ΣΤΟ ΤΕΛΟΣ ΤΗΣ ΣΕΛΙΔΑΣ
ΑΓΙΟΛΟΓΙΟ ΑΛΦΑΒΗΤΙΚΑ - ΟΚΤΩΗΧΟΣ - ΜΗΝΑΙΑ - ΤΡΙΩΔΙΟ - ΠΕΝΤΗΚΟΣΤΑΡΙΟ
ΨΥΧΟΘΕΡΑΠΕΥΤΙΚΑ ΘΕΜΑΤΑ - ΘΕΡΑΠΕΥΤΙΚΑ ΘΕΜΑΤΑ
ΜΗΤΡΟΠΟΛΕΙΣ ΤΗΣ ΕΛΛΑΔΟΣ - ΠΑΡΑΚΛΗΤΙΚΟΙ ΚΑΝΟΝΕΣ
ΑΚΟΛΟΥΘΙΑ ΕΞΟΔΙΑΣΤΙΚΟΥ ΜΟΝΑΧΩΝ
ΣΤΑΣΕΙΣ ΑΚΑΘΙΣΤΟΥ ΥΜΝΟΥ - ΠΡΟΗΓΙΑΣΜΕΝΕΣ - ΑΠΟΔΕΙΠΝΟΝ
ΟΙ ΟΝΕΙΡΟΠΑΡΜΕΝΟΙ ΤΟΥ ΚΟΣΜΟΥ - ΠΡΟΦΗΤΕΙΕΣ ΤΗΣ ΑΓΙΑΣ ΓΡΑΦΗΣ
ΣΤΑΛΑΓΜΑΤΙΕΣ ΣΟΦΙΑΣ - ΚΑΙΡΟΣ ΤΟΥ ΤΕΛΟΥΣ
ΕΠΙΣΤΟΛΕΣ ΑΠΟΣΤΟΛΟΥ ΠΑΥΛΟΥ

ΓΙΑ ΟΤΙ ΝΕΟΤΕΡΟ ΘΑ ΕΝΗΜΕΡΩΝΕΤΑΙ Ο ΚΑΤΑΛΟΓΟΣ


Τρίτη 23 Δεκεμβρίου 2014

Ψυχοθεραπευτικά θέματα



"Η Εκκλησία είναι το εργαστήρι της αγιότητας, καθώς μέσα σ' αυτή καλλιεργούνται τω ψυχικά χαρίσματα και τα πνευματικά τάλαντα. Είναι ο στύλος και το εδραίωμα της αληθείας, γιατί, μέσα από την αποκεκαλυμμένη αλήθεια ο άνθρωπος οδηγείται στη Θεογνωσία. Είναι το καταφύγιο των αμαρτωλών και το ιατρείο των παθών της ψυχής και του σώματος, διότι είναι ο μόνος χώρος που δέχεται τον άνθρωπο όπως είναι. Η θεραπευτική διαδικασία στο χώρο της Εκκλησίας είναι επιστήμη η οποία διενεργείται διά του μυστηρίου της μετανοίας που συντελεί στην εσωτερική κάθαρση και τελείωση του ανθρώπου".

Θέματα
Γενικά
Έχουν διατυπωθεί πολλές ερμηνείες του Χριστιανισμού και πολλές απαντήσεις έχουν δοθεί στο τι είναι ο Χριστιανισμός και ποια είναι η αποστολή του μέσα στον κόσμο. Οι περισσότερες δεν είναι αληθινές. Στην συνέχεια θα επιδιώξουμε να δούμε κάπως εκτενέστερα ότι ο Χριστιανισμός και κυρίως η Ορθοδοξία είναι θεραπευτική επιστήμη, καθώς επίσης να διαγράψουμε τι είναι θρησκεία και πως επιτυγχάνεται.
Πολλοί, ερμηνεύοντας τον χαρακτήρα του Χριστιανισμού, διατυπώνουν την άποψη ότι είναι φιλοσοφία ή θρησκεία μέσα στις τόσες γνωστές από την αρχαιότητα. Και βέβαια φιλοσοφία με την άποψη που επικρατεί να λέγεται σήμερα δεν είναι ο Χριστιανισμός. Η φιλοσοφία διαθέτει σύστημα εγκεφαλικό που τις περισσότερες φορές δεν έχει σχέση με την ζωή. Κυρίως η διαφορά του Χριστιανισμού από την φιλοσοφία φαίνεται στο σημείο ότι η δεύτερη είναι στοχασμός ανθρώπινος ενώ ο Χριστιανισμός είναι αποκάλυψη του Θεού. Δεν είναι ανακάλυψη του ανθρώπου, αλλά αποκάλυψη του Ίδιου του Θεού στον άνθρωπο. Τις αλήθειες του Χριστιανισμού ήταν αδύνατον να τις βρη η ανθρώπινη λογική. Εκεί που ήταν αδύνατος  ο ανθρώπινος λόγος ήλθε ο Θεάνθρωπος Λόγος ή μάλλον ο Θεάνθρωπος Χριστός, ο Λόγος του Θεού. Η αποκάλυψη αυτή του Θεού διατυπώθηκε με φιλοσοφικούς όρους της εποχής εκείνης, αλλά πάλι πρέπει να υπογραμμισθεί, δεν είναι φιλοσοφία. Το ένδυμα του Θεανθρώπινου Λόγου είναι παρμένο από την φιλοσοφία της εποχής εκείνης.
Ο ιερός Χρυσόστομος, ερμηνεύοντας το του Ησαΐου: «Ιδού ο Δεσπότης Κύριος Σαβαώθ ωφελεί από της Ιουδαίας και από Ιερουσαλήμ, ισχύοντα και ισχύουσαν,... δικαστήν και προφήτην και στοχαστήν...» παρατηρεί: «στοχαστήν τον από συνέσεως πολλής των μελλόντων στοχάζεσθαι απ’ αυτής  των πραγμάτων πείρας. Έτερον μεν γαρ στοχασμός και προφητεία άλλο. Ο μεν γαρ Πνεύματι θείω φθέγγεται, ουδέν οίκοθεν εισφέρων, ο δε τας αφορμάς από των ήδη γεγενημένων λαμβάνων και την οικείαν σύνεσιν διεγείρων πολλά των μελλόντων προορά ως εικός άνθρωπον όντα συνετόν προϊδείν. Αλλά πολύ το μέσον τούτου κακείνου όσον συνέσεως ανθρωπίνης και θείας Χάριτος το διάφορον».
Επομένως άλλο ο στοχασμός (η φιλοσοφία) και άλλο η προφητεία, δηλαδή ο λόγος του Προφήτη που θεολογεί. Η πρώτη είναι ανθρώπινη ενέργεια, ενώ η δεύτερη είναι αποκάλυψη του Παναγίου Πνεύματος.
Στα πατερικά έργα και κυρίως στην διδασκαλία του αγίου Μαξίμου γίνεται λόγος για την φιλοσοφία ως αρχή της πνευματικής ζωής. Αλλά πρέπει να παρατηρηθή πως με τον όρο πρακτική φιλοσοφία  ο άγιος εννοεί την κάθαρση της καρδιάς από τα πάθη, που πράγματι είναι το πρώτο στάδιο της πορείας της ψυχής προς τον Θεό.
Ακόμη ο Χριστιανισμός δεν μπορεί να θεωρηθεί θρησκεία, με την έννοια τουλάχιστον που παρουσιάζεται η θρησκεία σήμερα. Συνήθως, θεωρείται ότι ο Θεός κατοικεί στους ουρανούς και διακυβερνά από εκεί την ανθρώπινη ιστορία, είναι σφόδρα απαιτητικός, ζητά ικανοποίηση από τον άνθρωπο, που είναι πεσμένος στην γη μέσα στην ασθένειά του και την αδυναμία του. Μεταξύ του Θεού και του ανθρώπου υπάρχει ένα διαχωριστικό τείχος. Αυτό πρέπει να υπερπηδηθή και σ’αυτό βοηθά πολύ αποτελεσματικά η θρησκεία. Προς τον σκοπό αυτόν χρησιμοποιούνται διάφορες λατρευτικές τελετές.
Κατά μια άλλη άποψη ο άνθρωπος αισθάνεται αδύνατος μέσα στο σύμπαν και έχει ανάγκη της δημιουργίας, της πλάσεως ενός δυνατού Θεού, ο Οποίος θα τον βοηθά στην αδυναμία του. Σύμφωνα με αυτήν την θεωρία δεν πλάθει ο Θεός τον άνθρωπο, αλλά ο άνθρωπος πλάθει τον Θεό. Ακόμη  η θρησκεία νοείται ως σχέση του ανθρώπου προς τον Απόλυτο Θεό, δηλαδή «σχέσις του εγώ προς το Απόλυτον Συ». Επίσης θεωρούν πολλοί την θρησκεία σαν ένα μέσο για να πλανάται ο λαός με την μετάθεση των ελπίδων στην μέλλουσα ζωή. Κατ’ αυτόν τον τρόπο, με μέσο την θρησκεία ισχυρές δυνάμεις πιέζουν τον λαό.
Αλλά ο Χριστιανισμός είναι κάτι παρά πάνω από αυτές τις ερμηνείες – θεωρίες, γι’ αυτό και δεν μπορεί να κλεισθή στην έννοια και τον ορισμό της θρησκείας, όπως συνήθως δίνεται στις «φυσικές» λεγόμενες θρησκείες. Ο Θεός δεν είναι το Απόλυτον Συ, αλλά ζων Πρόσωπο που έχει κοινωνία οργανική με τον άνθρωπο. Επίσης ο Χριστιανισμός δεν μεταθέτει απλώς το πρόβλημα στο μέλλον, ούτε περιμένει την απόλαυση της Βασιλείας των Ουρανών μετά την ιστορία και μετά το τέλος του χρόνου. Το μέλλον στον Χριστιανισμό βιώνεται στο παρόν και η Βασιλεία του Θεού αρχίζει από αυτήν την ζωή. Βασιλεία του Θεού, κατά την πατερική ερμηνεία, είναι η Χάρη  του Τριαδικού Θεού, η θεωρία του ακτίστου Φωτός.
Εμείς οι Ορθόδοξοι δεν περιμένουμε το τέλος της ιστορίας και του χρόνου, αλλά με την εν Χριστώ ζωή τρέχουμε προς το τέλος της ιστορίας και έτσι βιώνουμε αυτά που πρόκειται να συμβούν στην μετά την Δευτέρα Παρουσία ζωή από τώρα.
Ο άγιος Συμεών ο Νέος  Θεολόγος λέγει ότι αυτός που είδε το άκτιστο Φως και ενώθηκε με τον Θεό δεν περιμένει την Δευτέρα Παρουσία του Κυρίου, αλλά την ζει. Έτσι στην χριστιανική διδασκαλία δεν υπάρχει η γραμμική διατύπωση περί χρόνου, αλλά η κυκλική, σταυρική. Δηλαδή το αιώνιο μας καταλαμβάνει σε κάθε χρονική στιγμή. Γι’ αυτό ουσιαστικά το παρελθόν, το παρόν και το μέλλον βιώνονται σε μια αρραγή ενότητα. Είναι ο λεγόμενος συμπεπυκνωμένος χρόνος.
Γι’ αυτό η Ορθοδοξία δεν μπορεί να χαρακτηρισθεί σαν «το όπιο του λαού», ακριβώς γιατί δεν μεταθέτει το πρόβλημα. Προσφέρει ζωή, μεταμορφώνει την βιολογική ζωή, αγιάζει και μεταμορφώνει τις κοινωνίες. Η Ορθοδοξία, όπου βιώνεται σωστά και λειτουργεί αγιοπνευματικά, είναι μια κοινωνία Θεού και ανθρώπων, ουρανίων και επιγείων, ζώντων και κεκοιμημένων. Και μέσα σ’ αυτήν την κοινωνία λύνονται αληθινά όλα τα προβλήματα που εμφανίζονται στην ζωή μας.
Επειδή όμως μεταξύ των μελών της Εκκλησίας υπάρχουν άρρωστοι και αρχάριοι πνευματικά, γι’ αυτό είναι ενδεχόμενο μερικοί να νοιώθουν ως θρησκεία τον Χριστιανισμό με την έννοια που αναφέραμε πιο πάνω. Άλλωστε η πνευματική ζωή είναι μια δυναμική πορεία. Αρχίζει με το βάπτισμα, που είναι κάθαρση του κατ’ εικόνα, και συνεχίζεται με την ασκητική ζωή για να φθάσει ο άνθρωπος στο καθ’ ομοίωσιν, δηλαδή στην κοινωνία με τον Θεό. Πάντως πρέπει να διευκρινιστεί ότι, και όταν ακόμη μιλούμε για τον Χριστιανισμό ως θρησκεία, πρέπει απαραίτητα να το κάνουμε μέσα από μερικές αναγκαίες προϋποθέσεις.
Η πρώτη, ότι ο Χριστιανισμός είναι κυρίως Εκκλησία. Εκκλησία θα πει Σώμα Χριστού. Υπάρχουν πολλά χωρία στην Καινή Διαθήκη στα οποία γίνεται λόγος για το ότι ο Χριστιανισμός είναι Εκκλησία. Αρκούμαστε στον λόγο του Χριστού «συ ει Πέτρος, και επί ταύτη τη πέτρα οικοδομήσω μου την εκκλησίαν» (Ματθ. ιστ’, 18) και στους λόγους του Αποστόλου Παύλου, αφ’ ενός μεν προς τους Κολοσσαείς  «και αυτός εστιν η κεφαλή του σώματος, της εκκλησίας» (α’, 18) και αφ’ ετέρου προς τον μαθητή του Τιμόθεο, «... ίνα ειδής πως δει εν οίκω Θεού αναστρέφεσθαι, ήτις εστίν εκκλησία Θεού ζώντος, στύλος και εδραίωμα της αληθείας». (Α’ Τιμ. γ’, 15). Αυτό σημαίνει ότι ο Χριστός δεν κατοικεί απλώς στους Ουρανούς και από εκεί διευθύνει την ιστορία και την ζωή των ανθρώπων, αλλά είναι ενωμένος μαζί μας. Πήρε την ανθρώπινη φύση, την θέωσε και έτσι εν Χριστώ η ανθρώπινη τεθεωμένη φύση βρίσκεται εκ δεξιών του Πατρός. Έτσι ο Χριστός είναι η ζωή και εμείς είμαστε «μέλη Χριστού».
Η δεύτερη προϋπόθεση είναι ότι ο σκοπός του Χριστιανισμού είναι να επιτύχη την μακαρία κατάσταση της θεώσεως. Η θέωση και το καθ’ ομοίωσιν ταυτίζονται. Αλλά, για να φθάση στο καθ’ ομοίωσιν, να φθάση στην θέα του Θεού και αυτή η θέα να μη γίνη φωτιά για να τον κατακαύση, αλλά φως που θα τον ζωοποιήση, απαιτείται προηγουμένως κάθαρση. Αυτή η κάθαρση και η θεραπεία είναι έργο της Εκκλησίας. Όταν ο Χριστιανισμός συμμετέχη στην λατρεία χωρίς να υφίσταται την ζωοποιό κάθαρση (άλλωστε και αυτές οι λατρευτικές εκδηλώσεις αποβλέπουν στην κάθαρση του ανθρώπου), τότε δεν ζη πραγματικά μέσα στον χώρο της Εκκλησίας. Χριστιανισμός χωρίς κάθαρση είναι ουτοπία. Έτσι λοιπόν μέσα από την κάθαρση, και μάλιστα όταν επιμελούμαστε την θεραπεία μας, μπορούμε να κάνουμε λόγο για την θρησκεία, σύμφωνα άλλωστε και με τον λόγο του αδελφοθέου Ιακώβου: «Ει τις δοκεί θρήσκος είναι εν υμίν μη χαλιναγωγών γλώσσαν αυτού, αλλ’ απατών καρδίαν αυτού, τούτου μάταιος η θρησκεία. Θρησκεία καθαρά και αμίαντος παρά τω Θεώ και πατρί αύτη εστίν, επισκέπτεσθαι ορφανούς και χήρας εν τη θλίψει αυτών, άσπιλον εαυτόν από του κόσμου» (Ιακ. α’, 26-27). Φαίνεται καθαρά και από το χωρίο αυτό ότι θρήσκος είναι εκείνος που χαλιναγωγεί την γλώσσα του και δεν απατά την καρδία του, αλλά την καθαίρει από εκείνα που βρίσκονται μέσα σ’ αυτήν και ακόμη ότι θρησκεία είναι το να δείχνη κανείς ενδιαφέρον για τους πονούντας, αλλά κυρίως να διατηρή τον εαυτό του καθαρό από τα του κόσμου. Εκείνος που επιμελείται της καθάρσεώς του είναι θρήσκος και ανήκει στην θρησκεία.
Αυτή η αποχή μας δίδει το δικαίωμα να ισχυρισθούμε ότι ο Χριστιανισμός δεν είναι ούτε φιλοσοφία ούτε θρησκεία με την έννοια που χαρακτηρίζουν τις «φυσικές» θρησκείες, αλλά είναι κυρίως θεραπεία. Είναι θεραπεία του ανθρώπου από τα πάθη του για να φθάση στην συνέχεια σε κοινωνία και ενότητα με τον Θεό.
Ο Κύριος στην παραβολή του καλού Σαμαρείτου μας έδειξε μερικές αλήθειες. Ο καλός Σαμαρείτης μόλις είδε τον εμπεσόντα στους ληστές, οι οποίοι τον πλήγωσαν και τον άφησαν ημιθανή, «εσπλαγχνίσθη, και προσελθών κατέδησε τα τραύματα αυτού επιχέων έλαιον και οίνον, επιβιβάσας δε αυτόν επί το ίδιον κτήνος ήγαγεν αυτόν εις πανδοχείον και επεμελήθη αυτού. (Λουκ. ι’, 33-34). Ο Χριστός θεράπευσε τον πληγωμένο άνθρωπο και τον οδήγησε στο πανδοχείο, δηλαδή στο Νοσοκομείο που είναι η Εκκλησία. Εδώ παρουσιάζεται ο Χριστός ως ιατρός που θεραπεύει τις ασθένειες του ανθρώπου και η Εκκλησία ως Νοσοκομείο.
Είναι δε πολύ χαρακτηριστικό ότι ο ιερός Χρυσόστομος αναλύοντας την παραβολή αυτή παρουσιάζει τις αλήθειες που τονίσαμε προηγουμένως. Ο άνθρωπος «από του επουρανίου πολιτεύματος, επί το της απάτης του διαβόλου πολίτευμα» κατέβη. «Και εμπίπτει εις τους ληστάς, τουτέστιν εις τον διάβολον και τας αντικειμένας αυτώ δυνάμεις». Οι πληγές που υπέστη είναι οι διάφορες αμαρτίες, όπως λέγει ο Δαυίδ «προσώζεσαν και εσάπησαν οι μώλωπές μου από προσώπου της αφροσύνης μου». Γιατί «πάσα αμαρτία μώλωπα και τραύμα εργάζεται». Σαμαρείτης είναι ο Ίδιος ο Χριστός, ο Οποίος κατέβηκε από τον Ουρανό στην γη για να θεραπεύση τον πληγωμένο άνθρωπο. Χρησιμοποίησε οίνον και έλαιον για τις πληγές, δηλαδή «μίξας Πνεύμα άγιον των αίματι αυτού, εζωοποίησεν τον άνθρωπον». Και κατ’ άλλην ερμηνεία «έλαιον επάγει τον παρακλητικόν λόγον, οίνον δε τον στυπτικόν καταδευόμενος, την διδασκαλία την συνάγουσαν την διεσκορπισμένην διάνοιαν». Τον έβαλε στο δικό του κτήνος, δηλαδή «λαβών την σάρκα επί τους ιδίους ώμους της θεότητος, ανήνεγκε τω πατρί εις ουρανούς». Στην συνέχεια οδήγησε τον άνθρωπο ο καλός Σαμαρείτης, ο Χριστός, «εις το μέγα και θαυμαστόν και ευρύχωρον πανδοχείον, εις ταύτην την καθολικήν Εκκλησίαν». Τον έδωσε στον Πανδοχέα, που είναι ο Απόστολος Παύλος «δια δε του Παύλου τοις καθ’ εκάστην Εκκλησίαν αρχιερεύσι και διδασκάλοις και λειτουργοίς» λέγοντας «επιμελήσαι του λαού του εξ Εθνών, ον σοι παρέδωκα εν τη Εκκλησία. Επειδή ασθενούσιν οι άνθρωποι τετραυματισμένοι υπό των αμαρτιών, θεράπευσον αυτούς, επιθείς αυτοίς λίθον εμπλάστρου, τα προφητικά ρήματα και τα ευαγγελικά διδάγματα, υγιαίνων αυτούς δια των της Παλαιάς και Νέας Διαθήκης νουθεσιών και παρακλήσεων...»/ Έτσι, κατά τον ιερό Χρυσόστομο, ο Παύλος είναι εκείνος που στηρίζει τις Εκκλησίες του Θεού «και πάντας ανθρώπους θεραπεύων δια των πνευματικών νουθεσιών, εκάστω τα πρόσφορα νέμων...».
Στην ερμηνεία της παραβολής αυτής από τον ιερό Χρυσόστομο φαίνεται καθαρά ότι η Εκκλησία είναι Νοσοκομείο που θεραπεύει  τους ασθενείς από την αμαρτία και οι επίσκοποι – ιερείς, όπως ο Απόστολος Παύλος, είναι οι θεραπευταί του λαού του Θεού.
Αυτές οι αλήθειες φαίνονται και σε πολλά άλλα σημεία της Καινής Διαθήκης. Ο Κύριος έλεγε ότι «ου χρείαν έχουσιν οι ισχύοντες ιατρού, αλλ’ οι κακώς έχοντες» (Ματθ. θ’, 12). Επίσης ο Χριστός ως ιατρός των ψυχών και των σωμάτων, θεράπευε κάθε ασθένεια της ψυχής και του σώματος. «Θεραπεύων πάσαν νόσον και πάσαν μαλακίαν εν τω λαώ...» και προσήνεγκαν αυτώ πάντας τους κακώς έχοντας ποικίλαις νόσοις και βασάνοις συνεχομένους, και διαμονιζομένους και σεληνιαζομένους και παραλυτικούς, και εθεράπευσεν αυτούς» (Ματθ. δ’, 23-24). Ο Απόστολος Παύλος γνωρίζει καλώς ότι αρρωσταίνει η συνείδηση των ανθρώπων και κυρίως των απλοϊκών (Α’ Κορ. η’, 12). Και στην Αποκάλυψη γράφεται ότι ο Ευαγγελιστής Ιωάννης είδε ποταμόν ύδατος ζωής που εκπορευόταν από τον θρόνο του Θεού και του αρνίου «εν μέσω της πλατείας αυτής και του ποταμού εντεύθεν και εκείθεν ξύλον ζωής... και τα φύλλα του ξύλου εις θεραπείαν των εθνών» (Αποκ. κβ’, 1-2).
Έτσι το έργο της Εκκλησίας είναι θεραπευτικό. Επιδιώκει να θεραπεύση τις ασθένειες των ανθρώπων, κυρίως τις ψυχικές, που τους βασανίζουν. Αυτή είναι η βασική διδασκαλία της Καινής Διαθήκης και των Πατέρων της Εκκλησίας. Στην συνέχεια του κεφαλαίου αυτού καθώς επίσης και σε άλλα κεφάλαια θα παρατεθούν πολλά χωρία Πατέρων που φανερώνουν αυτήν την αλήθεια.
Πάντως επανερχόμενος τονίζω ότι στο σημείο αυτό πρέπει να δούμε την αναγκαιότητα της Εκκλησίας. Στον καθηγητή π. Ιωάννη Ρωμανίδη χρωστούμε πολλή ευγνωμοσύνη γιατί στα έργα του τονίζει αυτήν την πραγματικότητα. Παρουσιάζει στην εποχή μας την λησμονημένη αυτήν αλήθεια. Έχω την πεποίθηση ότι ο μνημονευθείς καθηγητής διάβασε πολύ καλά νηπτικούς Πατέρας και κυρίως τα έργα που περιλαμβάνονται στην Φιλοκαλία, γι’ αυτό συνέλαβε την πραγματική σημασία του Χριστιανισμού. Πιστεύω ότι στο σημείο αυτό βρίσκεται η μεγάλη συμβολή του π. Ιωάννου Ρωμανίδου. Γιατί στην εποχή αυτή που ο Χριστιανισμός παρουσιάζεται ως φιλοσοφία ή στείρα διανόηση (εγκεφαλική θεολογία) ή σαν μια κουλτούρα και μια παράδοση του λαού (λαϊκά ήθη και έθιμα, λαϊκή ευσέβεια), εκείνος παρουσιάζει αυτήν την διδασκαλία περί της θεραπευτικής επιστήμης και αγωγής.
Λέγει συγκεκριμένα: 
«Η πίστη στον Χριστό, χωρίς να υφίσταται κανείς ιατρεία εν Χριστώ, δεν είναι καθόλου πίστη. Πρόκειται ακριβώς για την ίδια αντίφαση, που θα παρουσίαζε κάποιος ασθενής, έχοντας πολλή εμπιστοσύνη στο γιατρό του και μη εφαρμόζοντας ποτέ την αγωγή, που εκείνος του συνιστά. Για μια σωστή θεώρηση αυτής της θεραπείας εν σχέσει με τον κόσμο γενικά, πρέπει να σημειωθή, ότι αν ο προφητικός Ιουδαϊσμός και ο διάδοχός του Χριστιανισμός είχαν εμφανισθή για πρώτη φορά στον εικοστό αιώνα θα είχαν πιθανώτατα χαρακτηρισθή, όχι θρησκείες, αλλ’ ιατρικές επιστήμες, συγγενείς της ψυχιατρικής, με ευρύτατες επιπτώσεις στην κοινωνία οφειλόμενες στην επιτυχία τους να ιατρεύουν σε ποικίλους βαθμούς την αρρώστεια της μερικώς λειτουργούσης προσωπικότητος. Με κανένα τρόπο δεν θα μπορούσαν να εκληφθούν σαν θρησκείες, που με διάφορες μαγικές μεθόδους και δοξασίες υπόσχονται φυγή από ένα δήθεν κόσμο της ύλης και  του κακού ή της υποκρισίας σ’ ένα δήθεν πνευματικό κόσμος ασφαλείας και επιτυχίας».
Σε άλλο έργο ο ίδιος Καθηγητής επιμένει πάνω σ’ αυτήν την αλήθεια. «Εις την φύσιν της η Πατερική Παράδοσις δεν είναι ούτε κοινωνική φιλοσοφία ούτε ηθικόν σύστημα, ούτε θρησκευτικός δογματισμός αλλ’ είναι θεραπευτική αγωγή. Εις το σημείον αυτό ομοιάζει πολύ με την ιατρικήν, και κυρίως με την ψυχιατρικήν. Η νοερά ενέργεια της ψυχής, που προσεύχεται νοερώς και αδιαλείπτως εις την καρδίαν, είναι ένα φυσιολογικόν όργανον, που όλοι έχουν και το οποίον χρειάζεται θεραπεία. Ούτε η φιλοσοφία, ούτε καμμία των γνωστών θετικών ή κοινωνικών επιστημών δύναται να θεραπεύση το όργανον αυτό. Μόνον η νηπτική ή ασκητική αγωγή των Πατέρων οδηγεί εις την θεραπείαν αυτού του οργάνου... Δια τούτο ο αθεράπευτος συνήθως δεν γνωρίζει ούτε καν την ύπαρξιν αυτού του οργάνου».
Έτσι μέσα στην Εκκλησία χωριζόμαστε σε αρρώστους, σε ανθρώπους που υφίστανται την θεραπευτική αγωγή, και σε ανθρώπους (αγίους) που ήδη έχουν θεραπευθή. «... δια τους Πατέρας δεν διαχωρίζονται οι άνθρωποι εις ηθικούς και ανηθίκους ή εις καλούς και κακούς βάσει ηθικών κανόνων. Ο διαχωρισμός αυτός είναι επιφανειακός. Εις το βάθος διακρίνεται η ανθρωπότης εις ψυχικά αρρώστους, εις θεραπευομένους και εις θεραπευμένους. Όλοι όσοι δεν είναι εις την κατάστασιν του φωτισμού είναι ψυχικά άρρωστοι... Δεν είναι μόνον η καλή θέλησις, η καλή απόφασις, η ηθική πράξις και η αφοσίωσις εις την Ορθόδοξον Παράδοσιν που κάμει τον Ορθόδοξον, αλλά η κάθαρσις, ο φωτισμός και η θέωσις. Τα στάδια αυτά θεραπείας είναι ο σκοπός της μυστηριακής ζωής της Εκκλησίας, όπως μαρτυρούν τα λειτουργικά κείμενα».
Μέρος 2ο: Θεραπεία και θεολογία
Από όσα ελέχθησαν μέχρι τώρα φαίνεται καθαρά πως ο Χριστιανισμός είναι κυρίως επιστήμη που θεραπεύει, δηλαδή είναι μια ψυχοθεραπευτική μέθοδος και αγωγή. Το ίδιο πρέπει να πούμε και για την θεολογία. Δεν είναι φιλοσοφία αλλά κυρίως θεραπευτική αγωγή. Η ορθόδοξη θεολογία δείχνει καθαρά ότι αφ’ ενός μεν είναι καρπός μιας θεραπείας και αφ’ ετέρου ότι είναι δρόμος που δείχνει την θεραπεία. Με άλλα λόγια μόνον όσοι έχουν θεραπευθεί και απέκτησαν κοινωνία με τον Θεό είναι θεολόγοι και μόνον αυτοί μπορούν να δείξουν τον αληθινό δρόμο στους Χριστιανούς για να φθάσουν στον «τόπο» της θεραπείας. Άρα η θεολογία είναι και καρπός και μέθοδος θεραπείας.
Εδώ χρειάζεται να επιμηκύνουμε τον λόγο για να δούμε καθαρότερα αυτές τις αλήθειες. Θα παραθέσουμε την διδασκαλία των αγίων Πατέρων σχετικά με  την θεολογία και τους θεολόγους.
Νομίζω πως πρέπει να αρχίση κανείς από τον άγιο Γρηγόριο τον Θεολόγο, στον οποίο η Εκκλησία δεν προσέδωσε τυχαία την προσωνυμία του Θεολόγου. Γράφει στην αρχή των περιφήμων θεολογικών του λόγων ότι δεν μπορεί κάθε άνθρωπος να θεολογή, να ομιλή περί του Θεού, γιατί το να μιλά κανείς για τον Θεό δεν είναι ευθυνόν πράγμα «και των χαμαί ερχομένων». Δεν είναι όλων το έργο αυτό, αλλά «των εξητασμένων και διαβεβηκότων εν θεωρία και προ τούτων και ψυχήν και σώμα κεκαθαρμένων ή καθαιρομένων το μετριώτατον». Μόνον αυτοί που πέρασαν από την πράξη στην θεωρία μπορούν να μιλήσουν για τον Θεό. Και πότε γίνεται αυτό; «ηνίκα αν σχολήν άγωμεν από της έξωθεν ιλύος και ταραχής, και μη το ηγεμονικόν ημών συγχέηται τοις μοχθηροίς τύποις και πλανωμένοις». Γι’ αυτό συνιστά ο άγιος «δει γαρ τω όντι σχολάσαι και γνώναι Θεόν».
Ο Νείλος ο ασκητής συνδέει την θεολογία με την προσευχή και κυρίως την νοερά προσευχή. Ξέρουμε καλά από την διδασκαλία των αγίων Πατέρων ότι εκείνος που απέκτησε το χάρισμα της νοεράς ή καρδιακής προσευχής εισήλθε στα πρώτα στάδια της θεωρίας του Θεού. Είναι και αυτή ένα είδος θεωρίας. Γι’ αυτό όσοι προσεύχονται νοερά αποκτούν κοινωνία με τον Θεό και αυτή η κοινωνία είναι γνώση του Θεού από τον άνθρωπο. Λέγει λοιπόν ο άγιος Νείλος: «Ει θεολόγος ει, προσεύξη αληθώς. Και ει αληθώς προσευχή, θεολόγος ει».
Ο όσιος Ιωάννης της Κλίμακος σε πολλά σημεία στο πνευματικότατο εντρύφημά του που αποκαλείται «Κλίμαξ» παρουσιάζει την αληθινή θεολογία. «Τέλος αγνείας, θεολογίας υπόθεσις». Εκείνος που ήνωσε τελείως τις αισθήσεις του με τον Θεό μυσταγωγείται υπ’ Αυτού. Αν δεν έχη γίνη αυτό τότε «χαλεπόν περί Θεού διαλέγεσθαι». Αντίθετα εκείνος που δεν γνώρισε τον Θεό υπαρκτικά, αυτός «στοχαστικώς αποφθέγγεται». Μάλιστα, κατά την πατερική διδασκαλία, το να μιλά κανείς στοχαστικά για τον Θεό είναι πολύ κακό, γιατί οδηγεί τον άνθρωπο στην πλάνη. Ο ίδιος άγιος γνωρίζει τον τρόπο με τον οποίο αναπτύσσεται μέσα μας «η των διαμόνων θεολογία». Σε καρδιές κενόδοξες, που δεν έχουν προηγουμένως καθαρθή με την ενέργεια του Παναγίου Πνεύματος, οι ακάθαρτοι δαίμονες «την των θείων γραφών ερμηνείαν εν προοιμίοις υφηγούνται». Γι’ αυτό εκείνος που έχει πάθος είναι αδύνατον «θεολογίας άπτεσθαι».
Οι άγιοι έπασχαν «τα θεία μη διανοούμενοι» και, κατά τον λόγο  των Πατέρων, θεολογούσαν όχι αριστοτελικώς, δηλαδή με την διάνοια, αλλά αλιευτικώς, δηλαδή με την ενέργεια του Παναγίου Πνεύματος. Αν δεν καθαρθή προηγουμένως ο άνθρωπος από τα πάθη, και κυρίως από την φαντασία, είναι ανίκανος να διαλεχθή με τον Θεό και να μιλήση για τον Θεό, αφού «νους φανταζόμενος είναι ανίκανος δια την θεολογίαν». Οι άγιοι έζησαν μια «πνευματογράφον θεολογίαν».
Την ίδια διδασκαλία συναντούμε στα έργα του αγίου Μαξίμου του Ομολογητού. Όταν ο άνθρωπος ζη την πρακτική φιλοσοφία, που είναι η μετάνοια και η κάθαρση από τα πάθη, «εις φρόνησιν προκόπτει». Όταν ζη την θεωρία τότε προκόπτει «εις γνώσιν». Στην πρώτη περίπτωση μπορεί να διακρίνει μεταξύ της αρετής και κακίας, στην δεύτερη περίπτωση (στην θεωρία) «εις τους περί ασωμάτων  και σωμάτων λόγους άγειν τον μέτοχον». Και προχωρεί στην συνέχεια ότι «της θεολογικής χάριτος τηνικαύτα καταξιούται, οπηνίκα τα προειρημένα πάντα δια των της αγάπης πτερών διαπεράσας και εν θεωρία γενόμενος, τον περί αυτού λόγον δια του Πνεύματος, ως ανθρωπίνω νω δυνατόν, διασκοπήση» . Η θεολογία, δηλαδή η γνώση περί του Θεού, μυσταγωγείται σ’ εκείνον που έφθασε στην θεωρία. Μάλιστα σε άλλο σημείο ο ίδιος Πατήρ λέγει ότι εκείνος που αδιάλειπτα «περί τα ένδον τας διατριβάς ποιείται» όχι μόνον σωφρονεί, μακροθυμεί, χρηστεύεται, ταπεινοφρονεί, αλλά «και θεωρεί και θεολογεί και προσεύχεται». Η θεολογία και στο σημείο αυτό συνδέεται στενώτατα με την θεωρία και την προσευχή.
Πρέπει να υπογραμμισθεί δεόντως ότι η θεολογία που δεν είναι αποτέλεσμα της καθάρσεως, δηλαδή της πράξεως, είναι δαιμονική. Κατά τον άγιο Μάξιμο, «δαιμόνων θεολογία ή δίχα πράξεως γνώσις».
Και ο όσιος Θαλάσσιος ευρισκόμενος στην ίδια προοπτική γράφει ότι όταν ο νους του ανθρώπου αρχίζη από την πίστη «εις την παντός επέκεινα νου καταλήγει θεολογίαν, ην άληστον πίστιν και πράγματος αφανούς θεωρίαν αρίζουσιν». Η θεολογία είναι πέρα από την λογική, είναι αποκάλυψη του Θεού στον άνθρωπο και οι Πατέρες την ορίζουν ως θεωρία. Και εδώ η θεολογία είναι κυρίως θεωρία του Θεού, δηλαδή θέα του Θεού. Σε άλλο σημείο ο ίδιος όσιος γράφει ότι από αγάπη ειλικρινή γεννιέται η γνώση «ταύτην δε διαδέχεται το έσχατον ορεκτόν. Τούτο δε έστιν, η της Θεολογίας Χάρις».
Στην διδασκαλία του αγίου Διαδόχου του Φωτικής η θεολογία παρουσιάζεται ως το μεγαλύτερο χάρισμα που προσφέρει στον άνθρωπο το Πανάγιο Πνεύμα. Όλα τα χαρίσματα «καλά λίαν», «ουδέν δε ούτως ημών αναφλέγει και κινεί την καρδίαν εις την αγάπην της αυτού αγαθότητος ως η θεολογία». Γιατί η θεολογία ως γέννημα της Χάριτος του Θεού «πρώτα πάντως και δώρα τη ψυχή χαρίζεται».
Κατά τον λόγο του Αποστόλου Παύλου, το Άγιο Πνεύμα δίδει στον έναν άνθρωπο το χάρισμα της γνώσεως, σε άλλον το χάρισμα της σοφίας (α’ Κορ. ιβ’, 8). Και ερμηνεύοντας ο άγιος Διάδοχος αναφέρει ότι η γνώση συνάπτει τον άνθρωπο με τον Θεό, αλλά δεν κινεί την ψυχή στους λόγους των πραγμάτων. Υπάρχουν μοναχοί που αγαπούν την ησυχία και φωτίζονται από την Χάρη του Θεού, «εις λόγους δε θείους ουκ έρχονται». Η σοφία είναι ένα από τα πιο σπάνια δώρα που δίδονται από τον Θεό στον άνθρωπο εκείνον που έχει και έκφραση και νου χωρητικό. Γι’ αυτό την γνώση του Θεού «ευχή φέρει και πολλή ησυχία εν αμεριμνία παντελεί, την δε σοφίαν ακενόδοξος μελέτη των λογίων του θεού και πρώτον η χάρις του διδόντος Θεού». Το χάρισμα της θεολογίας είναι ενέργεια του Παρακλήτου, αλλά και συνέργεια του ανθρώπου, αφού το Άγιο Πνεύμα δεν δίδει την γνώση των μυστηρίων «χωρίς της κατά φύσιν ζητούσης και ερευνώσης την γνώσιν δυνάμεως».
Στην διδασκαλία του αγίου Γρηγορίου του Παλαμά οι θεολόγοι είναι κυρίως οι θεόπτες και η θεολογία είναι η θεωρία. «Εστι γαρ και η περί Θεού και των κατ’ αυτόν δογμάτων γνώσις, θεωρία, ο θεολογίαν ονομάζομεν...». Όποιος χωρίς να έχη γνώση και πείρα των θεμάτων της πίστεως διδάσκει περί αυτών, «στοιχών τοις οικείοις διαλογισμοίς και δια λόγου δείξαι ζητών το υπέρ λόγον αγαθόν, εις έσχατον απονοίας δήλός εστι κατενεχθείς...». Και μαζί με την αφροσύνη και «Θεομάχος ευρεθήσεται». Υπάρχουν ακόμη περιπτώσεις που άνθρωποι χωρίς να έχουν έργα, δηλαδή χωρίς να έχουν υποστή την κάθαρση, έχουν συναντήσει και ακούσει αγίους ανθρώπους, μετά όμως «παρ’ εαυτούς διανοούμενοι» απορρίπτουν και τον άγιον εκείνον και από την φυσίωση πλανώνται.
Όλα αυτά δείχνουν ότι η θεολογία είναι κυρίως καρπός της θεραπείας του ανθρώπου και όχι μια διανοητική επιστήμη. Μόνον ο καθαρθείς ή τουλάχιστον ο καθαιρόμενος μπορεί να μυσταγωγηθή στα απόρρητα μυστήρια και στις μεγάλες αλήθειες, να δεχθή την αποκάλυψη και εν συνεχεία να τα διαβιβάση στον λαό. Της θεολογίας προηγείται απαραίτητα η θεραπεία και εν συνεχεία ο θεολόγος μπορεί να θεραπεύση άλλους. Γι’ αυτό στην Ορθόδοξη Πατερική Παράδοση ο θεολόγος συνδέεται και ταυτίζεται με τον πνευματικό πατέρα και ο πνευματικός πατέρας είναι ο κατ’ εξοχήν θεολόγος, δηλαδή εκείνος που πάσχει τα θεία και μπορεί έτσι να καθοδηγή απλανώς τα πνευματικά του παιδιά.
Ο π. Ιωάννης Ρωμανίδης γράφει χαρακτηριστικά: 
«Ο κατ’ εξοχήν Ορθόδοξος Θεολόγος είναι ο γνωρίζων αμέσως τινάς των ενεργειών του Θεού της ελλάμψεως ή περισσοτέρως αυτάς δια της θέας ή εμμέσως τα ενεργείας του Θεού μέσω προφητών, αποστόλων, και αγίων ή μέσω της Αγίας Γραφής, των συγγραμμάτων των Αγίων Πατέρων και των αποφάσεων και πρακτικών των Οικ. και Τοπικών αυτών Συνόδων. Ο θεολόγος είναι εκείνος όστις δια της αμέσου ή εμμέσου γνώσεως ταύτης και θεωρίας γνωρίζει σαφώς να διακρίνη μεταξύ των ενεργειών του Θεού και των ενεργειών των κτισμάτων και ιδίως των ενεργημάτων του διαβόλου και των δαιμόνων. Άνευ του χαρίσματος της διακρίσεως των πνευμάτων δεν δύναταί τις να δοκιμάση τα πνεύματα, ίνα ίδη αν είναι τι ενέργημα του Αγίου Πνεύματος ή του διαβόλου και των δαιμόνων. Επομένως ο θεολόγος και ο πνευματικός πατήρ είναι το ίδιον πράγμα. Ο στοχαζόμενος και διαλεγόμενος εις αναζήτησιν νοησιαρχικής κατανοήσεως των δογμάτων της πίστεως κατά τα πρότυπα της Φραγκολατινικής παραδόσεως ασφαλώς όχι μόνον πνευματικός πατήρ δεν είναι, αλλά ούτε κατά κυριολεξίαν θεολόγος δύναται να λέγεται. Η θεολογία δεν είναι μια αφηρημένη επιστήμη ή πρακτική, ωσάν την λογικήν, μαθηματικήν, αστρονομίαν, ή χημείαν, αλλά τουναντίον έχει χαρακτήρα πολεμικόν ωσάν την στρατηγικήν και ιατρικήν. Η μεν ασχολείται με την άμυναν και επίθεσιν έναντι των εχθρών δια της σωματικής και στρατηγικής τελειοποιήσεως εις την χρήσιν όπλων, οχυρωμάτων και αμυντικών και επιθετικών σχεδίων, η δε με την πολεμικήν εναντίον των ψυχικών και σωματικών ασθενειών δια της υγείας και των μέσων αποκαταστάσεως της υγείας.
Ο θεολόγος, όστις αγνοεί τα μεθοδείας του εχθρού και την κατά Χριστόν τελειότητα, αδυνατεί όχι μόνον να αγωνισθή ο ίδιος κατά του εχθρού υπέρ της τελειώσεώς του, αλλά ούτε είναι εις θέσιν να οδηγή και να θεραπεύη άλλους. Είναι ωσάν να λέγεται ή και να γίνη στρατηγός ο ουδέποτε εκγυμνασθείς, ο ουδέποτε πολεμήσας και ο ουδέποτε μελετήσας την πολεμικήν, αλλά ο προσέξας μόνον εις την ωραίαν και ένδοξον εμφάνισίν του με μεγαλειώδεις και λαμπράς στολάς εις δεξιώσεις και παραστάσεις. Είναι ωσάν να φέρεται ως χειρουργός ο χασάπης και να κατέχη την θέσιν ιατρού ο μη γνωρίζων ούτε τας αιτίας των ασθενειών, ούτε τους τρόπους θεραπείας αυτών, ούτε την κατάστασιν υγείας, εις την οποίαν πρέπει να επαναφέρη τον ασθενή».

Μέρος 3ο: Τι είναι η θεραπεία
Αφού μιλήσαμε για το ότι ο Χριστιανισμός και η θεολογία είναι κυρίως και προ παντός θεραπευτική επιστήμη πρέπει τώρα να διαγράψουμε εν ολίγοις το τι είναι η θεραπεία. Από τι μας θεραπεύει η ορθοδοξία με την θεολογία της και την λατρεία της. Αυτό είναι απαραίτητο να διευκρινισθή στα επόμενα.
Θεραπείας της ψυχής σημαίνει πρωτίστως θεραπεία και ελευθέρωση του νοός. Η φύση του ανθρώπου «νενόσηκεν» με την πτώση του από τον Θεό. Αυτή η νόσος είναι κυρίως αιχμαλωσία και πτώση του νοός. Το προπατορικό αμάρτημα είναι η απομάκρυνση του ανθρώπου από τον Θεό, η απώλεια της θείας Χάριτος, με συνέπεια την σκότωση, την ζόφωση και τον θάνατο του νοός. Ακριβέστερα μπορούμε να ισχυρισθούμε ότι «η πτώση του ανθρώπου ή η κατάσταση της κληρονομηθείσης αμαρτίας είναι: α) η αποτυχία της νοεράς δυνάμεως να λειτουργή σωστά ή έστω να λειτουργή β) η σύγχυσή της με τις λειτουργίες του εγκεφάλου και του σώματος γενικότερα και γ) η κατά συνέπεια υποδούλωσή της στο άγχος και τις συνθήκες του περιβάλλοντος. Κάθε άνθρωπος αποκτά εμπειρία της πτώσεως της δικής του νοεράς δυνάμεως σε ποικίλους βαθμούς, καθώς εκτίθεται  σε περιβάλλοντα, όπου δεν λειτουργεί ή υπολειτουργεί η νοερά δύναμις... Αποτέλεσμα κακής λειτουργίας της νοεράς δυνάμεως είναι οι κακές σχέσεις ανθρώπου και Θεού και των ανθρώπων μεταξύ τους  και η χρησιμοποίηση τόσον του Θεού, όσον και του πεπτωκότος ανθρώπου προς κατοχύρωση της ατομικής ασφαλείας και ευτυχίας».
Αυτή η απώλεια της Χάριτος του Θεού νέκρωσε τον νου του ανθρώπου, όλη η φύση αρρώστησε και μετέδωσε αυτήν την αρρώστεια και στους απογόνους. Έτσι στην ορθόδοξη διδασκαλία καταλαβαίνουμε την κληρονομία της αμαρτίας. Οι Πατέρες το χωρίο του Αποστόλου Παύλου «ώσπερ δια της παρακοής του ενός ανθρώπου αμαρτωλοί κατεστάθημεν οι πολλοί» (Ρωμ. ε’, 19) το ερμηνεύουν όχι νομικά, αλλά... ιατρικά. Δηλαδή αρρώστησε η ανθρώπινη φύση. Ο άγιος Κύριλλος Αλεξανδρείας ερμηνεύει: «Επειδή πέπτωκεν (ο Αδάμ) υφ’ αμαρτίαν και κατώλισθεν εις φθοράν, εντεύθεν εισέδραμον την της σαρκός φύσιν ηδοναί τε και ακαθαρσίαι, ανέφυ δε και ο εν τοις μέλεσιν ημών αγριαίνων νόμος. Νενόσηκεν ουν η φύσις την αμαρτίαν δια της παρακοής του ενός, τουτέστιν Αδάμ. Ούτως αμαρτωλοί κατεστάθησαν οι πολλοί, ουχ ως τω Αδάμ συμπαραβεβηκότες, ου γαρ ήσαν πώποτε, αλλ’ ως της εκείνου φύσεως όντες της υπό νόμον πεσούσης τον της αμαρτίας... ηρρώστησεν η ανθρωπίνη φύσις εν Αδάμ δια της παρακοής την φθοράν, εισέδυ δε ούτως αυτήν τα πάθη». Σε άλλο σημείο ο ίδιος άγιος Πατήρ χρησιμοποιεί την εικόνα της ρίζης. Ήλθε ο θάνατος σε όλο το ανθρώπινο γένος από τον Αδάμ «ώσπερ φυτού παθόντος βλάβος εις ρίζαν, πάσά πως ανάγκη τους εξ αυτού γεγονότας μαραίνεσθαι κλώνας».
Ο άγιος Γρηγόριος ο Παλαμάς λέγει χαρακτηριστικά ότι «νους αποστάς του Θεού ή κτηνώδης γίνεται ή δαιμονιώδης και των όρων αποστατήσας της φύσεως επιθυμεί των αλλοτρίων...».
Με την «τελετήν της θεογενεσίας», το άγιο Βάπτισμα, ο νους του ανθρώπου φωτίζεται, ελευθερώνεται από την δουλεία της αμαρτίας και του διαβόλου και ενώνεται με τον Θεό. Γι’ αυτό και το Βάπτισμα λέγεται φώτισμα. Αλλά έκτοτε, λόγω της αμαρτίας, συμβαίνει πάλι ο σκοτασμός και η νέκρωση του νοός. Στα πατερικά έργα φαίνεται καθαρά ότι κάθε αμαρτία και κάθε πάθος νεκρώνει τον νου του ανθρώπου.
Ο άγιος Ιωάννης ο Σιναΐτης γράφει ότι οι πονηροί δαίμονες επιδιώκουν και αγωνίζονται «σκοτούν το νοερόν ημών». Ιδιαιτέρως ο δαίμονας της πορνείας «τον ηγεμόνα νουν σκοτίσας» ωθεί τους ανθρώπους να κάνουν εκείνα που «οι εξεστηκότες μόνοι εργάζονται».
Βέβαια σε άλλο κεφάλαιο θα τονισθή τι είναι ο νους του ανθρώπου. Αλλά εδώ επιμένουμε κυρίως στο θέμα του σκοτασμού. Ο άγιος Μάξιμος διδάσκει ότι «ώσπερ το σώμα έχει κόσμον τα πράγματα, ούτω και ο νους έχει κόσμον τα νοήματα». Και όπως το σώμα πορνεύει με το σώμα της γυναικός «ούτω και ο νους πορνεύει μετά του νοήματος της γυναικός, δια της φαντασίας του ιδίου σώματος». Αυτή είναι η ζόφωση και η πτώση του νοός.
Και σε άλλη συνάφεια ο ίδιος άγιος Πατήρ διδάσκει ότι, όπως το σώμα αμαρτάνει δια των πραγμάτων και προς παιδαγωγίαν έχει τις σωματικές αρετές, «ούτω και ο νους δια των εμπαθών νοημάτων αμαρτάνει και έχει ωσαύτως προς παιδαγωγίαν τας ψυχικάς αρετάς». Αυτή η αλήθεια φανερώνει ότι η πτώση του νοός δημιουργεί σύγχυση σε όλο τον πνευματικό οργανισμό, δημιουργεί το άγχος και την ταραχή, και γενικά κάνει τον άνθρωπο να βιώνη την πτώση σε όλη την τραγικότητά της. Έτσι πολλά προβλήματα που μας μαστίζουν προέρχονται από αυτήν την εσωτερικήν ασθένεια. Γι’ αυτό και οι ψυχοθεραπευτές δεν μπορούν να βοηθήσουν πολύ, αφού μόνον ο Χριστός είναι εκείνος που μπορεί να αναστήση τον νεκρωθέντα από τα πάθη νου.
Προσπαθώντας ακόμη ο άγιος Μάξιμος να καθορίση εναργέστερα τι είναι ακαθαρσία και επομένως πτώση του νου γράφει ότι την ακαθαρσία του νου δηλώνουν τέσσερα πράγματα. Πρώτον «το γνώσιν έχειν ψευδή», δεύτερον «το αγνοείν τι των καθόλου», τρίτον «το εμπαθείς έχειν λογισμούς» και τέταρτον «το συγκατατίθεσθαι τη αμαρτία».
Απαιτείται λοιπόν η θεραπεία του νοός την οποία οι Πατέρες καλούν ζωοποίηση ή κάθαρση του νοός.
Περί της καθάρσεως του νοός και της καρδίας γίνεται πολύς λόγος στην διδασκαλία του Κυρίου και των αγίων Αποστόλων. Ο Κύριος, αναφερόμενος στους Φαρισαίους της εποχής του που επεμελούντο της εξωτερικής καθαρότητος και εγκατέλειπαν την εσωτερική καθαρότητα, λέγει: «Φαρισαίε τυφλέ, καθάρισον πρώτον το εντός του ποτηρίου και της παροψίδος, ίνα γένηται και το εκτός αυτών καθαρόν» (Ματθ. κγ’, 26). Ο Απόστολος Πέτρος στην αποστολική Σύνοδο στα Ιεροσόλυμα, αντιμετωπίζοντας το πρόβλημα των εξ εθνών Χριστιανών, αν έπρεπε προηγουμένως να περιτέμνωνται και να τηρούν τον νόμο της Παλαιάς Διαθήκης, είπε: «και ο καρδιογνώστης Θεός εμαρτύρησεν αυτοίς δους αυτοίς το Πνεύμα το Άγιον καθώς και ημίν, και ουδέν διέκρινε μεταξύ ημών τε και αυτών, τη πίστει καθαρίσας τας καρδίας αυτών» (Πράξ. ιε’, 8-9). Ο Απόστολος Παύλος στους Χριστιανούς της Κορίνθου συνιστά: «καθαρίσωμεν εαυτούς από παντός μολυσμού σαρκός και πνεύματος, επιτελούντες αγιωσύνην εν φόβω Θεού» (Β’ Κορ. ζ’, 1). Το Αίμα του Χριστού «καθαριεί την συνείδησιν υμών από νεκρών έργων...» (Εβρ. θ’, 14). Επίσης ο ίδιος Απόστολος, γράφοντας στον μαθητή του Τιμόθεο, διαβεβαιώνει ότι έχουμε το μυστήριο της πίστεως «εν καθαρά συνειδήσει» (Α’ Τιμ. γ’, 9). Και ο Απόστολος Πέτρος γνωρίζει καλά ότι η αγάπη προς αλλήλους είναι καρπός της καθαρής καρδιάς, γι’ αυτό συνιστά: «εκ καθαράς καρδίας αλλήλους αγαπήσατε» (Α’ Πέτρ. α’, 22).
Επομένως είναι απαραίτητη η κάθαρση του νοός και της καρδίας. Γράφουμε νοός και καρδιάς, αν και γνωρίζουμε ότι αυτά τα δυο στην πατερική θεολογία συνδέονται. Αλλά περί αυτού θα επανέλθουμε σε άλλο κεφάλαιο.
Ο άγιος Μάξιμος χωρίζει τα στάδια της πνευματικής ζωής σε τρία. Είναι η πρακτική φιλοσοφία, η φυσική θεωρία και η μυστική θεολογία. Σύμφωνα με μελετητή του αγίου «η ασκητική του αγίου Μαξίμου, ήτοι η διδασκαλία περί προσωπικής προσοικειώσεως της  σωτηρίας, χωρίζεται σε τρία βασικά μέρη: Ι) Την «πρακτικήν φιλοσοφίαν» ή πράξιν ΙΙ) την «φυσικήν θεωρίαν» ή απλώς θεωρίαν και ΙΙΙ) την «μυστικήν θεολογίαν» ή απλώς θεολογίαν. Η πρώτη καθαίρει τον άνθρωπον εκ των παθών και κοσμεί αυτόν δια των αρετών, η Δευτέρα φωτίζει τον νουν αυτού δια της αληθούς γνώσεως, και η τρίτη στεφανοί τον άνθρωπον δια της υψίστης μυστικής εμπειρίας, την οποίαν ο άγιος Πατήρ ονομάζει «έκστασιν». Τα τρία αυτά μέρη αποτελούν βασικούς σταθμούς επί της οδού της προσωπικής σωτηρίας του ανθρώπου».
Βέβαια πρέπει να σημειώσουμε ότι πολλοί Πατέρες διακρίνουν την πνευματική ζωή στα τρία αυτά στάδια που είναι η μεν πρακτική φιλοσοφία η κάθαρση της καρδιάς, η δε φυσική θεωρία ο φωτισμός του νου και η μυστική θεολογία η κοινωνία με τον Θεό δια της θεωρίας.
Σύμφωνα με άλλη διαίρεση που παρουσιάζεται στα πατερικά έργα, η πνευματική ζωή χωρίζεται στην πράξη και την θεωρία. Δεν πρόκειται για άλλη διαίρεση σαφώς αντίθετη από την προηγούμενη, αλλά για το ίδιο πράγμα. Γιατί η πράξη είναι η κάθαρση και η θεωρία είναι ο φωτισμός του νου και η κοινωνία με τον Θεό. Η πράξη πάντως προηγείται της θεωρίας (θέας) του Θεού. «Πράξις γαρ, θεωρίας πρόξενος». Αναλυτικότερα, πράξη είναι νηστεία του σώματος και αγρυπνία, του στόματος «ψαλμωδία και προσευχή και σιωπή λόγου τιμιωτέρα, και χειρών πράξις, το υπ’ εκείνων αγογγύστως γινόμενον». Και «θεωρία εστίν η θεωρία η πνευματική του νοός, το εκπλήττεσθαι, και κατανοείν εν πάσιν οις εγένοντο, και γενήσονται θεωρία εστίν η όρασις του νοός...».
Βέβαια, κατά την διδασκαλία του αγίου Μαξίμου, δεν είναι ανεξάρτητη η θεωρία από την πράξη. «Ουκ εστιν ούτε πράξις ασφαλής θεωρίας εκτός, ούτε θεωρία αληθής πράξεως άνευ. Χρη γαρ και πράξιν ελλόγιμον είναι και θεωρίαν έμπρακτον...». Μάλιστα ο άγιος υπογραμμίζει ότι «επί μεν τω λογιωτέρων, η θεωρία προηγείται της πράξεως, επί δε των αγροικοτέρων της θεωρίας η πράξις». Αλλά και στις δυο περιπτώσεις το τέλος είναι χρηστό, καταλήγουν στο ίδιο αποτέλεσμα που είναι η κάθαρση και η σωτηρία του ανθρώπου.
Όταν βέβαια λέμε κάθαρση της ψυχής εννοούμε κυρίως απαλλαγή από τα πάθηκαι, για να εκφρασθούμε καλύτερα, εννοούμε την μεταμόρφωση των παθών. Πέρα από αυτό, κάθαρση είναι και η «εννοειδής συνέλιξις» του ανθρωπίνου είναι που καταλήγει στην έλλαμψη του νου. Είναι λοιπόν όχι μόνον αρνητική, αλλά και θετική. Χαρακτηριστικό γνώρισμα της καθαρής ψυχής είναι «λόγος άφθονος, ζήλος δε άκακος, έρως δε άπαυστος του Κυρίου της δόξης». Διαφορετικά αν ο λόγος μας έχη φθόνο, ο ζήλος μας κακία και ο έρως προς τον Θεό δεν είναι άπαυστος, σημαίνει πως η καρδιά δεν έχει ακόμη καθαρθή.
Ο νους είναι το κατ’ εικόνα. Αυτό το κατ’ εικόνα το μολύναμε με την αμαρτία και πρέπει τώρα να καθαρισθή. Γι’ αυτό συνιστά ο αββάς Δωρόθεος: «Ποιήσωμεν καθαράν την εικόνα ημών, καθώς και ελάβομεν αυτήν...». Απαιτείται μόχθος και αφόρητος πικρία έως ότου καθαρίσωμεν τον «φιλομάκελλον ημών κύνα νουν και φιλόβρωμον, φιλεπίσκοπόν τινα, και φίλαγνον». Αν ο άνθρωπος αγωνίζεται εναντίον της κατ’ ενέργειαν αμαρτίας και πολεμά προς τους εμπαθείς λογισμούς, τότε ταπεινώνεται., συντρίβεται, αγωνίζεται «και δια της θλίψεως των αγώνων κατά μικρόν καθαίρεται και επανέρχεται εις το κατά φύσιν».
Αλλά παρά την προσπάθεια του ανθρώπου, αν δεν κατέλθη το Πανάγιο Πνεύμα δεν μπορεί να καθαρισθή και να ζωοποιηθή ο νεκρός νους, γιατί «νουν καθαρίσαι μόνου του αγίου «Πνεύματος εστιν».
Πάντως όταν με την συνέργεια της θείας Χάριτος και της ανθρωπίνης θελήσεως καθαρισθή ο νους, τότε ελλάμπτεται, αφού «ου κάθαρσις εκεί έλλαμψις». Και μετά την κάθαρση, όταν ο άνθρωπος φυλάττη τον νου του για να μη  μολυνθή από την αμαρτία, τότε ο νους είναι φωτίζων και φωτιζόμενος, γι’ αυτό και η φυλακή του νου μπορεί να ονομασθή «φωτοτόκος και αστραπητόκος και φωτοβόλος και πυρφόρος».
Συνοπτικά μπορούμε να ισχυρισθούμε ότι η θεραπεία του ανθρώπου είναι στην πραγματικότητα η κάθαρση του νου, της καρδιάς, του κατ’ εικόνα, η επαναφορά του νου στο αρχέγονο και πρωτόκτιστο κάλλος και κάτι περισσότερο, η κοινωνία του με τον Θεό. Όταν γίνεται ναός του Παναγίου Πνεύματος, τότε λέμε ότι επετεύχθη η θεραπεία. Οι θεραπευμένοι είναι οι άγιοι του Θεού.
Όλη η  παράδοση της Ορθοδόξου Εκκλησίας συνίσταται στο να θεραπεύσει και να ζωοποιήσει την νεκρά από την αμαρτία ψυχή.  Σ’ αυτό το σημείο έγκειται η θεραπεία της ψυχής και σ’ αυτό συντελούν όλα τα Μυστήρια και όλη η ασκητική ζωή της Εκκλησίας. Όποιος αγνοεί αυτήν την πραγματικότητα δεν μπορεί να αισθανθεί την ατμόσφαιρα της Ορθοδόξου Παραδόσεως.

Η υγεία της ψυχής είναι η απάθεια και η γνώση. Ψυχή τελεία είναι «η ταις αρεταίς ανακραθείσα». Ψυχή τελεία είναι εκείνη της οποίας «η παθητική δύναμις νένευκεν ολοτελώς προς τον Θεόν». Ψυχή καθαρά είναι «η αγαπώσα τον Θεόν». Ψυχή καθαρά είναι «η παθών ελευθερωθείσα και υπό της θείας αγάπης αδιαλείπτως ευφραινομένη».
Οι άγιοι Πατέρες περιγράφουν και μερικούς τρόπους δια των οποίων ανασταίνεται, ζωοποιείται και θεραπεύεται η ψυχή. Η λύπη κατά Θεόν, δηλαδή η μετάνοια, αναιρεί την ηδονή∙ «ηδονής δε αναίρεσις, ανάστασις υπάρχει ψυχής». Ο Μέγας του Θεού θεράπων Αντώνιος έλεγε ότι πρέπει να καθαρεύσωμεν την διάνοιαν. «Εγώ γαρ πιστεύω, ότι καθαρεύσασα πανταχόθεν και κατά φύσιν εστώσα δύναται διορατική γινομένη, πλείον και μακρότερον βλέπειν των δαιμόνων, έχουσα τον αποκαλύπτοντα Κύριον αυτή». Δηλαδή μας συνιστά, ο άγιος θεράπων της ψυχής, να καθαρίζουμε την διάνοια. Είναι παρατηρημένο ότι, όταν κρατά κανείς τον νου του καθαρό από λογισμούς και διάφορες εικόνες, τότε μπορεί να διατηρεί καθαρά την ψυχή του.
Ο Θεόληπτος Μητροπολίτης Φιλαδελφείας διδάσκει: «όταν τους έξω περισπασμούς καταργήσης και τους έσω λογισμούς καταλείψης, εγείρεται τότε ο νους εν τοις έργοις και τοις λόγοις του πνεύματος». Η προσπάθεια να κρατήσει κανείς τον νου του καθαρό και η προσπάθεια να ελευθερωθεί από τους πολλούς περισπασμούς έχει σαν αποτέλεσμα να φανεί μέσα μας ο νους, ο οποίος μέχρι πρότινος ήταν νεκρός και άρα αφανής. Γι’ αυτό πάλι ο Θεόληπτος παραγγέλλει: «στήσον τοιγαρούν τας ομιλίας των έξω και πύκτευσον προς τους έσω λογισμούς, μέχρις αν εύρης τον τόπον της καθαράς προσευχής και τον οίκον, εν ω Χριστός κατοικεί». Η καρδιά, όπως θα παρατηρηθεί σε άλλο σημείο, είναι ο οίκος όπου κατοικεί ο Θεός. Θα τον ανακαλύψουμε μόνον όταν αγωνισθούμε για να ζήσουμε ησυχαστικά και όταν αγωνισθούμε εναντίον των λογισμών που κυριαρχούν μέσα μας. Έχει μεγάλη σημασία η καθαρότης του νου. Η μέθοδος αυτή είναι απλή, αλλά περιεκτική και προξενεί μεγάλη ωφέλεια στην ψυχή του ανθρώπου, αφού την καθιστά ναό του Παναγίου Πνεύματος.
Η ψυχή θεραπεύεται όταν αποστέργη την προς τα χείρω σχέση και προσκολλάται δια της αγάπης τω κρείττονι.
Ο άγιος Γρηγόριος ο Παλαμάς, ερμηνεύοντας όλη την Παράδοση της Ορθοδόξου Εκκλησίας, λέγει ότι με την παράβαση και την αμαρτία χάσαμε μεν το καθ’ ομοίωσιν, αλλά «το κατ’ εικόνα ουκ απωλέσαμεν». Ακριβώς επειδή δεν χάσαμε το κατ’ εικόνα, γι’ αυτό μπορούμε να αναστήσουμε την ψυχή. Απαλασσομένη η ψυχή από την σχέση προς τα χειρότερα και προσκολλωμένη δια της αγάπης προς το αγαθότερο και υποτασσομένη σ’ αυτό, δια των έργων και των τρόπων της αρετής, «φωτίζεται παρ’ αυτού και καλλύνεται βελτιουμένη και πειθομένη ταις εκείνου βουλαίς και παραινέσεσι, παρ’ ων και την όντως ζωήν την αιώνιον απολαμβάνει». Η ψυχή όταν υπακούει στον νόμο του Θεού υγιαίνει ολίγον κατ’ ολίγον, φωτίζεται και απολαμβάνει της αιωνίου ζωής.
Ο Νικήτας Στηθάτος, εκτός από την πρακτική μέθοδο για να θεραπευθεί η ψυχή, προτείνει και άλλη μέθοδο, την θεωρητική. Εκεί που υπάρχει έρως Θεού, εργασία των νοητών πραγμάτων και μετουσία του απροσίτου φωτός, «εκεί των δυνάμεων της ψυχής ειρήνη και νοός κάθαρσις και η ενοίκησις της Αγίας Τριάδος». Γι’ αυτό, εκτός από την προσπάθεια να τηρήσουμε τον νου μας καθαρό, χρειάζεται να τον συνηθίζουμε στην νοερά εργασία και την νοερά προσευχή∙ να αποκτήσει αγάπη και έρωτα προς τον Θεό, γιατί όπου ενοικεί αυτός ο έρως εκεί επιτυγχάνεται η ειρήνη των δυνάμεων της ψυχής και η καθαρότης του νοός.
Σε άλλο κεφάλαιο αυτής της μελέτης περιγράφουμε αναλυτικότερα ότι η ψυχή θεραπεύεται όταν κινείται κατά φύσιν και παρουσιάζουμε εκεί ποια είναι η κατά φύσιν κίνηση κάθε μέρους της ψυχής. Εδώ, επειδή γίνεται λόγος για την θεραπεία της ψυχής, επιγραμματικά τονίζουμε μερικές πραγματικότητες.
Ο άγιος Γρηγόριος ο Παλαμάς γράφει ότι αγωνιζόμαστε να εξοικίσουμε από το σώμα τον νόμο της αμαρτίας και να ενοικίσουμε μέσα στο σώμα την επισκοπή του νου και έπειτα νομοθετούμε σε κάθε δύναμη της ψυχής και στα μέλη του σώματος τα προσήκοντα. Στις αισθήσεις νομοθετούμε εγκράτεια. Στο παθητικό μέρος της ψυχής την αγάπη. Το λογιστικό βελτιώνουμε αποβάλλοντες κάθε τι που εμποδίζει την διάνοια στην ανάβαση προς τον Θεό, και αυτό καλούμε νήψη. Όταν κανείς καθαρίσει το σώμα με την εγκράτεια, τον θυμό και την επιθυμία «δι’ αγάπης θείας ποιησάμενος» και παρουσιάσει στον Θεό τον νου του εξαγνισμένο δια της προσευχής, τότε «κτάται και ορά εν εαυτώ την επηγγελμένην χάριν τοις κεκαθαρμένοις την καρδίαν».
Ο άγιος Μάξιμος, ευρισκόμενος μέσα στην Ορθόδοξη Παράδοση, προτρέπει: «Το θυμικόν της ψυχής, αγάπη χαλίνωσον∙ και το επιθυμητικόν αυτής, εγκρατεία καταμάρανον∙ και το λογιστικόν αυτής, προσευχή πτέρωσον και το φως του νου ουκ αμαυρούται ποτέ».
Η θεραπεία της ασθενούς ψυχής, η ζωοποίηση του νεκρού νοός, η καθαρότης της ακαθάρτου καρδίας, δεν επιτυγχάνονται με συμβουλές, ούτε με φάρμακα, αλλά με την ασκητική μέθοδο της Εκκλησίας, με την εγκράτεια, την αγάπη, την προσευχή και την διαφύλαξη του νου από τις προσβολές του σατανά δια των λογισμών. Γι’ αυτό πιστεύουμε ότι η Ορθόδοξη Παράδοση έχει μεγάλη σημασία για την εποχή μας, γιατί είναι η μόνη που μπορεί να ελευθερώσει τον άνθρωπο και να τον θεραπεύσει από το άγχος και την ανασφάλεια που προέρχονται από τον θάνατο της ψυχής.

Η Ορθοδοξία ως Θεραπεία
π. Γ. Δ. Μεταλληνού
Κοσμήτορα της Θεολ. Σχολής του Πανεπιστημίου Αθηνών
Αν θέλαμε να ορίσουμε συμβατικά τον Χριστιανισμό, ως Ορθοδοξία, θα λέγαμε ότι είναι η εμπειρία της παρουσίας του Ακτίστου (του Θεού)  μέσα στην ιστορία και η δυνατότητα του κτιστού (του ανθρώπου) να γίνει Θεός «κατά χάριν». Με δεδομένη την διηνεκή παρουσία  του Θεού εν Χριστώ, στην ιστορική πραγματικότητα, ο Χριστιανισμός προσφέρει στον άνθρωπο την δυνατότητα θεώσεως, όπως η Ιατρική Επιστήμη  του παρέχει την δυνατότητα  διατήρησης ή  αποκατάστασης της υγείας του μέσα από μια ορισμένη θεραπευτική διαδικασία και ένα συγκεκριμένο τρόπο ζωής. Ο γράφων είναι σε θέση να κατανοήσει τη σύμπτωση ιατρικής και εκκλησιαστικής ποιμαντικής επιστήμης στο σημείο αυτό, διότι ως διαβητικός και ως χριστιανός γνωρίζει, ότι και στις δύο περιπτώσεις οφείλει να ακολουθήσει πιστά τα οριζόμενα εκατέρωθεν για την επίτευξη του διπλού στόχου.
Ο μοναδικός και απόλυτος στόχος της εν Χριστώ ζωής είναι η θέωση, η ένωση δηλαδή με τον Θεό, ώστε ο άνθρωπος, μετέχοντας στην άκτιστη ενέργεια του Θεού, να γίνει «κατά χάριν», αυτό που ο Θεός είναι από την φύσιν του (άναρχος και ατελεύτητος). Αυτή είναι χριστιανικά η έννοια της σωτηρίας. Δεν πρόκειται για μια ηθική βελτίωση του ανθρώπου, αλλά για την εν Χριστώ ανα-δημιουργία, ανά-πλαση  ανθρώπου και κοινωνίας μέσα από την υπαρκτική και υπαρξιακή σχέση με το Χριστό, ο Οποίος είναι η ένσαρκη φανέρωση του Θεού στην ιστορία. Αυτό εκφράζει η φράση του απ. Παύλου (Β΄ Κορ. 5,17): «ει τις εν Χριστώ, καινή κτίσις».  Ο ενωμένος με τον Χριστώ είναι καινούργιο δημιούργημα. Γι’ αυτό χριστιανικά η ενανθρώπιση του Θεού Λόγου, η λυτρωτική «εισβολή» του Αιωνίου και Υπέρχρονου μέσα στον ιστορικό χρόνο, είναι η αρχή ενός νέου κόσμου, μιας κυριολεκτικά «Νέας Εποχής» (New Age), που συνεχίζεται ως τα πέρατα των αιώνων, στα πρόσωπα των αυθεντικών χριστιανών, δηλαδή των Αγίων.
Η Εκκλησία ως «σώμα Χριστού» και εν Χριστώ κοινωνία υπάρχει στον κόσμο, για να προσφέρει την σωτηρία, ως ένταξη σε αυτή την αναγεννητική διαδικασία. Το σωστικό αυτό έργο της Εκκλησίας επιτελείται με μια συγκεκριμένη θεραπευτική μέθοδο, ώστε ουσιαστικά η Εκκλησία να ενεργεί ως ένα παγκόσμιο θεραπευτήριο. «Ιατρείον Πνευματικόν» (Πνεματικό Νοσοκομείο) ονομάζεται η Εκκλησία από τον ιερό Χρυσόστομο (†407). Στην συνέχεια θα δοθεί απάντηση στα ερωτήματα 1) Ποια είναι η αρρώστια την οποία θεραπεύει η χριστιανική Ορθοδοξία; 2) Ποια είναι η θεραπευτική μέθοδος που εφαρμόζει; 3) Ποια είναι η ταυτότητα του αυθεντικού χριστιανισμού, που τον διαφοροποιεί ριζικά από τις αιρετικές αποκλίσεις του, αλλά και από κάθε μορφή θρησκείας;
1. Η αρρώστια της ανθρώπινης φύσης είναι η πτωτική κατάσταση του ανθρώπου και συνάμα και όλης της κτίσεως, που συμπάσχει («συστενάζει και συνωδίνει» Ρωμ. 8.22) μαζί του. Η διάγνωση αυτή αφορά σε κάθε άνθρωπο, ανεξάρτητα από το αν είναι χριστιανός ή όχι,  αν πιστεύει ή όχι,  λόγω της φυσικής ενότητας σύννομη της ανθρωπότητας. (βλ. Πραξ.17.26). η Χριστιανική Ορθοδοξία δεν κλείνεται στα στενά όρια ενός θρησκεύματος, που ενδιαφέρεται μόνο για τους οπαδούς του, αλλά, όπως ο Θεός, «πάντας ανθρώπους θέλει σωθήναι και εις επίγνωση αληθείς ελθείν» (Α΄ Τιμ. 2.4), αφού ο Θεός είνα «σωτήρ πάντων ανθρώπων» (Α΄ Τιμ. 4.10). η αρρώστια λοιπόν για την οποία μιλάει ο Χριστιανισμός είναι πανανθρώπινη (Ρωμ. 5.12: «...εις πάντας ανθρώπους ο θάνατος διήλθεν, εφ’ ω (= λόγω του οποίου θανάτου) πάντες ήμαρτον» (=αστόχησαν στην πορεία τους προς την θέωση. Όπως δε η πτώση (δηλαδή η αρρώστια) είναι πανανθρώπινη, έτσι και η σωτηρία – θεραπεία εξαρτάται άμεσα από τη λειτουργία του εσωτερικού του κάθε ανθρώπου.
Η φυσική (αυθεντική) κατάσταση του ανθρώπου προσδιορίζεται, αγιοπατερικά,  από την λειτουργία μέσα του, τριών μνημονικών συστημάτων, δύο από τα οποία γνωρίζει και ελέγχει η επιστήμη της ιατρικής, ενώ το τρίτο είναι υπόθεση της ποιμαντικής θεραπευτικής. Το πρώτο είναι η κυτταρική μνήμη (DNA), που καθορίζει τα πάντα στον ανθρώπινο οργανισμό. Το δεύτερο είναι η εγκεφαλική κυτταρική μνήμη, η λειτουργία του εγκεφάλου, που ρυθμίζει την σχέση μας με τον εαυτό μας και το περιβάλλον. Τα δύο αυτά συστήματα γνωρίζει η επιστήμη της ιατρικής και μεριμνά για την εύρυθμη λειτουργία τους.
Η εμπειρία των Αγίων γνωρίζει ένα ακόμη μνημονικό σύστημα, την καρδιακή ή νοερά μνήμη, που λειτουργεί μέσα στην καρδιά. Η καρδιά, στην Ορθόδοξη παράδοση, δεν λειτουργεί μόνο φυσικά, ως αντλία διακίνησης του αίματος.  Ακόμη κατά την πατερική διδασκαλία, δεν είναι ο εγκέφαλος και το νευρικό σύστημα το κέντρο της αυτοσυνειδησίας μας, αλλά η καρδιά. Διότι πέρα από τη φυσική έχει και μια υπερφυσική λειτουργία. Υπό ορισμένες προϋποθέσεις γίνεται χώρος κοινωνίας με τον Θεό, με την άκτιστη δηλαδή ενέργειά Του. Βέβαια αυτό γίνεται αντιληπτό μέσα από την εμπειρία των Αγίων  και όχι με τη λογική λειτουργία και τη διανοητική θεολόγηση. Ο Άγιος Νικόδημος ο Αγιορείτης (†1809), ανακαιφαλαιώνοντας όλη την πατερική παράδοση, στο έργο του «Συμβουλευτικό Εγχειρίδιον» ονομάζει την καρδιά κέντρο φυσικό, υπερφυσικό, αλλά και παραφυσικό, όταν η υπερφυσική λειτουργία αδρανεί, διότι η καρδιά κυριαρχείται από τα πάθη. Η υπερφυσική λειτουργία της καρδιάς είναι η απόλυτη προϋπόθεση για την τελείωση, την ολοκλήρωση του ανθρώπου, δηλαδή την θέωση του, ως πλήρη ένταξή του στην εν Χριστώ κοινωνία.
Στην υπερφυσική της λειτουργία η καρδιά  γίνεται χώρος ενεργοποίησης του νου. Στον γλωσσικό κώδικα της Ορθοδοξίας ο νους (στην Κ.Δ. ονομάζεται «πνεύμα» του ανθρώπου και «οφθαλμός της ψυχής») είναι ενέργεια της ψυχής, με την οποία ο άνθρωπος γνωρίζει τον Θεό, φθάνοντας στην θέα του Θεού ή θεοπτία. Βέβαια πρέπει να διευκρινήσουμε ότι η γνώση του Θεού  δεν σημαίνει γνώση της αμέθεκτης και απρόσιτης θείας ουσίας, αλλά της θείας ενέργειας. Η διάκριση ουσίας και ενέργειας στον Θεό είναι η ουσιαστική διαφορά  της Ορθοδοξίας από κάθε άλλη εκδοχή του Χριστιανισμού. Η ενέργεια του νου μέσα στην καρδιά ονομάζεται «νοερά λειτουργία» (noetic  faculty) της καρδιάς. Διευκρινίζουμε, και πάλι, ότι Νους και Λόγος (Λογική) ορθόδοξα δεν ταυτίζονται, διότι η λογική ενεργείται στον εγκέφαλο, ενώ ο νους στην καρδιά.     
Η νερά λειτουργία πραγματώνεται ως αδιάλειπτη προσευχή (πρβλ. Α΄Θεσσ. 5,17) του Αγίου Πνεύματος μέσα στην καρδιά (πρβλ. Γαλ. 4,6 · Ρωμ.8,26· Α΄Θεσσ. 5,19), και ονομάζεται από τους αγίους πατέρες μας «μνήμη Θεού». Έχοντας ο άνθρωπος μέσα στην καρδιά του τη «μνήμη του Θεού», ακούοντας δηλαδή στην καρδιά του την «φωνή» (Α΄ Κορ. 14,11ε. Γαλ. 4,6.κ.α.) έχει αίσθηση της «ενοικήσεως» του Θεού μέσα του (Ρωμ. 8,11). Ο Μ. Βασίλειος στη Β΄ επιστολή του λέγει, ότι η μνήμη του Θεού μένει αδιάλειπτη, όταν δεν διακόπτεται από τις γήινες φροντίδες, αλλά ο νους «αναχωρεί» προς τον Θεό. Αυτό όμως δεν σημαίνει, ότι ο ενεργούμενος από την θεία ενέργεια πιστός αποφεύγει τις αναγκαίες φροντίδες της ζωής, μένοντας στην απραξία ή σε κάποια  εκ-στάση, αλλά την απελευθέρωση του νου  από τις φροντίδες αυτές, με τις οποίες ασχολείται η λογική. Για να χρησιμοποιήσουμε ένα παράδειγμα που μας αγγίζει: Ένας επιστήμονας που έχει αποκτήσει και πάλι την νοερά λειτουργία, με την λογική ασχολείται με τα προβλήματα του, ενώ ο νους μέσα στην καρδιά διατηρεί αδιάλειπτη τη μνήμη του Θεού. Ο άνθρωπος που διασώζει και τα τρία παραπάνω μνημονικά συστήματα είναι ο Άγιος. Αυτός είναι ορθόδοξα ο υγιής (normal) άνθρωπος. Γι’ αυτό η θεραπεία της Ορθοδοξίας συνδέεται με την πορεία του ανθρώπου προς την αγιότητα.
Η μη λειτουργία ή υπολετουργία της νοεράς ενέργειας του ανθρώπου είναι η ουσία της πτώσεως. Το περιβόητο «προπατορικό αμάρτημα» είναι ακριβώς η αστοχία του ανθρώπου, στην αρχή ακόμα της ιστορικής του παρουσίας, να διασώσει την μνήμη του Θεού, την κοινωνία δηλαδή με τον Θεό, στην καρδιά του. Σ’ αυτή την νοσηρά κατάσταση μετέχουν όλοι οι απόγονοι των πρωτοπλάστων, διότι δεν είναι κάποιο ηθικό, προσωπικό δηλαδή, αμάρτημα, αλλά νόσος της φύσεως του ανθρώπου («Νενόσηκεν ημών η φύσις την αμαρτίαν», παρατηρεί ο άγιος Κύριλλος Αλεξανδρείας, †444 ) και μεταδίδεται από άνθρωπο σε άνθρωπο όπως η αρρώστια κάποιου δέντρου μεταδίδεται σε όσα άλλα προέρχονται από αυτό.
 Η αδρανοποίηση της νοεράς λειτουργίας ή της μνήμης του Θεού και η σύγχυσή της με την λειτουργία του εγκεφάλου, όπως συμβαίνει με όλους μας, υποδουλώνει τον άνθρωπο στο άγχος και στο περιβάλλον και στην εκζήτηση της ευδαιμονίας μέσα από τον ατομικισμό και της αντικοινωνικότητα. Στην κατάσταση της νόσου της πτώσεως ο άνθρωπος χρησιμοποιεί τον Θεό και τον συνάνθρωπο για την κατοχύρωση της προσωπικής του ασφάλειας και ευτυχίας. Η χρήση του Θεού γίνεται με την «θρησκεία» (προσπάθεια απόσπασης της δύναμης του Θεού), που μπορεί να εκφυλιστεί σε αυτοθεοποίηση του ανθρώπου («αυτείδολον εγενόμην» λέει ο άγιος Ανδρέας Κρήτης στον «Μέγαν Κανόνα» του). Η χρήση του συνανθρώπου και κατ' επέκταση της κτίσης γίνεται με την εκμετάλλευση της με κάθε δυνατό τρόπο.  Αυτή, λοιπόν, είναι η νόσος, την οποία ζητεί να θεραπεύσει ο άνθρωπος, εντασσόμενος ολόκληρος   στο «πνευματικό θεραπευτήριο» της Εκκλησίας.    
  
2. Σκοπός της παρουσίας της Εκκλησίας, ως εν Χριστώ κοινωνίας στον κόσμο, είναι η θεραπεία του ανθρώπου, με την αποκατάσταση της καρδιακής κοινωνίας του με τον Θεό, της νοεράς δηλαδή λειτουργίας. Κατά τον καθηγητή π. Ι. Ρωμανίδη «η πατερική παράδοσις δεν είναι ούτε κοινωνική φιλοσοφία, ούτε ηθικόν σύστημα, ούτε θρησκευτικός δογματισμός, αλλ’ είναι θεραπευτική αγωγή. Εις το σημείο αυτό ομοιάζει πολύ με την Ιατρική και κυρίως με την Ψυχιατρικήν. Η νοερά ενέργεια της ψυχής, που προσεύχεται νοερώς και αδιαλείπτως εις την καρδίαν,  είναι ένα φυσιολογικό όργανον, που όλοι το έχουν και το οποίο χρειάζεται θεραπεία.  Ούτε η φιλοσοφία, ούτε καμία των γνωστών θετικών ή κοινωνικών επιστημών δύναται να θεραπεύσει το όργανον αυτό [...] Δια τούτο ο αθεράπευτος δεν γνωρίζει ούτε καν την ύπαρξη  αυτού του οργάνου».
Η ανάγκη θεραπείας του ανθρώπου, κατά τα παραπάνω, είναι πανανθρώπινη υπόθεση, σχετιζόμενη πρώτα με την αποκατάσταση του  κάθε ανθρώπου στη φυσική του ύπαρξη με την ενεργοποίηση και της τρίτης μνημονικής λειτουργίας. Επεκτείνεται όμως και στην κοινωνική παρουσία του ανθρώπου.  Για να μπορεί ο άνθρωπος να κοινωνεί ως αδερφός  με τον συνάνθρωπό του, πρέπει η ιδιοτέλειά του, που λειτουργεί τελικά ως φιλαυτία, να μεταβληθεί σε ανιδιοτέλεια (πρβλ Α΄ Κορ. 13,8: «η αγάπη... ου ζητεί τα εαυτής». Ανιδιοτελής είναι η αγάπη του Τριαδικού Θεού (Ρωμ.5,8· Α΄ Ιωαν.5,7 ε.), που δίνει τα πάντα χωρίς αντάλλαγμα. Γι’ αυτό και το κοινωνικό ιδανικό της χριστιανικής Ορθοδοξίας δεν είναι η «κοινοκτημοσύνη», αλλά η «ακτημοσύνη», ως αυτοπαραίτηση από κάθε απαίτηση. Διότι μόνον τότε είναι δυνατή η δικαιοσύνη.
Η μέθοδος θεραπείας, που προσφέρεται από την Εκκλησία, είναι η πνευματική ζωή, ως ζωή εν Αγίω Πνεύματι. Η πνευματική ζωή βιώνεται ως άσκηση και μετοχή στην παρεχόμενη μέσω των μυστηρίων άκτιστη Χάρη. Η άσκηση είναι βιασμός της αυτονομημένης και νεκρωμένης από την αμαρτία φύσεώς μας, που πορεύεται προς τον πνευματικό ή αιώνιο θάνατο, τον αιώνιο δηλ. χωρισμό από την Χάρη του Θεού. Η άσκηση αποβλέπει στη νίκη πάνω στα πάθη, για να νικηθεί η εσωτερική δουλεία στις νοσογόνες εστίες του ανθρώπου και να μετάσχουμε στο σταυρό του Χριστού και στην ανάστασή του. Ο Χριστιανός ασκούμενος υπό την καθοδήγηση του Θεραπευτή- Πνευματικού του, γίνεται δεκτικός της Χάρης που δέχεται με την μετοχή του στην μυστηριακή ζωή του εκκλησιαστικού σώματος. Χριστιανός ανάσκητος δεν μπορεί να υπάρξει, όπως δεν υπάρχει θεραπευμένος άνθρωπος, που δεν τηρεί τη θεραπευτική αγωγή, που του όρισε ο γιατρός του.
3. Τα παραπάνω οδηγούν σε κάποιες σταθερές, που τεκμηριώνουν την ταυτότητα της χριστιανικής Ορθοδοξίας:
α) Η Εκκλησία ως σώμα Χριστού, λειτουργεί ως θεραπευτήριο-Νοσοκομείο. Διαφορετικά δεν είναι Εκκλησία αλλά θρησκεία. Οι κληρικοί, εκλεγόταν αρχικά από τους θεραπευμένους, για να λειτουργούν ως θεραπευτές.  Η θεραπευτική λειτουργία της Εκκλησίας σώζεται σήμερα κυρίως στις Μονές, που αντέχοντας ακόμη στην εκκοσμίκευση (secularism)  συνεχίζουν την Εκκλησία των Αποστολικών χρόνων.
β) Οι επιστήμονες της Εκκλησιαστικής θεραπείας είναι ήδη θεραπευμένοι. Όποιος δεν έχει εμπειρία της θεραπείας δεν μπορεί να είναι θεραπευτής. Αυτή είναι η ουσιαστική διαφορά μεταξύ ποιμαντικής θεραπευτικής και ιατρικής επιστήμης. Οι επιστήμονες της ιατρικής θεραπευτικής (Πατέρες και Μητέρες) αναδεικνύουν άλλους θεραπευτές, όπως οι Καθηγητές της Ιατρικής αναδεικνύουν τους διαδόχους τους.
γ) Ο περιορισμός της  Εκκλησίας στην απλή συγχώρηση αμαρτιών για την είσοδο μετά θάνατον στον  παράδεισο συνιστά αλλοτρίωση και ισοδυναμεί με το να συγχωρεί η ιατρική επιστήμη τον ασθενή, για να θεραπευθεί μετά θάνατον! Η Εκκλησία δεν μπορεί να στείλει κάποιον στον παράδεισο ή στην κόλαση. Παράδεισος και κόλαση, άλλωστε, δεν είναι τόποι, αλλά τρόποι υπάρξεως. Η Εκκλησία, θεραπεύοντας τον άνθρωπο, τον προετοιμάζει να βλέπει τον Χριστό αιώνια μέσα στο άκτιστο Φώς Του ως παράδεισος και όχι ως κόλαση, δηλαδή  «πυρ καταναλίσκον» (Εβρ. 12,29). Και αυτό, φυσικά, αφορά σε κάθε άνθρωπο, διότι ΟΛΟΙ  οι άνθρωποι θα βλέπουν αιώνια τον Χριστό, ως «Κριτή» του κόσμου.
δ) Η εγκυρότητα της επιστήμης  τεκμηριώνεται από την επίτευξη των στόχων της (π.χ. στην ιατρική, από τη θεραπεία του ασθενούς). Έτσι, διαφοροποιείται η αυθεντική επιστημονική ιατρική από τον κομπογιαννιτισμό. Κριτήριο της ποιμαντικής θεραπευτικής της Εκκλησίας είναι η επίτευξη της πνευματικής θεραπείας, με το άνοιγμα της πορείας προς την θέωση. Η θεραπεία δεν μετατίθεται στην μεταθανάτια ζωή, αλλά συντελείται στη ζωή του ανθρώπου σ’ αυτόν εδώ τον κόσμο (hinc et nunc). Αυτό διαπιστώνεται από τα άφθαρτα λείψανα των Αγίων, που νικούν την βιολογική φθορά, όπως αυτά των Αγίων της Επτανήσου: Σπυρίδωνος, Γερασίμου, Διονυσίου και Θεοδώρας της Αυγούστας. Τα άφθαρτα ιερά λείψανα είναι στη παράδοση μας οι αδιαφιλονείκητες τεκμηριώσεις της θεώσεως, της ολοκληρώσεως δηλαδή της ασκητικής θεραπευτικής της Εκκλησίας.  Θα παρακαλούσα δε τον ιατρικό κόσμο της Χώρας μας να προσέξει ιδιαίτερα  την περίπτωση των ακεραίων ιερών λειψάνων, διότι όχι μόνο δεν έχουν δεχτεί επιστημονική επέμβαση, αλλά φανερώνεται σ’ αυτά η ενέργεια της θεϊκής Χάρης, διότι τη στιγμή ακριβώς που αρχίζει η διάλυση του κυτταρικού συστήματος, σταματά αυτόματα και αντί δυσοσμίας εκπέμπεται ευωδία. Περιορίζομαι στα ιατρικά συμπτώματα, και δεν επεκτείνομαι στα θαύματα ως αποδείξεις της θεώσεως διότι ανήκουν σε άλλη σφαίρα.
ε) Τα ιερά κείμενα της Εκκλησίας (Γραφή, συνοδικά και πατερικά κείμενα) δεν κωδικοποιούν κάποια Χριστιανική ιδεολογία, αλλά έχουν θεραπευτικό χαρακτήρα λειτουργώντας όπως τα πανεπιστημιακά συγγράμματα στην ιατρική επιστήμη. Αυτό ισχύει και για τα λειτουργικά κείμενα, λ.χ. τις Ευχές. Η απλή ανάγνωση μιας Ευχής (προσευχής), χωρίς παράλληλη ένταξη του πιστού στη θεραπευτική διαδικασία της Εκκλησίας, δεν θα διέφερε από την περίπτωση που ο ασθενής καταφεύγει στον γιατρό με ισχυρούς πόνους, και εκείνος αντί να επέμβει δραστικά, περιορίζεται στο να τον ξαπλώσει στο χειρουργικό  κρεβάτι και να του διαβάσει το σχετικό με τη νόσο του κεφάλαιο.
Αυτή με λίγα λόγια είναι η Ορθοδοξία. Δεν έχει σημασία αν την αποδέχεται κανείς ή όχι. Αναφερόμενος όμως σε επιστήμονες προσπάθησα, ως εν επιστήμη συνάδελφος, να απαντήσω επιστημονικά στο ερώτημα «τι είναι η Ορθοδοξία». Κάθε άλλη εκδοχή για τον Χριστιανισμό συνιστά παραποίηση και διαστροφή του, έστω και αν θέλει να προβάλλεται σαν Ορθοδοξία.

Η Ορθόδοξη νηπτική θεολογία της Εκκλησίας ως μέθοδος θεραπείας

Του Σεβασμιωτάτου Μητροπολίτη Ναυπάκτου  & Αγίου Βλασσίου Ιερόθεου Βλάχου
Το κεντρικό θέμα του παρόντος Διεθνούς Συνεδρίου “Ορθόδοξη θεολογία και ψυχο-θεραπεία· συγκλίσεις και αποκλίσεις” είναι τεράστιο και οπωσδήποτε δεν μπορεί να καλυφθή από την δική μου ολιγόλεπτη εισήγηση. Εκείνο που πρέπει να επισημάνω εισαγωγικά είναι ότι, η σύγκλιση μπορεί να θεωρηθή κυρίως ως προς την μέθοδο, δηλαδή ως προς την υπέρβαση της μηχανιστικής ιατρικής, που δημιούργησε πολλά προβλήματα στον δυτικό κόσμο, ενώ οι αποκλίσεις ευρίσκονται στην ανθρωπολογία, την σωτηριολογία, καθώς επίσης και στην πνευματική εντελέχεια, για να χρησιμοποιήσω μια αριστοτελική ορολογία, ή καλύτερα την λεγομένη υποστατική αρχή, όπως θα έλεγε ο αείμνηστος Γεροντας Σωφρόνιος, καθώς επίσης και στην ενέργεια της θείας Χάριτος, όπως και στην παρέμβαση των σατανικών δυνάμεων.

Επεξηγώντας την εισαγωγική αυτή παρατήρηση, θα ήθελα να σημειώσω ότι πριν από δύο σχεδόν δεκαετίες εξέδωσα ένα βιβλίο με τίτλο “Ορθόδοξη Ψυχοθεραπεία” και υπότιτλο “πατερική θεραπευτική αγωγή”, το οποίο κυκλοφόρησε στην Ελλάδα σε οκτώ εκδόσεις και μεταφράστηκε στην αγγλική και σε άλλες γλώσσες. Με το ίδιο περιεχόμενο εξεδόθησαν και άλλα τρία βιβλία. Στα βιβλία αυτά εκτίθεται η διδασκαλία της Ορθοδόξου Εκκλησίας για την θεραπεία του ανθρώπου.

Ο όρος “ορθόδοξη ψυχοθεραπεία” δεν παραπέμπει σε σύγχρονες ψυχοθεραπευτικές σχολές –άλλωστε δεν γίνεται μνεία των σχολών αυτών– αλλά περιγράφει την νηπτική - ησυχαστική παράδοση της Εκκλησίας μας για την θεραπεία του ανθρώπου, πέρα από μεταφυσικές και στοχαστικές αναλύσεις. Η χρησιμοποίηση ενός συγχρόνου όρου, όταν “φορτίζεται” με ορθόδοξο - πατερικό περιεχόμενο, θεωρώ ότι δεν δημιουργεί συγχύσεις. Άλλωστε, αυτό το έργο έκαναν και οι Πατέρες της Εκκλησίας σε σχέση με τους όρους που παρέλαβαν από την φιλοσοφία της εποχής τους και τους οποίους όρους “απεφόρτισαν” από το φιλοσοφικό - μεταφυσικό τους περιεχόμενο, και “φόρτισαν” με θεολογικό περιεχόμενο. Αυτό φαίνεται καθαρά, όπως θα δούμε και πιο κάτω, στην διαίρεση της ψυχής κατά τον Πλάτωνα. Οι Πατέρες δέχθηκαν την πλατωνική διαίρεση της ψυχής σε λογιστικό, επιθυμητικό και θυμικό, χωρίς όμως να δεχθούν την μεταφυσική του Πλάτωνος. Κανείς δεν μπορεί να κατηγορήση τους Πατέρες της Εκκλησίας γι' αυτό το ουσιαστικό και σημαντικό έργο τους.

Όμως στον περιορισμένο χρόνο που έχω στην διάθεσή μου, θα ήθελα να αναπτύξω μια πτυχή του θέματος που έχει ανακοινωθή στο πρόγραμμα και είναι “Η ορθόδοξη νηπτική θεολογία ως μέθοδος θεραπείας”. Κυρίως, θα επικεντρώσω την προσοχή μου σε πέντε επί μέρους σημεία που είναι καθοριστικά του όλου θέματος, ήτοι: πρώτον, ορθόδοξη νήψη και ησυχία, δεύτερον τα πλαίσια της ορθοδόξου θεολογίας, τρίτον μερικά ενδεικτικά κείμενα των αγίων Πατέρων της Εκκλησίας, τέταρτον ένας σύγχρονος θεραπευμένος άνθρωπος και πέμπτον η ορθόδοξη θεολογία σε σχέση με την υπαρξιακή ψυχολογία του Frankl και την σύγχρονη νευρολογία και ψυχιατρική.

1. Ορθόδοξη νήψη και ησυχία

Όταν κάνουμε λόγο για νηπτική θεολογία δεν εννοούμε ότι είναι κάτι διαφορετικό από την θεολογία της Εκκλησίας, ωσάν να υφίσταται διάκριση μεταξύ κοινωνικής και νηπτικής θεολογίας. Κυρίως εννοούμε την μέθοδο την οποία έχει η Εκκλησία προκειμένου κάποιος να αποκτήση την αποκάλυψη του Θεού, που είναι η πραγματική θεολογία.

Κατά τον άγιο Γρηγόριο τον Θεολόγο, αληθινή θεολογία είναι η θεοπτία, η όραση του Θεού, γι' αυτό και κατά τον άγιο, η θεολογία είναι υπόθεση των “εξητασμένων και διαβεβηκότων εν θεωρία, και προ τούτων και ψυχήν και σώμα κεκαθαρμένων ή καθαιρομένων, το μετριώτατον”. Και στην συνέχεια γράφει ότι βιώνουμε την θεωρία και γινόμαστε θεολόγοι “ηνίκα αν σχολήν άγωμεν από της έξωθεν ιλύος και ταραχής και μη το ηγεμονικόν ημών συγχέηται τοις μοχθηροίς τύποις και πλανωμένοις”. Αυτό σημαίνει ότι της πραγματικής θεολογίας, που είναι όραση της θέας της ακτίστου δόξης του Θεού εν προσώπω Ιησού Χριστού, απαραίτητη προϋπόθεση είναι η κάθαρση της καρδιάς από τα πάθη, δηλαδή η μεταμόρφωση όλων των ψυχικών δυνάμεων, ώστε να πορεύονται κατά φύσιν και υπέρ φύσιν. Η απαραίτητη προϋπόθεση για την γνώση του Θεού είναι η νήψη και η νοερά ησυχία.

Μιλώντας για την ορθόδοξη νήψη εννοούμε την εγρήγορση και την ετοιμότητα του ανθρώπου να κρατά τον νου του καθαρό από διαφόρους λογισμούς και εικόνες που νεκρώνουν την εσωτερική του ελευθερία και καθαρότητα και τον αποσπούν από την κοινωνία με τον Θεό που συνιστά την γνώση του Θεού. Η νήψη αυτή χαρακτηρίζεται από τους Πατέρες της Εκκλησίας και ιερά ησυχία. Επειδή υπάρχει ολόκληρο κίνημα ησυχαστικό, γι' αυτό και θα χρησιμοποιήσω περισσότερο την λέξη ησυχία.

Έτσι, λοιπόν, ησυχία εννοούμε κυρίως την μέθοδο εκείνη που χρησιμοποίησαν όλοι οι θεούμενοι για να ενωθούν με τον Θεό και να υπερβούν τον θάνατο, που είναι ένα από τα μεγαλύτερα υπαρξιακά, αλλά και βιολογικά προβλήματα του ανθρώπου. Θα αναφέρω μερικά χωρία Πατέρων της Εκκλησίας, από τον τεράστιο πλούτο της πατερικής μας παραδόσεως.

Ο Αββάς Βαρσανούφιος, δίνοντας τον ορισμό της ησυχίας λέγει: “Η ησυχία τι εστιν; αλλ' το συστείλαί τινα την καρδίαν αυτού από δόσεως και λήψεως και ανθρωπαρεσκείας και των λοιπών ενεργειών...”. Πρόκειται για μια προσπάθεια, να μη περιπλέκεται ο άνθρωπος στα εκτός αυτού και, κυρίως, στο λεπτό πάθος της ανθρωπαρέσκειας που είναι η υποδούλωσή του στην γνώμη του κόσμου. Κατά τον άγιο Γρηγόριο τον Σιναΐτη “ησυχία εστιν απόθεσις νοημάτων των ουκ εκ του πνεύματος θειοτέρων, έως καιρού, ίνα μη προσέχων τούτοις ως καλοίς, το μείζον απολέσης”. Εδώ δεν πρόκειται για απόθεση όλων των νοημάτων, αλλά για απόθεση των νοημάτων που δεν προέρχονται από το Πανάγιο Πνεύμα, και μάλιστα αυτό πρέπει να γίνεται για ένα χρονικό σημείο. Κατά τον όσιο Θαλάσσιο, ησυχία είναι η ασφάλιση των αισθήσεων. Γράφει: “Ασφάλισαι τας αισθήσεις τω τρόπω της ησυχίας και δίκασον τους λογισμούς εφεστώτας τη καρδία”.

Επομένως, η ησυχία είναι μια ολόκληρη επιστήμη των λογισμών, της καρδίας, των αισθήσεων που βοηθά τον άνθρωπο να μη παραμένη αχαλίνωτος και υποδουλωμένος στον κόσμο των αισθήσεων και των νοητών προκειμένου να επιτύχη τον στόχο του.

Αυτή η μέθοδος θεραπείας του ανθρώπου, η οποία στην πραγματικότητα είναι η μεταμόρφωση όλων των ψυχικών και σωματικών δυνάμεων και η ένωση του ανθρώπου με τον Θεό, γίνεται με την υπακοή, που είναι μια πράξη αγάπης του ανθρώπου προς τον Θεό και τους συνανθρώπους του, δεν έχει απλώς τον χαρακτήρα της “παθητικής υποκλίσεως”, όπως γίνεται στην αρχή, αλλά είναι μία “ενεργητική κίνησις του ανθρωπίνου πνεύματος αγομένου υπό της εντολής του Χριστού” είναι μια υποστατική κοινωνία, γιατί προϋποθέτει την έξοδο από την φιλαυτία και την προσπάθεια να εισέλθη μέσα στην υπόσταση του άλλου, καθώς επίσης να εισαγάγη την υπόσταση του άλλου μέσα στην δική του υπόσταση. Επίσης, αυτό γίνεται και με την προσευχή, που είναι έκφραση της αγάπης του ανθρώπου προς τον Θεό και τους ανθρώπους.

Το καταπληκτικό βιβλίο του αγίου Ιωάννου του Σιναΐτου, που τιτλοφορείται “Κλίμαξ”, παρουσιάζει όλη αυτήν την μέθοδο θεραπείας του ανθρώπου, η οποία αρχίζει με την αποταγή ακόμη και του “πλούτου” της διανοίας, συνεχίζεται με την υπακοή σε πνευματικό πατέρα –γνώστη των μυστηρίων του πνεύματος– προχωρεί στην ολοκληρωτική μετάνοια, στον αγώνα εναντίον των παθών και του διαβόλου, στην απόκτηση της διακρίσεως μεταξύ ακτίστων και κτιστών ενεργειών και τέλος φθάνει στην βίωση της θεολογικής αρετής της αγάπης.

Επίσης ο άγιος Νικόδημος ο Αγιορείτης συνέλεξε και εξέδωσε την τελική μορφή της “Φιλοκαλίας των ιερών Νηπτικών” στην οποία υπάρχουν πολλά κείμενα Πατέρων της Εκκλησίας στα οποία, όπως λέγει ο άγιος Νικόδημος στον υπότιτλο του έργου αυτού, φαίνεται πως “δια της κατά πράξιν και θεωρίαν ηθικής φιλοσοφίας ο νους καθαίρεται, φωτίζεται και τελειούται”. Οπότε, φαίνεται ότι θεραπεία του ανθρώπου είναι πώς θα θεραπευθή ο νους του ανθρώπου –που είναι διάφορος από την λογική– δια της καθάρσεως, του φωτισμού και της τελειώσεως, που επιτυγχάνεται με την πράξη, που είναι η μετάνοια, και την θεωρία που είναι η θέα της δόξης του Θεού.

Ο ίδιος δε ο άγιος Νικόδημος ο Αγιορείτης περιέγραψε τα βασικά αυτά σημεία της ησυχαστικής - νηπτικής παραδόσεως της Εκκλησίας στο περίφημο βιβλίο του “Συμβουλευτικόν Εγχειρίδιον, ήτοι περί φυλακής των πέντε αισθήσεων”. Μπορεί να σημειωθή ότι η απομάκρυνση και παραθεώρηση όλης αυτής της διδασκαλίας που περιλαμβάνεται στο βιβλίο αυτό, και που είναι η πεμπτουσία της νηπτικής ησυχαστικής παραδόσεως, συνιστά μια εκκοσμικευμένη “θεολογία”.

Την διδασκαλία περί της ησυχαστικής - νηπτικής παραδόσεως της Εκκλησίας κατέγραψα, με όση δύναμη διέθετα, σε τέσσερα βιβλία τα οποία έχουν κυκλοφορήσει σε επανειλημμένες εκδόσεις. Χρησιμοποίησα τον όρο ψυχοθεραπεία με την αρχαία και εκκλησιαστική έννοια του όρου, ως θεραπεία της ψυχής. Άλλωστε για να μη γίνη καμιά σύγχυση με την ουμανιστική ψυχοθεραπεία προσέθεσα το επίθετο ορθόδοξη, δηλαδή “Ορθόδοξη Ψυχοθεραπεία”, και υπότιτλο “πατερική θεραπευτική αγωγή”, το δε περιεχόμενο των βιβλίων αυτών δείχνει την όλη διαφορά της ορθοδόξου μεθόδου θεραπείας από κάθε άλλη θεραπεία, δυτικού και ανατολικού τύπου.

Τα αποτελέσματα μιας τέτοιας εργασίας είναι μεγάλα, διότι δημιουργεί καρδιακή ειρήνη, ελευθερία υπαρξιακή, διάκριση, γνώση μυστηρίων του Θεού κλπ. Η ησυχία νεκρώνει τις εξωτερικές αισθήσεις, αναπτύσσει τις εσωτερικές καρδιακές αισθήσεις και καθαρίζει όλη την εσωτερική καρδιακή ευαισθησία. Ο άγιος Ισαάκ ο Σύρος θα γράψη: “η ησυχία τας αισθήσεις τας έξω νεκροί, και τας έσω κινήσεις εγείρει. Η δε έξω αναστροφή τα εναντία τούτων πράττει, ήγουν τας έξω αισθήσεις εγείρει και τας έσω κινήσεις νεκροί”. Ο άγιος Νικήτας ο Στηθάτος παρουσιάζει όλα τα αποτελέσματα μιας τέτοιας νοεράς ησυχίας. Γράφει: “Ησυχία εστι νοός κατάστασις ανενόχλητος, γαλήνη ελευθερίας και αγαλλιωμένης ψυχής, καρδίας εν Θεώ βάσις ατάραχος και ακύμαντος, θεωρία φωτός, γνώσις Θεού μυστηρίων, λόγος σοφίας εκ καθαράς διανοίας, άβυσσος νοημάτων Θεού, αρπαγή νοός, ομιλία Θεού, ακοίμητος οφθαλμός, προσευχή νοερά, άπονος εν πόνοις μεγάλοις ανάπαυσις· και τέλος, ένωσις μετά Θεού και συνάφεια”. Με την ησυχία ο άνθρωπος καθαρίζεται από τα πάθη, γνωρίζει την πνευματική του ασθένεια και ακόμη γνωρίζει τα πανουργεύματα των δαιμόνων. Γράφει ο όσιος Πέτρος ο Δαμασκηνός: “η ησυχία μείζων πάντων εστιν και χωρίς ταύτης ου δυνάμεθα καθαρθήναι και γινώσκειν την ασθένειαν ημών και τα των δαιμόνων πανουργεύματα.”

Η ησυχία, όπως με σύντομο τρόπο την περιγράψαμε, δείχνει ότι πρόκειται για μια μέθοδο θεραπείας και γνώσεως του Θεού. Είναι μια μέθοδος που έζησαν και ακολούθησαν όλοι οι Προφήτες της Παλαιάς Διαθήκης, οι Απόστολοι, οι μάρτυρες και ομολογητές, οι όσιοι ασκητές. Είναι η πεμπτουσία του Ευαγγελίου και της εκκλησιαστικής ζωής. Αυτήν έζησαν και εκθείασαν όλοι οι μεγάλοι Πατέρες της Εκκλησίας, Γρηγόριος Θεολόγος, Μ. Βασίλειος, Γρηγόριος Νύσσης, Μάξιμος Ομολογητής, Γρηγόριος Παλαμάς κλπ. Όλοι οι Χριστιανοί καλούνται να ζήσουν αυτήν την ζωή, είτε ολοκληρωτικά είτε κατά μέρος. Άλλωστε, αυτή είναι η βάση όλων των ευαγγελικών και αποστολικών προσταγμάτων. Ο όσιος Πέτρος ο Δαμασκηνός θα πη: “Παντες οι άνθρωποι χρήζομεν της τοιαύτης σχολής, είτε εκ μέρους, είτε ολοκλήρως, και εκτός ταύτης αδύνατον εις γνώσιν πνευματικήν και ταπεινοφροσύνην ελθείν τινα...”

Ο άγιος Γρηγόριος ο Παλαμάς ο οποίος συνόψισε όλη την διδασκαλία περί του ησυχασμού σε ομιλία του στα Εισόδια της Παναγίας, παρουσιάζει την Παναγία ως τύπο αληθινού ησυχαστού. Στην ομιλία αυτή δίδει και τον ορισμό περί ησυχίας, την οποία χαρακτηρίζει ως “ησυχίαν, την νου και κόσμου στάσιν, την λήθην των κάτω, την μύστιν των άνω, την των νοημάτων επί το κρείττον απόθεσιν”. Και στην συνέχεια, γράφει ότι η ιερά αυτή ησυχία είναι “μόνη δείγμα της ως αληθώς ευεκτούσης ψυχής”. Αυτό είναι σημαντικό γιατί εκφράζει όλο το πνεύμα της Ορθοδόξου Παραδόσεως, σύμφωνα με το οποίο η ιερά ησυχία, όπως την καθορίζουν οι άγιοι Πατέρες είναι απόδειξη μιας υγιούς ψυχής.

Ζώντας δε σε μια κοινωνία στην οποία υπάρχει μια πολυδιάσπαση της προσωπικότητος του ανθρώπου, αφού ο άνθρωπος άλλα σκέπτεται, άλλα επιθυμεί, άλλα πράττει, στην οποία κοινωνία πράγματι επικρατεί μια ηχορύπανση και εικονορύπανση που υποδουλώνει τον όλο άνθρωπο στην λογική, τις αισθήσεις, τις προκλήσεις των έξω και χάνει την ελευθερία του, καταλαβαίνουμε πολύ καλά την αξία της θεραπευτικής μεθόδου που έχει η Ορθόδοξη Εκκλησία και η οποία λέγεται νοερά ησυχία.
  

2. Τα πλαίσια της ορθοδόξου θεολογίας

Βέβαια, όταν κάνουμε λόγο για ορθόδοξη ησυχία, εννοείται ότι αυτή διαφέρει σαφώς από μια ουμανιστική ησυχία, μια ησυχία που κινείται μέσα σε ινδουϊστικά και βουδιστικά πρότυπα. Πρόκειται για μια ησυχία που κινείται μέσα στα βασικά πλαίσια του εκκλησιαστικού πνεύματος. Ακριβώς για τον λόγο αυτόν, είναι ανάγκη να καθορισθούν τα βασικά πλαίσια της ορθοδόξου ησυχαστικής και νηπτικής παραδόσεως της Εκκλησίας που την διακρίνει από κάθε άλλη παράδοση, δυτικού ή ανατολικού τύπου.

Το πρώτο είναι ότι ο άνθρωπος είναι θετικό δημιούργημα του Θεού, αποτελείται από ψυχή και σώμα και είναι περίληψη όλης της δημιουργίας. Αποτελείται από νοερό και αισθητό και μέσα του υπάρχει η εντελέχεια, δηλαδή μια αρχή που οδηγείται προς το τέλος. Αυτό λέγεται και υποστατική αρχή (Γέροντας Σωφρόνιος). Είναι το κατ' εικόνα και το καθ' ομοίωση. Το παρουσιάζει ο άγιος Γρηγόριος ο Θεολόγος στον ορισμό περί του ανθρώπου· ο άνθρωπος είναι: “ζώον ενταύθα οικονομούμενον και αλλαχού μεθιστάμενον, και πέρας του μυστηρίου, τη προς Θεόν νεύσει θεούμενον”.

Το δεύτερο είναι ότι, ο άνθρωπος είναι πρόσωπο-υπόσταση, και αυτό δεν αναφέρεται μόνον στην ψυχή, αλλά στην όλη ύπαρξη του ανθρώπου, αφού υπάρχει στενή σχέση μεταξύ ψυχής και σώματος. Και πέρα από τα δύο αυτά στοιχεία, συγχρόνως στον προπτωτικό άνθρωπο υπήρχε και το Πνεύμα, η Χάρη του Τριαδικού Θεού. Στην ορθόδοξη διδασκαλία δεν παραδεχόμαστε την θεωρία της μεταφυσικής του Πλάτωνος, όπου γίνεται διάκριση μεταξύ φύσει αθανάτου ψυχής και φύσει θνητού σώματος.

Στον προπτωτικό άνθρωπο, ο νους ελάμβανε την θεία Χάρη και αυτή διαπορθμευόταν στο σώμα του και από εκεί ακτινοβολούσε σε όλη την κτίση. Όμως με την πτώση του άλλαξαν τα πράγματα. Η ψυχή απομυζά το σώμα και δημιουργούνται η φιλαυτία και τα ψυχικά πάθη. Το σώμα απομυζά την κτίση και δημιουργούνται τα σωματικά πάθη και ακολουθεί το οικολογικό πρόβλημα. Η έκφραση αυτή των παθών δημιουργεί και τα κοινωνικά προβλήματα.

Επομένως, χρειάζεται να γίνη θεραπεία. Να αλλάξουν τα δεδομένα, να αλλάξη η σειρά, ήτοι το σώμα να υποταχθή στην ψυχή και η ψυχή να εμπνέεται από την Χάρη του Θεού.

Χαρακτηριστικός είναι ο λόγος του Αποστόλου Παύλου: “όσοι γαρ Πνεύματι Θεού άγονται, ούτοί εισιν υιοί Θεού. ου γαρ ελάβετε Πνεύμα δουλείας πάλιν εις φόβον, αλλ ελάβετε Πνεύμα υιοθεσίας, εν ω κράζομεν· αββά ο πατήρ. αυτό το Πνεύμα συμμαρτυρεί τω πνεύματι ημών ότι εσμέν τέκνα Θεού” (Ρωμ. η΄ 14-16). Το χωρίο αυτό του αποστόλου Παύλου είναι πάρα πολύ σημαντικό για την Ορθόδοξη Παράδοση. Εδώ σαφώς λέγεται ότι εκείνος που λαμβάνει το Άγιον Πνεύμα στην καρδιά του άγεται υπό του πνεύματος του Θεού, αποβάλλει το πνεύμα της δουλείας στον φόβο, λαμβάνει το χάρισμα της υιοθεσίας –δηλαδή γίνεται υιός, κατά Χάριν, του Θεού. Έκφραση δε αυτής της υιοθεσίας είναι το ότι ενεργείται η προσευχή μέσα στην καρδιά και το ότι το Άγιον Πνεύμα δίδει την επιβεβαίωση ότι είναι τέκνον Θεού. Οπότε η ενέργεια του Αγίου Πνεύματος μέσα στην καρδιά επιβεβαιώνεται εμπειρικά, υπάρχουν αποδείξεις γι' αυτό το γεγονός.

Το τρίτο είναι το μεγάλο πρόβλημα του θανάτου. Μετά την αμαρτία, που είναι η παρά φύση κίνηση των δυνάμεων της ψυχής και η διακοπή των σχέσεων του ανθρώπου με τον Θεό, εισήλθε ο θάνατος μέσα στην ύπαρξη του ανθρώπου, πρώτα ο πνευματικός, όπως λέγει ο Απόστολος Παύλος “πάντες γαρ ήμαρτον και υστερούνται της δόξης του Θεού” (Ρωμ. γ', 23) και ύστερα ο σωματικός. Και επειδή ο θάνατος είναι και σωματικός, σημαίνει ότι, όπως ανακάλυψε και η σύγχρονη επιστήμη, στο D.N.A. υπάρχουν τα γονίδια των ασθενειών και της γήρανσης. Ο θάνατος επομένως είναι μια ασθένεια και μάλιστα βιολογική.

Αυτό δημιουργεί πόνο, φόβο, ανασφάλεια, φιλαυτία, αυτοσυντήρηση. Ως αποτέλεσμα είναι το ότι ο άνθρωπος ζητά κατοχύρωση στα χρήματα, τα κτήματα, την εξουσία, την φιληδονία. Ο έρωτας εκλαμβάνεται όχι μόνον ως σωματική ικανοποίηση και ως βίωση της ηδονής, αλλά ως επιβίωση της ύπαρξης. Αυτό έχει σχέση με τα πάθη που αναπτύσσονται στον μεταπτωτικό άνθρωπο. Το δε βασικό πάθος είναι η φιλαυτία, η οποία κατά τον άγιο Μάξιμο τον Ομολογητή χαρακτηρίζεται ως η άλογος του σώματος φιλία. Από την φιλαυτία προέρχονται άλλα τρία πάθη ήτοι η φιληδονία, η φιλοδοξία και η φιλαργυρία.

Η θεραπεία αυτών των τριών βασικών παθών επιτυγχάνεται με την υπακοή, την παρθενία και την ακτημοσύνη. Τηρουμένων των αναλογιών μπορούν και οι έγγαμοι να ζήσουν τις τρεις αυτές ευαγγελικές αρετές.

Το τέταρτο σημείο είναι ότι, κάνοντας λόγο για την θεραπεία των παθών, πρέπει να δούμε και την τριμερή διαίρεση της ψυχής, κατά την Ορθόδοξη Παράδοση. Ο Πλάτων δίδασκε την τριμερή διαίρεση της ψυχής σε λογιστικό, επιθυμητικό και θυμικό. Οι Πατέρες προσέλαβαν αυτόν τον χωρισμό, χωρίς όμως να τον εντάξουν μέσα στην φιλοσοφική - μεταφυσική προοπτική του Πλάτωνος. Σύμφωνα με τους αγίους Πατέρας, οι τρεις αυτές ενέργειες είναι φυσικές δυνάμεις της ψυχής και πρέπει να πορεύωνται κατά φύση και υπέρ φύση. Όμως με την αμαρτία απέκτησαν την παρά φύση κίνησή τους. Επομένως πρέπει να επανέλθουν πάλι στην κατά φύση κίνηση.

Στην Αγία Γραφή διατυπώνεται η προτροπή: “αγαπήσης Κύριον τον Θεόν σου εξ όλης της καρδίας σου και εξ όλης της ψυχής σου και εξ όλης της διανοίας σου και εξ όλης της ισχύος σου” (Μάρκ. ιβ', 30). Αυτή η εντολή αναφέρεται στο τριμερές της ψυχής και την πορεία τους προς τον Θεό.

Στον μεταπτωτικό άνθρωπο υπάρχει μια διάσπαση, αφού άλλο σκέπτεται, άλλο επιθυμεί και άλλο πράττει. Αυτό σημαίνει, ότι πρέπει να γίνη ενοποίηση της ύπαρξής του, και βέβαια, ενοποίηση της ψυχής με το σώμα, όπως λειτουργούσαν προ της πτώσεως. Αυτό δεν μπορεί να γίνη παρά μόνον με τον Χριστό. Έτσι θα νικηθή και ο θάνατος. Γι' αυτό ο Χριστός προσέλαβε το θνητό και παθητό, νίκησε τον θάνατο και ανέστησε το σώμα και έγινε το φάρμακο της αθανασίας.

Η θεραπεία του ανθρώπου είναι η πορεία του από την ιδιοτελή στην ανιδιοτελή αγάπη. Οι τρεις δυνάμεις της ψυχής πρέπει να αποκτήσουν την κατά φύση και υπέρ φύση κίνηση. Ο άγιος Γρηγόριος ο Παλαμάς, κάνει λόγο για το τρισσόν και το ενιαίο της ψυχής και πώς η ψυχή καθαρίζεται και προσφέρεται στον Θεό. Ο άγιος Ιωάννης ο Δαμασκηνός, κάνει λόγο για την φιλαυτία και ποια είναι τα πάθη κάθε δύναμης της ψυχής και ποιες είναι οι αντίστοιχες αρετές κάθε δύναμης της ψυχής. Το ίδιο διδάσκουν και άλλοι άγιοι Πατέρες, όπως ο άγιος Μάξιμος ο Ομολογητής, ο Ηλίας ο Πρεσβύτερος και ο άγιος Γρηγόριος ο Παλαμάς.

Το πέμπτο σημείο είναι ότι, για την θεραπεία του ανθρώπου, κατά την διδασκαλία των Πατέρων της Εκκλησίας και την όλη θεραπευτική πράξη της Εκκλησίας, απαιτείται συνδυασμός μεταξύ μυστηρίων και ασκήσεως. Η άσκηση ως εφαρμογή των εντολών του Χριστού προηγείται των μυστηρίων και ακολουθεί τα μυστήρια. Συγκεκριμένα, το Βάπτισμα, είναι κάθαρση του κατ' εικόνα και ένταξη του ανθρώπου στην Εκκλησία· είναι γέννηση. Το Χρίσμα, είναι η κίνηση-φωτισμός του νου, που εκδηλώνεται με την προσευχή και γι' αυτό στην λατινική γλώσσα χαρακτηρίζεται confirmatio-επιβεβαίωση, δηλαδή επιβεβαίωση ότι ο βαπτισθείς είναι ναός του Αγίου Πνεύματος. Η θεία Ευχαριστία είναι ζωή, γιατί ο βαπτισθείς κοινωνεί του Σώματος και του Αίματος του Χριστού.

Η εν Χριστώ άσκηση, συνίσταται στην διέλευση του ανθρώπου από τους βαθμούς της πνευματικής ζωής, που είναι η κάθαρση, ο φωτισμός και η θέωση. Κάθαρση, κατά τον άγιο Μάξιμο τον Ομολογητή, είναι η υπέρβαση της ηδονής και της οδύνης, φωτισμός είναι η υπέρβαση της λήθης και της άγνοιας και θέωση είναι η απαλλαγή και από την φαντασία. Τον συντονισμό μεταξύ μυστηρίων και ασκήσεως τον κάνει ο θεούμενος Πνευματικός Πατέρας.

Στην αρχαία Εκκλησία όπως υπήρχε ιδιαίτερη τάξη κατηχουμένων, έτσι υπήρχε και ιδιαίτερη τάξη μετανοούντων, οι οποίοι χωρίζονταν στους προσκλαίοντες, τους προσπίπτοντες, τους συνιστάμενους και τους κοινωνούντες. Το βλέπουμε στους κανόνες του Μ. Βασιλείου, του αγίου Γρηγορίου Νύσσης και άλλων Πατέρων.

Απ' όλα τα κείμενα της Αγίας Γραφής και των Πατέρων της Εκκλησίας φαίνεται καθαρά ότι η θεραπεία του ανθρώπου επιτυγχάνεται στην Εκκλησία, η οποία είναι μια ιδιαίτερη εκκλησιαστική κοινότητα - οικογένεια. Δεν πρόκειται για έναν ιδεολογοποιημένο χώρο, αλλά μια πνευματική οικογένεια, στην οποία υπάρχουν πατέρες, αδελφοί, κοινωνία αγγέλων και ανθρώπων, επικρατεί κοινοτική ζωή με τα μυστήρια και την κοινή λατρεία. Η προσωπική ζωή συνδέεται με την κοινοτική ζωή, οπότε δεν μπορούν να καλλιεργηθούν ατομοκεντρικές απόψεις θεραπείας και σωτηρίας.

Το έκτο σημείο είναι ότι, κάθε αμαρτία δεν είναι ένα εξωτερικό γεγονός, αλλά έχει θεολογική υποδομή και συνδέεται με την πτώση του ανθρώπου. Μια αμαρτία, π.χ. ο φόνος, ή η κατάκριση, έχει μεγάλο βάθος. Φανερώνει όλη αυτήν την ασθένεια που υπάρχει στο τριμερές της ψυχής, και την αποδιοργάνωση μεταξύ ψυχής, σώματος και Πνεύματος Αγίου. Για παράδειγμα, ο φόνος δείχνει ότι ο νους είναι σκοτεινός, η επιθυμία είναι ασθενής και το θυμικό είναι άρρωστο. Δεν υπάρχει προσευχή, εγκράτεια και αγάπη. Οπότε, η εξομολόγηση πρέπει να γίνεται με αυτήν την αίσθηση της μετανοίας που είναι πράγματι ώρα έλευσης της Χάριτος του Θεού.

Το έβδομο σημείο είναι ότι, η μετάνοια δεν αποβλέπει απλώς στην επαναφορά του ανθρώπου στην κατάσταση που βρισκόταν ο Αδάμ. Γιατί ο Αδάμ μετά την δημιουργία βρισκόταν σε νηπιακή κατάσταση και έπρεπε να ολοκληρωθή. Γι' αυτό κάνουμε λόγο για φωτισμό, που είχε ο Αδάμ, αλλά και θέωση ψυχής και σώματος, την οποία έφερε στον κόσμο ο Χριστός. Η μετάνοια έχει εσχατολογική προοπτική.

Ο άγιος Μάξιμος χρησιμοποιεί το παράδειγμα του αρχιτέκτονος, ο οποίος σχεδιάζει το σπίτι όπως το φαντάζεται ότι θα είναι στο μέλλον. Αυτό κάνει και ο Χριστιανός. Το μέλλον καθορίζει το παρόν και αυτό καθορίζει την ζωή του. “Ημών γαρ το πολίτευμα εν ουρανοίς υπάρχει” (Φιλιπ. γ', 20). “Τα άνω ζητείτε, ου ο Χριστός εστιν εν δεξιά του Θεού καθήμενος, τα άνω φρονείτε, μη τα επί της γής” (Κολ. γ', 1-2). Τα όσα θα κάνη ο Θεός κατά την Δευτέρα Του Παρουσία θα είναι μεγαλύτερα και λαμπρότερα από εκείνα που έκανε στο παρελθόν.

Άλλωστε αυτό το έσχατο πραγματοποιήθηκε στην ιστορία. Το έσχατο είναι αυτός ο Ίδιος ο Χριστός, το πρωτότυπο της δημιουργίας του ανθρώπου που σαρκώθηκε και ως μαγνήτης τραβάει όσα έχουν ελκτικότητα.

Γενικά, πρέπει να πούμε ότι, στην ορθόδοξη ψυχοθεραπεία συνδέονται στενά η ανθρωπολογία, η χριστολογία, η εκκλησιολογία, η εσχατολογία. Αυτά είναι τα πραγματικά πλαίσια θεραπείας και σωτηρίας. Η θεραπεία ταυτίζεται με την σωτηρία, την εν-Χρίστωση, την θέωση.
  

3. Μερικά ενδεικτικά κείμενα των αγίων Πατέρων της Εκκλησίας

Οι Πατέρες της Εκκλησίας είχαν λάβει την αποκαλυπτική παράδοση, ήταν συνεχιστές των Αποστόλων με την αναστάσιμη εμπειρία και την αποστολή τους από τον Ίδιο τον Χριστό και επομένως κινούνται μέσα στην ίδια προοπτική των Προφητών και των Αποστόλων. Κυρίως, εκείνο που πρέπει να σημειωθή στο σημείο αυτό είναι ότι, οι Πατέρες της Εκκλησίας χρησιμοποίησαν την ίδια μέθοδο γνώσεως και κοινωνίας με τον Θεό.

Επειδή δεν είναι δυνατόν να εκθέσουμε πολλά κείμενα των αγίων Πατέρων, αναγκαστικά θα περιορισθούμε σε μερικά από αυτά, που είναι όντως χαρακτηριστικά και εκφραστικά της όλης πατερικής σκέψεως και ζωής στο θέμα που μας απασχολεί. Κυρίως, θα αναφερθούμε στον άγιο Γρηγόριο Νύσσης, τον άγιο Γρηγόριο τον Παλαμά και τον άγιο Μάξιμο τον Ομολογητή.

Ο άγιος Γρηγόριος Νύσσης, με το καταπληκτικό και καθοριστικό για την ορθόδοξη θεολογία και πνευματικότητα βιβλίο του “Εις τον βίον του Μωϋσέως”, εκθέτει την πορεία του ισραηλιτικού λαού αλλά και κάθε Χριστιανού από την γη της δουλείας στην γη της ελευθερίας, κυρίως όμως παρουσιάζει με τρόπο θεολογικό και αυθεντικό, εντεταγμένος μέσα στην παράδοση της Εκκλησίας, τον Μωϋσή ως πρότυπο ακριβούς θεολόγου και αυθεντικού ποιμένος της Εκκλησίας, αλλά και του κάθε πιστού. Στην πραγματικότητα, στο βιβλίο αυτό εκτίθεται όλη η μέθοδος της Εκκλησίας που λέγεται νηπτική - ησυχαστική και συνίσταται στην κάθαρση της καρδιάς, τον φωτισμό του νου και την θέωση του ανθρώπου.

Επανειλημμένως, ο άγιος Γρηγόριος Νύσσης, κάνει λόγο για τον αιγυπτιώδη βίο που πρέπει να απαρνηθούμε και να νεκρώσουμε. Η απελευθέρωση αυτή γίνεται με επανειλημμένες καθάρσεις, που επιτυγχάνονται με τους πειρασμούς και τις θαυματουργικές επεμβάσεις του Θεού. Βεβαίως, αναγκαία στην πορεία αυτή είναι η παρουσία του θεόπτου οδηγού, θεολόγου, που θα διακρίνη μεταξύ πλάνης και αληθείας και θα υποδεικνύη τον αληθινό δρόμο προς την γη της ελευθερίας, που είναι η κοινωνία και η ένωση του ανθρώπου με τον Θεό.

Αναλύοντας ο άγιος Γρηγόριος Νύσσης το μυστήριο της θεοφανείας που γνώρισε ο Μωϋσής στην βάτο, αλλά και την είσοδο του Μωϋσέως στον γνόφο, κάνει λόγο για την κάθαρση του ανθρώπου από όλα εκείνα που φέρνουν οι αισθήσεις και η λογική, για την απαλλαγή του ανθρώπου από τους δερμάτινους χιτώνες, που είναι χαρακτηριστικά γνωρίσματα των ζώων, και την είσοδο στον γνόφο της αγνωσίας που είναι ο φωτισμός του νου και η θέα του Θεού. Μόνον όταν ο Μωϋσής καθάρισε την ακοή της ψυχής του άκουσε τον ήχο, δηλαδή την γνώση της θείας ενεργείας, που προέρχεται από την θεωρία των όντων και στην συνέχεια εισήλθε στον γνόφο, όπου βρίσκεται ο Θεός.

Ο άγιος Γρηγόριος ο Παλαμάς, ο μεγάλος αυτός ησυχαστής Πατέρας, που ανέδειξε με ενάργεια την βαθύτερη θεολογία του ησυχασμού, τον οποίο εξασκούσαν μερικοί μοναχοί στην εποχή του, με εκπληκτικό τρόπο στα κείμενά του, παρουσίασε τον τρόπο με τον οποίο θεραπεύεται ο άνθρωπος και αποκτά την γνώση του Θεού. Εντεταγμένος οργανικά μέσα στην Ορθόδοξη Παράδοση σε όλα τα έργα του, ανάλογα με το τι ήθελε κάθε φορά να υπογραμμίση, τόνισε την σημασία που έχει για την σωτηρία του ανθρώπου ο συνδυασμός μεταξύ των μυστηρίων της Εκκλησίας και της ορθοδόξου ασκήσεως. Επειδή στις ημέρες του αμφισβητείτο η ασκητική ησυχαστική μέθοδος, γι' αυτό έδωσε μεγαλύτερη βαρύτητα στο θέμα αυτό, και φανέρωσε με ενάργεια ότι, η γνώση και η κοινωνία του ανθρώπου με τον Θεό, που επιτυγχάνεται με τα μυστήρια της Εκκλησίας, προϋποθέτουν απαραίτητα την μέθοδο της ησυχαστικής - νηπτικής παραδόσεως.

Είναι χαρακτηριστική μια ομιλία που έκανε στα Εισόδια της Θεοτόκου, στην οποία ομιλία παρουσιάζει τον τρόπο με τον οποίο θεραπεύθηκε η Παναγία στα άγια των αγίων, απέκτησε κοινωνία με τον Θεό δια της “καθ' ησυχίαν αγωγής” και έφθασε στο σημείο να γίνη η μητέρα του Λόγου του Θεού.

Στην αρχή της ομιλίας του κάνει λόγο για το τι είναι η ορθόδοξη ησυχία. Ορίζοντας την ησυχία λέγει ότι, αυτή είναι η εγκατάλειψη “παν ό,τι των αισθητών μετά της αισθήσεως”, η υπέρβαση των “λογισμών και συλλογισμών και γνώσεως πάσης και της διανοίας αυτής”, η εν συνεχεία απόκτηση της κατ' αίσθηση νοεράς ενέργειας και κατόπιν η βίωση της άγνοιας, που είναι υπερτέρα της ανθρωπίνης γνώσεως. Αυτή, βέβαια, η άγνοια είναι η θετική γνώση του Θεού, αλλά λέγεται άγνοια, γιατί διαφέρει σαφώς από την ανθρώπινη γνώση.

Έχοντας ο ίδιος αυτήν την υπαρξιακή γνώση, αναλύει διεξοδικώς ότι, στον άνθρωπο που είναι περίληψη όλου του κόσμου ενώθηκε ο νους και η αίσθηση. Μεταξύ δε του νοός και της αισθήσεως υπάρχει η φαντασία, η δόξα και η διάνοια. Όμως η φαντασία, η δόξα και η διάνοια, συνδέονται στενώτατα με την αίσθηση, η οποία δεν μπορεί να φθάση στην γνώση του Θεού. Ακριβώς γι' αυτόν τον λόγο πρέπει, ό,τι συνδέεται με την αίσθηση, δηλαδή η φαντασία, η δόξα και η διάνοια, να νεκρωθούν προς καιρόν, προκειμένου να ενεργοποιηθή ο νους, που είναι ο μόνος κατάλληλος για την απόκτηση της θεοκοινωνίας. Όταν ο νους ελευθερωθή από την φορά του προς τα κάτω, τότε “γίνεται και της κρείττονος και υψηλοτέρας ενεργείας”.

Αυτήν την μέθοδο θεραπείας για την γνώση του Θεού, όχι μόνον την έζησε η Παναγία, αλλά και όλοι οι άγιοι, και αυτός ο ίδιος ο άγιος Γρηγόριος ο Παλαμάς. Μάλιστα, από τον τρόπο που την περιγράφει, δείχνει καθαρά ότι είχε προσωπική γνώση και εμπειρία αυτής της μεθόδου θεραπείας.

Αλλά και ο άγιος Μάξιμος ο Ομολογητής στα κείμενά του αναφέρεται διεξοδικά στην μέθοδο αυτή, που συνίσταται, όπως την χαρακτηρίζει, στην πρακτική φιλοσοφία “υπέρβαση ηδονής και οδύνης”, την φυσική θεωρία “υπέρβαση της λήθης και της άγνοιας” και την μυστική θεολογία “αποβολή και αυτής της φαντασίας των αισθητών πραγμάτων”.

Είναι χαρακτηριστικά τα κεφάλαια περί της αγάπης του αγίου Μαξίμου, που δείχνουν αυτήν την κατεύθυνση. Στα κεφάλαια αυτά κάνει λόγο για την αγάπη, που πρέπει να έχη ο άνθρωπος προς τον Θεό και τον συνάνθρωπό του, αλλά ταυτόχρονα κάνει περισσότερο λόγο για το, πώς ο άνθρωπος θεραπεύεται εσωτερικά για να φθάση από την ιδιοτελή στην ανιδιοτελή αγάπη, από την φιλαυτία στην πραγματική φιλοθεΐα και φιλανθρωπία. Διότι όπου υπάρχει ιδιοτέλεια και φιλαυτία, δεν μπορεί να επικρατήση η πραγματική και ανιδιοτελής αγάπη.

Για παράδειγμα, σ ένα κείμενό του κάνει λόγο για την γνήσια αγάπη προς τον Θεό, που την συνδέει με την απερίσπαστη προσευχή. “Ο γνησίως τον Θεόν αγαπών, ούτος και απερισπάστως προσεύχεται”, πράγμα που σημαίνει ότι εκείνος που δεν προσεύχεται απερίσπαστα, δεν αγαπά γνησίως τον Θεό. Αλλά όμως δεν μπορεί να προσευχηθή κανείς απερίσπαστα, όταν έχη τον νου του προσηλωμένο σε κάτι επίγειο. Φυσικά εδώ δεν κάνει λόγο για την λογική, που είναι αναγκασμένη να σκέπτεται με τα στοιχεία του περιβάλλοντος κόσμου, αλλά για τον νου που είναι ο οφθαλμός της ψυχής. Στην συνέχεια αναφέρει ότι, όταν ο νους εγχρονίζη σε κάποιο αισθητό, τότε αναπτύσσεται το πάθος με αυτό, ήτοι η επιθυμία, η λύπη, η οργή, η μνησικακία. Τα πάθη υποδουλώνουν τον νου και τον κρατούν δέσμιο στα υλικά πράγματα. Στην απελευθέρωση από αυτά έχει μεγάλη σημασία όχι μόνον η πρακτική μέθοδος, αλλά και η θεωρητική εργασία, που είναι η προσευχή και η καθαρότητα του νοός. Δι' αυτής της μεθόδου ο νους ελευθερώνεται από την υποδούλωση στα αισθητά δια των παθών και αγαπά γνησίως τον Θεό και τους ανθρώπους.

Και τα τρία αυτά κείμενα των αγίων Πατέρων της Εκκλησίας, ήτοι του αγίου Γρηγορίου Νύσσης, του αγίου Γρηγορίου του Παλαμά και του αγίου Μαξίμου του Ομολογητού, υποδεικνύουν την μέθοδο θεραπείας όπως διαφυλάσσεται μέσα στην Εκκλησία, δια της οποίας ο άνθρωπος δεν ζη σ' ένα ιδεαλιστικό τόπο και τρόπο, αλλά απαλλάσσεται από την υποδούλωση στα αισθητά, ελευθερώνεται ψυχικά και σωματικά από την επίδραση του περιβάλλοντος, ελευθερώνεται από την δυναστεία των αισθήσεων και των αισθητών, οπότε βλέπει τους λόγους των όντων σε όλη την κτίση, χαίρεται την δημιουργία του Θεού, αγαπά γνήσια τον Θεό, τον άνθρωπο και την κτίση, οπότε είναι ο πιο φυσικός άνθρωπος, όπως δημιουργήθηκε από τον Θεό και όπως αναδημιουργήθηκε από τον ενανθρωπήσαντα Λόγο του Θεού, και κατ' αυτόν τον τρόπο ζη μια εσχατολογική ζωή.

4. Ενας σύγχρονος θεραπευμένος άνθρωπος 

Η πατερική παράδοση δεν περατώθηκε σε μια χρονική περίοδο και επομένως έπαυσε να υπάρχη, αλλά εξακολουθή να είναι ζωντανή μέχρι τις ημέρες μας. Και αυτό είναι φυσικό, αφού υπάρχει η Ορθόδοξη Εκκλησία, που είναι το Σώμα του αναστάντος Χριστού, αφού λειτουργούν τα μυστήρια, εξαιρέτως δε το μυστήριο της θείας Ευχαριστίας που είναι το κέντρο της εκκλησιαστικής ζωής και, βεβαίως, εξακολουθεί να υπάρχη ολόκληρη η νηπτική - ησυχαστική μέθοδος δια της οποίας ο άνθρωπος μετέχει των αγίων Μυστηρίων.

Ακριβώς, για τον λόγο αυτόν στην συνέχεια θα εντοπιστούν μερικά σημεία από τους λόγους και την ζωή ενός συγχρόνου θεραπευμένου ανθρώπου, που είναι όντως εκφραστής της Ορθοδόξου Πατερικής Παραδόσεως και ο οποίος έζησε την ησυχαστική μέθοδο της Εκκλησίας, όπως φαίνεται στην διδασκαλία του που τελευταία είδε το φως της δημοσιότητος. Πρόκειται για τον αείμνηστο π. Πορφύριο που πολλοί από μας τον είδαμε και τον ακούσαμε να μας απευθύνη “ρήματα ζωής αιωνίου”.

Κρίνεται απαραίτητο το κεφάλαιο αυτό, διότι έτσι θα παρουσιασθή η αλήθεια ότι η ορθόδοξη νηπτική παράδοση της Εκκλησίας μας έχει πράγματι θεραπευτικά αποτελέσματα και στην εποχή μας. Και είναι γνωστόν ότι από τα αποτελέσματα κρίνεται κάθε θεωρία. Ο Γέροντας Πορφύριος κινήθηκε μέσα σε μια διαχρονική εκκλησιαστική παράδοση, η οποία ανέδειξε Προφήτας, Αποστόλους, Μάρτυρας, Οσίους, Ασκητάς και γενικά Αγίους, οι οποίοι αποκατέστησαν τις σχέσεις τους με τον Θεό, τον εαυτό τους, τους συνανθρώπους τους και το περιβάλλον. Όλοι αυτοί οι άγιοι, ενωθέντες με τον Θεάνθρωπο Χριστό, βίωσαν στην ζωή τους την κατάσταση του Αδάμ προ της πτώσεως και την εσχατολογική ζωή των αναγεννημένων ανθρώπων, δηλαδή υπερέβησαν τον θάνατο στα όρια της προσωπικής τους ζωής, με ό,τι αυτό συνεπάγεται.

Στο βιβλίο “Γέροντος Πορφυρίου Καυσοκαλυβίτου, Βίος και Λόγοι” παρουσιάζονται απομαγνητοφωνημένα λόγια του αγίου Γέροντος, φαίνεται η εσωτερική του ελευθερία αλλά και η καθαρότατη αγάπη του που ήταν αποτέλεσμα καθάρσεως της καρδιάς του από τα πάθη, και του φωτισμού του νοός, αλλά ακόμη και της θεώσεώς του. Ακριβώς για το ότι απέκτησε αυτήν την εσωτερική ελευθερία, αλλά και την καθαρότατη αγάπη, προσήγγιζε τον Θεό, τον κόσμο και την κτίση με ένα αυθεντικό φυσικό τρόπο, που μας θυμίζει την ζωή του Αδάμ προ της παρακοής, αλλά και την ζωή των δικαίων στην εσχατολογική κατάσταση. Όλα αυτά, βέβαια, ξεκίνησαν από την μεταμόρφωση της υπάρξεώς του, από την προσευχή και την θέα του ακτίστου Φωτός, όπως το λέγει καθαρά σε πολλά σημεία των λόγων του. Θα δούμε μερικά στοιχεία από τον τρόπο με τον οποίο ομιλεί για τον Θεό, τους ανθρώπους και την κτίση.

Ο Γέροντας Πορφύριος έτρεφε μια καθαρή αγάπη προς τον Θεό, τον οποίο δεν έβλεπε μέσα σε συμφεροντολογικές εμπαθείς καταστάσεις, αλλά στην ανιδιοτελή αγάπη. Η στάση του προς τον Θεό ήταν θετική. Έλεγε: “η σχέση με τον Χριστό είναι αγάπη, είναι έρωτας, είναι ενθουσιασμός, είναι λαχτάρα του θείου”. Ζούσε μέσα στο κέντρο της Αθήνας, στην Ομόνοια, με αυτήν την αγάπη του Θεού. “Άμα αγαπάεις, ζεις στην Ομόνοια και δεν ξέρεις ότι βρίσκεσαι στην Ομόνοια. Ούτε αυτοκίνητα βλέπεις, ούτε κόσμο βλέπεις, ούτε τίποτε. Είσαι μέσα σου με το πρόσωπο που αγαπάεις... Σκεφθείτε αυτό το πρόσωπο που αγαπάτε να είναι ο Χριστός”. “Όταν μπει ο Χριστός στην καρδιά, τα πάθη εξαφανίζονται. Δεν μπορείς ούτε να βρίσεις, ούτε να μισήσεις, ούτε να εκδικηθείς, ούτε, ούτε, ούτε, ούτε... Πού να βρεθούν τα μίση, οι αντιπάθειες, οι κατακρίσεις, οι εγωϊσμοί, τα άγχη, οι καταθλίψεις. Κυριαρχεί ο Χριστός”. Όλη την πνευματική ζωή του ανθρώπου την στηρίζει στο θετικό σημείο, στην αγάπη προς τον Χριστό και όχι απλώς στο αρνητικό. Λέγει: “Δεν χρειάζεται, λοιπόν, να ασχολείσθε με τ' αγκάθια. Μην καταπιάνεστε με την εκδίωξη του κακού... Δεν γίνεστε άγιοι κυνηγώντας το κακό. Αφήστε το κακό. Να κοιτάζετε προς τον Χριστό κι Αυτός θα σας σώσει”. “Όλη η δύναμή σας να στρέφεται στην αγάπη του Θεού, στη λατρεία Του, στην προσκόλληση σ' Αυτόν. Έτσι η απαλλαγή απ' το κακό και τις αδυναμίες θα γίνεται μυστικά, χωρίς να παίρνετε είδηση, χωρίς κόπο. Αυτήν την προσπάθεια κάνω κι εγώ. Βρήκα ότι είναι ο καλύτερος τρόπος αγιασμού, “αναίμακτος”. Καλύτερα, δηλαδή, να ρίχνομαι στην αγάπη, μελετώντας τους κανόνες, τα τροπάρια, τους ψαλμούς. Αυτή η μελέτη κι εντρύφηση, χωρίς να το καταλάβω, πηγαίνει το νου μου προς τον Χριστό και γλυκαίνει την καρδιά μου. Συγχρόνως εύχομαι, ανοίγοντας τα χέρια με λαχτάρα, με αγάπη, με χαρά και ο Κύριος με ανεβάζει στην αγάπη Του. Αυτός είναι ο σκοπός μας, να φτάσουμε εκεί. Τι λέτε, αυτός ο δρόμος δεν είναι “αναίμακτος”;.

Εδώ φαίνεται καθαρά πώς ο π. Πορφύριος με την αγάπη προς τον Θεό θεράπευε την ψυχή του, προσανατολίζοντάς την προς τον Θεό. Έτσι η αγάπη στον Θεό, η οποία μεταμορφώνει όλες τις ψυχικές δυνάμεις του ανθρώπου, είναι μια θεραπεία “αναίμακτος”.

Ακόμη ο Γέροντας πλησίαζε τους ανθρώπους με πνεύμα ελευθερίας, αλλά και αγάπης, αφού σε κάθε άνθρωπο έβλεπε την εικόνα του Θεού. Δεν τον ενδιέφερε η διαφορά του φύλου, αλλά το πρόσωπο του ανθρώπου ως κτισθέντος κατ' εικόνα και καθ' ομοίωση Θεού. Εκείνος που αγαπά τον Χριστό έχει μια ανοικτή καρδιά και αγαπά ό,τι αγαπά ο αγαπημένος, ο Χριστός. Και αυτή η αγάπη ήταν ανιδιοτελής, καθαρή αγάπη. Γράφει ο ίδιος για την περίπτωση αυτή: “Όλους τους αγαπούσα, για όλους πονούσα, όλα με συγκινούσαν. Αυτό μου το είχε δώσει η θεία χάρις. Έβλεπα τις νοσοκόμες με τις λευκές τους στολές, σα λευκοφορεμένους αγγέλους να κατεβαίνουν στην Εκκλησία και δάκρυζα που τις έβλεπα. Πολύ τις αγαπούσα τις αδελφές νοσοκόμες. Και σκεφτόμουν, όταν έβλεπα αδελφή με στολή, ότι είναι αδελφή του ελέους, είναι αδελφή της αγάπης, που πάει να λειτουργήσει στο ναό της αγάπης του Θεού, δηλαδή στο νοσοκομείο, να υπηρετήσει τους ασθενείς, τους αδελφούς. Ο άγγελος, ο λευκός άγγελος. Πόσα πράγματα αφήνουμε απαρατήρητα! Όταν πάλι έβλεπα μια μάνα να βυζαίνει το μωρό της, συγκινιόμουν. Όταν έβλεπα μια γυναίκα έγκυο, δάκρυζα. Έβλεπα τις δασκάλες που πήγαιναν τα παιδιά στην Εκκλησία και δάκρυζα για το έργο της αγάπης”.

Αισθανόταν τρυφερότητα και στους γυμνιστές. Γι' αυτό έλεγε: “Η αγάπη προς τον Χριστό δεν έχει όρια, το ίδιο και η αγάπη προς τον πλησίον. Να εκτείνεται παντού, στα πέρατα της γης. Παντού, σ όλους τους ανθρώπους. Εγώ ήθελα να πάω να ζήσω μαζί με τους χίπηδες στα Μάταλα χωρίς, βέβαια, αμαρτίες, για να τους δείξω την αγάπη του Χριστού, πόσο είναι μεγάλη και πώς μπορεί να τους αλλάξει, να τους μεταμορφώσει. Η αγάπη είναι πάνω απ' όλα”.

Με αυτήν την τρυφερότητα και την αγάπη εξομολογούσε τους ανθρώπους. Ο ίδιος διηγείται: “Άφηνα τον εξομολογούμενο να πη ό,τι ήθελε επί πολλή ώρα και στο τέλος έλεγα κι εγώ κάτι. Την ώρα που εκείνος έλεγε πολλά κι όχι μόνο προσωπικά του, εγώ "έβλεπα" τι ψυχή είναι αυτή. Απ' όλη του τη στάση καταλάβαινα την κατάστασή του και στο τέλος του έλεγα κάτι, για να τον ωφελήσω. Κι εκείνα ακόμη που δεν ήταν προσωπικά του, είχανε κι αυτά κάποια σχέση μ' εκείνον, με την ψυχική του υπόσταση. Κι όλοι μ' αγαπούσαν, επειδή δεν τους μιλούσα και λέγανε ελεύθερα ό,τι θέλανε. Κι αν ερχόταν και κανείς που δεν είχε σχέση με τη θρησκεία ή μου έλεγε κανένα παράπτωμα λίγο πιο σοβαρό, δεν του τόνιζα πολύ αυτό το πράγμα. Όταν κάνεις τον άνθρωπο να το αισθανθεί πολύ το παράπτωμα, του έρχεται μια αντίδραση, για να μην μπορεί να το κόψει μετά. Κι έλεγα στο τέλος της εξομολογήσεως κάτι σχετικό με το σοβαρό παράπτωμά του, για το οποίο κι αυτός είχε πείσει τον εαυτό του να το πει. Έτσι κι εγώ δεν αδιαφορούσα τελείως, αλλ' ούτε και το τόνιζα. Ανάλογα. Μπορεί και ν' αδιαφορούσα”.

Επί πλέον και την κτίση έβλεπε ως δημιούργημα του Θεού, αφού με την καθαρότητα που είχε και τον φωτισμό του νοός του έβλεπε μέσα στην κτίση, ακόμη και στα άγρια ζώα, τους λόγους των όντων. Υπάρχουν πολλοί λόγοι του Γέροντος Πορφυρίου, στους οποίους φαίνεται αυτή η αγάπη του προς την κτίση, το αηδονάκι από το οποίο διδασκόταν την ησυχία και την ταπείνωση, τα δενδράκια τα οποία πότιζε, τον αετό που προσπάθησε να εξημερώση με την προσευχή κλπ. Έλεγε ότι “προσευχή είναι να πλησιάζεις το κάθε πλάσμα του Θεού με αγάπη και να ζεις με όλα, και με τ' άγρια ακόμη, εν αρμονία. Αυτό επιθυμώ και προσπαθώ να το εφαρμόζω”.

Ήταν βασική σκέψη του Γέροντα, την οποία συναντούμε σε πολλούς λόγους του, ότι “για να γίνει κανείς χριστιανός, πρέπει να έχει ποιητική ψυχή, πρέπει να γίνει ποιητής. "Χοντρές" ψυχές κοντά Του ο Χριστός δεν θέλει. Ο χριστιανός, έστω και μόνο όταν αγαπάει, είναι ποιητής, είναι μες στην ποίηση”. Στην συνέχεια λέγει: “Να εκμεταλλεύεσθε τις ωραίες στιγμές. Οι ωραίες στιγμές προδιαθέτουν την ψυχή σε προσευχή, την καθιστούν λεπτή, ευγενική, ποιητική. Ξυπνήστε το πρωί να δείτε το βασιλιά ήλιο να βγαίνει ολοπόρφυρος απ' το πέλαγος. Όταν σας ενθουσιάζει ένα ωραίο τοπίο, ένα εκκλησάκι, κάτι ωραίο, να μη μένετε εκεί, να πηγαίνετε πέραν αυτού, να προχωρείτε σε δοξολογία για όλα τα ωραία, για να ζείτε τον μόνον Ωραίον. Όλα είναι άγια, και η θάλασσα και το μπάνιο και το φαγητό. Όλα να τα χαίρεστε· όλα μας πλουτίζουν, όλα μας οδηγούν στην μεγάλη Αγάπη, όλα μας οδηγούν στον Χριστό”.

Η φύση είναι το μυστικό ευαγγέλιο γι' αυτόν που έχει την θεία Χάρη μέσα του: “Να ζείτε μέσα σε όλα, στη φύση, στα πάντα. Η φύση είναι το μυστικό Ευαγγέλιο. Όταν, όμως, δεν έχει κανείς εσωτερική χάρη, δεν τον ωφελεί η φύση. Η φύση μας ξυπνάει, αλλά δεν μπορεί να μας πάει στον Παράδεισο”. Με πόση τρυφερότητα μιλάει για το αηδονάκι που κελαδάει. “ Α, τι να σας πω! Αυτό το έζησα, όταν με επισκέφθηκε η θεία χάρις στο Άγιον Όρος. Θυμάμαι τ' αηδόνι να ξελαρυγγίζεται μες στα δέντρα με τα φτερά του κατά πίσω, για να έχει δύναμη. Πω, πω, πω! Να είχα ένα ποτηράκι με νερό, να του έδινα να πίνει κάθε τόσο, να ξεδιψάει... Γιατί να ξελαρυγγίζεται τ' αηδόνι, γιατί; Όμως κι αυτό το χαίρεται το κελάηδημά του, το αισθάνεται, γι' αυτό ξελαρυγγίζεται”.

Είναι καταπληκτικές οι συμβουλές του για τον πνευματικό αγώνα που κάνουν οι Χριστιανοί. Ο άνθρωπος πρέπει να αγωνίζεται “απλά, απαλά, χωρίς βία", να μην ασχολείται τόσο πολύ με τον διάβολο και τα πάθη, αλλά με την αγάπη του Χριστού, να μάθη να εξασκή την πνευματική εργασία “στα βάθη της ψυχής", η οποία πρέπει “να γίνεται μυστικά, να μη γίνεται αντιληπτή όχι μόνο απ' τους άλλους, αλλά ούτε κι από σας τους ίδιους”.

Εδινε μεγάλη σημασία στην ελευθερία του ανθρώπου, γιατί χωρίς αυτήν δημιουργούνται πολλά προβλήματα. Λέγει: “ Ό,τι κάνεις αγγαρία και κλωτσάει η ψυχή σου μέσα σου, βλάπτεσαι. Το έχω πει πολλές φορές αυτό. Έχω δει και μοναχούς κι ανθρώπους κάθε ηλικίας να φεύγουν εντελώς απ' την Εκκλησία κι απ' τον Θεό, μην αντέχοντας την εσωτερική πίεση αλλά και την πίεση από άλλα πρόσωπα. Απ' την πίεση, όχι μόνον αντιδρά κανείς εναντίον της Εκκλησίας, αλλά δεν τη θέλει καν. Δεν τον επηρεάζει θετικά. Δεν καρπούται. Το κάνει, πιεστικά βέβαια, γιατί το είπε ο γέροντας, το είπε ο πνευματικός. Και λέει: "Τώρα πρέπει να πάω, παραδείγματος χάριν, στ' απόδειπνο". Ναι, όλα γίνονται, αλλ' όταν γίνονται τυπικά, βλάπτουν, δεν ωφελούν”.

Ακόμη και όταν ο άνθρωπος προσεύχεται, πρέπει να το κάνη ελεύθερα, και σε σχέση με τον Θεό. “Να μην εκβιάζουμε με τις προσευχές μας τον Θεό. Να μη ζητούμε απ' τον Θεό να μας απαλλάξει από κάτι, ασθένεια κλπ., ή να μας λύσει τα προβλήματά μας, αλλά να ζητούμε δύναμη και ενίσχυση από Εκείνον, για να τα υπομένουμε. Όπως Εκείνος κρούει με ευγένεια την πόρτα της ψυχής μας, έτσι κι εμείς να ζητούμε ευγενικά αυτό που επιθυμούμε κι αν ο Κύριος δεν απαντάει, να σταματάμε να το ζητούμε”.

Η προσευχή πρέπει να λέγεται με τρυφερότητα. “Αξία έχει να λες την ευχή με τρυφερότητα ψυχής, με αγάπη, με λαχτάρα, και τότε δεν θα σού φαίνεται κουραστική· όπως όταν λες, "μητέρα μου... πατέρα μου", και νιώθεις πλήρη ανάπαυση”.

Ήξερε καλά ο Γέροντας ότι η θρησκεία μπορεί να βλάψη τον άνθρωπο, όταν ο άνθρωπος δεν την αντιμετωπίζη καλά. Έλεγε: “Η θρησκεία μας είναι αγάπη, είναι έρωτας, είναι ενθουσιασμός, είναι τρέλα, είναι λαχτάρα του θείου. Είναι μέσα μας όλ' αυτά. Είναι απαίτηση της ψυχής μας η απόκτησή τους. Για πολλούς, όμως, η θρησκεία είναι ένας αγώνας, μια αγωνία κι ένα άγχος. Γι' αυτό πολλούς απ' τους "θρήσκους" τους θεωρούνε δυστυχισμένους, γιατί βλέπουνε σε τι χάλια βρίσκονται. Κι έτσι είναι πράγματι. Γιατί αν δεν καταλάβει κανείς το βάθος της θρησκείας και δεν τη ζήσει, η θρησκεία καταντάει αρρώστια και μάλιστα φοβερή”.

Γενικά, ο Γέροντας Πορφύριος, θεραπευμένος από την Χάρη του Θεού διακατεχόταν από μια καρδιακή ευαισθησία ευρισκόμενος ακόμη και στις πιο δύσκολες συνθήκες ζωής και στις πιο ακραίες καταστάσεις του θνητού και παθητού ανθρωπίνου σώματος, των δερματίνων χιτώνων της φθοράς και της θνητότητος.

Πολλές φορές κάνει λόγο για την αξία του πόνου που είναι μια ψυχική δύναμη την οποία έβαλε ο Θεός, κάνει λόγο για την αγάπη, την χαρά, την προσευχή, την οποία όμως ψυχική δύναμη ο διάβολος την οδηγεί προς την κατάθλιψη και βασανίζει τον άνθρωπο. Διδάσκει δε ότι θα πρέπη αυτόν τον πόνο να τον μετατρέπη σε αγάπη, προς το καλό. Υπέροχες είναι οι παρατηρήσεις του, για το πώς θεραπεύεται η κατάθλιψη με το ενδιαφέρον για την κτίση, τα φυτά, τα λουλούδια, με την μουσική, που όλα αυτά επιδρούν ως φάρμακα, προπαντός όμως με την στροφή του ανθρώπου στην αγάπη του Χριστού.

Ακόμη έδινε σημασία στην αμαρτία που είναι μια ψυχική αρρώστια και η οποία μπερδεύει τον άνθρωπο. “Η αμαρτία κάνει τον άνθρωπο πολύ μπερδεμένο ψυχικά. Το μπέρδεμα δεν φεύγει με τίποτε. Μόνο με το φως του Χριστού γίνεται το ξεμπέρδεμα”.

Ο Γέροντας Πορφύριος δεν ήταν ένας άνθρωπος απόκοσμος. Ζούσε μέσα στον κόσμο, στον οποίο και συνεχώς είχε επικοινωνία με τους ανθρώπους. Ήταν άνθρωπος φιλάσθενος και κατά καιρούς είχε πολλές ασθένειες που τον οδηγούσαν προς τον θάνατο. Όμως και σε αυτές τις καταστάσεις δεν τον εγκατέλειπε η αγάπη προς τον Χριστό. Λέγει κάπου: “Όταν ήμουν άρρωστος βαριά και θα έφευγα για τους ουρανούς, δεν ήθελα να σκέφτομαι τις αμαρτίες μου. Ήθελα να σκέφτομαι την αγάπη του Κυρίου μου, του Χριστού μου, και την αιώνια ζωή. Δεν ήθελα να έχω φόβο. Ήθελα να πάω στον Κύριο και να σκέφτομαι την αγαθότητά Του, την αγάπη Του. Και τώρα, που πλησιάζει το τέλος της ζωής μου, δεν έχω άγχος, αγωνία, αλλά σκέφτομαι ότι, όταν παρουσιαστώ στην Δευτέρα Παρουσία και μου πει ο Χριστός: "Εταίρε, πώς εισήλθες ώδε, μη έχων ένδυμα γάμου;", θα σκύψω το κεφάλι και θα πω: "Ό,τι θέλεις, Κύριέ μου, ό,τι θέλει η αγάπη Σου. Το ξέρω, δεν είμαι άξιος. Στείλε με όπου θέλει η αγάπη Σου. Για την κόλαση είμαι άξιος. Και στην κόλαση να με βάλεις, αρκεί να είμαι μαζί Σου. Ένα θέλω, ένα επιθυμώ, ένα ζητώ, να είμαι μαζί Σου, όπου και όπως θέλεις Εσύ"”.

Στο βιβλίο αυτό υπάρχει ένας καταπληκτικός λόγος που αναφέρεται στις αρρώστιες του, αλλά ταυτόχρονα και στην αγάπη του Θεού που αισθανόταν: “Ευχαριστώ τον Θεό, που μου έδωσε πολλές αρρώστιες. Πολλές φορές του λέω: "Χριστέ μου, η αγάπη Σου δεν έχει όρια". Το πώς ζω είναι ένα θαύμα. Μέσα στις άλλες μου αρρώστιες έχω και καρκίνο στην υπόφυση. Δημιουργήθηκε εκεί όγκος που μεγαλώνει και πιέζει το οπτικό νεύρο. Γι' αυτό τώρα πια δεν βλέπω. Πονάω φοβερά. Προσεύχομαι, όμως, σηκώνοντας τον Σταυρό του Χριστού με υπομονή. Είδατε τη γλώσσα μου πώς είναι; Έχει μεγαλώσει, δεν είναι όπως ήταν. Είναι και αυτό από τον καρκίνο που έχω στο κεφάλι. Κι όσο πάω, θα γίνομαι χειρότερα. Θα μεγαλώσει κι άλλο, θα δυσκολεύομαι να μιλήσω. Πονάω πολύ, υποφέρω, αλλά είναι πολύ ωραία η αρρώστια μου. Την αισθάνομαι ως αγάπη του Χριστού. Κατανύγομαι κι ευχαριστώ τον Θεό. Είναι για τις αμαρτίες μου. Είμαι αμαρτωλός και προσπαθεί ο Θεός να με εξαγνίσει”.

Και τελειώνοντας την αναφορά μου στον Γέροντα Πορφύριο, που είναι ένας θεραπευμένος άνθρωπος, θα ήθελα να παραθέσω ένα λόγο του, που είναι η πεμπτουσία πολλών άλλων λόγων και δείχνει το πώς πρέπει να διάγη και να είναι ο Χριστιανός, το πώς είναι ο άνθρωπος που θεραπεύεται από την Χάρη του Θεού.

"Η ψυχή του Χριστιανού πρέπει να είναι λεπτή, να είναι ευαίσθητη, να είναι αισθηματική, να πετάει, όλο να πετάει, να ζει μες στα όνειρα. Να πετάει μες στ άπειρο, μες στ' άστρα, μες στα μεγαλεία του Θεού, μες στη σιωπή. Όποιος θέλει να γίνει χριστιανός, πρέπει πρώτα να γίνει ποιητής. Αυτό είναι. Πρέπει να πονάεις. Ν' αγαπάεις και να πονάεις. Να πονάεις γι' αυτόν που αγαπάεις. Η αγάπη κάνει κόπο για τον αγαπημένο. Όλη νύχτα τρέχει, αγρυπνεί, ματώνει τα πόδια, για να συναντηθεί με τον αγαπημένο. Κάνει θυσίες, δεν λογαριάζει τίποτε, ούτε απειλές, ούτε δυσκολίες, εξαιτίας της αγάπης. Η αγάπη προς τον Χριστό είναι άλλο πράγμα, απείρως ανώτερο”.

Ο Γέροντας Πορφύριος είναι καρπός της ησυχαστικής παραδόσεως, θεραπεύθηκε χρησιμοποιώντας την μέθοδο της Ορθοδόξου Εκκλησίας, όπως και περιγράψαμε στην αρχή της εισηγήσεως, και στην συνέχεια έζησε μέσα στον κόσμο με ειρήνη και αγάπη.
  

5. Η ορθόδοξη θεολογία σε σχέση με την υπαρξιακή ψυχολογία του Frankl και την σύγχρονη νευρολογία και ψυχιατρική. 

Αυτή η προοπτική που έχει η Εκκλησία μας, δεν είναι εντελώς αντίθετη και άσχετη με την σύγχρονη επιστήμη της ψυχοθεραπείας.
Όπως γνωρίζουμε από άλλες αναλύσεις, στον δυτικό Χριστιανισμό χάθηκε αυτή η νηπτική παράδοση της Εκκλησίας, και αναπτύχθηκαν άλλα είδη Χριστιανικής ζωής. Στους Παπικούς αναπτύχθηκε, με τον σχολαστικισμό, η υπερτροφική λογική που ετέθη στην βάση της Χριστιανικής αλλά και της εν γένει ζωής, και στους Προτεστάντες αναπτύχθηκε η ηθικιστική ζωή, που αφήνει ανεξέλεγκτο όλο τον εσωτερικό κόσμο του ανθρώπου. Ακριβώς για τον λόγο αυτόν, ευρισκόμενος ο δυτικός άνθρωπος μέσα στα στενά και απάνθρωπα πλαίσια του σχολαστικισμού και του πουριτανισμού, έφθασε στο σημείο να ανακαλύψη έναν άλλο τρόπο για να λύση τα ποικίλα προβλήματα και αυτός είναι η ψυχολογία, η ψυχανάλυση και η ψυχοθεραπεία. Επομένως, αυτή η ανακάλυψη είναι στην πραγματικότητα αναζήτηση της νηπτικής θεολογίας που έχει η Εκκλησία. Γι' αυτό και η προσφορά της Εκκλησίας μας στην αναζήτηση του δυτικού ανθρώπου είναι η προσφορά του θησαυρού που έχει και αυτός είναι η νηπτική - ησυχαστική παράδοση.

Μεταξύ των μεθόδων που ανακαλύφθηκαν στην Δύση για την θεραπεία των εσωτερικών καταστάσεων είναι και η λεγόμενη υπαρξιακή ψυχοθεραπεία, η οποία ονομάσθηκε από τον Frankl λογοθεραπεία, που αναφέρεται στην εύρεση νοήματος για την ζωή.

Ο Frankl στα κείμενά του κάνει λόγο, για το ότι η λογοθεραπεία είναι η εύρεση και αναζήτηση λόγου-νοήματος για την ζωή, για την διαφορά μεταξύ λογοθεραπείας και ψυχανάλυσης, για τις τρεις βασικές προϋποθέσεις της λογοθεραπείας “ελευθερία θέλησης, θέληση για νόημα, νόημα ζωής", για την τραγική τριάδα “πόνος, θάνατος και ενοχή", για τις νοογενείς και ψυχογενείς νευρώσεις, για το φαινόμενο της παράδοξης πρόθεσης, για την υπαρξιακή συνάντηση με τον λογοθεραπευτή κλπ. Αυτά είναι πολύ σημαντικά, γιατί προσεγγίζουν πολύ στην μέθοδο που έχει η Εκκλησία μας, χωρίς, βέβαια, να αγνοούμε τις ιδιαίτερες προϋποθέσεις μεταξύ των δύο.

Επίσης, πρέπει να λεχθή ότι, σήμερα στην Αμερική γίνεται αντιληπτό ότι τα προβλήματα που βασανίζουν τον άνθρωπο είναι σύνθετα και γι' αυτό πρέπει όλες οι επιστήμες να συνεργάζωνται μεταξύ τους, ακόμη και η επιστήμη πρέπει να χρησιμοποιήση και την γνώση που προέρχεται από τον θρησκευτικό χώρο, γιατί όλα τα προβλήματα του ανθρώπου είναι συνάρτηση των γονιδίων του και του περιβάλλοντος, καθώς επίσης και των ιδανικών που έχει θέσει στην ζωή του ο άνθρωπος.

Πριν λίγο καιρό διάβαζα στο Neurology, που είναι το επίσημο περιοδικό της Amerikan Society of Neurology, ένα άρθρο με τίτλο “Νευρολογία και ψυχιατρική, κλείνοντας τον μεγάλο διχασμό”, το οποίο συνέγραψαν τρεις αμερικανοί επιστήμονες, οι Price, Adams και Coyle.

Ένα από τα ενδιαφέροντα σημεία του είναι το ότι, ενώ πριν λίγο καιρό υπήρχε διάσταση απόψεων και μη συνεργασία μεταξύ ψυχιατρικής και νευρολογίας, ακόμη και στο Πανεπιστήμιο του Χάρβαρντ, αφού “το να καταφέρεις να καθίσουν στο ίδιο τραπέζι, τους νευρολόγους και ψυχιάτρους της εποχής, χωρίς την βοήθεια της αστυνομίας ήταν από μόνο του μεγάλο επίτευγμα” (σελ. 3-4), εν τούτοις σήμερα παρατηρείται ότι είναι ανάγκη να συνεργάζωνται μεταξύ τους, αφού σήμερα “τα θεμέλια της διάκρισης μεταξύ νευρολογίας και ψυχιατρικής σταδιακά εξαλείφονται. Ένας δεύτερος λόγος που συνηγορεί υπέρ της ενοποίησης νευρολογίας και ψυχιατρικής είναι η αναγνώριση ότι ψυχιατρικά συμπτώματα είναι συχνά και συνεισφέρουν σημαντικά στην νοσηρότητα των νευρολογικών ασθενειών καθώς και ότι πολλά χαρακτηριστικά των ψυχιατρικών παθήσεων μπορεί στην πραγματικότητα να έχουν νευρολογικό αίτιο” (σελ. 5).

Επίσης υπογραμμίζεται ότι, μέρα με την ημέρα με έρευνες και πειράματα αποδεικνύεται περίτρανα ότι “οι μοντέρνοι επιστήμονες έχουν επιβεβαιώσει ότι οι οργανισμοί είναι το αποτέλεσμα της αλληλεπίδρασης μεταξύ έκφρασης των γονιδίων και περιβάλλοντος”, ότι “η επιβίωση και πολλαπλασιασμός των νέων νευρώνων μπορεί να επηρεασθεί από την εμπειρία”, ότι “ο εγκέφαλος και το περιβάλλον έχουν ενεργό, σοβαρή επικοινωνία και επηρεάζουν το ένα το άλλο με αμφίδρομο τρόπο”, ότι “η σχιζοφρένεια, οι διαταραχές της διάθεσης, οι μανιοκαταθλιπτικές παθήσεις, παθήσεις πανικού, ο εθισμός και ο αυτισμός, τώρα αναγνωρίζονται ως ψυχιατρικές παθήσεις με υποκειμενικές βιολογικές αλλοιώσεις”, “ότι η έκφραση ενός γονιδίου είναι στενά συνδεδεμένη και μπορεί να αλλάξει με την επίδραση περιβαλλοντολογικών παραγόντων” κλπ. Μάλιστα οι αρθρογράφοι επιστήμονες αναφέρονται σε έρευνα, σύμφωνα με την οποία ο εγκέφαλος μιας ομάδας ανθρώπων, που έμαθαν να γράφουν και να διαβάζουν, έχει καλύτερη αντίδραση σε διάφορα γεγονότα. Όπως γράφουν “η μάθηση ανάγνωσης και γραφής κατά την παιδική ηλικία αλλάζει την λειτουργική νευροανατομία του εγκεφάλου, και ότι η απόκτηση μάθησης και άλλων επίκτητων ικανοτήτων μεταβάλλει την λειτουργία του εγκεφάλου και σε άλλες παρόμοιες εργασίες”. Οι επιστήμονες αυτοί αναφέρονται σ' ένα λόγο του Φρόϋντ, σύμφωνα με τον οποίο η φυσιολογία και η χημεία του μέλλοντος, θα δώσουν απαντήσεις σε τεθέντα ερωτήματα και, όπως χαρακτηριστικά έλεγε, “μπορεί να είναι τέτοιας μορφής που θα αχρηστεύσουν τις τεχνητά φτιαγμένες υποθέσεις μας”. Ακριβώς για τον λόγο αυτόν, οι επιστήμονες αυτοί υποστηρίζουν ότι, είναι ανάγκη να συνεργάζωνται στενά η ψυχιατρική με την νευρολογία, καθώς επίσης “πρέπει να ενσωματώσουμε προοπτικές και από άλλους χώρους όπως κοινωνιολόγους, φιλοσόφους, ειδικούς θεμάτων δεοντολογίας και ηθικής, αντιπροσώπους θρησκειών, συμβουλευτικές ομάδες ασθενών, και ακόμη νομικούς”.

Επίσης παρατηρείται ότι, “εκτεταμένη συνεργασία μεταξύ νευρολογίας, ψυχιατρικής, νευροχειρουργικής, νευροφυσιολογίας, και άλλων επιστημών μπορεί να επικεντρωθεί 1) στο πώς βιολογικές λειτουργίες του εγκεφάλου δίνουν γένεση σε “ψυχικές” (mental) εκδηλώσεις, 2) στο πώς περιβαλλοντικοί παράγοντες τροποποιούν την βιολογική δομή του εγκεφάλου 3) στο πώς αυτές οι γνώσεις θα βοηθήσουν την “ψυχική" (mental) υγεία και στην ανάνηψη από βλάβες του εγκεφάλου” (σελ. 10). Έτσι “η ψυχιατρική θα συνεχίση τον μοναδικό κλινικό της ρόλο που περιλαμβάνει την διάγνωση και ταξινόμηση των “ψυχικών” (mental) παθήσεων, την μελέτη των σημαντικών σχέσεων μεταξύ του εγκεφάλου και των εμπειριών της ψυχοπαθολογίας και την εκτίμηση ειδικών φαρμακολογικών και ψυχολογικών παρεμβάσεων σε αυτές. Θα παραμείνη ο εκπρόσωπος της ιατρικής στην κοινωνία .... Η νευρολογία θα αυξήση την εμπλοκή της στην βασική και κλινική έρευνα σε διαταραχές συμπεριφοράς στις νευροψυχιατρικές παθήσεις...”

Επομένως, είναι φανερό ότι χρειάζεται συνεργασία μεταξύ της νευρολογίας και ψυχιατρικής, αφού η νευρολογία θα εξετάζη τις επιπτώσεις του περιβάλλοντος και του ψυχισμού στον βιολογικό οργανισμό του ανθρώπου, και η ψυχιατρική θα εξετάζη τις επιπτώσεις της νευροβιολογίας στην ψυχολογική και κοινωνική συμπεριφορά του ανθρώπου. Αλλά και οι δύο αυτές επιστήμες πρέπει να δεχθούν τα πορίσματα των άλλων επιστημών, ακόμη και της θρησκείας, γιατί έχει υποστηριχθή ότι τα ιδανικά, η σχέση του ανθρώπου με τον Θεό και η επίδραση της σατανικής δυνάμεως, καθώς επίσης και της θείας ενεργείας, έχουν επιπτώσεις, θετικές ή αρνητικές, στην ψυχολογική, αλλά και βιολογική κατάσταση του ανθρώπου. Είναι γνωστόν από διάφορες μελέτες και έρευνες ότι, η πίστη του ανθρώπου στον Θεό έχει συνέπεια στον οργανισμό του, αλλά και έχει, ακόμη, διαπιστωθή ότι ο σατανάς ενεργεί δια του αρρωστημένου εγκεφάλου, όταν, βέβαια, συντρέχουν και άλλες πνευματικές προϋποθέσεις.

Αυτό πρέπει κυρίως να λεχθή για την Ορθόδοξη Εκκλησία, η οποία δεν είναι μια θρησκεία που ικανοποιεί τα συναισθήματα του ανθρώπου και του δίδει μια υπαρξιακή μεταφυσική “παρηγοριά”, σαν ένα είδος “ναρκωτικού”, αλλά τον φέρει σε συνάντηση “πρόσωπον προς πρόσωπον” με τον αληθινό Θεό, πράγμα το οποίο έχει σημαντικές ανθρωπολογικές και κοινωνικές επιπτώσεις. Η υπέρβαση του θανάτου, όπως φαίνεται στην ζωή των αγίων, αλλά και στην αφθαρσία των λειψάνων τους, δείχνει την αληθινότητα της θεραπείας και την μεγάλη προσφορά της Ορθοδόξου θεολογίας.

Βεβαίως δεν αρνείται κανείς την προσφορά της επιστήμης γενικά, αλλά και της νευρολογίας και ψυχιατρικής ειδικότερα στην ψυχολογική και σωματική υγεία του ανθρώπου. Ο άνθρωπος που βρίσκεται στην κατάσταση της πτώσεώς του μπορεί να βρη πολλούς τρόπους για να παρηγορήται, όπως εκείνος που είναι φυλακισμένος μπορεί να ξεπερνά την οδύνη της φυλακής του, χρησιμοποιώντας ποικίλες μεθόδους από την καθημερινή ζωή. Ένας Γέροντας έλεγε ότι οι άθεοι και όσοι ζουν εκτός της Εκκλησίας μπορούν να χρησιμοποιούν μερικούς ανθρώπινους και καθημερινούς τρόπους, προκειμένου να ξεκουρασθούν από την οδύνη που αισθάνονται. Και σε αυτό βοηθά η ψυχιατρική, η ψυχανάλυση, η ψυχολογία. Όμως το πρόβλημα δεν είναι μια ψυχολογική ανάπαυση και μια ανθρώπινη παρηγοριά, αλλά η υπέρβαση του θανάτου, η ένωση του ανθρώπου με τον Θεό. Αυτό επιτυγχάνεται μόνον με την ορθόδοξη θεολογία και την ορθόδοξη νηπτική παράδοση της Ορθοδόξου Εκκλησίας. Όλα τα ανθρώπινα μέσα και οι ψυχολογικοί τρόποι θεραπείας του ανθρώπου, καίτοι δημιουργούν μια αναψυχή, εν τούτοις κινούνται μέσα στην κτιστότητα, την φθαρτότητα και την θνητότητα, δηλαδή ευρίσκονται μέσα στην πεπτωκυία κατάσταση και δεν μπορούν να εξαγάγουν τον άνθρωπο από την περιοχή του θανάτου. Μόνον η μέθεξη της ακτίστου Χάριτος είναι εκείνη που δίνει άλλο νόημα και προοπτική στην θνητότητα και κτιστότητα του ανθρώπου, γιατί μόνον το άκτιστον μπορεί να βοηθήση τον κτιστό άνθρωπο να εξέλθη από τα όρια της κτιστότητός του.

Το συμπέρασμα αυτής της μικρής εισηγήσεως είναι ότι, εμείς οι Ορθόδοξοι έχουμε ένα μεγάλο θησαυρό και πλούτο, τον οποίο, δυστυχώς, εν πολλοίς αγνοούμε. Σήμερα με τις μελέτες που γίνονται, έρχεται στην επιφάνεια αυτός ο πλούτος. Όμως, παλαιότερα πολλοί θρησκευόμενοι κύκλοι στην Ελλάδα, αγνοούσαν αυτήν την ησυχαστική - νηπτική μέθοδο της Εκκλησίας, με αποτέλεσμα να ενθουσιάζονται από τις δυτικές ανακαλύψεις που όπως είδαμε, ήταν αποτέλεσμα της άγνοιας της ορθοδόξου μεθόδου θεραπείας.

Είναι καιρός λοιπόν να μη αισθανόμαστε φτωχοί συγγενείς εν σχέσει με αυτά που γίνονται στον δυτικό χώρο, αλλά να εισδύσουμε στο βάθος του δικού μας πολιτισμού και της δικής μας παραδόσεως και να δούμε τα στοιχεία της. Άλλωστε αυτό είναι επιστημονικό γιατί ανταποκρίνεται στην λεγομένη διαπολιτιστική μέθοδο θεραπείας. Σε μας δεν ισχύει το λεγόμενο αγγλοσαξονικό πρότυπο, αλλά ένα άλλο πρότυπο που αναπτύσσεται από την όλη παράδοσή μας. Μπορούμε να προσλάβουμε μερικά στοιχεία από την δυτική παράδοση, αλλά αυτα τα στοιχεία πρέπει να αφομοιωθούν ουσιαστικά μέσα στον δικό μας οργανισμό.

Γενικά, πρέπει να δώσουμε μεγαλύτερη προσοχή στην θεολογία του αγίου Γρηγορίου Νύσσης, του αγίου Γρηγορίου του Παλαμά, του αγίου Μαξίμου του Ομολογητού, του Γέροντος Πορφυρίου και πολλών άλλων, διότι “παράγουν” αποδεδειγμένως θεραπευτικά αποτελέσματα.

Η Αρρώστια της θρησκείας
Σεβ. Μητροπολίτου Ναυπάκτου και Αγίου Βλασίου Ιεροθέου
Το μεγαλύτερο πρόβλημα του δυτικού Χριστιανισμού, αλλά και πολλών Ορθοδόξων, είναι ότι θρησκειοποίησαν τον Χριστιανισμό, μετέτρεψαν την Εκκλησία σε θρησκεία. Και έτσι καλλιεργούνται οι φονταμενταλισμοί, τα μίση και οι διαιρέσεις, η μαγική αντίληψη και σχέση με τον Θεό, η ανταγωνιστική διάθεση του ενός προς τον άλλο, η ατομοκρατική θεώρηση της ζωής, η χρησιμοθηρική και ωφελιμιστική αντίληψη της κοινωνίας, η φανταστική ερμηνεία των πάντων, η συναισθηματική προσέγγιση του βίου και γενικά η άποψη ότι ο άλλος αποτελεί και είναι απειλή της δικής μας ύπαρξης. Οπότε σε αυτές τις περιπτώσεις τα φωτισμένα χριστουγεννιάτικα δένδρα, οι συναισθηματικές μελωδίες, οι ηθικοπλαστικές αναλύσεις καλύπτουν εγκληματικά την υπαρξιακή γύμνια και καθιστούν τον άνθρωπο τραγικό όν.
  Η εορτή της Γεννήσεως του Χριστού δεν μπορεί να περικλεισθή σε μερικές συναισθηματικές καταστάσεις, σε ένα εορταστικό διάκοσμο, σε μια εγκεφαλική ορθολογιστική ερμηνεία των γεγονότων, σε ένα ηθικιστικό πλαίσιο, αλλά έχει βαθύτατο υπαρξιακό νόημα και υπαρξιακή σημασία. Αν μείνη κανείς σε ένα εξωτερικό επίπεδο, τότε αφήνει τον εαυτό του πεινασμένο και διψασμένο, στερημένο από νόημα ζωής και υπαρξιακής ελευθερίας.
    Η ενανθρώπηση του Χριστού θεωρήθηκε και εορτάσθηκε από τούς Πατέρες της Εκκλησίας και από την λατρευτική εκκλησιαστική κοινότητα ως κατάργηση της θρησκείας και μετατροπή της σε Εκκλησία. Μάλιστα, κατά τον πιο κατηγορηματικό τρόπο ο αείμνηστος π. Ιωάννης Ρωμανίδης έλεγε ότι ο Χριστός ενηνθρώπησε για να μας ελευθερώση από την ασθένεια της θρησκείας.
    Η λέξη θρησκεία αναφέρεται στα Ομηρικά έπη, χρησιμοποιείται και από τον Ηρόδοτο για να δηλώση την λατρεία και την τιμή που οφείλει να αποδίδη ο άνθρωπος στον Θεό. Ετυμολογικά η λέξη θρησκεία προέρχεται από το θρώσκω και σημαίνει αναβαίνω, και επομένως με τον όρο θρησκεία νοείται η ανάβαση του ανθρώπου προς τον Θεό. Αλλά και η λέξη άνθρωπος ετυμολογικά παράγεται από το άνω θρώσκω και σημαίνει ανάβαση.
    Όμως, όπως φαίνεται εκ πρώτης όψεως η ανάβαση προϋποθέτει την αποδοχή της ουσίας της μεταφυσικής, σύμφωνα με την οποία η ψυχή του ανθρώπου που περιέπεσε από τον αθάνατο και απρόσωπο κόσμο των ιδεών και περικλείσθηκε στο σώμα, πρέπει να απαλλαγή από το σώμα-σήμα-τάφο και να επιστρέψη στον κόσμο των ιδεών. Αλλά και η λατινική λέξη religio, η οποία χρησιμοποιείται για να δηλώση την λέξη θρησκεία, σημαίνει, κατά τα λεξικά, δεσμό-ενότητα-ένωση του ανθρώπου με τον Θεό, δηλώνει το ίδιο γεγονός, δηλαδή την ουσία και το περιεχόμενο της μεταφυσικής. Μάλιστα δε προϋποθέτει, αν το δούμε μέσα στις ανατολικές θρησκείες, και μια απρόσωπη έκφραση του ανθρώπου, αφού ο άνθρωπος πρέπει να χαθή ως σταγόνα μέσα στον ωκεανό του Ανωτάτου Όντος, οπότε χάνεται το πρόσωπο.
    Όπως δίδασκε ο αείμνηστος π. Ιωάννης Ρωμανίδης, με τον όρο θρησκεία νοείται η ταύτιση του ακτίστου με το κτιστό, και μάλιστα η ταύτιση των παραστάσεων του ακτίστου με τα νοήματα και ρήματα της ανθρώπινης σκέψης και, βέβαια, αυτή η ταύτιση είναι το θεμέλιο της θρησκείας και της λατρείας των ειδώλων. Οπότε, στην περίπτωση αυτή χάνεται το πρόσωπο του Θεού, αλλά και το πρόσωπο του ανθρώπου, αρρωσταίνει βαθειά ο άνθρωπος, αφού καλλιεργούνται τα πάθη και η φαντασία και ακόμη περισσότερο μπορούμε να πούμε ότι τα λεγόμενα αδιάβλητα-φυσικά πάθη (η πείνα, η δίψα κλπ.) γίνονται διαβλητά πάθη, αιτία κοινωνικών ανωμαλιών με την άκρατη φιλοδοξία, την άδικη φιλοκτημοσύνη και την αχαλίνωτη φιληδονία.
    Είναι γνωστόν ότι ο Φόϋερμπαχ κατ’ αρχάς και ύστερα ο Μάρξ είπαν ότι η «θρησκεία είναι το όπιο του λαού». Μπορούμε να δεχθούμε αυτήν την άποψη, ότι η θρησκεία, όπως την συναντούμε στην Ανατολή και στην θρησκειοποιημένη θεώρηση του δυτικού Χριστιανισμού, είναι το όπιο του λαού, αφού αδρανοποιεί τον λαό, νεκρώνει τις κοινωνίες και τις οδηγεί σε τέτοιο βαθμό απενεργοποίησης, ώστε να είναι εκμεταλλεύσιμο υλικό για εγκαθίδρυση μιας τυραννίας που στερεί τον άνθρωπο από το αναφαίρετο δικαίωμα της ελευθερίας του.
Θα ήθελα στο σημείο αυτό να δώσω δύο χαρακτηριστικά παραδείγματα θρησκευτικών εκδηλώσεων.
    Το ένα προέρχεται από την βουδιστική θρησκεία. Είναι γνωστόν ότι κατά τον βουδισμό εκείνο που απασχολεί τον άνθρωπο είναι το πρόβλημα της οδύνης που προέρχεται από τον πόθο της ζωής. Οπότε, ο ύψιστος σκοπός του «πεφωτισμένου» είναι να απαλλαγή από τον πόθο αυτό της ζωής. Η νέκρωση της επιθυμίας της ζωής γίνεται με ειδική μέθοδο που λέγεται γιόγκα, με τούς διαφόρους τύπους της, ήτοι Χάτα Γιόγκα (ένωση με το Βράχμαν με σωματικές ασκήσεις), Κάρμα Γιόγκα (ένωση με το Βράχμαν με έργα και λειτουργικές πράξεις), Μάντρα Γιόγκα (ένωση με το Βράχμαν με ψαλμωδίες και μαγικές συλλαβές), Βάκτι Γιόγκα (ένωση με το Βράχμαν με την ολοκληρωτική λατρεία μιας θεότητος ή του ιδίου του Γκουρού), Γκνάνα Γιόγκα (ένωση με το Βράχμαν με μυστικιστική γνώση), Κουνταλίνι Γιόγκα (ένωση με το Βράχμαν με δαιμονικές ενέργειες), Τάντρα Γιόγκα (ένωση με Βράχμαν με αχαλίνωτες σεξουαλικές πράξεις). Με τις μεθόδους αυτές πρέπει ο άνθρωπος να φθάση στο απόλυτο νιρβάνα, που είναι η σβέση της ύπαρξης και η απαλλαγή του πόθου για την ζωή, και απώτερο σκοπό να αποφύγη την σαμσάρα, ήτοι την ανακύκληση της ζωής, την μετενσάρκωση. Έτσι το ατομικό Άτμαν ενώνεται με το καθολικό Βράχμαν, όπως η σταγόνα εισέρχεται μέσα στον ωκεανό.
    Είναι φανερό ότι σε μια τέτοια θρησκευτική ζωή δεν υπάρχει πρόσωπο, ο άνθρωπος θεωρείται απλώς άτομο, καθώς επίσης δεν υπάρχει κοινωνία, δεν αναπτύσσεται κοινωνική ζωή, αφού η κάθε ζωή θεωρείται απαρχή μιας οδύνης.
    Το άλλο παράδειγμα προέρχεται από τις θεωρίες του Ανσέλμου Καντερβουρίας, ενός σχολαστικού θεολόγου, ο οποίος θεμελιώνει ένα χριστιανικό σύστημα, που επεκράτησε στην Δύση, έχοντας υπ’ όψη του το φεουδαλιστικό σύστημα διοργάνωσης της κοινωνίας. Όπως ο φεουδάρχης έχει την απόλυτη αξία και τιμή και κανείς δεν μπορεί να την προσβάλη, διότι κάθε προσβολή της τιμής του και κάθε διασάλευση του φεουδαλιστικού συστήματος, που θεωρείται έργο του Θεού, συνεπάγεται την τιμωρία του παραβάτη, έτσι και ο Θεός είναι η υψίστη δικαιοσύνη, έχει τιμή, και έχει θεσπίσει την τάξη μέσα στην δημιουργία, οπότε ο παραβάτης πρέπει ή να ικανοποιήση την δικαιοσύνη του Θεού, ή να τιμωρηθή. Έτσι ο Άνσελμος ερμήνευσε την σταυρική θυσία του Χριστού όχι ως έκφραση αγάπης για τον άνθρωπο, αλλά ως εξιλέωση της δικαιοσύνης του Θεού Πατέρα. Αυτό το σύστημα και με την συνδρομή του απολύτου προορισμού δημιούργησε τεράστια προβλήματα στον δυτικό χώρο, προβλήματα προσωπικά και κοινωνικά, όπως ανέλυσε ο Μαξ Βέμπερ στο βιβλίο του «η προτεσταντική ηθική και το πνεύμα του καπιταλισμού».
    Τα δύο αυτά παραδείγματα, ένα από τον ανατολικό και το άλλο από τον δυτικό χώρο μας δείχνουν πώς έφθασε ο Φόϋερμπαχ στην ρήση ότι «η θρησκεία είναι το όπιο του λαού». Και βέβαια και εμείς οι Ορθόδοξοι πιστεύουμε ότι αν στην θρησκεία δώσουμε αυτόν τον ορισμό, τον μεταφυσικό, τότε μπορεί να είναι το όπιο του λαού, γιατί καταστρέφει κάθε προσωπική ζωή, αφανίζει την προσωπική ελευθερία, ακόμη δε διασπά και αυτήν την κοινωνική ζωή, τον άνθρωπο από πρόσωπο τον κάνει άτομο.
    Ο Χριστιανισμός όμως παρουσιάσθηκε στην ιστορία της ανθρωπότητος ως το τέλος της θρησκείας και ως η βίωση της Εκκλησίας. Ο όρος Εκκλησία είναι αρχαιοελληνικός και δείχνει μια κοινότητα, την σύναξη του λαού –του Δήμου– για να λύση τα προβλήματά του. Φυσικά, με τον όρο Εκκλησία δεν εννοούμε κάτι εξωτερικό, αλλά δηλώνουμε την προσωπική κοινωνία του ανθρώπου με τον Θεό και τους συνανθρώπους του, όπως το βλέπουμε στους Προφήτας της Παλαιάς Διαθήκης, στους Αποστόλους της Καινής Διαθήκης, στις Πράξεις των Αποστόλων, όπου «πάντες οι πιστεύοντες ήσαν επί το αυτό και είχον άπαντα κοινά, και τα κτήματα και τας υπάρξεις επίπρασκον και διεμέριζον αυτά πάσι καθότι αν τις χρείαν είχεν...» (Πράξ. β' 44-45), την συναντούμε στα κοινόβια των μοναχών, στην ζωή και την διδασκαλία των μεγάλων Πατέρων της Εκκλησίας και φθάνει μέχρι τις ημέρες μας, όπως το βλέπουμε στις εκκλησιαστικές κοινότητες του Παπαδιαμάντη και στα απομνημονεύματα του Μακρυγιάννη. Και γνωρίζουμε καλά, από διάφορες μελέτες, ότι ο Παπαδιαμάντης και ο Μακρυγιάννης δεν ήταν θρησκευτικοί άνθρωποι, αλλά εκκλησιαστικοί, δεν διαπνέονταν από τον δυτικό πουριτανισμό, αλλά από την ησυχαστική-νηπτική Ορθόδοξη παράδοση.
    Το μεγαλύτερο πρόβλημα του δυτικού Χριστιανισμού, αλλά και πολλών Ορθοδόξων, είναι ότι, όπως λέγει και ο Χρήστος Γιανναράς, θρησκειοποίησαν τον Χριστιανισμό, μετέτρεψαν την Εκκλησία σε θρησκεία. Και έτσι καλλιεργούνται οι φονταμενταλισμοί, τα μίση και οι διαιρέσεις, η μαγική αντίληψη και σχέση με τον Θεό, η ανταγωνιστική διάθεση του ενός προς τον άλλο, η ατομοκρατική θεώρηση της ζωής, η χρησιμοθηρική και ωφελιμιστική αντίληψη της κοινωνίας, η φανταστική ερμηνεία των πάντων, η συναισθηματική προσέγγιση του βίου και γενικά η άποψη ότι ο άλλος αποτελεί και είναι απειλή της δικής μας ύπαρξης. Οπότε σε αυτές τις περιπτώσεις τα φωτισμένα χριστουγεννιάτικα δένδρα, οι συναισθηματικές μελωδίες, οι ηθικοπλαστικές αναλύσεις καλύπτουν εγκληματικά την υπαρξιακή γύμνια και καθιστούν τον άνθρωπο τραγικό όν.
    Αν οι σύγχρονοι προβληματισμένοι άνθρωποι μπορούν να αναζητήσουν ένα νόημα στην εορτή της Γεννήσεως του Χριστού είναι ότι ο Χριστός με την Γέννησή του κατήργησε την αρρώστια της θρησκείας και την μετέβαλε σε ζωντανή Εκκλησία, με ό,τι αυτό συνεπάγεται στην αυθεντική του έκφραση. Αυτό έχει ανάγκη ο σύγχρονος άνθρωπος που υποφέρει από την τραγική τριάδα, όπως θα έλεγε ο Βίκτωρ Φράνκλ, ήτοι τον πόνο, τις ενοχές και τον θάνατο, που αισθάνεται την ζωή του ως μια προθανάτεια εμπειρία, ενός υπαρξιακού και αιωνίου θανάτου και αναζητά όχι απλώς την βίωση της ηδονής, αλλά ίσως και μέσα από αυτήν, την επιβίωση της ύπαρξης.

Η θρησκεία είναι νευροβιολογική ασθένεια, η δε Ορθοδοξία η θεραπεία της
 πρ. Ιωάννης Σ. Ρωμανίδης, Καθηγητής Πανεπιστημίου

Εισαγωγικά

Το κλειδί για την κατανόηση της μεταβολής της Ορθοδόξου Καθολικής Παραδόσεως από παράνομη σε νόμιμη θρησκεία και κατόπιν σε επίσημη Εκκλησία, έγκειται στο γεγονός, ότι η Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία διαπίστωσε, ότι δεν είχε απέναντί της απλώς μία επιπλέον μορφή θρησκείας ή φιλοσοφίας, αλλά μία καλά οργανωμένη Εταιρία Νευρολογικών Κλινικών, οι οποίες θεράπευαν την νόσο της θρησκείας και αναζητούσαν την ασθένεια της ευδαιμονίας της ανθρωπότητος και έτσι παρήγαγαν φυσιολογικούς πολίτες με ανιδιοτελή αγάπη, αφιερωμένους στην ριζική θεραπεία των προσωπικών τους και των κοινωνικών νοσημάτων. Η σχέση που ανεπτύχθη μεταξύ Εκκλησίας και Πολιτείας, ήταν ακριβώς αντίστοιχη προς την σχέση μεταξύ Κράτους και σύγχρονης Ιατρικής.

Μέθοδος

Η μέθοδος στο υπόβαθρο της εκθέσεως αυτής είναι απλή. Οι συγγραφείς της Καινής Διαθήκης και οι Πατέρες επισημαίνουν εντός της ιστορίας την δική τους εμπειρία της καθάρσεως και του φωτισμού της καρδιάς και του δοξασμού (της θεώσεως), την οποία ταυτίζουν με εκείνη των προφητών όλων των αιώνων, αρχίζοντας τουλάχιστον από του Αβραάμ. Αυτό αντιστοιχεί με την επανάληψη της θεραπείας στην ιατρική επιστήμη, της οποίας η μέθοδος μεταδίδεται από γιατρό σε γιατρό. Αλλά σε  αυτή την περίπτωση ο Χριστός, ο Κύριος της Δόξας και Μεγάλης Βουλής Άγγελος, είναι ο γιατρός ο οποίος προσωπικά θεραπεύει και "τελειοί" τους γιατρούς Του, τόσο στην Παλαιά όσο και  στην Καινή Διαθήκη. Αυτή η ιστορική παράδοση και διαδοχή θεραπείας και τελειώσεως "εν τω Κυρίω της Δόξης" πριν και μετά την ενσάρκωσή Του, συνιστά την καρδιά και τον πυρήνα της Βιβλικής και της Πατερικής Παραδόσεως.

Διαιρούμε την έκθεσή μας στα ακόλουθα: 1) Η νόσος της θρησκείας. 2) Οι Σύνοδοι ως Εταιρείες Νευρολογικών Κλινικών. 3) Σύνοδοι και Πολιτισμοί. 4) Συμπεράσματα. 5) Επίμετρο.

I. Η ΝΟΣΟΣ ΤΗΣ ΘΡΗΣΚΕΙΑΣ

Οι πατριάρχες και οι προφήτες της Παλαιάς Διαθήκης, οι απόστολοι και οι προφήτες της Καινής Διαθήκης και οι διάδοχοί τους γνωρίζουν καλά την νόσο της θρησκείας και τον Γιατρό που την θεραπεύει, δηλαδή τον Κύριο (Γιαχβέ) της Δόξας. Αυτός είναι ο Γιατρός των ψυχών και των σωμάτων μας. Θεράπευε την νόσο αυτή στους φίλους και πιστούς Του πριν την ενσάρκωση Του και συνεχίζει και ως Θεάνθρωπος να την θεραπεύει.
Η εν λόγω νόσος συνίσταται στο ότι υπάρχει βραχυκύκλωμα μεταξύ του πνεύματος στη καρδιά του ανθρώπου (δηλαδή κατά τους πατέρες της νοερής ενέργειας) και του εγκεφάλου. Στην φυσιολογική της κατάσταση η νοερή ενέργεια κινείται κυκλικά σαν στρόφαλος προσευχόμενη μέσα στην καρδιά. Στην νοσούσα κατάστασή της η νοερή ενέργεια δεν στροφαλίζεται κυκλικά. Αλλά ξεδιπλωμένη και ριζωμένη στην καρδιά κολλάει στον εγκέφαλο και δημιουργεί βραχυκύκλωμα μεταξύ εγκεφάλου και καρδιάς. Έτσι τα νοήματα του εγκεφάλου, που είναι όλα από το περιβάλλον, γίνονται νοήματα της νοερής ενέργειας ριζωμένης πάντα στην καρδιά. Έτσι ο παθών γίνεται δούλος του περιβάλλοντός του. Ως εκ τούτου συγχέει ορισμένα προερχόμενα από το περιβάλλον του νοήματα με τον Θεό ή τους θεούς του. 
Με τον όρο Θρησκεία εννοούμε κάθε "ταύτιση" του ακτίστου με το κτιστό και μάλιστα κάθε "ταύτιση παραστάσεων" του ακτίστου με νοήματα και ρήματα της ανθρώπινης σκέψης, που είναι το θεμέλιο της λατρείας των ειδώλων. Τα νοήματα και ρήματα αυτά μπορεί να είναι απλώς νοήματα και ρήματα ή και παραστάσεις και με αγάλματα και εικόνας εντός και εκτός νομιζομένου θεόπνευστου κειμένου. Με άλλα λόγια και η ταύτιση των περί Θεού νοημάτων και ρημάτων της Αγίας Γραφής με το άκτιστο ανήκει και αυτή στον κόσμο της ειδωλολατρίας και είναι το θεμέλιο όλων των μέχρι τώρα αιρέσεων. 
Στην θεραπευτική παράδοση της Π. και της Κ. Διαθήκης χρησιμοποιούνται κατάλληλα νοήματα και ρήματα ως μέσα κατά την διάρκεια της καθάρσεως και του φωτισμού της καρδιάς και τα οποία καταργούνται κατά την διάρκεια του δοξασμού όταν αποκαλύπτεται στο σώμα του Χριστού η πληρούσα τα κτιστά πάντα απερίγραπτη, ακατάληπτη και άκτιστη δόξα του Θεού. Μετά τον δοξασμό τα νοήματα και τα ρήματα της νοερής στην καρδιά προσευχής επανέρχονται. Από τον δοξασμό του ο παθών διαπιστώνει ότι ουδεμία ομοιότητα υπάρχει μεταξύ κτιστού και ακτίστου και ότι ο Θεός είναι αδύνατο να εκφρασθεί κι ακόμα πιο αδύνατο να εννοηθεί. 
Το θεμέλιο των αιρέσεων του Βατικανού και των Διαμαρτυρομένων είναι το γεγονός ότι ακολουθούν τον Αυγουστίνο ο οποίος εξέλαβε την εν λόγω αποκαλυφθείσα δόξα του Θεού στην Π. και την Κ. Διαθήκη ως "κτιστή," η οποία μάλιστα γίνεται και απογίνεται. Όχι μόνο τούτο, αλλά και το χειρότερο, εξέλαβε μεταξύ άλλων και τον Μεγάλης Βουλής Άγγελο και την Δόξα Του ως γινόμενα και απογινόμενα κτίσματα τα οποία ο Θεός φέρνει από την αρχή σε ύπαρξη για να γίνουν  ορατά και να ακουσθούν και τα οποία επιστρέφει πάλι στην ανυπαρξία μετά την τέλεση της αποστολής τους. Μάλιστα τις ανοησίες αυτές αναπτύσσει παραδείγματος χάριν στο βιβλίο του De Trinitate (Βιβλία Β και Γ). 
Αλλά για να έχει κανείς ορθή κατεύθυνση στην θεραπεία της νοερής ενέργειας πρέπει να έχει οδηγό την πείρα θεουμένου ο οποίος μαρτυρεί σχετικά με  ορισμένα αξιώματα ότι μεταξύ: α) του ακτίστου Θεού και των ακτίστων ενεργειών Του και β) των κτισμάτων Του ουδεμία ομοιότητα υπάρχει και ότι "Θεόν φράσαι αδύνατον, νοήσαι δε αδυνατώτερον." (Άγιος Γρηγόριος ο Θεολόγος.) Μόνον βάσει αυτών των αξιωμάτων δύναται κανείς να αποφύγει το κατάντημα να αποκτήσει οδηγό τον διάβολο μέσω δήθεν θεολόγων που στοχάζονται περί Θεού και των θείων.
Στην φυσική κατάστασή της η νοερή ενέργεια ρυθμίζει τα πάθη, δηλαδή αυτά της πείνας, της δίψας, του ύπνου, του ενστίκτου της αυτοσυντηρήσεως (δηλαδή του φόβου θανάτου) ώστε να είναι αδιάβλητα. Σε νοσούσα κατάσταση τα πάθη γίνονται διαβλητά. Αυτά, σε συνδυασμό με την αδέσποτη πλέον φαντασία, δημιουργούν μαγικές θρησκείες για την χαλιναγώγιση των στοιχείων της φύσεως ή και της επιπλέον σωτηρίας της ψυχής από την ύλη σε κατάσταση ευδαιμονίας ή και της ευδαιμονίας με σώμα και ψυχή.
Η πίστη, κατά την Αγία Γραφή, είναι η συνεργασία με το Άγιο Πνεύμα, το Οποίο εγκαινιάζει την θεραπεία της νόσου της ιδιοτελούς αγάπης στην καρδία και την μεταβάλλει σε αγάπη, η οποία "ου ζητεί τα εαυτής." Η θεραπεία αυτή κορυφώνεται με τον δοξασμό (την θέωση) και συνιστά την πεμπτουσία της Ορθόδοξης Καθολικής Εκκλησίας, η οποία αντικατέστησε μέσω αυτής, την ειδωλολατρεία ως τον πυρήνα του Ελληνικού Πολιτισμού της Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας.
Οφείλουμε να έχουμε σαφή εικόνα των πλαισίων μέσα στα  οποία και η Εκκλησία και το Κράτος είδαν την συμβολή των θεουμένων στην θεραπεία της νόσου της θρησκείας που διαστρέφει την ανθρώπινη προσωπικότητα μέσα από την αναζήτηση της ευδαιμονίας εντός και πέρα από  τον τάφο για να κατανοήσουμε τον λόγο, για τον οποίο η Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία ενσωμάτωσε την Ορθόδοξη Εκκλησία στο διοικητικό της δίκαιο. Ούτε η Εκκλησία, ούτε το Κράτος είδαν την αποστολή της Εκκλησίας ως απλή άφεση αμαρτιών των πιστών για την μετά θάνατο είσοδό τους στον παράδεισο. Αυτό θα ισοδυναμεί με ιατρική συγχώρεση των νόσων των ασθενών για την μετά θάνατο θεραπεία τους. Και η Εκκλησία και το Κράτος γνώριζαν καλά ότι η άφεση αμαρτιών ήταν μόνο η αρχή της θεραπείας της αναζητούσας την ευδαιμονία νόσου της ανθρωπότητας. Η θεραπεία αυτή άρχιζε με την κάθαρση της καρδιάς, έφθανε στην αποκατάσταση της καρδιάς στην φυσική της κατάσταση του φωτισμού και τελειοποιείτο ολόκληρος ο άνθρωπος στην υπερφυσική κατάσταση του δοξασμού, δηλαδή της θεώσεως. Το αποτέλεσμα της θεραπείας και της τελειώσεως αυτής δεν ήταν μόνο η κατάλληλη προετοιμασία για την μετά τον σωματικό θάνατο ζωή, αλλά και η μεταμόρφωση της κοινωνίας εδώ και τώρα από συγκροτήματα εγωϊστικών και εγωκεντρικών ατόμων σε κοινωνία ανθρώπων με ανιδιοτελή αγάπη, "ήτις ου ζητεί τα εαυτής."

II. ΟΙ ΣΥΝΟΔΟΙ ΩΣ ΕΤΑΙΡΕΙΕΣ ΝΕΥΡΟΛΟΓΙΚΩΝ ΚΛΙΝΙΚΩΝ

1. Παράδεισος και Κόλαση

Ο καθένας  θα δει την εν Χριστώ δόξα του Θεού και θα φθάσει στον βαθμό εκείνο της τελειώσεως τον οποίο έχει επιλέξει και για τον οποίο έχει εργασθεί. Ακολουθώντας τον Απ. Παύλο, τον Ευαγγελιστή Ιωάννη και την δική τους πείρα οι Πατέρες υποστηρίζουν, ότι θα σωθούν εκείνοι που βλέπουν τον αναστημένο Χριστό δοξασμένο σε αυτή την ζωή, είτε "δι' εσόπτρου εν αινίγματι" μέσω των αδιαλείπτων από την καρδιά προσευχών και ψαλμών, είτε "πρόσωπον προς πρόσωπον" μέσω του δοξασμού. Εκείνοι που δεν Τον βλέπουν έτσι στην ζωή αυτή, θα δουν την δόξα Του ως αιώνια φωτιά που καταναλώνει και εξώτερο σκοτάδι στην άλλη ζωή. Η άκτιστη δόξα, την οποία έχει ο Χριστός εκ φύσεως από τον Πατέρα, είναι παράδεισος για εκείνους, των οποίων η εγωκεντρική και ιδιοτελής αγάπη έχει θεραπευθεί και μεταμορφωθεί σε ανιδιοτελή αγάπη. Όμως η ίδια η δόξα είναι το άκτιστο πυρ το αιώνιο και η κόλαση για εκείνους που επέλεξαν να μείνουν αθεράπευτοι μέσα στην ιδιοτέλειά τους.
Δεν είναι εν προκειμένω σαφείς μόνο η Γραφή και οι Πατέρες, αλλά και οι Ορθόδοξες εικόνες της Κρίσεως. Το ίδιο συμβαίνει και με το χρυσό φως της δόξας  το οποίο πηγάζει  από τον Χριστό, μέσα στο οποίο περικλείονται οι φίλοι Του, γίνεται κόκκινο καθώς κυλά προς τα κάτω, για ν' αγκαλιάσει, αυτή η ίδια θεία αγάπη, τους "καταραμένους," που την βλέπουν ως δύναμη κολαστική. Αυτή είναι η δόξα και η αγάπη του Χριστού, που καθαρίζει τα αμαρτήματα όλων, αλλά δοξάζει τους μεν και κολάζει τους δε. Όλοι θα οδηγηθούν από το Άγιο Πνεύμα "εις πάσαν την αλήθειαν," δηλαδή θα δουν τον Χριστό μαζί με  τους φίλους Του δοξασμένους, αλλά όλοι δεν θα δοξασθούν. "Ους εδικαίωσεν, τούτους και εδόξασεν," κατά τον Απ. Παύλο. Η παραβολή για τον φτωχό Λάζαρο στους κόλπους του Αβραάμ και του πλούσιου στον τόπο των βασάνων είναι σαφής. Ο πλούσιος βλέπει, αλλά δεν μετέχει (Λουκ. 16:19-31).
http://www.oodegr.com/oode/psyxotherap/eikones/pyrinos1.jpg
Η Εκκλησία δεν στέλνει κανένα στον παράδεισο ή στην κόλαση, αλλά προετοιμάζει τους πιστούς για την δοξασμένη εικόνα του Χριστού την οποία θα έχουν όλοι οι άνθρωποι. Ο Θεός αγαπά τον κολασμένο τόσο, όσο και τους αγίους. Θέλει την θεραπεία όλων, αλλά όλοι δεν δέχονται την θεραπεία, που Αυτός προσφέρει. Αυτό σημαίνει, ότι η άφεση αμαρτιών δεν είναι αρκετή προετοιμασία για να δει κανείς τον Χριστό δοξασμένο και να δοξασθεί.
Είναι φανερό ότι δεν έχει θέση στην Ορθόδοξη Παράδοση η Φραγκο-Λατινική Παράδοση κατά την οποία οι σωζόμενοι είναι εκείνοι για τους οποίους ο Χριστός δήθεν δυσφήμησε τον Πατέρα του. Ερμηνεύοντας το 2 Κορ. 5:19, π.χ., ο Άγιος Ιωάννης Χρυσόστομος λέει, "Καταλλάγητε τω Θεώ. Και ουκ είπε, καταλάξατε εαυτοίς τον Θεόν, ου γαρ εκείνός εστιν ο εχθραίνων, αλλ' ημείς, Θεός γαρ ουδέποτε εχθραίνει." Μέσα στα παραπάνω πλαίσια κατανόησε το Ρωμαϊκό Κράτος την θεραπευτική και τελειωτική αποστολή της Εκκλησίας στον κόσμο αυτόν για το γενικό όφελος της κοινωνίας. Αλλιώς δεν διαφέρουν κατ' ουσία μεταξύ τους οι θρησκείες, που υπόσχονται την μετά θάνατο ικανοποίηση, αντί στον κόσμο αυτόν της θεραπείας της νόσου της επιθυμίας για ευδαιμονία.

2. Η δήθεν προσπάθεια απομυθοποιήσεως της Αγίας Γραφής

Το δήθεν αυτό πρόβλημα απασχολεί τους Προτεστάντες και Παπικούς, αλλά και φωτισμένους απ' αυτούς Ορθοδόξους δήθεν ειδικούς της ερμηνείας της Βίβλου. Μάλιστα σηκώνουν ψηλά την μύτη άμα ακούσουν για πατερική ερμηνεία. Προέρχεται το δήθεν πρόβλημα από τον Νεο-Πλατωνικό Αυγουστίνο και αυτούς που τον ακολουθούν, κυρίως από τους Καρλοβιγκίους Φράγκους. Ο επίσκοπος Ιππώνος εξέλαβε την άκτιστη και πανταχού παρούσα δόξα του Θεού ως γινόμενο και απογινόμενο κτίσμα. Δεν γνώριζε ότι την βλέπει κανείς μέσω του δοξασμού. Ως εκ τούτου παραδέχετο την διαίρεση του σύμπαντος σε τρεις ορόφους με τον παράδεισο στον ουρανό, την κόλαση κάτω από την γη και την επιφάνεια της γης ως τόπο δοκιμασίας.

3. Το ανοικτό παράθυρο του Παύλου προς την Εκκλησία

Τα κεφάλαια 12 έως 15 της Α' προς Κορινθίους είναι μοναδικό παράθυρο, μέσω του οποίου δύναται κανείς να θεωρήσει την πραγματικότητα της Εκκλησίας ως σώματος του Χριστού. Οι μετέχοντες στην Εκκλησία εντάσσονται σε δύο ομάδες ως προς τον βαθμό της θεραπείας και της τελειώσεως: τους φωτισμένους και τους δοξασμένους. Τα μέλη του σώματος του Χριστού αναγράφονται σαφώς στην Α' Κορ. 12:28. Αρχίζει να γίνεται ιδιώτης αυτός ο οποίος  λέει ‘’αμήν’’ σύμφωνα με την λογική λατρεία σε αντιπαραβολή με την νοερή λατρεία που γεννιέται στην καρδιά. Σε αυτό το στάδιο ο ιδιώτης ασχολείται με την μετάβασή του από την κάθαρση της καρδιάς στον φωτισμό της υπό την καθοδήγηση εκείνων που είναι ναοί του Αγίου Πνεύματος και μέλη του σώματος του Χριστού και αποτελούν το "βασίλειον ιεράτευμα."
Οι βαθμίδες του φωτισμού αρχίζουν με τα "γένη γλωσσών", το κατώτερο των χαρισμάτων, στην 8η θέση και φθάνουν μέχρι το χάρισμα του "διδασκάλου" στην 3ην θέση.
Επί κεφαλής της τοπικής Εκκλησίας είναι οι "προφήτες" (στην 2η θέση), οι οποίοι έλαβαν την ίδια αποκάλυψη με τους αποστόλους (Εφ. 3:5) στην 1η θέση και μαζί με αυτούς αποτελούν "το θεμέλιο" της Εκκλησίας (Εφ. 2:20). Οι απόστολοι και προφήτες είναι το θεμέλιο της Εκκλησίας κατά παρόμοιο τρόπο που οι γιατροί είναι το θεμέλιο των νοσοκομείων.
Τα "γένη γλωσσών" είναι το θεμέλιο, επάνω στο οποίο οικοδομούνται όλα τα άλλα χαρίσματα, που αναστέλλονται προσωρινά μόνο κατά την διάρκεια του δοξασμού (Α' Κορ. 13:8). Ως απόστολος ο Παύλος κατατάσσει τον εαυτό του στην κορυφή του καταλόγου των μελών, που "έθετο ο Θεός εν τη Εκκλησία". Όμως διατηρεί ακόμη "τα γένη γλωσσών," δηλαδή το κατώτερο των χαρισμάτων. Γράφει: "Ευχαριστώ τω Θεώ, πάντων υμών μάλλον γλώσσαις λαλώ," (Α' Κορ. 14:18). Αυτό σημαίνει, ότι τα "γένη γλωσσών" ανήκουν σε όλα τα επίπεδα των χαρισμάτων εντός του σώματος του Χριστού. Με το "μη πάντες γλώσσαις λαλούσι;" ο Παύλος εννοεί τους "ιδιώτες," οι οποίοι δεν αριθμούνται μεταξύ των ναών του Αγίου Πνεύματος και των μελών του σώματος του Χριστού (1 Κορ. 12:28). 
Ο φωτισμός και ο δοξασμός των μελών του σώματος του Χριστού δεν είναι βαθμοί αυθεντίας προερχόμενοι από ανθρώπινη υπόδειξη ή εκλογή. Είναι χαρίσματα από τον Θεό προς εκείνους που συνεργάσθηκαν με φωτισμένους και θεουμένους, για να τους διαδεχθούν ως θεραπευμένοι και τελειοποιημένοι για να  διατηρήσουν έτσι την αποστολική παράδοση και διαδοχή από γενιά σε γενιά. Το ότι ο Παύλος καλεί τα μέλη των κατωτέρων βαθμίδων θεραπείας και τελειότητας να αναζητήσουν τα ανώτερα χαρίσματα σημαίνει σαφώς, ότι όλοι οφείλουν και μπορούν να γίνουν προφήτες, δηλαδή να φθάσουν τον δοξασμό. "Θέλω δε πάντας υμάς λαλείν γλώσσαις, μάλλον δε ίνα προφητεύητε"(Α' Κορ. 14:5).

4. Νευρολογική Κλινική

Η Εκκλησία στην περιγραφή του Παύλου μοιάζει με ψυχιατρική κλινική. Η αντίληψή του όμως για την νόσο της ανθρώπινης προσωπικότητας είναι πολύ πιο διορατική απ' ό,τι είναι σήμερα γνωστή στην σύγχρονη ιατρική. Για να κατανοήσουμε αυτήν την πραγματικότητα, πρέπει να δούμε μέσω του Παύλου την Βιβλική κατανόηση της φυσιολογικής και της μη φυσιολογικής καταστάσεως του ανθρώπου.
Ο άνθρωπος που νοσεί,  επανέρχεται στην φυσιολογική του κατάσταση, όταν οδηγείται "εις πάσαν την αλήθειαν" από το Πνεύμα της Αλήθειας, δηλαδή στην θέα του Χριστού μέσα από τη δόξα του Πατρός Του (Ιω. 17). Οι άνθρωποι που δεν βλέπουν την δόξα του Θεού δεν είναι φυσιολογικοί. "Πάντες ήμαρτον και υστερούνται της δόξης του Θεού" (Ρωμ. 3:23). Με άλλα λόγια ο μόνος άνθρωπος, που γεννήθηκε στην φυσιολογική Του κατάσταση είναι ο Κύριος της δόξας ο Οποίος γεννήθηκε από την σάρκα της Θεοτόκου κι ανέλαβε εκούσια τα αδιάβλητα πάθη (τ.έ. πείνα, δίψα, κούραση, ύπνο, φθορά, θάνατο, φόβο θανάτου), παρόλο που ως κατά φύση πηγή της ακτίστου "δόξας," τα καταργεί. Η άλλη όψη του εν λόγω θέματος είναι, ότι ο Θεός δεν αποκαλύπτει την δόξα Του στον καθένα, διότι δεν θέλει να κολάσει με ανιδιοτελή αγάπη τους μη κατάλληλα προετοιμασμένους. Η έκπληξη των προφητών της Π. Δ., ότι μπορούν να ζουν ακόμη, παρ' ότι είδαν τον Θεό, και η παράκληση του λαού προς τον Μωϋσή να ζητήσει από τον Θεό να σταματήσει να δείχνει την δόξα Του, την οποία δεν μπορούν να υποφέρουν πια, είναι εν προκειμένω σαφώς επιβεβαιωτικά.
Η Εκκλησία των αποστόλων και των πατέρων δεν ασχολούταν με τον Θεό με στοχασμούς και αφηρημένες σκέψεις σχετικά με Αυτόν. Και αυτό, διότι ο Θεός παραμένει μυστήριο στην λογική ακόμα και αυτών, στους οποίους αποκαλύπτει την εν Χριστώ δόξα και βασιλεία Του και οι οποίοι μετέχουν έτσι στο μυστήριο του σταυρού μέσω του δοξασμού, δηλαδή της θεώσεώς τους. Η μόνη απασχόληση των προφητών, αποστόλων και πατέρων ήταν 1) η θεραπεία των "ιδιωτών" (λαϊκών) μέσω της καθάρσεως της καρδιάς τους και 2) η μύηση τους α) στην κατάσταση ως μελών του σώματος του Χριστού και ναών του Αγίου Πνεύματος μέσω του φωτισμού της καρδιάς, και β) "στο τέλειο" (Α' Κορ. 13:12), δηλαδή στην θέα του Χριστού εν δόξη "πρόσωπο προς πρόσωπο" (Α' Κορ. 13:12), μέσω του δοξασμού (Α' Κορ. 12:26; Ρωμ. 8:30) για την διακονία της ανθρωπότητας (Ιω. 17). Το "...ους εδικαίωσεν, τούτους και εδόξασεν" (Ρωμ. 8:30) σημαίνει, ότι ο φωτισμός και ο δοξασμός συνδέονται μεταξύ τους σε αυτή την ζωή, αλλά δεν ταυτίζονται.
Η αρρώστια της ανθρώπινης προσωπικότητας συνίσταται στην εξασθένηση της κοινωνίας της καρδιάς με την δόξα του Θεού (Ρωμ. 3:23) και την υποδούλωσή της στον κόσμο, με τον κατακλυσμό της από λογισμούς εξαρτημένους από το περιβάλλον (Ρωμ. 1:21-24, 2:5). Σ’ αυτήν την κατάσταση ο άνθρωπος φαντάζεται τον Θεό σύμφωνα με  την εικόνα του νοσούντος εαυτού του ή ακόμη και των ζώων (Ρωμ. 1:22). Έτσι ο εσωτερικός άνθρωπος υφίσταται τον πνευματικό θάνατο, "εφ' ω (λόγω του οποίου) πάντες ήμαρτον" (Ρωμ. 5:12). Δηλαδή η αγάπη υποδουλώνεται από το ένστικτο της αυτοσυντηρήσεως, το οποίο την παραμορφώνει και την μεταμορφώνει σε εγωκεντρική και ιδιοτελή ενέργεια, υποβαθμισμένη σε απλή αναζήτηση επιβίωσης, ασφαλείας και ευτυχίας. 
Η πτώση κάθε ανθρώπου και η δουλεία του στην κτίση συνίσταται στην σύγχυση της ενέργειας του ανθρώπινου πνεύματος με αυτή της διάνοιας, κατά την οποία σύγχυση, οι προερχόμενοι από το περιβάλλον λογισμοί γίνονται λογισμοί του πνεύματος, με αποτέλεσμα να εξασθενεί κατά ποικίλους βαθμούς η κοινωνία της καρδιάς με την άκτιστη ενέργεια και βασιλεία του Θεού. Η θεραπεία της νόσου αυτής αρχίζει με την κάθαρση του πνεύματός του από όλους τους λογισμούς, καλούς και κακούς, και τον περιορισμό τους στην διάνοια. Συγχρόνως το πνεύμα (δηλαδή η νοερή ενέργεια) του ανθρώπου ελευθερώνεται από την διάνοια και επιστρέφει με την νοερή ευχή στην καρδιά. Στην φυσική του κατάσταση το πνεύμα του ανθρώπου ενεργεί σαν στρόβιλος μέσα στην καρδιά, ενώ στην πτωτική του κατάσταση βρίσκεται διάχυτο στον εγκέφαλο ταυτιζόμενο με τα νοήματα και τα ρήματά του και υπόδουλο σε αυτά.
Έτσι αντί να βασιλεύει μαζί με τον Θεό στη φύση, καθίσταται δούλος αυτής. Για να αποκατασταθεί η φυσιολογική λειτουργία της ανθρώπινης προσωπικότητας μέσω της περιτομής  της ίδιας της καρδιάς από όλους τους λογισμούς (Ρωμ. 2:29), πρέπει να ελευθερωθεί ο εσωτερικός άνθρωπος από την δουλεία σε ό,τιδήποτε έχει σχέση με το περιβάλλον του, λ.χ. αυτοϊκανοποίηση, πλούτο, ιδιοκτησία, ακόμη και τους γονείς και συγγενείς του (Ματθ. 10:37; Λουκ. 14:26). Ο σκοπός δεν είναι η απόκτηση Στωϊκής απάθειας για την κατάργηση της συμπάθειας, αλλ' η παροχή της δυνατότητας στην καρδιά να δεχθεί τις προσευχές και τους ψαλμούς, που το Άγιο Πνεύμα μεταφέρει εκεί από την διάνοια και ενεργοποιεί αδιάλειπτα. Έτσι ο επικεφαλής του νευρικού συστήματος εγκέφαλος απασχολείται με τις καθημερινές δραστηριότητες και τον ύπνο, ενώ συγχρόνως το πνεύμα του ανθρώπου προσεύχεται με  την καρδιά αδιάλειπτα. Δηλαδή γίνεται σαν επισκευασμένη δισκέτα υπολογιστού στην οποία κείμενα προσευχών μεταφέρονται από τον εγκέφαλο και επανέρχονται σε αυτόν. Όμως οι προσευχόμενοι με το πνεύμα αδιάλειπτα, προσεύχονται και μεγαλόφωνα με την λογική προκειμένου να συνεισφέρουν στην κατήχηση και οικοδομή των ιδιωτών και απίστων. Αυτό εννοεί ο Παύλος με το "προσεύξωμαι τω πνεύματι, προσεύξωμαι τω νοΐ, ψαλώ τω πνεύματι, ψαλώ και τω νοΐ" (Α' Κορ. 14:15).
Αυτό είναι το πλαίσιο της αναφοράς του Αποστόλου Παύλου και του Ευαγγελιστή Ιωάννου στο Παράκλητο Πνεύμα το Οποίο απευθύνεται στην καρδιά μας. Το Άγιο Πνεύμα καθ' αυτό απευθύνεται σε όλους τους ανθρώπους "στεναγμοίς αλαλήτοις" (Ρωμ. 4:26). Αλλά βρίσκει ανταπόκριση σε εκείνους, που συνεργάζονται 1) στην κάθαρση του πνεύματός τους, δηλαδή του "εσωτερικού ανθρώπου" ή "της νοερής ενέργειας" από όλους τους λογισμούς, καλούς και κακούς, 2) στον επαναχωρισμό του πνεύματος αυτού από την λογική και 3) στην επάνοδο του πνεύματος στην καρδιά μαζί με προσευχές και ψαλμούς της διάνοιας. Έτσι η θεραπεία της ανθρώπινης προσωπικότητας εισέρχεται στο στάδιο του φωτισμού. Αυτά προϋποθέτει ο Παύλος όταν γράφει, "προσεύξομαι τω πνεύματι, προσεύξομαι δε τω νοΐ, ψαλώ τω πνεύματι, ψαλώ δε και τω νοΐ." (1 Κορ. 14:15).
Μόλις μας είπε ο Παύλος, ότι η προσευχή του πνεύματος περιλαμβάνει ψαλμούς της Παλαιάς Διαθήκης. Επομένως δεν μιλά για ακατάληπτες και μεγαλόφωνες προσευχές, αφού οι ψαλμοί ήταν γνωστοί σε όλους.
Ο Παύλος μιλά για τα "γένη γλωσσών," τα οποία συμπεριλαμβάνουν προσευχές και ψαλμούς του πνεύματος του ανθρώπου στην καρδιά και τα οποία ακούγονται μόνο από εκείνους που έχουν το ίδιο χάρισμα. Όσοι ιδιώτες δεν είχαν ακόμα το χάρισμα αυτό δεν μπορούσαν να ακούσουν τις προσευχές και τους ψαλμούς στην καρδιά αυτών που έχουν αυτό το χάρισμα των "γλωσσών." Κορίνθιοι στην κατάσταση του φωτισμού είχαν εισαγάγει την καινοτομία να τελούν ακολουθίες νοερώς στην καρδιά παρόντων των "ιδιωτών," που δεν είχαν λάβει ακόμα "τα γένη γλωσσών." Έτσι όμως ήταν αδύνατο στους ιδιώτες να οικοδομούνται και να απαντούν με το "αμήν" τους στα κατάλληλα μέρη της ακολουθίας, διότι απλώς δεν άκουγαν τίποτε. 
Ο Παύλος δηλώνει σαφώς, ότι "ουδείς ακούει" (Α'Κορ.14:2). "Εάν έλθω προς υμάς γλώσσαις λαλών, τι υμάς οφελήσω, εάν μη υμίν λαλήσω...;" (Α'Κορ. 14:6-7). Οι μη έχοντες το χάρισμα των γλωσσών πρέπει να ακούσουν την "δύναμη της φωνής" των προσευχών και των ψαλμών για να απαντήσουν με το δικό τους "αμήν" (Α' Κορ. 14:11,16). "...εάν άδηλον σάλπιγξ φωνήν δω, τις παρασκευάσεται εις πόλεμον; ούτως και υμείς δια της γλώσσης, εάν μη εύσημον λόγον δώτε, πώς γνωσθήσεται το λαλούμενον; έσεσθε γαρ εις αέρα λαλούντες. τοσαύτα ει τύχοι γένη φωνών εισιν εν κόσμω, και ουδέν άφωνον." (1 Κορ, 14:8-10). Δεν πρέπει οι φωτισμένοι να περιορισθούν στο "λαλείν γλώσσαις" με "άδηλον φωνήν" παρουσία των "ιδιωτών" (Α' Κορ. 14:10-11). "Συ μεν γαρ καλώς ευχαριστείς, αλλ' ο έτερος ουκ οικοδομείται" (Α' Κορ. 14:17).
Όταν ο Παύλος λέει "μείζων ο προφητεύων ή ο λαλών γλώσσαις, εκτός ει μη διερμηνεύει, ίνα η Εκκλησία οικοδομήν λάβη" (Α' Κορ. 14:5), εννοεί σαφώς, ότι εκείνος, ο οποίος μιλά μόνο "γλώσσες," πρέπει να αποκτήσει το χάρισμα να "διερμηνεύει" τις προσευχές και τους ψαλμούς του πνεύματος με την καρδιά, συγχρόνως σε προσευχές και ψαλμούς του νου, για να απαγγέλονται και μεγαλόφωνα προς ιδιώτες που οικοδομούνται. "Διο ο λαλών γλώσση προσευχέσθω, ίνα διερμηνεύη. Εάν γαρ προσεύχωμαι γλώσση, το πνεύμά μου προσεύχεται, ο δε νους μου άκαρπός εστιν. Τι ουν εστιν; προσεύξωμαι τω πνεύματι, προσεύξωμαι δε (συγχρόνως) και τω νοΐ, ψαλώ τω πνεύματι, ψαλώ δε και (συγχρόνως) τω νοΐ. Επεί εάν ευλογής εν πνεύματι, ο αναπληρών τον τόπον του ιδιώτου, Πως ερεί το αμήν επί τη ση ευχαριστία, επειδή τι λέγεις ουκ οίδεν, συ μεν καλώς ευχαριστείς, αλλ' ο έτερος ουκ οικοδομείται. Ευχαριστώ τω Θεώ, πάντων υμών μάλλον γλώσσαις λαλώ, αλλ' εν εκκλησία θέλω πέντε λόγους τω νοΐ μου λαλήσαι, ίνα και άλλους κατηχήσω ή μυρίους λόγους εν γλώσση" (Α' Κορ. 14: 13- 19).
Ο Παύλος ποτέ δεν είπε, ότι ο καθένας διερμηνεύει εκείνα που ο άλλος ονομάζει "γλώσσες." Ο καθένας διερμηνεύει αυτά που ο ίδιος ονομάζει "γλώσσες." Αυτό προϋποθέτουν και τα όσα λέγονται στο Α' Κορ. 14:27- 28: "είτε γλώσση τις λαλεί, κατά δύο ή το πλείστον τρεις και ανά μέρος και εις διερμηνευέτω. Εάν δε μη ή διερμηνευτής, σιγάτω εν εκκλησία, εαυτώ λαλείτω και τω Θεώ." Δηλαδή εάν αυτός που μιλάει τη γλώσσα δεν είναι διερμηνευτής, τότε σιωπά στην εκκλησία. Όμως μιλά στον εαυτό του και στον Θεό. Η καθεαυτό χρήση άλλων λέξεων της γλώσσας  γίνεται μέσα στην καρδιά και όχι μεγαλόφωνα. Με την εντολή αυτή ο Παύλος στερεί τους έχοντες μόνο "τα γένη γλωσσών" από τη δύναμη να επιβάλλουν την εν λόγω καινοτομία τους μέσω της πλειοψηφίας τους.
Ο Παύλος μιλά σαφώς για προσευχές και ψαλμούς οι οποίοι δεν απαγγέλονται με "την δύναμη της φωνής," αλλ' ακουγόμενοι μέσα από την καρδιά. Ο φωτισμός αυτός της καρδιάς εξουδετερώνει την υποδούλωση στο ένστικτο της αυτοσυντηρήσεως και αρχίζει την μεταμόρφωση της ιδιοτελούς αγάπης σε ανιδιοτελή αγάπη. Αυτό αποτελεί το χάρισμα της πίστεως που πηγάζει από μέσα στον εσωτερικό άνθρωπο, το οποίο είναι η δικαίωση, καταλλαγή, υιοθεσία, ειρήνη, ελπίδα και ζωοποίηση.
Οι προσευχές και οι ψαλμοί αδιάλειπτα (Β' Θεσ. 5:17) ενεργούμενοι νοερά μέσα στην καρδιά (Εφ. 5:18-20), τ.έ. "τα γένη γλωσσών" (Α' Κορ. 12:10,28), μεταμορφώνουν τον "ιδιώτη" (λαϊκό) σε ναό του Αγίου Πνεύματος και μέλος του σώματος του Χριστού και του βασιλείου ιερατεύματος. Αυτή είναι η αρχή της απελευθερώσεως του πιστού από την δουλεία στο περιβάλλον, όχι με τη φυγή απ' αυτό, αλλά με τον έλεγχο  αυτού, όχι μέσω της ιδιοτελούς εκμεταλλεύσεως, αλλά μέσω της ανιδιοτελούς αγάπης. Εντός των πλαισίων αυτών "ο νόμος του Πνεύματος της ζωής εν Χριστώ Ιησού ηλευθέρωσέ με από του νόμου της αμαρτίας και του θανάτου... Ει δε τις Πνεύμα Χριστού ουκ έχει, ούτος ουκ εστιν αυτού. Ει δε Χριστός εν υμίν, το μεν σώμα νεκρόν δι' αμαρτίαν, το δε πνεύμα ζωή δια δικαιοσύνην" (Ρωμ. 8:2,9, 10). 
Με το πέρασμα του χρόνου η θεραπεία του φωτισμού αυξάνει την τελειότητα της αγάπης, και μάλιστα με ήττα του διαβόλου, ο φωτισμένος λαμβάνει ανάλογα τα απαριθμούμενα στο  Α' Κορ. 12.28 ανώτερα χαρίσματα, με κορύφωση τον δοξασμό. Ο Παύλος δηλώνει, ότι "ει δοξάζεται εν μέλος, συγχαίρει πάντα τα μέλη" (Α' Κορ. 12: 26), με σκοπό να εξηγήσει, γιατί οι προφήτες είναι δεύτεροι μετά τους αποστόλους και πριν από όλα τα άλλα μέλη του σώματος του Χριστού. Η υπό του Πνεύματος μεταβίβαση από τη διάνοια στην καρδιά προσευχών και ψαλμών είναι η δικαίωση και η ζωοποίηση του εσωτερικού ανθρώπου και η θέα του Χριστού "δι' εσόπτρου εν αινίγματι" (Α' Κορ. 13:12). Δοξασμός είναι η έλευση του "τελείου" (Α' Κορ. 13:10), δηλαδή η θέα του Χριστού εν δόξα "πρόσωπο προς πρόσωπο" (Α' Κορ. 13:12). Όταν γράφει ο Παύλος, "άρτι γιγνώσκω εκ μέρους" (αυτόθι), αναφέρεται στην τρέχουσα κατάσταση του φωτισμού του ή της δικαιώσεως. Με την επομένη φράση του: "τότε δε επιγνώσομαι, καθώς και επεγνώσθην" (αυτόθι), ο Παύλος λέει, ότι θα δοξασθεί, όπως είχε ήδη δοξασθεί. Στην κατάσταση του φωτισμού ο πιστός είναι "νήπιος." Αφού δοξασθεί, επιστρέφει στον φωτισμό ως "ανήρ" (Α' Κορ. 13:11).
Κατά την διάρκεια του δοξασμού, που είναι θέωση και αποκάλυψη, η προσευχή μέσα από την καρδιά ("γλώσσες"), η γνώση και η προφητεία, μαζί με την πίστη και την ελπίδα, καταργούνται, αφού αντικαθίστανται από τον ίδιο τον Χριστόν μέσα στην άκτιστη βασιλεία και δόξα του Πατρός. Μόνον η αγάπη δεν εκπίπτει (Α' Κορ. 13:8-11). Κατά την διάρκεια του δοξασμού καταργούνται τα σχετικά με τον Θεό και τα εν ευχή προς τον Χριστό νοήματα και ρήματα. Μετά την θέωση και με την επιστροφή στον φωτισμόν, επιστρέφουν γνώση, προφητεία, γλώσσες, πίστη και ελπίδα και επανενώνονται με την αγάπη, η οποία δεν είχε "εκπέσει." Τα ρήματα και νοήματα που χρησιμοποιούνται από τους θεουμένους στην διδασκαλία και την προσευχή για την καθοδήγηση άλλων μέχρι τον δοξασμό είναι θεόπνευστα, αλλά μόνο στην χρήση και κάτω από την καθοδήγηση φωτισμένων και θεουμένων. Αυτοί που δεν  γνωρίζουν ότι ο σκοπός αυτών των ρημάτων και νοημάτων είναι η κατάργηση τους κατά την διάρκεια της θεώσεως, βαδίζουν με βάση  την φαντασία τους.
Αυτή είναι η θέα του εν δόξη αναστάντος Χριστού, την οποία είχε ο Παύλος και για την οποία ο Θεός θέτει στην κεφαλή (Α' Κορ. 12:28) και το θεμέλιο (Εφ. 2:20) της Εκκλησίας τους αποστόλους και προφήτες. Αυτό το "θεμέλιο," το οποίο περιλαμβάνει και γυναίκες προφήτες (Πράξ. 2:17; 21:9; Α' Κορ. 11:5), αποτελεί το πλαίσιο της δηλώσεως του Παύλου, ότι εν Χριστώ "ουκ ένι άρσεν και θήλυ" (Γαλ. 3:28).
 Ο δοξασμός δεν είναι θαύμα. Είναι το τελικό φυσικό στάδιο της μεταμορφώσεως της ιδιοτελούς αγάπης σε ανιδιοτελή αγάπη και η άφιξη του ανθρώπου στην κατάστασιν για την οποία δημιουργήθηκε. Και ο Παύλος και ο Ιωάννης σαφώς θεωρούν αυτήν την θέα του Χριστού εν δόξη μέσα στη ζωή αναγκαία για την τελείωση της αγάπης και της διακονίας προς την κοινωνία (Ιω. 14:21-24, 16:22, 17:24; Α' Κορ. 13:10-13; Εφ. 3:3-6). Οι εμφανίσεις του αναστάντος Χριστού εν δόξη δεν ήταν και δεν είναι θαύματα, για να εκθαμβώσουν τους θεατές και να τους πείσουν να πιστεύσουν στην θεότητά Του. Θαύμα δεν ήταν η ανάσταση του Κυρίου της δόξας. Θαύμα ήταν η σταύρωση και ο θάνατός Του. Ο αναστημένος Χριστός εμφανίζεται μόνο για την τελείωση της αγάπης, ακόμη και στην περίπτωση του Παύλου, ο οποίος είχε φθάσει το κατώφλι του δοξασμού (Γαλ. 1:14 εξ.), μη γνωρίζων, ότι ο Κύριος της δόξας, τον οποίο επρόκειτο να δει, είχε γεννηθεί, σταυρωθεί και αναστηθεί. Οι εμφανίσεις του αναστημένου Κυρίου της δόξας στο Α' Κορ. 15: 1-11 είναι οι δοξασμοί με τους οποίους ο Παύλος ολοκληρώνει την περί χαρισμάτων ανάπτυξη που είχε αρχίσει στο 12:1.
Όλοι όσοι θεοποιήθηκαν στην συνέχεια μαζί  με τους αποστόλους αποτελούν το θεμέλιο της Εκκλησίας, διότι "...την ίσην δωρεάν έδωκεν αυτοίς ο Θεός ως και ημίν," λέει ο Πέτρος (Πράξ. 11:17, 10:47). Δηλαδή οδηγήθηκαν, όπως οι απόστολοι κατά την Πεντηκοστή, σε "πάσα την αλήθεια," η οποία είναι ο αναστημένος και αναληφθείς εν δόξα Χριστός, ο οποίος επιστρέφει με  σάρκα στις άκτιστες πύρινες γλώσσες του Πνεύματός Του, για να κατοικήσει ως άνθρωπος μαζί με  τον Πατέρα  Του στους  ναούς του Αγίου Πνεύματος που φτιάχθηκαν με πίστη όπως  ακριβώς υποσχέθηκε (Ιω. 14-17). Έτσι, η Εκκλησία των ναών του Αγίου Πνεύματος προφητών έγινε το Σώμα του Χριστού, κατά του Οποίου "πύλαι άδου (θανάτου) ου κατισχύσουσιν."
Δοξασμός είναι η συμμετοχή όχι μόνο της ψυχής αλλά και του σώματος στην αθανασία και αφθαρσία για την τελείωση της αγάπης. Δύναται να είναι θέα μικρής ή μακρής διάρκειας. Μετά από κάποια έκσταση αποπροσανατολισμού ο νέος θεοποιούμενος βλέπει τα πάντα γύρω του διαβρωμένα με την δόξα/βασιλεία του Θεού, η οποία, αφού δεν είναι ούτε φως, ούτε σκότος, και δεν μοιάζει με τίποτε το κτιστό, υπερβαίνει πάντα τα ρήματα και νοήματα και, παρ' ότι αποκαλυπτομένη, παραμένει μυστήριο αδιαπέραστη, ανέκφραστη και ως εκ τούτου απερίγραπτη. Κατά την διάρκεια της θέας τα πάθη, τα οποία είχαν ουδετεροποιηθεί και καταστεί αδιάβλητα με τον φωτισμό, καταργούνται. Ο θεούμενος ούτε τρώει, ούτε πίνει, ούτε κοιμάται, ούτε κουράζεται και δεν επηρεάζεται από την ζέστη ή το κρύο. Αυτά τα φαινόμενα στους βίους των αγίων, πριν και μετά την ενσάρκωση του Κυρίου της δόξας, δεν είναι θαύματα, αλλ’ η αποκατάσταση της υγείας της ανθρώπινης φύσεως που νοσεί.
Οι Γεροντολόγοι  έχουν αποδείξει ότι το γήρας είναι αρρώστια και ερευνούν, μήπως και ο ίδιος ο Θάνατος είναι αρρώστια. Θα ήταν δυνατόν να συμβάλλουν στην εν λόγω έρευνα οι θεούμενοι και τα λείψανά τους. Τα σώματα εκατοντάδων θεουμένων παραμένουν σχετικά ακέραια επί αιώνες σε μία κατάσταση μεταξύ φθοράς και αφθαρσίας. Από τα παλαιότερα παραδείγματα είναι το ακέραιο σώμα του Αγίου Σπυρίδωνος στο νησί της Κέρκυρας, ο οποίος έλαβε μέρος το 325 στην Α' Οικ. Σύνοδο. Μόνο στην Μονή των Σπηλαίων στο Κίεβο υπάρχουν 120 ακέραια ιερά λείψανα.
Αυτό είναι το πλαίσιο των όσων έχουν λεχθεί από τον Απόστολο Παύλο, ότι "και η κτίσις ελευθερωθήσεται από της δουλείας της φθοράς εις την ελευθερίαν της δόξης των τέκνων του Θεού" (Ρωμ. 8:21). Από τα συμφραζόμενα είναι φανερό, ότι η "ελευθερία της δόξας" είναι εδώ ελευθερία από την φθορά και την θνητότητα. Αλλ’ ακόμη και εκείνοι, των οποίων ο εσωτερικός άνθρωπος έφθασε στην υιοθεσία του φωτισμού, ως και εκείνοι, των οποίων και τα σώματα είχαν για τη θέωση πρόγευση της αθανασίας και της αφθαρσίας, περιμένουν "την υιοθεσίαν, την απολύτρωσιν του σώματος ημών" (Ρωμ. 8:23). "Οι νεκροί εγερθήσονται άφθαρτοι και ημείς αλλαγησόμεθα... Δει γαρ το φθαρτόν τούτο ενδύσασθαι αφθαρσίαν και το θνητόν τούτο ενδύσασθαι αθανασίαν" (Α' Κορ. 15:53,54).
Αυτά τα γνωρίζει κανείς όχι από στοχασμό επάνω σε βιβλικά κείμενα, αλλά από την εμπειρία του δοξασμού, τουτέστι από "την ελευθερία της δόξας των τέκνων του Θεού." Η εμπειρία του δοξασμού και όχι μόνο βιβλικά κείμενα είναι το θεμέλιο της πίστεως της Εκκλησίας στην σωματική ανάσταση του βιολογικού μέρους της ανθρώπινης προσωπικότητας.

5. Τα Ιερά Λείψανα

Υπάρχουν δύο γενικά είδη αγίων λειψάνων, αυτά που ευωδιάζουν και αυτά που και σώζωνται ολόκληρα ή σχεδόν ολόκληρα. Φαίνεται ότι τα πρώτα ανήκουν στους αγίους που βρίσκονται  στην κατάσταση φωτισμού όταν πέθαναν και τα δεύτερα σε αγίους που βρίσκονται σε κατάσταση δοξασμού. 
Από μαρτυρίες πατέρων προκύπτει το γεγονός ότι η άκτιστος δημιουργική, συνεκτική, προνοητική, καθαρτική, φωτιστική και θεωτική ενέργεια του Θεού είναι απλή, διαιρείται αδιαιρέτως και πανταχού παρούσα ενεργεί τα πάντα για τους πάντες. Έτσι ο θεούμενος εν Αγίω Πεύματι βρισκόμενος βλέπει ως μέλος του Σώματος του Χριστού τον Πατέρα μέσα στον ενσαρκωθέντα Λόγο. Αυτών τα σώματα διατηρούνται με αυτό τον τρόπο αφού η νοερά ενέργειά τους συνεχίζει να στροφαλίζεται κυκλικά μέσα στην καρδιά τους στην κοινωνία με την θεωτική ενέργεια της Αγίας Τριάδας. Πιθανόν θα μπορούσαμε να δούμε τον στροφαλισμό αυτόν με μαγνητικό αξονικό τομογράφο.
Φαίνεται ότι έχουν δίκιο εκείνοι που πιστεύουν ότι οι μαύρες τρύπες βρίσκονται όχι μόνο στο κέντρο των Γαλαξιών δίνοντας σε αυτές την κυκλική τους κίνηση, αλλά και σε μικροσκοπικά μεγέθη παντού στο σύμπαν και ανάμεσά μας και μέσα μας.

6. Όχι "εκ του κόσμου," αλλ’ "εν τω κόσμω"

Η Φραγκο-Λατινική διάκριση μεταξύ πρακτικής (αctive) και θεωρητικής (contemplative) ζωής δεν υπάρχει εντός του σώματος του Χριστού. Το χάρισμα του Αγίου Πνεύματος των αδιαλείπτων προσευχών και ψαλμών, μέσω των οποίων ο ιδιώτης (λαϊκός) εισέρχεται στο βασιλικό ιεράτευμα, ο οποίος γίνεται ναός του Αγίου Πνεύματος και μέλος του σώματος του Χριστού, καθιστά την εν λόγω διάκριση αδύνατη. Η κάθαρση και ο φωτισμός της καρδιάς και η θέωση είναι η πραγματικότητα μέσα στην οποία κινείται ο κάθε πιστός και η παράδοση μέσα στην οποία λειτουργεί αναπόσπαστα η ειδική ιερωσύνη. Αντίθετα προς την εν λόγω Λατινική διάκριση όλα τα μέλη του σώματος του Χριστού βρίσκονται στην θεωρία του φωτισμού βαδίζοντας προς την θεωρία της θεώσεως.
"...ουδείς εν πνεύματι Θεού λαλών λέγει, ΑΝΑΘΕΜΑ ΙΗΣΟΥΣ, και ουδείς δύναται ειπείν, ΚΥΡΙΟΣ ΙΗΣΟΥΣ, ει μη εν Πνεύματι Αγίω" (Α' Κορ. 12:3). Αυτή είναι η βιβλική και πατερική πνευματικότητα και η δύναμη, εξαιτίας της οποίας ήταν αδύνατον για ένα πιστό-ναό του Αγίου Πνεύματος, παρ' όλα τα βασανιστήρια και μαρτύρια, να λυγίσει και να απαρνηθεί τον Χριστό. Τυχόν απάρνηση απλώς απεδείκνυε, ότι δεν ήταν μέλος του σώματος του Χριστού. Οι μάρτυρες και οι νεο-μάρτυρες ήταν η απόδειξη της δυνάμεως του φωτισμού και της θεώσεως, δηλαδή του μυστηρίου του σταυρού, κατά των δυνάμεων του σκότους όπως και το κατ' εξοχήν κήρυγμα ελευθερίας. Η πρωταρχική αποστολή των ναών του Αγίου Πνεύματος ήταν να εργάζονται σε οποιοδήποτε επάγγελμα είχαν ταχθεί και να επιδιώκουν να διαδώσουν την δική τους θεραπεία στους άλλους. Κατά κυριολεξία εργάζονταν μέσα στην κοινωνία τους, με μία ειδικότητα όμοια με εκείνη των ψυχιάτρων. Διέφεραν, όμως, απ' αυτούς στο ότι δεν επεδίωκαν, σαν αυτούς, την διανοητική ισορροπία των νοσούντων, με την προσαρμογή τους σε γενικώς αποδεκτούς κανόνες φυσιολογικής σκέψεως και συμπεριφοράς. Ο δικός τους κανόνας υγείας και φυσιολογικής σκέψεως και συμπεριφοράς ήταν ο δοξασμός. Η θεραπευτική δύναμη τους δεν ήταν και δεν είναι "εκ του κόσμου τούτου." Αλλ’ αυτοί, όμως, είναι "εν τω κόσμω," εργαζόμενοι για την θεραπεία της καρδιάς των ανθρώπων και, ως εκ τούτου, για την μεταμόρφωση του κόσμου.

7. Θεολογία και δόγμα

Όλοι όσοι έφθασαν στον δοξασμόν μαρτυρούν το γεγονός, ότι "Θεόν φράσαι μεν αδύνατον, νοήσαι δε αδυνατώτερον," αφού γνωρίζουν απ' αυτήν την εμπειρία τους, ότι δεν υπάρχει οποιαδήποτε ομοιότητα μεταξύ κτιστού και ακτίστου.
Αυτό σημαίνει, ότι τα περί Θεού ρήματα και νοήματα, τα οποία δεν αντιτίθενται στην εμπειρία της θεώσεως, αλλά και οδηγούν στην κάθαρση και τον φωτισμό της καρδιάς και την θέωση, είναι Ορθόδοξα. Ρήματα και νοήματα, τα οποία αντιτίθενται στον δοξασμό και απομακρύνουν από την κάθαρση και τον φωτισμό της καρδιάς και την θέωση είναι αιρετικά.
Αυτό είναι το κλειδί των αποφάσεων των Επτά Ρωμαϊκών Οικουμενικών Συνόδων, όπως και της 8ης του 879 και της 9ης του 1341.
Σχεδόν όλοι οι ιστορικοί των δογμάτων αγνοούν το κλειδί αυτό και πιστεύουν ότι οι πατέρες προσπαθούν, σαν τον Αυγουστίνο, να κατανοήσουν στοχαστικά και διαλεκτικά το μυστήριο, το οποίο κρύβεται πίσω από τα του Θεού ρήματα και νοήματα. Επιστρατεύουν μεταξύ των πατέρων ακόμη και τον Γρηγόριο τον Θεολόγο στο στρατόπεδο της Φραγκο-Λατινικής θεολογίας, παρουσιάζοντας τον σε μετάφρασηυ να λέει, ότι επιτρέπεται "το φιλοσοφείν περί Θεού" μόνο στους "ήδη γενομένους ειδικούς εις τον διαλογισμόν" (past masters of meditation), αντί σε μόνους τους "διαβεβηκότας εν θεωρία," η οποία είναι η θέα του Χριστού "δι' εσόπτρου εν αινίγματι" "γλώσση" και "πρόσωπον προς πρόσωπον" κατά τον "δοξασμόν."
Οι Πατέρες σαφώς απορρίπτουν ως πλάνη την ιδέα ότι η διατύπωση των δογμάτων αποτελεί μέρος προσπάθειας κατανοήσεως των μυστηρίων της πίστεως περί Αγίας Τριάδος και ενσαρκώσεως του Λόγου. Ο Άγιος Γρηγόριος ο Θεολόγος γελοιοποιεί τέτοιους αιρετικούς: "Ειπέ συ την αγεννησίαν του πατρός, καγώ την γέννησιν του υιού φυσιολογήσω και την εκπόρευσιν του πνεύματος και παραπληκτίσομεν άμφω εις Θεού μυστήρια παρακύπτοντες" (Θεολ. Λόγος Δ',8). Ούτε δέχθηκαν ποτέ οι Πατέρες την θέση του Αυγουστίνου και των Λατίνων που τον ακολουθούσαν, ότι η Εκκλησία κατανοεί καλύτερα και βαθύτερα την πίστη και τα δόγματα με την πάροδο του χρόνου. Κάθε περίπτωση δοξασμού μέσω των αιώνων είναι μετοχή "εις πάσαν την αλήθειαν" της Πεντηκοστής, η οποία ούτε αύξηση, ούτε βαθύτερη κατανόηση επιδέχεται.
Αυτό σημαίνει επίσης, ότι η Ορθόδοξη δογματική είναι καθ' ολοκληρία ποιμαντική, αφού δεν υφίσταται εκτός των πλαισίων της θεραπείας της καρδιάς μέσω της καθάρσεως και του φωτισμού και εφόσον θεολόγος είναι κατ' εξοχήν ο θεούμενος, του οποίου η θέωση είναι υπέρ πάντα λόγο και έννοια.
Το να είναι κανείς θεολόγος σημαίνει κατά πρώτον και κύριο λόγο, ότι είναι ειδικός στις μεθόδους του διαβόλου. Ο φωτισμός και κυρίως ο δοξασμός μεταδίδουν το χάρισμα της διακρίσεως των πνευμάτων για την κατατρόπωση του διαβόλου, ειδικά όταν αυτός προσφεύγει στην διδασκαλία της θεολογίας και πνευματικότητας σε εκείνους που αρχίζουν να γλιστρούν μέσα από τα χέρια του.

8. Τα Μυστήρια

Το σημαντικότερο αποτέλεσμα της από φραγκο-λατινικεύσεως της Ορθοδόξου θεολογικής παιδείας τον 18ο και 19ο αιώνα, υπήρξε η εξαφάνιση από τα δογματικά εγχειρίδια, και ιδίως από τα κεφάλαια περί μυστηρίων, της υπάρξεως των μελών του σώματος του Χριστού εντός των πλαισίων της καθάρσεως και του φωτισμού της καρδιάς και της θεώσεως, παρ' ότι τα λειτουργικά κείμενα ακριβώς αυτά προϋποθέτουν. Επηρεασμένα από Ρωσικά και Λατινικά εγχειρίδια λησμόνησαν το γεγονός ότι το μυστήριο της ιεροσύνης προϋποθέτει την θέωση, δηλαδή την προφητεία, "μη αμέλει του εν σοι χαρίσματος, ο εδόθη σοι δια προφητείας μετά επιθέσεως των χειρών του πρεσβυτερίου. (Α' Τιμ. 4:14)"

9. Προφήτες και διανοούμενοι

Η δημιουργία είναι τελείως εξαρτημένη από τον Θεό, μολονότι δεν υπάρχει οποιαδήποτε ομοιότητα μεταξύ τους. Αυτό σημαίνει, ότι δεν υπήρξε και δεν υπάρχει οποιαδήποτε διαφορά μεταξύ πεπαιδευμένου και απαιδεύτου, όταν και οι δύο βαδίζουν την οδό της θεραπείας του φωτισμού και της τελειώσεως του δοξασμού, για να γίνουν απόστολοι και προφήτες. Η υψηλότερη γνώση για την κτιστή πραγματικότητα δεν παρέχει κανένα ιδιαίτερο δικαίωμα επάνω εις την γνώσιν του ακτίστου. Ούτε η άγνοια για την κτιστή πραγματικότητα αποτελεί μειονέκτημα για να φθάσει κανείς στην ύψιστη  γνώση  υπέρ του ακτίστου.

10. Προφήτες και Φραγκο-Λατίνοι Πάπες

Από τα πέντε Ρωμαϊκά Πατριαρχεία Πρεσβύτερης Ρώμης, Νέας Ρώμης, Αλεξανδρείας, Αντιοχείας και Ιεροσολύμων οι Φράγκοι κατέλαβαν, με την στρατιωτική βία, εκείνο της Πρεσβύτερης Ρώμης, αντικαθιστώντας τους Ρωμαίους Πάπες με Τεύτονες κατά την διάρκεια ενός αγώνα, ο οποίος άρχισε το 983 και έληξε το 1046. Έτσι, επέκτειναν τον έλεγχό τους στην  αποστολική διαδοχή μέχρι αυτόν του Παπικού Θρόνου ως μέρος των σχεδίων τους για παγκόσμια κυριαρχία. Μετέβαλαν τους Ρωμαίους Πατέρες σε Γραικούς και Λατίνους και προσέθεσαν τους Φράγκους στους λεγομένους ανύπαρκτους αυτούς Λατίνους Πατέρες και έτσι χάλκευσαν τον μύθο ότι οι Φράγκοι και οι λατινόφωνοι Ρωμαίοι Πατέρες αποτελούν κάποια ενιαία Λατινική Χριστιανοσύνη. Για το Ισλάμ ο Πάπας είναι ακόμη και σήμερα Λατίνος και Φράγκος και οι δικοί μας Πατριάρχες Νέας Ρώμης, Αλεξανδρείας, Αντιοχείας και Ιεροσολύμων είναι Ρωμαίοι. 
Η άγνοια του ποιοι και τι είναι οι προφήτες και γιατί κατέχουν την δεύτερη θέση μετά τους αποστόλους, δημιούργησε το κενό, το οποίο πληρώθηκε με το Φραγκο-Λατινικό αλάθητο του Πάπα. 

11. Προφήτες και Πατέρες

Ο Γρηγόριος Νύσσης πληροφορεί τους αναγνώστες του, ότι αιρέσεις εμφανίζονται σε εκείνες τες Εκκλησίες, όπου δεν υπάρχουν προφήτες. Ο λόγος είναι, ότι οι ηγέτες τους προσπαθούν να κοινωνήσουν με τον Θεό μέσω του λογικού στοχασμού και της περί Θεού (αφηρημένης) φαντασίας, αντί μέσω του φωτισμού και δοξασμού. Το να συγχέει κανείς τις σκέψεις για τον θεό του με τον Θεό είναι από απόψεως θρησκείας, ειδωλολατρεία και από απόψεως επιστημονικής μεθόδου αγραμματοσύνη.
Περί αποστόλων και προφητών μιλά ο Παύλος όταν γράφει, "ο δε πνευματικός ανακρίνει μεν πάντα, αυτός δε υπ' ουδενός ανακρίνεται." (1 Κορ. 3:15). Διότι αυτοί έφθασαν στην εν τω Χριστώ θεοπτία γενόμενοι αυτόπτες μάρτυρες, ότι οι άρχοντες του αιώνα αυτού είχαν σταυρώσει "τον Κύριο της δόξας" (1 Κορ. 2:8). Αυτόν τον Κύριο της δόξας, Μεγάλης Βουλής Άγγελο, τον Ώντα, Θεό Αβραάμ και Θεό Ισαάκ και Θεό Ιακώβ, τον Παντοκράτορα, την Σοφία του Θεού, την ακολουθούσα Πέτρα (1 Κορ. 10:4), είδαν όλοι οι προφήτες της Παλαιάς Διαθήκης. Από τους οποίους ο Βαπτιστής Ιωάννης εν θεοπτία γενόμενος, είδε με σάρκα τον Κύριο της δόξας. Ασφαλώς και αυτοί οι Ιουδαίοι οι οποίοι τυπικά πιστεύουν σε Αυτόν, "ει έγνωσαν, ουκ αν τον Κύριον της δόξης εσταύρωσαν." Πάντως στους θεουμένους προσαρμόζει ο Παύλος το "α οφθαλμός ουκ είδεν και ους ήκουσεν και επί καρδίαν ουκ ανέβη, όσα ητοίμασεν ο Θεός τοις αγαπώσιν αυτόν. ημίν απεκάλυψεν ο Θεός δια του πνευματός αυτού" (1 Κορ. 2:9-10) ότι "τον Κύριον της δόξης εσταύρωσαν" (1 Κορ. 8:8). Αυτοί οι αυτόπτες μάρτυρες θεούμενοι και οι φωτισθέντες μαθητές τους είναι οι μόνες αυθεντίες μέσα στην Ορθόδοξη Εκκλησία. Αυτοί διατυπώνουν τους όρους της πίστεως που οδηγούν στην θεραπεία του "εσωτερικού ανθρώπου" και χρησιμεύουν ως σήματα κινδύνου να αποφύγουν οι πιστοί τους κομπογιαννίτες που υπόσχονται πολλά και δεν έχουν τίποτε να προσφέρουν στην προετοιμασία για την εμπειρία της εν Χριστώ δόξας του Θεού που όλοι θα δουν, είτε ως παράδεισο είτε ως κόλαση.

12. Ο Κύριος της Δόξας και οι Οικουμενικοί Σύνοδοι

Για τον Χριστό και τους αποστόλους η Αγία Γραφή είναι η Παλαιά Διαθήκη στην οποία προστέθηκε η Καινή Διαθήκη. Τα ευαγγέλια του Ματθαίου, Μάρκου και Λουκά συντάχθηκαν ως οδηγοί στην κάθαρση του εσωτερικού ανθρώπου, δηλαδή του πνεύματός του (νοός) στην καρδιά, και τα πρώτα στάδια του φωτισμού πριν το βάπτισμα με το νερό. Σε αυτά ο Χριστός αποκαλύπεται ως ο ενσαρκωθείς Κύριος της δόξας στο βάπτισμά του και την μεταμόρφωσή του, όταν φανερώνεται ως η κατά φύσιν πηγή της ακτίστου δόξας, βασιλείας και θεότητας του Πατρός. Το ευαγγέλιο του Ιωάννου συντάχθηκε για τους ήδη βαπτισθέντες με νερό ως οδηγός στο βάπτισμα του Πνεύματος, δηλαδή τον φωτισμόν και την προκοπή της καρδιάς (ιδίως Ιων. 13:31-17) για να φτάσει η  ανιδιοτελής αγάπη στον δοξασμό (Ιων. 17) μέσω του οποίου θεωρεί τον Κύριον της δόξας με σάρκα να δοξάζεται μέσω του Πατρός και ο Πατέρας μέσω  Αυτού με  το μυστήριο του σταυρού (Ιων. 13:31;18-21). Για τον λόγο αυτό το ευαγγέλιο του Ιωάννου ονομάζεται το "πνευματικό ευαγγέλιο".
Οι από τους αποστόλους, προφήτες και πατέρες μυημένοι στο σώμα του Χριστού ουδέποτε έμαθαν περί ενσαρκώσεως, βαπτίσματος, μεταμορφώσεως, σταυρώσεως, ταφής, αναλήψεως, γλωσσών όπως για την φωτιά την Πεντηκοστή όταν η Εκκλησία έγινε το Σώμα του Χριστού, με απλή μελέτη της Αγίας Γραφής. Την μελέτησαν ως μέρος αναπόσπαστο της μυήσεως στην κάθαρση και τον φωτισμό της καρδιάς και την ετοιμασία για τον δοξασμό της Παλαιάς Διαθήκης υπό του Κυρίου της δόξας η οποία  γεννήθηκε από την σάρκα της Θεοτόκου.
Μέσα στα πλαίσια του δοξασμού αυτού των αποστόλων και προφητών ταύτισε η αρχαία εκκλησία τον Χριστό με τον Άγγελο της Μεγάλης Βουλής  και την Σοφία του Θεού, για τον Οποίο έκτισε ο Θεός τον κόσμο, δόξασε τους φίλους Του τους προφήτες και μέσω αυτών οδήγησε τον περιούσιο λαό του στην ενσάρκωση αυτού του Κυρίου της δόξας προερχόμενης από την Θεοτόκο για να καταργήσει το κράτος του Θανάτου επί των μελών της Εκκλησίας της Παλαιάς Διαθήκης (Ματθ. 16:18). Παρ' ότι δοξάσθηκαν, ο "Αβραάμ απέθανεν και οι προφήται" (Ιων. 8:53). "...εάν τις τον εμόν λόγον τηρήση, θάνατον ου μη θεωρήση εις τον αιώνα" (Ιων. 8:53). Για αυτό υπάρχει η πρώτη ανάσταση της ψυχής (Αποκ. 20:5) και η δεύτερη ανάσταση του σώματος (Αποκ. 20:6), όπως επίσης υπάρχει πρώτος θάνατος της ψυχής (1 Τιμ. 5:6; Αποκ. 20:14) και ο δεύτερος Θάνατος του σώματος (Αποκ. 20:14).
Ακόμη και αυτοί οι αιρετικοί Αρειανοί και Ευνομιανοί που δικάσθηκαν από τις Οικουμενικές Συνόδους δέχονταν την ταύτιση αυτή του Χριστού με τον Κύριο της δόξας και Μεγάλης Βουλής Άγγελο της Παλαιάς Διαθήκης ως ουσιαστικό μέρος της αποστολικής παραδόσεως. Αλλά λόγω κοινών φιλοσοφικών αρχών, τις οποίες κληρονόμησαν αυτοί και οι Νεστοριανοί από τον Παύλο Σαμοσατέα, που περιέγραψα αλλού, οι Αρειανοί ισχυρίζονταν ότι ο Άγγελος και Κύριος της δόξας είναι το πρώτο εκ του μη όντος δημιούργημα της βουλής του Θεού πριν τον χρόνο και τους αιώνες και γι' αυτό δεν είναι όμοιο είδος και ομοούσιος με το Θεό.
Μεταξύ άλλων χρησιμοποίησαν οι Αρειανοί και Ευνομιανοί τον ισχυρισμό, ότι ο Άγγελος της δόξας έγινε ορατός στους προφήτες για να αποδείξουν, ότι είναι κτιστός. Έμοιαζε η διδασκαλία τους με αυτή των Γνωστικών που ταύτιζαν τον εν λόγω Άγγελο της Παλαιάς Διαθήκης με τον κατώτερο ορατό θεό, ή και τον σατανά, ο οποίος δήθεν από άγνοια του καλού θεού έκτισε τον τάχα κακό τούτο υλικό κόσμο και παραπλάνησε μέσω της σωματικής οράσεως τους προφήτες των Εβραίων.
Οι Αρειανοί και Ευνομιανοί ή αγνοούσαν ή απέρριπταν την αποκάλυψη, ότι οι θεούμενοι βρίσκονταν σε θεοπτία γενόμενοι κατά χάρη θεοί και μόνο μέσω του Θεού έβλεπαν την εν τω Κυρίω της δόξας πριν και μετά την ενσάρκωσή Του άκτιστη βασιλεία και θεότητα του Θεού. Πρόσβαλαν το βασικό δόγμα της παραδόσεως των προφητών, ότι ο Θεός αποκαλύπτει εαυτόν στους φίλους Του μόνον μέσω του ακτίστου Αγγέλου της Μεγάλης Βουλής και της ανθρώπινης φύσεώς Του αφού έγινε σάρκα. Η χάρη και βασιλεία του φωτισμού και της δόξας, στην οποία κοινωνεί ο Λόγος του Θεού μέσω της ανθρώπινης φύσεώς Του στα μέλη του σώματός Του είναι άκτιστη. Η διδασκαλία των Φραγκο-Λατίνων, ότι η Χάρη στην οποία κοινωνεί η ανθρώπινη φύση του Χριστού είναι κτιστή καμία θέση δεν έχει στην παράδοση των Οικουμενικών Συνόδων.
Ο λόγος γιατί οι θεοφάνειες του Λόγου στην Παλαιά Διαθήκη απουσιάζουν από τα δοκίμια της ιστορίας των δογμάτων και της δογματικής των Λατίνων και Προτεσταντών, ακόμα και από αυτά των Ορθοδόξων από την εποχή του Πέτρου του Μεγάλου και του Νεο-Ελληνισμού, είναι το γεγονός ότι ο Αυγουστίνος απέρριψε την αποστολική και πατερική αυτή παράδοση. Η παρερμηνεία του Αυγουστίνου περί των Θεοφανειών αποτέλεσε την μόνη παράδοση των Φράγκων, διότι ουσιαστικά μόνο αυτό γνώριζαν κάπως καλά μέχρι τον 11ο αιώνα. Τα σπάνια δοκίμια που αναφέρουν την αρχαία αυτή παράδοση ισχυρίζονται ότι εγκαταλείφθηκε ως θέση που ευνοούσε τους Αρειανούς.
 Αντιθέτως όμως η παράδοση αυτή συνεχίζει να αποτελεί την ουσία της Ορθόδοξης παραδόσεως, η οποία διαποτίζει την μυστηριακή, τελετουργική και εικονογραφική ζωή της Εκκλησίας. Μάλιστα αποτελεί το απαραίτητο πλαίσιο μέσα στο οποίο οι Πατέρες χρησιμοποιούν τους όρους τρεις υποστάσεις, μία ουσία και το ομοούσιο του Λόγου για τον Πατέρα και το Άγιο Πνεύμα. Αποτελούν όμως ανοησία, όχι μόνο μέσα στα  πλαίσια της θεολογίας του Αυγουστίνου των Φραγκολατίνων, αλλά και της Φραγκολατινοποιημένης θεολογίας "ορθοδόξων" οι οποίοι κατά παράδοση πλέον δανείζονται από δοκίμια ετεροδόξων όταν γράφουν για θέματα δογματικής, ιστορίας δογμάτων και Αγίας Γραφής. 
Ο Αυγουστίνος πίστευσε  ότι μόνο οι Αρειανοί ταύτιζαν τον Λόγο με τον Άγγελο της δόξας για να αποδείξουν ότι είναι κτιστός, αφού είναι δήθεν ορατός στα μάτια των προφητών. Παρ' ότι ισχυρίζεται ότι ο Μεδιολάνων Αμβρόσιος άλλαξε την πρότερη Μανιχαϊκή θέση του επί της Παλαιάς Διαθήκης, αγνοεί πλήρως τα κατά των Αρειανών επιχειρήματα με τα οποία αυτός που τον βάπτισε αποδεικνύει το άκτιστο του Αγγέλου της Μεγάλης Βουλής, Λόγου, της Σοφίας του Θεού και το ομοούσιο Αυτού τω Πατρί.
Επειδή ο Αυγουστίνος είχε μπερδέψει τον φωτισμό και τη θέωση με τον Νεο-Πλατωνικό φωτισμό και έκσταση, συμφώνησε με τους εν λόγω φιλοσόφους και αιρετικούς ότι δεν μετέχει το σώμα στην θεωρία Θεού. Ταύτισε τον δοξασμό ή την θέωση με την ικανοποίηση της δίψας για ευδαιμονία και με την μετά Θάνατον Ζωή. Για αυτό ούτε στην Παλαιά ούτε και στην Καινή Διαθήκη κατανόησε τον δοξασμό του Κυρίου της δόξας. Δηλαδή δεν διέφερε ουσιαστικά από τους Αρειανούς. Επέλυσε το πρόβλημα που έθεσαν οι Αρειανοί για τα Θεοφάνεια πριν και μετά την ενσάρκωση με την πρωτότυπη θεωρία ότι οι προφήτες έβλεπαν και άκουγαν τον Θεό μέσω των όσων κτισμάτων γίνονταν από το μηδέν και ξαναγύριζαν στο μηδέν κατά βούληση του Θεού, όπως π.χ. η καιγόμενη και άφλεκτη βάτος, η στήλη πυρός και νεφέλη, η δόξα και νεφέλη, και ακόμη ο Άγγελος της δόξας. Ο Θεός γίνεται μονίμως ορατός μέσω της ενσαρκώσεως του Λόγου του μέσω του οποίου μεταβιβάζει τα ρητά και νοήματά Του. Αλλά συνεχίζει να χρησιμοποιεί τα όσα γίνονται από το μηδέν μηνύματα και οράματα και τα οποία στο μηδέν καταλήγουν, όπως οι γλώσσες πυρός της Πεντηκοστής, της νεφέλης της αναλήψεως, της βασιλείας, δόξας, νεφέλης, φωτός και εξ ουρανού φωνής της Μεταμορφώσεως, της εξ ουρανού φωνής και περιστεράς της βαπτίσεως του Χριστού, και το πυρ της κολάσεως, κ.τ.λ. Είναι η καταδικασθείσα το 1341 διδασκαλία του Βαρλαάμ. Οι πατέρες της Συνόδου δεν υποψιάσθηκαν ούτε την πηγή της εν λόγω αιρέσεως και ούτε το γεγονός ότι ήταν η μόνη παράδοση των Φραγκο-Λατίνων. Το αποτέλεσμα των ανωτέρω ήταν ότι τα λεκτικά σύμβολα, μέσω των οποίων η Παλαιά και Καινή Διαθήκη εξέφραζε τις εμπειρίες του φωτισμού και της θεώσεως υποβιβάσθηκαν σε γενόμενα και απογενόμενα κτίσματα και απίστευτα θαύματα. Περίεργο αποτέλεσμα των εν λόγω παρερμηνειών είναι ότι όχι μόνο το όνομα "βασίλειο" κυριαρχεί στις μεταφράσεις της Καινής Διαθήκης παρ' ότι ούτε μία φορά απαντάται στο ελληνικό πρωτότυπο. Αλλά περιέργως επικράτησε στα Βιβλικά και λειτουργικά κείμενα των Ορθοδόξων μεταναστών στην Ευρώπη, Αμερική, Αυστραλία και Ασία. Η βασιλεία του Θεού είναι η άκτιστη ενέργεια και δόξα μέσω της οποίας ο Θεός βασιλεύει τον κόσμο και στην οποία μετέχουν τα καθαιρόμενα, φωτιζόμενα και δοξαζόμενα μέλη της Εκκλησίας.

13. "...το Πνεύμα μη σβέννυτε" (Α' Θεσσ. 5:19)

Η προσευχή του Αγίου Πνεύματος στην καρδιά "στεναγμοίς αλαλήτοις" (Ρωμ. 8:26) δεν είναι καθ' εαυτή συμμετοχή στο σώμα του Χριστού. Πρέπει να ανταποκριθεί κανείς σε αυτή την προσευχή του Αγίου Πνεύματος με την δική του αδιάλειπτη προσευχή του πνεύματός του στην καρδιά. Έτσι, "Αυτό το Πνεύμα συμμαρτυρεί τω πνεύματι ημών ότι εσμέν τέκνα Θεού. Ει δε τέκνα, και κληρονόμοι, κληρονόμοι μεν Θεού, συγκληρονόμοι δε Χριστού, είπερ συμπάσχομεν, ίνα και συνδοξασθώμεν" (Ρωμ. 8:16-17.) Μολονότι αυτή η ανταπόκριση είναι δική μας, είναι και χάρισμα Θεού. Αυτό ακριβώς προϋποθέτει ο Απ. Παύλος, όταν παραγγέλει: "αδιαλείπτως προσεύχεσθε... το Πνεύμα μη σβέννυτε, προφητείας μη εξουθενείτε" (Α' Θεσσ. 5.17-19). Ο Παύλος εδώ μας λέει να φροντίσουμε να μείνουμε ναοί του Αγίου Πνεύματος, διατηρώντας την αδιάλειπτη προσευχή του πνεύματός μας στην καρδιά, για να φθάσουμε να γίνουμε προφήτες μέσω της θεώσεως.
Το βάπτισμα του ύδατος "εις άφεσιν αμαρτιών" είναι μυστήριο ανεξίτηλο, διότι η συγχώρηση από τον Θεό για την αρρώστειά μας είναι το δεδομένο για την έναρξη της θεραπείας. Όμως το βάπτισμα του Πνεύματος δεν είναι ανεξίτηλο. Για αυτό υπάρχει η ειδική τελετή μετανοίας και αναμυρώσεως των μετανοούντων για πρότερη απάρνηση της πίστεώς τους. Το δε μυστήριο της εξομολογήσεως έχει προφανώς την ρίζα του στην καθοδήγηση των ιδιωτών να φθάσουν από την κάθαρση της καρδιάς στον φωτισμό αυτής. Είτε ανταποκρίνεται κανείς είτε όχι, το Άγιο Πνεύμα "βρίσκεται" στην καρδιά κάθε ανθρώπου. Με άλλα λόγια η αγάπη του Θεού καλεί εξίσου τον καθένα, αλλά όλοι δεν ανταποκρίνονται.
Οι μη ανταποκρινόμενοι θα έπρεπε να μη φαντάζονται τον εαυτό τους ναούς του Αγίου Πνεύματος και μέλη του σώματος του Χριστού και να γίνονται, ως εκ τούτου, εμπόδιο των άλλων σε αυτή την ανταπόκριση. Αυτοί που σε κατάσταση φωτισμού συμπροσεύχονται στις λειτουργίες τους ως ναοί του Αγίου Πνεύματος και μέλη του σώματος του Χριστού για τα μη μέλη, ώστε να γίνουν μέλη ή να ξαναγίνουν μέλη, εφ' όσον τούτο δεν τους το εγγυήθηκε το βάπτισμα του νερού εις άφεσιν αμαρτιών. Για αυτό ο Χρυσόστομος προειδοποιεί, "Μη τοίνυν θαρρώμεν, ότι γεγόναμεν άπαξ του σώματος."

 

14. Το χάρισμα της διερμηνείας

Σε κάποιο σημείο της ιστορίας της μεταποστολικής Εκκλησίας το χάρισμα της σύγχρονης μεταφοράς των προσευχών και ψαλμών από την καρδία στην διάνοια για την μεγαλόφωνη απαγγελία τους προς όφελος των ιδιωτών αντικαταστάθηκε με γραπτά αναγιγνωσκόμενα κείμενα με καθορισμένα σημεία στα οποία οι ιδιώτες (λαϊκοί) απαντούσαν με το "αμήν," "Κύριε ελέησον," κ.τ.λ. Επίσης η προσευχή της καρδιάς συντομεύθηκε σε μικρή φράση (π.χ. Κύριε Ιησού Χριστέ ελέησόν με τον αμαρτωλό) ή σε ρητό Ψαλμού (παράδοση της Αιγύπτου την οποία μετέφερε στην Δύση ο Άγιος Ιωάννης ο Κασσιανός). Κατά τα άλλα τα χαρίσματα της 1 Κορ. 12:28 παρέμειναν τα ίδια.
Ο Ρωμαίος ιστορικός των Φράγκων Γρηγόριος Επίσκοπος Τουρώνης περιγράφει τα φαινόμενα και του φωτισμού και του δοξασμού. Αλλά μη γνωρίζοντας τι είναι, τα περιγράφει σαν θαύματα και με τρόπο συγκεχυμένο. Οι Φράγκοι συνέχισαν την σύγχυση αυτή και τελικά ταύτισαν τον φωτισμό και τον δοξασμό με τον Νεο-Πλατωνικό μυστικισμό του Αυγουστίνου, τον οποίο ορθώς απέρριψαν ορισμένοι Διαμαρτυρόμενοι, αφού για τους Πατέρες αποτελεί φαινόμενο δαιμονικό.

15. Δοκιμαζέτω δε άνθρωπος εαυτόν

"Ώστε ος αν εσθίη τον άρτον ή πίνη το ποτήριον του Κυρίου αναξίως, ένοχος έσται του σώματος και του αίματος του Κυρίου, δοκιμαζέτω δε άνθρωπος εαυτόν, και ούτως εκ του άρτου εσθιέτω και εκ του ποτηρίου πινέτω, ο γαρ εσθίων και πίνων κρίμα εαυτώ εσθίει και πίνει μη διακρίνων το σώμα. δια τούτο εν υμίν πολλοί ασθενείς και άρρωστοι και κοιμώνται ικανοί" (1 Κορ. 11:28-30). Με άλλα λόγια πρέπει κανείς να δοκιμάσει τον εαυτό του αν είναι στην κατάσταση φωτισμού, και επομένως μέλος του σώματος του Χριστού και ναός του Αγίου Πνεύματος, με τουλάχιστον τα "γένη γλωσσών," δηλαδή την νοερή προσευχή. Αλλιώς λαμβάνει τον άρτο και πίνει το ποτήριο του Κυρίου ανάξια (Κορ. 11:27). Εν τοιαύτη περιπτώσει βρίσκεται μεταξύ ή των "ασθενών" ή των "αρρώστων" ή των πνευματικώς "κοιμωμένων (νεκρών)" (1 Κορ. 11:30), δηλαδή δεν μετέχει στην πρώτη ανάσταση του εσωτερικού ανθρώπου. Αυτός μετέχει στην Θεία Ευχαριστία όχι άξια, αλλά σε κατάκριση. Δεν πρέπει κανείς να χρησιμοποιεί το δείπνο της αγάπης (που τότε συνόδευε κάθε ευχαριστιακή σύναξη) ως ευκαιρία να τρώει και να πίνει. Αυτό κάνει κανείς στο σπίτι του (1 Κορ. 11:21-22,34). "ει δε εαυτούς διεκρίνομεν (δηλαδή με τη νοερή προσευχή), ουκ εκρινόμεθα, κρινόμενοι δε υπό του Κυρίου παιδευόμεθα, ίνα μη συν τω κόσμω κατακριθώμεν" (1 Κορ. 11:31-32). Στον φωτισμό και στον δοξασμό αυτοί που κρίνονται φωτισμένοι και θεοποιημένοι  εκπαιδεύονται με το πνεύμα τους από τον ίδιο τον Χριστό. Την θεραπεία αυτή περιγράφει εν συνεχεία ο Απόστολος Παύλος στην 1 Κορ. 12-15:11 όπως είδαμε.

16. Η διατύπωση των δογμάτων

Ο μόνος σκοπός της διατυπώσεως των δογμάτων από Οικουμενικές και Τοπικές Συνόδους ήταν και είναι η διαφύλαξη των πιστών εντός της θεραπευτικής αυτής αγωγής της καθάρσεως και του φωτισμού της καρδιάς και του δοξασμού/θεώσεως και από κομπογιαννίτες μη ορθοδόξους και τυπικά ορθοδόξους γιατρούς. Αυτό επειδή "πάντες γαρ ήμαρτον και υστερούνται της δόξης του Θεού..." (Ρωμ. 3:23). Οι διατυπώσεις των δογμάτων ουδεμία σχέση έχουν με θεολογικό ή φιλοσοφικό στοχασμό επάνω στα μυστήρια της Αγίας Τριάδος, της ενσαρκώσεως του Λόγου και της θεώσεως. Η αρρώστεια του ανθρώπου συνίσταται στον σκοταδισμό του πνευματός στην καρδιά που αρχίζει να θεραπεύεται με την αδιάλειπτη προσευχή, και όχι με στοχασμούς θεολογικο-φιλοσοφικούς. Αυτό διότι ουδεμία ομοιότητα υπάρχει μεταξύ του ακτίστου Θεού και των κτισμάτων Του και "Θεόν φράσαι αδύνατον, νοήσαι δε αδυνατώτερον." Για αυτό οι περί Θεού και ενσαρκώσεως στοχασμοί του Αυγουστίνου και των Φραγκο-Λατίνων και Διαμαρτυρομένων οπαδών του και όπως και οι στοχασμοί ορισμένων τυπικά ορθοδόξων "θεολόγων", γενόμενοι βάσει της analogia entis και της analogia fidei, είναι παντελώς ξένοι προς την Βιβιλική και Πατερική παράδοση. Σήμερα θεωρούνται μάλιστα ως γνώρισμα κάποιων καθυστερημένων  νοητικώς θρησκολήπτων.
Ο μόνος σκοπός των ορθοδόξων δογμάτων είναι η διαφύλαξη της οδού της εν Χριστώ θεραπείας μέσω της καθάρσεως και του φωτισμού της καρδιάς και της θεώσεως των πιστών.

III. Η ΠΡΟΕΛΕΥΣΗ ΤΩΝ ΣΥΝΟΔΩΝ

Το συνοδικό σύστημα προήλθε 1) από την ομάδα των προφητών σε κάθε Εκκλησία, και 2) από τους αποστόλους οι οποίοι επόπτευαν τις  υπ' αυτών ιδρυόμενες Εκκλησίες.
Οι επίσκοποι και πρεσβύτεροι των αποστολικών εκκλησιών προέρχονταν από τους προφήτες και διδασκάλους. Η γενική επίβλεψη από τους αποστόλους των τοπικών ομάδων εκκλησιών συνεχίσθηκε, μετά τον θάνατό τους, από την συλλογική επίβλεψη αυτών από τους ενοριακούς που εκπροσωπούσαν τους φωτισμένους και θεουμένους επισκόπους που είχαν συγκροτηθεί σε  συνόδους. Ακριβώς με την ιδιότητα αυτή οι συνοδικοί επίσκοποι είναι κατά κυριολεξία, οι διάδοχοι των αποστόλων.
Σε κάποιο σημείο, εκκλησίες, όπως εκείνη της Λαοδικείας (Αποκ. 3:14-22), αυξήθηκαν σε τέτοιο βαθμό, ώστε έγιναν δεκτές ως ημιφυσιολογικές, όσον έμειναν υπό εποπτία. Φαίνεται ότι εξαιτίας μιας τέτοιας συγκυρίας, αρχίζουν να εμφανίζονται Εκκλησίες, όπου προΐστανται πρεσβύτεροι αντί επισκόπων, διότι δεν υπήρχαν αρκετοί θεούμενοι, για τον βαθμό του επισκόπου.
Ότι οι επίσκοποι πρέπει να εκλέγονται από τους θεουμένους, έμεινε βασική προϋπόθεση της Ορθόδοξης Παραδόσεως, ιδιαιτέρως υποστηριζόμενη από τον Άγιο Διονύσιο τον Αρεοπαγίτη, μέχρι τον 19ο αιώνα. Με την πάροδο του χρόνου οι θεούμενοι αποσυνδέθηκαν από τον ενοριακό κλήρο και άρχισαν να εμφανίζονται στο επίκεντρο των αναχωρητών και μοναχών, οι οποίοι γίνονται εν συνεχεία τα φυτώρια για την προετοιμασία υποψηφίων Ιεραρχών και κυρίως προέδρων συνόδων. Η κυρία ευθύνη των επισκοπικών συνόδων ήταν η προαγωγή της θεραπείας της καθάρσεως και του φωτισμού της καρδιάς και της θεώσεως καθώς και η πλήρης υποστήριξη όλων των προγραμμάτων εφαρμογής των αποτελεσμάτων της εν λόγω θεραπείας για την εξύψωση του συνόλου της κοινωνίας. Πάντα αυτά προϋπέθεταν την χειροτονία γνησίων γιατρών και την απόρριψη των κομπογιαννιτών, των οποίων οι αφηρημένοι στοχασμοί ή απεμάκρυναν απ' αυτήν την θεραπεία και τελείωση ή έφθαναν μέχρι πριν τη θεραπεία και βούλιαζαν εν συνεχεία στο τέλμα της ηθικολογίας.
Ακριβώς λόγω της ταυτότητας της θεραπείας και της τελειώσεως σε όλους τους φωτισμένους και θεουμένους, δεν κατανόησαν ποτέ οι Ορθόδοξοι την δογματική αυθεντία ως επιβαλλομένη από ψηλά, αλλ' ως υπάρχουσα στους φωτισμένους και θεουμένους εσωτερικά. Επειδή δε η κοινή αυτή εμπειρία καταξιώνει την πραγματικότητα, ότι "Θεόν φράσαι μεν αδύνατον, νοήσαι δε αδυνατώτερον," δεν ήταν δυνατόν οι δοξασμένοι να διαφωνήσουν μεταξύ τους στην χρήση διαφορετικών όρων, αρκεί να οδηγούν στον φωτισμό και δοξασμό. Το σχίσμα μεταξύ των Ορθοδόξων και των Ανατολικών Ορθοδόξων είναι ένα παράδειγμα αποδοχής διαφορετικών τρόπων διατυπώσεως από την μία πλευρά και ενός μόνο τρόπου διατυπώσεως από την άλλη.

1. Σύνοδοι και Ορθόδοξος πολιτισμός

Η δύναμη του φωτισμού και της θεώσεως όχι μόνο υπέμεινε και βάσταξε τους διωγμούς, αλλά και κατέκτησε την Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία και έγινε η καρδιά του Ελληνικού της Πολιτισμού. Μη οικείοι με την πραγματικότητα αυτή ιστορικοί, δεν έχουν κανένα τρόπο, να κατανοήσουν την έκταση της μεταμορφώσεως που υπέστη το Ρωμαϊκό κράτος από την θεραπεία του φωτισμού και της θεώσεως. Το κριτήριο με το οποίο η Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία έκανε την Ορθόδοξη πίστη και πράξη και το συνοδικό της σύστημα μέρος της νομοθεσίας και της διοικήσεώς της δεν διέφερε πολύ από την σημερινή νομική υποστήριξη της γνήσιας ιατρικής και της προστασίας των πολιτών από κομπογιαννίτες. Θρησκείες και δόγματα, που απομακρύνουν από τον φωτισμό και την θέωση, δεν θεωρούνταν μόνο επικίνδυνα για την σωτηρία, αλλά και ως μη συντελεστικά στην παραγωγή πολιτών, που θα μπορούσαν να συντελέσουν στην θεραπεία και μεταμόρφωση της κοινωνίας.
Η συμβολή των φωτισμένων και δοξασμένων στον Ελληνικό Πολιτισμό, τόσο στο Ανατολικό όσο και στο Δυτικό τμήμα της Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας, ήταν πολύ μεγαλύτερη, από όσο ήταν δυνατόν οι μη γνώστες της Ορθοδοξίας ιστορικοί να φαντασθούν, έστω και αν πολλές από τις  αυτοκρατορικές προσδοκίες αποδείχθηκαν ουτοπικές.
Ο ισχυρισμός, ότι η Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία και ο Ελληνικός της Πολιτισμός αντικαταστάθηκαν από κάποια "Βυζαντινή" αυτοκρατορία και κάποιο "Βυζαντινό" πολιτισμό, είναι καθαρά καρικατούρα. Ο φωτισμός και ο δοξασμός είχαν γίνει η καρδιά και ο πυρήνας τόσο του Ανατολικού όσο και του Δυτικού μέρους της Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας. Αυτή η παράδοση της θεραπείας και της τελειώσεως δεν ενδιέφερε τους Τεύτονεςς κατακτητές των Δυτικών Ρωμαίων. Αλλ' οι Ανατολικοί Ρωμαίοι διατήρησαν και συνέχισαν την παράδοση αυτή, η οποία δεν είναι "Βυζαντινή" αλλά Αποστολική.

2. Φραγκο-Λατινικός πολιτισμός

Οι Μεροβίγγιοι ρήγες των Φράγκων σφετερίσθηκαν πρώτα το δικαίωμα αρνησικυρίας στις εκλογές των επισκόπων. Κατόπιν σφετερίσθηκαν το δικαίωμα διορισμού των επισκόπων. Εν συνεχεία ανακάλυψαν την οικονομική ωφέλεια από την πώληση των θέσεων των επισκόπων μέσω της πλειοδοσίας. Σε αυτό το σημείο οι Ρωμαίοι επίσκοποι της Φραγκίας έχασαν την επαφή τους με τον φωτισμό και τον δοξασμό, που επιβίωσαν ανάμεσα στον μοναχισμό, κλήρο και λαό, όπως φαίνεται σαφώς στους βίους των αγίων. Εν συνεχεία αυξήθηκε ο αριθμός των Φράγκων επισκόπων μέχρις ότου οι Καρολίγγειοι Φράγκοι έδιωξαν τους εναπομείναντες Ρωμαίους επισκόπους και επέβαλαν τους εαυτούς τους ως επισκόπους στην Εκκλησία, με ιδιαίτερη φροντίδα αστυνομεύσεως των Ρωμαίων, που είχαν μεταβληθεί στα διάφορα είδη της δουλοπαροικίας. Έτσι οι Φραγκο-Λατινικές βασιλείες και ευγένειες έκαναν την αποστολική διαδοχή ιδιοκτησία της φυλής τους. Η απείθεια των δούλων και δουλοπαροίκων σε αυτήν την αποστολική διαδοχή διορθωνόταν από τον επισκοπικό στρατό.
Ούτε μία από τις δογματικές πρωτοβουλίες των Φράγκων κατά τον 8ο και 9ο αιώνα υπήρξε το αποτέλεσμα αναζητήσεως πληροφοριών και επεξηγήσεων από τους Ρωμαίους, των οποίων τις δογματικές διατυπώσεις διέστρεφαν. Οι Φράγκοι δεν ήταν σε θέση να κάνουν διάλογο, απλώς γιατί ήταν αμαθείς βάρβαροι, με μία απίστευτη αυτοπεποίθηση, ότι είναι η εκλεκτή φυλή του Θεού και ότι ο Αυγουστίνος είναι ο καλύτερος οδηγός σε όλα τα ουσιώδη ζητήματα της πίστεως. Δυστυχώς ο επίσκοπος Ιππώνος δεν είχε κατανοήσει τον βιβλικό φωτισμό και δοξασμό.
Μερικούς αιώνες αργότερα άρχισαν οι Φράγκοι να πληροφορούνται για τους Πατέρες και τις Ρωμαϊκές Οικουμενικές Συνόδους. Αλλ' απλώς υπέταξαν και αυτές στην δική τους παράδοση και ανέδειξαν τον Αυγουστίνο στο κατ' εξοχήν κλειδί της ερμηνείας τους. Έτσι, οι Φράγκοι ουδέποτε είδαν, και οι Λατίνοι ακόμη δεν βλέπουν, την κάθαρση και τον φωτισμό της καρδιάς και τον δοξασμό ούτε στην Π. ούτε στην Κ. Διαθήκη, ούτε στους Πατέρες. Ουδέποτε είδαν, και ούτε ακόμη βλέπουν, την ανάγκη θεραπείας της αναζητούσας νόσου την ευδαιμονία και της μεταμορφώσεως της ιδιοτελούς αγάπης σε αγάπη, η οποία "ου ζητεί τα εαυτής." Συνεχίζουν να πιστεύουν, ότι η θέα του Θεού είναι ο παράδεισος και η ευδαιμονία, και ότι η έλλειψη της θέας του Θεού είναι η κόλαση. Δηλαδή απορρίπτουν το θεμέλιο της διδασκαλίας της Αγίας Γραφής και των Πατέρων, ότι όλοι οι άνθρωποι θα δουν την δόξα του Θεού εν Χριστώ, αλλ' όλοι δεν θα μετάσχουν.

3. Δυτικός πολιτισμός

Τμήματα της Μεταρρυθμίσεως ήλθαν σε σαφέστερη ρήξη με τον Φραγκο-Λατινικό Χριστιανισμό από άλλα τμήματα και επανήλθαν, μέχρις ορισμένου σημείου, στην δικαίωση μέσω της πίστεως εκείνης, η οποία είναι χάρισμα του Αγίου Πνεύματος στην καρδιά. Η πρόσφατη συμφωνία μεταξύ Λουθηρανών και Ορθοδόξων περί του Κανόνος της Αγίας Γραφής και της Θεοπνευστίας συμπεριλαμβάνει την από κοινού αποδοχή της αλήθειας, ότι η δικαίωση (φωτισμός) ολοκληρώνεται σε αυτήν την ζωή με τον δοξασμό. Αυτό θα πρέπει να αποδειχθεί ουσιαστικό βήμα προς την ορθή κατεύθυνση, όχι μόνο με την ένωση των Εκκλησιών, αλλά, επίσης, με την εξύψωση του εν εξελίξει ακόμη υπάρχοντος Δυτικού Πολιτισμού.

IV. ΣΥΜΠΕΡΑΣΜΑΤΑ

Ο Φραγκο-Λατινικός και ο Δυτικός Πολιτισμός και το Ισλάμ είναι κυριαρχημένα από την νόσο της θρησκείας και της αναζητούσας την ευδαιμονία ιδιοτελείας. Αυτή ακριβώς η αρρώστια βρίσκεται στο θεμέλιο όλων των προσωπικών και κοινωνικών νοσημάτων. Παραμένουσα πάντα ανεξέλεγκτη, οδηγεί αυτομάτως σε συγκρούσεις συμφερόντων σε όλα τα επίπεδα της κοινωνίας και στην ιδιοτελή εκμετάλλευση των ανθρώπων και του περιβάλλοντος από τους συνανθρώπους τους. Η σύγχρονη τεχνολογία και επιστήμη υποτάχθηκαν στην εξυπηρέτηση της αρρώστιας αυτής, όπως εκφράζεται στην καταναλωτική οικονομία, η οποία διαβρώνει τις κοινωνικές δομές και ωθεί στην εκμετάλλευση των φυσικών πόρων πέρα από τα υποφερτά όρια.
Η ανθρωπότητα κατόρθωσε να επιβιώσει των αναριθμήτων καταστροφών του παρελθόντος, οι οποίες προκλήθηκαν από αυτήν την νόσο. Όμως η γενεά μας έχει την "τιμή" να ζει σε εκείνη την φάση της ανθρώπινης ιστορίας, η οποία, για πρώτη φορά, μαρτυρεί περί της "ικανότητος" της ανθρωπότητας να αυτο-καταστραφεί πλήρως, είτε από πυρηνικό συμβάν ή από μόλυνση και διατάραξη της οικολογικής ισορροπίας. Ίσως η μεγαλύτερη απειλή για την ασφάλεια του πλανήτη μας προέρχεται από αποκαλυπτικούς ονειροπόλους θρησκευομένους.
Η ωμή ιδιοτέλεια για την επιβίωση του κόσμου και για την ευημερία της κοινωνίας μπορεί τελικά να εξαναγκάσει τους υπευθύνους να βρουν μία λύση στο φάσμα αυτό της πυρηνικής και της οικολογικής καταστροφής. Η μόνη λύση φαίνεται να είναι η συλλογική αυτο-επιβολή μιας ασκητικής εγκράτειας.
Το ότι, 1) ο πόθος για την ευδαιμονία είναι "η" αρρώστια της ανθρωπότητος, την οποία προωθούν σχεδόν όλες οι θρησκείες, και το ότι, 2) η θεραπεία της "είναι" η κάθαρση και ο φωτισμός της καρδιάς και ο δοξασμός, είναι δύο αλήθειες της αποκαλύψεως που ο κόσμος θα έκανε καλά να μην αγνοεί.
Αυτές οι αλήθειες τυγχάνουν να είναι τα κλειδιά της μετ' αλλήλων ενώσεως στη άκτιστη δόξα της Αγίας Τριάδος για την οποία προσεύχεται ο Χριστός (Ιω. 17) για να πιστεύσει ο κόσμος.

V. ΕΠΙΜΕΤΡΟ

Η αντίληψη για τον άνθρωπο του Ελληνικού Πολιτισμού δεν είχε τον τρόπο εκφράσεως για την κυκλική κίνηση του πνεύματος το οποίο προσεύχεται με την καρδιά της Παλαιάς και της Καινής Διαθήκης. Γι' αυτό οι Πατέρες πήραν τους όρους "νους," "λόγος" και "διάνοια" και ταύτισαν τον "νου" με το "πνεύμα" που προσεύχεται στην καρδιά. Έτσι έχουμε την διάκριση μεταξύ α) "της λογικής λατρείας" την οποία τελεί "το βασίλειο ιεράτευμα," στην οποία μετέχουν οι ιδιώτες (λαϊκοί) με το "αμήν" τους, και β) "της νοερής λατρείας" με την καρδιά των φωτισμένων και γ) "του δοξασμού (θεώσεως)" όπου τα νήπια του φωτισμού γίνονται άνδρες και επιστρέφουν στην κατάσταση του φωτισμού προφήτες. Μέσα στα πλαίσια αυτά ο Άγιος Ιωάννης Δαμασκηνός παραπονούμενος γράφει (στο έργο περί μετανοίας και εξομολογήσεως) ότι υπάρχουν επίσκοποι στην εποχή του που στην εποχή των αποστόλων θα έλεγαν μόνο "αμήν" στην Εκκλησία.
Σημειωτέον ότι καθ' όλη την διάρκεια του φωτισμού της καρδιάς, δηλαδή της νοερής ευχής, ο εγκέφαλος συνεχίζει να επικοινωνεί φυσιολογικά με το περιβάλλον και να δουλεύει κανονικά. Το ίδιο συμβαίνει και στην κατάσταση αυτού που δοξάσθηκε εσωτερικά από τον Χριστό, όταν συνηθίσει να βλέπει τα πάντα με την άκτιστη δόξα Του, και γενόμενος από νήπιο άνδρας επιστρέφει στην κατάσταση του φωτισμού της νοερής προσευχής.
Με άλλα λόγια τα τέκνα του Νεο-Πλατωνικού μυστικισμού του Αυγουστίνου, και των Φραγκο-Λατίνων και κάποιων δήθεν ορθοδόξων, που επιδιώκουν την έκσταση του νου και της ψυχής εκτός του σώματός τους, αναζητώντας ενόραση των ανύπαρκτων άυλων στον νου του Θεού αρχετύπων, ασχολούνται με "δαιμόνων εύρημα." Αυτήν την αίρεση του Βαρλαάμ καταδίκασε η Θ’ Οικουμενική Σύνοδος το 1341 χωρίς δυστυχώς να καταλάβει ότι είναι του Αυγουστίνου και της παραδόσεως των Καρλοβιγκίων Φράγκων που άρχισε τα τέλη του 8ου αιώνα. Οι προηγούμενοι Μεροβίγκιοι Φράγκοι ήταν Ορθόδοξοι και είχαν καταδικάσει την περί χάριτος και αμαρτίας διδασκαλία του Αυγουστίνου.
Μέχρι τον 12ο αιώνα οι Καρλοβίγκοι Φράγκοι γνώριζαν μόνο τα έργα του Αυγουστίνου ολόκληρα. Είχαν αποκτήσει τον 8ο αιώνα τα έργα του Διονυσίου Αρεοπαγίτη τα οποία μετέφρασε ο Ιωάννης Σκώτος Ερουέγια. Έγραψε ο ίδιος πολλά έργα δικά του τα οποία χρήζουν μελέτης από Ορθοδόξους. Οι Φράγκοι όμως υποδούλωσαν τελικά τον Αρεοπαγίτη στον Νεο-Πλατωνικό μυστικισμό του Αυγουστίνου. Τον 12ο αιώνα απέκτησαν λατινική μετάφραση του έργου "Ακριβής Έκθεσις της Ορθοδόξου Πίστεως" του Αγίου Ιωάννου Δαμασκηνού και υποδούλωσαν και αυτόν στον Αυγουστίνο. Εν τω μεταξύ είχαν αρχίσει να συλλέγουν ως επί το πλείστον μόνο προτάσεις (Sententiae) άλλων Λατινοφώνων Πατέρων που μάζευαν από κανονικές συλλογές και ερμηνευτικά σχόλια Πατέρων της Αγίας Γραφής. Βάσει αυτών των προτάσεων άρχισαν με τον Πέτρο Λομβαρδό (πέθανε 1160) να γράφουν στοχαστική, μάλιστα, συστηματική θεολογία. Δηλαδή έμαθαν να θεολογούν βάσει κειμένων εκτός της συνάφειάς τους.
Ο Άγιος Γρηγόριος Παλαμάς συνοψίζει την πατερική παράδοση κατά του μυστικισμού ως εξής "Το δ' έξω τον νουν, ου του σωματικού φρονήματος αλλ' αυτού του σώματος ποιείν, ως εκεί νοεροίς θεάμασιν εντύχοι, της ελληνικής εστι πλάνης αυτό το κράτιστον και πάσης κακοδοξίας ρίζα και πηγή, δαιμόνων εύρημα και παίδευμα γεννητικόν ανοίας και γέννημα της απονοίας." (Λόγος Υπέρ Των Ιερώς Ησυχαζόντων, Ι,β,4.)
Αναπόσπαστο μέρος της εν λόγω θεραπείας είναι ότι ο τέλειος άνδρας  έχει γίνει γνώστης και των νοημάτων του "σατανά" αφού "ου γαρ αυτού τα νοήματα αγνοούμεν" (Β Κορ. 2,11). Το αήττητο όπλο κατά του διαβόλου είναι η θεραπεία του βραχυκλώματος μεταξύ της νοερής ενέργειας της καρδιάς και της λογικής του εγκεφάλου. Η θεραπεία συνίσταται στον περιορισμό όλων των νοημάτων, είτε καλών ή κακών, στον εγκέφαλο που επιτυγχάνεται μόνο όταν η νοερή ενέργεια της καρδιάς επανέρχεται στην φυσιολογική της κυκλική κίνηση μέσω της αδιαλείπτου νοερής προσευχής. Αφελείς είναι οι υποστηρίζοντες τη δυνατότητα να αποβάλλει κανείς τα κακά νοήματα και να κρατήσει μόνο καλά νοήματα στον εγκέφαλο. Πρέπει κανείς να γνωρίζει ακριβώς τα νοήματα του διαβόλου για να τον νικήσει. Αυτό επιτυγχάνεται μέσω της κυκλικής κινήσεως του νου στην καρδιά. Ο Άγιος Γρηγόριος Παλαμάς συνοψίζει την πατερική παράδοση ως εξής: "Ου γαρ δη λέληθεν αυτούς, ότι ουχ ως η όψις τάλλα μεν ορά των ορατών, εαυτήν δε ουχ ορά, ούτω και ο νους, αλλ' ενεργεί μεν και τάλλα, ων αν δέοιτο περισκοπών, ο φησι κατ' ευθείαν κίνησιν του νου Διονύσιος ο μέγας, εις εαυτόν δ' επάνεισι και ενεργεί καθ' εαυτόν, όταν εαυτόν ο νους ορά. Τούτο δ' αύθις 'κυκλικήν' είναι κίνησιν ο αυτός φησιν. Αύτη δ' η του νου εστιν ενέργεια κρείττων και ιδιαιτάτη, δι' ης και υπέρ εαυτών γινόμενος έσθ' ότε τω Θεώ συγγίνεται. "Νους γαρ", φησί, "μη σκεδαννύμενος επί τα έξω", -οράς ότι έξεισι; Εξιών ουν, επανόδου δείται' διο φησιν- "επάνεισι προς εαυτόν, δι' εαυτού δε προς τον Θεόν" ως δι' απλανούς αναβαίνει της οδού. Την τοιαύτην γαρ κίνησιν του νου και ο των νοερών απλανής επόπτης εκείνος Διονύσιος αδύνατον είναι πλάνη τινί περιπεσείν." (Υπέρ των Ιερώς Ησυχαζόντων, Ι,β,5.) Η άκτιστη πανταχού παρούσα δόξα του Θεού είναι ήδη μέσα στο κάθε πλάσμα και επομένως στην καρδιά του κάθε ανθρώπου μαζί με την δημιουργική, συνεκτική, προνοητική και ακόμη την καθαρτική ενέργειά Του. Το να ψάχνει κανείς τον Θεόν σε κάποιο υπερπέραν είναι σκέτη ανοησία. Με άλλα λόγια ο Διονύσιος δεν έχει καμία σχέση, ούτε με τον Νεο-Πλατωνισμό και ούτε με τους Φραγκο-Λατίνους, που φαντάζονται ότι τον ακολουθούν.
Ο λόγος που δεν υπάρχει στοχαστική θεολογία στην Ορθόδοξη Εκκλησία είναι το γεγονός ότι η νόσος της θρησκείας είναι νευρο-βιολογική και η θεραπεία της δεδομένη. "Μακάριοι οι καθαροί τη καρδία ότι τον Θεόν όψωνται."
Τ Ε Λ Ο Σ


Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου