1 Καὶ τῷ ἀγγέλῳ τῆς ἐν Σάρδεσιν ἐκκλησίας γράψον· τάδε λέγει ὁ ἔχων τὰ ἑπτὰ πνεύματα τοῦ Θεοῦ καὶ τοὺς ἑπτὰ ἀστέρας· οἶδά σου τὰ ἔργα, ὅτι ὄνομα ἔχεις ὅτι ζῇς, καὶ νεκρὸς εἶ.
Καὶ στὸν ἐπίσκοπον της Ἐκκλησίας τῶν Σαρδεων γράψε τὰ ἑξῆς· Αὐτὰ λέγει ἐκεῖνος ποὺ ἔχει τὸ Ἅγιον Πνεῦμα μὲ τὰ ἀναρίθμητα αὐτοῦ χαρίσματα καὶ τοὺς ἑπτὰ ἀστέρας,
τοὺς ἑπτὰ δηλαδὴ ἐπισκόπους της Ἐκκλησίας. Γνωρίζω καλὰ τὰ ἔργα σου καὶ ἐξ αἰτίας αὐτῶν τῶν ἀτελῶν ἔργων σου σοὺ λέγω, ὅτι ὄνομα μόνον ἔχεις ποὺ δηλώνει ὅτι ζῆς, καὶ ὅμως εἶσαι νεκρός.
2 γίνου γρηγορῶν, καὶ στήρισον τὰ λοιπὰ ἃ ἔμελλον ἀποθνήσκειν· οὐ γὰρ εὕρηκά σου τὰ ἔργα πεπληρωμένα ἐνώπιον τοῦ Θεοῦ μου.
Γίνε ἄγρυπνος καὶ προσεκτικός, καὶ στήριζε τοὺς ὑπολοίπους πιστούς,
οἱ ὁποῖοι ὀλίγον ἔλειψε νὰ ἀποθάνουν· διότι μέχρι σήμερα δὲν εὕρηκα τὰ ἔργα σου ὡς ἐπισκόπου πλήρη καὶ τέλεια ἐνώπιόν του Θεοῦ, ὁ ὁποῖος κατὰ τὸ ἀνθρώπινον εἶναι καὶ ἰδικός μου Θεός.
3 μνημόνευε οὖν πῶς εἴληφας καὶ ἤκουσας, καὶ τήρει καὶ μετανόησον. ἐὰν οὖν μὴ γρηγορήσῃς, ἥξω ἐπὶ σὲ ὡς κλέπτης, καὶ οὐ μὴ γνῷς ποίαν ὥραν ἥξω ἐπὶ σέ.
Νὰ ἐνθυμῆσαι λοιπόν,
μὲ ποῖον ζῆλον ἔχεις παραλάβει καὶ ἤκουσες τὸ κήρυγμα τοῦ Εὐαγγελίου καὶ φυλάττε αὐτὸ ποὺ ἤκουσες,
καὶ μετανόησε διὰ τὴν μέχρι σήμερον ρᾳθυμίαν καὶ ἀμέλειάν σου.
Ἐὰν ὅμως δὲν ἐξυπνήσης καὶ δὲν γίνης προσεκτικὸς ἀπ' ἐδῶ καὶ πέρα, θὰ ἔλθω εἰς σὲ ἔξαφνα,
εἰς ὥραν ποὺ δὲν περιμένεις,
ὅπως ἔρχεται ὁ κλέπτης, καὶ δὲν θὰ γνωρίσης ποίαν ὥραν θὰ ἔλθω νὰ σὲ παραλάβω διὰ τοῦ θανάτου.
4 ἀλλὰ ἔχεις ὀλίγα ὀνόματα ἐν Σάρδεσιν, ἃ οὐκ ἐμόλυναν τὰ ἱμάτια αὐτῶν, καὶ περιπατήσουσι μετ' ἐμοῦ ἐν λευκοῖς, ὅτι ἄξιοί εἰσιν.
Ἔχεις ὅμως μερικοὺς πιστοὺς εἰς τὰς Σαρδεις,
οἱ ὁποῖοι δὲν ἐμόλυναν τὰ ἐνδύματα τῶν μὲ τὸν ρύπον τῆς ἁμαρτίας.
Καὶ θὰ περιπατήσουν μαζή
μου ντυμένοι ὁλόλευκα (εἰς συμβολισμὸν τῆς ἁγνότητος τῶν) διότι τοὺς ἀξίζει νὰ
εἶναι μαζή μου.
5 Ὁ νικῶν οὕτω περιβαλεῖται ἐν ἱματίοις λευκοῖς, καὶ οὐ μὴ ἐξαλείψω τὸ ὄνομα αὐτοῦ ἐκ τῆς βίβλου τῆς ζωῆς, καὶ ὁμολογήσω τὸ ὄνομα αὐτοῦ ἐνώπιον τοῦ πατρός μου καὶ ἐνώπιον τῶν ἀγγέλων αὐτοῦ.
Ὁποιοσδήποτε,
ποὺ διὰ μέσου τῶν αἰώνων θὰ νικᾶ, θὰ περιβάλλεται ἔτσι ὁλόλευκα λαμπρὰ ἐνδύματα,
καὶ δὲν θὰ σβήσω ποτὲ τὸ ὄνομά του ἀπὸ τὸ βιβλίον τῆς ζωῆς καὶ θὰ διαλαλήσω τὸ ὄνομά του ἐμπρὸς στὸν Πατέρα μου καὶ ἐμπρὸς στοὺς ἀγγέλους,
διακυρήσσων τὰς ἀρετᾶς του καὶ τὴν πίστιν του πρὸς ἐμέ.
6 Ὁ ἔχων οὖς ἀκουσάτω τί τὸ Πνεῦμα λέγει ταῖς ἐκκλησίαις.
Ἐκεῖνος ποὺ ἔχει τὰ αὐτιὰ τῆς ψυχῆς τοῦ ἀνοικτά, ἂς ἀκούση τί λέγει τὸ Πνεῦμα τὸ Ἅγιον εἰς τὰς Ἐκκλησίας.
7 Καὶ
τῷ ἀγγέλῳ τῆς ἐν Φιλαδελφείᾳ ἐκκλησίας γράψον·
τάδε λέγει ὁ ἅγιος, ὁ ἀληθινός, ὁ ἔχων τὴν κλεῖν τοῦ Δαυῒδ, ὁ ἀνοίγων καὶ οὐδεὶς
κλείσει, καὶ κλείων καὶ οὐδεὶς ἀνοίξει·
Καὶ στὸν ἐπίσκοπον της Ἐκκλησίας,
ποὺ εἶναι εἰς τὴν Φιλαδέλφειαν,
γράψε·
Αὐτὰ λέγει ὁ ἀπολύτως ἅγιος, ὁ ἀπολύτως ἀληθινὸς Κύριος,
ὁ ὁποῖος ἔχει τὴν μεσσιανικὴν ἐξουσίαν καὶ βασιλείαν, ὅπως προεικονίσθη καὶ προανηγγέλθη διὰ τοῦ κατὰ σάρκα προγόνου τοῦ Δαυΐδ. Καὶ μὲ τὴν ἐξουσίαν αὐτήν,
σὰν μὲ ἄλλο κλειδί,
ἀνοίγει τὴν θύραν τῆς βασιλείας τῶν οὐρανῶν καὶ κανεὶς δὲν ἠμπορεῖ νὰ τὴν κλείση· τὴν κλείει καὶ κανεὶς δὲν ἠμπορεῖ νὰ τὴν ἀνοίξη.
8 οἶδά σου τὰ ἔργα· - ἰδοὺ δέδωκα ἐνώπιόν σου θύραν ἀνεῳγμένην, ἣν οὐδεὶς δύναται κλεῖσαι αὐτήν· - ὅτι μικρὰν ἔχεις δύναμιν, καὶ ἐτήρησάς μου τὸν λόγον καὶ οὐκ ἠρνήσω τὸ ὄνομά μου.
Γνωρίζω τὰ ἔργα σου·
ἰδοὺ ἔχω δώσει ἐμπρός σου θύραν ἀνοικτήν,
(ἐλευθερίαν καὶ τὰ μέσα νὰ ἐργασθῆς χωρὶς ἐμπόδια).
Καὶ αὐτὴν τὴν θύραν κανεὶς δὲν ἠμπορεῖ νὰ τὴν κλείση. Ἐγώ σου ἄνοιξα τὴν θύραν, διότι σὺ ἔχεις μικράν δύναμιν,
καὶ ἐν τούτοις ἐτήρησες τὸ θέλημά μου καὶ δὲν ἠρνήθης τὴν πίστιν στὸ ὄνομά μου κατὰ τὸν καιρὸν τοῦ διωγμοῦ.
9 ἰδοὺ δίδωμι ἐκ τῆς συναγωγῆς τοῦ σατανᾶ τῶν λεγόντων ἑαυτοὺς Ἰουδαίους εἶναι, καὶ οὐκ εἰσὶν, ἀλλὰ ψεύδονται· ἰδοὺ ποιήσω αὐτοὺς ἵνα ἥξουσι καὶ προσκυνήσουσιν ἐνώπιον τῶν ποδῶν σου, καὶ γνῶσιν ὅτι ἐγὼ ἠγάπησά σε.
Ἰδού,
σοὺ δίδω τώρα μερικοὺς ἀπὸ τὴν συναγωγὴν τοῦ σατανᾶ, ἀπὸ ἐκείνους οἱ ὁποῖοι λέγουν μὲ κομπασμὸν διὰ τὸν εὐατὸν τῶν ὅτι εἶναι Ἰουδαῖοι,
ἐνῷ εἰς τὴν πραγματικότητα δὲν εἶναι, ἀλλὰ ψεύδονται.
Ἰδού,
θὰ τοὺς κατευθύνω καὶ θὰ τοὺς κάμω νὰ ἔλθουν καὶ νὰ προσκυνήσουν ἐμπρὸς εἰς τὰ πόδια σου, ὡς πρὸς ἄξιον ἐπίσκοπον της Ἐκκλησίας μου καὶ νὰ μάθουν ὅτι ἐγὼ σὲ ἔχω ἀγαπήσει.
10 ὅτι ἐτήρησας τὸν λόγον τῆς ὑπομονῆς μου, κἀγώ σε τηρήσω ἐκ τῆς ὥρας τοῦ πειρασμοῦ τῆς μελλούσης ἔρχεσθαι ἐπὶ τῆς οἰκουμένης ὅλης, πειράσαι τοὺς κατοικοῦντας ἐπὶ τῆς γῆς.
Καὶ τοῦτο, διότι σὺ ἐτήρησες τὸν λόγον μου,
ποὺ ὁμιλεῖ περὶ τῆς ὑπομονῆς εἰς τὰς θλίψεις καὶ τοὺς διωγμούς.
Καὶ ἐγὼ θὰ σὲ προφυλάξω ἀπὸ τὴν ὥραν τοῦ πειρασμοῦ καὶ τῆς ταλαιπωρίας, ποὺ μέλλει νὰ ἔλθη καὶ νὰ ἁπλωθῆ εἰς ὅλην τὴν οἰκουμένην,
διὰ νὰ θέση εἰς δοκιμασίαν αὐτούς,
ποὺ κατοικοῦν εἰς τὴν γῆν.
11 ἔρχομαι ταχύ· κράτει ὃ ἔχεις, ἵνα μηδεὶς λάβῃ τὸν στέφανόν σου.
Ἔρχομαι γρήγορα·
κράτει καλὰ καὶ σταθερὰ τὸν θησαυρὸν τῆς ἀληθείας καὶ τῆς πίστεως,
ποὺ ἔχεις, διὰ νὰ μὴ πάρη κανεὶς τὸν στέφανον τῆς νίκης σου.
12 Ὁ νικῶν, ποιήσω αὐτὸν στῦλον ἐν τῷ ναῷ τοῦ Θεοῦ μου, καὶ ἔξω οὐ μὴ ἐξέλθῃ ἔτι, καὶ γράψω ἐπ' αὐτὸν τὸ ὄνομα τοῦ Θεοῦ μου καὶ τὸ ὄνομα τῆς πόλεως τοῦ Θεοῦ μου, τῆς καινῆς Ἰερουσαλήμ, ἣ καταβαίνει ἐκ τοῦ οὐρανοῦ ἀπὸ τοῦ Θεοῦ μου, καὶ τὸ ὄνομά μου τὸ καινόν.
Ἐκεῖνον ποὺ νικᾶ τοὺς πειρασμοὺς τῆς ἁμαρτίας καὶ τὰς θλίψεις τῶν διωγμῶν,
θὰ τὸν κάμω στῦλον εἰς τὴν Ἐκκλησίαν,
ποὺ εἶναι ναὸς τοῦ Θεοῦ καὶ δὲν θὰ βγῆ ποτὲ πλέον ἔξω ἀπὸ τὴν μακαρίαν αὐτὴν περιοχήν.
Καὶ θὰ γράψω ἐπάνω εἰς αὐτὸν τὸ ὄνομα τοῦ Θεοῦ μου καὶ τὸ ὄνομα τῆς πόλεως τοῦ Θεοῦ μου,
τῆς νέας Ἱερουσαλήμ, ἡ ὁποία ὁλόλαμπρος κατεβαίνει ἀπὸ τὸν οὐρανὸν τοῦ Θεοῦ μου.
Καὶ θὰ γράψω ἀκόμη εἰς αὐτὸν τὸ νέον μου ὄνομα
(τοῦ Θεανθρώπου λυτρωτοῦ καὶ Μεσσίου, διὰ νὰ φαίνεται στοὺς αἰῶνας τῶν αἰώνων ὅτι αὐτὸς εἶναι ἰδικός μου).
13 Ὁ ἔχων οὖς ἀκουσάτω τί τὸ Πνεῦμα λέγει ταῖς ἐκκλησίαις.
Ἐκεῖνος ποὺ ἔχει τὰ αὐτιὰ τῆς ψυχῆς τοῦ ἀνοικτά, ἂς ἀκούση τί λέγει τὸ Πνεῦμα τὸ Ἅγιον εἰς τὰς Ἐκκλησίας.
14
Καὶ τῷ ἀγγέλῳ τῆς ἐν Λαοδικείᾳ ἐκκλησίας γράψον·
τάδε λέγει ὁ ἀμήν, ὁ μάρτυς ὁ πιστὸς καὶ ἀληθινός, ἡ ἀρχὴ τῆς κτίσεως τοῦ Θεοῦ·
Καὶ στὸν ἐπίσκοπον τῆς Ἐκκλησίας τῆς Λαοδικείας γράψε·
Αὐτὰ λέγει ὁ Ἀμήν,
ὁ ἀπολύτως ἀξιόπιστος καὶ ἀληθινὸς μάρτυς,
ἡ ἄναρχος καὶ δημιουργικὴ αἰτία καὶ ἀρχὴ τῆς ὁρατῆς καὶ ἀοράτου δημιουργίας τοῦ Θεοῦ.
15 οἶδά σου τὰ ἔργα, ὅτι οὔτε ψυχρὸς εἶ οὔτε ζεστός· ὄφελον ψυχρὸς ἦς ἢ ζεστός.
Γνωρίζω καλὰ τὰ ἔργα σου, τὰ ὀλίγα,
τὰ ἀτελῆ καὶ χλιαρά.
Αὐτὰ καὶ μαρτυροῦν, ὅτι οὔτε ψυχρὸς εἶσαι ὡς πρὸς τὴν πίστιν, οὔτε θερμός.
Εἴθε νὰ ἤσουν ψυχρὸς
(διότι ὑπῆρχεν ἐλπὶς νὰ μετανοήσης καὶ θερμανθῆς) ἡ νὰ ἤσουν ζεστὸς καὶ θερμός.
16 οὕτως ὅτι χλιαρὸς εἶ, καὶ οὔτε ζεστὸς οὔτε ψυχρός, μέλλω σε ἐμέσαι ἐκ τοῦ στόματός μου.
Ἔτσι ἐπειδὴ εἶσαι χλιαρὸς καὶ δὲν εἶσαι οὔτε ζεστὸς οὔτε ψυχρός, πρόκειται νὰ σὲ ἐμέσω ἀπὸ τὸ στόμα μου,
(νὰ σὲ ἀποδοκιμάσω καὶ σὲ ἀποκόψω ἀπὸ τὴν Ἐκκλησίαν μου).
17
ὅτι λέγεις ὅτι πλούσιός εἰμι καὶ πεπλούτηκα καὶ οὐδενὸς χρείαν ἔχω, - καὶ οὐκ οἶδας
ὅτι σὺ εἶ ὁ ταλαίπωρος καὶ ὁ ἐλεεινὸς καὶ πτωχὸς καὶ τυφλὸς καὶ γυμνός,
- Διότι παρὰ τὴν πνευματικήν σου πτωχείαν,
λέγεις ὅτι εἶμαι πλούσιος εἰς ἀρετᾶς καὶ ἔχω πλουτήσει εἰς πνευματικοὺς θησαυροὺς καὶ δὲν ἔχω ἀνάγκην ἀπὸ τίποτε. Καὶ δὲν γνωρίζεις ὅτι εἰς τὴν πραγματικότητα σὺ εἶσαι ὁ ταλαίπωρος καὶ ὁ ἐλεεινὸς καὶ ὁ πτωχὸς εἰς πνευματικότητα καὶ ὁ τυφλὸς εἰς τὴν ἐπίγνωσιν τῆς ἀληθείας καὶ ὁ γυμνὸς εἰς τὰ ἔργα τῆς ἀρετῆς.
18 συμβουλεύω σοι ἀγοράσαι παρ' ἐμοῦ χρυσίον πεπυρωμένον ἐκ πυρὸς ἵνα πλουτήσῃς, καὶ ἱμάτια λευκὰ ἵνα περιβάλῃ καὶ μὴ φανερωθῇ ἡ αἰσχύνη τῆς γυμνότητός σου, καὶ κολλύριον ἵνα ἐγχρίσῃ τοὺς ὀφθαλμούς σου ἵνα βλέπῃς.
Σὲ συμβουλεύω νὰ προμηθευθῆς ἀπὸ ἐμὲ ὁλοκάθαρον χρυσίον,
ποὺ ἔχει λυώσει καὶ καθαρισθῆ στὸ καμίνι τῆς φωτιᾶς,
τὸν πνευματικὸν δηλαδὴ πλοῦτον,
διὰ νὰ γίνης ἔτσι πλούσιος εἰς τὴν ἀρετήν.
Νὰ προμηθευθῆς ἀκόμη ἀπὸ ἐμὲ ἁγνότητα καὶ καθαρότητα ψυχῆς,
ποὺ σὰν ὁλόλευκα ἐνδύματα νὰ περιβληθῆς, ὥστε νὰ μὴ γίνη φανερὰ ἡ ἐντροπὴ τῆς πνευματικῆς σου γυμνότητος. Νὰ προμηθευθῆς καὶ τὸ φῶς τῆς διδασκαλίας μου,
διὰ νὰ χρίσης, σὰν μὲ κολλύριον,
τὰ μάτια τῆς ψυχῆς σου, ὥστε νὰ βλέπης τὴν κατάστασίν σου καὶ τὸν δρόμον,
ποὺ πρέπει νὰ ἀκολουθήσης.
19 ἐγὼ ὅσους ἐὰν φιλῶ, ἐλέγχω καὶ παιδεύω· ζήλευε οὖν καὶ μετανόησον.
Σοὺ ἀπευθύνω αὐτοὺς τοὺς ἐλέγχους ἀπὸ ἀγάπην,
διότι ἐγὼ ὅσους ἀγαπῶ τοὺς ἐλέγχω διὰ τὰ σφάλματα τῶν καὶ τοὺς παιδαγωγῶ διὰ τὴν πνευματικὴν τῶν μόρφωσιν. Προσπάθησε, λοιπόν, νὰ ἔχης ζῆλον καὶ μετανόησε.
20 ἰδοὺ ἕστηκα ἐπὶ τὴν θύραν καὶ κρούω· ἐάν τις ἀκούσῃ τῆς φωνῆς μου καὶ ἀνοίξῃ τὴν θύραν, καὶ εἰσελεύσομαι πρὸς αὐτὸν καὶ δειπνήσω μετ' αὐτοῦ καὶ αὐτὸς μετ' ἐμοῦ.
Ἰδού,
ἔχω σταθὴ ἔξω ἀπὸ τὴν θύραν καὶ κτυπῶ δυνατά. Ἐὰν κανεὶς ἀκούση τὴν φωνήν μου καὶ ἀνοίξη τὴν θύραν τῆς καρδίας του, τότε ἐγὼ θὰ εἰσέλθω εἰς αὐτὸν καὶ μὲ πολλὴν ἀγάπην καὶ οἰκειότητα θὰ φάγω μαζή του καὶ ἐκεῖνος θὰ φάγη μαζή μου
(καὶ θὰ χαρῶμεν καὶ οἱ δύο διὰ τὴν ἐπιστροφὴν καὶ σωτηρίαν του).
21 Ὁ νικῶν, δώσω αὐτῷ καθίσαι μετ' ἐμοῦ ἐν τῷ θρόνῳ μου, ὡς κἀγὼ ἐνίκησα καὶ ἐκάθισα μετὰ τοῦ πατρός μου ἐν τῷ θρόνῳ αὐτοῦ.
Εἰς ἐκεῖνον ποὺ νικᾶ, θὰ τοῦ δώσω τὸ ἀνεκτίμητον δικαίωμα καὶ δῶρον νὰ καθίση μαζή μου στὸν ὁλόλαμπρον θρόνον μου, ὅπως καὶ ἐγώ, ὅταν σὰν ἄνθρωπος ἐνίκησα τὸν πονηρόν, ἐκάθισα μετὰ τὴν ἀνάληψίν μου μαζὴ μὲ τὸν Πατέρα μου στὸν ἔνδοξον θρόνον του.
22 Ὁ ἔχων οὖς ἀκουσάτω τί τὸ Πνεῦμα λέγει ταῖς ἐκκλησίαις.
Ἐκεῖνος ποὺ ἔχει ἀνοικτὰ τὰ αὐτιὰ τῆς ψυχῆς του, ἂς ἀκούση τί λέγει τὸ Πνεῦμα τὸ Ἅγιον εἰς τὰς Ἐκκλησίας.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου