1 Καὶ ἤκουσα μεγάλης φωνῆς ἐκ τοῦ ναοῦ λεγούσης τοῖς ἑπτὰ ἀγγέλοις· Ὑπάγετε καὶ ἐκχέατε τὰς ἑπτὰ φιάλας τοῦ θυμοῦ τοῦ Θεοῦ εἰς τὴν γῆν.
Και
ήκουσα φωνήν μεγάλην από τον ναόν του Θεού να λέγη προς τους επτά αγγέλους·
΄΄πηγαίνετε και χύσετε επάνω εις την γην τας επτά φιάλας του θυμού του Θεού.
2 Καὶ ἀπῆλθεν ὁ πρῶτος καὶ ἐξέχεε τὴν φιάλην αὐτοῦ εἰς τὴν γῆν· καὶ ἐγένετο ἕλκος κακὸν καὶ πονηρὸν ἐπὶ τοὺς ἀνθρώπους τοὺς ἔχοντας τὸ χάραγμα τοῦ θηρίου καὶ τοὺς προσκυνοῦντας τῇ εἰκόνι αὐτοῦ.
Και
απήλθεν ο πρώτος άγγελος και έχυσε το περιεχόμενον της φιάλης του εις την γην
και (όπως επί Μωϋσέως με κάποιαν ανάλογον πληγήν εναντίον των αμετανοήτων
Αιγυπτίων, έτσι και τώρα) έγινε μία κακή πληγή, γεμάτη πόνους στους ανθρώπους,
οι οποίοι είχαν το χάραγμα της σφραγίδος του θηρίου και εις εκείνους, οι οποίοι
επροσκυνούσαν το είδωλον αυτού. (Τιμωρία φοβερά εκ μέρους του Θεού, που
προκαλούσε σωματικούς και ψυχικούς πόνους).
3
Καὶ ὁ δεύτερος ἄγγελος ἐξέχεε τὴν φιάλην αὐτοῦ εἰς τὴν θάλασσαν· καὶ ἐγένετο αἷμα ὡς νεκροῦ, καὶ πᾶσα ψυχὴ ζῶσα ἀπέθανεν ἐν τῇ θαλάσσῃ.
Και
ο δεύτερος άγγελος έχυσε το περιεχόμενον της φιάλης του εις την θάλασσαν. Και
έγινεν η θάλασσα (όπως άλλοτε εις την εποχήν του αμετανοήτου Φαραώ) αίμα σαν
ανθρώπου σκοτωμένου. Και κάθε ζωη, που υπήρχε μέσα εις την θάλασσαν, απέθανε.
4 Καὶ ὁ τρίτος ἐξέχεε τὴν φιάλην αὐτοῦ εἰς τοὺς ποταμοὺς καὶ εἰς τὰς πηγὰς τῶν ὑδάτων· καὶ ἐγένετο αἷμα.
Και
ο τρίτος άγγελος έχυσε το περιεχόμενον της φιάλης του εις τα ποτάμια και εις
τας πηγάς των υδάτων. Και έγιναν όλα αίμα. (Ποταμηδόν έχυσαν οι ασεβείς το αίμα
των μαρτύρων της πίστεως. Αίμα τώρα, προς τιμωρίαν των, γίνονται τα νερά της
γης).
5
Καὶ ἤκουσα τοῦ ἀγγέλου τῶν ὑδάτων λέγοντος· Δίκαιος εἶ, ὁ ὢν καὶ ὁ ἦν, ὁ ὅσιος ὅτι ταῦτα ἔκρινας·
Και
ήκουσα τον άγγελον, που έχει εξουσίαν επάνω εις τα ύδατα να λέγη· ΄΄δίκαιος
είσαι συ, που υπάρχεις πάντοτε και υπήρχες προαιωνίως, συ ο όσιος, συ ο
απολύτως άγιος, διότι σύμφωνα με την άπειρον δικαιοσύνην σου έκρινες,
απεφάσισες και έπραξες αυτά.
6 ὅτι αἷμα ἁγίων καὶ προφητῶν ἐξέχεαν, καὶ αἷμα αὐτοῖς ἔδωκας πιεῖν· ἄξιοί εἰσι.
Διότι
οι ασεβείς έχυσαν το αίμα των αγίων και των προφητών σου και τους έδωσες συ
αντί νερού να πιουν αίμα. Είναι άξιοι δια την τιμωρίαν αυτήν΄΄.
7
Καὶ ἤκουσα τοῦ θυσιαστηρίου λέγοντος· Ναί, Κύριε ὁ Θεὸς ὁ παντοκράτωρ, ἀληθιναὶ καὶ δίκαιαι αἱ κρίσεις σου.
Και
ήκουσα από το θυσιαστήριον, (δηλαδή από τας ψυχάς των εσφαγμένων δια τον λόγον
του Θεού) φωνήν να λέγη· ΄΄ναι, Κυριε ο Θεός ο παντοκράτωρ, αληθιναί και
δίκαιαι είναι αι κρίσεις και αποφάσεις σου΄΄.
8 Καὶ ὁ τέταρτος ἐξέχεε τὴν φιάλην αὐτοῦ ἐπὶ τὸν ἥλιον· καὶ ἐδόθη αὐτῷ καυματίσαι ἐν πυρί τοὺς ἀνθρώπους.
Και
ο τέταρτος άγγελος αδειασε το περιεχόμενον της φιάλης του επάνω στον ήλιον. Και
εδόθη στον ήλιον η δύναμις να εξαπολύση μεγάλο καύμα πυρός εναντίον των
ανθρώπων.
9 καὶ ἐκαυματίσθησαν οἱ ἄνθρωποι καῦμα μέγα, καὶ ἐβλασφήμησαν οἱ ἄνθρωποι τὸ ὄνομα τοῦ Θεοῦ τοῦ ἔχοντος ἐξουσίαν ἐπὶ τὰς πληγὰς ταύτας, καὶ οὐ μετενόησαν δοῦναι αὐτῷ δόξαν.
Και
σαν να εψήθηκαν οι άνθρωποι μέσα στο ανυπόφορον αυτό λιοπύρι, και, αντί με
μετάνοιαν να ζητήσουν το έλεος του Θεού, εβλασφήμησαν το όνομα του Θεού, που
έχει την δύναμιν και την εξουσίαν επάνω εις τας πληγάς αυτάς και δεν
μετενόησαν, δια να τον δοξάσουν.
10
Καὶ ὁ πέμπτος ἐξέχεε τὴν φιάλην αὐτοῦ ἐπὶ τὸν θρόνον τοῦ θηρίου· καὶ ἐγένετο ἡ βασιλεία αὐτοῦ ἐσκοτωμένη, καὶ ἐμασῶντο τὰς γλώσσας αὐτῶν ἐκ τοῦ πόνου,
Και
ο πέμπτος άγγελος αδειασε το περιεχόμενον της φιάλης του επάνω στον θρόνον του
θηρίου. Και έγινε κατασκότεινη η βασιλεία του και οι άνθρωποι, οι οπαδοί και
δούλοι του θηρίου, εμασούσαν τας γλώσσας των από τον δριμύν πόνον, που
ησθάνοντο μέσα στο αδιαπέραστον εκείνο σκοτάδι.
11 καὶ ἐβλασφήμησαν τὸν Θεὸν τοῦ οὐρανοῦ ἐκ τῶν πόνων αὐτῶν καὶ ἐκ τῶν ἑλκῶν αὐτῶν, καὶ οὐ μετενόησαν ἐκ τῶν ἔργων αὐτῶν.
Και
αντί συντετριμμένοι να ζητήσουν το θείον έλεος, εβλασφήμησαν τον Θεόν του
ουρανού εξ αιτίας του πόνου των και των πληγών των και δεν μετενόησαν και δεν
απηρνήθησαν τα πονηρά των έργα.
12 Καὶ ὁ ἕκτος ἐξέχεε τὴν φιάλην αὐτοῦ ἐπὶ τὸν ποταμὸν τὸν μέγαν τὸν Εὐφράτην· καὶ ἐξηράνθη τὸ ὕδωρ αὐτοῦ, ἵνα ἑτοιμασθῇ ἡ ὁδὸς τῶν βασιλέων τῶν ἀπὸ ἀνατολῆς ἡλίου.
Και
ο έκτος άγγελος έχυσε την φιάλην αυτού στον μεγάλον ποταμόν, τον Ευφράτην. Και
εξηράνθηκε το νερό αυτού και έγινε βατός ο ποταμός, δια να είναι έτσι έτοιμος
και ελεύθερος ο δρόμος των βασιλέων, που θα ήρχοντο από τα μέρη της Ανατολής
(δια να πλημμυρίσουν με τα στρατεύματα των τας δυτικάς περιοχάς και τας
εξολοθρεύσουν).
13
Καὶ εἶδον ἐκ τοῦ στόματος τοῦ δράκοντος καὶ ἐκ τοῦ στόματος τοῦ θηρίου καὶ ἐκ τοῦ στόματος τοῦ ψευδοπροφήτου πνεύματα τρία ἀκάθαρτα, ὡς οἱ βάτραχοι·
Και
είδα από το στόμα του δράκοντος, του διαβόλου, και από το στόμα του θηρίου, του
αντίχριστου, και από το στόμα του ψευδοπροφήτου να βγαίνουν τρία ακάθαρτα
πνεύματα, που εμοιαζαν με αηδιαστικούς βατράχους.
14 εἰσὶ γὰρ πνεύματα δαιμονίων ποιοῦντα σημεῖα, ἃ ἐκπορεύεται ἐπὶ τοὺς βασιλεῖς τῆς οἰκουμένης ὅλης, συναγαγεῖν αὐτοὺς εἰς τὸν πόλεμον τῆς ἡμέρας ἐκείνης τῆς μεγάλης τοῦ Θεοῦ τοῦ παντοκράτορος.
Και
ήσαν αυτά δαιμονικά πνεύματα, που έκαμναν αγυρτικά και μαγικά θαύματα. Και τα
δαιμονικά αυτά πνεύματα, που εξεπήδησαν από τα στόματα εκείνων, έσπευσαν στους
βασιλείς όλης της οικουμένης, δια να τους συγκεντρώσουν με τας δολιότητάς των
στον πόλεμον, που θα εγίνετο κατά την μεγάλην εκείνην ημέραν, την οποίαν είχεν
ορίσει ο Θεός ο Παντοκράτωρ, δια να καταλύση και συντρίψη τον αντίχριστον.
15
Ἰδοὺ ἔρχομαι ὡς κλέπτης· μακάριος ὁ γρηγορῶν καὶ τηρῶν τὰ ἱμάτια αὐτοῦ, ἵνα μὴ γυμνὸς περιπατῇ καὶ βλέπωσι τὴν ἀσχημοσύνην αὐτοῦ.
Ιδού
έρχομαι έξαφνα σαν κλέπτης, λέγει ο Κυριος. Μακάριος είναι εκείνος, που μένει
άγρυπνος και προσεκτικός και φυλάσσει αγνά και καθαρά τα ενδύματα της ψυχής
του, δια να μη ζη και περιπατή γυμνός από αγαθά έργα και βλέπουν οι άγιοι και
οι άγγελοι του ουρανού την ασχημίαν της ηθικής γυμνότητός του΄΄.
16 καὶ συνήγαγεν αὐτοὺς εἰς τὸν τόπον τὸν καλούμενον Ἑβραϊστὶ Ἁρμαγεδών.
Και
τότε τα δαιμονικά εκείνα πνεύματα εμάζεψαν τους βασιλείς με τους στρατούς των
εις τόπον, ο οποίος λέγεται Εβραϊστί Αρμαγεδών, στους πρόποδας του Καρμήλου,
όπου ο Ηλίας είχε κατασφάξει τους ιερείς της αισχύνης. (Συμβολίζει δε αυτό τους
καταστρεπτικούς πολέμους δια μέσου των αιώνων και μάλιστα τον φοβερώτερον απ'
όλους, ο οποίος θα συμβή ολίγον προ της οριστικής επικρατήσεως του Ευαγγελίου).
17 Καὶ ὁ ἕβδομος ἐξέχεε τὴν φιάλην αὐτοῦ ἐπὶ τὸν ἀέρα· καὶ ἐξῆλθε φωνὴ μεγάλη ἐκ τοῦ ναοῦ τοῦ οὐρανοῦ ἀπὸ τοῦ θρόνου λέγουσα· Γέγονε.
Και
ο έβδομος άγγελος έχυσε το περιεχόμενον της φιάλης του στον αέρα (δια να
επακολουθήσουν έτσι τρομερά ατμοσφαιρικά και γεωλογικά φαινόμενα). Και εβγήκε
μεγάλη φωνή από τον επουράνιον ναόν και από τον θρόνον του Θεού, η οποία έλεγε·
΄΄έγινε· επραγματοποιήθη εξ ολοκλήρου η βουλή του Θεού δια τον εξαφανισμόν του
αντιχρίστου΄΄.
18 καὶ ἐγένοντο ἀστραπαὶ καὶ φωναὶ καὶ βρονταί, καὶ σεισμὸς ἐγένετο μέγας, οἷος οὐκ ἐγένετο ἀφ’ οὗ οἱ ἄνθρωποι ἐγένοντο ἐπὶ τῆς γῆς, τηλικοῦτος σεισμὸς οὕτω μέγας.
Και
έγιναν αμέσως αστραπαί και φωναί και βρονταί και συνεκλόνισε την γην μεγάλος
σεισμός, όμοιος προς τον οποίον δεν είχε γίνει από τότε που οι άνθρωποι
ενεφανίσθησαν επάνω εις την γην, τέτοιος φοβερός και τόσον μεγάλος σεισμός.
19 καὶ ἐγένετο ἡ πόλις ἡ μεγάλη εἰς τρία μέρη, καὶ αἱ πόλεις τῶν ἐθνῶν ἔπεσαν. καὶ ἡ Βαβυλὼν ἡ μεγάλη ἐμνήσθη ἐνώπιον τοῦ Θεοῦ δοῦναι αὐτῇ τὸ ποτήριον τοῦ οἴνου τοῦ θυμοῦ τῆς ὀργῆς αὐτοῦ.
Και
εσχίσθη η πόλις η μεγάλη (η πολυάνθρωπος Ρωμη που εσυμβολίζετο με το όνομα της
Βαβυλώνος) εις τρία μέρη και έπεσαν εις ερείπεια αι πόλεις των εθνών. Και την
Ρωμην, την νέαν αυτήν μεγάλην Βαβυλώνα, (έχει δε η κάθε εποχή μέχρι συντελείας
την ιδικήν της Βαβυλώνα) την ενεθυμήθησαν και την εμνημόνευσαν ενώπιον του
Θεού, δια να της δώσουν το ποτήριον, το γεμάτο από τον δραστικόν οίνον του
θυμού και της οργής του Θεού.
20 καὶ πᾶσα νῆσος ἔφυγε, καὶ ὄρη οὐχ εὑρέθησαν.
Και
κάθε νησί έφυγε και εχάθηκε και τα βουνά έγιναν άφαντα και δεν ευρέθησαν.
(Κράτη ασεβή και αντίθεα διαλύονται και θα διαλύωνται δια μέσου των αιώνων,
πληττόμενα από την δικαίαν οργήν του Θεού).
21
καὶ χάλαζα μεγάλη ὡς ταλαντιαία καταβαίνει ἐκ τοῦ οὐρανοῦ ἐπὶ τοὺς ἀνθρώπους· καὶ ἐβλασφήμησαν οἱ ἄνθρωποι τὸν Θεὸν ἐκ τῆς πληγῆς τῆς χαλάζης, ὅτι μεγάλη ἐστὶν ἡ πληγὴ αὕτη σφόδρα.
Και χάλαζα μεγάλη, της
οποίας κάθε κόκκος είχε βάρος ενός ταλάντου, (εικόσι πέντε περίπου κιλά) έπεσε
από τον ουρανόν με ορμήν επάνω στους ανθρώπους. Και αντί αυτοί μετανοημένοι να
ζητήσουν το θείον έλεος, εβλασφήμησαν τον Θεόν ένεκα της πληγής της χαλάζης,
διότι η πληγή αυτή ήτο παρά πολύ μεγάλη.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου