Στα τέλη του 16ου αι. λειτουργεί η Μονή Πέτρας στο Καταφύγι, σταυροειδούς τετρα κιόνιου τύπου με δύο χορούς και νάρθηκα στα Δ, ακατοίκητη σήμερα, που χτίσθηκε πιθανόν το 1553. Το καθολικό, από τα κομψότερα και σημαντικότερά της περιοχής που διασώζει την τοιχογράφηση, το τέμπλο, τα προσκυνητάρια και το κιβώριο της Αγ. Τράπεζας, είναι αφιερωμένο στην Κοίμηση της Θεοτόκου. Ν υπάρχει παρεκκλήσι της Μεταμόρφωσης του Σωτήρα με τράπεζα υστερορωμαϊκών χρόνων, που ιδρύθηκε και τοιχογραφήθηκε από τον Ιωάννη τον Ευτελή το 1672. Ο νάρθηκας αγιογραφήθηκε το 1789. Το μοναστήρι ερημώθηκε γύρω στο 1900 και επαναλειτούργησε το 1920-1930 με πρωτοβουλία του Μητροπολίτη Ιεζεκιήλ και σχετικό διάταγμα.
«Τα βυζαντινά μοναστήρια ήσαν αυτό τούτο μία
μικρογραφία πόλεως, ήσαν συνοικισμοί ανθρώπων, τους οποίους ήνωνε κοινόν
ιδεώδες : η φυγή των εγκοσμίων, η συνεχής προσευχή και άσκησις και η εις τον
Θεόν προσήλωσις, δι’ ων πάντων καθίστατο προσιτωτέρα η σωτηρία της ψυχής και η
βασιλεία των ουρανών. Και ως πάσα πόλις είχε κατά την αρχαιότητα και τον
μεσαίωνa τα τείχη της, ίνα προασπίζη εαυτήν κατά των εχθρών ή των επιδρομέων,
ούτω και αι εις απόκεντρα συνήθως μέρη ιδρυόμεναι μοναί, περικλείουσαι
συνηθέστατα ανεκτίμητα κειμήλια και χρησιμοποιούμεναι συχνά ως πολεμικά
καταφύγια των πολιτικών αρχόντων της χώρας, περιεβάλλοντο πάντοτε υπό ισχυρών
και υψηλών τειχών, περισφιγγόντων ως εν κλοιώ τα μοναστικά κτήρια». Αν. Κ.
Ορλάνδος
ΓΕΝΙΚΟ ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΜΟΝΗΣ & ΕΠΕΜΒΑΣΕΩΝ / ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΣΕΙΣΜΩΝ
Η Ιερά Μονή Πέτρας
Καταφυγίου, που βρίσκεται στην περιοχή της Καρδίτσας, αποτελεί σπουδαίο
ΜΕΤΑΒΥΖΑΝΤΙΝΟ ΜΝΗΜΕΙΟ.
Όπως αναφέρεται
στο ανάτυπο «Οι Εκκλησίες στην Ελλάδα μετά την Άλωση τ.2», σελ. 121-137, η Ιερά
Μονή της Πέτρας Καταφυγίου βρίσκεται τέσσερα χιλιόμετρα Δ-ΒΔ από το χωριό
Καταφύγι, προς το συνοικισμό Άγιο Αθανάσιο Λαμπερού, το οποίο είναι
σκαρφαλωμένο στους πρόποδες της Νότιας Πίνδου, είκοσι χιλιόμετρα Ν-ΝΔ της
Καρδίτσας. Η Μονή είναι χωμένη σ’ ένα δασωμένο πλάτωμα (υψόμετρο 600μ.), που δε
σπόζει στο φαράγγι που ανεβαίνει προς το φράγμα του Ταυρωπού.
Σαν πιθανή χρονολογία
ανέγερσης του αρχικού κτιρίου του Καθολικού της Μονής είναι τα μέσα του 16ου
αιώνα ή και νωρίτερα δηλαδή το 1550 περίπου. Η χρονολογία αυτή, επιβεβαιώνεται
από μια παλιά μεταλλική σφραγίδα που βρέθηκε στη Μονή Κορώνας, όπου και
φυλάσσεται στο μουσείο της. Η σφραγίδα αυτή φέρνει κυκλικά επιγραφή και τη
βυζαντινή χρονολογία από κτίσεως κόσμου : + ΠΑΝΑΓΙΑ ΚΙΜΙCΙΟC ΛΕΓΟΜΕΝΟU PETPAC ETOC ζ ρ β΄
(7102=1593/ 940). Η σφραγίδα αυτή αποτελεί την αρχαιότερη
γραπτή και επίσημη μαρτυρία για την ύπαρξη της Μονής. Επομένως η μονή πρέπει να
χτίστηκε λίγο παλαιότερα από το έτος 1593/ 4, αφού συνήθως οι χρονολογίες των
μοναστηριακών σφραγίδων αντιστοιχούν στο έτος ανέγερσης ή ακριβέστερα
αποπεράτωσης της ανέγερσης του καθολικού της μονής. Άρα, η χρονολογία αυτή, της
παλαιάς σφραγίδας της Μονής Πέτρας αναφέρεται, πιθανότατα, στο έτος
αποπεράτωσης της ανέγερσης του καθολικού της, και έτσι η Μονή αποδεικνύεται ότι
έχει ήδη συμπληρώσει μέχρι σήμερα τεσσάρων αιώνων βεβαιωμένη ζωή και δράση. Με
αυτόν τον τρόπο, επιβεβαιώνεται και η άποψη του καθηγητή του Μ. Πολυτεχνείου κ.
Παύλου Π. Μυλωνά που με βάση κυρίως παρατηρήσεις – συγκρίσεις μορφολογικές και
δομικές, υποστήριξε σαν πιθανή χρονολογία κτίσεως του κτιρίου το 1550.
Η ονομασία της «Πέτρα»
(=βράχος) οφείλεται στον μεγάλο πλατύ βράχο, που βρίσκεται στο ΒΔ στήθωμα και
πέφτει απότομα μέσα στη χαράδρα, δημιουργώντας μια μεγάλη σπηλιά. Σύμφωνα με
την παράδοση, στην σπηλιά ασκήτεψαν κάποτε ερημίτες, που αργότερα έκτισαν τη
Μονή στο πλάτωμα του βράχου. Έτσι εξηγείται, κατά την παράδοση, η ανεύρεση της
Εικόνας της Θεοτόκου στη σπηλιά, που έγινε αφορμή να κτισθεί η Μονή στη
σημερινή της θέση. Η ανεύρεση λέγεται, πάντοτε κατά την παράδοση, ότι έγινε από
βοσκούς, που έβλεπαν στη σπηλιά ένα αναμμένο κανδήλι τα βράδια και όταν
κατέβηκαν εκεί με μεγάλη τους έκπληξη βρήκαν την Εικόνα της Παναγίας της
Γλυκοφιλούσας.
Το μοναστήρι της Πέτρας στη μεγάλη του ακμή είχε
200 μοναχούς και ισάριθμα κελιά (366 ήσαν τα κελιά- σύμφωνα με άλλη πηγή). Είχε
επίσης πλούσια και ενδιαφέρουσα βιβλιοθήκη με σπάνια βιβλία, πολλά από τα οποία
ήταν χειρόγραφα. Η βιβλιοθήκη αυτή διατηρήθηκε μέχρι τις αρχές του 20ου αιώνα.
Φαίνεται όμως πως, ήδη
από τα μέσα του ΙΖ΄ αιώνα η Μονή της Πέτρας είχε περιέλθει σε έσχατη ένδεια και
παρακμή, όπως αποδεικνύει επιστολή του γνωστού Αγραφιώτη διδασκάλου και λόγιου
Ευγένιου Γιαννούλη του Αιτωλού, του έτους 1666, την οποία από τα Βρανιανά
απευθύνει στον ευρισκόμενο τότε στην Κωνσταντινούπολη μητροπολίτη Λαρίσης
Διονύσιο Μουσελίμη τον Βυζάντιο. Η Μονή ερημώθηκε στις αρχές του αιώνα μας και
επαναλειτούργησε στη δεκαετία του 1920 – 30 με πρωτοβουλία του Μητροπολίτη
Ιεζεκιήλ. Το 1968, μια άστοχη ενέργεια, συνετέλεσε στην καταστροφή των κελιών.
Πάντως, η Μονή συνέχισε την ενεργό ζωή της μέχρι σχεδόν την περασμένη δεκαετία.
Τη διακονούσε ο ιερομόναχος Λεόντιος για 35 σχεδόν χρόνια, ο οποίος ήταν
και ο τελευταίος μοναχός της Ιεράς Μονής. Ο πατήρ Λεόντιος, σύμφωνα με
τελευταίες αναφορές, βρήκε τραγικό θάνατο από πυρκαγιά στο κελί του, στις 28
Νοεμβρίου 1981.
Από περιγραφές
γνωρίζουμε ότι ο περίβολος της Μονής ήταν μήκους 49.20μ. και πλάτους 53.50 μ.,
είχε πύργο με καταχύστρες, υπήρχε πυλώνας τοξωτός στην ανατολική πλευρά, ενώ το
ηγουμενείο βρισκόταν στη νότια πλευρά του περιβόλου. Τα κελιά ήταν περίπου 80
(σύμφωνα με τις πιο πρόσφατες μαρτυρίες), διώροφα, με υπόγεια που
χρησιμοποιούνταν ως αποθήκες – εργαστήρια. Υπήρχε εστία, μαγειρείο και τράπεζα.
Εγγύς της ΒΔ πλευράς βρισκόταν το αλώνι και το κοιμητήριο, ενώ αναφέρονται και
τέσσερα ασκητήρια.
Στον περίβολο της Μονής
υπάρχει πηγάδι βάθους 8 περίπου μέτρων με νερό παγωμένο, το οποίο χρησίμευε και
για την ύδρευση των μοναχών.
Το Καθολικό της Μονής
ανήκει στον τετρακίονο αθωνίτικο τύπο με χορούς και νάρθηκα στη Δυτική πλευρά.
Ο ναός είναι λιθόδμητος με ασβεστολιθικές πέτρες και ανεπίχριστος εξωτερικά. Η
λιθοδομή του ναού είναι περίπου ισόδομη, με παρεμβολές μιας, δύο ή τριών
στρώσεων πλίνθων. Ενδιαφέρον εμφανίζει ο τρόπος δόμησης του ναού όπου φαίνεται
πως ο κτίστης είχε αρκετά μεγάλη πρακτική εμπειρία η οποία τον είχε διδάξει ότι
το έδαφος που είχε για να θεμελιώσει το κτίριο του δεν ήταν κατάλληλο, και για
ν’ αντιμετωπίσει αυτό το πρόβλημα σκέφθηκε και εφάρμοσε την απόκλιση των τοίχων
προς τα μέσα, για καλλίτερη ευστάθεια. Όσον αφορά στην αρχιτεκτονική και
τον διάκοσμο, θεωρείται ένα από τα πιο σπουδαία και επιβλητικά Χριστιανικά
μνημεία. Αναφέρεται δε από τον κ. Χαράλαμπο Θ. Μπούρα, καθηγητή Ε.Μ.Π., στο
βιβλίο του «Μαθήματα Ιστορίας της Αρχιτεκτονικής», ως ένα μνημείο που ανήκει
στην κατηγορία των μνημείων που ακολουθούν με συντηρητισμό την παράδοση και
μπορεί να χαρακτηρισθεί ως μεταβυζαντινό μικρότερο καθολικό, αλλά πολύ αξιόλογο
για την αρχιτεκτονική και τη ζωγραφική του.
Τα κτίρια της Μονής είναι σήμερα σχεδόν όλα
ισοπεδωμένα, εκτός από το Καθολικό, αφιερωμένο στην Κοίμηση της Θεοτόκου και
ένα μικρό τμήμα κελιών στην ανατολική πτέρυγα.
Σύμφωνα με φωτογραφίες
και αναφορές του Καθηγητή Ορλάνδου, γνωρίζουμε ότι γύρω από το Καθολικό της
Μονής υπάρχει ένας χαμηλός περίβολος στο δυτικό και βόρειο μέρος, ενώ στα νότια
και ανατολικά εκτείνονται ταπεινές πτέρυγες κελιών. Σήμερα, μένει ακόμη όρθιο,
αλλά σε κακή κατάσταση, τμήμα της ανατολικής κόρδας, ενώ ένα υπόλειμμα γωνιαίου
κτιρίου υπάρχει στην ΝΔ γωνία του συγκροτήματος. Κατά τ’ άλλα, σήμερα,
βρίσκουμε πλέον υπολείμματα όχι κτιρίων αλλά θεμελίων, που διαγράφουν τον
περίβολο της Μονής. Αξίζει επίσης να σημειωθεί πως στο ΒΔ και Β μέρος του
βράχου, το οποίο πέφτει απότομα προς την χαράδρα, υπάρχουν υπολείμματα από
ξερολιθιές, που φαίνεται πως συνέχιζαν τον περίβολο γύρω από το βράχο. Έτσι, θα
πρέπει να συμπεράνουμε πως ο Βόρειος περίβολος που βλέπουμε σε φωτογραφίες του
Ορλάνδου είναι μεταγενέστερος, ή ότι αυτός ο τοίχος ήταν διαχωριστικός της
επίσημης νότιας αυλής από την βόρεια βοηθητική, όπου από περιγραφές γνωρίζουμε
ότι ήταν συγκεντρωμένα το αλώνι, το βορδοναρείο, το κοιμητήριο κλπ. Σήμερα,
σημειώνουμε ότι, εκτός του περιβόλου της Μονής, έχουν προστεθεί μια κρήνη προς
τα νότια, ενώ στα ΝΔ ορθώνεται ένα εκτεταμένο ημιτελές κτίριο ξενώνας από
οπλισμένο σκυρόδεμα, που φαίνεται τελείως ξένο προς τα υπολείμματα των
παλαιοτέρων κελιών.
Το Μνημείο, εκτός από
τις Φθορές και Βλάβες που έχει υποστεί διαχρονικά από την έλλειψη συντήρησης
και τις ανθρωπογενείς δράσεις, έχει υποστεί πολλές και σημαντικές βλάβες από
τους σεισμούς, που όπως είναι γνωστό αποτελούν ένα μόνιμο και βασικό βλαπτικό
παράγοντα του Ελλαδικού χώρου. Για τον λόγο αυτό, στις σελίδες που ακολουθούν,
παρατίθενται συνοπτικός «Πίνακας των σεισμών της ευρύτερης περιοχής από το
1600μ.Χ. και εντεύθεν» και μερικοί Ισοσεισμικοί Χάρτες από τον «Άτλαντα
Ισοσεισμικών Χαρτών» των κ.κ. “Παπαζάχος – Παπαϊωάννου – Παπαζάχου”. Όπως
προκύπτει από τον Πίνακα και τους Χάρτες, η περιοχή έχει πληγεί βαρύτατα από
τους σεισμούς κατά την διάρκεια ζωής του μνημείου με φυσικό επακόλουθο την
πρόκληση σοβαρών βλαβών στον φορέα, αλλά και σε επιμέρους στοιχεία και μέλη
του.
ΠΙΝΑΚΑΣ ΣΕΙΣΜΩΝ ΕΥΡΥΤΕΡΗΣ ΠΕΡΙΟΧΗΣ ΙΕΡΑΣ ΜΟΝΗΣ ΠΕΤΡΑΣ
ΚΑΤΑΦΥΓΙΟΥ – ΚΑΡΔΙΤΣΑΣ
ΧΡΟΝΟΛΟΓΙΑ. ΕΠΙΚΕΝΤΡΟ.
ΠΛΗΓΕΙΣΕΣ ΠΕΡΙΟΧΕΣ. ΡΙΧΤΕΡ
24 Φεβ
1621
Επίκεντρο Μετέωρα. Πληγείσες περιοχές Μετέωρα και γύρω περιοχές. Ρίχτερ 6,2
1665 Επίκεντρο
Τρίκαλα,Καλαμπάκα. Πληγείσες περιοχές Τρίκαλα Καλαμπάκα και Δυτ. Θεσσαλία
γενικότερα. Ρίχτερ 6.
26 Ιαν 1674. Επίκεντρο Μετέωρα. Πληγείσες περιοχές
Μετέωρα και Θεσσαλία γενικότερα. Ρίχτερ 6,2.
1 Σεπ
1735.
Επίκεντρο Μετέωρα (Καρδίτσα). Πληγείσες περιοχές Μετέωρα Καρδίτσα, Λάρισα.
Ρίχτερ 6,5
9 Νοε 1766. Επίκεντρο Ελασσόνα. Πληγείσες περιοχές
Ελασσόνα και Θεσσαλία γενικότερα. Ρίχτερ 6,3
19 Μαϊ 1787.
Επίκεντρο Μετέωρα. Πληγείσες περιοχές Μετέωρα, Τρίκαλα και Δυτ. Θεσσαλία
γενικότερα. Ρίχτερ 6
1 Μαρ 1941. Επίκεντρο Λάρισα. Πληγείσες περιοχές
Λάρισα, Τρίκαλα, Καρδίτσα. Αισθητός στη Δ. Στερεά Ελλάδα, Ηπειρο ως την
Αλβανία. Ρίχτερ 6,3.
30 Απρ 1954. Επίκεντρο Καρδίτσα (Σοφάδες*).
Πληγείσες περιοχές Καρδίτσα, Λάρισα, Τρίκαλα, Φθιώτιδα, Μαγνησία, Ευρυτανία.
Ρίχτερ 7. 8 Μαρ 1957. Επίκεντρο
Βελεστίνο*. Πληγείσες περιοχές Βόλος, Καρδίτσα, Τρίκαλα, Λαμία, Β.
Αιτωλοακαρνανία. Αισθητός ως Βόνιτσα, Κόρινθο. Ρίχτερ 6,8
ΠΕΡΙΓΡΑΦΗ –
ΤΡΟΠΟΣ ΔΟΜΗΣΗΣ – ΦΑΣΕΙΣ – ΠΑΘΟΛΟΓΙΑ
Το υπό εξέταση κτίσμα είναι υπερυψωμένο λιθόκτιστο επίμηκες κτίριο, ευρισκόμενο στην ανατολική πλευρά της Μονής. Είναι θεμελιωμένο πάνω σε απότομη πλαγιά, με τις μεγάλες πλευρές του να κοιτάζουν προς Ανατολάς και Δυσμάς. Το τμήμα της πτέρυγας που διατηρείται ακόμη και σήμερα αποτελεί μέρος μόνο των κελιών της Μονής. Η πτέρυγα αναπτύσσεται στο υπάρχον τμήμα της σε κτίσμα τριών επιπέδων, αλλά φαίνεται πως, κατά το παρελθόν, το μεγαλύτερο τμήμα της πτέρυγας των κελιών αναπτυσσόταν σε δύο επίπεδα και μόνο το τμήμα που διατηρείται έως σήμερα αποτελούνταν από τρία.
Οι φέροντες τοίχοι του κτιρίου είναι
αργολιθοδομή από ακατέργαστους λίθους, πάχους της τάξεως των 60εκατ. εσωτερικά
και 70εκατ. εξωτερικά.
Απ’ ότι μπορούμε να
δούμε από παλαιότερες φωτογραφίες, ο ανατολικός τοίχος αποτελούσε και τμήμα της
οχύρωσης της Μονής. Σε αυτόν τον τοίχο, πιθανότατα για τον λόγο που αναφέραμε
παραπάνω, υπάρχουν ανοίγματα μόνο στο ισόγειο και στον όροφο του κτίσματος που
ξεκινούν από αρκετά μεγάλο ύψος και είναι στενότερα στην εξωτερική πλευρά.
Κάτω και πάνω από τις
θύρες καθώς και στο ύψος της ποδιάς των παραθύρων υπάρχουν οριζόντιες
ξυλοδεσιές. Ανάμεσα στο κατώφλι των θυρών και την ξυλοδεσιά και σε όλο το μήκος
της δυτικής πλευράς της πτέρυγας, τόσο στο ισόγειο όσο και στον όροφο, υπάρχουν
πατοδοκοί που εξέχουν προς στην εξωτερική πλευρά του κτιρίου. Όπως φαίνεται και
σε παλαιότερες φωτογραφίες, στο ισόγειο υπήρχε ένας εξώστης, ο οποίος εξείχε
1.60 μ. περίπου από την εξωτερική τοιχοποιία του κτηρίου. Ο εξώστης
επαναλαμβανόταν με τον ίδιο τρόπο και στον όροφο, όπου και καλυπτόταν από την
στέγη της πτέρυγας. Πάνω στις πατοδοκούς στηριζόταν το δάπεδο των κελιών το
οποίο αποτελείτο από ξύλινες τάβλες.
Σήμερα, ο όροφος
εκτείνεται μόνο μέχρι το ανώφλι των θυρών, αφού η στέγη έχει πέσει και έχει
συμπαρασύρει και μικρό τμήμα του τοίχου. Η στέγη του κτιρίου ήταν τετράριχτη
και όπως προαναφέρθηκε κάλυπτε και τον εξώστη του ορόφου.
Υπάρχουν μεταγενέστερες επεμβάσεις, κυρίως στη
νότια και στην ανατολική πλευρά της πτέρυγας. Βλέπουμε δηλαδή ότι η νότια
πλευρά του κτιρίου είναι μεταγενέστερη και δεν έχει κανένα άνοιγμα. Πιθανόν να
είχε πέσει και να ξανακτίστηκε κατά ένα τμήμα του, όπως έχει συμβεί και με τη
βόρεια πλευρά του κτιρίου.
Η νοτιοανατολική γωνία
του κτιρίου έχει ολισθήσει προς την ανατολική πλευρά με αποτέλεσμα να έχουν
πέσει οι ακρογωνιαίοι λίθοι. Για την ακρίβεια, από παλαιότερες φωτογραφίες
φαίνεται ότι αυτή η γωνία δεν αποτελούσε και το τέλος της πτέρυγας που θα
πρέπει να συνεχιζόταν προς τα νότια.
Στην ανατολική πλευρά, η
τοιχοδομή στηρίζεται σε τρεις αντηρίδες, από τις οποίες οι δύο διατηρούνται
ολόκληρες, ενώ από την τρίτη μόνο ένα τμήμα. Στη βορειοανατολική πλευρά του
κτιρίου συναντάμε υπολείμματα μιας ακόμη αντηρίδας, η οποία έχει γκρεμιστεί
ολοσχερώς, όπως και το τμήμα του κτιρίου όπου στηριζόταν.
Οι θύρες του κτιρίου,
που είναι ξύλινες, βρίσκονται όλες στη δυτική πλευρά, ενώ ξύλινες δοκοί
γεφυρώνουν τα υπέρθυρα. Οι θύρες, όπως και το υπόλοιπο κτίριο, έχουν υποστεί
σημαντικές παραμορφώσεις. Σήμερα, μία από τις θύρες, αυτή του δεύτερου
χώρου, έχει φραχθεί προς την εξωτερική παρειά. Στην ανατολική πλευρά, στους
ορόφους, απαντώνται παράθυρα, ενώ στο υπόγειο δύο μικρές θυρίδες
εξαερισμού, κατασκευασμένες έτσι ώστε να μην μπορεί να περάσει η βροχή. Τα
ανοίγματα αυτά έχουν πλάτος 85εκ. από την εσωτερική πλευρά και 5εκ. από την
εξωτερική. Όλα τα παράθυρα του ορόφου είναι διπλά, λίθινα από την εξωτερική
πλευρά και ξύλινα εσωτερικά. Εξωτερικά, τα παράθυρα είναι στενά, ενώ πλαταίνουν
στην εσωτερική τους πλευρά λόγω της λοξότητας που παρουσιάζουν οι λαμπάδες.
Μερικά από τα παράθυρα έχουν φραχθεί εξωτερικά και έχουν μετατραπεί σε
ντουλάπια. Δίπλα και πάνω από τη μεσαία αντηρίδα βρίσκεται ένα γκρεμισμένο
παράθυρο, το οποίο φαίνεται ότι ήταν κλεισμένο με σιδεριά μεταγενέστερη.
Αυτή η πλευρά, τμήματα
της οποίας φαίνεται να είναι μεταγενέστερα, εμφανίζει και τις περισσότερες
ρηγματώσεις, πιθανότατα εξαιτίας μιας κλίσης που εμφανίζει το κτίριο προς την
βορειοανατολική του πλευρά, λόγω της κλιτύος πάνω στην οποία είναι χτισμένο.
Ρηγμάτωση συναντάμε επίσης στην νοτιοδυτική γωνία των κελιών, στο σημείο όπου
δείχνει να χωρίζει το παλαιότερο από το μεταγενέστερο
τμήμα.
Κατά την πρόσφατη
αποτύπωση των Κελιών της Μονής, καταγράφηκαν δύο χώροι στο υπόγειο, (για
ζωοτροφές και αποθήκες), από τους οποίους, ο χώρος που βρίσκεται στη βόρεια
πλευρά της πτέρυγας δεν είναι προσπελάσιμος, λόγω των μπαζών που έχουν πέσει
από τα κελιά που βρίσκονταν ακριβώς από πάνω. Η πρόσβαση στο υπόγειο φαίνεται
ότι γινόταν από ένα μικρό μονοπάτι στη νότια πλευρά των κελιών.
Στο ισόγειο υπάρχουν
τρία κελιά, εκ των οποίων το κελί που βρίσκεται στη βόρεια πλευρά της πτέρυγας
έχει υποστεί τις μεγαλύτερες καταστροφές, αφού έχει πέσει τμήμα των φερόντων
τοίχων και του πατώματος του. Τα άλλα δύο κελιά βρίσκονται σε καλύτερη
κατάσταση και από αυτά μπορούμε να μελετήσουμε και τη μορφή που είχαν οι χώροι.
Στα κελιά υπήρχαν από ένα μικρό ντουλάπι με
ξύλινα φύλλα εντοιχισμένο στην τοιχοποιία. Σε κάποιος χώρους υπήρχε και τζάκι.
Συγκεκριμένα, στο μεσαίο κελί υπάρχει ακόμη και σήμερα τζάκι στην δυτική πλευρά
του δωματίου. Υπάρχουν επίσης τα ίχνη από ένα τζάκι στην ανατολική πλευρά στον
όροφο.
Στο ισόγειο, το 1ο
κελί διαχωρίζεται από το 2ο μ’ έναν τοίχο από μπαγδατί. Η πρόσβαση στο
2ο κελί γίνεται από εσωτερικά, αφού, όπως αναφέρθηκε, η εξωτερική
θύρα εισόδου του 2ου χώρου έχει φραχθεί προς την εξωτερική παρειά,
ενώ εσωτερικά το κούφωμα έχει μετατραπεί σε ντουλάπι. Τα κελιά είναι αρκετά
σκοτεινά επειδή τα παράθυρα στενεύουν προς το εσωτερικό.
Το τμήμα της πτέρυγας
των κελιών το οποίο διατηρείται ως σήμερα, έχει υποστεί σοβαρότατες βλάβες που
εντοπίζονται σε πολύ ζωτικά μέλη του. Απαντώνται αποκλίσεις από την κατακόρυφο,
καθιζήσεις, καταπτώσεις, παραμορφώσεις, ρηγματώσεις, κλπ.
Τόσο στο εσωτερικό όσο
και στο εξωτερικό του κτιρίου, κυρίως στον ανατολικό και στο δυτικό τοίχο, (στη
νότια πλευρά), απαντάται ένα σύστημα κατακόρυφων ή σχεδόν κατακόρυφων ρωγμών
μεγάλου εύρους. Πέραν των κατακόρυφων ρηγματώσεων, κυρίως στον ανατολικό τοίχο,
παρατηρείται πλήθος μικρότερων ρωγμών που ξεκινούν από την στέψη του κτιρίου,
ανάλογες των οποίων δεν εμφανίζονται στους υπόλοιπους τοίχους. Στο βόρειο τμήμα
των κελιών, ο φέρων τοίχος έχει γκρεμιστεί και υπάρχει μόνο ένα τμήμα του στο
υπόγειο. Ενώ, στο νότιο τμήμα, ο τοίχος ο οποίος φαίνεται…….
Εύα
Βαρουτά-Φλώρου
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου