Ἡ Ἁγία
Ἀκυλίνα
Ἀπό
μία μεγάλη Ἁγία, ἕνας «πατέρας» προδότης καί λιποτάκτης «χριστιανός»
Η ΑΓΙΑ ΑΚΥΛΙΝΑ -
ΝΥΜΦΗ ΧΡΙΣΤΟΥ
Ἡ
Ἁγία Ἀκυλίνα γεννήθηκε τό ἔτος 1745 μ.Χ. στό Ζαγκλιβέρι τῆς Θεσσαλονίκης. Τό
σπίτι τῆς σώζεται μέχρι καί σήμερα, ὄχι βέβαια σέ καλή κατάσταση.
Ἐδῶ
ζοῦσε μαζί μέ τούς χριστιανούς γονεῖς τῆς τόν πατέρα τῆς τό Γιώργη καί τή
Μητέρα της πού δυστυχῶς δέ διασώθηκε τό ὄνομά της. Μία μέρα ὁ πατέρας τῆς Ἀκυλίνας
μάλωσε μέ ἕνα τοῦρκο καί πάνω στό θυμό τοῦ μαχαίρωσε τόν τοῦρκο καί τόν ἄφησε
νεκρό. Ὅλο τό χωριό ἀναστατώθηκε καί ὅλοι οἱ Χριστιανοί τρομαγμένοι ἔτρεχαν νά
κρυφτοῦν γιά νά γλυτώσουν ἀπ' τήν μανία τῶν τούρκων γιά ἐκδίκηση. Ὁ Γιώργης
καταδικάζεται σέ θάνατο, οἱ τοῦρκοι θά τόν κρεμάσουν. Ἄν ὅμως θέλει νά γλυτώσει
τή ζωή του, ὑπάρχει λύση, ἀρκεῖ νά τουρκέψει. Ὁ Γιώργης δειλιάζει μπρός στήν
κρεμάλα, προδίδει τήν πίστη του καί ὑπόσχεται νά τουρκέψει σιγά-σιγά καί τήν οἰκογένειά
του.
Οἱ
Χριστιανοί σάν τό ἄκουσαν φαρμακώθηκαν: «Ἀκοῦς ἐκεῖ, νά βρεθεῖ Ζαγκλιβερινός νά
προδώσει τή Πίστη του!». Ὅλοι μέ ἕνα στόμα ἔλεγαν.
Ἐκεῖνες
ὅμως πού φαρμακώθηκαν πιό πολύ, ἦταν ἡ Γυναίκα του καί ἡ Ἀκυλίνα.
Ντυμένες
καί οἱ δύο στά μαῦρα, κλείστηκαν μέσα καί κλαῖνε γιά τόν πατέρα τους πού ἔγινε
προδότης τῆς πίστεως καί τῆς πατρίδος. Ἄδικα ἡ καλή του γυναίκα προσπαθεῖ νά
τόν κάνει νά συνέλθει, νά Μετανοήσει, νά Ἐξομολογηθεῖ. Αὐτός τυφλωμένος ἀπό τά
δῶρα, οὔτε θέλει ν' ἀκούσει γιά τό Ὄνομα τοῦ Χριστοῦ.
Ἔτσι
ἡ μόνη παρηγοριά τῆς Μάνας μένει τώρα ἡ Ἀκυλίνα, καί προσπαθεῖ νά τήν ἀναθρέψει
ὅσο πιό καλά γίνεται Χριστιανικά σά νά διαισθάνονταν ὅτι θ' ἀκολουθήσει τό
δρόμο τοῦ Μαρτυρίου.
Καί
δέν ἄργησε νά ξεσπάσει ἡ καταιγίδα. Τό ἔτος 1764 μ.Χ. ὁ Γιώργης παίρνει διαταγή
τοῦ πασᾶ πού ἦταν διοικητής τῆς Θεσσαλονίκης νά πείσει τήν κόρη του νά γίνει
τουρκάλα, γιατί τήν εἶδε στή βρύση καί θαμπώθηκε ἀπό τήν ὀμορφιά τῆς ὁ γιός του
καί τή θέλει γιά γυναίκα του. Χάρηκε ὁ Γιώργης γι' αὐτή τήν μεγάλη τιμή, καί
τρέχει στό σπίτι του νά τῆς πεῖ τό μεγάλο νέο καί τά μάτια τοῦ γυάλιζαν γι' αὐτά
πού τοῦ ἔταξε ὁ πασάς. Ἡ Ἀκυλίνα πάγωσε. Μάνα καί Κόρη τόν βγάζουν ἔξω ἀπό τό
σπίτι καί οὔτε θέλουν νά τόν ἀκούσουν. Ἀλλά ὁ «τοῦρκος» δέν ὑποχωρεῖ εὔκολα.
Λυσσάει, στήν ἀρχή μέ γλυκόλογα καί ὑποσχέσεις, ὅταν ὅμως βλέπει τήν Ἀκυλίνα νά
μένει ἀσυγκίνητη σέ ὅλα αὐτά, ἀλλάζει τακτική καί διατάζει βασανιστήρια. Ἡ ἀτίμητη
Μάνα τήν ἐμψυχώνει γενναία λέγοντας Τήν:
-Παιδί
μου πρόσεχε, μήν ἀρνηθεῖς τό Χριστό. Αὐτή ἡ ζωή εἶναι πρόσκαιρη μπροστά στόν
Παράδεισο καί στήν Αἰωνιότητα Τῆς Μακαρίας Ζωῆς.
Τά
μαρτύρια ἀρχίζουν.
Τήν
γυμνώνουν, τήν χτυποῦν, τήν μαστιγώνουν μέ βέργες καί συρματένια σχοινιά. Τό σῶμα
τῆς γίνεται ὅλο μία πληγή. Τό αἷμα τῆς χύνεται ποτάμι καί βάφει τή Μακεδονική γῆ
τοῦ Ζαγκλιβερίου. Ἡ Ἀκυλίνα ἔχει τά μάτια στόν Οὐρανό καί προσπαθεῖ νά ἐπαναλάβει:
«Χριστιανή
εἶμαι καί Χριστιανή θά πεθάνω».
Τρεῖς
μέρες τήν βασάνισαν. Τήν τρίτη μέρα τό ἀπόγευμα μέσα στούς πόνους καί στήν αἱμορραγία
τήν φέρνουν στό σπίτι της. Ἡ Μάνα τῆς τήν σφίγγει στήν ἀγκαλιά τῆς μόλις τή
βλέπει καί τό μόνο πού νοιάζεται νά ρωτήσει εἶναι:
«Παιδί
μου μήπως δειλίασες καί ἀρνήθηκες τό Χριστό;»
Ἡ
Ἀκυλίνα προσπαθεῖ μέ δυσκολία νά ἀπαντήσει:
«Μητέρα
ἔκανα ὅπως μου εἶπες. Τό διαμάντι πού μου ἐμπιστεύθηκες τό φύλαξα καθαρό καί ἀμόλυντο
καί τώρα πάω κοντά στό Χριστό καί Θεό μου».
Ἦταν
27 Σεπτεμβρίου 1764 ὅταν ἔφυγε ἡ Ἁγία της ψυχή.
Ἀπό
τό Ἅγιο Λείψανό της ξεχύθηκε μία ἀνέκφραστη Οὐράνια εὐωδία καί ὅλοι οἱ δρόμοι ἀπ'
ὅπου τό πέρασαν εὐωδίαζαν γιά πολλές ἥμερες.
Οἱ
τοῦρκοι γιά νά τή θεωρήσουν δική τους ἔστω καί μετά θάνατο, διέταξαν νά τή
θάψουν στό τουρκικό νεκροταφεῖο, δίπλα στήν πλατεία τοῦ χωριοῦ.
Τό
ἴδιο βράδυ ἕνα φῶς κατέβηκε πάνω στόν τάφο της σάν ἄστρο καί ἔμεινε γιά ὧρες
πολλές.
Τότε
τρεῖς Ὀρθόδοξοι Ζωντανοί Χριστιανοί, Παλληκάρια τοῦ Χριστοῦ ἔκαναν ὅρκο μυστικό
καί ἔκλεψαν τό σῶμα τῆς Ἁγίας. Ποῦ τό ἔθαψαν ὅμως; Παραμένει ἀκόμη ἄγνωστος ὁ
τόπος. Πιστεύουμε ὅτι θά τό ἀποκάλυψη ὁ Κύριος στούς ἐσχάτους χρόνους.
Ἡ Μνήμη της τιμᾶται
στίς 27 Σεπτεμβρίου.
Ἀπολυτίκιον
τῆς Ἁγίας
(ὡς
πρός τόν Συνάναρχον Λόγον)
Ζαγκλιβέριον
χαίρει ἐν τή ἀθλήσει σου, ἡ σέ βλαστήσασα κώμη ὡς ἄνθος εὔοσμον, Ἀκυλίνα τοῦ
Χριστοῦ καλλιπάρθενε. σύ γάρ ἐνήθλησας στερρῶς, καί ἐδέξω ἐκ Θεοῦ τό στέφος τῆς
ἀφθαρσίας, ἐκδυσωποῦσα ἀπαύστως, ἐλεηθῆναι τάς ψυχᾶς ἡμῶν.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου