός το έκανε. Όταν έβλεπε τους πλουσίους να καυχώνται για την δύναμη του πλούτου τους, τότε δεν σιώπησε. Σε ένα έργο του λέγει ότι θεωρεί τέλεια κοινωνία εκείνη από την οποία έχει εξορισθή η ιδιότητα της κτήσεως και η εναντίωση της γνώμης (οι φιλονικίες). Όμως, μελετώντας όλη την διδασκαλία του Μ. Βασιλείου, συμπεραίνουμε ότι δεν κατηγορούσε τόσο την ιδιοκτησία όσο την ιδιοποίηση των υλικών αγαθών. Θέλει να φιλοτιμήση τους πλουσίους να δίδουν ελεύθερα σ’ αυτούς που έχουν ανάγκη, και έτσι να επικρατήση πάνω στην γη η κοινοχρησία. Αυτήν την κοινοχρησία προσπαθεί να τεκμηριώση με πολλά παραδείγματα.
Χρησιμοποιεί την περίπτωση των ζώων. Τα πρόβατα βόσκουν επάνω στα όρη και οι πολυπληθείς ίπποι απολαμβάνουν το χορτάρι στης γης στην ίδια πεδιάδα χωρίς έριδες μεταξύ τους. Εμείς όμως αρπάζουμε τα κοινά και ιδιοποιούμαστε αυτά που ανήκουν στους πολλούς. Χρησιμοποιεί επίσης επιχειρήματα φυσικά. Εκείνος, λέγει, που ιδιοποιείται τα υλικά αγαθά μοιάζει με τον θεατή που εισέρχεται πρώτος στο θέατρο, το καταλαμβάνει ολόκληρο και δεν αφήνει να εισέλθη άλλος, επειδή το θεωρεί απολύτως δικό του. Επίσης αφού ο άνθρωπος γεννιέται γυμνός και επιστρέφει στην γη γυμνός, είναι παράλογο να ιδιοποιήται τα υλικά αγαθά, επειδή πρόλαβε και τα απέκτησε αυτός. Χρησιμοποιεί ακόμη το επιχείρημα του κοινωνικού προορισμού των υλικών αγαθών και του πλούτου. Ο άρτος, λέγει, ανήκει στον πεινασμένο, το ιμάτιο στον γυμνό, το υπόδημα στον ανυπόδητο, το αργύριο στον πτωχό. Εκείνος ο οποίος κατακρύπτει τα αγαθά και αποφεύγει να ενδύση τον γυμνό η να θρέψη τον πεινασμένο δεν είναι καλύτερος από τον λωποδύτη που γυμνώνει τον πεινασμένο. Τα έλεγε αυτά ο άγιος γιατί στην εποχή του σε περίοδο πείνας οι πλούσιοι είχαν γεμάτες τις αποθήκες. Επίσης χρησιμοποιεί το παράδειγμα της πρώτης Εκκλησίας στην οποία όλα ήταν κοινά, ο βίος, η ψυχή, η συμφωνία, η τράπεζα, η αδελφότης και η αγάπη η οποία μετέβαλε σε ένα τα πολλά σώματα και συνήρμοζε σε μία ομόνοια τις διάφορες ψυχές. Αυτή η κοινοκτημοσύνη πρέπει να ερμηνευθή ως κοινοχρησία.
Πέρα από αυτά στα έργα του ο Μ. Βασίλειος τονίζει πολύ την αξία του πραγματικού πλούτου, που είναι η Χάρη του Χριστού. Ο πλούσιος χωρίς Χριστό είναι πάμπτωχος και ο πτωχός με τον Χριστό είναι πάμπλουτος. Οι υλικές απολαύσεις, έλεγε, έχουν περισσότερο πόνο, παρά υλική ευχαρίστηση. Τα πλούτη έχουν τις επιβουλές, οι τρυφές, οι χορτασμοί και οι αδιάκοπες απολαύσεις έχουν την ποικιλία των ασθενειών και άλλα ακόμη πάθη. Οι Απόστολοι είχαν τον Χριστό και είχαν τα πάντα. Το ίδιο συμβαίνει και με τους αγίους.
Οι Πατέρες της Εκκλησίας προσπάθησαν να λύσουν τα προβλήματα της εποχής τους με βάση τον Θεό και την σωτηρία του ανθρώπου, αλλά συνεχώς επεδίωκαν να ανεβάσουν τον νου των ανθρώπων στο πραγματικό αγαθό, που είναι ο Θεός.


ΤΟ ΠΑΙΔΙ ΜΕΣΑ ΜΑΣ




Του ΠΑΤΡΟΣ ΒΑΡΝΑΒΑ
Εφημερίου του Ι. Ν. Λαοδηγήτριας Θεσσαλονίκης

«Αν δεν γίνουμε σαν τα παιδιά, δεν θα μπούμε στη Βασιλεία Του». Ο λόγος αυτός ανήκει στο Χριστό. Δείγμα πραγματικής σοφίας είναι η απλότητα, η αμεσότητα και η ζωντάνια του λόγου άσκηση στη πνευματική ζωή ορίζεται και ως απέκδυση του παλαιού ανθρώπου, να ξεντυθούμε το ψεύτικο, το υποκριτικό, τα φτιασιδώματα των συστημάτων. Αν έχουμε εμπιστοσύνη στην Πατρική Αγάπη, όπως τα παιδιά, νοιώθουμε  ασφαλείς με τον εαυτό μας και δεν προσπαθούμε να αποδείξουμε κάτι, για να διεκδικήσουμε την αναγνώριση και την αποδοχή. Στον κόσμο του ανταγωνισμού και των συγκρούσεων το πρώτο πράγμα που μαθαίνουμε είναι να μην είμαστε ο εαυτός μας, για να μπορέσουμε να «επιτύχουμε». Χάνουμε έτσι την παιδική αθωότητα και την επαφή με τον εαυτό μας. Μας αναγνωρίζει ίσως η κοινωνία, αλλά δε μας χαίρεται ο εαυτός μας. Προσπαθούμε να πείσουμε τον εαυτό μας να χαίρεται με τα κατορθώματά του, αλλά τα βιώματα της καρδιάς μας έχουν άλλη γνώμη. Είμαστε οι σπουδαίοι και ευφυείς. που μας είναι βάσανο ο προσωπικός μας χρόνος με τον εαυτό μας.
Οι καλοί τρόποι συμπεριφοράς δεν είναι πάντα έκφραση ευγένειας ψυχής, αλλά ένας επιτηδευμένος τρόπος να κρύψουμε την υπαρξιακή μας ασχήμια, όπως η γυναίκα που προσπαθεί να κρύψει τα σημάδια της φθοράς του προσώπου της με υπερβολικά βαψίματα. Ένας ανεπιτήδευτος-παιδικός τρόπος συμπεριφοράς με στοιχεία αγένειας μπορεί να κρύβει μεγαλύτερη καθαρότητα ενώπιον του Θεού από προσεγμένες καθώς πρέπει συμπεριφορές. Ο φόβος της έκθεσης, η ανάγκη μας για τη καλή γνώμη των άλλων, η κενοδοξία μας, επιβάλλουν συμπεριφορές που θάβουν την παιδική καθαρότητα και απλότητα. Γινόμαστε πονηροί, με σύγχυση λογισμών και συναισθημάτων. Χάνουμε τη δυνατότητα σχέσης και αγάπης. Δεν μπορούμε να παίξουμε και να απολαύσουμε τη ζωή. Όλα τα υπολογίζουμε και η καρδιά αιχμαλωτίζεται στη σκέψη. Το παιδί εμπιστεύεται τον πατέρα του, φαντάζει στα μάτια του παντοδύναμος, που μπορεί να του εξασφαλίσει ό,τι έχει ανάγκη. Όλη η ουσία της πίστης μας είναι η προσέγγιση του Ουράνιου Πατέρα με αυτό το λογισμό. Ό,τι ζαβολιές και να’ χουμε κάνει, ξέρουμε ότι είναι πατέρας, θα μας καταλάβει και θα μας δεχθεί, αρκεί να μη νοιώθουμε πως είμαστε οι σπουδαίοι, που δυσκολεύονται να παραδεχθούν ότι κάνουν και λάθη. Ό,τι πόνο και θλίψη και αν έχουμε, ξέρουμε ότι κάτι καλύτερο ετοιμάζει για μας ως πατέρας. Πόσο δυστυχισμένοι είμαστε, που χάθηκε το παιδί από μέσα μας;