Α΄ ΙΣΤΟΡΙΑ ΚΑΙ ΟΙΚΟΔΟΜΙΚΟ ΧΡΟΝΙΚΟ ΤΗΣ ΜΟΝΗΣ
Σταθμό
ἤ μᾶλλον ἀφετηρία τοῦ ὀργανωμένου μετεωρίτικου
μοναχισμοῦ ἀποτελεῖ ἡ ἵδρυση τῆς Μονῆς τοῦ Μεγάλου
Μετεώρου ἤ τῆς Μεταμορφώσεως. Ἡ Μονή αὐτή εἶναι ἡ
παλαιότερη, μεγαλύτερη καί ἐπισημότερη ἀπό τίς
ὑπάρχουσες σήμερα μετεωρικές μονές, ὅπως δηλώνει καί ἡ
ὀνομασία τῆς «Μεγάλο Μετέωρο» ἤ ἁπλῶς «Μετέωρο».
Σκαρφαλωμένη πάνω στόν ἐπιβλητικό της βράχο, κατέχει
δεσπόζουσα θέση ἀνάμεσα στό μοναστικό συγκρότημα τῶν
Μετεώρων.
Ἱδρύθηκε
λίγο πρίν ἀπό τά μέσα τοῦ ΙΔ΄ αἰώνα ἀπό τόν ὅσιο Ἀθανάσιο τόν
Μετεωρίτη, ὁ ὁποῖος καί ὑπῆρξε ὁ πρῶτος κτίτορας τῆς μονῆς
καί ὀργανωτής συστηματικῆς μοναστικῆς κοινότητας. Ὁ ὅσιος
Ἀθανάσιος γεννήθηκε ἀπό γονεῖς ἐπιφανεῖς περί τό 1302 στήν
Ὑπάτη (τή γνωστή τότε μεσαιωνική πόλη τῶν Νέων Πατρῶν ἤ τῆς
Νέας Πάτρας) καί τό κοσμικό του ὄνομα ἦταν Ἀνδρόνικος. Ἔλαβε
καλή παιδεία καί μόρφωση καί σ’ αὐτό σπουδαῖο ὁπωσδήποτε
ρόλο ἔπαιξε ἡ μεγάλη του ἔφεση πρός τά γράμματα καί ἡ
φιλομάθειά του.
Μετά
τόν πρόωρο θάνατο τῶν γονέων του καί τήν κατάληψη τῆς
γενέθλιας πόλης του ἀπό τούς Καταλανούς, γύρω στά 1318/19,
καταφεύγει, σέ νεαρή ἡλικία, μαζί μέ κάποιο θεῖο του, στή
Θεσσαλονίκη καί στή συνέχεια στό Ἅγιον Ὄρος, ὅπου ὅμως, ὡς
ἀνήλικος ἀκόμη, δέν γίνεται δεκτός ἀπό τούς πατέρες γιά να
παραμείνει ἐκεῖ.
Φύση
ἀνήσυχη καί δυναμική ὁ Ἀνδρόνικος, ρίχνεται σέ νέες
περιπλανήσεις καί ἀναζητήσεις. Μεταβαίνει ἔτσι στήν
Κωνσταντινούπολη, ὅπου γνωρίζεται καί συναναστρέφεται μέ
σπουδαίους λόγιους ἐκκλησιαστικούς ἄνδρες, ὅπως τόν Γρηγόριο
Σιναΐτη, τόν μετέπειτα οἰκουμενικό πατριάρχη (17 Μαΐου
1347 – Φεβρ./Μαρτ. 1350) Ἰσίδωρο, τόν Δανιήλ τόν ἡσυχαστή καί
ἄλλες ἐξέχουσες μορφές τῆς μοναστικῆς κοινότητας. Ἀπ’
αὐτούς μυεῖται στά μυστικά τῆς ἡσυχαστικῆς ζωῆς καί «ὡς
μέλιττα συλλέγει τά καίρια».
Ἀκολουθεῖ
ἡ μετάβαση καί παραμονή του στήν Κρήτη γιά ὁρισμένο χρονικό
διάστημα καί ἡ ἐπιστροφή του πάλι στό Ἅγιον Ὄρος γύρω στά
1332, ἐνῶ ἦταν τότε τριάντα περίπου χρόνων. Ἐκεῖ, στή Μηλέα
τοῦ Ἁγίου Ὄρους, γίνεται δεκτός ὡς ὑποτακτικός ἀπό δύο
ἐνάρετους, «εἰς ἄκρον ἀρετῆς ἐληλακότας», ἀναχωρητές, τόν
Γρηγόριο καί τόν Μωυσῆ. Στή συνέχεια κείρεται μοναχός ἀπό τό
γέροντά του ἱερομόναχο Γρηγόριο καί μετονομάζεται
Ἀντώνιος. Τέλος, δέν ἀργεῖ νά γίνει καί μεγαλόσχημος, ὁπότε
παίρνει τό νέο καί ὁριστικό πιά μοναχικό του ὄνομα
Ἀθανάσιος.
Οἱ
συχνές ὅμως ἐπιδρομές τῶν Τούρκων καί ἄλλες δυσκολίες καί
ἀντίξοες περιστάσεις τῶν καιρῶν ἐξαναγκάζουν τόν Ἀθανάσιο
μαζί μέ τό γέροντά του Γρηγόριο νά ἐγκαταλείψουν τό Ἅγιον
Ὄρος. Στή Θεσσαλονίκη καί στή Βέροια, ἀπ’ ὅπου πέρασαν οἱ
δύο ἀναχωρητές, πολλοί καί σπουδαῖοι προθυμοποιήθηκαν νά
τούς κρατήσουν κοντά τους, παρέχοντας τά ἀπαιραίτητα γιά τή
διαβίωσή τους. Ὅμως δέν συγκατατέθηκαν τελικά νά
παραμείνουν ἐκεῖ, κυρίως γιατί ὁ Ἀθανάσιος αἰσθανόταν
βαθύτατη ἀποστροφή πρός τήν κοσμική τύρβη καί τό θόρυβο τῶν
πόλεων.
Ἔτσι,
μέ ὑπόδειξη τοῦ τότε ἐπισκόπου Σερβίων Ἰακώβου
καταφεύγουν στούς θεσσαλικούς βράχους τῶν Σταγῶν, γιά τούς
ὁποίου ὁ βιογράφος τοῦ Ἀθανασίου σημειώνει
χαρακτηριστικά: «Λίθοι ὑψιίκομοι καί εὐμεγέθεις ἀπό
κτίσεωςκόσμου, οὕτω παρά τοῦ δημιουργοῦ ἱδρυθέντες». Καί
συνεχίζοντας προσθέτει: «Ὅν καί λαβόντες καί πρός τόν τόπον
παραγενόμενοι, τούς μέν λίθους εὖρον καθώς ἤκουσαν, ἀλλ’ οὐκ
ἦν τις ὁ κατοικῶν ἐν αὐτοῖς, πλήν γυπῶν καί κοράκων».
Στό
βράχο τοῦ στύλου, πού σήμερα ὀνομάζεται τοῦ Ἁγίου
Πνεύματος, ἐγκαταστάθηκαν ὁ γέροντας ἱερομόναχος
Γρηγόριος καί ὁ Ἀθανάσιος. Ὁ Γρηγόριος παρέμεινε ἐκεῖ μία
ὁλόκληρη δεκαετία καί γι’ αὐτό ὀνομάστηκε καί στυλίτης. Ὁ
φιλέρημος Ἀθανάσιος, μετά ἀπό ὁρισμένο χρονικό διάστημα,
γιά μεγαλύτερη ἄσκηση καί ἡσυχία, ἀποτραβήχτηκε, μέ τή
συγκατάθεση τοῦ γέροντά του, «ἐν τινι τρώγλῃ τῆς πέτρας», ὅπου
κατά τίς ὧρες τῆς ἀργίας του ἀσχολοῦνταν μέ τήν
καλαθοπλεκτική.
Καί
πάλι ὅμως ἀποζητώντας περισσότερη ἀπομόνωση καί γαλήνη,
μέ τήν ἄδεια πάντοτε τοῦ Γρηγορίου, διάλεξε ἄλλο βράχο,
«τόπον ἀναχωρητικόν, πέτραν εἰς αἰθέριον ὕψος ἠρμένην»,
ὅπου καί κατέφυγε, γύρω στά 1340, καί παρέμεινε ὁριστικά πιά.
Πρόκειται γιά τό λεγόμενο Πλατύ Λίθο ἤ Πλατύλιθο, πού ὁ
ἴδιος ὁ Ἀθανάσιος ἀπεκάλεσε Μετέωρο, ὀνομασία ἡ ὁποία
ἔμελλε νά καθιερωθεῖ ἔκτοτε καί νά διατηρηθεῖ διά μέσου τῶν
αἰώνων, νά γενικευθεῖ στό σύνολο τῶν γύρω μοναστηριῶν καί
βράχων καί νά ξεπεράσει πολύ τά ὅρια τοῦ ἑλλαδικοῦ χώρου.
Ἐφοδιασμένος
λοιπόν μέ τίς πτέρυγες τοῦ ἁγίου πνεύματος ὁ ταπεινός
μοναχός Ἀθανάσιος, πέταξε καί πάτησε στήν πέτρα αὐτή, πού
μόνο οἱ ἀχτίδες τοῦ ἥλιου μποροῦσαν νά πατοῦν καί νά θωπεύουν,
ὅπως χαρακτηριστικά ἀναφέρεται σέ σιγίλλιο (Ἀπρ. τοῦ 1580)
τοῦ οἰκουμ. πατριάρχη Μητροφάνη Γ΄: «… θείῳ ἔρωτι τρωθείς… ὁ
ὁσιώτατος ἐν μοναχοῖς Ἀθανάσιος, πτέρυγάς τε ἀναλαβών τάς
τοῦ ἁγίου πνεύματος, πρῶτος ἀνέπτη εἰς τήν ἡλίβατον ταύτην
πέτρα, τήν προκαθημένην τῶν… Σταγῶν καί εὐλόγως κεκλημένην
Μετέωρον, οἷα τῶν ἄλλων ὑπερκειμένην… καί κορυφῆς ὕπερθεν
τοιαύτης τόπον θεῖον εὕρετο, παράδεισον ἄλλον ἔδειξεν, ἀντί
δένδρων διαφόρων ἄνδρας θείως ἐνασκουμένους ἀποδείξας καί
ἀντί ὡραίων καί ἐτησίων καρπῶν τούς τοῦ ἁγίου πνεύματος,
πάντας ἄλλους νικῶντας».
Ἐκεῖ
ὁ Ἀθανάσιος ἔκτισε τό ἀσκητικό του καταφύγιο καί ὀργάνωσε
τήν πρώτη συστηματική μοναστική κοινότητα μέ αὐστηρή
τυπική διάταξη κοινοβίου πού ὁ ἴδιος διατύπωσε. Ἡ ὑπό τόν
Ἀθανάσιο ἀδελφότητα ἀριθμοῦσε ἤδη δεκατέσσερα μέλη. Στήν
ἀρχή ὁ ὅσιος ἀναχωρητής οἰκοδόμησε στό βράχο ναό τῆς
Θεομήτορος, στήν ὁποία (Παναγία τῆς Μετεωρίτισσας Πέτρας)
ἀφιέρωσε καί τή μονή, ὅπως μαρτυρεῖ ὁ ἴδιος,
ἀπευθυνόμενος, λίγο πρίν πεθάνει, στούς μαθητές καί
συνασκητές του: «Καί πρῶτον μέν παρατίθημι ὑμᾶς ἐν τῇ σκέπῃ
τῆς ὑπερευλογημένης Θεοτόκου καί ἀειπαρθένου Μαρίας,
καθά καί ἡ μονή κεκλήρωται». Ἀργότερα οἰκοδόμησε ἄλλο ναό,
πρός τιμήν τοῦ Μεταμορφωθέντος Σωτῆρος Χριστοῦ, ὁ ὁποῖος
ἀπετέλεσε τό καθολικό τῆς μονῆς καί ἔδωσε καί τή μέχρι
σήμερα ὁριστική ἐπωνυμίας (τῆς Μεταμορφώσεως) τοῦ
μοναστηριοῦ.
Ἔτσι
ὁ Ἀθανάσιος τό λίθο τόν ἀπότο καί δυσκολοανάβατο τόν
μετέβαλε σέ δρόμο εὐκολοδιάβατο, πού ὁδηγοῦσε στόν
«ἀκρόγωνο» λίθο, δηλαδή στόν Χριστό:
«Τόν λίθον, πάτερ, τόν τραχύν καί ἀνάντη πρός λίθον ἀκρόγωνον τρίβον εἰργάσω».
Ἀνεβαίνοντας
σήμερα τή λαξευτή σκάλα, λίγο πρίν ἀπό τήν εἴσοδο τῆς μονῆς
καί πρός τ’ ἀριστερά, ἀντικρύζεις τό ἀσκητήριο τοῦ ὁσίου
Ἀθανασίου, μέσα στή φυσική κοιλότητα τοῦ βράχου,
διαμορφωμένη σέ στοιχειώδη χῶρο κατοικίας καί στόν
ἀπαραίτητο ναΐσκο. Αὐτοῦ, κατά τήν παράδοση, ἀρχικά, μόλις
σκαρφάλωσε στόν Πλατύ Λίθο, ἀσκήτεψε μόνος ὁ ὅσιος
ἐρημίτης, προτοῦ κτίσει ἐπάνω στό πλάτωμα τοῦ βράχου ναό καί
κελλιά γιά τήν ἐξυπηρέτηση τῶν μοναχῶν πού ἀπό νωρίς ἄρχισαν
νά συρρέουν ἐκεῖ.
Ταπεινός
στό ἔπαρκο ὅπως ἦταν ὁ Ἀθανάσιος, παρέμεινε σ’ ὅλη του τή
ζωή ἁπλός μοναχός. Στήν ἄκρα ταπείνωσή του ὀφείλεται ἴσως
καί τό γεγονός ὅτι ὁ ἴδιος δέν ἄφησε γραπτά κείμενά του, ἐνῶ
διέθετε τήν ἀπαραίτητη παιδεία καί τίς ἀπαιτούμενες
γνώσεις.
Ὁ
Ἀθανάσιος, μετά ἀπό σύντομη ἀσθένεια τῆς χολῆς καί τοῦ
ἥπατος κατά τό βιογράφο του («συνέβη τῷ πατρί… ὑπό
μελαγχολικοῦ χυμοῦ νοσῆσαι»), πέθανε ἤρεμα καί εἰρηνικά,
σέ ἡλικία 78 χρόνων, περί τό ἔτος 1380 (ὄχι 1382/83 ὅπως
πιστευόταν μέχρι τώρα). Ἤδη τό Νοέμβριο τοῦ 1381, στό
συνοδικό γράμμα τοῦ μητροπολίτη Λαρίσης Νείλου ὑπέρ τῆς
Μονῆς τῆς Θεοτόκου τῶν Μεγάλων Πυλῶν (Πόρτα-Παναγιᾶς), πού
φυλάσσεται στό ἀρχεῖο τῆς Μονῆς Δουσίκου (Ἁγίου
Βησσαρίωνος), ὑπογράφει ὁ «Μακάριος ἱερομόναχος καί
πνευματικός πατήρ τοῦ Μετεώρου». Εἶναι γνωστό ὅτι ὁ ὅσιος
Ἀθανάσιος, ἐνόσω ἀκόμη ζοῦσε, λίγο πρίν πεθάνει, ὅρισε γιά
μετά τό θάνατό του ὡς «πνευματικό πατέρα» τοῦ Μετεώρου τόν
ἱερομόναχο Μακάριο: «τόν ἐν ἱερομονάχοις κῦριν Μακάριον
πρῶτον γάρ ζῶντος ἐμοῦ ἔταξα τοῦτον ἄρχειν εἰς τάς χρείας τοῦ
κελλίου˙ ἄρτι δέ καί εἰς τάς πνευματικάς διαγωγάς ὀφείλει
ὁδηγεῖν καί ρυθμίζειν ὑμᾶς».
Πραγματικός
ὅμως διάδοχος τοῦ Ἀθανασίου καί δεύτερο κτίτορας τῆς μονῆς
ὑπῆρξε ὁ μοναχός ὅσιος Ἰωάσαφ, πρώην βασιλεύς Ἰωάννης
Οὔρεσης (Uros) Ἄγγελος Κομνηνός Δούκας ὁ
Παλαιολόγος. Ὁ Ἀθανάσιος, ἐνόσω ζοῦσε ἀκόμη, τόν ὅρισε
διάδοχό του: «Κοινῇ γνώμῃ καί βουλῇ πάντων τῶν πατέρων καί
ἀδελφῶν πᾶσαν τήν ἐξουσίαν καί ἀρχήν ἐγχειρίζει τῷ κυρῷ
Ἰωάσαφ τῷ βασιλεῖ»˙ ἀπευθυνόμενος δέ πρός τούς λοιπούς
ἀδελφούς τῆς ποίμνης του παραγγέλνει: «καί ἄς ἄρχη γοῦν καί
ἀπόδοτε αὐτῷ οἱ εὑρισκόμενοι πᾶσαν ὑποταγήν καί
εὐπείθειαν».
Ὁ
Ἰωάννης - Ἰωάσαφ ἦταν γιός τοῦ Ἑλληνοσέρβου βασιλιᾶ
Θεσσαλίας καί Ἠπείρου, μέ ἕδρα τά Τρίκαλα, Συμεών Οὔρεση
Παλαιολόγου (1359-1370). Γεννήθηκε γύρω στά 1349/50. Ἡ μητέρα
του Θωμαΐς ἦταν κόρη τοῦ δεσπότη τῆς Ἠπείρου Ἰωάννη Β΄
Ὀρσίνη (Orsini, 1323-1335) καί ἀδελφή τοῦ
μετέπειτα δεσπότη ἐπσίης τῆς Ἠπείρου Νικηφόρου Β΄ Ὀρσίνη
(+ 1359). Ἀπό τόν πατέρα του συγγένευε μέ τή βυζαντινή
αὐτοκρατορική οἰκογένεια τῶν Παλαιολόγων, τῶν ὁποίων
ἔφερε μέ ὑπερηφάνεια καί τό ἐπώνυμο. Ἡ Μαρία Παλαιολόγου
(1259-1282) ἀπό τόν πατέρα της Ἰωάννη Παλαιολόγο, καί ἐγγονή
ἀπό τή μητέρα της Εἰρήνη τοῦ ὑψηλοῦ ἀξιωματούχου, μεγάλου
λογοθέτη, Θεοδώρου Μετοχίτη, κτίτορα τῆς περιώνυμης
Μονῆς τῆς Χώρας στήν Κωνσταντινούπολη, εἶχε συζευχθεῖ τόν
πάππο τοῦ Ἰωάννη-Ἰωάσαφ Σέρβο βασιλιά Στέφανου Γ΄ Οὔρεση
(1321-1331). Ὁ Ἰωάσαφ εἶχε καί νεότερο ἀδελφό, πού
ὀνομαζόταν Στέφανος. Ἡ ἀδελφή του Μαρία Ἀγγελίνα Κομνηνή
Δούκαινα ἡ Παλαιολογίνα (+ 28 Δεκ. 1394), μεγάλη εὐεργέτις
καί δωρήτρια στή Μονή τοῦ Μετεώρου, εἶχε παντρευτεῖ τό
δεσπότη τῶν Ἰωαννίνων Θωμᾶ Preliubović (+ 23 Δεκ. 1384).
Περί
τό 1370 πέθανε ὁ πατέρας τοῦ Ἰωάννη Συμεών Οὔρεσης, τόν
ὁποῖο ὁ Ἰωάννης καί διαδέχτηκε στήν ἐξουσία. Ἤδη από τό
1359/60 ὁ Συμεών εἶχε ἀναγορεύσει συμβασιλέα τό γιό του
Ἰωάννη, σέ ἡλικία μόλις 10 ἐτῶν ἤ καί μικρότερο. Πολύ
σύντομα ὅμως ὁ νεαρός βασιλιάς Ἰωάννης, οἰστρηλατημένος
ἀπό τό θεῖο ἔρωτα, ἀπαρνεῖται τήν κοσμική ἐξουσία καί τύρβη
καί ἀνταλλάσσει τήν πολυτελή βασιλική πορφύρα μέ τό
φτωχικό μοναχικό τριβώνιο.
Παραδίδει
τότε τήν ἐξουσία στόν καίσαρα Ἀλέξιο Ἄγγελο Φιλανθρωπηνό.
Ἔτσι ὁ Ἰωάννης Οὔρεσης, ὁ τελευταῖος γόνος τῆς ἔνδοξης
σερβικῆς δυναστείας τῶν Νεμανιδῶν (Nemanija),
καταφεύγει, μετά τό Νοέμβριο τοῦ 1372, καί πρίν ἀπό τόν Ἰούνιο
τοῦ 1373, στά Μετέωρα, στή Μονή Μεταμορφώσεως, ὅπου
κείρεται μοναχός καί μετανομάζεται Ἰωάσαφ, σέ ἡλικία 22
περίπου χρόνων.
Οἱ
τελευταῖες, ἴσως καί μόνες του, ἐπίσημες πράξεις ὡς κοσμικοῦ
ἄρχοντα εἶναι δύο «ὀρισμοί – προστάγματα», πού ἐξέδωσε τό
Νοέμβριο τοῦ 1372 ὑπέρ τοῦ περήφημου «πρώτου» τῆς Σκήτης τῶν
Σταγῶν Νείλου. Ἀντίγραφα καί τῶν δύο αὐτῶν ἐγγράφων, σέ
ἑνιαῖο φύλλο χαρτιοῦ, σώζονται στή Μονή Μεταμορφώσεως καί
εἶναι ἐκτεθειμένα σέ προθήκη τοῦ μουσείου της.
Σέ
ἀφιερωτήριο γράμμα τοῦ Ἰουνίου τοῦ 1373, τῆς μοναχῆς
Θεοδούλης Κοτεανίτζαινας πρός τή Μονή τοῦ Μεγάλου
Μετεώρου, ἀναφέρεται ὁ «εὐσεβής καῖσαρ» Ἀλέξιος Ἄγγελος
Φιλανθρωπηνός, διάδοχος τοῦ Ἰωάννη Οὔρεση, πράγμα πού
σημαίνει ὅτι ἤδη τότε ὁ τελευταῖος εἶχε ἐγκαταλείψει τά
ἐγκόσμια καί εἶχε ἀποσυρθεῖ γιά νά περιβληθεῖ τό ἀγγελικό
σχῆμα.
Ὁ
Ἰωάσαφ, μαρτυρρημένα, δύο φορές, γιά μή ἐξακριβωμένους
λόγους, ἄφησε τή μονή τῆς μετάνοιάς του καί ἀπουσίασε στή
Θεσσαλονίκη καί στό Ἅγιον Ὄρος. Ὅταν ὁ Ἀθανάσιος, λίγο πρίν
πεθάνει, σύμφωνα μέ τά ἀναφερόμενα στό Βίο του, θέλοντας
ἴσως ν’ ἀπαλλαγεῖ ὁ ἴδιος ἀπό τίς διοικητικές καί ἄλλες
εὐθύνες λόγῳ γήρατος, παρεχώρησε στό βασιλέα-μοναχό
Ἰωάσαφ «πᾶσαν τήν ἐξουσίαν καί ἀρχήν», ὁ Ἰωάσαφ, μετά ἀπό
μικρό χρονικό διάστημα, ἄφησε τό μοναστήρι καί τό ἀξίωμά
του καί μετανάστευσε στή Θεσσαλονίκη: «διαρκέσας ἐν τούτῳ
βραχύν τινα χρόνον, μεταναστεύει πρός Θεσσαλονίκην». Τό
γεγονός αὐτό πρέπει νά τοποθετηθεῖ γύρω στά 1379/80.
Λίγο
ὅμως μετά τό θάνατο τοῦ Ἀθανασίου (περί τό 1380), ὁ Ἰωάσαφ
ἐπέστρεψε πάλι στή Μονή τοῦ Μετεώρου, ὅπου καί ἀνέλαβε τά
καθήκοντά του ὡς διάδοχος τοῦ πνευματικοῦ του πατέρα. Ἤδη τό
Νοέμβριο τοῦ 1381, στό ἐκκλησιαστικό γράμμα τοῦ μητροπολίτη
Λαρίσης Νείλου, ὑπογράφει ἀνάμεσα σέ πολλούς ἄλλους,
ἀμέσως μετά τό μητροπολίτη, ὁ «Ἰωάνν(ης) Οὔρεσης ὁ
Παλαιολόγος ὁ διά τοῦ θείου καί ἀγγελικοῦ σχήματος
μετόνομασθῆς Ἰωἄσαφ (μον)αχ(ός)». Τό Μάιο τοῦ 1386 ἡ
«δέσποινα» τῶν Ἰωαννίνων Μαρία Ἀγγελίνα Παλαιολογίνα
ἀπευθύνει γράμμα στόν ἀδελφό της βασιλέα-μοναχό
Ἰωάννη-Ἰωάσαφ σχετικό μέ δωρεές της πρός τή μονή τοῦ
Μετεώρου. Τό γράμμα αὐτό βρίσκεται σήμερα ἐκτεθειμένο σέ
προθήκη τοῦ μουσείου τῆς μονῆς.
Τό
1394, ὅπως μαρτυρεῖται ἀπό ἐπίσημα ἔγγραφα (τοῦ Ὀκτωβρίου
καί τοῦ Νοεμβρίου τοῦ ἔτους αὐτοῦ), ὁ Ἰωάσαφ, μαζί μέ τόν
ἱερομόναχο Σεραπίωνα καί τούς μοναχούς Φιλόθεο καί
Γεράσιμο, ἐγκατέλειψε τή Μονή τοῦ Μετεώρου καί
ἐγκαταστάθηκαν καί οἱ τέσσερις στή Μονή Βατοπεδίου τοῦ
Ἁγίου Ὄρους. Αὐτό συνέβη, πιθανότατα, ἐξαιτίας τῆς
εἰσβολῆς τοῦ Βαγιαζίτ Α΄ στή Θεσσαλία καί τῆς ὁριστικῆς
κατάκτησης τῆς περιοχῆς ἀπό τούς Τούρκους (τέλη 1393/ἀρχές
1394). Τό 1396, ὅπως συνάγεται πάλι ἀπό ἁγιορειτικό γράμμα
τῆς Μονῆς Διονυσίου (τοῦ «πρώτου» Νεοφύτου, Ἰαν. 1400), ὁ
Ἰωάσαφ ἔχει ἐπιστρέψει, γιά νά παραμείνει ὁριστικά πιά, στή
μονή τῆς μετάνοιάς του, τῆς ὁποίας εἶχε προηγουμένως
ὑπάρξει ὁ ἀνακαινιστής καί δεύτερος κτίστης (μετά τόν
Ἀθανάσιο).
Στίς
ἀποδημίες τοῦ Ἰωάσαφ πρέπει νά συγκαταλεχθεῖ καί ἡ
προσωρινή, γιά οἰκογενειακούς λόγους, μετάβασή του στά
Γιάννενα κατά τά τέλη Δεκεμβρίου τοῦ 1384 καί τίς ἀρχές
Ἰανουαρίου τοῦ 1385, μετά τή δολοφονία (+ 23 Δεκ. 1384) τοῦ
δεσπότη τῆς πόλεως αὐτῆς Θωμᾶ Preliubović,
τοῦ συζύγου τῆς ἀδελφῆς του Μαρίας Ἀγγελίνας. Στίς 31 Ἰαν.
τοῦ 1385 ἡ Μαρία παντρεύεται, σέ δεύτερο γάμο, τόν Esaü Buondelmonti, «τόν ἀδελφόν τῆς ἐν Κεφαλληνίᾳ δουκέσσης».
Ὁ
Ἰωάσαφ, σύμφωνα μέ τίς ἐπίσημες ἐπιγραφικές μαρτυρίες
τῆς μονῆς, τό ἔτος .... [=6896] ἀπό κτίσεως κόσμου, πού
ἀντιστοιχεῖ μέ τό κοσμοσωτήριο ἔτος 1387/88, δηλαδή πρίν
ἐξακόσια χρόνια περίπου, ἐπεκτείνει καί ἐπανακτίζει
μεγαλοπρεπέστερο τόν ἀρχικό ναό πού εἶχε ἀνεγείρει ὁ
Ἀθανάσιος: «Εἶτα… ἀνεγείρεται ναός τῷ Σωτῆρι Χριστῷ
ὡραιότατος, οὗπερ μέρος καθελών ὕστερον ὁ ἀναδεξάμενος
παρ’ αὐτοῦ τό κελλίον κλεινός Ἰωάσαφ εἰς μῆκος καί ὕψος καθώς
νῦν ὁρᾶτ,αι ἀνήγειρεν» (Βίος Ἀθανασίου). Πρόκειται γιά τό
εὐρύχωρο ναόσχημο ἱερό, στόν τύπο τοῦ σταυροειδοῦς
δικιόνιου ναοῦ, μέ τροῦλλο, τοῦ σημερινοῦ καθολικοῦ τῆς
μονῆς, τό ὁποῖο κοσμεῖται μέ ἐξαιρετικῆς τέχνης
τοιχογραφίες τοῦ ἔτους 1483.
Τό
1385/86 ὁ Ἰωάσαφ χρηματοδότησε τήν ἀντιγραφή ἀπό τό
χαρτοφύλακα τῆς ἐπισκοπῆς Τρικάλων ἱερέα Θωμᾶ Ξηρό τοῦ
κώδικα 555 (Πραξαπόστολος) τῆς Μονῆς Μεταμορφώσεως. Τό
προσωπικό του ὅμως ἐγκόλπιο, ἕνα θαυμάσιο περγαμηνό
τετραβάγγελο, μικροῦ σχήματος (12 Χ 9,5 ἑκ.), γραμμένο
καλλιγραφικά σέ πολύ λεπτή καί ἄριστη ποιότητας περγαμηνή,
μέ καλλιτεχνική καί πολυτελή ἀργυρόδετη στάχωση,
βρίσκεται σήμερα (χ/φο ὑπ’ ἀριθ. 58) στήν Ἐθνική Βιβλιοθήκη
Ἀθηνῶν, ὅπου μεταφέρθηκε τό 1882 μαζί μέ ἄλλα μετεωρικά
χειρόγραφα. Στό ἐσωτερικό τῆς πρόσθιας πινακίδας τῆς
στάχωσης φέρει τήν ἰδιόχειρη ὑπογραφή του: Ἰωάσαφ.
Στά
1389/90 ὁ Ἰωάσαφ συνετέλεσε στήν ἵδρυση καί προαγωγή τῆς
Μονῆς τῆς Ὑψηλοτέρας, τῆς ἐπιλεγόμενης τῶν Καλλιγράφων,
στόν ἀπέναντι ἀπό τό Μεγάλο Μετέωρο ἀπότομο καί ἀπρόσιτο
σήμερα βράχο.
Ὁ
Ἰωάσαφ, «τό ἀειθαλές δένδρον καί ὑψίκομον… ὅπερ θάλπει
πάντας, ὁ ἅγιος, ὁ γλυκύς, ὁ πρᾶος, ὁ ἥσυχος, ὁ ἀγχίνους», «τό
ἐκ ρίζης βασιλικῆς βλάστημα», ὅπως τόν χαρακτηρίζει ὁ
ὁμώνυμός του μητροπολίτης Λαρίσης Ἰωάσαφ σέ γράμματά του
τῶν ἐτῶν 1401/2, πέθανε πιθανότατα γύρω στά 1422/23.
Τόν
Ἀθανάσιο καί τόν Ἰωάσαφ, «τούς τοῦ Μετεώρου οἰκήτορας καί
ναοῦ τοῦ θείου δομήτορας», ἡ Ἐκκλησία μας κατέταξε στή
χορεία τῶν ὁσίων καί τιμᾶ τή μνήμη τους στίς 20 Ἀπριλίου.
Ἀνώνυμος ὑμνογράφος (κώδ. Μ. Μεταμ. 354), μεγαλύνοντας καί
ἐξαίροντας τήν ἀρετή τῶν θείων κτιτόρων, παρατηρεῖ: «Πέτραν
ἀναβάντες εἰς ὑψηλήν,/ θεῖε Ἰωάσαφ, Ἀθανάσιέ τε σοφέ,/
ἀρετῆς εἰς ὕψος ἀνήλθετε, κἀντεῦθεν/ τῶν οὐρανῶν εἰς ὕψη
μετεβιβάσθητε».
Στά
μέσα τοῦ ΙΣΤ΄ αἰώνα ἡ μονή γνώρισε ἰδιαίτερη ἀκμή καί
ἄνθιση. Ὁ οἰκουμενικός πατριάρχης Ἱερεμίας Α΄ (1522-1546), ὁ
ὁποῖος τό 1540, ὅπως συνάγεται ἀπό μαρτυρίες ἐπίσημων
ἐκκλησιαστικῶν ἐγγράφων, ἐπισκέφθηκε τό Μεγάλο Μετέωρο,
μέ σιγιλλιῶδες γράμμα του τοῦ ἔτους αὐτοῦ (πού δέν σώζεται
σήμερα) ἀναγνώρισε καί κατοχύρωσε τά προνόμια καί τήν πλήρη
ἀνεξαρτησία τοῦ μοναστηριοῦ κατά τό πρότυπο τῶν
ἁγιορειτικῶν μονῶν.
Στά
1544/45, σύμφωνα μέ ἐντοιχισμένη μαρμάρινη ἐπιγραφή,
ἀνεγέρθηκε ὁ μεγαλόπρεπος κυρίως ναός καί ἡ λιτή τοῦ
σημερινοῦ ἐπιβλητικοῦ καθολικοῦ τῆς μονῆς. Ὁ ναός
ἀκολουθεῖ τό γνωστό ἀρχιτεκτονικό ἀθωνικό τύπο, εἶναι
δηλαδή σταυροειδής ἐγγεγραμμένος, τετρακιόνιος, μέ τίς δύο
χαρακτηριστικές κόγχες ἀριστερά καί δεξιά, τούς λεγόμενους
χορούς. Ὁ κυρίως ναός, ὅπως μαρτυρεῖ ἄλλη ἐπιγραφή του,
ἁγιογραφήθηκε στά 1552 ἐπί ἡγουμέβου Συμεών, καί ἀποτελεῖ
ἕνα ἀπό τά λαμπρότερα καί ἀξιολογότερα τοιχογραφικά
σύνολα τῆς μεταβυζαντινῆς ζωγραφικῆς.
Ὁ
ἴδιος δραστήριος ἡγούμενος ἔκτισε στά 1557 καί τήν τράπεζα
τῆς μονῆς, σπουδαίο καί ἐνδιαφέρον ἀρχιτεκτονικό
οἰκοδόμημα, πού μέ πέντε κίονες κατά μῆκος χωρίζεται σέ δύο
κλίτη, μέ θαυμαστῆς τελειότητας πλινθόκτιστα τόξα,
σταυροθόλια καί θόλους στή στέγη. Γιά ὅλες αὐτές τίς
δραστηριότητες καί τό σπουδαῖο οἰκοδομικό του ἔργο ὁ
ἠπειρώτης ἡγούμενος Συμεών θεωρεῖται ὡς τρίτος κτίτορας
τῆς μονῆς.
Πλάι
στήν τράπεζα, ὅπως συνηθίζεται σ’ αὐτές τίς περιπτώσεις,
πρός τό βόρειο τοῖχος της, εἶναι κτισμένη ἡ ἑστία, δηλαδή τό
μαγειρεῖο τῆς μονῆς. Ἡ ἑστία ἔχει καί ἐδῶ τόν καθιερωμένο
μοναστηριακό ἀρχιτεκτονικό τύπο˙ ἀποτελεῖται ἀπό ἕνα
εὐρύχωρο τετράγωνο δωμάτιο πού στεγάζεται ὁλόκληρο ἀπό
ἕνα ἡμισφαιρικό θόλο, ὁ ὁποῖος στήν κορυφή του καταλήγει σέ
ἕνα μικρό τρουλλίσκο˙ τά παράθυρα τῆς σφενδόνης τοῦ
τρουλλίσκου χρησιμεύουν γιά τήν ἔξοδο τοῦ καπνοῦ. Ἡ ἑστία,
καλά συντηρημένη καί καθαρισμένη σήμερα, ἐκτός ἀπό τό
ἀρχιτεκτονικό παρουσιάζει καί ἄλλο ἐνδιαφέρον γιά τόν
ἐπισκέπτη, γιατί σ’ αὐτήν ἔχουν συγκεντρωθεῖ καί εἶναι
ἐκτεθειμένα πολλά παλαιά χάλκινα, πήλινα ἤ ξύλινα
μαγειρικά καί ἄλλα σκεύη, πού χρησιμοποιοῦσαν τότε γιά τίς
ἀνάγκες τους οἱ μοναχοί.
Τόν
Ἰούλιο τοῦ 1572, σύμφωνα μέ τήν ἐντοιχισμένη ἐξωτερική
πλίνθινη ἐπιγραφή, ἀνεγέρθηκε τό νοσοκομεῖο-γηροκομεῖο
τοῦ μοναστηριοῦ, σπουδαῖο καί αὐτό ἀπό ἀρχιτεκτονική ἄποψη
κτίριο, μέ τήν περίτεχνη πλινθόκτιστη ὀροφή τοῦ ἰσογείου
του, μέ κεντρικό θόλο, στηριζόμενο σέ τέσσερις κίονες, καί μέ
ὀκτώ πλευρικά σταυροθόλια.
Ἤδη κατά τή δεύτερη δεκαετία τοῦ ΙΣΤ΄ αἰ., στά χρόνια τῆς ἀρχῆς τοῦ βοεβόδα τῆς Βλαχίας NeagoeBasarab
(1512-1521), μέ προσωπικά ἔξοδα τοῦ δυναμικοῦ καί
φιλόθρησκου αὐτοῦ ἡγεμόνα, εἶχε κατασκευαστεῖ ὁ πύργος καί ἡ
κλίμακα ἀνόδου (ὄχι ἡ σημερινή λαξευτή στό βράχο πού
κατασκευάστηκε τό 1922, ἀλλά ξύλινη ἀνεμόσκαλα
προσηλωμένη κατακόρυφα στό βράχο) τῆς μονῆς, ὅπως μᾶς
πληροφορεῖ γράμμα τοῦ καθηγουμένου τοῦ Μετεώρου
Διονυσίου: «αὐτός δέ ὁ μακαρίτης κύρ Ἰωάννης ὁ Νεάγγος
ἐκατάρτισεν ἐκατάρτισεν ἡμῖν πύργον ἄνω ἐν τῷ λίθῳ καί τήν
κλίμακα ἐκαλλιέργησεν καί τάς ζευκτηρίας αὔξησεν καί πολλά
ἀγαθά προτερήματα ἐν τῷ μοναστηρίῳ πεποίηκε καί κειμήλια
ἐδωρήσατο».
Ἀνάμεσα
στούς παλαιούς ἡγουμένους, τῶν ὁποίων τό πέρασμα ἄφησε
ἀνεξάλειπτα τά ἴχνη τῆς ἔντονης παρουσίας τους στή μονή,
ἐξέχουσα θέση κατέχει ὁ Παρθένιος Ὀρφίδης, ὁ
«μουσικώτατος» καί «ψάλτης», κατά τά τέλη τοῦ ΙΗ΄ καί τίς ἀρχές
τοῦ ΙΘ΄ αἰώνα. Ἀναφέρεται ἐπανειλημμένα σέ ἐπιγραφές ὡς
ἀνακαινιστής καί δωρητής εἰκόνων, ὅπως στό παρεκκλήσι τοῦ
Τιμίου Προδρόμου (1784), στό τέμπλο τοῦ ναοῦ τοῦ καθολικοῦ τῆς
μονῆς (1790), καί στό παρεκκλήσι τῶν ἰσαποστόλων Ἁγίων
Κωνσταντίνου καί Ἑλένης, καθώς ἐπίσης καί ὡς δωρητής παλαιοῦ
κομψοῦ προσκυνηταρίου μέ ὡραία ἔνθετη διακόσμηση ἀπό
φίλντισι, τό ὁποῖο βρίσκεται στόν κυρίως ναό τοῦ καθολικοῦ
καί φέρει τήν ἐπιγραφή:
ΕΠΙ
ΠΡΟΕΔΡΟΥ ΠΑΡΘΕ/ΝΙΟΥ ΟΡΦΙΔΟΥ ΗΓΟΥΜΕ/ΝΟΥ ΤΕ ΤΗΣ ΜΟΝΗΣ/ ΜΕΤΕΩΡΟΥ ΣΥΝ
ΚΑΛ/ΛΙΝΙΚΩ ΤΩ ΝΙΚΗΝ/ ΜΟΥΣΑΙΣ [ΔΙΔ]ΟΝΤ/ ΠΕΡΙΦΑ[ΝΕΣΙ] ΚΑΛΛ/ΕΣΙΝ ΤΑΔ
ΥΦΑΝΘΗ.
Στίς
ἡμέρες του ἀνεγέρθηκε (1789) τό παρεκκλήσι τῶν Ἁγίων
Κωνσταντίνου καί Ἑλένης καί κατασκευάστηκε (1791) τό
ἀριστουργηματικό ξυλόγλυπτο τέμπλο τοῦ κυρίως ναοῦ τοῦ
καθολικοῦ τῆς μονῆς. Μέ δική του, τέλος, πρωτοβουλία καί
προσωπικά του ἔξοδα εἶχε οἰκοδομηθεῖ (1806), ὁλόκληρη νέα
σειρά κελλιῶν (ἡ σχετική ἐπιγραφή, σέ μάρμαρο, φυλάσσεται
σήμερα στό μουσεῖο, γιατί τά κελλιά αὐτά ἔχουν κατεδαφιστεῖ
καί ἀνακτιστεῖ).
Καί
ὅλα αὐτά, ἐνῶ παρέλαβε τό μοναστήρι «εἰς ἐσχάτην πενίαν
καί εἰς χρέος βαρύτατον καί φορτίον δυσβάστακτον», ὅπως
χαρακτηριστικά ἀναφέρει ὁ ἴδιος σέ ἀχρονολόγητη
ἁπανταχοῦ του ζητείας. Ἤδη ἀπό τόν Ἀπρίλιο (8-25) τοῦ 1779, πού
ὁ Σουηδός ἀνατολιστής JacobJ. Björnstahlἐπισκέφθηκε
τή Μονή τοῦ Μεγάλου Μετεώρου, ἡγούμενος τοῦ μοναστηριοῦ
ἦταν ὁ Παρθένιος, ὁ ὁποῖος ἐπιδαψίλευσε στόν ξένο
περιηγητή φιλόφρονη φιλοξενία καί τόν διευκόλυνε στίς
ἐρευνητικές του ἀναζητήσεις. Μουσικά του μέλη περιέχει ὁ
κώδ. 329 τῆς μονῆς.
Στά
1809, μετά τό μαρτυρικό τέλος τοῦ θρυλικοῦ παπᾶ-Θύμιου
Βλαχάβα στά Γιάννενα ἀπό τό θηριώδη Ἀλή-Πασά, ὁ ἡγούμενος
Παρθένιος Ὀρφίδης βρίσκεται αἰχμάλωτος στήν ἠπειρωτική
πρωτεύουσα, φυλακισμένος στά μπουντρούμια τοῦ Ἀλῆ γιατί
προφανῶς ἡ Μονή τοῦ Μεγάλους Μετεώρου, ὅπως καί οἱ ὑπόλοιπες
μονές, εἶχε ὑποθάλψει καί ἐνισχύσει τό κίνημα τοῦ φλοτεροῦ
ἱερωμένου. Γι’ αὐτό, ἐκτός ἀπό τή Μονή τοῦ Ἁγίου Δημητρίου
πού κυριολεκτικά ἱσοπεδώθηκε ἀπό τά τηλεβόλα τῶν
Τουρκαλβανῶν, καί ὅλα τά ἄλλα μετεωρίτικα μοναστήρια
γνώρισαν τότε τήν ἐκδικητική μανία τοῦ φοβεροῦ τυράννου των
Ἰωαννίνων. Ἡ ἐνθύμηση τοῦ ἁπλοϊκοῦ καί ἀγράμματου
παπᾶ-Χρύσανθου ἀπό τά Τρίκαλα (κώδ. Μ. Βαρλαάμ 106) μέ τρόπο
συγκινητικό, λακωνικό ἀλλά καί πολύ εὔγλωττο, ἀπεικονίζει
τά γεγονότα: «1809… επιασαι ω καπιταν πασιας των Παπαθημιο
Πλαχαβα και αιστηλαι υς τα Ιωανηνα στω βιζιρι και τον αικαμι
ζτηραικυα ταισιρα… και τελυωνοντας ω πολμος αιστηλαι ω
βεζιρησ και εβουλωσε τα μοναστηρια και επιρε κε του γουμενοσ
απωνι [=ὁπού ’ναι], ης τα Ειωανηνα εος την σιμαιρον
ημαιραν».
Πρέπει,
τέλος, νά ἀναφέρομε καί τό λόγιο καί πολυπράγμονα ἡγούμενο
τῆς Μονῆς τοῦ Μετεώρου, στά τέλη τοῦ ΙΘ΄ αἰώνα, ἱερομόναχο
Πολύκαρπο Ραμμίδη, συγγραφέα (1882) καί τῆς πρώτης γενικῆς
ἱστορίας τῶν μονῶν τῶν Μετεώρων.
Ἡ
Μονή ἔχει καί δύο παλαιά παρεκκλήσια. Τό παρεκκλήσι τοῦ
Τιμίου Προδρόμου, θολοσκέπαστο μέ τρίριχτη ἐξωτερικά
στέγη, εἶναι στή σημερινή του μορφή μικρός μονόχωρος ναός τοῦ
τέλους τοῦ ΙΗ΄ αἰ. Ἔχει ὅμως καί παλαιότερες οἰκοδομικές
φάσεις, μέ ἄλλο προορισμό τοῦ χώρου, πού ἀνάγονται ἴσως στά
χρόνια τῶν κτιτόρων τῆς μονῆς Ἀθανασίου καί Ἰωάσαφ. Σέ
παρεκκλήσι διαμορφώθηκε, πιθανότατα, στίς ἀρχές τοῦ ΙΖ΄
αἰώνα. Βρίσκεται στό ἀνατολικό ἄκρο τῆς νότιας πλευρᾶς τοῦ
καθολικοῦ, δίπλα στό ἱερό, μέ τό ὁποῖο καί ἐπικοινωνεῖ.
Τό
παρεκκλήσι τῶν Ἁγίων Κωνσταντίνου καί Ἑλένης εἶναι καί αὐτό
μικρός μονόχωρος ναός τοῦ τέλους τοῦ ΙΗ΄ αἰ. μέ ὡραῖο τροῦλλο,
προσαρμοσμένο μορφολογικά στόν ἐπιβλητικό τροῦλλο τοῦ
καθολικοῦ. Σύμφωνα μέ τήν ἐντοιχισμένη ἐξωτερικά
ἐπιγραφή του, ἀνεγέρθηκε τό Μάρτιο τοῦ 1789, ἐπί ἡγουμένου
Παρθενίου Ὀρφίδη, μέ ἔξοδα τοῦ μοναχοῦ Διονυσίου καί τοῦ
γιοῦ του, ἱερομονάχου Ζαχαρία, ἀπό τήν Κόνιτσα. Βρίσκεται
στά δυτικά τοῦ καθολικοῦ καί πολύ κοντά σ’ αὐτό.
Ὑπάρχει
καί ἕνα καινούργιο, τρίτο παρεκκλήσι, τοῦ Ἁγίου Νεκταρίου,
στό ἰσόγειο τῆς ἀνακαινισμένης βορειοδυτικῆς πτέρυγας τῶν
κελλιῶν, τό ὁποῖο κοσμεῖται μέ καλῆς τέχνης σύγχρονες
τοιχογραφίες.
Πολλές
εἶναι οἱ καταστροφές τῶν καιρικῶν περιστάσεων πού ἔπληξαν
τό μοναστήρι τοῦ Μεγάλου Μετεώρου. Ἐπιδρομές ἀθέων καί
ἀσεβῶν, κλεψιές καί λεηλασίες, πυρκαγιές: «Ἐπί ἔ[τους] ᾳχθ΄
[=1609] ἐσκήλευσαν τό μοναστήρι ἀγαρηνοί (;)… ἐροίμοσεν
παντελῶς τό μοναστήρι καί τό γράφωμεν ἐνθύμησιν τῶν
μεταγενεστέρων ἀδελφῶν» (σημείωση στό τοιχογραφημένο
τμῆμα τοῦ ἐξωτερικοῦ νάρθηκα, στό ἀνατολικό ἄκρο). Ὁ
Σουηδός περιηγητής J. Björnstahlστό
«Ὁδοιπορικό» του (1779, πρωτοεκδόθηκε ὅμως στά 1783) μᾶς
διασώζει ἐνδιαφέρουσες ἐνθυμήσεις γιά τήν ἱστορία τῆς
μονῆς, τίς ὁποῖες διάβασε σέ χειρόγραφο εὐαγγέλιο πού
σήμερα δέν ὑπάρχει. Σύμφωνα μέ τίς ἐνθυμήσεις αὐτές, στά 1616,
Μεγάλη Παρασκευή, ἡ μονή λεηλατήθηκε ἄγρια ἀπό τόν πασά
τῶν Ἰωαννίνων Ἀρσλάν – μπέη (+ 1618), ὁ ὁπῖος, «μέ τό πρόσχημα
πώς ἤθελε νά σεργιανίσει ἐκεῖ ἀπάνω καί νά δεῖ τή μονή μαζί
μέ τή συνοδεία του, ξεγέλασε τούς μοναχούς˙ καί μόλις τούς
ἔσυραν ἀπάνω, ἄρχισε μέ τούς στρατιῶτες του νά τούς
τουφεκάει. Σκότωσε τρεῖς ἕως τέσσερις ἀπ’ αὐτούς καί ἔπειτα
ἅρπαξε τά πάντα». Λίγα χρόνια ἀργότερα, στίς 26 Ὀκτωβρίου τοῦ
1633, μεγάλη πυρκαγιά ἀποτελείωσε τήν καταστροφή.
Ὅμως
τό Μεγάλο Μετέωρο, μέσα ἀπό τίς ἀτέλειωτες περιπέτειες
καί τούς κατατρεγμούς ἕξι αἰώνων, συνέχισε χωρίς διακοπή τή
μοναστική παρουσία καί ἀκτινοβολία του καί διαφύλαξε,
κατά τό μεγαλύτερο μέρος, τούς πολύτιμους θησαυρούς καί τά
ἀνεκτίμητα ἐθνικά καί θρησκευτικά του κειμήλια. Τό
σπουδαιότερο ἀπ’ ὅλα ὅμως, στά ἑξακόσια αὐτά χρόνια
ἀποτελεῖ ζωντανή ἔπαλξη τοῦ ὀρθόδοξου μοναχισμοῦ,
προπύργιο ἀληθινό τῆς χριστιανοσύνης καί κιβωτό ἱερή τῶν
ἐκκλησιαστικῶν καί ἐθνικῶν παραδόσεων τοῦ Ἑλληνισμοῦ.
1.
Τοιχογραφίες.- Ἡ τοιχογράφηση τοῦ καθολικοῦ, ἐκτός ἀπό
ἐκείνη τοῦ ἱεροῦ (πού εἶναι παλαιότερη κατά 80 περίπου
χρόνια), εἶχε ἀποπερατωθεῖ στίς 8 Νοεμ. τοῦ 1552, ὅταν
ἡγουμένευε ὁ Γιαννιώτης Συμεών, σύμφωνα μέ τή γραπτή
κτιτορική ἐπιγραφή πάνω ἀπό τήν εἴσοδο τοῦ κυρίως ναοῦ:
ΑΝΗΓΕΡΘΗ
ΕΚ ΒΑΘΡΩΝ, ΚΑΙ ΑΝΙΣΤΟΡΗΘΗ, Ο ΠΑΝΣΕΠΤΟΣ ΚΑΙ ΘΕΙΟΣ ΝΑΟΣ ΟΥΤΟΣ, ΤΟΥ
Κ(ΥΡΙΟ)Υ/ ΚΑΙ Θ(ΕΟ)Υ ΚΑΙ ΣΩΤΗΡΟΣ ΗΜΩΝ Ι(ΗΣΟ)Υ Χ(ΡΙΣΤΟ)Υ, ΤΗΣ
ΜΕΤΑΜΟΡΦΩΣΕΩΣ˙ ΔΙΑ ΣΗΝΔΡΟΜΗΣ ΚΑΙ ΚΟΠΟΥ/ ΤΩΝ ΕΥΡΙΣΚΟΜΕΝΩΝ ΑΔΕΛΦΩΝ˙
ΗΓΟΥΜΕΝΕΥΟΝΤΟΣ ΚΥΡΟΥ ΣΥΜΕΩΝ ΙΕΡΟΜΟΝΑΧΟΥ˙ / ΕΠΙ ΕΤΟΥΣ ζῶ ξῶ Αω [7061 –
5509 = 1552] ΕΝ ΜΗΝΙ ΝΟΕΜΒΡΙΩ Η˙ ΙΝ(ΔΙΚΤΩ)ΝΟΣ ΙΑης.
Ἄλλη
ἐπιγραφή χαραγμένη σέ μαρμάρινη πλάκα, ἐντοιχισμένη
ἐξωτερικά, ἀριστερά ἀπό τή βόρεια εἴσοδο τῆς λιτῆς, μᾶς
πληροφορεῖ ὅτι ἡ ἀνοικοδόμηση τοῦ καθολικοῦ τῆς μονῆς εἶχε
ἤδη συντελεσθεῖ ἀπό τό ἔτος 1544/45:
+
ΑΝΟΙΚΟΔΟΜΗΘΗ Ο /ΠΑΝΣΕΠΤΟΣ ΟΥΤΟΣ ΝΑΟΣ ΤΗΣ ΜΕΤΑ/ΜΟΡΦΩΣΕΟΣ ΤΟΥ Κ(ΥΡΙΟ)Υ
ΗΜΩΝ Ι(ΗΣΟ)Υ Χ(ΡΙΣΤΟ)Υ / ΔΙΑ ΣΥΝΔΡΟΜΗΣ ΚΑΙ ΚΟΠΟΥ ΤΩΝ ΠΑΡΕΥΡΙΣΚΟ/ΜΕΝΩΝ
ΑΔΕΛΦΩΝ + ΕΤΟΥΣ ζΝΓ [7053 – 5509/8 = 1544/5].
Ἡ
λιτή, εὐρύχωρη, μέ τέσσερις κίονες καί ἐννέα σταυροθόλια,
εἶναι κατάκοσμη ἀπό τοιχογραφίες. Στό δυτικό, τό βόρειο καί
τό νότιο τοῖχο, καθώς καί στά σταυροθόλια τῆς ὀροφῆς
εἰκονίζονται μαρτύρια ἁγίων, ὅπως συνηθίζεται στίς λιτές
τῶν καθολικῶν, γιά τήν ἐνίσχυση καί ἐνθάρρυνση τῆς πίστης καί
τῆς καρτερίας τοῦ χριστιανοῦ πρίν ἀπό τήν εἴσοδό του στόν
κυρίως ναό καί τήν προβολή τῆς δόξας καί τοῦ μεγαλείου τῆς
Ἐκκλησίας. Στό ΝΔ ἄκρο τοῦ νότιου τοίχου, σέ ἀβαθή κόγχη, πάνω
ἀπό τόν τάφο τους, εἰκονίζονται ὁλόσωμοι οἱ ὅσιοι κτίτορες
τῆς μονῆς Ἀθανάσιος καί Ἰωάσαφ, φορώντας τίς μοναχικές τους
ἐνδυμασίες καί κρατώντας ἀπό κοινοῦ στά χέρια τους, ὅπως
συμβαίνει σ’ αὐτές τίς περιπτώσεις, ὁμοίωμα τοῦ ναοῦ πού
ἀνήγειραν. Στόν ἀνατολικό τοῖχο, ἀριστερά τῆς κεντρικῆς
εἰσόδου πρός τό ναό, σέ μικρή κόγχη, ὁ ἅγιος Ἰωάννης ὁ
Πρόδρομος˙ δεξιά, σέ κόγχη πάλι, ἡ Βάπτιση τοῦ Χριστοῦ. Στόν
ἴδιο τοῖχο, πάνω ἀπό τήν κυρία εἴσοδο, ἡ Δέηση, μέ τό Χριστό
στή μέση, ἀριστερά τήν Παναγία καί δεξιά τόν Πρόδρομο. Στό ΒΑ
ἄκρο ἡ Α΄ Οἰκουμ. Σύνοδος τῆς Νίκαιας, ἐνῶ στό ΝΑ ἡ Ζ΄ Οἰκουμ.
Σύνοδος.
Στήν
κάτω ζώνη (στό βόρειο καί στό νότιο τοῖχο) εἰκονίζονται οἱ
μεγάλες μορφές τοῦ ἀσκητισμοῦ, ὅπως ὁ ἅγιος Ὀνούφριος,
Μάξιμος ὁ Ὁμολογητής, Παῦλος ὁ Θηβαῖος, Ζωσιμᾶς, ὁσία
Μαρία ἡ Αἰγυπτία, Παῦλος ὁ ἐν Λάτρῳ, Βαρλαάμ. Δέν λείπουν καί
οἱ μεγάλοι μελωδοί τῆς Ἐκκλησίας, ὅπως ὁ Ἰωάννης
Δαμασκηνός καί ὁ Κοσμᾶς ὁ ποιητής.
Κατάγραφος
ἐπίσης εἶναι καί ὁ κυρίως ναός. Στόν τροῦλλο ὁ Χριστός ὡς
παντοκράτορας καί παντεπόπτης κυριαρχεῖ μέ τή θέση καί τό
μέγεθός του. Περιβάλλεται ἀπό τιμητική χορεία ἀγγέλων. Στό
τύμπανο τοῦ τρούλλου, ἀνάμεσα στά παράθυρα, ὁλόσωμοι οἱ
προφῆτες κρατοῦν εἰλητά μέ τίς προρρήσεις τους, πού ἀναγγέλουν
τήν ἔλευση τοῦ Σωτήρα. Στά σφαιρικά τρίγωνα οἱ τέσσερις
εὐαγγελιστές.
Στό
δυτικό τοῖχο καί σ΄το δυτικό τμῆμα τοῦ βόρειου καί νότιου
τοίχου, στήν κάτω ζώνη, μορφές ὁλόσωμες μεγάλων ὁσίων καί
ἁγίων ἀσκητῶν - ἀναχωρητῶν (ἅγ. Εὐθύμιος, Σάββας ὁ
Ἡγιασμένος, Παχώμιος, Ἀντώνιος, Θεοδόσιος ὁ Κοινοβιάρχης,
Ἀθανάσιος ὁ Ἀθωνίτης, Ἐφραίμ ὁ Σύρος, Στέφανος ὁ νέος,
Ἰωάννης τῆς Κλίμακος, Νεῖλος, Ἀρσένιος ὁ μέγας, Ἱλαρίων
κ.ἄ.). Στή νότια παραστάδα τοῦ δυτικοῦ τοίχου εἰκονίζεται
ὁλόσωμος, ντυμένος μέ τό μοναχικό του τριβώνιο καί κρατώτας
σταυρό στό δεξί του χέρι καί εἰλητάριο στό ἀριστερό, ὁ
ἱδρυτής τῆς μονῆς, «ὁ ὅσιος πατήρ ἡμῶν Ἀθανάσιος καί
καθηγητής τοῦ ἁγίου Μετεώρου». Στή βόρεια παραστάδα, σέ
ἀντίστοιχη θέση, εἰκονίζεται κατά τόν ἴδιο τρόπο «ὁ ὅσιος
πατήρ ἡμῶν Ἰωάσαφ ὁ κτήτωρ», κρατώντας μέ τό δεξί του χέρι
ὁμοίωμα τοῦ καθολικοῦ τῆς μονῆς πού ἔκτισε.
Στούς
χορούς τοῦ ναοῦ, στήν κάτω ζώνη, εἰκονίζονται ὁλόσωμοι
στρατιωτικοί ἅγιοι (ἅγ. Γεώργιος, Θεόδωρος ὁ Τήρων,
Προκόπιος, Νικήτας, Ἰάκωβος ὁ Πέρσης, Εὐστάθιος στό νότιο
χορό˙ Μερκούριος, Ἀρτέμιος, Θεόδωρος ὁ Στρατηλάτης κ.ἄ. στό
βόρειο). Ἀκολουθοῦν πρός τά ἐπάνω καί στούς τρεῖς τοίχους,
δυτικό, βόρειο καί νότιο, δύο στενότερες ζῶνες μέ στηθάρια
ἁγίων. Στό δυτικό τοῖχο, πάνω ἀπό τήν κυρία εἴσοδο καί τήν
ἐπιγραφή, ἱστορεῖται ὁ «Ἀναπεσών».
Τούς
ὑπόλοιπους χώρους τῶν τοίχων, ἐπάνω ψηλά, καθώς καί τίς
καμάρες τῶν κεραιῶν τοῦ σταυροῦ, καλύπτει ὁ μεγάλος
δογματικός κύκλος μέ τίς δεσποτικές καί θεομητορικές
ἑορτές, τά θαύματα τοῦ Κυρίου κ.ἄ. Στό δυτικό τοῖχο, σέ ὅλο
του τό μῆκος, κυριαρχεῖ ἡ Κοίμηση τῆς Θεοτόκου, πολυπρόσωπη
καί ἐπιβλητική σύνθεση, καί ἐπάνω ἡ Σταύρωση, ὅπου
ἐντυπωσιάζει ἡ συγκλονιστική μορφή τοῦ νεκροῦ πιά
Θεανθρώπου ἐπί τοῦ ξύλου τοῦ μαρτυρίου. Στή δυτική καμάρα
τοῦ σταυροῦ σκηνές ἀπό τό Πάθος (ὁ Ἐμπαιγμός, ἡ Προδοσία, ἡ
Ἄρνηση τοῦ Πέτρου κ.ἄ.).
Στήν
κορυφή τῆς κόγχης τοῦ βόρειου χοροῦ εἰκονίζεται ἡ Ἀνάσταση
τοῦ Χριστοῦ καί πιό κάτω τό «Χαῖρε» τῶν Μυροφόρων, ὁ Χριστός εἰς
Ἐμμαούς, καθώς καί διάφορα θαύματά του. Στή βόρεια καμάρα
τοῦ σταυροῦ οἱ Μυροφόρες μπροστά στόν κενό τάφο, ἡ Ψηλάφηση
τοῦ Θωμᾶ κ.ἄ. Στήν κορυφή τῆς κόγχης τοῦ νότιου χοροῦ σέ
ἐπιβλητική καί ἐντυπωσιακή σύνθεση ἡ Μεταμόρφωση˙ πιό
κάτω ἡ Ἔγερση τοῦ Λαζάρου, ἡ Βαϊοφόρος κ.ἄ. Στή νότια καμάρα
τοῦ σταυροῦ εἰκονίζεται ὁ Νιπτήρ, ὁ Μυστικός Δεῖπνος, ἡ
Ὑπαπαντή κ.ἄ.
Στόν
ἀνατολικό τοῖχο, πού χωρίζει τόν κυρίως ναό ἀπό τό ἱερό
βῆμα, πίσω καί πάνω ἀπό τό ψηλό τέμπλο, στό κέντρο ἱστορεῖται ἡ
Πεντηκοστή καί στήν ἀνώτερη ζώνη ἡ Ἀνάληψη. Δεξιά ἡ
Ἀναστήλωση τῶν εἰκόνων καί ἀριστερά ἡ Ὕψωση τοῦ Τιμίου
Σταυροῦ.
Ὁ
σπουδαῖος ἁγιογράφος ὅλου αὐτοῦ τοῦ τοιχογραφικοῦ συνόλου
κράτησε τήν ἀνωνυμάι του καί δέν μᾶς παρέδωσε τό ὄνομά του.
Μέ βάση τεχνοτροπικά στοιχεῖα ἔχουν γίνει προσπάθειες γιά
τήν ἀπόδοση τῶν τοιχογραφιῶν σέ ὁρισμένα πρόσωπα ἤ σέ
ζωγραφικές σχολές. Ἔτσι οἱ τοιχογραφίες αὐτές ἔχουν
ἀποδοθεῖ στό μεγάλο Κρητικό ζωγράφο Θεοφάνη ἤ σέ
συνεργεῖο μαθητῶν του, ἤ τέλος στόν ἁγιογράφο τῆς Μονῆς
Δουσίκου (Ἁγίου Βησσαρίωνος, 1557) Τζιόρτζη. Σήμερα ἄριστα
συντηρημένες καί καθαρισμένες, ἐντυπωσιάζουν μέ τή λάμψη,
τήν ποικιλία τῶν χρωμάτων καί τήν τελειότητα τῆς ἐκτέλεσής
τους.
Στό
βόρειο ἄκρο τοῦ δυτικοῦ τοίχου τοῦ κυρίως ναοῦ, στή λευκή
ταινία κάτω ἀπό τήν πρώτη ζώνη τῶν τοιχογραφιῶν
(συγκεκριμένα κάτω ἀπό τίς τοιχογραφίες τοῦ ἁγίου
Εὐθυμίου καί τοῦ ἁγίου Σάββα τοῦ Ἡγιασμένου), ὁ Ρῶσος
μοναχός – περιηγητής - προσκυνητής Βασίλειος Barskij,
ὁ γνωστός σκιτσογράφος τῶν μετεωρίτικων μοναστηριῶν, ἔχει
ἀποθανατίσει τό πέρασμά του καί ἀπό ἐκεῖ μέ συγκινητική
ἰδιόχειρη ἐνθύμηση: «+ Εὐχαριστῶ σοι, Χριστέ ὁ Θεός, τῷ
καταξιώσαντι προσκυνῆσαι πάντα τά τῶν Μετεώρων μοναστήρια
ἐμέ τόν ἐν μοναχοῖς ἐλάχιστον Βασίλειον Ρῶσον Κιοβίτην…
ἔτει ᾳψμέ [= 1745] φευρουαρίου α΄». Κατά τήν ἐπιζωγράφιση
τῆς λευκῆς ταινίας ἡ ἐπιγραφή αὐτή ἔχει ἐπιχρισθεῖ μέ λευκό
χρῶμα καί διαβάζεται πολύ δύσκολα.
Τό
ἱερό τοῦ καθολικοῦ ἀντιπροσωπεύει τήν ἀρχική οἰκοδομική
φάση τοῦ ναοῦ τῆς μονῆς. Εἶναι ὁ ναός πού ἔκτισε γύρω στά μέσα
τοῦ ΙΔ΄ αἰώνα ὁ ὅσιος Ἁθανάσιος ὁ Μετεωρίτης, τόν ὁποῖο
ἐπεξέτεινε καί ἀνέκτισε στά 1387/88 ὁ δεύτερος τῆς μονῆς, ὁ
βασιλεύς – μοναχός Ἰωάννης-Ἰωάσαφ Οὔρεσης ὁ Παλαιολόγος,
σύμφωνα μέ τά ἱστορούμενα στό Βίο τοῦ ὁσίου Ἀθανασίου καί
τίς ἐπιγραφικές μαρτυρίες. Δύο ἐπιγραφές ἐξωτερικά στό
παράθυρο τῆς κόγχης τοῦ ἱεροῦ, στό μαρμάρινο ἐπίκρανο ἡ μία
(μόνο ἡ χρονολογία) καί σέ κατακόρυφη στενή μαρμάρινη
πλάκα ἡ ἄλλη, ἀναφέρονται στό γεγονός:
ΕΤ(ΟΥΣ) ..... [6896 – 5509/8 = 1387/88], καί στή συνέχεια:
ΑΝΟΙΚΟ/ΔΟΜΗΘΗ/
Ο ΠΑΝΣΕ/ΠΤΟΣ ΟΥΤΟΣ/ ΝΑΟΣ ΤΟΥ/ Κ(ΥΡΙΟ)Υ ΗΜΩΝ/ Ι(ΗΣΟ)Υ Χ(ΡΙΣΤΟ)Υ ΔΙ/Α
ΣΗΝΔΡΟΜ(ΗΣ)/ ΤΟΥ ΤΙΜΙΩΤ(Α)Τ(ΟΥ)/ ΕΝ ΜΟΝΑΧΟΙΣ/ ΙΩΑΣΑΦ.
Ἄλλη
γραπτή ἐπιγραφή, ἐσωτερικά στό ἱερό, στό βόρειο τοῖχο του,
μᾶς πληροφορεῖ, ἐκτός τῶν ἄλλων, καί γιά τή χρονολογία τῆς
τοιχογράφησης (1483):
+
ΑΝΗΓΕΡΘΗ ΕΚ ΒΑΘΡΩΝ ΘΕΜΕΛΙΟΝ Κ(ΑΙ) ΑΝΙΚΟΔΟΜΗΘ(Ι)/ Ο ΘΕΙΟΣ Κ(ΑΙ)
Π(ΑΝ)ΣΕΠΤΟΣ ΝΑΟΣ ΟΥΤΟΣ˙ ΤΟΥ Κ(ΥΡΙΟ)Υ Κ(ΑΙ) Θ(ΕΟ)Υ Κ(ΑΙ) Σ(ΩΤΗ)/Ρ(Ο)Σ
ΗΜ(ΩΝ)/ Ι(ΗΣΟ)Υ Χ(ΡΙΣΤΟ)Υ˙ ΔΙΑ ΚΟΠ(ΟΥ)˙ Κ(ΑΙ) ΕΞΟΔ(ΟΥ) ΤΩΝ ΟΣΙ(ΩΝ)
Π(ΑΤΕ)ΡΩΝ ΗΜΩΝ˙ ΑΘΑΝΑΣΙΟΥ Κ(ΑΙ) ΙΩΑΣΑΦ˙ /ΕΝ ΕΤ(Ι) ..... [6896 – 5509/8 =
1387/88]˙ Ο Κ(ΑΙ) ΚΤΙΤΩΡ(ΕΣ)˙ ΑΝΙΣΤΟΡΙΘ(Ι) ΔΙΑ Σ(ΗΝ)ΔΡΟΜ(ΗΣ) Κ(ΑΙ) /
ΚΟΠ(ΟΥ) Τ(ΟΝ) ΕΛΑΧΙΣΤ(ΟΝ) ΑΔΕΛΦ(ΩΝ)˙ ΕΤ(ΟΥΣ), .... [6992 – 5509 = 1483]
ΙΝ(ΔΙΚΤΙΩΝΟΣ) Β΄˙ ΜΗΝΗ ΝΟΕΜΒΡ(Ι)Ω ΚΑ΄.
Τό
1483 λοιπόν ἁγιογραφήθηκε τό ἱερό, πού ἀποτελοῦσε τότε τό
καθολικό τῆς μονῆς. Γι’ αὐτό ἔχει καί τή μορφή μικροῦ
ἀνεξάρτυτου ναοῦ, πού ἀνήκει στόν τύπο τοῦ σταυροειδοῦς
δικιόνιου ἐγγεγραμμένου μέ τροῦλλο. Ἔτσι οἱ τοιχογραφίες
θεματικά καλύπτουν τόν πλήρη σχεδόν ἁγιογραφικό καί
δογματικό κύκλο ἑνός κανονικοῦ ναοῦ.
Στόν
τροῦλλο εἰκονίζεται ὁ Χριστός ὡς παντοκράτορας
περιστοιχιζόμενος ἀπό χορεία ἀγγέλων. Στά σφαιρικά
τρίγωνα οἱ τέσσερις εὐαγγελιστές. Στήν κάτω ζώνη τῆς κόγχης
τοῦ ἱεροῦ ὁλόσωμοι πατέρες τῆς Ἐκκλησίας καί ἱεράρχες
(Μέγας Βασίλειος, Μέγας Ἀθανάσιος, Κύριλλος Ἀλεξανδρείας,
Ἰω. Χρυσόστομος, κ.ἄ.). Σέ προτομή, στό νότιο τοῖχο, ὁ τοπικός
ἅγιος Ἀχίλλιος. Στήν ἐπάνω ζώνη τῆς κόγχης τοῦ ἱεροῦ
ἱστορεῖται ἡ Μετάδοση καί ἡ Μετάληψη, κατά τό γνωστό
εἰκονογραφικό τύπο, καί στήν κορυφή τῆς ἁψίδας ἡ Θεοτόκος
ἔνθρονη, συμπαραστατούμενη ἀπό δύο ἀγγέλους μέ ριπίδια.
Στούς
λοιπούς τοίχους, στήν κάτω ζώνη, ἱστοροῦνται στρατιωτικοί
ἅγιοι (νότιος τοῖχος), ὅπως Θεόδωρος ὁ Στρατηλάτης,
Θεόδωρος ὁ Τήρων, Γεώργιος ὁ Καππάδοξ, Δημήτριος ὁ μέγας δούκ
(οἱ δύο τελευταῖοι μέ χαρακτηριστικά ξενικά καπέλα),
Νέστωρ, καί ἀσκητές (βόρειος τοῖχος), ὅπως ὁ ἅγ. Ἀντώνιος καί ὁ
ἅγ. Εὐθύμιος. Στήν ἀμέσως ἀνώτερη καί στενότερη ζώνη
στηθάρια ἁγίων.
Στό νότιο πεσσό τοῦ δυτικοῦ τοίχου εἰκονίζεται:
Ο
ΟΣΙΟΣ Π(ΑΤ)ΗΡ ΗΜΩΝ ΑΘΑΝΑΣΙΟΣ Κ(ΑΙ) ΚΑΗΓΗΤΗΣ ΤΟΥ ΑΓΙΟΥ ΜΕΤΕΩΡΟΥ.
Φοράει τή μοναχική του ἐνδυμασία καί κρατάει εἰλητό, ὅπου
ἀναγράφεται περιληπτικά τό τυπικό τῆς μονῆς. Στό βόρειο
πεσσό, σέ ἀντίστοιχη θέση, ὁ δεύτερος κτίτορας:
Ο ΟΣΙΟΣ Π(ΑΤΗΡ) ΗΜ(ΩΝ) ΙΩΑΣΑΦ/
Στούς
ὑπόλοιπου χώρους ἱστοροῦνται σκηνές τοῦ Δωδεκάορτου καί τῶν
Παθῶν τοῦ Κυρίου. Στό νότιο τοῖχο ἡ Γέννηση τοῦ Χριστοῦ, ὁ
Νιπτήρ, ὁ Μυστικός Δεῖπνος, ἡ Προδοσία˙ στό βόρειο τοῖχο ἡ
Σταύρωση, ὁ Ἐπιτάφιος, ἡ Ἀνάσταση, ἡ Ψηλάφηση τοῦ Θωμᾶ. Στό
νότιο πεσσό τοῦ ἀνατολικοῦ τοίχου εἰκονίζεται «Μήτηρ Θεοῦ ἡ
Παράκλησις» καί στό βόρειο πεσσό «Ὁ ἅγιος Νικόλαος ὁ θερμός
προστάτης».
Οἱ
τοιχογραφίες τοῦ ἱεροῦ, καθαρισμένες κι αὐτές καί
συντηρημένες καλά, ἀποτελοῦν ἕνα ἐπιβλητικό ζωγραφικό
σύνολο, ἀντιπροσωπευτικό τῶν τεχνοτροπικῶν τάσεων τῶν
τελευταίων παλαιολόγειων χρόνων καί τῆς πρώιμης
Τουρκοκρατίας, λίγο μετά τήν ἅλωση τῆς Κωνσταντινούπολης.
Ὡς πρότυπά τους ἔχουν τήν τοιχογράφηση ναῶν τῆς Μακεδονίας
τοῦ ΙΔ΄ αἰώνα.
Στήν
κλεισμένη παλαιά εἴσοδο τοῦ ἀρχικοῦ ναοῦ, στόν ἐξωτερικό
νάρθηκα σήμερα, ὑπάρχουν ἐπίσης τοιχογραφίες. Ἐπάνω ἡ
Δέηση˙ ἐντός κόγχης εἰκονίζεται ὁ Χριστός ἔνθρονος μέ δύο
μικρούς ἀγγέλους ἀριστερά καί δεξιά, στά ἐπάνω ἄκρα τοῦ
θρόνου. Σέ στάση δεήσεως, ἱκετεύοντες γιά τή σωτηρία τοῦ
κόσμου, ἀριστερά καί δεξιά, ἔξω ἀπό τήν κόγχη, ἡ Παναγία καί ὁ
Πρόδρομος. Κάτω, λαϊκότροπης τέχνης τοιχογραφία μέ τούς
πατριάρχες στόν παράδεισο, καθισμένους σέ σκαμνί˙ γύρω
σχηματική παράσταση δέντρων καί λουλουδιῶν.
2.
Φορητές εἰκόνες.- Μεγάλη σπουδαιότητα ἔχουν καί
ἰδιαίτερο ἐνδιαφέρον παρουσιάζουν καί οἱ φορητές εἰκόνες
τῆς μονῆς. Ἀπό τίς εἰκόνες τοῦ κυρίως ναοῦ ξεχωρίζουν γιά τήν
τέχνη καί τήν παλαιότητά τους δύο μεγάλες τῶν παλαιολόγειων
χρόνων (ΙΔ΄/ΙΕ΄ αἰ.), ἡ Παναγία Βρεφοκρατοῦσα, στό δεξιό πρός
τά ἐμπρός προσκυνητάρι, καί ὁ ἅγιος Νικόλαος, στό ἀντίστοιχο
πρός τ’ ἀριστερά προσκυνητάρι.
Τοῦ
τέμπλου οἱ εἰκόνες ἀνήκουν χρονολογικά σέ διάφορες
ἐποχές, ἀπό τό ΙΣΤ΄ μέχρι τό ΙΘ΄ αἰώνα. Σημαντικές ἀπ’ αὐτές
γιά τήν τέχνη καί τήν παλαιότητά τους εἶναι ἡ εἰκόνα τοῦ
Χριστοῦ (ΙΣΤ΄ αἰ.), καθώς καί ἡ εἰκόνα τῆς Παναγίας
Βρεφοκρατούσας (δεξιά ἀπό τήν εἰκόνα τοῦ Χριστοῦ), τοῦ
Προδρόμου καί τῶν 24 οἴκων τοῦ Ἀκάθιστου Ὕμνου μέ κεντρική
σύνθεση τόν Εὐαγγελισμό τῆς Θεοτόκου.
Ἐνδιαφέρουσα
εἶναι καί ἡ ἐνεπίγρφη εἰκόνα τῆς Παναγίας στό τέμπλο,
ἀριστερά τῆς Ὡραίας Πύλης. Ἡ εἰκόνα αὐτή φέρει τήν
ἐπιγραφή: «Δέησις τοῦ δούλου τοῦ Θεοῦ Παρθενίου ἡγουμένου,
τοῦ μουσικωτάτου, διά χειρός εὐτελοῦς Ἀναγνώστου, υἱοῦ
Οἰκονόμου Καπεσοβίτου ἐκ Ζαγόρι˙ 1790˙ μαΐου 12» (ἡ
ὀρθογραφία τῆς ἐπιγραφῆς διορθωμένη ἐδῶ). Ἡ Παναγία
εἰκονίζεται μέ στέμμα, ἀλλά καί ὁ μικρός Χριστός εἶναι
ντυμένος σάν βασιλιάς καί φοράει κι αὐτός στέμμα στό κεφάλι
του˙ μέ τό ἕνα του χέρι κρατάει σκῆπτρο καί μέ τό ἄλλο τή σφαίρα
τοῦ κόσμου.
Ἐπιγραφή
ἔχει καί ἡ εἰκόνα τῶν Ἀσωμάτων (Ταξιαρχῶν), ἡ πρώτη ἀπό τά
ἀριστερά στό τέμπλο: «Ἱστορήθη ἡ παροῦσα εἰκών τῆς συνάξεως
τῶν Ἀσωμάτων διά συνδρομῆς τοῦ πανοσιωτάτου ἡγουμένου
κυρίῳ κυρίῳ Κυρίλλῳ˙ οὗ τό μνημόσυνον αὐτοῦ εἴη διά παντός˙
ᾳωλ΄» [=1830] (καί ἐδῶ διορθωμένη ὀρθογραφικά ἡ ἐπιγραφή).
Πολύ καλῆς τέχνης καί οἱ εἰκόνες τῶν λυπητερῶν καί τῶν
ἀποστολαρίων τοῦ τέμπλου.
Ἐνδιαφέρουσες,
τέλος, εἶναι οἱ εἰκόνες τῶν δύο μπροστινῶν ξυλόγλυπτων
προσκυνηταρίων, κοντά στήν εἴσοδο. Ἀριστερά, οἱ ὅσιοι
κτίτορες τῆς μονῆς Ἀθανάσιος καί Ἰωάσαφ, μέ ὁμοίωμα τοῦ
κτίσματός τουςε στά χέρια˙ δεξιά, ἡ Μεταμόρφωση. Καί οἱ δύο
εἰκόνες, σύμφωνα μέ τίς ἐπιγραφές τους, ἔγιναν τό 1822 (Ἀπρ.
10, Μαρτ. 30), «δι’ ἐξόδων ἐπισκόπου Βελλᾶς καί Κονίτζας Ἰωσήφ
τοῦ ἐκ Νάξου καί διά χειρός Λαζάρου ἐξ Ἄνω Σουδενά Ζαγόρι».
Μεγάλης
σπουδαιότητας ὅμως ἀπό ἄποψη παλαιότητας καί τέχνης εἶναι
οἱ φορητές εἰκόνες τοῦ μουσείου τῆς μονῆς. Ἰδιαίτερη
σημασία γιά τήν ἱστορία τοῦ Μεγάλου Μετεώρου ἔχουν δύο
εἰκόνες πού δώρισε στή μονή ἡ Μαρία Παλαιολογίνα (μετά τό
1372 καί πρίν ἀπό τό Δεκ. τοῦ 1384), ἀδελφή τοῦ δεύτερου κτίτορα
ὁσίου Ἰωάσαφ. Στή μία εἰκονίζεται ἡ Παναγία στό κέντρο
ὁλόσωμη, ὄρθια καί βρεφοκρατοῦσα, μέ ραδινό καί λεπτό
παράστημα. Στό φόρεμά της κυριαρχεῖ τό μπλέ χρῶμα. Τά πρόσωπα,
τόσο τῆς Παναγίας ὅσο καί τοῦ Χριστοῦ, εἶναι δυστυχῶς
κατεστραμμένα. Κάτω, στά πόδια τῆς Παναγίας, ἀριστερά ὡς
πρός τόν βλέποντα, γονατισμένη, μικροσκοπική, ἡ Μαρία
Ἀγγελίνα, ντυμένη μέ βασιλικά ἐνδύματα καί μέ διάδημα στό
κεφάλι. Πάνω ἀπό τό κεφάλι της, μέ κεφαλαῖα γράμματα, ἡ
ἐπιγραφή:
ΜΑΡΙΑ ΕΥΣΕΒΕ/ΣΤΑΤΗ ΒΑΣΙΛΙΣΑ/ ΑΓΓΕΛΙΝΑ ΚΟ/ΜΝΗΝΗ ΔΟΥΚΕΝΑ/ Η ΠΑΛΑΙΟΛΟΓΙ/ΝΑ.
Ἡ
Παναγία πλαισιώνεται ἀπό 14 προτομές ἁγίων,
ζωγραφισμένες στό περιθώριο τῆς εἰκόνας. Κάτω ἀπό κάθε
προτομή ἁγίου ἤ ἁγίας ὑπῆρχε καί τμῆμα λειψάνου. Σήμερα
ὑπάρχουν μόνο οἱ κοιλότητες ὅπου ἦσαν τοποθετημένα τά ἅγια
λείψανα. Ἡ εἰκόνα αὐτή εἶναι τό σωζόμενο τμῆμα ἑνός
διπτύχου. Στό χαμένο φύλλο τοῦ διπτύχου εἰκονίζονταν ὁ
Χριστός καί ὁ σύζυγος τῆς Μαρίας Παλαιολογίνας, δεσπότης τῶν
Ἰωαννίνων, Θωμᾶς Preliubović (+ 23 Δεκ. 1384), ὅπως ἐπιβεβαιώνει τό σωζόμενο ἀκέραιο ἀντίγραφο τοῦ διπτύχου στόν καθεδρικό ναό τῆς Cuencaτῆς Ἰσπανίας.
Ἡ
ἄλλη περίφημη εἰκόνα, ἀφιέρωμα πάλι τῆς Μαρίας
Παλαιολογίνας στή μονή, εἶναι ἡ Ψηλάφηση τοῦ Θωμᾶ. Ἐδῶ,
ἀριστερά, μαζί μέ τόν Θωμᾶ καί ἄλλους ἀποστόλους,
εἰκονίζεται ὄρθια, ντυμένη μέ πορφυρό βασιλικό ἔνδυμα καί
μέ διάδημα στό κεφάλι, ἡ «βασίλισσα» Μαρία˙ κοντά της
διακρίνεται μόνο τό πρόσωπο τοῦ συζύγου της Θωμᾶ, φερώνυμου
τοῦ ἀποστόλου, τοῦ ὁποίου δοκιμάζεται ἡ ἀπιστία.
Ἐκτός
ἀπό τίς δύο εἰκόνες τῆς Μαρίας Παλαιολογίνας, μεγάλης
ἀξίας γιά τήν ὑψηλή του τέχνη εἶναι δίπτυχο τῶν
παλαιολόγειων χρόνων, ὅπου, σέ χρυσό βάθος, ἡ Παναγία
θρηνοῦσα ἀπό τό ἕνα μέρος καί ὁ Χριστός ὡς Ἄκρα Ταπείνωση ἀπό
τό ἄλλο. Στό πρόσωπο τῆς Παναγίας ἀποτυπώνεται
διακριτικά καί ὄχι κραυγαλέα ἡ συγκρατημένη ὀδύνη καί ὁ
ἐσωτερικός πόνος. Γενικά ἡ ἔκφραση τῶν προσώπων ἀποπνέει
εὐγένεια, θαυμαστή εἶναι η τελειότητατα στήν ἐκτέλεση καί
στήν ἀπόδοση τῶν λεπτῶν χρωματικῶν τόνων.
Ἀξιόλογη
εἶναι ἡ σειρά 12 φορητῶν εἰκόνων τοῦ ΙΣΤ΄ αἰ., ὅπου οἱ ἅγιοι
τοῦ μηνολογίου. Οἱ μορφές τῶν ἁγίων μέ τήν τέλεια καί λεπτή
ἐκτέλεσή τους καί μέ τό χρωματικό πλοῦτο θυμίζουν ἔντονα
καλῆς τέχνης μικρογραφίες χειρογράφων.
Τῆς
ἴδιας ἐποχῆς, τοῦ ΙΣΤ΄ αἰ., καί πολύ καλῆς τέχνης κι αὐτές,
εἶναι οἱ εἰκόνες τοῦ Δωδεκάορτου: Εἰσόδια τῆς Θεοτόκου,
Εὐαγγελισμός, Γέννηση τοῦ Χριστοῦ, Ὑπαπαντή, Βαϊοφόρος,
Μυστικός Δεῖπνος, Σταύρωση, Κοίμσηη τῆς Θεοτόκου κ.ἄ.
Γ΄ ΒΙΒΛΙΟΘΗΚΗ ΤΗΣ ΜΟΝΗΣ
ΧΕΙΡΟΓΡΑΦΑ – ΕΓΓΡΑΦΑ – ΕΝΤΥΠΑ
Ἡ
Βιβλιοθήκη τῆς Μονῆς Μεταμορφώσεως εἶναι ἀπό τίς
πλουσιότερες καί ἀξιολογότερες μοναστηριακές
βιβλιοθῆκες. Παρά τίς ποικίλες περιπέτειες ἕξι αἰώνων καί
τίς ἀντίξοες, πολλές φορές, ἱστορικές συγκυρίες, οἱ
μετεωρίτες καλόγεροι διαφύλαξαν μέ εὐλάβεια καί
θρησκευτικό δέος καί διέσωσαν μέχρι σήμερα τούς
ἀνεκτίμητους θησαυρούς τοῦ μοναστηριοῦ, τους, χειρόγραφους
κώδικες, ἔγγραφα βυζαντινά καί μεταβυζαντινά, σπάνια
ἔντυπα κ.ἄ. Παλαιές καταγραφές τοῦ περασμένου αἰώνα, ἀλλά
καί ἡ συστηματική καταλογογράφηση στίς ἀρχές τοῦ αἰώνα μας
(1908/9) τῶν χειρογράφων καί ἐγγράφων τῆς μονῆς ἀπό τόν Νίκο
Βέη, σέ σύγκριση μέ τά σημερινά δεδομένα, δείχνουν ὅτι οἱ
ἀπώλειες, εὐτυχῶς, ὑπῆρξαν ἐλάχιστες καί ἀσήμαντες.
1.
Χειρόγραφα.- Ἀπό τά 1200 χειρόγραφα τῶν μετεωρικῶν μονῶν τά
640 ἀνήκουν σήμερα στή Μονή Μεταμορφώσεως. Ἀπ’ αὐτά 86
εἶναι περγαμηνά (69 κώδικες καί 17 εἰλητά). Χρονολογικά
καλύπτουν δέκα περίπου αἰῶνες πνευματικῆς παραγωγῆς
(9ος-19ος αἰ.). Τό μεγαλύτερο μέρος ἀνήκει στούς αἰῶνες
11ο-16ο.
Το
περιεχόμενό τους εἶναι ποικίλο. Ἄς σημειωθεῖ ὅτι ἰσχύουν
κι ἐδῶ οἱ γενικοί κανόνες πού διέπουν τή συγκρότηση τῶν
μοναστηριακῶν βιβλιοθηκῶν, ὅπου καθοριστικός παράγοντας
γιά τό εἶδος τῶν συγκεντρουμένων χειρογράφων καί ἐντύπων
βιβλίων εἶναι κυρίως οἱ λειτουργικές ἀνάγκες τῶν μοναχῶν, οἱ
ὁποῖοι εἶναι καί οἱ μόνοι σχεδόν χρῆστες τῆς βιβλιοθήκης.
Ἔτσι
καί οἱ κώδικες αὐτοί, βασικά, εἶναι θεολογικοί καί
ἐκκλησιαστικοί: Λειτουργικά βιβλία (Εὐαγγέλια,
Πραξαπόστολοι, Θεῖες Λειτουργίες, Παρακλητικές, Ὡρολόγια,
Ψαλτήρια, διάφορες Ἀκολουθίες, Τυπικές διατάξεις κ.ἄ.), ἡ
Ἁγία Γραφή, πατερικά κείμενα, ὑμνογραφικά, ἁγιολογικά
(Βίοι, Μαρτύρια, Ἐγκώμια, Συναξάρια καί Ἀκολουθίες ἁγίων,
μαρτύρων, νεομαρτύρων καί ὁσίων τῆς Ἐκκλησίας), δογματικά,
ἑρμηνευτικά, ἀπολογητικά, κατηχητικά, ἀσκητικά,
παραινετικά, διηγήσεις ψυχωφελεῖς καί ἐποικοδομητικές
γιά τούς μοναχούς (παρμένες ἀπό τό Γεροντικό), παρρησίες ἤ
βιβλία προθέσεως, ἀπόκρυφα κείμενα. Ἀξιόλογη ἐπίσης
εἶναι ἡ συλλογή μουσικῶν καί νομικῶν χειρογράφων
(νομοκάνονες, ἐξομολογητάρια κ.ἄ.).
Παράλληλα
ὅμως πρός τούς θεολογικοῦ περιεχομένου κώδικες ὑπάρχουν
καί ἄλλοι, τῆς λεγόμενης «θύραθεν» παιδείας, δηλαδή κείμενα
ἀρχαίων συγγραφέων (Ὅμηρος, Ἡσίοδος, Σοφοκλῆς,
Δημοσθένης, Ἀριστοτέλης, ἀλεξανδρινοί συγγραφεῖς), καθώς
καί νεότερα κείμενα φιλοσοφικά, γραμματικά, ἀστρολογικά,
ἀλχημείας καί μαγικά, ἰατροσόφια, χρονογραφικά,
ἐπιστολάρια, μαθηματάρια, ἀλλά καί ἀρκετά καί
ἐνδιαφέροντα κείμενα τῆς δημώδους γραμματείας, σέ πεζό ἤ σέ
ἔμμετρο λόγο, πολλά ἀπό τά ὁποῖα εἶναι σπάνια.
Ἐκτός
ἀπό τή σπουδαιότητα τῶν κωδίκων γιά τά κείμενα πού
περιέχουν, ξεχωριστή εἶναι καί ἡ παλαιογραφική τους
σημασία, ἀφοῦ μπορεῖ κανείς νά παρακολουθήσει σ’ αὐτούς καί
νά μελετήσει τήν ἐξέλιξη καί τά διάφορα εἴδη τῆς γραφῆς μέσα
στούς αἰῶνες. Κατά τό 16ο καί 17ο αἰώνα φαίνεται πώς
λειτούργησε στή Μονή Μεταμορφώσεως συστηματικό
βιβλιογραφικό ἐργαστήριο μέ ἔμπειρους καλλιγράφους καί
γραφεῖς κωδίκων. Στά χειρόγραφα τῆς μονῆς ἀπαντοῦν συνολικά
130 περίπου ὀνόματα κωδικογράφων, πολλοί ἀπό τούς ὁποίους
γίνονται γνωστοί μόνο ἀπό τήν ἐδῶ ἀντιγραφική τους ἐργασία.
Τό
παλαιότερο ἀπό τά χειρόγραφα ἀνήκει στόν 9ο αἰώνα.
Πρόκειται γιά τόν περίφημο κώδικα 591 (φφ. 423, Ἰωάννου
Χρυσοστόμου ἑρμηνευτικές ὁμιλίες στό κατά Ματθαῖον
Εὐαγγέλιο), πού γράφτηκε τό ἔτος 861/2 στή Μονή τῆς Ἁγίας
Ἄννας τῆς Βιθυνίας, σέ μεγαλογράμματη καί σέ μικρογράμματη
γραφή, ἀπό τό μοναχό Εὐστάθιο. Εἶναι ὁ ἀρχαιότερος γενικά
μετεωρικός κώδικας, ἀλλά ἴσως καί ὁ παλαιότερος
χρονολογημένος κώδικας πού βρίσκεται σήμερα στόν ἑλλαδικό
χῶρο.
Πολλοί
κώδικες ἀποτελοῦν καί ἀξιόλογα κειμήλια τέχνης. Εἶναι
πλούσια καί καλλιτεχνικά διακοσμημένοι μέ ἐντυπωσιακές
μικρογραφίες, πολύχρωμα καί περίτεχνα ἐπίτιτλα,
πρωτογράμματα καί ἄλλα διακοσμητικά μοτίβα. Ἐνδεικτικά
μνημονεύονται οἱ παλαιές καί ἰδιαίτερης καλλιτεχνικῆς
σπουδαιότητας μικρογραφίες εὐαγγελιστῶν καί ἄλλων ἁγίων
στούς κώδικες 540 καί 552 (τοῦ 11ου αἰ.) 106 (τοῦ 13ου αἰ.) καί 298
(τοῦ 15ου/16ου αἰ.). Ἀπό τούς γνωστούς καλλιγράφους, τοῦ
καλλιτεχνικοῦ κύκλου τοῦ Λουκᾶ Οὐγγροβλαχίας (1603-1628),
ἀναφέρομε τόν ἱερομόναχο Ἄνθιμο ἀπό τά Γιάννενα, γραφέα
καί διακοσμητή, κατά τά ἔτη 1634-1641, τῶν κωδίνων 217, 222,
223 καί 508 (μικρογραφίες Δαβίδ, Μεγάλου Βασιλείου, Ἁγ.
Ἰωάννου Χρυσοστόμου, Ἁγ. Γρηγορίου Διαλόγου κ.ἄ.).
Πολύτιμες,
τέλος, γιά τήν τοπική ἀλλά καί τή γενικότερη ἱστορία, εἶναι
οἱ διάφορες ἐνθυμήσεις πού βρίσκονται ἐγκατεσπαρμένες στά
φύλλα τῶν κωδίκων αὐτῶν. Παραθέτομε ἐνδεικτικά τό
βιβλιογραφικό σημείωμα τοῦ ἔτους 1385/6, πού παράλληλα
ἀποτελεῖ καί ἐνδιαφέρουσα ἐνθύμηση, τοῦ κώδ. 555, ὁ ὁποῖος
γράφτηκε μέ συνδρομή καί ἔξοδα τοῦ δεύτερου κτίτορα τῆς μονῆς
Ἰωάσαφ, λίγα χρόνια μετά τό θάνατο τοῦ Ἀθανασίου: «+
ἐγράφη ἡ παροῦσα βίβλος τοῦ μετεώρου˙ διά συν/δρομῆc καί
ἐξόδου βασιλέωσ, τοῦ ὡσ ἀληθῶσ ἐν/ μοναχοῖσ ὁσιωτάτου
κυροῦ ἰωάσαφ˙ διά χειρόσ/ χαρτοφύλακοc τῆσ ἁγιωτάτησ
ἐπισκοπῆσ τρικκάλ(ων)/ ἱερέωσ θωμᾶ τοῦ ξηροῦ˙ ἐπί ἔτουσ ....
[6894=1385/6] ἰν(δικτιῶνο)ς θ΄˙ ὁπόταν τῆ τοῦ θ(εο)ῦ
παραχωρήσει καί οἱ ἀ/χαρινοί οὐ μόνον τῆς πόλε(ως) βεροίασ
ἀλλά καί παρά/ μικρόν τῆσ ὑφηλίου γεγόνασι κύριοι +».
2.
Ἔγγραφα.- Πλούσιο καί ἐνδιαφέρον εἶναι καί τό ἀρχεῖο τῶν
ἐγγράφων τῆς μονῆς, βυζαντινῶν μεταβυζαντινῶν καί
νεο΄τερων. Χρυσόβουλλα, μητροπολιτικά ἔγγραφα,
πατριαρχικά σιγίλλια κ.ἄ., πού φυλάσσονται ἐκεῖ, ἀποτελοῦν
σπουδαῖα κειμήλια καί πολύτιμα ἱστορικά ντοκουμέντα.
Ἀναφέρομε ἐπιλεκτικά χρυσόβουλλο τοῦ βυζαντινοῦ
αὐτοκράτορα Ἀνδρονίκου Γ΄ Παλαιολόγου, τοῦ ἔτους 1336, ὑπέρ
τῆς μονῆς Ἁγ. Γεωργίου τῶν Ζαβλαντίων˙ χρυσόβουλλο τοῦ
Στεφάνου Δουσάν τοῦ ἔτους 1348, ὑπέρ τῆς ἴδιας μονῆς˙
χρυσόβουλλα τῶν ἐτῶν 1359 καί 1366 τοῦ βασιλέως Συμεών Οὔρεση
Παλαιολόγου, πατέρα τοῦ κτίτορα τῆς Μονῆς τοῦ Μετεώρου
ὁσίου Ἰωάσαφ˙ δύο προστάγματα, πού ἀπέλυσε τό Νοέμβριο τοῦ
1372 ὑπέρ τοῦ πρώτου τῆς σκήτης τῶν Σταγῶν Νείλου ὁ βασιλεύς
Ἰωάννης Οὔρεσης ὁ Παλαιολόγος, ὁ μετά ἀπό λίγους μῆνες
μοναχός Ἰωάσαφ, ὁ δεύτερος κτίτορας τῆς Μονῆς τοῦ Μεγάλου
Μετεώρου˙ γράμμα τοῦ ἔτους 1386 τῆς «βασίλισσας» Μαρίας
Ἀγγελίνας Παλαιολογίνας πρός τόν ἀδελφό της βασιλέα
Ἰωάννη-μοναχό Ἰωάσαφ˙ γράμματα τῶν μητροπολιτῶν Λαρίσης
Ἀντωνίου (πρίν ἀπό τό 1380) καί Ἰωάσαφ (τῶν ἐτῶν 1392/3 καί
1400/1402) κ.ἄ. Τά ἐπισημότερα καί σημαντικότερα ἀπό τά
ἔγγραφα αὐτά βρίσκονται ἐκτεθειμένα σέ προθῆκες τοῦ
μουσείου τῆς μονῆς.
3.
Ἔντυπα.- Πολλά καί σπάνια εἶναι καί τά παλαιότυπα πού ἔχουν
διασωθεῖ καί φυλάσσονται σήμερα στή μονή. Ὁ συνολικός τους
ἀριθμός ὑπολογίζεται χονδρικά σέ 450 τόμους (15ος-19ος αἰ.).
Ὅπως
καί μέ τά χειρόγραφα, ἔτσι καί ἐδῶ ἕνα μεγάλο μέρος ἀπ’ αὐτά
εἶναι λειτουργικά βιβλία, ἀρκετά ἀπό τά ὁποῖα δυσεύρετες,
ἐκδόσεις Βενετίας: Ἁγία Γραφή, ἔτ. 1518, ἔκδ. Ἄλδου
Μανουτίου˙ Ἀπόστολος, ἔτ. 1525 (ἔκδ. Στεφ. Σαβίου) καί 1534
(ἔκδ. Ἀνδρέα Κουνάδη)˙ Μηναῖα, τῶν ἐτῶν 1526-1551˙
Παρακλητική, ἔτ. 1528˙ Ἀνθολόγιο, ἔτ. 1555, μέ προλεγόμενα
«Νικολάου ἱερέως Μαλαξοῦ πρωτοπαπᾶ Ναυπλίου»˙ Εὐαγγέλιο,
ἔτ. 1588, «διόρθωσις Ἐμμανουήλ Γλυζουνείου». Δέν λείπουν,
φυσικά, οὔτε οἱ Πατέρες τῆς Ἐκκλησίας: «Βασιλείου τοῦ
Μεγάλου συγγράμματά τινα», Βενετία 1535, ἔκδ. Στεφ. Σαβίου.
Ὑπάρχουν
ἐπίσης καί ἀρκετά ἀρχέτυπα, ἐκδόσεις Βενετίας τοῦ
περίφημου λόγιου οὐμανιστῆ Ἄλδου Μανουτίου, οἱ λεγόμενες editionesaldinae,
κλασικῶν Ἑλλήνων συγγραφέων καθώς καί γραμματικῶν καί
χρηστικῶν ἔργων: Θεοκρίτου Εἰδύλλια, Θεόγνιδος γνῶμαι,
Ἡσιόδου Θεογονία - Ἔργα καί Ἡμέραι - Ἀσπίς Ἡρακλέους κ.ἄ.,
ἔτ. 1495˙ Θεοδώρου Λασκάρεως Γραμματική, Ἀπολλωνίου
Ἀλεξανδρείας τοῦ Γραμματικοῦ Περί συντάξεως, ἔτ. 1495˙
Θησαυρός – Κέρας Ἀμαλθείας καί κῆποι Ἀδώνιδος. ἔτ. 1496˙
Ἀριστοφάνης, ἔτ. 1498, μέ προλεγόμενα τοῦ λαμπροῦ ἑλληνιστῆ
Μάρκου Μουσούρου˙ Λουκιανοῦ Διάλογοι, ἔτ. 1503˙ Λόγοι
Ρητόρων, ἔτ. 1513˙ Ἰσοκράτης, ἔτ. 1534, κ.ἄ. Ἐξ ἴσου σπουδαῖες
ὅμως εἶναι καί ἄλλες ἐκδόσεις κλασικῶν συγγραφέων: Πλάτωνος
Ἅπαντα, Βασιλεία 1534, μέ τήν περίφημη ὠδή τοῦ Μάρκου
Μουσούρου˙ Διοδώρου τοῦ Σικελιώτου Ἱστορική Βιβλιοθήκη, «annoMDLIX [=1559] excudebatHenricusStephanus».
Μεταξύ τῶν ἄλλων καί ἡ σπάνια ἔκδοση τοῦ Λεξικοῦ τοῦ Σουΐδα
(Σούδας) ἀπό τόν Δημήτριο Χαλκοκονδύλη στίς 15 Νοεμ. τοῦ 1499
στό Μιλάνο, καθώς καί τοῦ Λεξικοῦ τοῦ Βαρίνου Φαβωρίνου τό
1523 στή Ρώμη «πόνῳ τε καί ἐπιδιορθώσει Ζαχαρίου
Καλλιεργίου τοῦ Κρητός».
Ἀξιόλογη τέλος καί ἡ μνημειώδης δίτομη παρισινή ἔκδοση («LutetiaeParisiorumMDCXXX»
= 1630), τῆς Ἐκκλησιαστικῆς Ἱστορίας τοῦ Νικηφόρου
Καλλίστου Ξανθοπούλου, καθώς καί ἡ σειρά τῶν Βυζαντινῶν
Ἱστορικῶν (ἔκδ. β΄, Βενετία 1729, τόμ. Ι – ΧΙΙ).
Δ΄ ΞΥΛΟΓΛΥΠΤΑ ΧΡΥΣΟΚΕΝΤΗΤΑ – ΑΡΓΥΡΑ
1.
Ξυλόγλυπτα.- Τό ξύλινο τέμπλο τοῦ κυρίως ναοῦ τοῦ καθολικοῦ
καί τά ἕξι προσκυνητάρια (τέσσερα στόν κυρίως ναό καί δύο
στή λιτή) ἀποτελοῦν ἀριστουργήματα ξυλογλυπτικῆς μέ τόν
ἀφάνταστο πλοῦτο καί τήν ποικιλία τῆς διακόσμησης, τῶν
σχημάτων καί θεμάτων ,τούς ἐπιτυχημένους συνδυασμούς καί τή
λεπτότηταα καί τελειότητα τῆς ἐκτέλεσης. Βλαστοί μέ φύλλα
καί ἄνθη, κληματίδες μέ σταφύλια, ρόδακες, ἄγγελοι, πτηνά,
λέοντες, δράκοντες κ.ἄ. συμπληρώνουν ἕνα θαυμαστό
διακοσμητικό σύνολο. Ἐπιχρυσωμένα καθώς εἶναι ὅλα αὐτά,
λάμπουν καί ἐντυπωσιάζουν μέ τήν ἐπιβλητικότητα καί
μεγαλοπρέπειά τους.
Τό
πάνω ἀπό τήν ὡραία πύλη τμῆμα τοῦ τέμπλου εἶανι τό
παλαιότερο, ὅπως μαρτυρεῖ ἡ σέ σχῆμα Π ξυλόγλυπτη ἐπιγραφή
του τοῦ ἔτους 1634-35. Ἔχει κατασκευασθεῖ «διά χειρός κυροῦ
Ἰωάννη». Τόν Αὔγουστο τοῦ 1791, σύμφωνα μέ τή γραπτή ἐπιγραφή
πάνω ἀπό τήν ὡραία πύλη καί μέ ἄλλη ἐπίσης γραπτή ἐπιγραφή
στή δεξιά ἄκρη τοῦ τέμπλου καί πρός τά ἐπάνω, μέ πρωτοβουλία
τοῦ ἐπισκόπου Σταγῶν Παϊσίου τοῦ Κλεινοβίτη (1784, 12 Μαΐου –
1808) καί τοῦ ἡγουμένου τῆς μονῆς, τοῦ γνωστοῦ «μουσικωτάτου»
καί «ψάλτου» Παρθενίου Ὀρφίδη, ἀνακαινίστηκε τό τέμπλο καί
ἀντικαταστάθηκε κατά τό μεγαλύτερο μέρος του, πού προφανώς
εἶχε φθαρεῖ. Τό νέο τέμπλο ἐτεχνούργησαν οἱ Ἠπειρῶτες
μαστόροι Κωνσταντίνος ἀπό τό Λινοτόπι καί Κώστας ἀπό τό
Μέτσοβο.
Πολύ
καλῆς τέχνης ξυλόγλυπτα τέμπλα, χωρίς ἐπιχρύσωμα ὅμως,
εἶναι καί ἐκεῖνα τῶν παρεκκλησίων, τῶν Ἁγίων Κωνσταντίνου
καί Ἑλένης καί τοῦ Τιμίου Προδρόμου. Ἔχουν κι αὐτά πλούσια
διακόσμηση (ἄνθη, φύλλα, κληματίδες μέ σταφύλια, ἄγγελοι
καί ἄλλες μορφές ἁγίων, πτηνά, δικέφαλοι ἀετοί, δράκοντες)
πού διακρίνεται γιά τήν τελειότητα τῆς ἐκτέλεσης καί τήν
ἀριστοτεχνική ἀπόδοση τῆς λεπτομέρειας. Φαίνεται ὅτι καί
τά δύο κατασκευάστηκαν κατά τά τέλη τοῦ ΙΗ΄ αἰώνα, ἐπί τῆς
ἡγουμενείας τοῦ δραστήριου Παρθενίου, τοῦ ὁποίου τό ὄνομα
ἀναγράφεται σέ εἰκόνες καί τῶν δύο τέμπλων.
Παλιό
ξύλινο προσκυνητάρι τοῦ κυρίως ναοῦ, πλούσια καί
καλλιτεχνικά διακοσμημένο μέ ἔνθετες παραστάσεις ἀπό
φίλντισι (γεωμετρικά ρομβοειδή σχήματα, ἄνθη μέ τούς
μίσχους καί τά φύλλα τους μέσα σέ ἀνθοδοχεῖα, κυπαρισσάκια
κ.ἄ.) κατασκευάστηκε, σύμφωνα μέ ἔνθετη ἐπίσης ἀπό
φίλντισι ἐπιγραφή του, «ἐπί προέδρου Παρθενίου Ὀρφίδου
ἡγουμένου τε τῆς μονῆς Μετεώρου». Τῆς ἴδιας ἀκριβῶς
τεχνοτροπίας καί ἀπό τά ἴδια ὑλικά εἶναι καί τρία ξύλινα
ἀναλόγια (δύο στόν κυρίως ναό καί ἕνα στό παρεκκλήσι τῶν
Ἁγίων Κωνσταντίνου καί Ἑλένης). Ὅλα μαζί πρέπει νά
παραγγέλθηκαν ἀπό τόν ἡγούμενο Παρθένιο στό ἴδιο ἐργαστήρι
καί νά κατασκευάστηκαν ἀπό τούς ἴδιους τεχνίτες.
Σπουδαῖο
ἔργο ξυλογλυπτικῆς καί ἔνθετης διακόσμησης ἀπό φίλντισι
εἶναι καί ὁ ἡγουμενικός θρόνος τοῦ κυρίως ναοῦ. Σύμφωνα μέ
τήν ἔνθετη ἐπίσης ἀπό φίλντισι ἐπιγραφή του, ἀποτελεῖ
κτῆμα «τῆς ἁγίας καί σεβασμίας καί βασιλικῆς μονῆς τοῦ
Μετεώρου καί πνευματικοῦ πατρός Γερασίμου», τοῦ τότε
ἡγουμένου˙ κατασκευάστηκε τό ἔτος 1617 μέ ἔξοδα («κόπου
πληρωτής») τοῦ Χρυσάνθου, κάποιου ἱερομονάχου ἤ μοναχοῦ τῆς
μονῆς προφανῶς. Φέρει πλούσια καί λεπτή καλλιτεχνική ἔνθετη
ἀπό φίλντισι διακόσμηση˙ μικρά πτηνά καί ζῶα, βλαστοί μέ
ἄνθη καί φύλλα. Στά θωράκια τῶν δύο πλαγίων πλευρῶν κληματίδα
μέ σταφύλια, δύο ἀντωποί λέοντες κάτω καί δύο ἀντωπά πουλιά
ἐπάνω. Στήν πλάτη τοῦ θρόνου καλῆς τέχνης μικροσκοπική
εἰκόνα (διαστ. 0,16 Χ 0,17), σάν μικρογραφία, τοῦ Χριστοῦ
ἔνθρονου, μέσα σέ ὀρθογώνιο πλαίσιο. Ἡ ὀροφή τοῦ θρόνου
ἀπομιμεῖται τόν οὐρανό καί εἶναι κατάστικτη ἀπό ἔνθετους
φιλντισένιους ἀστέρες.
Ἄξιοι
ἰδιαίτερης προσοχῆς οἱ ξυλόγλυπτοι σταυροί πού ἐκτίθενται
στίς προθῆκες τοῦ μουσείου τῆς μονῆς. Ὁ παλιότερος ἀπ’
αὐτούς, τοῦ ἔτους 1594/95, «ἐτελειώθη… διά χειρός κύρ Ἰωάννου
τοῦ Φράγγε, ἐκ χώρας Δομενίκου… διά συνδρομῆς καί κόπου Ἰσαάκ
ἱερομονάχου τῆς βασιλικῆς μονῆς τοῦ Μετεώρου». Φέρει
μεταλλική ἐπένδυση μέ ἡμιπολύτιμους λίθους καί ἔχει διαστ.
0,34 (καί 0,23 χωρίς τή λαβή) Χ 0,11 μ. Στή μία ὄψη εἶναι
σκαλισμένες ὀκτώ συνθέσεις μέ τή Σταύρωση στό κέντρο καί
ἰσάριθμες στήν ἄλλη ὄψη μέ κεντρική παράσταση τή Γέννηση τοῦ
Χριστοῦ.
Θαῦμα
ὅμως ὑπομονῆς καί ἐιπδεξιότητας εἶναι οἱ τρεῖς ξυλόγλυπτοι
σταυροί τοῦ ἱεροδιακόνου Δανιήλ, «ἐκ τῆς Ἁγίας Ἄννης»,
ἀφιερωμένοι ἀπό τόν ἴδιο στή Μονή τοῦ Μετεώρου «νά ’ναι
ὀλόρθοι εἰς τήν ἁγίαν τράπεζαν τοῦ βήματος». Ὁ ἕνας ἀπ’
αὐτούς ἔχει καί τή χρονολογία κατασκευῆς του: 1609/10. Οἱ δύο
φέρουν ἀφιερωτικές ἐπιγραφές μέ τό ὄνομα τοῦ Δανιήλ. Ὁ
τρίτος, χωρίς ἐπιγραφή, ἀποδίδεται μέ βεβαιότητα, λόγω τῆς
τεχνοτροπίας του, στόν ἴδιο κατασκευαστή. Καί οἱ τρεῖς ἔχουν
τήν ἴδια λεπτή κατεργασία, τίς ἴδιες περίπου παραστάσεις
καί ἀποτελοῦν πραγματικά ἀριστουργήματα ξυλογλυπτικῆς καί
μικροτεχνίας.
Ὁ
μεγαλύτερος ἀπ’ αὐτούς ἔχει διαστ. 0,91 (καί 0,64 χωρίς τή
λαβή) Χ 0,40 μ. Στή μία ὄψη ἔχει ἕνδεκα συνθέσεις μέ κυρίαρχη
τή Σταύρωση˙ οἱ ὑπόλοιπες εἶναι: ἡ Βαϊοφόρος, ἡ Ἀνάληψη
τοῦ Χριστοῦ, ἡ Πεντηκοστή, ἡ Κοίμηση τῆς Θεοτόκου, ἡ Ἁγία
Τριάδα μέ τή γνωστή παράσταση τῆς Φιλοξενίας, ἡ Ὕψωση τοῦ
Τιμίου Σταυροῦ, ἡ Ἀνάσταση τοῦ Χριστοῦ, ἡ Ψηλάφηση τοῦ Θωμᾶ,
οἱ Μυροφόρες, ὁ Δανιήλ στό λάκκο τῶν λεόντων. Στήν ἄλλη ὄψη
πάλι ἕνδεκα συνθέσεις μέ κεντρική τή Γέννηση τοῦ Χριστοῦ˙ οἱ
ὑπόλοιπες εἶναι: ὁ Εὐαγγελισμός τῆς Θεοτόκου, ἡ
Μεταμόρφωση τοῦ Σωτῆρος, τό θαῦμα τοῦ Τυφλοῦ, ἡ ἔγερση τοῦ
Λαζάρου, οἱ Τρεῖς Παῖδες στήν κάμινο, ἡ Εἴσοδος τῆς Θεοτόκου, ἡ
Ὑπαπαντή, ἡ Βάπτιση τοῦ Χριστοῦ, ἡ Μεσοπεντηκοστή, ἡ
Κλῖμαξ. Στό διακοσμητικό πλαίσιο τοῦ κάτω μέρους τῆς
κατακόρυφης κεραίας τοῦ σταυροῦ, ἀριστερά καί δεξιά,
πολυπρόσωπη σύνθεση: «Ἐκ τῆς Ρίζης τοῦ Ἰεσσαί». Ὁ μικρότερος
ἀπό τούς τρεῖς σταυρούς (0,47 Χ 0,165) ἔχει καί μεταλλικό
δέσιμο μέ 23 ἡμιπολύτιμους ἔνθετους λίθους. Στήν ἐπιγραφή
ἀναφέρεται καί ὁ μεταλλοτεχνίτης: «Ἐκ χειρός Θωμᾶ τοῦ
Παπασταμάτη ἐκ Τρίκκης».
Ἐνδιαφέρουσα,
τέλος, ξυλόγλυπτη καί πολύχρωμη διακόσμηση, ἡ ὁποία
θυμίζει παρόμοια θέματα τῶν ἀρχοντικῶν τῆς Σιάτιστας καί
τῶν Ἀμπελακίων, ἔχει μικρή κασέλα πού φυλάσσεται σήμερα στό
μουσεῖο.
2.
Χρυσοκέντητα.- Πλούσια καί πολύ ἀξιόλογη εἶναι καί ἡ
συλλογή χρυσοκέντητων ὑφασμάτων, πού φυλάσσονται στό
μουσεῖο. Ἀνάμεσα σ’ αὐτά: χρυσοκέντητη ποδιά – κάλυμμα
ἁγίας τραπέζης, ΙΔ΄ αἰ., ἀφιέρωμα, κατά τήν παράδοση, τῆς
Μαρίας Ἀγγελίνας, ἀδελφῆς τοῦ δεύτερου κτίτορα τῆς μονῆς
ὁσίου Ἰωάσαφ˙ χρυσοκέντητοι ἀέρες σέ πορφυρό ὕφασμα,
χρυσοκέντητοι σταυροί ἀπό ὠμοφόριο ΙΔ΄ (;) αἰ., μέ τήν
παράσταση τῆς Σταύρωσης ὁ ἕνας, τῆς Μεταμόρφωσης ὁ ἄλλος˙
ἐπιμάνικα (τρία ζεύγη), ΙΣΤ΄-ΙΗ΄ αἰ., μέ χρυσοκέντητες
παραστάσεις ἀγγέλων˙ χρυσοκέντητα ἐπιτραχήλια ΙΔ΄/ΙΕ΄ αἰ.,
μέ παραστάσεις ἀγγέλων, τῆς Παναγίας, τοῦ Προδρόμου καί
ἱεραρχῶν (Μεγ. Βασιλείου, ἁγ. Γρηγορίου Θεολόγου, ἁγ. Ἰω.
Χρυσοστόμου, ἁγ. Νικολάου)˙ κεντητή καί ἐνεπίγραφη ζώνη, μέ
χρονολογία 1794, τοῦ ἐπισκόπου Σταγῶν Παϊσίου τοῦ
Κλεινοβίτη. Ξεχωριστή σημασία γιά τήν ἱστορία τῆς μονῆς
ἔχει ἡ χρυσοποίκιλτη καί χρυσοκέντητη, πάνω σέ βελοῦδο,
μίτρα τοῦ ἡγουμένου Συμεών (μέσα ΙΣΤ΄ αἰ.), πού θεωρεῖται ὡς
τρίτος κτίτορας τῆς μονῆς.
Ἰδιαίτερος
λόγος ἀξίζει νά γίνει γιά τούς δύο χρυσοκέντητους
ἐπιταφίους. Ὁ ἕνας, τῶν παλαιολόγειων χρόνων (ΙΔ΄ αἰ.),
κεντημένος σέ ὁλοσηρικό πορφυρό ὕφασμα, ἔχει διαστάσεις
1,70 Χ 1,16 μ. Στό κέντρο δεσπόζει, σέ μεγάλο μέγεθος, ἡ
παράσταση τοῦ νεκροῦ Χριστοῦ ξαπλωμένου, πού καταλαμβάνει
ὅλο σχεδόν τό μῆκος τοῦ ὑφάσματος. Τόν πλαισιώνουν ἄγγελοι μέ
ριπίδια, ἑξαπτέρυγα χερουβίμ καί πολυόμματα σεραφίμ. Στίς
γωνίες τά σύμβολα τῶν τεσσάρων εὐαγγελιστῶν: ὁ ἄγγελος τοῦ
Ματθαίου, ὁ λέων τοῦ Μάρκου, ὁ ἀετός τοῦ Ἰωάννη, ὁ βοῦς τοῦ
Λουκᾶ. Ὁ κενός χῶρος τοῦ ὑφάσματος γεμίζει μέ μικρούς καί
κανονικούς ἑξάκτινους ρόδακες, κεντημένους μέ χρυσή κλωστή.
Ἡ βελονιά, λεπτή καί ἀριστοτεχνική παντοῦ, καί τά διάφορα
χρώματα τῆς κλωστῆς (χρυσή, ἀσημένια, μπλέ, κίτρινη,
καφετιά), σχηματίζουν ζωγραφικές παραστάσεις καί ἀποδίδουν
ὅλες τίς λεπτομέρειες καί ἀποχρώσεις. Ἡ σύνθεση,
ὀλιγοπρόσωπη καί λιτή, τονίζει καί ἐξαίρει μέ
συγκλονιστικές λεπτομέρειες τό ἄψυχο, ἀκινητοποιημένο
καί ἄκαμπτο σῶμα τοῦ Θεανθρώπου μέ τήν οὐράνια γλυκύτητα στό
πρόσωπό του. Τά πρόσωπα τῶν ἀγγέλων, μαζί μέ τή συγκρατημένη
θλίψη, ἀποπνέουν καί αὐτά γλυκύτητα, εὐγένεια καί ἠρεμία. Ὁ
ἐπιτάφιος πλαισιώνεται στίς τέσσερις πλευρές του μέ
χρυσοκέντητη τή γνωστή λειτουργική ἐπιγραφή, σέ ἕξι
δεξαπεντασύλλαβους στίχους: «Τήν φοβεράν σου, βασιλεῦ,
Δευτέραν Παρουσίαν/ πίστει καί πόθῳ προσδοκῶ…».
Ὁ
δεύτερος ἐπιτάφιος, τοῦ ἔτους 1620/21, εἶναι κεντημένος σέ
πράσινο ὁλοσηρικό ὕφασμα καί ἔχει διαστάσεις 0,98 (0,81) Χ
0,75 (0,58). Στό κέντρο κυριαρχεῖ ἡ παράσταση τοῦ νεκροῦ Χριστοῦ
ξαπλωμένου. Μέ πλαστικότητα ἀποδίδονται οἱ ἐπιφάνειες
τοῦ ἄψυχου σώματος τοῦ Ἰησοῦ. Δεξιά, ἡ Παναγία ἀκουμπᾶ μέ
θλίψη καί στοργή τό κεφάλι της πάνω στό νεκρό παιδί της. Πάνω
ἀπό τό σῶμα τοῦ Χριστοῦ θρηνοῦν ἡ Μάρθα, ἡ Μαρία καί ἡ
Μαγδαληνή. Ἡ θλίψη καί ἡ ψυχική ὀδύνη, πού ἀποτυπώνονται
ἀριστοτεχνικά στά πρόσωπα τῆς Παναγίας καί τῶν ἄλλων τριῶν
γυναικῶν, εἶναι συγκρατημένες καί τονίζουν περισσότερο τό
ἐσωτερικό πάθος.
Τήν
ὅλη σύνθεση συμπληρώνουν κεντητές παραστάσεις ἀγγέλων καί
τῶν ἀρχαγγέλων Μιχαήλ καί Γαβριήλ, τῶν τεσσάρων προφητῶν
Δαβίδ, Ἱερεμία, Ἠσαΐα καί Μωυσῆ, καί τῶν συμβόλων τῶν
τεσσάρων εὐαγγελιστῶν στίς γωνίες. Στήν κάτω πλευρά, κεντητή
ἐπιγραφή μέ χρυσή καί κόκκινη κλωστή ἀναφέρει ὅτι ὁ
ἐπιτάφιος κεντήθηκε τό 1620/21 μέ ἔξοδα τῶν μοναχῶν
Τατιανῆς, Μακαρίας, Μανασίας καί Συγκλητικῆς. Οἱ τέσσερις
πλευρές τοῦ ἐπιταφίου πλαισιώνονται μέ χρυσοκέντητη τή
γνωστή λειτουργική ἔμμετρη ἐπιγραφή «Τήν φοβεράν σου,
βασιλεῦ, ὅμως ἐδῶ καί πολύ ἀνορθόγραφη. Μεταξωτή, τέλος,
ταινία πορφυροῦ χρώματος, μέ ὡραῖα χρυσοκέντητα
συμμετρικά ἐπαναλαμβανόμενα κοσμήματα, περιβάλλει τόν
ὅλο ἐπιτάφιο.
3.
Ἀργυρά.- Πλούσια εἶναι καί ἡ συλλογή τῶν ἔργων ἀργυροχοΐας,
πού χρονολογοῦνται σέ διάφορες ἐποχές (ΙΣΤ΄ - ΙΘ΄ αἰ.) καί
φέρουν διάφορες παραστάσεις ἁγίων καί ἄλλα διακοσμητικά
θέματα. Εἶναι ἀποκλειστικά σχεδόν λειψανοθῆκες, ἀφοῦ ἡ
Μονή τοῦ Μεγάλου Μετεώρου ἔχει ἀποθησαυρίσει καί φυλάσσει
ὡς ἱερά σεβάσματα τά τίμια λείψανα πολλῶν καί σπουδαίων
ἁγίων τῆς Ἐκκλησίας μας.
Ἰδιαίτερη
ὅμως σημασία γιά τή μονή ἔχουν οἱ κάρες τῶν ὁσίων κτιτόρων
της, πού φυλάσσονται μέσα σέ ἀργυρές καί πλούσια
διακοσμημένες λειψανοθῆκες. Καί οἱ δύο λειψανοθῆκες
διακοσμοῦνται γύρω-γύρω, κατά διαφορετικό τρόπο ἡ κάθε
μία, μέ ἐπαναλαμβανόμενα συμμετρικά θέματα καί ἀγγέλους. Ἡ
λειψανοθήκη τῆς κάρας τοῦ ὁσίου Ἀθανασίου
κατασκευάστηκε, σύμφωνα μέ τήν ἐπιγραφή της, στίς 15 Μαρτίου
τοῦ 1805˙ στό κυκλικό ἐπάνω κάλυμμα ἔκτυπη ἡ προτομή τοῦ
ὁσίου. Ἡ λειψανοθήκη τοῦ ἄλλου κτίτορα, τοῦ ὁσίου Ἰωάσαφ,
κατασκευάστηκε, ὅπως μαρτυρεῖ ἡ ἐπιγραφή της, τό 1789˙ καί
ἐδῶ τό κυκλικό κάλυμμα φέρει ἔκτυπη τήν προτομή τοῦ ὁσίου.
Φυλάσσονται στή λιτή τοῦ καθολικοῦ τῆς μονῆς, σέ προθήκη πάνω
ἀπό τόν τάφο τῶν δύο κτιτόρων.
Ἀπό
τίς πολλές ἄλλες ἀργυρές καί περίτεχνα διακοσμημένες
λειχανοθῆκες ἀναφέρομε τή λειψανοθήκη τῆς κάρς τοῦ Ἁγ.
Ἰωάννου τοῦ ἐλεήμονος, ἔτ. 1614˙ τῆς κάρας τοῦ Ἁγ. Ἰωάννου
τῆς Κλίμακος, ἔτ. 1617˙ ἐπίσης ἀργυρή θήκη λειψάνου τοῦ Ἁγ.
Ἀνδρέα Κρήτης μέ χρονολογία 1760 καί τό ὄνομα «τοῦ εὐτελοῦς
χρυσοχόου»: «Μίσιος Καλαρίτης» (= ἀπό τούς Καλαρρύτες τῆς
Ἠπείρου). Μνημονεύομε, τέλος, καί ἄλλη ἀργυρή θήκη λειψάνου
τῆς χειρός τοῦ Μεγ. Βασιλείου, ἡ ὁποία κατασκευάστηκε τό
1794 «ἐπί ἡγουμένου Παρθενίου ἱερομονάχου».
Ἐκτός
ἀπό τίς λειψανοθῆκες, ἀξιόλογοι εἶναι καί οἱ τρεῖς μικροί
ξύλινοι σταυροί ἁγιασμοῦ μέ περίτεχνη μεταλλική ἀργυρή
ἐπένδυση.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου