Η
|
Μονή
τοῦ Ἁγίου Νικολάου Ἀναπαυσᾶ βρίσκεται πολύ κοντά στό χωριό
Καστράκι. Εἶναι τό πρῶτο μοναστήρι πού συναντάει κανείς
ἀνεβαίνοντας ἀπό τό χωριό αὐτό στά Μετέωρα. Τριγύρω του
βρίσκονται καί τά ἐρειπωμένα μοναστήρια Προδρόμου, Ἁγίας
Μονῆς καί Παντοκράτορος, καθώς καί τό ἐκκλησάκι τῆς Παναγίας
τῆς Δούπιανης.
Ὁ
βράχος, πάνω στόν ὁποῖο κτίστηκε τό μοναστήρι εἶναι πολύ
μικρός σέ ἔκταση καί στενόχωρος στό πλάτωμα τῆς κορυφῆς του.
Αὐτό ἐπηρέασε καί τήν κτιριακή διαμόρφωση καί συγκρότηση
τῆς μονῆς, πού ἀναγκαστικά δέν μπόρεσε νά ἀναπτυχθεῖ σέ
ἔκταση καί γ’ αὐτό ὡς τελική λύση χρησιμοποιήθηκαν τά
ἀλλεπάλληλα πατώματα.
Ἀνεβαίνοντας
τήν κτιστή σκάλα συναντάει κανείς πρῶτα τό πολύ μικρό
παρεκκλήσι τοῦ Ἁγίου Ἀντωνίου καί τήν κρύπτη, ὅπου
φυλάσσονταν παλαιότερα οἱ κώδικες καί τά κειμήλια τῆς μονῆς.
Τό ἐκκλησάκι τοῦ Ἁγίου Ἀντωνίου ἔχει ἰδιαίτερη σημασία,
γιατί στούς τοίχους του διατηρεῖ λίγα ὑπολείμματα παλαιῶν
τοιχογραφιῶν, πού ἀνάγονται ἴσως στό ΙΔ΄ αἰώνα. Στόν
ἑπόμενο ὄροφο, κοντά σ’ ἕνα μακρόστενο διάδρομο, εἶναι
κτισμένο τό καθολικό τῆς μονῆς, ὁ ναός τοῦ Ἁγίου Νικολάου,
ἐνῶ στόν τελευταῖο ὄροφο βρίσκεται ἡ παλαιά τράπεζα τοῦ
μοναστηριοῦ, διακοσμημένη καί μέ τοιχογραφίες (Παναγία
βρεφοκρατοῦσα, παραβολή τοῦ πλουσίου καί τοῦ πτωχοῦ Λαζάρου)
ὄχι ἀξιόλογης τέχνης. Ἡ τράπεζα, ἀνακαινισμένη σήμερα,
χρησιμεύει ὡς ἐπίσημος χῶρος ὑποδοχῆς. Στόν ἴδιο, τόν
τελευταῖο, ὄροφο βρίσκεται ἐπίσης τό ὀστεοφυλάκιο τῆς
μονῆς καί τό πρόσφατα (1971) ἀνακαινισμένο παρεκκλήσι τοῦ
Ἁγίου Ἰωάννου τοῦ Προδρόμου.
Δέν
εἶναι ἐξακριβωμένο ποῦ ὀφείλει τήν ἐπωνυμίας της ἡ Μονή
τοῦ Ἁγίου Νικολάου Ἀναπαυσᾶ. Πιθανότατα σέ κάποιον
παλαιό κτίτορά της, πού θά πρέπει νά τοποθετηθεῖ χρονικά στό
ΙΔ΄ αἰώνα, μαζί μέ τίς ἀπαρχές τῆς μοναστικῆς ζωῆς πάνω στό
βράχο αὐτό. Ἄλλοι συσχετίζουν ἐτυμολογικά τό ὄνομα μέ τό
ρῆμα «ἀναπαύομαι», ὁπότε Ἀναπαυσᾶς θά πρέπει νά σημαίνει
τόν τόπο ἀνάπαυσης καί ἀναψυχῆς.
Γιά
τήν πρώτη ὀργάνωση μοναστικῆς ζωῆς στό βράχο τοῦ Ἁγίου
Νικολάου Ἀναπαυσᾶ θά πρέπει νά ληφθοῦν ὑπόψη τά λίγα
ὑπολείμματα τοιχογραφιῶν τοῦ ΙΔ΄ αἰώνα στό μικρό
παρεκκλήσι τοῦ Ἁγίου Ἀντωνίου, καθώς καί ἡ προτροπή τοῦ
ὁσίου Ἀθανασίου τοῦ Μετεωρίτη πρός τούς συνασκητές του τῆς
Μονῆς τοῦ Μεγάλου Μετεώρου νά ἐκλέγουν τόν ἑκάστοτε
ἡγούμενό τους «καί μετά γνώμης τοῦ ἡγουμένου τοῦ Ἁγίου
Νικολάου». Ἐάν ἡ μνημονευόμενη ἐδῶ Μονή τοῦ Ἁγίου
Νικολάου ταυτίζεται πρός τήν ὁμώνυμη μετεωρική Μονή τοῦ
Ἀναπαυσᾶ θά πρέπει νά ἀναχθεῖ στίς πρῶτες δεκαετίες τοῦ ΙΔ΄
αἰώνα.
Ἄς
σημειωθεῖ ἐδῶ ὅτι σέ ἐπίσημο γράμμα τοῦ ἔτους 1392/93, πού
φυλάσσεται στό ἀρχεῖο τῆς Μονῆς τοῦ Μεγάλου Μετεώρου,
μνημονεύεται «μονύδριο» τοῦ Ἁγίου Νικολάου, τό ὁποῖο
πιθανότατα ταυτίζεται μέ τήν ὁμώνυμη μετεωρική μονή, τήν
ἐπιλεγόμενη τοῦ Ἀναπαυσᾶ.
Τό
μοναστήρι ἀνακαινίζεται ριζικά κατά τήν πρώτη δεκαετία
τοῦ ΙΣΤ΄ αἰώνα καί ἀνεγείρεται ἀπό τά θεμέλιά του τό
σημερινό καθολικό (ναός τοῦ Ἁγίου Νικολάου) ἀπό τό
μητροπολίτη Λαρίσης ἅγιο Διονύσιο τόν Ἐλεήμονα (+ 28 Μαρτ.
1510), πού ἐγκαταβίωσε καί πέρασε ἐκεῖ εἰρηνικά τά
τελευταῖα του χρόνια ὡς μοναχός, καί ἀπό τόν ἔξαρχο Σταγῶν
ἱερομόναχο Νικάνορα (+ 1521/22). Ὁ ἱερομόναχος Νικάνωρ
ἀναγράφεται, σέ κτητορικό σημείωμα, δωρητής στή Μονή τοῦ
Ἁγίου Νικολάου Ἀναπαυσᾶ χειρόγραφης Παρακλητικῆς
(ἄλλοτε ὑπ’ ἀριθ. 42 κώδ. τοῦ Ἀναπαυσᾶ = σημερινός κώδ. 61 τῆς
Μονῆς Ἁγίας Τριάδος).
Τό
καθολικό τῆς μονῆς ἀποτελεῖται ἀπό ἕνα μικρό μονόχωρο
ναό, σχεδόν τετράγωνο, ἀκανόνιστο ὅμως καί παράγωνο
ἐξαιτίας τῆς στενότητας τοῦ βράχου, μέ μικρό τροῦλλο στό
κέντρο τῆς στέγης, σκοτεινό καί χωρίς παράθυρα, ἀφοῦ ἔπρεπε
νά κτισθεῖ ἐπάνω καί ἄλλος ὄροφος. Τοῦ κυρίως ναοῦ
προηγεῖται, ὅπως συνηθίζεται, ἐσωνάρθηκας (λιτή), ἀρκετά
εὐρύχωρος σέ σύγκριση μέ τό στενόχωρο κυρίως ναό.
Τόν
Ὀκτώβριο τοῦ 1527 (ἔτος ἀπό κτίσεως κόσμου ΄ζλς΄ = 4036),
σύμφωνα μέ τήν κτιτορική ἐπιγραφή πάνω ἀπό τήν εἴσοδο τοῦ
νάρθηκα πρός τόν κυρίως ναό, τό κομψό καθολικό τῆς μονῆς ἔχει
ἁγιογραφηθεῖ ἀπό τόν περίφημο Κρητικό ζωγράφο Θεοφάνη
Στρελίτζα, τόν ἐπιλεγόμενο Μπαθᾶ:
+
ΑΝΙΓΕΡΘΗ ΕΚ ΒΑΘΡΩΝ Ο ΘΕΙΩΣ Κ(ΑΙ) ΠΑΝΣΕΠΤΩΣ ΝΑΩΣ ΤΟΥ ΕΝ ΑΓΙΗΣ ΠΑΤΡΟΣ
ΕΙΜΩΝ/ ΝΙΚΟΛΑΟΥ ΠΑΡΑ ΤΟΥ ΠΑΝΙΕΡΟΤΑΤΟΥ ΜΙΤΡΟΠΩΛΙΤΟΥ ΛΑΡΙΣΗΣ ΚΗΡ ΔΙΟΝΙΣΙΟΥ
Κ(ΑΙ) ΤΟΥ ΩΣΕΙΩΤ(Α)ΤΟΥ/ ΕΝ ΙΕΡΟΜΟΝΑΧΕ(Ι)Σ ΚΗΡ ΝΙΚΑΝΩΡΟΣ Κ(ΑΙ) ΕΞΑΡΧΟΥ
ΣΤΑΓΩΝ Κ(ΑΙ) Τ(ΩΝ) ΕΥΡΙΣΚΟΜΕΝΩΝ ΑΔΕΛΦΩΝ˙ ΕΙΣΤΩ/ΡΙΘΗ ΔΕ Κ(ΑΙ) ΔΙΑ ΕΞΟΔΟΥ ΤΟΥ ΕΥΤΕΛΟΥΣ [Κ]ΥΠΡΙΑΝΟΥ ΙΕΡΟΔΙΑΚΩΝΟΥ / ΕΤΟΥΣ) ...... ΜΗΝΙ ΟΚΤΩΒΡΙΟΥ ΙΒ˙ ΕΝ ΙΝ(ΔΙΚΤΙΩΝΙ) Αη /ΧΕΙΡ ΘΕΟΦΑΝΗ Μ(ΟΝΑ)Χ(ΟΥ) ΤΟΥ ΕΝ ΤΗ /ΚΡΙΤΗ˙ ΣΤΡΕΛΗΤΖΑΣ.
Ὁ
Θεοφάνης Στρελίτζας-Μπαθᾶς κατάγεται ἀπό οἰκογένεια
καλλιτεχνῶν, ἡ ὁποία ἀπό τήν τουρκοκρατούμενη
Πελοπόννησο, πιθανότατα ἀπό τήν παλιά βυζαντινή πόλη
Μουχλί, μετανάστευσε, κατά τίς τελευταῖες δεκαετίες τοῦ ΙΕ΄
αἰ., καί ἐγκαταστάθηκε στή βενετοκρατούμενη Κρήτη. Ὁ
ζωγράφος Θεοφάνης γεννήθηκε τήν τελευταία δεκαπενταετία
τοῦ ΙΕ΄ αἰ. στο Ἡράκλειο, ὅπου ἀκολούθησε τό οἰκογενειακό
καλλιτεχνικό ἐπάγγελμα. Παντρεύτηκε καί ἀπέκτησε δύο
γιούς, τόν Συμεών καί τόν Νεόφυτο, ζωγράφους κι αὐτούς. Πρίν
ἀπό τό 1527 (προηγήθηκε πιθανότατα ὁ θάνατος τῆς συζύγου
του) ἔγινε μοναχός. Πέθανε στή γενέθλια πόλη του, στό
Ἡράκλειο, στίς 24 Φεβρ. τοῦ 1559. Μοναχοί ἐπίσης ἔγιναν καί οἱ
δύο γιοί του. Ἀπ’ αὐτούς ὁ Συμεών συνεργάστηκε μέ τόν πατέρα
του στήν τοιχογράφηση τοῦ καθολικοῦ τῆς Μονῆς Σταυρονικήτα
τοῦ Ἁγίου Ὄρους κατά τό τέλος τοῦ 1545 καί ὥς τά μέσα τοῦ 1546. Ὁ
Νεόφυτος ἐργάστηκε ἀργότερα, τό 1573, στίς τοιχογραφίες τοῦ
ναοῦ τῆς Κοιμήσεως τῆς Θεοτόκου τῆς Καλαμπάκας.
Ἡ
τοιχογράφηση τοῦ καθολικοῦ τῆς μονῆς τοῦ Ἁγίου Νικολάου
Ἀναπαυσᾶ ἀποτελεῖ τό παλαιότερο ἐπώνυμο ἔργο τοῦ μεγάλου
καλλιτέχνη καί ἀρχηγέτη τῆς Κρητικῆς Σχολῆς Θεοφάνη, τοῦ
«ἀρίστου ἁγιογράφου», ὅπως τόν χαρακτηρίζει ὁ γιός του
μοναχός Νεόφυτος στήν ἐπιγραφή τοῦ ναοῦ τῆς Παναγίας τῆς
Καλαμπάκας.
Στό
νάρθηκα εἰκονίζεται μεγάλη σειρά ἀπό ὁλόσωμους ὁσίους,
ἀσκητές καί ἁγίους, ὅπως ὁ ἅγιος Ἰωάννης τῆς Κλίμακος, ὁ
ἅγιος Παχώμιος πού συνομιλεῖ μέ ἄγγελο Κυρίου, ἅγιος
Ἀντώνιος, ἅγιος Σάββας, ὅσιος Εὐθύμιος, ὅσιος Θεοδόσιος,
ὅσις Θεοφάνης ὁ Γραπτός κ.ἄ. Κάτω χαμηλά, ἀνάμεσα στήν
ἔνθρονη καί βρεφοκρατοῦσα Παναγία καί στόν ὅσιο Ἀθανάσιο
τόν Μετεωρίτη, εἰκονίζονται ὁλόσωμοι, μέ τή μοναχική τους
περιβολή, οἱ κτίτορες τῆς μονῆς, ἀριστερά ὁ μητροπολίτης
Λαρίσης ἅγιος Διονύσιος ὁ Ἐλεήμων καί δεξιά ὁ ἔξαρχος
Σταγῶν ἱεροδιάκονος Νικάνωρ. Στήν ἐπάνω ζώνη μεγάλη
ἔκταση καταλαμβάνουν τά θαύματα τοῦ Χριστοῦ (θεραπεία τοῦ
ὑδρωπικοῦ, τῶν δαιμονιζομένων, τοῦ ἐκ γενετῆς τυφλοῦ, τοῦ
παραλύτου˙ὁ
πειρασμός τοῦ Χριστοῦ στήν ἔρημο, ὁ γάμος στήν Κανά κ.ἄ.).
Κυρίαρχη θέση κατέχουν οἱ ἐπιβλητικές καί πολυπρόσωπες
συνθέσεις τῆς Δευτέρας Παρουσίας, τῆς Κοιμήσεως τοῦ ἁγίου
Ἐφραίμ τοῦ Σύρου καί τῆς Κοιμήσεως τοῦ ἁγίου Νικολάου.
Ἐντυπωσιακή εἶναι καί ἡ παράσταση τοῦ Ἀδάμ στόν παράδεισο,
ὅπου ὀνοματοθετεῖ τά διάφορα ζῶα καί πτηνά: «Καί ἐκάλεσεν
Ἀδάμ ὀνόματα πᾶσι τοῖς κτήνεσι καί πᾶσι τοῖς πετεινοῖς τοῦ
οὐρανοῦ καί πᾶσι τοῖς θηρίοις τοῦ ἀγροῦ» (Γέν. 2, 20).
Στόν
κυρίως ναό, στήν κορυφή τοῦ τρούλλου, δεσπόζει ἡ γεμάτη
γλυκύτητα καί συμπόνοια μορφή τοῦ Παντοκράτορα, πού
εἰκονίζεται ἐδῶ ὡς «Ἰησοῦς Χριστός ὁ Ἐλεήμων». Στήν πρώτη
ζώνη πού ἀκολουθεῖ μετά τόν Παντοκράτορα εἰκονίζεται ἡ
Λειτουργία τῶν Ἀγγέλων καί στήν ἄλλη ζώνη οἱ δέκα προφῆτες, μέ
ἔντονη κινητικότητα καί μέ εἰλητάρια στά χέρια τους, ὅπου
ἀναγράφονται ρητά σχετικά μέ τόν Χριστό. Στα σφαιρικά
τρίγωνα εἰκονίζονται, ὅπως συνηθίζεται, οἱ τέσσερις
εὐαγγελιστές. Στούς τοίχους χαμηλά, στήν κάτω ζώνη,
εἰκονογραφοῦνται ὁλόσωμοι στρατιωτικοί καί ἄλλοι ἅγιοι
(Εὐστάθιος, Ἀρτέμιος, Νικόλαος ὁ Νέος, Γεώργιος, Δημήτριος,
Νέστωρ, Θεόδωρος ὁ Τήρων, Θεόδωρος ὁ Στρατηλάτης,
Κωνσταντίνος καί Ἑλένη, Ἀρχάγγελοι Μιχαήλ καί Γαβριήλ,
ἅγιος Νικόλαος ὁ ἐν Μύροις κ.ἄ.). Πιό πάνω, τέλος,
εἰκονίζονται ἅγιοι σέ στηθάρια καί σκηνές ἀπό τό Δωδεκάορτο
καί τά πάθη τοῦ Χριστοῦ (Εὐαγγελισμός τῆς Θεοτόκου, Κοίμηση
τῆς Θεοτόκου, Γέννηση τοῦ Χριστοῦ, Βάπτιση, Ὑπαπαντή,
Βαϊοφόρος, Νιπτήρ, Μυστικός Δεῖπνος, Ἄρνηση τοῦ Πέτρου,
Προδοσία, Μαστίγωση, Ἐμπαιγμός, Σταύρωση, Ἀνάσταση κ.ἄ.).
Πολύ ὡραία εἶναι ἡ τοιχογραφία στήν πρόθεση τοῦ ἱεροῦ, ὅπου
εἰκονίζεται ὁ Χριστός ὡς ἡ Ἄκρα Ταπείνωσις.
Ἀναμφισβήτητα,
ἡ τοιχογραφία τοῦ καθολικοῦ τῆς μικρῆς αὐτῆς μετεωρικῆς
μονῆς φέρει τήν προσωπική σφραγίδα μέ ὅλα τά ἰδιαίτερα
χαρακτηριστικά τῆς ἀνεπανάληπτης τέχνης τοῦ μεγάλου
Κρητικοῦ ζωγράφου, εὐγένεια, ζωντάνια, δροσερότητα,
πλαστικότητα, μαλακούς καί φωτεινούς τόνους καί γενικά
ὑψηλή ποιότητα καί τελειότητα στό σχεδιασμό καί στή
χρωματική ἀπόδοση τῶν μορφῶν, γνωρίσματα πού τελικά
ἀποκρυσταλλώθηκαν, τυποποιημένα ὅμως, στά μεγάλα
τοιχογραφικά σύνολα τῆς ὡριμότητάς του στίς ἁγιορειτικές
μονές Μεγίστης Λαύρας (καθολικοῦ, 1535˙ πιθανότατα καί τράπεζας, 1535/1541) καί Σταυρονικήτα 1545/1546).
Σχετικά
μέ τήν αἰσθητική ἀποτίμηση καί τή γενικότερη σημασία τῶν
τοιχογραφιῶν τῆς Μονῆς τοῦ Ἁγίου Νικολάου Ἀναπαυσᾶ ὁ Ἀ.
Ξυγγόπουλος σημειώνει: «Αἱ τοιχογραφίαι τοῦ Ἁγίου
Νικολάου Ἀναπαυσᾶ τῶν Μετεώρων εἶναι ἀναμφιβόλως ἕν ἐκ τῶν
πρώτων ἔργων τοῦ Θεοφάνους… οὗτος δέν εἶχεν ἀκόμη
ἀποκρυσταλλώσει τήν τεχνικήν καί τήν τεχνοτροπίαν του.
Εὑρίσκεται ἀκόμη ὑπό τήν ἐπίδρασιν τῆς Μακεδονικῆς Σχολῆς,
χωρίς νά ἔχῃ ἀπαλλαγῆ ἀπό τήν τεχνικήν τῆς φορητῆς εἰκόνος.
Κατά τήν διάρκειαν ὅμως τῆς ἐργασίας του αὐτῆς εἰς τόν ναόν τῶν
Μετεώρων ἐπέρχεται ραγδαία ἡ ἐξέλιξις τῆς τεχνικῆς καί τῆς
τεχνοτροπίας του. Αἱ ὀλίγαι σκηναί ἐκ τῶν Παθῶν μέ τήν
τεχνικήν τῆς εἰκόνος εἶναι ἡ ἀρχή ἴσως τῆς διακοσμήσεως. Τήν
τεχνικήν αὐτήν πολύ ταχέως, φαίνεται, τήν ἐγκαταλείπει, διά
νά ἀφοσιωθῇ εἰς τήν νέαν μέ τούς φωτεινούς τόνους καί τάς
ἁπαλάς ἀντιθέσεις, τήν τεχνικήν δηλαδή τοῦ μεγαλυτέρου
μέρους τῆς διακοσμήσεως τοῦ Ἁγίου Νικολάου, καί μέ τήν
ὁποίαν ἐζωγράφησεν ὀλίγον ἀργότερον τό καθολικόν τῆς
Λαύρας. Ἡ ἀνομοιγένεια τῆς τεχνικῆς καί ἡ ἀβεβαιότης τῆς
τεχνοτροπίας, αἱ παρατηρούμεναι εἰς τήν διακόσμησιν τοῦ
Ἁγίου Νικολάου τῶν Μετεώρων, δεικνύουν ἀσφαλῶς ὅτι διά
πρώτην ἴσως φοράν ἐπεχείρησεν ἐκεῖ ὁ Θεοφάνης ἔργον
μεγάλης ὁπωσδήποτε κλίμακος. Ἀπό τῆς ἀπόψεως αὐτῆς αἱ
τοιχογραφίαι τοῦ ναοῦ τούτου ἔχουν ἐξαιρετικήν σημασίαν.
Εἰς αὐτάς εὑρίσκονται τά σπέρματα τῆς μεγάλης τέχνης τοῦ
Θεοφάνους, ὅπως αὕτη ἀνεπτύχθη εἰς τά ἑπόμενα ἔργα του».
Ἡ
Μονή τοῦ Ἁγίου Νικολάου Ἀναπαυσᾶ, ἀπό τήν πρώτη δεκαετία
τοῦ αἰώνα μας, ἐγκαταλείφθηκε καί ἄρχισε νά ἐρημώνεται καί
νά ἐρειπώνεται. Ἦταν ἤδη κλειστή, χωρίς μοναχούς, ἀπό τό
Δεκέμβριο τοῦ 1909 πού τήν εἶχε ἐπισκεφθεῖ ὁ Ν. Βέης γιά τήν
καταγραφή τῶν χειρογράφων της. Ὑπῆρχαν τότε ἐκεῖ 50 περίπου
κώδικες, τούς ὁποίου ὁ Βέης, γιά μεγαλύτερη ἀσφάλεια,
μετέφερε στή Μονή τῆς Ἁγίας Τριάδος, ὅπου καί ἀνήκουν
σήμερα, ἐνταγμένοι σέ ἑνιαία συλλογή μαζί μέ ἐκείνους τῆς
Ἁγίας Τριάδος καί τῆς Μ. Ρουσάνου.
Στή
δεκαετία τοῦ 1960 ἡ Μονή τοῦ Ἁγίου Νικολάου τοῦ Ἀναπαυσᾶ
ἀνακαινίστηκε καί ἀναστηλώθηκε ἀπό τήν ἁρμόδια
Ἀρχαιολογική Ὑπηρεσία τῆς περιοχῆς. Ταυτόχρονα ἔγινε
καί συστηματική καί προσεχτική συντήρηση τῶν τοιχογραφιῶν,
οἱ ὁποῖες, μετά τόν καθαρισμό τους, ἀπέκτησαν τήν παλιά τους
ὀμορφιά καί λάμψη.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου