Η
|
Μονή
τοῦ Ἁγίου Στεφάνου βρίσκεται στό νοτιοανατολικό ἄκρο τῆς
συστάδας τῶν μετεωρικῶν βράχων, ἀκριβῶς πάνω ἀπό τήν
Καλαμπάκα, καί εἶναι τό μόνο μοναστήρι πού ἐπισκέπτεται
κανείς χωρίς να ἀνεβεῖ σκαλιά, γιατί ἡ προσπέλαση σ’ αὐτό
γίνεται μέ μικρή γέφυρα.
Ἡ
θέα ἀπό τόν ἐξώστη τῆς μονῆς εἶναι μαγευτική. Στά πόδια τοῦ
βράχου ἁπλώνεται ἡ πόλη τῆς Καλαμπάκας, μέ τόν ποταμό Πηνειό
πιό πέρα στό βάθος.
Ἀπό
τό 1961 λειτουργεῖ ὡς γυναικεῖο μοναστήρι μέ πολυμελή καί
δραστήρια ἀδελφότητα, ἡ ὁποία, παράλληλα μέ τό πλούσιο
πνευματικό καί φιλανθρωπικό ἔργο, ἔχει νά ἐπιδείξει καί
ἀξιοθαύμαστο ἀνακαινιστικό καί οἰκοδομικό ἔργο στή μονή.
Παλαιά παράδοση συνδέει τή μονή αὐτή πρός τό γυναικεῖο
μοναχισμό. Ὁ Σουηδός περιηγητής Ἰωνᾶς Björnstahl,
πού ἐπισκέφθηκε τόν Ἅγιο Στέφανο στίς 3 Ἀπριλίου τοῦ 1779,
σημειώνει σχετικά τά ἑξῆς γιά τή μονή, τά ὁποῖα ἀσφαλῶς τοῦ
διηγήθηκαν τότε ἐκεῖ οἱ μοναχοί ἤ οἱ περίοικοι: «Στήν ἀρχή
ἦταν προορισμένη [ἡ μονή] γιά γυναῖκες πού ἀγαποῦσαν νά
ἡσυχάζουν, ἀλλά ἀργότερα ἐρειπώθηκε καί ἐγκαταλείφθηκε,
ὥσπου ξανακοιτήθηκε ἀπό μοναχούς».
Ἡ
ἱστορία τῶν πρώτων χρόνων τῆς Μονῆς τοῦ Ἁγίου Στεφάνου, ὅπως
καί τῶν περισσότερων μοναστηριῶν, χάνεται στά βάθη τῶν
αἰώνων καί καλύπτεται ἀπό τήν ἀχλύ τῶν θρύλων καί τῶν
παραδόσεων.
Βέβαιο
πάντως εἶναι ὅτι σέ βράχο κοντά στήν ἐξωτερική εἴσοδο τοῦ
μοναστηριοῦ ὑπῆρχε λαξευμένη ἐπιγραφή, τήν ὁποία εἶχαν
παρατηρήσει καί ἀναφέρουν παλαιοί περιηγητές καί
ἐπισκέπτες τῆς μονῆς (ὁ Σουηδός Björnstahl
τόν Ἀπρ. τοῦ 1779, ὁ λόγιος μητροπολίτης Καισαρείας τῆς
Φιλίππου Παλαιστίνης Ἀγαθάγγελος τό 1835/36, ὁ Γάλος
περιηγητής - ἀρχαιολόγος L. Heuzeyτόν Αὔγ. τοῦ 1858, ὁ Ρῶσος ἀρχιμανδρίτης Πορφύριος Uspenskij
τόν Ἀπρ. τοῦ 1859), καθώς καί ντόπιοι λόγιοι τῶν ἀρχῶν τοῦ αἰώνα
μας (ὁ ἱστορικός-ἀρχαιολόγος Ν. Γιαννόπουλος τό 1926 καί ὁ
θεολόγος καθηγητής τοῦ Γυμνασίου Τρικάλων Ἰω.
Παπασωτηρίου τόν Ἰούλιο τοῦ 1927). Ἡ ἐπιγραφή αὐτή, πού
δυστυχῶς, ἄγνωστο πότε (ὁπωσδήποτε ὅμως μετά τό 1927),
χάθηκε, κατά τήν ἄποψη τῶν περισσοτέρων πού τήν διάβασαν,
ἔφερε χαραγμένη τή χρονολογία ....΄ ἀπό κτίσεως κόσμου
[6700-5509/8=1191/92 ἀπό τή Γέννηση τοῦ Χριστοῦ] καί τό ὄνομα
ΙΕΡΕΜΙΑC.
Ἄν καί ἡ προέλευση καθώς καί ὁ προορισμός τῆς ἐπιγραφῆς δέν
ἔχουν ἐξακριβωθεῖ, πιθανότατα τό ὄνομα τοῦ Ἱερεμία
δηλώνει τόν πρῶτο ὅσιο ἐρημίτη πού κατοίκησε σέ κάποια
σπηλιά τοῦ εὐλογημένου αὐτοῦ βράχου.
Βέβαιοι
ὡστόσο κτίτορες τῆς μονῆς ἀναφέρονται δύο: Πρῶτος ὁ
ἀρχιμανδρίτης ὅσιος Ἀντώνιος, γύρω στό πρῶτο μισό τοῦ ΙΕ΄
αἰώνα, τόν ὁποῖο μεταγενέστερη παράδοση ἔχει συνδέσει μέ
τήν ἔνδοξη βυζαντινή οἰκογένεια τῶν Καντακουζηνῶν, καί
δεύτερος ὁ ἱερομόναχος ὅσιος Φιλόθεος ἀπό τή Σθλάταινα ἤ
Σκλάταινα, (σημερινό χωριό Ρίζωμα τῆς ἐπαρχίας Τρικάλων),
γύρω στά μέσα τοῦ ΙΣΤ΄αἰώνα.
Ὁ
ὅσιος Φιλόθεος λίγο πρίν ἀπό τό 1545 ἀνακαίνισε ἤ μᾶλλον
ξανάκτισε ἀπό τά θεμέλιά του τό παλαιό μικρό καί κομψό
καθολικό τῆς μονῆς, τό ναό τοῦ Ἁγίου Στεφάνου. Συγχρόνως
ἔκτισε κελλιά γιά τούς μοναχούς καί ἄλλα χρήσιμα γιά τή μονή
οἰκοδομήματα, φρόντισε νά ἐφοδιάσει τό μοναστήρι μέ
ἐκκλησιαστικά σκεύη καί χειρόγραφα βιβλία καί ἐπέβαλε,
τέλος, τόν κοινοβιακό τρόπο ζωῆς στή μοναστική ἀδελφότητα.
Πότε
εἶχε κτιστεῖ ὁ ἀρχικός παλαιός ναός τοῦ Ἁγίου Στεφάνου, τόν
ὁποῖο ἀντικατέστησε στά μέσα τοῦ ΙΣΤ΄ αἰώνα μέ τό σημερινό
ναό ὁ ἱερομόναχος Φιλόθεος, δέν εἶναι ἐξακριβωμένο.
Πιθανότατα κατά τό ΙΔ΄/ΙΕ΄ αἰώνα, ὅπως ἔγινε καί μέ τούς
ναούς σχδόν ὅλων τῶν ἄλλων μετεωρικῶν μονῶν.
Σιγίλλιο
τοῦ οἰκουμενικοῦ πατριάρχη Ἱερεμία Α΄, πού γράφτηκε τό
Φεβρ. τοῦ 1545 μετά ἀπό αἴτηση τοῦ ὁσίου Φιλοθέου,
ἐπικυρώνει τήν ἀνεξαρτησία καί αυτοτέλεια τῆς μονῆς, καθώς
καί τόν κοινοβιακό της χαρακτήρα, καί ἀναφέρεται στίς
οἰκδομικές καί ἄλλες δραστηριότητες τοῦ φιλόθεου πράγματι
καί πολυπράγονα ἱερομονάχου: «+ Ἐπειδή ζήλῳ θείῳ κινηθείς
ὁ ὁσιώτατος ἐν ἱερομονάχοις κύριος Φιλόθεος ἀνεκαίνισε
τόν σεβάσμιον καί θεῖον ναόν, τόν εἰς ὄνομα τιμώμενον τοῦ
ἁγίου ἀρχιδιακόνου Στεφάνου, τόν κείμενον ἐν τῇ κορυφῇ,
ἔχων συνεργόν καί βοηθόν εἰς τήν ἔξοδον αὐτήν καί τόν ἐν
ἱερομονάχοις κύριον Γεράσιμον… ἀλλά δή καί τούς λοιπούς
μοναχούς, τούς ἐνασκουμένους ἐν τῷ ῥηθέντι σεβασμίῳ ναῷ, καί
ὡς εἰπεῖν ἐκ βάθρων θεμελίων τοῦτον ἀνήγειρε καί ἐκόσμησεν ὁ
ῥηθείς ὁσιώτατος ἱερομόναχος, καί κέλλας γύρωθεν πήξας
πρός ἀνάπαυσιν τῶν ἐνασκουμένων ἐκεῖσε καί τῶν ἄλλων πώς
παρατυγχανόντων, καί λοιπαῖς οἰκοδομαῖς, ἀνακτίσας καί
βελτιώσας αὐτήν, ἔτι δέ καί σκεύη καί βιβλία ἐκκλησιαστικά
συνάξας καί ἱερέων ἀλλαγάς καί τ’ ἄλλα πάντα τά ἁρμόζοντα τῇ
μονῇ, πρός τοῖς δέ καί μετόχιον ἐν τῇ μονῇ, πρός τοῖς δέ καί
μετόχιον ἐν τῇ χώρᾳ τῆς Σθλάταινας ποιήσας… καί κοινοβιακῶς
ζῆν ἐπαγγειλάμενοι, ἐζήτησαν τῇ ἡμῶν μετριότητι, ἵνα διά
γράμματος αὐτῆς πατριαρχικοῦ βεβαιώσωμεν αὐτήν, τοῦ εἶναι
ἀκαταπάτητον παρά τοῦ θεοφιλεστάτου ἐπισκόπου Σταγῶν καί
τοῦ ὁσιωτάτου καθηγουμένου τῆς ὁσιωτάτου καθηγουμένου
τῆς σεβασμίας καί βασιλικῆς τοῦ Μετεώρου μονῆς καί τῶν λοιπῶν
τῶν ἐν τῇ σκήτῃ. …Τούτου γάρ χάριν ἐγένετο καί τό παρόν
ἡμέτερον πατριαρχικόν γράμμα καί ἐπεδόθη τῇ ῥηθείσῃ
σεβασμίᾳ μονῇ τοῦ ἁγίου ἀρχιδιακόνου Στεφάνου ἐν ἔτει ζνγ΄
[7053 – 5508 = 1545] … μηνί φεβρουαρίῳ, ἰνδικτιῶνος γ΄».
Ὁ
ναΐσκος τοῦ Ἁγίου Στεφάνου, πού ἀνήγειρε ὁ ὅσιος Φιλόθεος,
εἶναι ξυλόστεγη μονόκλιτη βασιλική μέ ἐσωνάρθηκα, πού
χωρίζεται ἀπό τόν κυρίως ναό μέ τρίβηλο ἄνοιγμα, ἐπιβίωση
τοῦ τρόπου ἐπικοινωνίας τοῦ κεντρικοῦ κλίτους μέ τό νάρθηκα
τῶν παλαιοχριστιανικῶν βασιλικῶν.
Τότε,
γύρω στά 1545 ἤ λίγο ἀργότερα, ἁγιογραφήθηκε τό ναΐδριο
τοῦ Ἁγίου Στεφάνου, ἐπί ἡγουμένου Μητροφάνη. Οἱ
τοιχογραφίες του, λαά καθαρισμένες καί συντηρημένες
σήμερα, ἀποτελοῦν ἕνα ἐνδιαφέρον ζωγραφικό σύνολο τῆς
μεταβυζαντινῆς ἁγιογραφίας. Ἐκτός ἀπό τούς ὁλόσωμους
ἁγίους καί ἄλλες παραστάσεις, ἀξιοπρόσεκτη εἶναι ἡ
ἀπεικόνιση τῶν 24 οἴκων τῶν Χαιρετισμῶν τῆς Θεοτόκου. Στό
ἱερό ἔχομε τό συνηθισμένο ἁγιογραφικό κύκλο: Τήν
Πλατυτέρα τῶν Οὐρανῶν στήν κόγχη ὡς προστάτιδα τῶν χριστιανῶν
καί τοῦ κόσμου ὅλου, τή θεία Μετάληψη, μορφές μεγάλων
ἱεραρχῶν. Στό νάρθηκα, ἀριστερά καί δεξιά ἀπό τήν εἴσοδο,
εἰκονίζονται, μέ τίς μοναχικές τους ἐνδυμασίες καί τά
αὐστηρά ἀσκητικά τους χαρακτηριστικά, πλημμυρισμένοι ἀπό
τή θεϊκή γαλήνη καί τήν οὐράνια ἀταραξία, οἱ ὅσιοι κτίτορες
τῆς μονῆς, ἱερομόναχοι Ἀντώνιος καί Φιλόθεος, μέ τιμητική
φρουρά στό πλάι τους τούς ἄρχοντες τῶν οὐρανίων ταγμάτων
Γαβριήλ καί Μιχαήλ.
Ἐπιγραφή
στό δυτικό τοῖχο τοῦ νάρθηκα, πάνω ἀπό τήν εἴσοδο καί κάτω
ἀπό τήν παράσταση τῆς Κοιμήσεως τῆς Θεοτόκου, μᾶς
πληροφορεῖ γιά τήν τοιχογράφηση τοῦ ναοῦ, χωρίς νά δίνει
χρονολογία, καί γιά τή μεταγενέστερη ἀνακαίνιση τῆς
τοιχογραφίας τῆς Κοιμήσεως τῆς Θεοτόκου, πού ἔγινε ἀπό τόν
Καλαμπακιώτη ἁγιογράφο ἱερέα καί καστρήνσιο Νικόλαο:
+
Ο ΠΑΝΣΕΠ(Τ)ΩΣ Κ(ΑΙ) ΘΕΙΩΣ ΝΑΩΣ ΤΟΥ ΑΓΙΟΥ Κ(ΑΙ) ΕΝΔΟΞΟΥ ΑΠΟΣΤΟΛΟΥ
ΠΡΩΤΟΜΑΡΤΥΡΟς Κ(ΑΙ) ΑΡΧΙΔΙ/ΑΚΟΝΟΥ ΣΤΕΦΑΝΟΥ˙ ΕΙΣΤΩΡΙΘΗ ΔΙΑ ΣΥΝΔΡΟΜΗΣ
Κ(ΑΙ) ΕΞΩΔΟΥ ΠΑΡΑ ΤΟΥ ΠΑΝΟΣΙΩΤΑΤΟΥ ΚΑΘΕΙΓΟΥΜΕΝΟΥ/ ΚΥΡΟΥ ΜΗΤΡΟΦΑΝΟΥ
ΙΕΡΟΜ(ΟΝΑ)ΧΟΥ˙ Κ(ΑΙ) ΓΡΗΓΟΡΙΟΥ ΙΕΡ(Ο)Μ(ΟΝΑ)ΧΟΥ˙ ΜΕΤΑΓΕΝΕΣΤΑΙΡΩΝ
ΑΝΑΚΕΝΙΣΘΗ, Η ΚΕΙΜΗΣΙΣ ΤΗΣ ΥΠΕΡΑΓΙ(ΑΣ) ΔΕΣΠΕΙΝΗΣ ΗΜΩΝ/ Θ(ΕΟΤΟ)ΚΟΥ Κ(ΑΙ)
ΑΕΙΠΑΡΘΕΝΟΥ ΜΑΡΙ(ΑΣ)˙ Κ(ΑΙ) ΤΟΥ ΚΑΤΩΘΕΝ, ΔΙΑ ΣΗΝΔΡΟΜΗΣ Κ(ΑΙ) ΕΞΩΔΟΥ˙ ΤΟΥ
ΠΑΝΟΣΙΩΤΑΤΟΥ Κ(ΑΙ) ΚΑΘΕΙΓΟΥΜΕΝΟΥ ΚΥΡΟΥ… ΟΥ ΙΕΡΟΜ(ΟΝΑ)ΧΟΥ˙/ Κ(ΑΙ) ΤΩΝ
ΕΠΙΛΕΙΠΩΝ ΙΕΡ(Ο)Μ(ΟΝ)ΑΧ(ΩΝ)˙ ΕΙΣΤΩΡΙΘΗ ΔΕ Κ(ΑΙ) ΔΙΑ ΧΕΙΡΟΣ ΚΑΜΟΥ ΤΟΥ
ΑΜΑΡΤΩΛΟΥ˙ ΝΙΚΟΛΑΟΥ ΙΕΡΕΩΣ˙ Κ(ΑΙ) ΚΑΣΤΡΗΣΙΟΣ ΕΚ ΧΩΡ(ΑΣ) ΣΤΑΓΩΝ ΕΝ ΕΤΙ, Ζω…
Κατά
τήν περίοδο τοῦ τελευταίου πολέμου προκλήθηκαν ζημιές στίς
τοιχογραφίες τοῦ ναοῦ τοῦ Ἁγίου Στεφάνου, καθώς καί στό
κτίριο τοῦ ναοῦ τοῦ Ἁγίου Χαραλάμπους.
Στά
1798, ἐπί τοῦ ἐπισκόπου Σταγῶν Παϊσίου τοῦ Κλεινοβίτη (1784,
Μαΐου 12 – 1808) καί ἐπί ἡγουμένου τῆς μονῆς Ἀμβροσίου,
κτίστηκε τό σημερινό ἐπιβλητικό καθολικό, πρός τιμήν τοῦ
Ἁγίου Χαραλάμπους, τοῦ ὁποίου ἡ κάρα φυλάσσεται ἐκεῖ ὡς
ἱερό θησαύρισμα, δῶρο ἀνεκτίμητο τοῦ ἡγεμόνα τῆς Βλαχίας Viadislav καί τοῦ συγγενοῦς του μεγάλου βορνίκου Dragomir.
Ἄς
σημειωθεῖ ἐδῶ ὅτι ἀπό πολύ νωρίς ἡ ἱστορία τῆς Μονῆς τοῦ
Ἁγίου Στεφάνου συνδέθηκε στενά μέ τόν ρουμανικό ἡγεμονικό
οἶκο τῆς Βλαχίας, ὁ ὁποῖος ἀνήγειρε καί ἀφιέρωσε στή
μετεωρική αὐτή μονή ὡς μετόχι τό μονύδριο τῆς
Μεταμορφώσεως τοῦ Σωτῆρος στή θέση Μπουτόι (Butoiu),
κοντά στό Τιργόβιστο τῆς Ρουμανίας, καί δώρισε στή Μονή τοῦ
Ἁγίου Στεφάνου ἅγια λείψανα, ἱερά σκεύη, ἄμφια κ.ἄ. Πότε
ἀκριβῶς ἔγιναν αὐτά δέν εἶναι ἐξακριβωμένο. Προτείνονται
διάφορες χρονολογίες ἀπό τούς ἐρευνητές, πού κυμαίνονται
ἀπό τά τέλη τοῦ ΙΔ΄ μέχρι καί τίς ἀρχές του ΙΣΤ΄ αἰώνα.
Τό
νέο καθολικό τῆς μονῆς ἀπομιμεῖται τό γνωστό ἁγιορειτικό
ἀρχιτεκτονικό τύπο. Ὁ κυρίως ναός εἶναι τετρακιόνιος
σταυροειδής ἐγγεγραμμένος, μέ τίς δύο κόγχες (χορούς)
ἀριστερά καί δεξιά˙ προηγεῖται εὐρύχωρος ἐσωνάρθηκας-λιτή
μέ τέσσερις κίονες στό κέντρο πού στηρίζουν τή στέγη του.
Χαρακτηριστικοί καί ἐντυπωσιακοί εἶναι οἱ ραδινοί καί
ψηλόλιγνοι τροῦλλοι, ὁ μεγάλος καί κεντρικός τοῦ κυρίως ναοῦ
καί οἱ δύο μικρότεροι τοῦ ἱεροῦ, πάνω ἀπό τήν πρόθεση καί τό
διακονικό. Στή βόρεια ἐξωτερική πλευρά τοῦ ναοῦ ἔχει
προστεθεῖ τοξωτή στοά - ἐξωνάρθηξας, πού, σύμφωνα μέ τήν
ἐπιγραφή του, οἰκοδομήθηκε ἐπί ἡγουμένου Θεοφάνη, ὁ
ὁποῖος στίς ἀρχές τοῦ ΙΘ΄ αἰ. διαδέχτηκε τόν Ἀμβρόσιο.
Μεγάλη
δραστηριότητα, οἰκοδομική, πνευματική, κοινωνική κ.ἄ.,
ἀνέπτυξε στά μέσα τοῦ περασμένου αἰώνα ὁ Καλαμπακιώτης
ἡγούμενος τῆς μονῆς Κωνστάντιος, πού κατά τό ἔτος 1857
ἀνήγειρε τήν τράπεζα τοῦ μοναστηριοῦ καί ἄλλα κτίσματα κοντά
στόν παλαιό ναΐσκο τοῦ Ἁγίου Στεφάνου. Ἰδιαίτερα
σημαντική ὅμως ὑπῆρξε ἡ προσφορά του στήν παιδεία κατά τούς
δύσκολους ἐκείνους καιρούς. Μέ ἔξοδά του ἔκτισε τήν
«Κωνστάντιον Δημ. Σχολήν Καλαμπάκας» καί κληροδότησε μεγάλα
χρηματικά ποσά γιά τήν ἀνέγερση σχολείου στά Τρίκαλα.
Ἄς
σημειωθεῖ ἐδώ ὅτι ἡ Μονή τοῦ Ἁγίου Στεφάνου
ἐνδιαφερόταν, κατά παράδοση, ἰδιαίτερα γιά τήν ἑλληνική
παιδεία καί τά γράμματα. Ὁ διάσημος ἱεράρχης καί
ἑλληνοδιδάσκαλος Δωρόθεος Σχολάριος (1812-1888), ἀπό τό
χωριό Βεντίστα (σημερινό Ἀμάραντο) τῆς ἐπαρχίας
Καλαμπάκας, κατέφυγε στή μονή αυτή, γύρω στα τέλη τῆς τρίτης
δεκαετίας τοῦ ΙΘ΄ αἰ. γιά νά ἱκανοποιήσει τήν ἔφεσή του πρός
τή μόρφωση. Ἀλλά καί πρόσφατα, στή δεκαετία τοῦ 1970,
λειτούργησε μέ ἐπιτυχίας στή Μονή τοῦ Ἁγίου Στεφάνου
Ὀρφανοτροφεῖο – Δημοτικό Σχολείο θηλέων, μέ
διδασκάλισσες ἁγιοστεφανίτισσες μοναχές.
Στή
μονή φυλάσσονται σήμερα 147 χειρόγραφ, πολλά ἀπό τά ὁποῖα
κοσμοῦνται μέ ὡραῖες καί καλλιτεχνικές μικρογραφίες,
πολυποίκιλα ἐπίτιτλα καί πολύχρωμα διακοσμητικά
πρωτογράμματα. Ἀπό τούς ἐδῶ βιβλιογράφους ἀναφέρομε τούς
γνωστούς καλλιγράφους-διακοσμητές χειρογράφων τῶν μέσων τοῦ
ΙΖ΄ αἰώνα, τοῦ καλλιτεχνικοῦ κύκλου τοῦ Λουκᾶ Οὐγγροβλαχίας
καί τοῦ Ματθαίου Μυρέων, τόν Γιαννιώτη ἱερομόναχο Ἄνθιμο,
τόν ἱερομόναχο Ἠσαΐα καί τόν ἐπίσκοπο Σίδης καί
μετέπειτα Γάνου καί Χώρας Ἰάκωβο. Ἀνάμεσα στά χειρόγραφα
πού εἶναι ἐκτεθειμένα στίς προσθῆκες τοῦ μουσείου,
ἀξιοπρόσεχτα εἶναι γιά τήν παλαιογραφική τους ἀξίας
τέσσερα περγαμηνά λυτά φύλλα, τοῦ ΣΤ΄/Ζ΄ αἰώνα, πού
περιέχουν ἀποσπάσματα ἀπό τό κατά Μαθταῖον εὐαγγέλιο σέ
μεγαλογράμματη γραφή. Πλούσια εἶναι καί ἡ συλλογή σπάνιων
παλαιοτύπων.
Στήν
παλαιά τράπεζα, πού ἔχει διασκευασθεῖ σέ μουσεῖο, εἶναι
ἐκτεθειμένα γιά τούς ἐπισκέπτες τά ἀξιολογότερα κειμήλια
τῆς μονῆς, ὅπως φορητές μεταβυζαντινές εἰκόνες,
χρυσοκέντητα ἄμφια καί ἄλλα ὑφαντά, ξυλόγλυπτοι καί
ἀργυρόδετοι σταυροί, περίτεχνα ἔργα ἀργυροχοΐας (ἅγια
ποτήρια, θυμιατήρια κ.ἄ.). Ἀνάμεσα στίς φορητές εἰκόνες
πρέπει ἰδιαίτερα νά σημειωθεῖ ἡ «Ἀποκαθήλωσις» ἔργο τοῦ
μεγάλου Κρητικοῦ ἁγιογράφου Ἐμμανουήλ Τζάνε (ΙΖ΄ αἰ.).
Ἐντυπωσιακός
καί ὑψηλῆς τέχνης εἶναι καί ὁ χρυσοκέντητος ἐπιτάφιος τοῦ
ἔτους 1857, μέ πολυπρόσωπη τήν κεντρική σύνθεση καί ἄλλες
συμπληρωματικές παραστάσεις στό πλαίσιο (οἱ τέσσερις
εὐαγγελιστές στίς γωνίες˙ ὁ Εὐαγγελισμός, ἡ Ἁγία Τριάδα καί
ἡ Βάπτιση ἐπάνω˙ ὁ Μυστικός Δεῖπνος, ἡ Σταύρωση καί ἡ
Ἀνάσταση κάτω), καθώς καί μέ πλούσια φυτική διακόσμηση.
Μεγάλης καλλιτεχνικής ἀξίας εἶναι καί τά ὡραῖα
ἐπιχρυσωμένα ξυλόγλυπτα βημόθυρα τοῦ τέμπλου τοῦ ναΐσκου
τοῦ Ἁγίου Στεφάνου, μέ τήν παράσταση τοῦ Εὐαγγελισμοῦ στό
ἐπάνω μέρος, ὅπως συνηθίζεται.
Τέλος,
ἐξαίρετο ἔργο ξυλογλυπτικῆς, μέ περίτεχνη καί
πολυποίκιλη δυτική διακόσμηση σέ θαυμαστούς συνδυασμούς μέ
πτηνά, ζῶα καί ἀνθρώπινες μορφές, εἶναι τό τέμπλο τοῦ
νεότερου καθολικοῦ (Ἁγίου Χαραλάμπους) τῆς μονῆς, πού
ἐλεπτούργησαν στά 1814, μέ ἔξοδα τοῦ ἐπισκόπου Σταγῶν
Γαβριήλ, ἐπί ἡγουμένου Θεοφάνη, οἱ Μετσοβίτες ταλιαδόροι
(σκαλιστές), μαστρο-Κώστας καί Δημήτρης. Τό ἔργο κόστισε τότε
1000 γρόσια. Ἀνάλογης καλλιτεχνικῆς ἐκτέλεσης καί ἀξίας
εἶναι καί τό ξυλόγλυπτο κιβώριο πάνω ἀπό τήν ἉγίαΤράπεζα
στό ἱερό, καθώς καί τά τέσσερα προκυνητάρια καί ὁ
ἡγουμενικός – δεσποτικός θρόνος στόν κυρίως ναό.
Καλαίσθητα καί περίτεχνα ἐπίσης εἶναι καί τά δύο ξυλόγλυπτα
προσκυνητάρια τῆς λιτῆς (ἐσωνάρθηκα), κατασκευασμένα τό
1836 ἐπί ἡγουμένου Ἱεροθέου.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου