1 Μετὰ τοῦτο εἶδον τέσσαρας ἀγγέλους ἑστῶτας ἐπὶ τὰς τέσσαρας γωνίας τῆς γῆς, κρατοῦντας τοὺς τέσσαρας ἀνέμους τῆς γῆς, ἵνα μὴ πνέῃ ἄνεμος ἐπὶ τῆς γῆς μήτε ἐπὶ τῆς θαλάσσης μήτε ἐπὶ πᾶν δένδρον.
Υστερα
από το άνοιγμα της έκτης σφραγίδος και πριν ανοιχθή η εβδόμη σφραγίς, είδα
τέσσαρας αγαθούς αγγέλους να στέκωνται εις τα τέσσαρα σημεία του ορίζοντος και
να κρατούν τους τέσσαρας ανέμους της γης, δια να μη φυσά άνεμος επάνω εις την
γην, ούτε επάνω εις την θάλασσαν, ούτε εις κανένα δένδρον (δια να προληφθούν
έτσι καταστροφαί και επικρατήση ηρεμία).
2 καὶ εἶδον ἄλλον ἄγγελον ἀναβαίνοντα ἀπὸ ἀνατολῆς ἡλίου, ἔχοντα σφραγῖδα Θεοῦ ζῶντος, καὶ ἔκραξε φωνῇ μεγάλῃ τοῖς τέσσαρσιν ἀγγέλοις, οἷς ἐδόθη αὐτοῖς ἀδικῆσαι τὴν γῆν καὶ τὴν θάλασσαν,
Και
είδα άλλον άγγελον να ανεβαίνη από την ανατολήν του ηλίου (από την περιοχήν
δηλαδή του παραδείσου, του φωτός και της ζωής). Αυτός είχε την σφραγίδα του
Θεού, ο οποίος είναι η ζωή και η πηγή της ζωής, και εφώναξε στους τέσσαρας
αγγέλους, στους οποίους είχε δοθή άδεια και εξουσία να εξαπολύσουν τους ανέμους
και να προξενήσουν καταστροφάς εις την γην και την θάλασσαν,
3
λέγων· Μὴ ἀδικήσητε τὴν γῆν μήτε τὴν θάλασσαν μήτε τὰ δένδρα ἄχρις οὗ σφραγίσωμεν
τοὺς δούλους τοῦ Θεοῦ ἡμῶν ἐπὶ τῶν μετώπων αὐτῶν.
και
τους είπε· ΄΄περιμένετε, μη εξαπολύσετε ακόμη καταστροφήν εις την γην, ούτε εις
την θάλασσαν, ούτε εις τα δένδρα, μέχρις ότου σφραγίσωμεν με την σφραγίδα του
ζώντος Θεού και σημαδέψωμεν επάνω εις τα μέτωπά των τους πιστούς δούλους του
Θεού μας, ώστε να μη επέλθουν εναντίον αυτών αι καταστροφαί΄΄.
4
Καὶ ἤκουσα τὸν ἀριθμὸν τῶν ἐσφραγισμένων· ἑκατὸν τεσσαράκοντα τέσσαρες χιλιάδες
ἐσφραγισμένοι ἐκ πάσης φυλῆς υἱῶν Ἰσραήλ·
Και
ήκουσα τον αριθμόν των εσφαγισμένων· ήσαν εκατόν σαράντα τέσσαρες χιλιάδες
σφραγισμένοι από όλας τας φυλάς των απογόνων του Ισραήλ.
5
ἐκ φυλῆς Ἰούδα δώδεκα χιλιάδες ἐσφραγισμένοι, ἐκ φυλῆς Ρουβὴν δώδεκα χιλιάδες, ἐκ
φυλῆς Γὰδ δώδεκα χιλιάδες,
Από
την φυλήν του Ιούδα δώδεκα χιλιάδες σφραγισμένοι, από την φυλήν Ρουβήν δώδεκα
χιλιάδες, από την φυλήν Γαδ δώδεκα χιλιάδες,
6
ἐκ φυλῆς Ἀσὴρ δώδεκα χιλιάδες, ἐκ φυλῆς Νεφθαλεὶμ δώδεκα χιλιάδες, ἐκ φυλῆς
Μανασσῆ δώδεκα χιλιάδες,
από
την φυλήν Ασήρ δώδεκα χιλιάδες, από την φυλήν Νεφθαλείμ δώδεκα χιλιάδες, από
την φυλήν Μανασσή δώδεκα χιλιάδες,
7
ἐκ φυλῆς Συμεὼν δώδεκα χιλιάδες, ἐκ φυλῆς Λευῒ δώδεκα χιλιάδες, ἐκ φυλῆς Ἰσσάχαρ
δώδεκα χιλιάδες,
από
την φυλήν Συμεών δώδεκα χιλιάδες, από την φυλήν Λευί δώδεκα χιλιάδες, από την
φυλήν Ισσάχαρ δώδεκα χιλιάδες,
8 ἐκ φυλῆς Ζαβουλὼν δώδεκα χιλιάδες, ἐκ φυλῆς Ἰωσὴφ δώδεκα χιλιάδες, ἐκ φυλῆς Βενιαμὶν δώδεκα χιλιάδες ἐσφραγισμένοι.
από
την φυλήν Ζαβουλών δώδεκα χιλιάδες, από την φυλήν Ιωσήφ δώδεκα χιλιάδες, και
από την φυλήν Βενιαμίν δώδεκα χιλιάδες σφραγισμένοι. (Οι σφραγισμένοι αυτοί των
δώδεκα φυλών του Ισραήλ συμβολίζουν τους Εβραίους, που δια μέσου των αιώνων θα
πιστεύσουν στον Χριστόν και των οποίων ο αριθμός θα είναι μεγάλος).
9
Μετὰ ταῦτα εἶδον, καὶ ἰδοὺ ὄχλος πολύς, ὃν ἀριθμῆσαι αὐτὸν οὐδεὶς ἐδύνατο, ἐκ
παντὸς ἔθνους καὶ φυλῶν καὶ λαῶν καὶ γλωσσῶν, ἑστῶτας ἐνώπιον τοῦ θρόνου καὶ ἐνώπιον
τοῦ ἀρνίου, περιβεβλημένους στολὰς λευκάς, καὶ φοίνικες ἐν ταῖς χερσὶν αὐτῶν·
Επειτα
από αυτά είδα, και ιδού πολύς λαός, τον οποίον κανείς δεν ημπορούσε να
αριθμήση. Και ο απροσμέτρητος αυτός λαός προήρχετο από κάθε έθνος και από όλας
τας φυλάς και τους λαούς και τας γλώσσας της οικουμένης. Και όλοι αυτοί (που
αποτελούν την ένδοξον και θριαμβεύουσαν Εκκλησίαν των ουρανών) εστέκοντο σαν
οικείοι και φίλοι του Θεού εμπρός στον θρόνον του Θεού και εμπρός στο Αρνίον
και εφορούσαν λευκάς στολάς (σύμβολον της νίκης κατά της αμαρτίας και της νέας,
καθαράς και φωτεινής ζωής) και εκρατούσαν εις τα χέρια των φοίνικας (σύμβολα
του θριάμβου των και της αιωνίας πλησίον του Θεού ζωής).
10
καὶ κράζουσι φωνῇ μεγάλῃ λέγοντες· Ἡ σωτηρία τῷ Θεῷ ἡμῶν τῷ καθημένῳ ἐπὶ τοῦ θρόνου
καὶ τῷ ἀρνίῳ,
Και
κράζουν με μεγάλην την φωνήν, λέγοντες· ΄΄η σωτηρία μας οφείλεται στον Θεόν
μας, που κάθεται επάνω στον θρόνον και στο Αρνίον, που εθυσιάσθη δια την
λύτρωσίν μας΄΄.
11
καὶ πάντες οἱ ἄγγελοι εἱστήκεισαν κύκλῳ τοῦ θρόνου καὶ τῶν πρεσβυτέρων καὶ τῶν
τεσσάρων ζῴων, καὶ ἔπεσαν ἐνώπιον τοῦ θρόνου ἐπὶ τὰ πρόσωπα αὐτῶν καὶ προσεκύνησαν
τῷ Θεῷ
Και
όλοι οι άγγελοι εστέκοντο ολόγυρα από τον θρόνον του Θεού και γύρω από τους
πρεσβυτέρους και από τα τέσσαρα ζώα. Και έπεσαν κατά πρόσωπον πρηνείς εμπρός
στον θρόνον και επροσκύνησαν τον Θεόν
12 λέγοντες· Ἀμήν· ἡ εὐλογία καὶ ἡ δόξα καὶ ἡ σοφία καὶ ἡ εὐχαριστία καὶ ἡ τιμὴ καὶ ἡ δύναμις καὶ ἡ ἰσχὺς τῷ Θεῷ ἡμῶν εἰς τοὺς αἰῶνας τῶν αἰώνων· ἀμήν.
λέγοντες·
΄΄πράγματι η σωτηρία όλων προέρχεται από αυτόν· πλήρης και απόλυτος η ευλογία
και η δόξα και η σοφία και η ευχαριστία και η τιμή και η δύναμις και η ισχύς
ανήκει στον Θεόν μας στους απεράντους αιώνας των αιώνων. Αμήν΄΄.
13
Καὶ ἀπεκρίθη εἷς ἐκ τῶν πρεσβυτέρων λέγων μοι· Οὗτοι οἱ περιβεβλημένοι τὰς στολὰς
τὰς λευκὰς τίνες εἰσὶ καὶ πόθεν ἦλθον;
Και
ένας από τους πρεσβυτέρους (εκφράζων ιδικήν μου απορίαν) απεκρίθη και μου είπε·
΄΄αυτοί, που φορούν τας λευκάς στολάς, ποίοι είναι και από που ήλθαν;΄΄
14 καὶ εἴρηκα αὐτῷ· Κύριέ μου, σὺ οἶδας. καὶ εἶπέ μοι· Οὗτοί εἰσιν οἱ ἐρχόμενοι ἐκ τῆς θλίψεως τῆς μεγάλης, καὶ ἔπλυναν τὰς στολὰς αὐτῶν καὶ ἐλεύκαναν αὐτὰς ἐν τῷ αἵματι τοῦ ἀρνίου.
Και
είπα εις αυτόν· ΄΄κύριέ μου, συ το γνωρίζεις αυτό΄΄. Και εκείνος μου είπε·
΄΄αυτοί είναι οι πιστοί και ατρόμητοι μάρτυρες, που έρχονται από την θλίψην την
μεγάλην του διωγμού και όλων των διωγμών, που θα γίνουν δια μέσου των αιώνων.
Και έπλυναν τας στολάς των και τας ελεύκαναν με το αίμα του Αρνίου (Η νίκη των
κατά της αμαρτίας, η καθαριότης και αγιότης της ζωής των και ο θησαυρός των
αρετών των οφείλεται εις την λυτρωτικήν θυσίαν του Χριστού).
15 διὰ τοῦτό εἰσιν ἐνώπιον τοῦ θρόνου τοῦ Θεοῦ καὶ λατρεύουσιν αὐτῷ ἡμέρας καὶ νυκτὸς ἐν τῷ ναῷ αὐτοῦ. καὶ ὁ καθήμενος ἐπὶ τοῦ θρόνου σκηνώσει ἐπ' αὐτούς.
Δια
τούτο ευρίσκονται τώρα ως υιοί του Θεού εμπρός στον θρόνον του Θεού και λατρεύουν
αυτόν ημέραν και νύκτα στον επουράνιον ναόν. Και αυτός που κάθεται επάνω στον
ένδοξον θρόνον, θα κατοικήση ανάμεσα των (διότι ευαρεστείται και επαναπαύεται
εις αυτούς).
16
οὐ πεινάσουσιν ἔτι οὐδὲ διψήσουσιν ἔτι, οὐδ' οὐ μὴ πέσῃ ἐπ' αὐτοὺς ὁ ἥλιος οὐδὲ
πᾶν καῦμα,
Και
δεν θα πεινάσουν πλέον και δεν θα διψάσουν πλέον και δεν θα πέση επάνω τους
καυστικός ο ήλιος, ούτε κανένα άλλο καύμα (Δεν θα δοκιμάσουν ποτέ πλέον καμμίαν
θλίψιν, δεν θα στερηθούν από τίποτε, αλλά θα χορτάσουν από την χαράν και την
δόξαν και την μακαριότητα του Θεού).
17
ὅτι τὸ ἀρνίον τὸ ἀνὰ μέσον τοῦ θρόνου ποιμαίνει αὐτούς, καὶ ὁδηγήσει αὐτοὺς ἐπὶ
ζωῆς πηγὰς ὑδάτων, καὶ ἐξαλείψει ὁ Θεὸς πᾶν δάκρυον ἐκ τῶν ὀφθαλμῶν αὐτῶν.
Διότι το Αρνίον, ο
Θεάνθρωπος λυτρωτής και ποιμήν που είναι στο μέσον του θρόνου του Θεού, θα τους
ποιμαίνη με στοργήν και αγάπην και θα τους οδηγήση εις τας ανεξαντλήτους πηγάς
των υδάτων, που έχουν ζωήν και δίδουν ζωήν. Και θα εξαλείψη ο Θεός από τα μάτια
των κάθε δάκρυ και κάθε θλίψι (Διότι θα τους έχη δώσει την αιωνίαν μακαριότητα
και χαράν της βασιλείας των ουρανών).
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου