ΣΤΟ ΤΕΛΟΣ ΤΗΣ ΣΕΛΙΔΑΣ
ΑΓΙΟΛΟΓΙΟ ΑΛΦΑΒΗΤΙΚΑ - ΟΚΤΩΗΧΟΣ - ΜΗΝΑΙΑ - ΤΡΙΩΔΙΟ - ΠΕΝΤΗΚΟΣΤΑΡΙΟ
ΨΥΧΟΘΕΡΑΠΕΥΤΙΚΑ ΘΕΜΑΤΑ - ΘΕΡΑΠΕΥΤΙΚΑ ΘΕΜΑΤΑ
ΜΗΤΡΟΠΟΛΕΙΣ ΤΗΣ ΕΛΛΑΔΟΣ - ΠΑΡΑΚΛΗΤΙΚΟΙ ΚΑΝΟΝΕΣ
ΑΚΟΛΟΥΘΙΑ ΕΞΟΔΙΑΣΤΙΚΟΥ ΜΟΝΑΧΩΝ
ΣΤΑΣΕΙΣ ΑΚΑΘΙΣΤΟΥ ΥΜΝΟΥ - ΠΡΟΗΓΙΑΣΜΕΝΕΣ - ΑΠΟΔΕΙΠΝΟΝ
ΟΙ ΟΝΕΙΡΟΠΑΡΜΕΝΟΙ ΤΟΥ ΚΟΣΜΟΥ - ΠΡΟΦΗΤΕΙΕΣ ΤΗΣ ΑΓΙΑΣ ΓΡΑΦΗΣ
ΣΤΑΛΑΓΜΑΤΙΕΣ ΣΟΦΙΑΣ - ΚΑΙΡΟΣ ΤΟΥ ΤΕΛΟΥΣ
ΕΠΙΣΤΟΛΕΣ ΑΠΟΣΤΟΛΟΥ ΠΑΥΛΟΥ

ΓΙΑ ΟΤΙ ΝΕΟΤΕΡΟ ΘΑ ΕΝΗΜΕΡΩΝΕΤΑΙ Ο ΚΑΤΑΛΟΓΟΣ


Δευτέρα 24 Νοεμβρίου 2014

Ι.Μ. ΜΕΓΑΛΟΥ ΣΠΗΛΑΙΟΥ

ΠΑΝΑΓΙΩΤΗ Α. ΥΦΑΝΤΗ
Πτ. Θ. - Μ.Α.
ΜΕΓΑ ΣΠΗΛΑΙΟ
ΙΣΤΟΡΙΑ, ΠΝΕΥΜΑΤΙΚΗ ΚΑΙ ΕΘΝΙΚΗ ΜΑΡΤΥΡΙΑ
ΕΚΔΟΣΙΣ Ι. ΜΗΤΡΟΠΟΛΕΩΣ ΚΑΛΑΒΡΥΤΩΝ ΚΑΙ ΑΙΓΙΑΛΕΙΑΣ
Αθήναι 1999

Στους γονείς μου
ΠΡΟΛΟΓΟΣ
Ήταν ένα ακόμη όραμα της ψυχής μας! Ο Πανάγαθος Θεός το ευλόγησε και τώρα γίνεται πραγματικότης! Πρόκειται περί της παλαιφάτου, ιστορικής, Βασιλικής και Πατριαρχικής Ιεράς Μονής του Μεγάλου Σπηλαίου. Πλείστα όσα από τα εις αυτήν αφορώντα δεν έχουν προβληθή δεόντως. Επομένως ούτε έχουν εκτιμηθή αναλόγως. Πόσοι π.χ. έχουν συνειδητοποιήσει ότι η πάνσεπτος Εικών της Θεοτόκου είναι ίσως η αρχαιοτέρα εικών της Ορθοδοξίας, έπειτα βεβαίως από το άγιον Μανδήλιον! Αλλά το άγιον Μανδήλιον είναι αχειροποίητος Εικών, ενώ η ιερά Εικών της Θεομήτορος, της Μεγαλοσπηλαιωτίσσης, είναι έργον των χειρών του Ευαγγελιστού Λουκά! Πόσοι επίσης έχουν συνειδητοποιήσει την πολύτιμον προσφοράν της Μονής εις τον υπέρ της Εθνικής μας Ανεξαρτησίας ιερόν αγώνα του 1821! Πόσοι γνωρίζουν περί της ιστορικής μάχης του Μεγάλου  Σπηλαίου, κατά την διάρκειαν της οποίας οι ήρωες Μοναχοί κατετρόπωσαν τον μεγάλαυχον Ιμβραήμ Πασάν!
Πλείστα όσα λοιπόν από τα εις την ιστορικήν Ιεράν Μονήν του Μεγάλου Σπηλαίου αφορώντα δεν έχουν εισέτι μελετηθή επαρκώς και δεν έχουν προβληθή δεόντως. Μεταξύ τούτων δέον όπως αναφερθή η πολύπλευρος, όσον και πολύτιμος, πνευματική προσφορά της Μονής του Μεγάλου Σπηλαίου εις την διαφύλαξιν της αγίας Ορθοδοξίας μας από οθνείους επιδράσεις κατά τα πρώτα και πρώιμα εκείνα χρόνια της συγκροτήσεως του ελευθέρου ελληνικού Κράτους, έπειτα από την δουλείαν τεσσάρων αιώνων. Εις την Μονήν τότε είτε ανετράφησαν, είτε εύρον καταφύγιον, είτε κατέστησαν ταύτην ορμητήριον των υπέροχα πνευματικά αναστήματα της νεωτέρας Ελλάδος, όπως οι Ιγνάτιος Λαμπρόπουλος, Κοσμάς Φλαμιάτος, Κωνσταντίνος Οικονόμος ο εξ Οικονόμων, Ιερόθεος Μητρόπουλος, μετέπειτα Αρχιεπίσκοπος Πατρών, Ηλίας Βλαχόπουλος, Παρθένιος Αναγνωστόπουλος, Ευσέβιος Ματθιόπουλος κ.α. Ο πολύς Κωνσταντίνος Οικονόμος ο εξ Οικονόμων συνεδέθη τόσον πολύ μετά της Μονής, ώστε οι Μοναχοί τον αποκαλούν «πνευματικό τους πατέρα»! Ο Κωνσταντίνος άλλωστε συνέγραψε και το κτιτορικόν της Μονής, πολύτιμον σήμερα δια τα εν αυτώ δημοσιευόμενα πατριαρχικά και έτερα σημαντικά έγγραφα, των οποίων τα πρωτότυπα κατεστράφησαν από την πυρκαϊάν του έτους 1934. Μετά της Μονής του Μεγάλου Σπηλαίου συνδέεται και ο μοναχός Παπουλάκος, δηλ. ο κατά κόσμον Χρήστος Παναγιωτόπουλος, καταγόμενος από το χωρίον Άρμπουνα Καλαβρύτων, επαναστάτης της εποχής εκείνης.
Ήτο η εποχή κατά την οποίαν ετίθεντο τα θεμέλια του νέου Κράτους. Η εποχή κατά την οποίαν ο Βασιλεύς Όθων και οι Βαυαροί Σύμβουλοί του προσεπάθουν να οικοδομήσουν την νέαν Ελλάδα, χρησιμοποιούντες όμως στα θεμέλια πρότυπα ξένα προς την Ορθοδοξίαν και τον Ελληνισμόν. Και δυστυχώς εν πολλοίς το κατώρθωσαν! Τότε λοιπόν το Μέγα Σπήλαιο ήτο εστία εντόνων πνευματικών αντιδράσεων. Οι Κωνσταντίνος Οικονόμος, Κοσμάς Φλαμιάτος, Ιγνάτιος Λαμπρόπουλος, Παπουλάκος και άλλοι ακόμη ανεπέτασαν την σημαίαν της ελληνορθοδόξου παραδόσεως και προέβαλον αντίστασιν! Ωμίλουν «περί ψωριώντος εριφίου, το οποίον έπρεπε να αποδιωχθή εκ της ποίμνης, ίνα μη μεταδώση την νόσον και εις τα λοιπά» και τοιούτον ερίφιον ήτο ο Βασιλεύς Όθων!
Η υποταγή της Εκκλησίας εις το Κράτος και το σχήμα της Νόμω κρατούσης Πολιτείας, το οποίον εξακολουθεί να ισχύη έως της σήμερον, ήσαν νομικά κατασκευάσματα της εποχής εκείνης, εναντίον των οποίων ηγωνίσθησαν οι μάρτυρες Μεγαλοσπηλαιώται Μοναχοί. Τινές εξ αυτών εφυλακίσθησαν και κάποιοι απέθανον εις την φυλακήν!
Η συμβολή του Μεγάλου Σπηλαίου κατά τα δύσκολα εκείνα χρόνια συνοψίζεται εις το γεγονός ότι κατέστη εστία αντιδράσεως «του συνειδητά θρησκευόμενου λαού να υποτάξει τη μοίρα του στην πολιτική βούληση ενός αλλόδοξου ηγέτη, και μάλιστα όταν η θρησκεία του πλήττεται τόσο βάναυσα από την δυτικού τύπου εκκοσμίκευση και από κιβωτός σωτηρίας του Γένους καθίσταται ένα εύχρηστο κοινωνικό μέγεθος στην υπηρεσία των θελήσεων του Κράτους», όπως χαρακτηριστικά σημειώνει ο συγγραφεύς του παρόντος έργου. Και συμπληρώνει: «Αυτή ήταν η συμβολή του Μεγάλου Σπηλαίου στα πρώτα ταραγμένα βήματα του εθνικού Κράτους. Η ρωμαλέα πνευματική του παρουσία, βασισμένη σε αμιγώς Ορθόδοξα ιδεώδη αποτελούσε ένα εχέγγυο για εκείνους που πάλαιψαν για τη διάσωση της ρωμαίικης παράδοσης, που απειλούσε ο απροκάλυπτος εκδυτικισμός της Χώρας! Τέλος «και μόνο το γεγονός ότι για τον Οικονόμο το Μέγα Σπήλαιο ήταν τόπος καταλληλότερος και αυτού του Αγίου Όρους φανερώνει την πνευματική ακμή και την ακτινοβολία της Μονής εκείνη την εποχή.....Το Μέγα Σπήλαιο δεν έπαψε να λειτουργεί ως χώρος άσκησης της αληθινής θεολογίας».
Ήταν, λοιπόν, ένα όραμα της ψυχής μας όλα αυτά τα μεγαλειώδη και μονοσήμαντα ιστορικά στοιχεία να έλθουν κάποτε εις το φως της δημοσιότητος. Την ενδόμυχον επιθυμίαν μας ενεπιστεύθημεν εις τον Ελλογιμώτατον Πρωτοπρεσβύτερον, αγαπητόν φίλον και αδελφόν μας εν Κυρίω, π. Γεώργιον Μεταλληνόν, Καθηγητήν της Θεολογικής Σχολής του Πανεπιστημίου Αθηνών. Ο π. Γεώργιος ευστόχως μας υπέδειξε ως ασφαλή οδόν την δια της Ακαδημίας Αθηνών θεσμοθέτησιν χρηματικού επάθλου και την προκήρυξιν σχετικού διαγωνισμού, προσδιορίσας και το θέμα, όπερ και εγένετο. Την 29ην Δεκεμβρίου 1993 η Ακαδημία Αθηνών εβράβευσε την μελέτην του κ. Παναγιώτου Υφαντή με θέμα: « Η συμβολή της Ιεράς Μονής του Μεγάλου Σπηλαίου των Καλαβρύτων εις την εθνικήν και πνευματικήν ζωή του έθνους μέχρι του τέλους του Β' Παγκοσμίου Πολέμου». Είμεθα ήδη εις τας διαπραγματεύσεις μετά των τυπογραφείων δια να εκδώσωμεν τύποις την ανέκδοτον ταύτην και περισπούδαστον μελέτην του κ. Υφαντή, ότε υπέστημεν την εκ του σεισμού της 15ης Ιουνίου 1995 μεγάλην καταστροφήν εις την Επαρχίαν μας. Δόξα τω Θεώ, ότι μετά παρέλευσιν τεσσάρων περίπου ετών τώρα μόλις βιούμεν επί τέλους το εφετόν της ψυχής μας και παραδίδομεν εις την χρήσιν παντός ενδιαφερομένου ένα πολύτιμον πνευματικόν απόκτημα.
Εις τον φιλοπόνως εργασάμενον ελλογιμώτατον συγγραφέα κ. Παναγιώτην Υφαντήν από της θέσεως ταύτης απευθύνομεν συγχαρητηρίους προσρήσεις δια την συγγραφήν του. Εις τους παράγοντας της Ακαδημίας Αθηνών, τον ολοπρόθυμον Σύμβουλόν μας π. Γεώργιον Μεταλληνόν και εις τον ιστορικόν συγγραφέα κ. Παναγιώτην Υφαντήν εκφράζομεν επιπροσθέτως την ευγνωμοσύνην μας δια την πολύτιμον προσφοράν των.
Σήμερον ο πανοσιώτατος Καθηγούμενος της σεβασμίας Ιεράς Μονής του Μεγάλου Σπηλαίου Αρχιμ. Νικηφόρος Θεοδωρόπουλος έχει ένα πρόσθετον λόγον να αγάλλεται πνευματικώς: όταν μετά την υπό των Γερμανικών στρατευμάτων κατοχής και την εξολόθρευσιν των πνευματικών αναστημάτων-εναρέτων Πατέρων, επήλθε πνευματική ορφανία και όταν ως φυσικόν επακολούθημα ήλθον τα δίσεκτα χρόνια της παρακμής εις την Μονήν, εκείνος -ο π. Νικηφόρος- αυτός μόνος παρέμενε η ευλογημένη μειοψηφία προς έλεγχον των ατακτούντων! Όταν δε μερικοί άλλοι ευσεβείς Μοναχοί ανεχώρουν δια το Αγιώνυμον Όρος, ο π. Νικηφόρος παρέμεινεν εις την Μονήν ως σύμβολον ηθικής καθαρότητος, αγνότητος, τιμιότητος και ευσεβείας! Εις τους ώμους του η Θεία Πρόνοια και δη και η Υπεραγία Θεοτόκος η Μεγαλοσπηλαιώτισσα εναπέθεσαν την ενσάρκωσιν της αρετής και την διαφύλαξιν της αγιότητος. Της αρετής και της αγιότητος που αποτελούν την αληθή και γνησίαν παράδοσιν της ιστορικής Μονής του Μεγάλου Σπηλαίου, δια την οποίαν και Ημείς άλλωστε από της ενθρονίσεώς μας μοχθούμεν αδιαλείπτως.
Ο ΚΑΛΑΒΡΥΤΩΝ ΚΑΙ ΑΙΓΙΑΛΕΙΑΣ ΑΜΒΡΟΣΙΟΣ
Εν Αιγίω τη 12η Οκτωβρίου 1998

Προλογικό Σημείωμα του Συγγραφέα
Είναι κοινός τόπος τόσο για τον ιστορικό, όσο και για τον απλό φιλίστορα η διαπίστωση ότι η σπουδή του βίου πολλών μοναστηριών στον ελλαδικό χώρο συνεισφέρει πολλαπλά στην επιστήμη· μα όχι μόνο σ' αυτήν.
Διότι η ιστορική παρουσία τους, εκτός από την πνευματική μαρτυρία που προσφέρει, εκτός από την αδήριτη συνύφανσή της με τα περιρρέοντα κοινωνικά και πολιτικά δρώμενα, φανερώνει και τον ιδιαίτερο ρόλο που διαδραμάτιζε ο ορθόδοξος μοναχισμός στην ιστορική διαδρομή του ελληνισμού και κυρίως στις δύσβατες ατραπούς της μεταβυζαντινής περιόδου: τη διαφύλαξη του υπαρκτικού πλαισίου του ορθόδοξου Έλληνα, δηλαδή του ζωτικού χώρου της παράδοσής του. Μία παράδοση, που έχοντας αναχωνεύσει γόνιμα την βαρύτιμη κληρονομιά των μακρινών προγόνων (γλώσσα, παιδεία, αγάπη για τη γνώση) στις αιώνιες επιταγές της πίστης των Πατέρων (πνευματικότητα, εκκλησιοκεντρικός τρόπος υπάρξεως, πορεία προς τη θέωση), ουσιαστικά σάρκωνε τη μοναδικότητα της ταυτότητας του Γένους έναντι των ποικιλώνυμων κατακτητών που νέμονταν και εν πολλοίς νέμονται ακόμη τη σωματική και πνευματική ελευθερία του.
Ένα από αυτά τα μοναστήρια είναι αναμφισβήτητα το Μέγα Σπήλαιο, που η ιστορία του Γένους του αναγνωρίζει μία ιδιαίτερη θέση στη μακραίωνη και περιπετειώδη διάρκειά της. Ωστόσο, μέχρι σήμερα δεν έχει καταβληθεί μία συστηματική αι η επιστημονική προσπάθεια για την ανάδειξη της συμβολής του στις τύχες του Ελληνισμού.
Αυτό το κενό στην ιστορική βιβλιογραφία φιλοδοξεί να καλύψει η παρούσα εργασία, ένα κενό που πρώτη επεσήμανε η Μητρόπολις Αιγιαλείας και Καλαβρύτων, στα όρια της οποίας υπάγεται και το ιστορικό μοναστήρι του Μεγάλου Σπηλαίου.
 Η μελέτη αυτή δημοσιεύεται με καθυστέρηση πέντε περίπου ετών από τη σύνταξή της. Καθώς την ξαναδιαβάζω μετά από τόσον καιρό, διορθώνοντας τα τυπογραφικά δοκίμια, με δυσκολία αντιστέκομαι στον πειρασμό να μην περιορίσω τις επεμβάσεις μου στο επίπεδο των συγγνωστών γλωσσικών παραδρομών. Αν ενέδιδα, σίγουρα θα ελάφρυνα το κείμενο από την πληθώρα των παραπομπών, προκειμένου να γίνει πιο προσιτό στα μάτια του μέσου αναγνώστη, περιοριζόμενος στην αναλυτική βιβλιογραφία που παρατίθεται στο τέλος, και ίσως θα εμπλούτιζα το Παράρτημα με εκτενέστερα αποσπάσματα από τις πηγές. Ωστόσο, σεβόμενος τα κριτήρια της Επιτροπής της Ακαδημίας Αθηνών που ενέκρινε και βράβευσε αυτή τη μελέτη, αντιπαρέρχομαι τους πειρασμούς που σχεδόν μου επιβάλλει η χρονική απόσταση, παραδίδοντας την ως έχει, δίχως καμία ουσιαστική παρέμβαση η διόρθωση, στον κριτικό έλεγχο των αναγνωστών. Ο πλήρης τίτλος υπό τον οποίο υπεβλήθη ανωνύμως στην Ακαδημία Αθηνών ήταν: « Η συμβολή της Ιεράς Μονής του Μεγάλου Σπηλαίου των Καλαβρύτων εις την εθνικήν και πνευματικήν ζωή του έθνους μέχρι του τέλους του Β' Παγκοσμίου Πολέμου». Η αλλαγή αυτού του σχοινοτενούς τίτλου ενόψει της έκδοσης δεν οφείλεται παρά σε αισθητικούς και μόνον λόγους.
Αισθάνομαι την ανάγκη και από τη θέση αυτή να εκφράσω τις ευχαριστίες μου στον Μητροπολίτη Καλαβρύτων και Αιγιαλείας κ. Αμβρόσιο, χάρις στον οποίο η μελέτη αυτή βλέπει το φως της έκδοσης. Ευχαριστίες, τέλος, οφείλω και στην φιλόλογο κ. Ελευθερία Ιατράκη που με περισσή προθυμία και υπομονή ανέλαβε τη γλωσσική φροντίδα του κειμένου.
Σταμάτα Αττικής
15 Ιουνίου 1997-Κυριακή της Πεντηκοστής

ΕΙΣΑΓΩΓΗ
Οι ρίζες της ιστορικής παρουσίας του Μεγάλου Σπηλαίου μοιάζουν βυθισμένες σε αντιφατικές συχνά παραδόσεις, καθώς τα πρώτα συναξάρια των οσίων Κτιτόρων δεν φιλοδοξούσαν ν' αποτελέσουν επιστημονικές πραγματείες, αλλά αποσκοπούσαν κυρίως στην προσφορά ενός ψυχωφελούς αναγνώσματος ικανοποιώντας τις -όχι τόσο αυστηρές- απαιτήσεις του απλού λαϊκού σώματος. Έτσι, σχετικά με την ίδρυση της μονής, μελετώντας τις διάφορες χρονολογικές εκδοχές που προτείνουν οι πηγές, περιοριζόμαστε στην κατάδειξη της δυναμικής αυτών των εκδοχών, δυναμικής πάντοτε συνυφασμένης με ζωτικά προβλήματα που αντιμετώπιζε η Εκκλησία: η διαφορετική κάθε φορά παράδοση θέλει τη δράση των οσίων Κτιτόρων και τη θεόσταλτη εικόνα της Θεοτόκου να παίζουν έναν καταλυτικό ρόλο στην υπέρβαση αυτών των προβλημάτων. Στην ανά χείρας εργασία, το πολύπλοκο ζήτημα της ίδρυσης ανακρίνεται μετά από το Κεφάλαιο που ασχολείται με τη χωρογραφία της μονής καθώς και με τη θαυματουργή εικόνα της Θεοτόκου (στην εικόνα επανερχόμαστε και στο τέλος της εργασίας σε άλλη συνάφεια). Αναφορές γίνονται και στις ιστορικές μαρτυρίες που μας παρέχουν εμμέσως τα διάφορα κειμήλια που θησαυρίστηκαν στο μοναστήρι από διάφορες φάσεις της ιστορικής του διαδρομής, καθώς επίσης και στην οικονομική κατάστασή του, αλλά πάντα στο μέτρο που αυτές οι αναφορές υπηρετούν τη διερεύνηση της ιστορικής παρουσίας του.
Κατόπιν, με χρονολογική σειρά εξετάζεται ο ρόλος της μονής στις κρισιμότερες φάσεις της πορείας του Γένους. Μεγαλύτερο ενδιαφέρον παρουσιάζεται κυρίως από την Β' Τουρκοκρατία της Πελοποννήσου και εξής, όποτε οι πληροφορίες αφθονούν. Πλούσιο βιβλιογραφικό υλικό παρέχουν όχι μόνο οι ιστορικοί της Επαναστάσεως αλλά και μεταγενέστερες μελέτες, που εστιάζουν το ενδιαφέρον τους σε μερικότερες όψεις του Αγώνα και οι οποίες φωτίζουν από διαφορετικές οπτικές γωνίες το ρόλο της μονής στις προετοιμασίες και τη διεξαγωγή του.
Στη συνέχεια, παρουσιάζεται η συμβολή της Μονής στα μετά τον αγώνα της Ανεξαρτησίας χρόνια, μία περίοδο πολύ κρίσιμη για τη διαμόρφωση και τα πρώτα βήματα του εθνικού πια ελληνικού κράτους. Αυτή την εποχή το μοναστήρι καθίσταται προπύργιο των δυνάμεων εκείνων που αντιστρατεύονταν το βίαιο εκδυτικισμό του Γένους που δρομολογούσε η αλλόδοξη Κυβέρνηση. Η διερεύνηση της συμβολής του Μεγάλου Σπηλαίου αυτή την εποχή επιχειρείται σε συνάρτηση με τη σχέση επωνύμων αγωνιστών της πτέρυγας των φιλορθοδόξων με το μοναστήρι, ενώ ιδιαίτερη μνεία γίνεται στους μεγαλοσπηλαιώτες μοναχούς, που η έρευνα των αρχειακών πηγών αποδεικνύει εμπλεγμένους στα δραματικά γεγονότα της εποχής.
Στην ίδια ενότητα εκτίθενται τα δυσάρεστα γεγονότα που συγκλονίζουν το μοναστήρι στον αιώνα μας: η καταστροφική πυρκαγιά του 1934 και η επιδρομή των Γερμανών το 1943. Το δεύτερο σηματοδοτεί και τα χρονικά όρια της μελέτης. Παραταύτα, προστέθηκαν άλλα δύο Κεφάλαια, η προβληματική των οποίων, φρονούμε, αρτιώνει τις απαιτήσεις του θέματός μας.
Το πρώτο αφορά τη σχέση του Μεγάλου Σπηλαίου με την Παιδεία. Γίνεται αναφορά στο σχολείο που μαρτυρούν οι πηγές ότι λειτουργούσε στο Μέγα Σπήλαιο κατά την Τουρκοκρατία και στην πλούσια σε κώδικες και έντυπα βιβλιοθήκη που φυλασσόταν στο μοναστήρι, μέχρι να την αφανίσει η ανεξέλεγκτη πυρκαγιά του 1934. Το άλλο Κεφάλαιο, που μάλιστα επέχει τη θέση επιλόγου, γιατί συνοψίζει τα συμπεράσματα της μελέτης και φωτίζει εσωτερικά τα διάφορα σημεία της, αφορά την καθαρά πνευματική υπόσταση της Μονής, στην οποία οφείλεται, κατά τη γνώμη μας, και η ισχυρή ακτινοβολία της, στη συλλογική συνείδηση του λαού.
Τέλος, κρίναμε σκόπιμο να ενσωματώσουμε σ' αυτή τη μελέτη ένα Παράρτημα, στο οποίο έχει αποθησαυριστεί ένα μικρό αλλά χαρακτηριστικό μέρος του -γνωστού και άγνωστου μέχρι τώρα- αρχειακού υλικού που χρησιμοποιήθηκε για την εκπόνηση αυτής της εργασίας. Η επιλογή των κειμένων έχει στόχο τη φανέρωση όψεων της σημασίας η του ρόλου της μονής σε διάφορα γεγονότα κρίσιμων ιστορικών φάσεων της πορείας του Γένους.
ΚΕΦΑΛΑΙΟ Α'
Τοπογραφία και ονομασία της Μονής

Ι. Χωρογραφία της Μονής
Η Μονή της Θεοτόκου του Μεγάλου Σπηλαίου βρίσκεται στα ορεινά Καλάβρυτα του Νομού Αχαΐας στην Πελοπόννησο. Την ονομασία της οφείλει στη μορφολογία του εδάφους όπου είναι χτισμένη. Κείται στη δυτική παραφυάδα των Αροανίων και σε ύψος 924 μέτρων, όπου στη ρίζα ενός τεράστιου βράχου σχηματίζεται ένα κοίλωμα1 που βλέπει προς τη δύση. Έχει στόμιο τοξοειδές με βάθος 30 μέτρων, 60 ύψος και 60 πλάτος2, ενώ το κύτος του διακρίνεται σε τρία επίπεδα. Πάνω ακριβώς από τη Μονή ορθώνεται προστατευτικά ο βράχος σε ύψος περίπου 80 μέτρων, ενώ κάτω απλώνεται κοιλάδα, την οποία διασχίζει ο Βουραϊκός ποταμός.
Η Μονή οικοδομημένη σ' αυτή την πέτρινη αγκαλιά της πελοποννησιακής γης διέθετε από πάντα μία πλεονεκτική θέση έναντι όλων όσοι την επιβουλεύονταν, γι αυτό και στη μακραίωνη ιστορία της, πέρα από τις αλλεπάλληλες καταστροφικές πυρκαγιές που την έπληξαν, δεν κατακτήθηκε ποτέ από αλλόφυλο.
Εντός του σπηλαίου οικοδομήθηκε το μοναστήρι «μετά των συμπάντων των εν αυτώ δωματίων η κελλίων, άτινα καταριθμούνται υπέρ τα ογδοήκοντα, διηρημένα εις ορόφους...»3.
Στον τρίτο όροφο αυτού του επιβλητικού οικοδομήματος χτίστηκε ο ναός της Θεοτόκου, δηλαδή το Καθολικό της μονής. Το εσωτερικό του ναού αγιογράφησε ο ναυπλιώτης ιερέας Μανουήλ Ανδρόνος· ιστόρησε πέντε χιλιάδες ιερά προσωπα4. Αρχιτεκτονικά ο ναός ανήκει στα σταυροειδή οικοδομήματα, σχέδιο που είχε επικρατήσει από τον ΙΑ' αι. στον ορθόδοξο χώρο5.
Στα αριστερά του Καθολικού προς το τέλος του Νάρθηκα υπάρχει ένα πέρασμα που οδηγεί σ' ένα άλλο επίπεδο, στο οποίο είναι χτισμένο το παρεκκλήσι της Οσίας Ευφροσύνης. Δίπλα σ' αυτό το χώρο ασκήτεψε η οσία κόρη μετά την εύρεση της εικόνας της Θεοτόκου (βλ. παρακάτω το Βίο των κτιτόρων). Κατά την παράδοση, η κόγχη αυτού του ναΐσκου χρησίμευε στον Ευαγγελιστή Λουκά ως αγία Τράπεζα για την τέλεση της θ. Λειτουργίας6. Η παράδοση αυτή εδράζεται στη μαρτυρία των μοναχών Ησαΐα και Σωφρονίου, που το 16ο αι. τυχαία ανακάλυψαν το μικρό ναό «μέσα εις το οποίον ευρέθη ιστορία τριμόρφου, και σταυροπήγιον με σημείον τοιούτον: Ιησούς +++ Χριστός, και έγραφε και τα κατωθεν: Σταυροπηγίου του ανακαινισθέντος, και μετονομασθέντος θείου Ναού, επ' ονόματι του εν Αγίοις Πατρός ημων Αρχιεράρχου, και θαυματουργού Νικολάου, εντός της μονής σπηλαίου των Γαλατάδων. Παρά Ιωσήφ Ιερομονάχου Καθηγουμένου, και Αρχιμανδρίτου της αυτής Μονής, Αγιασθέν παρά του Ιερωτάτου Επισκόπου Κερνίτζης Ιωάννου» 7. Κοντά σ' αυτόν το χώρο, οι κτίτορες είχαν χτίσει μικρό ναό προς τιμήν των Αγ. Θεοδώρων και ο οποίος αργότερα μετονομάστηκε σε ναό των Οσίων Συμεών και Θεοδώρων8. Πιθανόν, όπως εικάζει ο Κ. Οικονόμος, ο μικρός ναός να αποτελούσε το Ναό των Κτιτόρων, όπου εγκατέστησαν και την εικόνα της Θεοτόκου. Αργότερα, επειδή αυτό το παρεκκλήσι δεν εξυπηρετούσε τις ανάγκες της αδελφότητας, που συνεχώς μεγάλωνε, χτίστηκε το Καθολικό. Όταν επί ηγουμενίας Ιωάννου ανακαινίστηκε ο αρχαίος ναός, δια μεσοτείχου αποκλείστηκε από το Καθολικό και με τον καιρό λησμονήθηκε, μέχρι να ανακαλυφθεί από τους «ρακένδυτους και ερημίτες» Ησαΐα και Σωφρόνιο9.
Εκτός από τους ναούς που αναφέραμε, κοντά στο παρεκκλήσι της Οσίας Ευφροσύνης είναι χτισμένοι τρεις συνεχόμενοι ναΐσκοι: της Αγίας Αικατερίνης, του Οσίου Λουκά του Στειριώτου και των Αγ. Ταξιαρχών, ενώ σ' ένα επίπεδο ψηλότερο απ αυτό του Καθολικού υπάρχει παρεκκλήσι των Τριών Ταξιαρχών. Λίγο πιο μακριά από το κύριο οικοδομικό σώμα της Μονής υπάρχουν προς Δ. τα παρεκκλήσια των Αγ. Αντωνίου και Αγ. Τριάδος και προς Ν. το κοιμητήριο με παρεκκλήσι των Αγ. Πάντων. Πάνω από το μοναστήρι στην κορυφή του βράχου, όπου κατά τον Αγώνα είχαν κτιστεί για αμυντικούς λόγους δύο πύργοι, υπάρχουν δύο ακόμη παρεκκλήσια: της Αναλήψεως και του Απ. Λουκά10.
Τέλος, στο χωριό Κλαπατσούνα, βορειοδυτικά του Μεγάλου Σπηλαίου, κείται ναΐσκος κοντά σε πλάτανο που συνδέεται με την ιστορία της εικόνας της Θεοτόκου: σύμφωνα με την παράδοση που αναπαράγει ο Οικονόμος στο Κτιτορικόν, κατά την εποχή των Εικονομάχων το Μέγα Σπήλαιο κάηκε από τους αιρετικούς, όποτε οι μοναχοί, μέχρι να ξαναχτιστεί το μοναστήρι περιεφέροντο διδάσκοντας. Μαζί τους είχαν τη θαυματουργή εικόνα, την οποία είχαν κατορθώσει να διασώσουν από την πύρινη απειλή. Ένα βράδυ οι «ιερομόναχοι την αγίαν εικόνα εναπέθηκαν μετέωρον κρεμάσαντες εντός κοίλου κορμού πλατάνου μεγάλης εκεί πεφυτευμένης, ήτις μέχρι σήμερον αφηράντος χλοάζει... Ήδη δε πάλιν, όρθρου βαθέος, εις προσευχήν οι πατέρες αναστάντες, ως εισήλθον εις το κοίλωμα, βλέπουσι θαύμα παράδοξον. Αντίκρυ του τόπου, όπου εκρεμάτο η αγία εικών, ευρίσκουσιν ακριβέστατον αυτής αντιτύπον εν αυτώ τω κοίλω της πλατάνου όρμω αυτομάτως τετυπωμένον· και φωτός ακήρατος αίγλη το απεικόνισμα περιηύγαζε11». Το γεγονός αυτό οδήγησε στην οικοδόμηση του παρακείμενου ναΐσκου επ' ονόματι της Κοιμήσεως της Θεοτόκου, που μαρτυρεί την ύπαρξη μετοχίου της Μονής τουλάχιστον από τον ΙΗ' αι. 12
ΙΙ. Η Εικόνα της Θεοτόκου
Είναι γνωστό ότι η φήμη και το κλέος της Μονής του Μ. Σπηλαίου οφείλεται κυρίως στην εικόνα της Βρεφοκρατούσας Θεοτόκου: «Αυτή κυρίως υπάρχει αρχή μέση και τέλος ακρότατον της του Μεγάλου Σπηλαίου καθιερώσεως» 13. Ωστόσο εκείνο που συνιστά πρόβλημα ιστορικό είναι η χρονολόγησή της, γιατί συνδέεται εμμέσως με τη χρονολόγηση της ίδρυσης του μοναστηριού.
Η εικόνα είναι κηρόχυτος η εγκαυστική (καμωμένη, κατά την αρχαία τεχνική, από κερί, μαστίχα και ρητίνη), πάνω σε ξύλο ύψους 1,09, πλάτους 0,65 και πάχους 0,11· το ξύλο αυτό έχει τοξοειδές άνω κοίλωμα, μέσα στο οποίο είναι ιστορημένη η κυρίως εικόνα14. Η εικόνα είναι ανάγλυφη και παριστά τη Θεοτόκο με το κεφάλι ελαφρά γερμένο προς τα αριστερά, ενώ στο δεξί της χέρι κρατά το θείο βρέφος. Ο Ιησούς με το αριστερό του χέρι κρατά την Παρθένο, ενώ με το δεξί τείνει ειλητάριο, σύμβολο του Ευαγγελίου. Τα φορέματα ήταν κοσμημένα με χρυσοκονδυλιές15, η καταστροφική πυρκαγιά του 1640, όμως, που έπληξε το μοναστήρι αλλοίωσε το χρώμα και το χρυσό των φορεμάτων και σκούρυνε το πρόσωπο. Εκατέρωθεν της εικόνας ιστορούνται οι Αρχάγγελοι, ενώ στις τέσσερεις γωνιές τα Σεραφείμ και Χερουβείμ. Το φόντο (βάθος) της εικόνας είναι γεμάτο ανάγλυφα -ελαφρότερα του αναγλύφου των προσώπων- κοσμήματα. Αυτός είναι ο αρχικός πυρήνας της παράστασης, στον οποίο κατά καιρούς προστέθηκαν άλλα στοιχεία16 (όπως η μεταλλική επένδυση, τα φωτοστέφανα κ.α.).
Ο Ανδρέας Ξυγγόπουλος μελέτησε εξαντλητικά ένα προς ένα τα στοιχεία που συναποτελούν το αρχαιότερο μέρος της εικόνας διαπιστώνοντας ομοιότητες με πολλά μνημεία τέχνης κυρίως του ΙΑ' και ΙΒ' αι. Συγκεκριμένα, η εικόνα του Μ. Σπηλαίου με τα δύο «επίπεδα» των ανάγλυφων μερών της (κύρια πρόσωπα και έκτυπα χαμηλότερα κοσμήματα) συγγενεύει με τα λίθινα ανάγλυφα που παρουσιάζονται κατά τον ΙΑ' αι. 17. Εξάλλου, τα κοσμήματά της συνάδουν με ανάλογα δείγματα της εκκλησιαστικής τέχνης των ΙΑ' και ΙΒ' αι. 18 Επιπλέον, τόσο η τεχνική και το ύφος ιστορήσεως των Αρχαγγέλων όσο και ο γραπτός φυτικός διάκοσμος που πλαισιώνει το θεομητορικό πρόσωπο ανάγονται στην ίδια εποχή19. Έτσι ο μελετητής καταλήγει στο συμπέρασμα ότι η περίφημη εικόνα ανήκει στα τέλη του ΙΑ' η στις αρχές του ΙΒ' αι. και κατάγεται από την Ανατολή ( Ιεροσόλυμα η Παλαιστίνη), λαμβάνοντας υπ' όψιν του και τη σχετική φιλολογία περί κτιτόρων· οι κτίτορες της μονής έφεραν την εικόνα από τους Αγίους Τόπους στην Πελοπόννησο, όπου και οικοδόμησαν το μοναστήρι. 20
Σε ανάλογα συμπεράσματα είχε καταλήξει και ο Γ. Σωτηρίου: χρονολογεί την εικόνα στη βυζαντινή εποχή και πάντως όχι πριν από τον Ι' αι. 21
Ωστόσο, ακόμη και ιστορικοί διατυπώνουν την εικασία, η εικόνα να αποτελεί πράγματι έργο του Ευαγγελιστή Λουκά, ο οποίος την έστειλε στην Αχαΐα με το Ευαγγέλιό του, για να τη βρουν με αποκαλυπτικό τρόπο οι κτίτορες, μετά από πολλούς αιώνες κρυμμένη στο σπήλαιο εξαιτίας των αντιχριστιανικών διώξεων22.
Ο Κ. Οικονόμος μάλιστα, ως επίσημος «ιστοριογράφος» της Μονής, ήταν ο πρώτος που ασχολήθηκε με την εικόνα, για να αποφανθεί ότι «...ο θείος Λουκάς πρώτος εζωγράφησε την αγίαν της Θεομήτορος μορφήν» 23. Ουσιαστικά, η πλούσια θεολογική και ιστορικοφιλολογική επιχειρηματολογία του αποσκοπούσε στην ανάδειξη της αποστολικής πατρότητας της εικόνας, δηλαδή στην επαλήθευση της παράδοσης ότι πρόκειται για ένα από τα έργα του Ευαγγελιστή Λουκά.
ΙΙΙ. Επιγραφικές μαρτυρίες
Στη μονή του Μ. Σπηλαίου, όπως είναι φυσικό, υπάρχει πλήθος πολύτιμων αντικειμένων: κυρίως ιερά σκεύη, σφραγίδες, σταυροί και ιερά άμφια. Όλα αυτά τα αντικείμενα ανασυνθέτουν από μία άλλη -εξίσου ενδιαφέρουσα- σκοπιά τη μακριά συνέχεια της πολυκύμαντης ζωής του μοναστηρίου, γιατί καθένα με τις έμμεσες η άμεσες πληροφορίες που προσφέρει φωτίζει μία ιστορική στιγμή αυτής της συνέχειας. Εδώ, θα σταθούμε στα σημαντικότερα απ' αυτά τα μνημεία, εκθέτοντας αυτούσιες τις ιστορικές τους μαρτυρίες, όπως έχουν καταγραφεί από άλλους ερευνητές, που ασχολήθηκαν μ' αυτά στο παρελθόν.
Πάρα πολύ σημαντική από ιστορική άποψη είναι η επιγραφή που συνοδεύει τις εικόνες που σώζονταν στο καθολικό της μονής και η οποία είχε δημοσιευθεί ελλιπής από τον καθηγητή Σωτηρίου. Ο Κ. Θ. Κυριακόπουλος αναδημοσίευσε την επιγραφή στην « Επετηρίδα των Καλαβρύτων»:
ΙΩΑΝΝΗC ΔΟΥΚΑC ΑΓΓΕΛΟC ΠΑΛΑΙΟΛΟΓΟC / ΡΑΟΥΛ ΛΑΣΚΑΡΗC ΤΟΡΝΙΚΗC ΦΙΛΑΝ/ΘΡΩΠΙ<Ν>Οε Ο ΑΣΑΝΗC <Κ(ΑΙ) ΑΝΕΨΙΟC ΤΗε>/ ΥΨΗΛΟΤΑΤΗC [Κ(ΑΙ) ΦΙΛΟΧΡΙCΤΟΥ] ΔΕCΠΟΙΝΗC / <Κ(ΑΙ)> ΑΥΤΟΚΡΑ / ΤΟΡΙCCΗC < ΡΩΜΑΙΩΝ ΚΥΡΙΑC ΕΙΡΗΝΗC Α- / CΑΝΙΝΑC ΤΗC ΚΑΝΤΑΚΟΥΖΗΝΗC>24.
Η επιγραφή αυτή εμπεριέχεται σε ανέκδοτο σημείωμα κάποιου ανώνυμου αυτόπτη, το οποίο φωτίζει και την ιστορική ταυτότητα των ανύπαρκτων πια μνημείων. Το σημείωμα κάνει λόγο για τα αυτοκρατορικά πρόσωπα που παρουσιάζονται δεόμενα στις εικόνες και τα οποία μέχρι τη δημοσίευση του σημειώματος αυτού δεν γνωρίζαμε. Πρόκειται πιθανότατα για δύο Παλαιολόγους, τον Ανδρόνικο και τον Ιωάννη ΣΤ' Καντακουζηνό (1328-1341), σύζυγο της Ειρήνης Ασασίνας, που τελεύτησε μοναχή. Με αυτά τα δεδομένα η χρονολόγηση των εικόνων ανάγεται στο ΙΔ' αι. 25
Στο μνημονευθέν έργο του Σωτηρίου δημοσιεύεται και μία επιγραφή που αποτελεί και την αρχαιότερη επιγραφική μαρτυρία για τη Μονή. Την παραθέτουμε ως έχει:
ΕΤΟΥC ζΡΜΗ' ΑΠΟ Χυ ΑΧΜ ΕΙC ΤΕCΑΡΕC / ΤΟΥ CΕΠΤΕΜΒΡΙΟΥ ΜΙΝΟC ΕΚΑΥ ΤΟ ΜΕΓΑ / ΣΠΗΛΕΩ ΟCΤΕ ΔΕΝ ΕΜΗΝΕ ΛΗΘΟC ΕΠΗ ΛΙ- / ΘΟε ΚΑΙ ΤΟΝ ΜΑΡΤΗΟΝ ΜΙΝΑ ΕΒΑΝΑ- / ΜΕ ΘΕΜΕΛΙΩ: - ζΡΜΗ ΑΠΟ Χ(ΙΣΤΟ)Υ ΔΗΑ CΗΝΔΡΟΜΗC ΚΑΙ ΕΠΗΜΕΛΙΑC CΙΜΕΟΝ ΙΕΡΟΜΟΝΑΧΟΥ / ΤΟΥ ΚΑΘΗΓΟΥΜΕΝΟΥ26.
Η επιγραφή αναφέρεται στην καταστροφική πυρκαγιά που έπληξε το μοναστήρι το 1641. Από το επόμενο κιόλας έτος άρχισε η ανοικοδόμησή του, με πρωτοβουλία του τότε ηγουμένου ιερομονάχου Συμεών.
Τα άλλα μνημεία είναι πιο πρόσφατα, δηλαδή του ΙΗ' και ΙΘ' αι. Αξίζει να μνημονευθεί μία αναθηματική επιγραφή του περασμένου αιώνα πάνω σε σταυρό:
ΤΙ(ΜΙΟΝ) Ξυλ(ΟΝ) ΤΟΥ Μ(Ε)Γ(Α)Λ(ΟΥ) ΣΠ(Η)Λ(ΑΙΟΥ) ΑΦ(ΙΕ)Ρ(ΩΜΑ) Μ(Ι)Χ(ΑΗ)Λ Β(ΟΕ)Β(ΟΔΑ) ΣΟΥ(Τ)Ζ(ΟΥ) Δ(Α)Π(ΑΝΗ) Κ(ΑΙ) ΕΠΙΣ(ΤΑΣΙΑ) Γ(Α)ΒΡ(ΙΗ)Λ ΠΡ(ΟΗ)Γ(ΟΥ)ΜΕΝΟΥ ΤΟΥ ΕΚ Ζ(Α)Χ(Ο)Λ(ΗΣ) αωζ' 180727.
Πολλές ήσσονος σημασίας αναθηματικές επιγραφές υπάρχουν πάνω σε ιερά ποτήρια, δίσκους, λειψανοθήκες, αρτοφόρια, νεότερες φορητές εικόνες και σφραγίδες28. Η πληθώρα τους, αν μη τι άλλο, μαρτυρεί την ευαισθησία της λαϊκής, και όχι μόνον αυτής, θρησκευτικότητας και τη διαχρονική έλξη που ασκούσε το μοναστήρι του Μεγάλου Σπηλαίου.
ΙV. Μετόχια - Περιουσία
Το μοναστήρι διέθετε από πάντα μεγάλη περιουσία, αλλά δεν είναι δυνατόν να έχουμε ακριβή στοιχεία για κάθε εποχή. Περιοριζόμαστε στην απαρίθμηση των μαρτυρημένων κτημάτων και μετοχίων, επιμένοντας εκεί όπου διαθέτουμε περισσότερες πληροφορίες. Εξάλλου, σκοπός μας δεν είναι μία εξαντλητική σπουδή της οικονομικής ζωής του μοναστηρίου· μας ενδιαφέρει η οικονομική επιφάνειά του, όσο υπηρετεί τη γνώση της ιστορικής του παρουσίας.
Όταν ο Κ. Οικονόμος τον περασμένο αιώνα έγραφε την «επίσημη» ιστορία του Μεγάλου Σπηλαίου, απαριθμούσε τέσσερα μετόχια: Το πρώτο βρίσκεται στην Αχαΐα, κοντά στην αρχαία Ελίκη. Η περιοχή τώρα λέγεται Τρουπία. Εκεί η μονή είχε δύο οικήματα και τέσσερα παρεκκλήσια: του Αγίου Ιωάννου του Χρυσοστόμου, της Αγίας Ειρήνης, της Αγίας Βαρβάρας και των Αγίων Τρύφωνος και Παρθενίου, επισκόπου Λαμψάκων29. Πληροφορίες ακριβείς για την περιουσία της μονής αντλούμε από βενετικά έγγραφά του ΙΖ' αι., στα οποία καταγράφεται η εκκλησιαστική περιουσία της σημερινής Επαρχίας Καλαβρύτων και Αιγιαλείας30. Ειδικά για το πλούσιο αυτό μετόχι διαβάζουμε: «Μετόχι ονομαζόμενον Τρυπία: Τόπος ποτιστικός α' και β' τάξεως ζευγαριών 10 - 3 εκκλησίας - 2 οσπήτια - 1 ελαιοτριβείον - 1 μαγειρείον ανακαινισμένον - 10 χαμοκέλλαις πυρπολημένας - 1 οχυρώνα πυρπολημένον - 1 μύλος σώος - σταφίδας παλαιάς και νέας στρεμ. 200 - αμπέλια παλαιά και νέα στρεμ. 55 - ελαιόδενδρα παλαιά και νέα 3.000 - 1 περιβόλι με λεμονιαίς» 31.
Άλλο μετόχι υπήρχε στο δήμο Βουπρασιών της Ηλείας32. Τρίτο μετόχι μαρτυρείται στο χωριό Αλή Τζελεπή. Εκεί υπήρχε ναός του Αγίου Γεωργίου. Πρώτη πληροφορία για το μετόχι αυτό αντλούμε από τουρκικό έγγραφό του 171533, δια του οποίου αναγνωρίζεται στη μονή κυριότης θέσεως επονομαζομένης Καρά αγάτς. Στην ίδια κυριότητα ανήκε και το κτήμα του Αλή Τζελεπή (όνομα του τούρκου προκατόχου) 34.
Κατά τη Β' Βενετοκρατία το μετόχι αυτό ήταν τελείως κατεστραμμένο: «Μετόχιον Αλί Τζελεπή: 1 πύργος - 1 μαγειρείον - 1 χάνι - 20 οσπήτια ζευγητικά - 1 εκκλησία, όλα πυρπολημένα - τόπος ζευγαριών 30 - 1 μύλος πυρπολημένος - αμπέλια πυρπολημένα στρεμ. 15» 35.
Τέταρτο μετόχι που μνημονεύει ο Οικονόμος είναι το επονομαζόμενο Σάλμαινα κοντά στα Καλάβρυτα, όπου υπήρχε και ναός των Αγίων Αποστόλων Πέτρου και Παύλου. Στο ίδιο κτήμα οι μεγαλοσπηλαιώτες διέθεταν μεγάλο αμπελώνα36. Στη βενετική αναφορά διαβάζουμε σχετικά: «Μετόχιον Σάλμαινας πλησίον των Καλαβρύτων: 1 εκκλησίαν - 1 μαγαζείον - 2 οσπήτια - 5 χαμοκέλλας - 1 οσπήτιον με τους λινούς όλα πυρπολημένα - 1 οσπήτιον ανακαινισθέν με μαγειρείον - αμπέλι στρέμματα 70 - 1 λιβάδι δια χόρτον στρεμ. 30 - χωράφια ξερικά - ζευγάρια 6» 37.
Η μονή ήταν κάτοχος και πολλών μικρότερων κτημάτων σ' ολόκληρη σχεδόν την Πελοπόννησο. Συγκεκριμένα, στην Επαρχία Πατρών είχε ένα σπίτι με εργαστήρια, στην Επαρχία Γαστούνης μετόχι, πύργο, μαγειρείο, δύο ξενοδοχεία, τριάντα σπίτια «φαγητών», αμπέλια, καθώς και «μία λίμνη περιέχουσα μικρόν ιχθυοτροφείον ονομαζόμενον Προκοβιτζά» 38. Είχε ακόμη μετόχια, τουλάχιστον κατά την εποχή της Β' Ενετοκρατίας, στην Τρίπολη, στο Άργος, στην Κόρινθο, στην Καλαμάτα και ένα «Μονύδριον» στη Μάνη39.
Εκτός από τα μετόχια και τα κτήματα που διέθετε η μονή στην επικράτεια του ελληνικού Κράτους, και ειδικότερα την Πελοπόννησο, όπως είδαμε, από το ΙΗ' αι. διατηρούσε ακίνητη περιουσία στη Σμύρνη και στην Κωνσταντινούπολη. Συγκεκριμένα, στη Σμύρνη είχε μετόχι, επονομαζόμενο Γελεκράσι, καθώς και μία οικία, χτισμένη δαπάναις Συμεών τινός, «προηγουμένου της Μονής» 40. Στο Φανάρι, στην Πόλη, υπήρχε η Μονή της Κοιμήσεως της Θεοτόκου, το λεγόμενο «Βλάχικον παλάτιον» (Κ. Οικονόμου) η τουρκιστί Βλαχ Σεράι. Ολόκληρη η περιουσία, ανήκε στους Ηγεμόνες της Βλαχίας μέχρι το 1769, όποτε παραχωρήθηκε στο Μ. Σπήλαιο από τον ηγεμόνα Ουγγροβλαχίας Ιω. Γρηγόριο Αλεξάνδρου Γκίκα41. Ωστόσο, το σημαντικότερο μετόχι της μονής στη Μικρά Ασία ήταν «το κατά την Αντιγόνη νήσον μοναστήριον του αγίου Γεωργίου, το του Καρίπη επιλεγόμενον» 42. Η σπουδαιότητά του έγκειται στο ρόλο που έμελλε να παίξει κατά την προετοιμασία του αγώνα, όπως θα εξετάσουμε στον οικείο τόπο. Ο ακριβής χρόνος της ιδρυσής του είναι άγνωστος, αλλά εικάζεται ότι χτίστηκε λίγο μετά το 1630. Αρχικά ήταν ενοριακός ναός, υπό την κηδεμονία των καπήλων της Κωνσταντινουπόλεως, επειδή όμως περιήλθε σε οικονομικό αδιέξοδο, δια σιγιλλίου του πατριάρχη Προκοπίου προσαρτήθηκε στο Μέγα Σπήλαιο το 1786. Το ακμαίο μοναστήρι της Πελοποννήσου διέθεσε πολλά χρήματα (πάνω από 85.000 γρόσια) για την ανακαίνιση του ναού, και το 1804 ο ηγεμόνας της Βλαχίας Ιωάννης Γεωργίου Καρατζάς δια χρυσοβούλλου, του αναγνώρισε το δικαίωμα να λαμβάνει κάθε χρόνο 2.000 γρόσια από διάφορα αμπέλια της Βλαχίας43.
ΥΠΟΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ
1. Όπως μας πληροφορεί ο Κ. Οικονόμος το μεγάλο σπήλαιο, όπου έμελλε να χτιστεί το ομώνυμο μοναστήρι, μνημονεύει ο Παυσανίας: « Υπέρ δε την Νώνακριν όρη τε τα καλούμενα Αροάνια και σπήλαιον εστίν εν αυτοίς», Βλ. Κ. ΟΙΚΟΝΟΜΟΥ, Κτιτορικόν, σ. 1, σημ. (β), όπου και η παραπομπή.
2. Γ. ΠΑΠΑΝΔΡΕΟΥ, Καλαβρυτινή Επετηρίς, ήτοι πραγματεία περί της ιστορικής των Καλαβρύτων Επαρχίας από γεωγραφικής, τοπογραφικής, αρχαιολογικής και ιστορικής απόψεως, Εν Αθήναις 1906 (στο εξής Καλαβρυτινή Επετηρίς), σ. 86-87.
3. Κ. ΟΙΚΟΝΟΜΟΥ, Κτιτορικόν, σ. 5. Πρβλ. και Θ. ΤΣΕΚΟΥΡΑ, Χωρογραφική και ιστορική περιγραφή της Ιεράς Μονής του Μεγάλου Σπηλαίου τιμωμένης επ' ονόματι της Κοιμήσεως της Υπεραγίας Δεσποίνης ημών και αειπαρθένου Θεοτόκου, Εν Αθήναις 1916, σ. 5-6. Γενικά το έργο αυτό επαναλαμβάνει άκριτα γνωστές πληροφορίες που αντλεί κυρίως από τον Οικονόμο.
4. Κ. ΟΙΚΟΝΟΜΟΥ, Κτιτορικόν, σ. 18.
5. Γ.Α. ΣΩΤΗΡΙΟΥ, Περί της Μονής του Μεγάλου Σπηλαίου και των εν αυτή κειμηλίων, « Επετηρίς Καλαβρύτων» (στο εξής Ε.Κ.) Θ' (1977), σ. 115 σημ. 6. Το άρθρο του Σωτηρίου αναδημοσιεύεται στην Ε.Κ. από το « Αρχαιολογικόν Δελτίον», τ. Δ (1918), σσ. 46-80.
6. Κ. ΟΙΚΟΝΟΜΟΥ, Κτιτορικόν, σ. 21.
7. Σύναξις, σ. 25.
8. Γ. ΠΑΠΑΝΔΡΕΟΥ, Καλαβρυτινή Επετηρίς, σ. 92.
9. Κ. ΟΙΚΟΝΟΜΟΥ, Κτιτορικόν, σ. 21-22.
10. Γ. ΠΑΠΑΝΔΡΕΟΥ, Καλαβρυτινή Επετηρίς, σ. 92, και Γ. Α. ΣΩΤΗΡΙΟΥ, Περί της Μονής του Μεγάλου Σπηλαίου..., σ. 122.
11. Κ. ΟΙΚΟΝΟΜΟΥ, Κτιτορικόν, σ. 72-73. Πρβλ. Γ. ΠΑΠΑΝΔΡΕΟΥ, Αζανιάς, Εν Πύργω 1886, σ. 91 και του ιδίου, Καλαβρυτινή Επετηρίς, σ. 80-84. Ο σ. εικάζει ότι το μονύδριο οικοδομήθηκε επί των βυζαντινών και στην υπαρξή του οφείλεται και η ίδρυση του χωριού Κλαπατσούνα. Για τις τοιχογραφίες του υπάρχοντος μέχρι σήμερα ναΐσκου, στο εσωτερικό της πλατάνου, βλ. το πρόσφατο σημείωμα του Ι.Μ. ΧΑΤΖΗΦΩΤΗ, Οι τοιχογραφίες του ναού της Κοιμήσεως στην Κλαπατσούνα Καλαβρύτων, «ΠΑΡΑΔΟΣΗ», Α' 1 Ιαν.-Φεβ.-Μαρτ. 1992, σσ. 103-105.
12. Πρβλ. Γ.Α. ΣΩΤΗΡΙΟΥ, Περί της Μονής του Μεγάλου Σπηλαίου..., σ. 150 σημ. 50.
13. Κ. ΟΙΚΟΝΟΜΟΥ, Κτιτορικόν, σ. 54.
14. ΑΝΔΡ. ΞΥΓΓΟΠΟΥΛΟΥ, Η Εικών της Θεοτόκου εν τη Μονή του Μεγάλου Σπηλαίου, « Αρχαιολογική Εφημερίς» 1933, σ. 101-102.
15. Η εικόνα στη διαχρυσή εσθήτα της Θεοτόκου οφείλει και την επωνυμία της «Χρυσοσπηλαιώτισσα». Βλ. Κ. ΟΙΚΟΝΟΜΟΥ, Κτιτορικόν, σ. 55 και σημ. (β).
16. Η μεταλλική εσθής της Θεοτόκου, όπως απέδειξε η έρευνα, είναι μεταγενέστερή της εικόνος. Βλ. Γ. ΣΩΤΗΡΙΟΥ, Περί της Μονής του Μεγάλου Σπηλαίου..., σ. 125. Πάντως, ο μελετητής αποφαίνεται ότι και αυτό το μνημείο ανήκει στη βυζαντινή εποχή.
17. ΑΝΔΡ. ΞΥΓΓΟΠΟΥΛΟΥ, Η Εικών της Θεοτόκου..., σ. 110.
18. ΑΝΔΡ. ΞΥΓΓΟΠΟΥΛΟΥ, Η Εικών της Θεοτόκου..., σ. 111.
19. ΑΝΔΡ. ΞΥΓΓΟΠΟΥΛΟΥ, Η Εικών της Θεοτόκου..., σ. 112-113.
20. ΑΝΔΡ. ΞΥΓΓΟΠΟΥΛΟΥ, Η Εικών της Θεοτόκου..., σ. 116. Πρβλ. Τ. ΓΡΙΤΣΟΠΟΥΛΟΥ, Μ. Σπηλαίου Μονή, Θ.Η.Ε. 8, Αθήναι 1966 στ. 879.
21. Βλ. Γ. ΣΩΤΗΡΙΟΥ, Περί της Μονής του Μ. Σπηλαίου..., σ. 128-129.
22. Πρβλ. Γ. ΠΑΠΑΝΔΡΕΟΥ, Καλαβρυτινή Επετηρίς, σ. 94. Η εικασία εδράζεται στη σχέση του Ευαγγελιστή Λουκά με το Θεόφιλο (άρχοντα της Αχαΐας). Μάλιστα, «αναφέρεται ότι (ο Λουκάς) επ' αρκετόν χρόνον παρέμεινε εις τας Πάτρας και ότι κατά πάσαν πιθανότητα ενταύθα έγραψε μέρος του Ευαγγελίου του (περί το 63 μ.Χ.)». Κ. ΤΡΙΑΝΤΑΦΥΛΛΟΥ, Ιστορικόν Λεξικόν των Πατρών, Πάτραι 1959, σ. 354. Πρβλ. ΕΥΣΤ. ΔΡΑΚΟΥ, Μοναί ελληνικαί. Το Μέγα Σπήλαιον, « Ιερός Σύνδεσμος» 6 (1900), σ. 52.
23. Ο ιατρός και ελληνιστής Λουκάς φέρεται ως ο πρώτος αγιογράφος: κατά την παράδοση ιστόρησε τη Θεομήτορα βρεφοκρατούσα. Γνωστά δείγματα της ιερής του τέχνης θεωρούνται, εκτός από τη μεγασπηλαιώτισσα, η Οδηγήτρια της Μονής των Οδηγών στην Κωνσταντινούπολη, η εικόνα της Θεοτόκου στη Μονή Σουμελά (Τραπεζούντα), η Ελεούσα στη Βίλνα της Ρωσίας και η εικόνα της Θεοτόκου στη Μονή Κύκκου στην Κύπρο. Κάποιοι μελετητές υποστηρίζουν ότι οι εικόνες του Λουκά ανέρχονται σε εβδομήντα. Βλ. Κ. ΟΙΚΟΝΟΜΟΥ, Κτιτορικόν, σ. 60-63, και Γ. ΠΑΠΑΝΔΡΕΟΥ, Καλαβρυτινή Επετηρίς, σ. 93.
24. Κ.Θ. ΚΥΡΙΑΚΟΠΟΥΛΟΥ, Επιγραφικά από το Μέγα Σπήλαιον, Ε.Κ., τ. ΙΒ'-ΙΓ' 1980-1981, σ. 389.
25. Κ.Θ. ΚΥΡΙΑΚΟΠΟΥΛΟΥ, Επιγραφικά..., σ. 388-389.
26. Γ.Α. ΣΩΤΗΡΙΟΥ, Περί της Μονής του Μεγάλου Σπηλαίου..., σ. 113-114. Πρβλ. Κ.Θ. ΚΥΡΙΑΚΟΠΟΥΛΟΥ, Επιγραφικά..., σ. 389-390.
27. Την αποκατάσταση των συντμήσεων ανέλαβε ο Κ.Θ. ΚΥΡΙΑΚΟΠΟΥΛΟΣ· βλ. Επιγραφικά..., σ. 391.
28. Βλ. Κ.Θ. ΚΥΡΙΑΚΟΠΟΥΛΟΥ, Επιγραφικά..., σ. 390-392 και Γ.Α. ΣΩΤΗΡΙΟΥ, Περί της Μονής..., σ. 110-154.
29. Κ. ΟΙΚΟΝΟΜΟΥ, Κτιτορικόν, σ. 34-35.
30. Τα έγγραφα αυτά βρίσκονται στο Αρχείο της Βενετίας, με τον τίτλο Archivio Grimani dai Servi, φακ. 54/157 Filza di lettere dei Metropoliti ed altri Prelati nel Regno di Morea, relativi ai beni ecclesiastici-1696 (in lingua greca). Η εν Πελοποννήσω εκκλησιαστική περιουσία κατά την περίοδον της Β' Ενετοκρατίας, στο π. «Neugriechische jarhbucher», 21 (1972), σσ. 43-168. Τις πολύτιμες πληροφορίες αυτών των εγγράφων αναδημοσιεύει ο Κ.Θ. ΚΥΡΙΑΚΟΠΟΥΛΟΣ, Η Εκκλησιαστική περιουσία Καλαβρύτων και Αιγιαλείας σε δύο απογραφές, Ε.Κ. Θ' (1977), σσ. 156-200.
31. Κ.Θ. ΚΥΡΙΑΚΟΠΟΥΛΟΥ, Εκκλησιαστική..., σ. 189.
32. Κ. ΟΙΚΟΝΟΜΟΥ, Κτιτορικόν, σ. 35 και Γ. ΠΑΠΑΝΔΡΕΟΥ, Καλαβρυτινή Επετηρίς, σ. 96.
33. Το έγγραφο δημοσίευσε ο ΝΤ. ΨΥΧΟΓΙΟΣ στο π. « Ηλειακά», σ. 315-316.
34. Βλ. Κ.Ν. ΤΡΙΑΝΤΑΦΥΛΛΟΥ, Ιστορικόν Λεξικόν, σ. 372.
35. Κ.Θ. ΚΥΡΙΑΚΟΠΟΥΛΟΥ, Εκκλησιαστική περιουσία..., σ. 187.
36. Κ. ΟΙΚΟΝΟΜΟΥ, Κτιτορικόν, σ. 35.
37. Κ.Θ. ΚΥΡΙΑΚΟΠΟΥΛΟΥ, Εκκλησιαστική περιουσία..., σ. 187.
38. Κ.Θ. ΚΥΡΙΑΚΟΠΟΥΛΟΥ, Εκκλησιαστική περιουσία..., σ. 187.
39. Κ.Θ. ΚΥΡΙΑΚΟΠΟΥΛΟΥ, Εκκλησιαστική περιουσία..., σ. 187. Πρβλ. και Γ. ΠΑΠΑΝΔΡΕΟΥ, Καλαβρυτινή Επετηρίς, σ. 96-97.
ΚΕΦΑΛΑΙΟ Β'
Κτίτορες - Ίδρυση
Παρότι η πρώτη ιστορική μαρτυρία για την ύπαρξη του μοναστηριού αντλείται από ένα αυτοκρατορικό χρυσοβουλλο, όπως θα δούμε εκτενέστερα πιο κάτω, υπάρχουν πολλές πληροφορίες -συχνά αντιφατικές μεταξύ τους- στα κείμενα που αναφέρονται στην ίδρυση της Μονής, καθώς και στο βίο των κτιτόρων. Στις αφηγήσεις αυτές η παράδοση συνυφαίνεται με ιστορικά γεγονότα αλλά και με τρέχουσες ιστορικές αναγκαιότητες, ώστε κάποιες αληθοφανείς χρονολογικές εκδοχές μετά από επιμονή και προσεκτική κριτική να αποδεικνύονται παραχρονολογήσεις.
Ι. Το πρώτο γνωστό Συναξάρι των Κτιτόρων
Ο βίος των κτιτόρων οσίων Θεοδώρου, Συμεών και Ευφροσύνης, αποτελεί και την πρώτη ιστορία της Μονής, η οποία όμως δεν σώζεται1. Αργότερα, το 1509-15102, ο βίος διασκευάστηκε από δύο μεγαλοσπηλαιώτες μοναχούς, τον Ησαΐα και τον Σωφρόνιο. το έργο τους όμως δεν μας είναι γνωστό παρά μόνο στην παράφρασή του προς το απλούστερον, που επιχείρησε ο Αργυρός Βερναρδής3 και τύπωσε στη Βενετία ο σχολάρχης του Φλαγγινιανού Φροντιστηρίου Ιωάννης Πατούσας το 17064. Ο Βερναρδής εμπλούτισε το κείμενο με τη «Διαθήκη» των Πατέρων και τινές εγκωμιαστικούς κανόνες προς τη Θεοτόκο. Ο πλήρης τίτλος του έργου έχει ως εξής: «ΣΥΝΑΞΙΣ ΚΑΝΟΝΩΝ ΤΙΝΩΝ εγκωμιαστικών της Υπεραγίας Θεοτόκου, της εν τω Μεγάλω Σπηλαίω του εν Πελοποννήσω όρους του καλουμένου Χελμού, και των οσίων Πατέρων ΣΥΜΕΩΝ, και ΘΕΟΔΩΡΟΥ, των κτητόρων, και Αρχηγών της εν τω Σπηλαίω παλαιάς Μονής, και της Οσίας ΕΥΦΡΟΣΥΝΗΣ, Της Ευρούσης την θείαν Εικόνα, την ιστορηθείσαν υπό του Αποστόλου, και Ευαγγελιστού Λουκά εν τω αυτώ σπηλαίω, μετά και της διηγήσεως της αυτής ευρέσεως, περιέχουσα την τε διαθήκην των αυτών Πατέρων, και τον των αυτών Βίον, άμα και της Οσίας, Νυν πρώτον τύποις εκδοθείσα αναλώμασι του Εκλαμπροτάτου Κυρίου Κυρίου ΒΕΡΝΑΡΔΟΥ ΜΑΚΟΛΑ, Ενετίησιν 'άψστ'» 5.
Ο εκτενής τίτλος του βιβλίου είναι αρκετός, για να κατατοπίσει τον αναγνώστη: Γίνεται αναφορά στους αγίους κτίτορες (και κτήτορες) της Μονής, στην εύρεση της εικόνας -στην οποία η μονή οφείλει τη θεομητορική ονομασία της- και τη σχέση της με τον Ευαγγελιστή Λουκά, κατά την παράδοση πρώτο αγιογράφο.
Κατά τη Σύναξιν, οι φερόμενοι ως κτίτορες της Μονής Συμεών και Θεόδωρος έζησαν την περίοδο της Εικονομαχίας. Ήταν αυτάδελφοι, γόνοι μίας πλούσιας οικογένειας από τη Θεσσαλονίκη. Μετά την περάτωση των εγκυκλίων μαθημάτων αναχώρησαν στο Άγιον Όρος, όπου έλαβαν αρχικά το μοναχικό σχήμα, κατόπιν δε αξιώθηκαν να χειροτονηθούν. Οι πνευματικοί τους αγώνες γρήγορα καρποφόρησαν, ώστε να τους ανατεθεί από την ιερά κοινότητα η πνευματική καθηγεσία ολόκληρής της αθωνικής πολιτείας. Αφού πέρασε ικανός χρόνος, οι πατέρες αποφάσισαν να «ξεσυκωθούν (sic) απ' εκεί και να υπάγουν εις την Ιερουσαλήμ, και εις το Σιναίον Όρος» 6, πράγμα που προκάλεσε την αντίδραση των συμμοναστών τους. Τελικά πραγματοποίησαν την επιθυμία τους και επισκέφτηκαν τους θεοβάδιστους Αγίους Τόπους.
Όταν βρίσκονταν στην Ιερουσαλήμ, είδαν σε όνειρο τους αποστόλους Παύλο και Ανδρέα, οι οποίοι τους πληροφόρησαν σχετικά με τα γεγονότα της εικονομαχικής αίρεσης7. Οι άγιοι αδελφοί αποκάλυψαν το οραμά τους στον πατριάρχη Ιεροσολύμων, που τους προμήθευσε με συστατικά γράμματα προς τον πάπα Ρώμης και τους ευλόγησε. Επέστρεψαν στο Άγιον Όρος. Από εκεί οι δύο μοναχοί ξεκίνησαν την περιοδεία τους στον ελλαδικό χώρο, με σκοπό να διαφωτίσουν και να προστατεύσουν τους πιστούς από την τρέχουσα απειλή της Εικονομαχίας. Σύμφωνα, πάντα, με τη Σύναξιν, αφού έμειναν για λίγο στη Θεσσαλονίκη, κατηφόρισαν στη Θεσσαλία, ώσπου έφθασαν «εις τας νέας Πάτρας. Θεία προνοία οι δύο αδελφοί οδηγήθηκαν κοντά στο όρος Χελμός, όπου έμελλαν να συναντηθούν με την Κόρη».
Σύμφωνα με τη διήγηση, επρόκειτο για μία ευλαβή παρθένο η οποία καταγόταν από το χωριό Γαλατά. Μία μέρα που έβοσκε το μικρό της ποίμνιο οδηγήθηκε κατά θαυμαστό τρόπο σ' ένα σπήλαιο, όπου ανακάλυψε την εικόνα της βρεφοκρατούσας Θεοτόκου. Μία υπερφυσική φωνή την προειδοποίησε να μη μιλήσει σε κανέναν για το ευρημά της, αλλά να περιμένει την άφιξη των δύο μοναχών, οπόταν και η ίδια θα ακολουθούσε το μοναχικό βίο8. Στο Επίμετρο αυτής της μελέτης δημοσιεύουμε ένα άγνωστο ποίημα του Καισαρίου Δαπόντε με τίτλο « Η οσία βοσκοπούλα, ταυτόν ειπείν, το μέγα σπήλαιον· θαυμαστή ιστορία τριακοστή ε' και στροφή»9, στο οποίο ο συγγραφέας του με το γνωστό γλαφυρό έμμετρο ύφος του διηγείται τη θαυμαστή ιστορία της εύρεσης της εικόνας, με κεντρικό πρόσωπο την οσιακή μορφή της νεαρής Ευφροσύνης.
Πράγματι, οι μοναχοί «φθάσαντες εις το χωρίον των Γαλατών», συνάντησαν την Κόρη, που τους οδήγησε στο σπήλαιο όπου βρισκόταν η εικόνα της Θεοτόκου. Πάλι ακούστηκε η φωνή, που αποκάλυψε την ιερή τους αποστολή: «Βιασθήτε λοιπόν ακόμι, και σπουδάσατε να νουθετήσετε και να βεβαιώσετε όσους κατοικούν εις την Πελοπόννησον, και εις όλαις ταις χώραις, να μένουν πάντα σταθεροί και αμετάτρεπτοι εις την προσκύνησιν των αγίων εικόνων»10. Οι πατέρες, για να εισέλθουν στο σπήλαιο, με τη βοήθεια της Θεοτόκου εξόντωσαν ένα «φοβερό δράκοντα, όστις εμφώλευσε εις του κρημνού την ρίζαν», και τελικά βρήκαν την «παλαιά αγία Τράπεζα, την οποίαν είχε σχεδιάσει εις την πέτραν του βουνού ο Ιερώτατος Απόστολος Λουκάς, ο οποίος ιστόρησε και την Θείαν εικόνα με τα ίδια του τα χέρια και έγραψεν και το Ιερόν Ευαγγέλιον». Εκεί ακριβώς οι πατέρες οικοδόμησαν τον πρώτο ναό. Η νεαρή βοσκοπούλα έλαβε το μοναχικό σχήμα με το όνομα Ευφροσύνη. Οι τρεις κτίτορες έζησαν εκεί αφοσιωμένοι στην προσευχή και τη λατρεία του θεόσταλτου ευρήματος. Παράλληλα, νουθετούσαν το πλήθος των πιστών που συνέρεε να προσκυνήσει την εικόνα. Υπακούοντας, εξάλλου, στην υπερφυσική κλήση τους, περιόδευσαν «τον τόπον όλον της Πελοποννήσου», κηρύττοντας την ορθόδοξη πίστη και την προσκύνηση των εικόνων. Σε βαθύ γήρας, πρώτα τα όσια αδέλφια και μετά από λίγο η οσία Ευφροσύνη, ετελεύτησαν εν Κυρίω, αφήνοντας τον πρώτο μοναστικό πυρήνα αποτελούμενο από τους μαθητές τους11.
Κατά την Σύναξιν, οι όσιοι πατέρες, πριν τελευτήσουν, κληροδότησαν στο μοναστήρι «Διαθήκη», δηλαδή ένα είδος υποτυπώδους Κανόνα (υόω α), που καθόριζε τα σχετικά με τη λειτουργική ζωή της Μονής, καθώς και τον τρόπο επιλογής ηγουμένου, ενώ -το κυριότερο- διακήρυσσε ρητά την ελευθερία και ανεξαρτησία της προς τις θύραθεν αρχές, κοσμικές και εκκλησιαστικές.
Όσον αφορά τη λειτουργική ζωή της μοναστικής κοινότητας, η Διαθήκη τη ρυθμίζει με βάση τις αντίστοιχες διατάξεις των αγιορειτικών μονών12. Αναφερόμενη στην επιλογή του ηγουμένου («πρώτου») εντέλλεται: «Και επειδή πρέπει να προτιμήται και να εκλέγεται ο πλέον αξιόλογος άνθρωπος εις το να προεδρεύη, και να έχη την φροντίδα της λογικής των Χριστιανών ποίμνης, δια τούτο εις τέτοιαν επιστασίαν αναγκαίον είναι, να εκλέγεται ο επιτηδειότερος από όλους, και εκείνος όπου αρέσκει εις όλους, η εις τους περισσότερους, και αναπαύονται εις αυτόν...»13.
Για την αυτοτέλεια της μονής έναντι των ποικιλωνύμων εξουσιών είναι το ίδιο σαφής: «Θέλομεν λοιπόν, και παρακαλούμεν να είναι αυτοκυρίαρχος, αδέσποτος, αυτεξούσιος, και ακαταδούλωτος, και παντελεύθερος από κάθε Αυθεντικά πρόσωπα, και από Μητροπολίτας, Επισκόπους, Αρχιμανδρίτας, Ηγουμένους, και άλλους ανθρώπους έως το τέλος του κόσμου»14.
ΙΙ. Άλλα Προσκυνητάρια
Ο Κ. Οικονόμος μας πληροφορεί για μία άλλη παράφραση του Βίου τον ΙΣΤ' αι. προς το «κοινολεκτικώτερον ιδίωμα» από τον Θεοδώρητο Λακεδαιμονίας15. Και αυτό το έργο δεν σώζεται.
Μία άλλη ιστορία της Μονής του Μεγάλου Σπηλαίου τυπώθηκε στη Βενετία το 1764. Πρόκειται για έργο του Παρθενίου του Πελοποννησίου16. Ο Παρθένιος διασκεύασε ελεύθερα την παράφραση του Θεοδώρητου Λακεδαιμονίας, απορρίπτοντας την παράδοση σχετικά με τον απόστολο Λουκά. Κατ αυτόν, η εικόνα της Θεοτόκου έφθασε στην Πελοπόννησο την εποχή της Εικονομαχίας17.
Ακόμη ένα Προσκυνητάριο έρχεται να προστεθεί στη σχετική γραμματεία του ΙΗ' αι., το οποίο έμελλε να αποτελέσει τον πυρήνα της επίσημης ιστορίας της μονής, όπως έγινε κατόπιν γνωστή με το Κτιτορικόν του Οικονόμου. Πρόκειται για το -ακόμη ανέκδοτο18- έργο κάποιου ανώνυμου, ο οποίος βασίζεται κυρίως στην παράφραση του Θεοδώρητου και στο Προσκυνητάριον του Παρθενίου. Χαρακτηριστικό του έργου αυτού είναι «η ανάμιξη της ιστορίας με το μύθο και η συνειδητή αλλοίωση βασικών σημείων του Βίου, σε μία προσπάθεια να αποκατασταθεί η συνέχεια της ιστορίας της»19. Το χειρόγραφο Προσκυνητάριο ανάγει το βίο των κτιτόρων τον Δ' αι. Σύμφωνα με τη δική του εκδοχή, όταν τα δύο αδέλφια βρίσκονται στα Ιεροσόλυμα, συναντώνται με τον πατριάρχη Μάξιμο20, ο οποίος τους εγχειρίζει γράμματα σχετικά με το ζήτημα του εορτασμού των Χριστουγέννων και των Θεοφανείων. Όμως ο ανώνυμος συντάκτης προχωρεί ακόμη περισσότερο: οι όσιοι αδελφοί στον ύπνο τους είδαν και τον ευαγγελιστή Λουκά, που ιστόρησε την εικόνα της Θεοτόκου21.
Τέλος, κατά την τέταρτη δεκαετία του ΙΘ' αι., θα επιχειρηθούν δύο ακόμη προσπάθειες σύνταξης του Προσκυνηταρίου της Μονής: από τον Αγαθάγγελο, πρώην μητροπολίτη Καισαρείας και από τον Κωνσταντίνο Οικονόμο τον εξ Οικονόμων· μόνον η δεύτερη θα τελεσφορήσει.
ΙΙΙ. Το Κτιτορικόν του Κ. Οικονόμου
Ο Κ. Οικονόμος είχε αναπτύξει πολλές σχέσεις με το μοναστήρι του Μεγάλου Σπηλαίου. Ο ίδιος το 1836 εξέφρασε την επιθυμία του στους μεγαλοσπηλαιώτες να επεξεργαστεί το χφ. Προσκυνητάριον του ανωνύμου. Οι πατέρες δέχθηκαν την πρόταση του επιφανή κληρικού και δόκιμου συγγραφέα, πιθανόν κρίνοντας ότι δεν ανταποκρινόταν στις απαιτήσεις τους η προσπάθεια του Παρθενίου Πελοποννησίου, που είχε ιδεί το φως της έκδοσης22.
Ο Κ. Οικονόμος επισκέφθηκε το μοναστήρι το καλοκαίρι του 1838. Φεύγοντας, πιθανότατα πήρε μαζί του το σχετικό υλικό που φυλασσόταν εκεί, και μετά από ένα χρόνο το Κτιτορικόν ήταν έτοιμο. Από την επεξεργασία, λοιπόν, κυρίως του χφ. Προσκυνηταρίου προέκυψε το γνωστό Κτιτορικόν του Κ. Οικονόμου· δεν αποτελεί επομένως πρωτότυπη συγγραφή23. Πριν ο Οικονόμος τυπώσει το σύγγραμμά του, το έστειλε στο Μέγα Σπήλαιο, για να εγκριθεί από τους πατέρες. Ο ιεροκήρυκας Ιωάσαφ Βυζάντιος επέστρεψε το έργο στο συγγραφέα του με ικανοποιητικά σχόλια, καθώς και με τον κατάλογο των συνδρομητών24. Το Κτιτορικόν τυπώθηκε τον Ιούνιο του 1840 σε 3.000 αντίτυπα.
Ο Οικονόμος στο Προοίμιο του Κτιτορικού ασχολείται με την ιστορία των προηγούμενων Προσκυνηταρίων, ταυτίζοντας λανθασμένα το συγγραφέα του χειρόγραφου Προσκυνηταρίου με τον Παρθένιο Πελοποννήσιο, ο οποίος υποτίθεται ότι μετά το πρώτο «μετά πλείονος ερεύνης και επιστασίας φιλοπονήσας συνέταξεν οπωσδήποτε και όσον το δυνατόν τελειότερον το Προσκυνητάριον της ιεράς ημων Μονής· ετελείωσε δε το πόνημα τω 1765»25. Το έργο αρθρώνεται σε τρία μέρη. Στο πρώτο περιγράφεται η « Ιερά Χωρογραφία» (σ. 1-36), ενώ στο δεύτερο (σ. 37-89) αναπαράγεται ο Βίος των κτιτόρων στην εκδοχή του χφ. Προσκυνηταρίου: φέρονται να δρουν τον Δ' αι., ενώ επαναλαμβάνεται η παράδοση που θέλει τον ευαγγελιστή Λουκά αφ' ενός ιστορήσαντα την εικόνα και αφ' ετέρου συγγράψαντα το Ευαγγέλιο στην περιοχή της Μονής26. Γίνεται αναφορά στη «Διαθήκη» που άφησαν οι κτίτορες και λεπτομερής περιγραφή της εικόνος. Ο Οικονόμος δέχεται ανεπιφύλακτα ότι ιστορήθηκε από τον ίδιο τον ευαγγελιστή Λουκά και συναριθμεί τη μεγαλοσπηλαιώτισσα ανάμεσα στις ιδιόχειρες εικόνες που μας κληροδότησε ο απόστολος και πρώτος αγιογράφος. Κατόπιν ακολουθεί η διήγησις διαφόρων θαυμάτων της εικόνας, μερικά από τα οποία εδράζονται σε ιστορικά γεγονότα (γι' αυτά θα γίνει λόγος στον οικείο τόπο)27.
Ακολουθεί ένα « Επίμετρον» (σ. 90-119), όπου ο Οικονόμος δημοσιεύει τα έγγραφα που αποτελούν και τα αδιάψευστα τεκμήρια της ιστορίας της Μονής, αρχής γενομένης από το αυτοκρατορικό σιγίλλιο του Ιωάννου του Κατακουζηνού (1347-1355). Δημοσιεύονται ακόμη πέντε πατριαρχικά γράμματα, τρία χρυσοβουλλα των Ηγεμόνων της Ουγγροβλαχίας, δύο διατάγματα της ενετικής εξουσίας και δύο της οθωμανικής.
Στο τρίτο μέρος του Κτιτορικού (σ. 121-156) αναδημοσιεύεται η « Ακολουθία της ετησίου εορτής των αγίων ημων πατέρων Συμεών και Θεοδώρου, και της Οσίας Ευφροσύνης». Ο Οικονόμος επεμβαίνει καίρια και στην ακολουθία, η οποία μας είναι γνωστή από την Σύναξιν του 1706. Συγκεκριμένα, εκτός από τη συντακτική και γραμματική βελτίωση, καθώς και τον εξωραϊσμό της γλώσσας επί το αρχαιοπρεπέστερον, η ακολουθία του Κτιτορικού εμπλουτίζεται με νέα τροπάρια από την ακολουθία του ευαγγελιστή Λουκά, με σκοπό να τεκμηριωθεί πληρέστερα η αποστολική πατρότητα της εικόνας28.
ΙV. Εικασίες χρονολόγησης
Σύμφωνα με τη διήγηση της Συνάξεως του 1706, στο όραμα που είδαν οι πατέρες Συμεών και Θεόδωρος στα Ιεροσόλυμα εμφανίστηκαν οι απόστολοι Παύλος και Ανδρέας, οι οποίοι αποκάλυψαν στους δύο αδελφούς εκείνα «όπου έμελλαν να των συνέβουν τριγύρου εις ταις αιρέσαις του καιρού εκείνου ανάμεσα εις τους εικονομάχους»29. Αργότερα, κατά τη διάρκεια της περιπλάνησής τους στον ελλαδικό χώρο, «Θείος Άγγελος εξ Ουρανού» τους κάνει γνωστό το θείο θέλημα: «Θέλημα Θεού είναι λοιπόν να περάσετε εις την Πελοπόννησον, επειδή τα πράγματα των τόπων ετούτων τα εκυβερνήσατε καλά, και ωσάν αρέσκει εις τον αυτόν Θεόν, ανάγκη είναι όμως είναι να διδάξετε και εκεί, και να στηρίξετε όλους εις την αμώμητον Πίστιν και ευσέβειαν, ώστε όπου να μην ημπορή να εύρη εις κανέναν άνθρωπον κανέναν τόπον η καταφύγιον, η μιαρά και λαοπλάνος αίρεσις των εικονομάχων»30. Πιο κάτω, απευθυνόμενοι στο πλήθος των πιστών τους προτρέπουν «...να στέκεστε με ασφάλειαν, πάντα σταθεροί και βέβαιοι εις την Πίστιν, και να μη μετατραπή ποτέ η γνώμη σας από καμμιάν αίρεσιν, στοχαζόμενοι πως και τα νέα ετούτα συμβεβηκότα κατά θείαν οικονομίαν συνέβησαν, δια να στηριχθή καθ' ένας εις την ευσέβειαν»31.
Η ακολουθία, επίσης, των αγίων κατά την Σύναξιν, διαθέτει πολλές αναφορές στην Εικονομαχία. Ένα ιδιόμελο του εσπερινού μεγαλύνει τους οσίους αδελφούς, διότι «την ορθόδοξον πίστιν εκράτυναν, και τοις Αχαιοίς ανεκήρυξαν»32. Στον κανόνα των αγίων διαβάζουμε: « Ιταμωτάτης χαλεπής αιρέσεως εικονομάχων δεινών, καταστροφήν πάλαι, π(ατέ)ρες θεοληπτοι τω κόσμω ανεδείξατε της Παρθένου εικόνα ευρόντων άμφω και ύδατι χρόνοις κρυπτομένην τοις άνωθεν»33. «Πεποικιλμένοι αρεταίς θεοπρεπώς οι π(ατέ)ρες, και τα δόγματα ορθόδοξα σχόντες, εν καρδία εαυτών, την Εκκλησίαν ηύφραναν, αιρετικάς απάσας, δόξας διώξαντες μήκιστα»34· «Κλέος των αγίων σου υπάρχει, το ζεύγος το των π(ατέ)ρων Π(ατ)ερ ύψιστε, πάσαν γην βαδίσαντες τρίβον την σ(ωτή)ριον, και λαοπλάνον αίρεσιν, θείοις κηρύγμασι μακράν που εκδιώξαντες πάλι, εικονομαχίας, εκβλύζουσι νυν μύρα»35. Είναι χαρακτηριστικό ότι και στην ακολουθία του Κτιτορικού του 1840, παρά τις «διορθώσεις» του Οικονόμου, υπάρχουν ικανές μνείες στην εποχή των εικονομάχων36.
Επιμένοντας στην ακολουθία του 1706, διαπιστώνουμε το εξής: Μολονότι ο συντάκτης θέλει τον ευαγγελιστή Λουκά να γράφει το ευαγγέλιό του στο σπήλαιο της Αχαΐας και να ιστορεί την εικόνα της Θεοτόκου, ωστόσο δεν τον αναφέρει καν στο όραμα που παραδίδεται ότι είδαν οι δύο όσιοι αδελφοί στα Ιεροσόλυμα37.
Η ακολουθία προς τιμήν των αγίων κτιτόρων είναι ένα κείμενο πιθανότατά του ΙΓ' αι., όπως φαίνεται από τις σχετικές μνείες του -αγνώστου σ' εμάς38- συντάκτη στην πολιτική κατάσταση της εποχής: Απευθυνόμενος στη Θεοτόκο παρακαλεί για τους «στεφηφορούντας άνακτας των Ρωμαίων»39 και μάλιστα για τον «άνακτα Ανδρόνικο» (σ. 55). Πιο κάτω διαβάζουμε: « Επί της γης της πόλεως, ω Θεονυμφε Δέσποινα, την εν τω σπηλαίω σου μονήν τοις κάλλεσιν, εις ύψος επηύξησε Παλαιολόγος άναξ σοφώς (sic), περιβεβλημένος ευσεβείας το κράτος, Ανδρόνικος ο μέγας, τούτω δίδου τας νίκας, βαρβάρων κατά πάντων, και πλήσον θυμηδίας» (σ. 57)40.
Από τις σχετικές αναφορές που εκτέθηκαν παραπάνω δυνάμεθα βάσιμα να εικάσουμε41 ότι ο Παλαιολόγος που εγκωμιάζεται στην Ακολουθία είναι ο Ανδρόνικος ο Παλαιολόγος Β' (1282-1328), φερόμενος ως κτίτορας της Μονής.
Συνεπώς, για τη χρονολόγηση της ίδρυσης της μονής, από τις «εσωτερικές» πληροφορίες των σχετικών κειμένων και με δεδομένη τη χρονική απόσταση που τα χωρίζει, προτείνονται κυρίως τρεις εκδοχές: ο ΙΕ' αι., η εποχή της Εικονομαχίας (ΙΘ' αι.) και η εποχή των Παλαιολόγων (ΙΓ' αι.). Και οι τρεις χρονολογήσεις είναι συνυφασμένες με προβλήματα της Εκκλησίας, εσωτερικά η εξωτερικά, τα οποία πάντως χρειάζονταν θεραπεία. Η δράση των οσίων κτιτόρων και η παρουσία του μοναστηριού με τη θαυματουργή εικόνα της Θεοτόκου σε κάθε περίπτωση υπηρετούσαν την υπέρβαση αυτών των προβλημάτων.
Συγκεκριμένα, τον Δ' αι. (που προτείνει η Σύναξις και ακολουθεί ο Οικονόμος), η Εκκλησία αναστατώνεται από την αίρεση του Αρειανισμού, που εξακολουθούσε να επιβιώνει και μετά την καταδίκη της (Α' Οικουμενική Σύνοδος 325), και από την «ειδωλολατρική αντίδραση» εναντίον της νέας επίσημης θρησκείας της Αυτοκρατορίας· αντίδραση που σαρκώθηκε δυναμικά κατά τη θητεία του αυτοκράτορα Ιουλιανού (361-363) και εκδηλώθηκε ως όψιμος διωγμός εναντίον των χριστιανών42. Επιπλέον, όπως μαρτυρούν τα κείμενα που εξετάσαμε, υπήρχε και η εκκρεμότητα του καθορισμού ημερομηνίας για τη γιορτή των Θεοφανείων, ανάμεσα στην εκκλησία της Ρώμης και την εκκλησία των Ιεροσολύμων. Η παραχρονολόγηση της Συνάξεως μοιάζει ευεξήγητη: Οι κτίτορες κομίζουν τα γράμματα του Μαξίμου Ιεροσολύμων προς τον πάπα Ρώμης και, ταυτόχρονα με το κηρυκτικό τους έργο, ανασκευάζουν τις πλάνες των αρειανών και ενδυναμώνουν τους πιστούς ενώπιον των διωγμών του ειδωλολάτρη αυτοκράτορα43.
Εξάλλου, κατά τους Η' και Θ' αι., αρχής γενομένης από τον αυτοκράτορα Λέοντα Γ' τον Ίσαυρο (717-741), ολόκληρο το βυζαντινό κράτος κλονίζεται από τις εικονομαχικές ιδέες. Η κατάργηση της προσκύνησης των εικόνων γρήγορα εξελίχθηκε σε απηνή διωγμό εναντίον της Ορθοδοξίας. Όπως και σε ανάλογες κρίσιμες στιγμές της, η Εκκλησία εναντίον των εικονομάχων αντέταξε τους πιο σθεναρούς υπερασπιστές και εκφραστές της αλήθειάς της, τους μοναχούς44. Η εύρεση της μεγαλοσπηλαιώτισσας αποτέλεσε θεαματική απόδειξη της ορθοδοξότητας των εικονοφίλων, καθώς και θεόπεμπτη αρωγή στον αγώνα τους εναντίον των αιρετικών (βλ. σχετικές αναφορές στη Σύναξιν παραπάνω). Οι κτίτορες, διαθέτοντας αυτό το αδιάψευστο τεκμήριο της ορθοδοξίας, ενδυνάμωσαν το φρόνημα των πιστών, ενώ παράλληλα το κλέος του μοναστηριού ανανέωσε τα απειλούμενα ιδεώδη του μοναχισμού.
Ως επιπλέον απόδειξη αυτής της χρονολογικής εικασίας παραδίδεται η πυρπόληση του μοναστηρίου περί τα μέσα του 9ου αι. Ο Οικονόμος χρονολογεί την καταστροφή της μονής το 840 και την αποδίδει «εις των αιρετικών εικονομάχων τας μηχανορραφίας». Τότε κάηκε το Καθολικό της μονής, αλλά σώθηκε η εικόνα και τα περισσότερα κειμήλιά της. Με την πυρπόληση της μονής συνδέεται και ένα θαύμα της εικόνας της Θεοτόκου. Σύμφωνα πάντα με το Κτιτορικόν του Οικονόμου, οι μοναχοί μετά τον εμπρησμό, μέχρι να ανοικοδομηθεί το μοναστήρι, έχοντας μαζί τους τη θαυματουργή εικόνα περιόδευαν κηρύττοντας. Ένα βράδυ που κατέλυσαν στην ύπαιθρο είχαν κρεμάσει την εικόνα σ' ένα δέντρο. Το πρωί είδαν έκπληκτοι ότι πάνω στον κορμό αυτού του δέντρου είχε αποτυπωθεί κατά θαυματουργικό τρόπο η παράσταση της μεγαλοσπηλαιώτισσας. Στο σημείο αυτό ανήγειραν εξωκκλήσι, που υπάρχει μέχρι και σήμερα45.
Τέλος, την εποχή των Παλαιολόγων και ειδικότερα τα χρόνια του Ανδρόνικου Β' (1282-1328) υποδηλώνει εμμέσως η ακολουθία. Ο Ανδρόνικος, ως γνωστόν, ήταν ένας ευσεβής ορθόδοξος και στα χρόνια του η Εκκλησία και ιδιαίτερα ο μοναχισμός γνώρισαν μία περίοδο πνευματικής και υλικής ακμής46. Η γενικότερη θρησκευτική πολιτική του Ανδρόνικου συνάδει με την ιδιαίτερη σχέση που φαίνεται να είχε με το Μέγα Σπήλαιο. Εξάλλου, η ίδρυση μιας σταυροπηγιακής μονής στην καρδιά των φραγκικών κτήσεων εξυπηρετούσε την ανάγκη διατήρησης της ελληνικότητας των υποτελών Πελοποννησίων και σάρκωνε ένα ζωντανό αντίβαρο στην κακοδοξία των κατακτητών.
Η παρουσίαση και ανάλυση των τριών προτεινόμενων εκδοχών σχετικά με την ίδρυση της Μονής δεν φιλοδοξεί να καταλήξει στην εξαγωγή ενός τελεσίδικου συμπεράσματος, αλλά να φωτίσει τις ιστορικές παραμέτρους που πλαισιώνουν αυτές τις χρονολογίες. Πάντως, με βάση τις μαρτυρίες πιο αληθοφανής μοιάζει η άποψη να ιδρύθηκε η Μονή κατά την εποχή της Εικονομαχίας. Μάλιστα, αυτή την εκδοχή υποστηρίζει και μία σχετικά πρόσφατη ιστορική μονογραφία47. Οι συντάκτες της αποφαίνονται ότι οι δύο όσιοι ζουν κατά τα τέλη της δεύτερης εποχής της εικονομαχικής περιόδου (γύρω στο 840)· είναι, συνεπώς, «ασκητές της εικονομαχίας και απόστολοι της κατά την εικονομαχία περιόδου»48.
ΥΠΟΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ
1. Κατά τον Κ. Λάππα, που μελέτησε εμβριθώς και κριτικά την ιστορία των Προσκυνηταρίων του Μεγάλου Σπηλαίου, ο πρώτος βίος των κτιτόρων «ανάγεται πιθανότατα στην εποχή του αυτοκράτορα Ανδρονίκου Β' Παλαιολόγου», Βλ. Κ. ΛΑΠΠΑ, Τα Προσκυνητάρια της Μονής του Μεγάλου Σπηλαίου Καλαβρύτων, «Μεσαιωνικά και Νέα Ελληνικά», τ. 1, Αθήνα 1984, σ. 81.
2. Ο Γ. Λαδάς υποστηρίζει ότι η διασκευή του πρώτου χειρογράφου από τους μοναχούς Ησαΐα και Σωφρόνιο έγινε το 1510-1511. Βλ. στην «Περίληψιν» της έκδοσης της Συνάξεως, σ. στ'.
3. Στον Κ. Σάθα ο αθηναίος Βερναρδής, κόμης της Ενετικής Δημοκρατίας, είναι γνωστός ως συγγραφέας του Κτιτορικού του Μεγάλου Σπηλαίου, Βλ. Κ. ΣΑΘΑ, Νεοελληνική Φιλολογία, Εν Αθήναις 1868, σ. 595.
4. Κ. ΛΑΠΠΑ, Τα Προσκυνητάρια..., σ. 82. Πρβλ. και [ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΥ ΟΙΚΟΝΟΜΟΥ ΤΟΥ ΕΞ ΟΙΚΟΝΟΜΩΝ], Κτιτορικόν η Προσκυνητάριον της Ιεράς και Βασιλικής Μονής του Μεγάλου Σπηλαίου Αθήνησιν, ΑΩΜ', σ. γ. Το Κτιτορικόν του Οικονόμου ανατυπώθηκε φωτομηχανικά το 1985, με πρόλογο του Μητροπολίτη Καλαβρύτων και Αιγιαλείας Αμβροσίου.
5. Στο εξής Σύναξις. Τη Σύναξιν του Βερναρδή «μετατύπωσε εκ της πρώτης εν Βενετία εκδόσεως του έτους 1706» ο Γεώργιος Λαδάς το 1973. Αντίτυπο της πρώτης σπάνιας εκδόσεως είχαμε την τύχη να εντοπίσουμε στη Βιβλιοθήκη Ιακωβάτων στο Ληξούρι της Κεφαλληνίας.
6. Σύναξις, σ. 4.
7. Σύναξις, σ. 6.
8. Σύναξις, σ. 11-13.
9. Το απόσπασμα ανήκει στο ποιητικό έργο του Δαπόντε «Φανάρι Γυναικών», προέρχεται δε από τον η ι. 253 της Ι. Μονής Ξηροποτάμου (υύ. 168α-170ι). Για μίαν αποτίμηση της λογοτεχνικής παραγωγής του αγιορείτη μοναχού, βλ. Κ.Θ. ΔΗΜΑΡΑ, Ιστορία της Νεοελληνικής Λογοτεχνίας. Από τις πρώτες ρίζες ως την εποχή μας, Αθήνα 1972, σ. 114-117.
10. Σύναξις, σ. 14-15.
11. Σύναξις, σ. 22.
12. Πρβλ. και Κ. ΟΙΚΟΝΟΜΟΥ, Κτιτορικόν, σ. 53.
13. Σύναξις, σ. 30-31.
14. Σύναξις, σ. 28.
15. Για τον Θεοδώρητο Λακεδαιμονίας, βλ. σχετικό άρθρο του Τ. Γριτσοπούλου στη Θ.Η.Ε., τ. 6, στ. 192-193.
16. Ιεροδιάκονος και ιεροδιδάσκαλος, γνωστότερος από το απάνθισμα λόγων του ιερού Χρυσοστόμου υπό τον τίτλο Μαργαρίται. Συνέταξε επίσης Σύνοψιν η εξήγησιν πάντων των ιερών κανόνων. Βλ. Κ. ΣΑΘΑ, Νεοελληνική Φιλολογία, σ. 606.
17. Κ. ΛΑΠΠΑ, Τα Προσκυνητάρια..., σ. 88-89.
18. Το Προσκυνητάριον αυτό σώζεται στο Αρχείο του ΚΕΜΝΕ (Κέντρο Ερεύνης Μεσαιωνικού και Νεωτέρου Ελληνισμού), φακ. ΧΧΙΙ, αρ. 6. Περιέχεται σε 5 τετράδια των 10 φύλλων και ένα δίφυλλο. Πλήρης τίτλος του είναι ο εξής: «Σεβάσμιον, και σεπτόν, και θεοδόξαστον προσκυνητάριον του κατά την περίφημον Πελοπόννησον περιωνύμου και Ιερού Μεγάλου Σπηλαίου». Πρόκειται για αντίγραφο του τέλους του ΙΗ' αι.· βλ. Κ. ΛΑΠΠΑ, Τα Προσκυνητάρια..., σ. 89 σημ. 29.
19. Κ. ΛΑΠΠΑ, Τα Προσκυνητάρια..., σ. 91.
20. Η πατριαρχία του διήρκεσε από το 333 έως το 348. Βλ. Β. ΣΤΕΦΑΝΙΔΟΥ, Εκκλησιαστική Ιστορία. Απ' αρχής μέχρι σήμερον. Αθήναι 1978, σ. 801.
21. Κ. ΛΑΠΠΑ, Τα Προσκυνητάρια..., σ. 90-92, όπου και οι μερικότερες επεμβάσεις του ανώνυμου συντάκτη.
22. Είναι αλήθεια ότι ο Παρθένιος πάσχισε στο έργο του να αποψιλώσει την παραδεδομένη ιστορία της μονής από διάφορα υπερφυσικά γεγονότα, καθώς και -το σπουδαιότερο- από τη σύνδεση του ευαγγελιστή Λουκά με την εικόνα της Θεοτόκου, προσδίνοντας έτσι στο κείμενο μία όσο το δυνατόν πιο αληθοφανή και ορθολογικά δομημένη υπόσταση. Όπως θα δούμε στη συνέχεια, τα κριτήρια του Παρθενίου ασπαζόταν ο Θεοκλητός Φαρμακίδης, όταν σχολίαζε το Κτιτορικόν του Οικονόμου.
23. Κ. ΛΑΠΠΑ, Τα Προσκυνητάρια..., σ. 96 σημ. 52.
24. Για τις επαφές του Οικονόμου με το Μέγα Σπήλαιο ενόψει της συγγραφής του Κτιτορικού, βλ. Κ. ΛΑΠΠΑ, Τα Προσκυνητάρια..., σ. 97.
25. Κ. ΟΙΚΟΝΟΜΟΥ, Κτιτορικόν, σ. γ'.
26. Χαρακτηριστικό είναι ότι ο πολυμαθής Οικονόμος επιχειρεί να εμπεριστατώσει αυτή την παράδοση επιστημονικά, αναφερόμενος σε άλλα γνωστά του έργα που συνάδουν μ' αυτή την εκδοχή της δράσης του ευαγγελιστή. Βλ. Κτιτορικόν σ. 49 σημ. (γ).
27. Τα θαύματα εμπεριέχονται στο χειρόγραφο Προσκυνητάριο, αλλά και αυτά υπέστησαν διορθώσεις από το χέρι του Οικονόμου. Για τις επεμβάσεις του τελευταίου βλ. Κ. ΛΑΠΠΑ, Τα Προσκυνητάρια..., σ. 107-108.
28. Αναλυτικότερη σύγκριση της Ακολουθίας Συνάξεως και Κτιτορικού βλ. Κ. ΛΑΠΠΑ, Τα Προσκυνητάρια..., σ. 110-113.
29. Σύναξις, σ. 6.
30. Σύναξις, σ. 11-12.
31. Σύναξις, σ. 18.
32. Σύναξις, σ. 41.
33. Σύναξις, σ. 47.
34. Σύναξις, σ. 48.
35. Σύναξις, σ. 56.
36. Βλ. Στιχ. ιδιόμελο σ. 130, Θεοτοκίον σ. 134 και από τον κανόνα των αγίων σ. 140, 145, 147/8, 150, 151, 153, 154.
37. Ενδεικτικά: «Δύναμιν κτησάμενος πν(ευματ)ικήν, γράφει ιερόν ευαγγέλιον εν τω σπηλαίω, ο θειότατος Λουκάς, την του Σ(ωτή)ρος σάρκωσιν, πάσιν εξαπλών υψηλότατα» (σ. 50).
38. Σύμφωνα με την υπόθεση του Κ. Λάππα το όνομα του υμνογράφου είναι Παύλος Κορίνθιος. Δεν υπάρχουν άλλα στοιχεία για τη ζωή και τη δράση του. Βλ. Κ. ΛΑΠΠΑ, Τα Προσκυνητάρια..., σ. 109-110.
39. Ως γνωστόν οι λεγόμενοι «βυζαντινοί» είχαν τη συνείδηση του πολίτη της Νέας Ρώμης και γι αυτό αποκαλούνταν Ρωμαίοι καθ' όλη την ιστορική διάρκεια της αυτοκρατορίας.
40. Πρβλ. Κ. ΟΙΚΟΝΟΜΟΥ, Κτιτορικόν, σ. 150.
41. Πρβλ. Κ. ΛΑΠΠΑ, Τα Προσκυνητάρια..., σ. 110.
42. Βλ. G.OSTROGORSKY, Ιστορία του Βυζαντινού Κράτους, μετ. Ιω. Παναγοπούλου, τ. Ι, σ. 108-110.
43. Την εκδοχή αυτή επαναλαμβάνει ο Συναξαριστής των οσίων κτιτόρων: ουσιαστικά δέχεται a priori την «παλαιά των Αγίων Βιογραφία» (εννοεί τη Σύναξιν). Ο Μέγας Συναξαριστής της Ορθοδόξου Εκκλησίας, τ. 10, μην Οκτώβριος, Αθήναι 1964, σ. 396-417. Για την προβληματική των Συναξαρίων ως ιστορικών πηγών βλ. γενικά π. Γ. Δ. ΜΕΤΑΛΛΗΝΟΥ, Πηγές Εκκλησιαστικής Ιστορίας, Αθήναι 1989, σ. 140-143.
44. Πρβλ. G. OSTROGORSKY, Ιστορία του Βυζαντινού Κράτους..., τ. ΙΙ, σ. 41. Για την εικονομαχία βλ. και Β. ΣΤΕΦΑΝΙΔΟΥ, Εκκλησιαστική Ιστορία ..., σ. 253-263.
45. Κ. ΟΙΚΟΝΟΜΟΥ, Κτιτορικόν, σ. 72-75. Την πληροφορία αναπαράγει και ο Γ. ΠΑΠΑΝΔΡΕΟΥ, που περιγράφει το παρεκκλήσιο της Θεοτόκου, οικοδομημένο στο μεγάλο πλατάνι του χωριού Καλαπατσούνα· βλ. Καλαβρυτινή Επετηρίς, σ. 80-82. Βλ. στο Κεφ. περί μετοχίων.
46. Επί Ανδρονίκου με χρυσοβουλλο του 1312, οι μονές του Άθω υπήχθησαν αμέσως στο Οικουμενικό Πατριαρχείο Κωνσταντινουπόλεως. Με την ίδια αυτοκρατορική απόφαση ο «πρώτος» της αθωνικής πολιτείας θα επιλεγόταν από τον Πατριάρχη και όχι από τον Αυτοκράτορα, όπως συνέβαινε μέχρι τότε. Βλ G.OSTROGORSKY, Ιστορία του Βυζαντινού Κράτους..., τ. ΙΙΙ, σ. 175-176.
47. Η. ΑΝΑΓΝΩΣΤΑΚΗ - ΙΟΥΣΤΙΝΟΥ ιερομ., Οι Θεσσαλονικείς όσιοι Συμεών και Θεόδωρος, πρώτοι κατοικήτορες του Άθω και της Πανελλάδος πολιούχοι, Άγιον Όρος 1985.
48. Η. ΑΝΑΓΝΩΣΤΑΚΗ - ΙΟΥΣΤΙΝΟΥ ιερομ., Οι Θεσσαλονικείς όσιοι Συμεών και Θεόδωρος..., σ. 45.

ΚΕΦΑΛΑΙΟ Γ'
Κάτω από τον ξένο κατακτητή
Ι. Φραγκοκρατία (1205-1430)
Ο Κ. Οικονόμος, στο Επίμετρο του Κτιτορικού του (σ. 90-119), δημοσιεύει μία σειρά αποφάσεων, υπογεγραμμένων από αυτοκράτορες, πατριάρχες και άλλους ηγεμόνες, που αφορούν την αυτοτέλεια της Μονής του Μεγάλου Σπηλαίου και καλύπτουν μία χρονική περίοδο από τον ΙΔ' ως τον ΙΘ' αι.
Το σημαντικότερο από τα έγγραφα που δημοσιεύονται στο Κτιτορικόν, είναι το χρυσοβουλλο του αυτοκράτορα Ιωάννου Κατακουζηνού (1347-1355), που υπογράφει τον Απρίλιο του 1350. Η σπουδαιότητά του συνίσταται στο ότι «αποτελεί την πρώτη ιστορική μαρτυρία για την ύπαρξη της μονής»1 ο Οικονόμος είναι ο πρώτος που την κάνει γνωστή2. Στο χρυσοβουλλο ο Κατακουζηνός, κατόπιν παρακλήσεως του ηγουμένου της Μονής αρχιμ. Μάρκου, ανανεώνει τα προνόμια που είχαν παραχωρηθεί στο Μέγα Σπήλαιο από προκατόχους του αυτοκράτορες: «η κατ' αυτόν τοιαύτη σεβάσμια μονή κέκτηται δια χρυσοβούλλων και προσταγμάτων του τε αυθέντου μου του βασιλέως, του παππού της βασιλείας μου, και του θειοτάτου μου δεσπότου και βασιλέως, του αδελφού της βασιλείας μου...»3. Όπως μας προϊδεάζει η Ακολουθία των Κτιτόρων (βλ. παρ.), οι αυτοκράτορες που αναφέρει ο Ιωάννης Κατακουζηνός είναι πιθανότατα οι Ανδρόνικος Β' και Ανδρόνικος Γ'. Πράγματι, ο αυτοκράτορας δι' αυτού του χρυσοβούλλου «επιχορηγεί και επιβραβεύει τη κατ' αυτόν (τον ηγούμενο Μάρκο) τοιαύτη σεβασμία μονή, δι' ου προστάσσει... κατέχειν και νέμεσθαι και εις το εξής ειρημένα μετόχια και λοιπά υποτακτικά, κτήματα και βελτιώματα, ανενοχλήτως παντάπασι και αδιασείστως, έτι τε και αναφαιρέτως και αναποσπάστως κατά τας περιλήψεις των προσόντων αυτή... οφείλονται διατηρείσθαι ανώτερα πάσης και παντοίας καταδυναστείας και επηρείας και κατατριβής και διενοχλήσεως αδίκου και πλεονεκτικής»4.
 Η ανακήρυξη λοιπόν του Μεγάλου Σπηλαίου σε πατριαρχικό σταυροπήγιο5, δηλαδή μοναστήρι που δεν υπάγεται διοικητικά στον οικείο επίσκοπο, αλλά εξαρτάται αμέσως από το Οικουμενικό Πατριαρχείο, ανάγεται στα χρόνια του αυτοκράτορα Ανδρονίκου Β'. Ήδη στη Διαθήκη των Κτιτόρων της Μονής (βλ. παραπ.) οι δύο άγιοι αδελφοί καθορίζουν την αυτοτέλεια του μοναστηριού έναντι των διαφόρων εκκλησιαστικών και πολιτικών αρχών, πράγμα που επαληθεύουν τα ιστορικά κείμενα.
Τον Ιανουάριο του 1354, εξάλλου, ο Οικουμενικός Πατριάρχης6 παραχωρεί δια συνοδικού σιγιλλιώδους γράμματος τη διαχείριση της Μονής στον «ιερώτατο μητροπολίτη Παλαιών Πατρών, υπέρτιμο και έξαρχο πάσης Αχαΐας Μακάριο». Ο πατριάρχης ανταποκρίνεται σε σχετικό αίτημα του επισκόπου, ο οποίος, χειμαζόμενος από οικονομικές δυσκολίες, ζήτησε να διαχειρίζεται την περιουσία της πλούσιας Μονής εφ' όρου ζωής. Το μοναστήρι στο πατριαρχικό γράμμα ονομάζεται σταυροπηγιακό, εξ ου και η δυνατότητα του πατριάρχη να παραχωρήσει την ηγουμενία του στον μητροπολίτη Μακάριο7.
 Αυτά τα χρυσοβουλλα μας πληροφορούν αδρομερώς και για την κατάσταση του μοναστηριού στην περίοδο της Φραγκοκρατίας (1205-1430). Οι Φράγκοι κατέλαβαν την Πελοπόννησο το 1205 και ίδρυσαν το φραγκικό κράτος του Μορέως με πρωτεύουσα την Ανδραβίδα8. Το βυζαντινό θέμα της Πελοποννήσου τεμαχίστηκε διοικητικά σε δώδεκα βαρωνείες. Μία απ' αυτές ήταν η βαρωνεία των Πατρών, την οποία ηγεμόνευε ο ευγενής Γουλιέλμος Αλαμάνος9. Εξάλλου, κατά την ίδια εποχή μία αυτόκλητη σύναξη φράγκων κληρικών εξέλεξε Αρχιεπίσκοπο τον Γάλλο Αντελμο, ο οποίος, παρά την αντικανονικότητα της εκλογής του και τις δικαιολογημένες αντιρρήσεις του ενετού πατριάρχη Μοροζίνη στην Πόλη, κατόρθωσε να εξασφαλίσει μία άμεση εξάρτηση από τον Πάπα10, εγκαινιάζοντας έτσι μία πολύχρονη περίοδο παπικής πολιτικής στην Πελοπόννησο.
Μέχρι λοιπόν την ανακατάληψη των Πατρών από τον Κωνσταντίνο Παλαιολόγο (1430), η Λατινική Εκκλησία διατηρούσε στην πόλη Αρχιεπίσκοπο, ο οποίος μάλιστα από το 1337 υπαγόταν αμέσως στον Πάπα11. Η θέση λοιπόν της Ορθόδοξης Εκκλησίας στη φραγκοπατημένη Πελοπόννησο, και ειδικότερα στην περιοχή των Πατρών, ήταν διπλά δυσχερής: δεν ήταν μόνο οι κατακτητές αλλά και ο λατινικός κλήρος που την απειλούσαν. Οι ορθόδοξοι, προσηλωμένοι στα ρωμαίικα ιδεώδη, έτρεφαν απέχθεια προς τους καθολικούς κληρικούς που είχαν κατακλύσει τη χώρα12.
 Το μοναστήρι του Μ. Σπηλαίου φαίνεται ότι διαδραμάτισε και σ' αυτή την ευαίσθητη ιστορική στιγμή κάποιον ξεχωριστό ρόλο: Σύμφωνα με κάποιους ερευνητές, το μοναστήρι από το 1354, όταν ηγούμενός του διορίστηκε από το Πατριαρχείο ο μητροπολίτης Πατρών Μακάριος Α', αποτελούσε την έδρα του Μητροπολίτη Πατρών, γιατί ο τελευταίος δεν μπορούσε λόγω του πολιτικού και εκκλησιαστικού καθεστώτος να εδρεύει στην πόλη13.
 Δύο επιθέσεις των Λατίνων εναντίον της Μονής μνημονεύουν οι πηγές: Η πρώτη έγινε αμέσως μετά την κατάληψη της Πελοποννήσου από τους Φράγκους (1205). Οι Λατίνοι πήγαν στο μοναστήρι με σκοπό να αρπάξουν τη φημισμένη εικόνα της Θεοτόκου. Μάταια οι μοναχοί παρακαλούσαν οι εισβολείς χτυπώντας τους τους έβγαλαν έξω από το ναό. Ωστόσο, όταν ο επικεφαλής έτεινε τα χέρια προς την εικόνα «ημίπληκτος έμεινεν» και δεν κατάφερε να τη στερήσει από τη Μονή. Μάλιστα, οι ίδιοι οι μεγαλοσπηλαιώτες μοναχοί παρακάλεσαν την Παναγία, για να τον συνεφέρει.
Παραταύτα, μετά από λίγα χρόνια οι Δυτικοί κατόρθωσαν να αρπάξουν από τη Μονή, όπου φυλάσσονταν μέχρι τότε, τα άγια λείψανα («πλην των καρών») των κτιτόρων. Έκτοτε βρίσκονται στο ναό του Αγ. Μάρκου στη Βενετία14.
 Για δεύτερη φορά η εικόνα έγινε στόχος της λατινικής αρπακτικότητος το 1447, όταν ο πάπας Νικόλαος, απογοητευμένος από την έκβαση της Συνόδου στη Φερράρα-Φλωρεντία (1438-9), εστράφη εναντίον των μονών της Ανατολής. Παραδίδεται ότι και αυτή τη φορά η εικόνα σώθηκε από τα βέβηλα χέρια των κακοδόξων με τρόπο θαυμαστό: «την εικόνα σεισμός έσωσεν εκ των παπιστικών τας χείρας»15.
 Το έτος 1400, «καθώς έχομεν εκ παραδόσεως», συνέβη δεύτερη πυρκαγιά στη Μονή, από άγνωστη αιτία. Αυτή τη φορά διασώθηκε και ο ναός και τα κειμήλια. Την απουσία ιστορικών μαρτυριών ο Οικονόμος αποδίδει στην καταστροφή των «υπομνημάτων» που επέφερε ο εμπρησμός του 164016.
 Την εποχή κατά την οποία η περιοχή ανακαταλήφθηκε από τους Βυζαντινούς, η διαμελισμένη πλέον και συνεχώς συρρικνούμενη από τις διεισδύσεις των Οθωμανών Ανατολική Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία, οδηγείτο μοιραία προς την τελική πτώση. Αυτοκράτορας ήταν ο Ιωάννης Παλαιολόγος, ενώ η Πελοπόννησος, εξαιρουμένων των βενετικών κτήσεων Κορώνης και Μεθώνης, βρισκόταν στα χέρια των αδελφών του αυτοκράτορα, Θωμά και Θεοδώρου. Ο τελευταίος άφησε την εξουσία του στον Κωνσταντίνο, με τον οποίο συντελέστηκε μία ύστατη προσπάθεια ανασύστασης της βυζαντινής κυριαρχίας στην Πελοπόννησο.
Ο Κωνσταντίνος Παλαιολόγος εξεστράτευσε από το Αίγιο εναντίον των Πατρών το 1429. Οι Φράγκοι αμύνθηκαν, αλλά εγκατέλειψαν τελικά το φρούριο της Ακροπόλεως εξαντλημένοι από την πείνα και την κακοπάθεια. Το Μάιο του 1430 είχε καταλυθεί η αρχιεπισκοπική βαρωνεία των Πατρών και κύριος της περιοχής ήταν ο τελευταίος Αυτοκράτορας του Βυζαντίου17.
ΙΙ. Πρώτη Τουρκοκρατία
(1466-1684)
 Η κυριαρχία των Βυζαντινών στην Πελοπόννησο δεν έμελλε να διαρκέσει πολύ. Οι Οθωμανοί με επικεφαλής τον Μουράτ Β' εξεστράτευσαν εναντίον του Κωνσταντίνου Παλαιολόγου την άνοιξη του 1446. Το Δεκέμβριο του ιδίου έτους, μετά από μία άνιση αναμέτρηση, εξαιτίας της αριθμητικής υπεροχής των τουρκικών στρατευμάτων, ο Μουράτ κατέλαβε την Κόρινθο και προχώρησε χωρίς δυσκολία προς την Πάτρα. Ο αυτοκράτορας Κωνσταντίνος κατέστη φόρου υποτελής και ο Σουλτάνος άφησε την Πελοπόννησο, παίρνοντας μαζί του χιλιάδες αιχμαλώτους. Η Τουρκοκρατία στην Πελοπόννησο είχε ήδη αρχισει18.
 Το 1453 ο Μωάμεθ ο Πορθητής, διάδοχός του Μουράτ Β', θα καταλάβει τη Βασιλεύουσα, δίνοντας έτσι τη χαριστική βολή σε μία αυτοκρατορία που ήδη ψυχορραγούσε. Πριν προχωρήσουμε στην εξέταση μερικότερων θεμάτων, κρίνουμε αναγκαίο να αναφερθούμε συνοπτικά στην γενικότερη στάση των νέων κατακτητών απέναντι στην Ορθοδοξία και το γένος των Ρωμηών. Αυτή η αναφορά θα μας βοηθήσει όχι μόνο στην κατανόηση της νέας δραματικής περιόδου που αρχίζει για τις τύχες του ελληνισμού αλλά και στην εξέταση της ιστορικής παρουσίας του Μεγάλου Σπηλαίου αυτή την εποχή.
Η στάση των Τούρκων απέναντι στην Ορθόδοξη Εκκλησία υπήρξε από ανεκτική έως θετική. Ο Οικουμενικός Πατριάρχης, με τα εκκλησιαστικά και πολιτικά προνόμια που του παραχωρήθηκαν, αναγνωρίστηκε de facto όχι μόνο θρησκευτικός αλλά και πολιτικός ηγέτης των χριστιανών της οθωμανικής αυτοκρατορίας. Η εκκλησιαστική οργάνωση των ορθοδόξων, που έμεινε άθικτη από τον κατακτητή, μπορεί να διευκόλυνε τον έλεγχο και τη διοίκηση των χριστιανών, αλλά εξασφάλιζε στους υπόδουλους και μία πολύτιμη δυνατότητα συνοχής και αυτοδιοίκησης. Ουσιαστικά, η εθναρχούσα Εκκλησία ήταν εκείνη που επωμίστηκε εξ ολοκλήρου τη συνέχεια της ρωμαίικης ταυτότητας στα χρόνια της δουλείας, όχι μόνο σε επίπεδο πνευματικό (πίστη, μέθοδος θέωσης) η πολιτιστικό (ελληνική γλώσσα, παιδεία, ιστορική μνήμη) αλλά και πολιτικό. Δίκαια ονομάστηκε και «Βυζάντιο μετά το Βυζάντιο»19, γιατί ακριβώς αποτελούσε τη συνέχεια της Ανατολικής Αυτοκρατορίας ακόμη και μετά την πτώση της.
Με αυτές τις προϋποθέσεις, η Εκκλησία διαφύλαξε καθ' όλη τη διάρκεια της Τουρκοκρατίας, αφ' ενός την εθνική συνείδηση των υποδούλων (μία συνείδηση που αναπτύχθηκε βαθμιαία από τη Φραγκοκρατία και εξής στον ελλαδικό χώρο) και αφ' ετέρου τη ρωμαίικη συνείδησή τους (συνείδηση της πνευματικής τους ιδιοπροσωπίας έναντι στον αλλόδοξο Φράγκο η τον άπιστο Τούρκο)20.
 Ας επιστρέψουμε όμως στην εξέταση των μαρτυριών της εποχής, που αναφέρονται στη Μονή του Μεγάλου Σπηλαίου.
Όπως έχουμε ήδη αναφέρει, το μοναστήρι προικίζεται δια χρυσοβουλλου με προνόμιο από τον αυτοκράτορα Ιωάννη Κατακουζηνό. Το Δεκέμβριο του 1639, τα προνόμια αυτά ανανεώνει ο οικουμενικός πατριάρχης Παρθένιος (1639-1644). Δία του σιγιλλιώδους γράμματός του, αναγνωρίζει το «σταυροπηγιακόν και πατριαρχικόν αυτό μοναστήριον, αδούλωτον, αδέσποτον και ακαταπάτητον από παντός προσώπου, μηδενί μηδέν οφείλον, η τη καθ' ημάς του Χριστού μεγάλη εκκλησία τα προρρηθέντα διακόσια άσπρα υποταγής χάριν»21. Όπως βλέπουμε, το μοναστήρι διατηρείται αυτοδιάθετο και αυτοτελές έναντι των εκκλησιαστικών και πολιτικών τοπικών αρχών, εξαρτώμενο αμέσως από τον Πατριάρχη Κωνσταντινουπόλεως. Την εξάρτηση αυτή («υποταγής χάριν») συμβολίζουν τα «διακόσια άσπρα», που οφείλει να καταβάλει ετησίως η μονή στο Οικουμενικό Πατριαρχείο. Στο ίδιο γράμμα, ο Πατριάρχης αναφέρεται και στη φοβερή πυρκαγιά, που πλήττει το μοναστήρι τη χρονιά αυτή.
Οι μαρτυρίες για την πυρκαγιά που έπληξε το μοναστήρι προέρχονται κυρίως από δύο ενθυμητικά σημειώματα που συνέλεξε ο Σωκράτης Κουγέας, και εκδόθηκαν στην «Πελοποννησιακή Πρωτοχρονιά» του 1958. Η μία απ' αυτές είναι ιδιαίτερα εύγλωττη: « Έτει από της ενσάρκου οικονομίας του Χριστού αχμ' εν μηνί Σεπτεμβρίω πέμπτη ημέρα δ (τετράδι) έγινεν ο εμπρησμός του μοναστηρίου μας Μεγάλου Σπηλαίου ώστε οπού δεν έμεινε λίθος επί λίθου ώρα πρώτη της νυκτός ηγουμενευόντος του πανοσιωτάτου αγίου καθηγουμένου κυρ Συμεών από χωρίον Βαλτζάς τουπίκλην Κροκίδας. Εκάμαμεν εις το τρανόν αμπέλι μήνες έξη εις το αχούρι εις τον Άγιον Νικόλαον τέσσερες με στενοχωρίαν μεγάλην. Εκάμαμεν εις το αμπέλι και εις τον Άγιον Νικόλαον όλους όλους μήνας ένδεκα εκάηκαν και δύο καλόγηροι, ων τα ονόματα Ρωμανός και ο άλλος Συμεών. Ο Ρωμανός από το Αγρίδι και ο Συμεών από του Ζερνέτα». Στο δεύτερο σημείωμα υπάρχει η επιπλέον πληροφορία ότι «ήσαν τότε Τούρκοι εβδομηνταδύο και επήραν όλο το χρυσίον»22. Τα πρόχειρα αυτά σημειώματα, συνήθως στα περιθώρια λειτουργικών και άλλων εκκλησιαστικών βιβλίων, ανήκουν σε συχνά ολιγογράμματους ιερείς, που με τον απλοϊκό τρόπο τους επιδεικνύουν μία σπάνια ιστορική συνείδηση, βοηθώντας σημαντικά την επιστήμη. Την τρομερή πυρκαγιά μνημονεύουν άλλα τρία ανάλογης απλότητας σημειώματα σε κώδικες της Μονής, που κατέγραψε ο Ν. Βέης23.
 Ο εμπρησμός, όπως βλέπουμε στις μαρτυρίες, δεν είχε μόνον τεράστιες υλικές ζημιές («δεν έμεινεν λίθος επί λίθου»), αλλά κόστισε και τη ζωή δύο μοναχών. Κατά τρόπο θαυμαστό δεν κάηκε η εικόνα της Θεοτόκου ελάχιστα αλλοιώθηκαν τα χρώματα. Η αδελφότητα, μέχρι να ξαναχτιστεί το μοναστήρι, βρήκε καταφύγιο σε πρόχειρες αγροτικές κατοικίες. Ωστόσο, είναι εντυπωσιακό το γεγονός ότι η Μονή ανοικοδομήθηκε «εκ βάθρων» μέσα σε τόσο μικρό χρονικό διάστημα (ένα περίπου έτος) και με δεδομένο ότι μέσα στον πύρινο χαλασμό δέχτηκε ληστρική επιδρομή από Τούρκους, οι οποίοι έκλεψαν «όλον το χρυσίον».
Πάντως, η ακριβής χρονολογία του εμπρησμού αποκαθίσταται από το πατριαρχικό γράμμα του 1639. Σ' αυτό ο πατριάρχης Παρθένιος αναφέρεται στην πυρκαγιά με τα εξής λόγια: «η μονή] εξ επηρείας του δαίμονος ανάλωμα γέγονε, των πατέρων προς τον τρυγητόν ενασχολουμένων αφανισθέντων δε πάντων των εν τω σκευοφυλακίω ιερών σκευών, χρυσών και αργυρών, και αμφίων, μόλις ηδυνήθησαν απαλλάξαι την της θεομήτορος εικόνα, την παρά του αγίου Λουκά ιστορηθείσαν οι παρευρεθέντες μοναχοί»24.
 Άλλη παραχρονολόγηση της πυρκαγιάς παραδίδει μία σημείωση σε κώδικα του Μεγάλου Σπηλαίου: «έτους ζρμη (7148), από Χριστού αχμε (1645): εις δ' Σεπτεμβρίου μηνός εκάη το Μέγα Σπήλαιο ώστε δεν έμεινε λίθος επί λίθος και τον Μάρτιον μήνα εβάναμε θεμέλιο...»25.
 Ένα άλλο έγγραφο, προερχόμενο αυτή τη φορά από τις τουρκικές αρχές, μας πληροφορεί για τις οικονομικές σχέσεις της Μονής με τον κατακτητή. Πρόκειται για μία απόφαση του σουλτάνου Μεχμέτ του Δ'. Οι πατέρες του είχαν παραπονεθεί ότι δέχονται ενοχλήσεις από τους φοροεισπράκτορες, σχετικά με το ποσό που όφειλε να καταβάλει η Μονή στις αρχές. Με την πυρκαγιά του 1639, που κατέστρεψε τη Μονή, χάθηκαν και τα φιρμάνια που όριζαν αυτό το ποσό σε 6.000 άσπρα ετησίως. Ο Σουλτάνος με το έγγραφο απαλλάσσει τη Μονή από οποιαδήποτε άλλη επιβάρυνση, επικυρώνοντας προηγούμενες αποφάσεις των τουρκικών αρχών. Το έγγραφο έχει χρονολογία 1090 (από Χριστού 1674)26.
 Ο ετήσιος αυτός φόρος, όπως μας πληροφορεί το τουρκικό μπεράτιον, καταβαλλόταν από το Μέγα Σπήλαιο «δια τα εν ταις επαρχίαις Καλαβρύτων, Βοστίτζης [Αιγίου], Παλαιών Πατρών, και Γαστούνης μετόχια του, και τα παρ' αυτού καλλιεργούμενα χωράφια, αμπέλια, λειβάδια, δένδρα και λοιπά κτήματα όντα υπό την εξουσία του», και αποτελεί έμμεση πληροφορία για την ακμαία οικονομική κατάστασή του.
ΙΙΙ. Βενετοκρατία
(1684-1714)
 Μετά από δύο περίπου αιώνες δουλείας στους Τούρκους, η Πελοπόννησος το 1684 περιήλθε στα χέρια των Ενετών. Οι ντόπιοι, εξαντλημένοι από το στυγνό καθεστώς των απίστων, βοήθησαν σημαντικά τους Ενετούς στην κατάληψη της ήδη λεηλατημένης χώρας. Ωστόσο, όπως είναι γνωστό, οι νέοι κατακτητές συναγωνίζονταν σε σκληρότητα τους προκατόχους τους.
Η Πελοπόννησος υπό των Ενετών χωρίστηκε σε τέσσερις διοικητικές επαρχίες: (α) Ρομανίας, (β) Αχαΐας, (γ) Μεσσηνίας και (δ) Λακωνίας. Η επαρχία Αχαΐας είχε πρωτεύουσα την Πάτρα και αποτελούνταν από τα θέματα της Βοστίτσας (Αιγίου), των Καλαβρύτων, της Γαστούνης και των Πατρών. Επικεφαλής των ενετικών δυνάμεων ήταν ο λεγόμενος Γενικός Προνοητής του βασιλείου του Μορέως (General Proveditor del regno della Morea), και έδρευε στο Ναύπλιο27.
 Ο λαός ήταν ήδη εξουθενωμένος από την εξουσία των Οθωμανών. Οι τελευταίοι, φεύγοντας ηττημένοι το 1687, κατέστρεψαν τη χώρα. Ο πληθυσμός είχε αποδεκατιστεί και επιπλέον μαστιζόταν από την ενσκήψασα πανώλη. Ο θεσμός των κοινοτήτων και αυτός υπολειτουργούσε: «μόνον εις τους ιερείς υπετάσσοντο όλοι ευλαβώς»28.
 Οι Ενετοί, αντί να προσπαθήσουν να ανακουφίσουν τη χώρα από την αθλιότητα, κατόρθωσαν να γίνουν ακόμη πιο μισητοί και από τους Τούρκους στους υποτελείς αυτόχθονες. Η αντιπάθεια των πελοποννησίων οφειλόταν κατ' εξοχήν στην εκκλησιαστική πολιτική των Ενετών. Οι ορθόδοξοι αντιμετωπίζονταν από τους νέους κατακτητές ως σχισματικοί που έπρεπε να επιστρέψουν στη Λατινική Εκκλησία. Είναι χαρακτηριστική επί του προκειμένου η προτροπή του λατίνου κληρικού Paolo Sarpi προς τους ομόδοξους συμπατριώτες του: «Οι Έλληνες είναι άπιστοι και έπειτα από ολίγον θα επανέλθουν ακόπως εις τον ζυγόν των Τούρκων μεταχειρισθήτε αυτούς όπως τα άγρια ζώα, εκριζώνοντας τους οδόντας και τους όνυχας, εξευτελίζοντες αυτούς, προπάντων δε αφαιρούντες παν όργανον πολεμικόν. Άρτος και ράβδος, ιδού τι τους αρμόζει. Ας φυλάξωμεν την ευσπλαγχνία μας δια καλλιτέραν περίστασιν».
Ο αντιδυτικισμός μίας μεγάλης μερίδας του Γένους, συμπεριλαμβανομένης συχνά και της Εκκλησίας, δεν συνιστούσε μία a pri ori αρνητική και μισαλλόδοξη στάση ενώπιον των δυτικών δυνάμεων, και κυρίως του παπισμού. Προϋπέθετε τη γνώση των δεινών που συνεπέφερε η φραγκική κατάκτηση της Ανατολής και τη ρεαλιστική εκτίμηση των συνεπειών της. Οι Ρωμηοί, υπό την κυριαρχία των Δυτικών (Φράγκων η Ενετών) κινδύνευαν να χάσουν την πνευματική ταυτότητά τους, κάτι που ήταν ο κύριος στόχος των διαφόρων επιδρομέων δυτικής προέλευσης στον ανατολικό χώρο. Αυτό που βάραινε περισσότερο στη ρωμαίικη συνείδηση δεν ήταν τόσο η σωματική -κατ' επίφασιν- ελευθερία όσο η πνευματική, νοουμένη στα πλαίσια της παράδοσης ως ακεραιότητα ορθοδοξίας (και κατ' επέκτασιν ορθοπραξίας, πορείας προς την αγιότητα). Το τουρκοκρατούμενο Γένος ήταν εμποτισμένο μ' αυτήν τη συνείδηση, όπως του υπαγόρευε η ιστορική του μνήμη, και όπως οι μεγάλοι εκκλησιαστικοί κήρυκες της Τουρκοκρατίας φρόντιζαν να του υπενθυμίζουν. Είναι χαρακτηριστική επί του προκειμένου η ρήση του πατρο-Κοσμά του Αιτωλού: « Ήξερεν ο Θεός, πως τα άλλα ρηγάτα μας βλάπτουν εις την πίστιν και ο Τούρκος δεν μας βλάπτει. Άσπρα δώσ' του και καβαλλίκευσε τον από το κεφάλι. Και δια να μη κολασθούμεν, το έδωσε του Τούρκου και τον έχει ο Θεός τον Τούρκον ωσάν σκύλον να μας φυλάη...». Το Γένος γνώριζε ότι την ορθόδοξη ταυτότητά του (που σήμαινε όχι απλώς μία ιδεολογικοποιημένη εκδοχή του δόγματος, όπως εν πολλοίς σήμερα, αλλά έναν τρόπο υπάρξεως) «δεν την απειλούσαν οι Οθωμανοί τόσο όσο οι Φράγκοι»29.
 Στην Πελοπόννησο, επί Ενετών, ιδρύθηκαν τέσσερις λατινικές επισκοπές. Στόχος των κατακτητών ήταν κυρίως να εξαλείψουν η τουλάχιστον να περιορίσουν τις σχέσεις των ντόπιων εκκλησιαστικών αρχών με τη φυσική τους μήτρα, το Πατριαρχείο της Κωνσταντινούπολης. Γνώριζαν ότι ο Οικουμενικός Πατριάρχης δεν ήταν μόνο ο θρησκευτικός αλλά -από την Άλωση και εξής- και ο πολιτικός ηγέτης των ορθοδόξων: καθ' όλη τη διάρκεια της υποτέλειας των Ρωμηών στους διάφορους κατακτητές, η Ορθοδοξία ήταν αυτή που διατηρούσε ζωντανή τη Μεγάλη Ιδέα της ανασύστασης της αυτοκρατορίας και ενδυνάμωνε τον αγώνα τους. Γι αυτό, οι Ενετοί πάσχισαν να αποκόψουν την τοπική Εκκλησία από το Οικουμενικό Πατριαρχείο. Την ίδια τακτική ακολούθησαν και στα Ιόνια Νησιά30.
 Είναι ευνόητος ο ρόλος που διαδραμάτιζε το Μέγα Σπήλαιο αυτή την κρίσιμη περίοδο του ελληνισμού, κάτω από το αλλόδοξο καθεστώς των Ενετών. Ο χειμαζόμενος λαός έβρισκε στο υποβλητικό μοναστήρι ένα σύμβολο των οραμάτων του και μία δικαίωση των ελπίδων του. Απ' αυτό αντλούσε δύναμη, για να μη φραγκεύσει, μόνιμο μέλημα του υποτελούς Ρωμηού, παρά τις αντίθετες προσδοκίες και προσπάθειες των «χριστιανών» κατακτητών31.
 Από οικονομικής απόψεως το Μέγα Σπήλαιο δεν πρέπει να αντιμετώπισε σοβαρά προβλήματα αυτή την εποχή. Από έμμεσες μαρτυρίες ενός εγγράφου των βενετικών αρχών, που θα εξετάσουμε εκτενέστερα πιο κάτω, πληροφορούμαστε ότι το μοναστήρι είχε μία αξιόλογη οικονομική επιφάνεια, οφειλόμενη κυρίως στην κτηνοτροφία, τη γεωργία αλλά και την ιχθυοκαλλιέργεια, δυνατότητες ανάπτυξης που παρείχαν στους μοναχούς οι μεγάλες εκτάσεις των κτημάτων και των μετοχίων της Μονής. Μάλιστα, επανειλημμένως η περιουσία της Μονής έγινε στόχος ληστρικών επιθέσεων (βλ. παρακάτω).
Διοικητικά το μοναστήρι διατηρεί την αυτοτέλειά του, αν και τις σχέσεις του με τις αρχές φωτίζουν περισσότερο δύο έγγραφα, που εξετάζουμε αμέσως.
Πρόκειται για δύο έγγραφα που δημοσιεύει πρώτος ο Οικονόμος στο Επίμετρον του Κτιτορικού του. Αποτελούν διατάγματα της βενετικής εξουσίας της Πελοποννήσου και μας παρέχουν πληροφορίες για την κατάσταση του μοναστηριού εκείνη την εποχή. Η Μονή κατά την Ενετοκρατία πρέπει να ανήκε -γεωγραφικά- στην Επισκοπή Κερνίτσης. Από επιγραφή του Μ. Σπηλαίου πληροφορούμαστε ότι το 1510 Επίσκοπος Κερνίτσης ήταν κάποιος Ιωάννης32.
 Το πρώτο των εγγράφων υπογράφει ο Αντώνιος Ζήνος, Γενικός Διοικητής των στρατευμάτων της Γαληνοτάτης, στις 5 Σεπτεμβρίου του 169333. Σύμφωνα με το έγγραφο αυτό, το μοναστήρι όφειλε να καταβάλει στις βενετικές αρχές 200 ρεάλια ετησίως, ως φόρο για τη μεγάλη κτηματική περιουσία του.
Το δεύτερο έγγραφο υπογράφει στις 13 Ιουλίου του 1713 ο Ιωάννης Φράγκης «χάριτι θεία ηγεμών των Βενετών». Σύμφωνα μ αυτό, οι αρχές αναλαμβάνουν να προφυλάξουν τη Μονή από τις διάφορες ληστρικές επιδρομές που γίνονται εις βάρος της. Συγκεκριμένα, κατόπιν σχετικής αιτήσεως των μεγαλοσπηλαιωτών, εξαγγέλλονται ποινές εναντίον αυτών που θα συλληφθούν να προκαλούν φθοροποιές ζημιές κυρίως στην κτηματική περιουσία της Μονής. Το έγγραφο είναι σημαντικό γιατί μας γνωστοποιεί την οικονομική ευρωστία της Μονής εκείνη την εποχή, καθώς απαριθμεί τις ζημιές που προκαλούσαν οι κακοποιοί: Έκοβαν τα δέντρα από τα δασώδη κτήματα, έμπαιναν στα διάφορα βοσκοτόπια της Μονής προκαλώντας μεγάλες ζημιές, έκλεβαν τα γεννήματα της καλλιεργημένης γης και έβλαπταν την κτηνοτροφία. Είναι αξιοπρόσεκτη η αναφορά στο ιχθυοτροφείο που διατηρούσε η Μονή σ' ένα από τα πολλά μετόχια της. Οι δράστες σύμφωνα με την απόφαση των αρχών όφειλαν να δίνουν χρηματική αποζημίωση στο μοναστήρι ανάλογη με τις βλάβες που είχαν προξενήσει και σε περίπτωση που ήταν άποροι προβλεπόταν ξυλοδαρμός και εξορία.
Το 1705 μνημονεύεται η τρίτη προσπάθεια από πλευράς Δυτικών να σφετεριστούν την εικόνα της Θεοτόκου34. Συγκεκριμένα, αυτό το έτος ο ενετός προβλεπτής Ιωάννης Συλβέστρου Τζαννής θέλησε να οικειοποιηθεί το πιο πολύτιμο κειμήλιο της Μονής. Οι μοναχοί βέβαια προσπάθησαν να τον αποτρέψουν, αλλά εκείνος, επανειλημμένως ερχόμενος στο μοναστήρι, τελικά στις 17 του μηνός Αυγούστου πήρε την εικόνα. Την επομένη όμως επέστρεψε, αναγνωρίζοντας την αμαρτία του και ζητώντας από τους πατέρες να επιτρέψουν την ταφή στο μοναστήρι της γυναίκας του Αντωνίνας, η οποία μόλις είχε πεθάνει35.
ΙV. Δεύτερη Τουρκοκρατία
(1715-1821)
1. Μέχρι το 1770
Οι Τούρκοι μετά τη νίκη τους επί του Μ. Πέτρου το 1711 αισθάνονται έτοιμοι να επιτεθούν στους Ενετούς. Πράγματι, το 1715 εκστρατεύουν εναντίον της Πελοποννήσου. Οι Ενετοί, συνεπικουρούμενοι από τους ντόπιους Έλληνες δεν μπορούν να τους αναχαιτίσουν: Ο Αλή Πασάς μετά από εχθροπραξίες που διήρκεσαν από τον Ιούνιο ως το Σεπτέμβριο του ίδιου έτους εισέβαλε στην Κόρινθο και κατόπιν κατέλαβε διαδοχικά το Ναύπλιο, το Ρίο, την Πάτρα, ενώ άλλες τουρκικές δυνάμεις κατευθύνονταν προς την Τριπολιτσά, το Μυστρά και τη Μάνη. Οι Τούρκοι γιόρταζαν την ανακατάληψη της Πελοποννήσου και την εκδίωξη των Ενετών36.
Ο Ν. Βέης αποθησαύρισε ένα σημείωμα από κώδικα της Μονής, σχετικά με την οριστική κατάληψη της Πελοποννήσου από τους Τούρκους: «[ Έτος 1715 Ιουνίου-17 ημερ(ρα) δ' /-ήρθαν οι Τούρκοι στ(ην) Κόρινθω / κ(αι) επερήλαβον των Μορέα / σε δίω μοίνες κ(αι) τα εξής»37.
Η υποδοχή των νέων κατακτητών από τους μεγαλοσπηλαιώτες μοναχούς συνδέεται με ένα υπερφυσικό γεγονός. Κατά τον Οικονόμο, οι μοναχοί πληροφορήθηκαν την έλευση των Τούρκων και προειδοποιήθηκαν για τον επικείμενο κίνδυνο από τη μόνιμη προστάτιδά τους Παναγία. Τις παραμονές της τουρκικής εισβολής, η Θεοτόκος παρουσιάστηκε στο όνειρο κάποιου ενάρετου μοναχού, του προηγουμένου Γρηγορίου, «κελεύουσα, ίνα φθάσαντες προλάβωσι τον κίνδυνον»38. Ταυτόχρονα στο Μέγα Σπήλαιο έφθασαν μοναχοί από την Ι. Μονή Ταξιαρχών καθώς και ο Παΐσιος Κροντηράς από τη Μονή της Αγίας Τριάδας στη Στρέντζοβα. Όλοι μαζί με πρωτοβουλία του τότε ηγουμένου του Μεγάλου Σπηλαίου Ιωάσαφ έσπευσαν να προϋπαντήσουν τους νέους κατακτητές. Ανεξάρτητα από την ιστορική υπόσταση της υπερφυσικής προειδοποίησης των μοναχών, η πράξη τους αυτή εξευμένισε τους εισβολείς και εξασφάλισε στα μοναστήρια μία θετική στάση των Τούρκων απέναντί τους.
Εκτός από τα μοναστήρια που αναφέραμε, υπάρχουν μαρτυρίες ότι εκούσια υποταγή δήλωσαν και αντιπρόσωποι των Μονών του Γηροκομιού και του Ομπλού της Αχαΐας. Οι Τούρκοι, ως αντάλλαγμα για την αναγνώρισή τους ως κυριάρχων, αντιπροσέφεραν στις μονές την αναγνώριση της κυριότητας επί των γαιών τους39. Πολλά χρόνια μετά την εισβολή οι Τούρκοι δεν είχαν λησμονήσει αυτό το γεγονός, όπως φαίνεται σε τουρκικό μπεράτι του 1803: «οι καλογήροι του κατά την εν Πελοποννήσω επαρχίαν Καλαβρύτων κειμένου μοναστηρίου Μέγα Σπήλαιον εν καιρώ της αλώσεως της χερσονήσου απεδέχθησαν προ πάντων την υποταγήν...»40.
Τα γεγονότα που σηματοδοτούν την πορεία της Μονής μέχρι τον ξεσηκωμό των Ορλωφικών μας γνωστοποιούν κάποια πρόχειρα ενθυμητικά σημειώματα, ευρισκόμενα σε περιθώρια κωδίκων της.
Το έτος 1715 Τούρκοι εισέβαλαν στο μοναστήρι, με σκοπό να τιμωρήσουν παραδειγματικά δύο μοναχούς που σύμφωνα με πληροφορίες είχαν φυγαδεύσει είκοσι κεφαλλονίτες πειρατές. Οι πειρατές αυτοί, αφού «εκούρσευσαν» τη Ρούμελη, είχαν περάσει στο Μοριά. Οι Τούρκοι, καταδιώκοντάς τους χωρίς αποτέλεσμα, έφθασαν στο Μέγα Σπήλαιο, όπου βρήκαν μόνο δύο ιερομόναχους, τον πατέρα Σωφρόνιο από το χωριό Κάτω Ποταμιά και τον πατέρα Παρθένιο από το χωριό Σκλάβαινα. Ο τούρκος επικεφαλής ταγματάρχης Τσιλιμίγκρας, αφού τους συνέλαβε, θέλησε να τους καρατομήσει. Εκείνοι σκυμμένοι καρτερικά περίμεναν το τέλος τους, όταν κατά θαυματουργικό τρόπο το σπαθί του δημίου κομματιάστηκε. Οι Τούρκοι τρομοκρατημένοι έσπευσαν να εγκαταλείψουν τη Μονή. Οι πατέρες τοποθέτησαν το σπαθί ενώπιόν της εικόνας της Θεοτόκου, «εις μαρτυρίαν του θαύματος». Το σημείωμα αυτό ανήκει στον ηγούμενο Ιωνά, ο οποίος το προλογίζει με τα παρακάτω λόγια: «1754, Σεπτεμβρίου 22: εύρηκα το κατωθεν θαύμα γεγραμμένον εις ένα παλαιόν βιβλίον και το αντέγραψα εδώ να βρίσκεται εις δόξαν της Υπεραγίας ημώνμων Θεοτόκου»41.
Ο ίδιος ηγούμενος στις 30 Νοεμβρίου του 1754 μνημονεύει μία επιστολή του Παλαιών Πατρών Γερμανού42. Επρόκειτο για την ανάκληση ενός επιτιμίου που είχε επιβληθεί στη Μονή αναφορικά με τα χωράφια της στο Παλαιοκαστρο43.
Και για το 1759 υπάρχει μία σύντομη σημείωση αλλά ιστορικά προβληματική: «1759. Τον Απρίλιον εσκότωσεν ο Χαμιτζη-Πασάς τον Λακεδαιμονίας Ανανίαν μέσα εις την Μητρόπολιν, άνθρωπον θαυμαστόν λόγω τε και έργω και την τρίτην ημέραν εκρέμασε και τον δραγουμάνον ως φίλον εκείνου»44. Όπως σχολιάζει και ο εκδότης του Σ. Κουγέας, στο εν λόγω σημείωμα υπάρχει λάθος χρονολόγηση: Ο Λακεδαιμονίας Ανανίας μαρτύρησε στο Μυστρά το 1767. Τα άλλα σημειώματα αυτής της εποχής είναι ήσσονος σημασίας45.
Από πολύ νωρίς, όπως είδαμε, το μοναστήρι ήταν προικισμένο με προνόμια που του εξασφάλιζαν μία αυτοτέλεια έναντι τόσο των εκκλησιαστικών όσο και των πολιτικών αρχών. Αυτά τα προνόμια κατά καιρούς ανανεώνονταν.
Τη «νομική» υπόσταση της Μονής αυτή την εποχή φωτίζουν ένια έγγραφα, που δημοσιεύει πρώτος ο Οικονόμος. Ξεκινούμε με δύο αποφάσεις της τουρκικής ηγεσίας.
Ο σουλτάνος Αχμέτ ο Γ', το 1724, δηλαδή εννέα χρόνια μετά την ανακατάληψη της Πελοποννήσου από τους Τούρκους, με απόφασή του καθορίζει τον ετήσιο φόρο που όφειλε η Μονή να καταβάλει στο δημόσιο (Μιριμακτού). Ο φόρος αυτός ανέρχεται σε 15.000 άσπρα. Οι πατέρες του Μ. Σπηλαίου, όπως είχαν κάνει κατά την πρώτη τουρκοκρατία, έτσι και τώρα ζήτησαν από το Σουλτάνο προστασία έναντι των τούρκων οικονομικών υπαλλήλων, που τους ζητούσαν επιπλέον εισφορές για την περιουσία τους. Εξάλλου, ο σουλτάνος Σελίμ ο Γ' σε έγγραφό του 1803 αναβιβάζει τον ετήσιο φόρο της Μονής σε 35.000 άσπρα, παρέχοντας ταυτόχρονα δια της ηγετικής του αυθεντίας εγγυήσεις στους μοναχούς ότι δεν έχουν καμιά άλλη οικονομική υποχρέωση έναντί του τουρκικού δημοσίου46.
Ας δούμε όμως και την αντίστοιχη νομοκανονική υπόσταση της μονής, όπως παρουσιάζεται μέσα από δύο σιγιλλιώδη γράμματα του αιχμάλωτου Πατριαρχείου.
Το Μάρτιο του 1741 ο πατριάρχης Παΐσιος, στο διάστημα της δεύτερης πατριαρχίας του (1740-1743)47, ανανεώνει τα γνωστά προνόμια στο μοναστήρι. Το γράμμα αυτό παρουσιάζει διπλό ιστορικό ενδιαφέρον, γιατί κάνει εκτενή αναφορά στα μετόχια που εκείνη την εποχή διέθετε το Μέγα Σπήλαιο48.
Λίγο αργότερα, τον Ιούλιο του 1786, ο πατριάρχης Προκόπιος (1785-1789) επικυρώνοντας τα γνωστά προνόμια, αναφέρεται στο μοναστήρι του Αγ. Δημητρίου στη νήσον Αντιγόνου της Επαρχίας Χαλκηδόνος, το οποίο κατά την επιθυμία των κτητόρων του προσαρτάται στην πνευματική και διοικητική κηδεμονία του μεγάλου Σπηλαίου, αναγνωριζόμενο στο εξής ως ένα μετόχι του49. Η μονή του Αγίου Δημητρίου όφειλε να καταβάλλει «καθ' έκαστον έτος δεκαέξ γρόσια, λόγω ενοριακής υποταγής τω ιερωτάτω μητροπολίτη Χαλκηδόνος υπερτίμω και εξάρχω πάσης Βιθυνίας... Παρθενίω»50 και να μνημονεύει κατά τις ακολουθίες το όνομα του ίδιου ιεράρχη. Την επισκευή και «τον καλλωπισμόν» του χρεωκοπημένου μοναστηριού ανέλαβε ο ηγούμενος του Μεγάλου Σπηλαίου Βησσαρίων, που τότε βρισκόταν στην Κωνσταντινούπολη.
Το Φεβρουάριο του 1769 και τον Ιούνιο του 1784 οι βοεβόδες Ιωάννης Γρηγόριος Αλεξάνδρου51 και Ιωάννης Μιχαήλ Κωνσταντίνου Σούτζος52, αντίστοιχα, με χρυσοβουλλα καθιστούν τη Μονή της Κοιμήσεως της Θεοτόκου που βρισκόταν στο Βλαχ-Σεράι της Κωνσταντινούπολης αφιέρωμα στο Μ. Σπήλαιο. Το μοναστήρι ανήκε στη Βλαχία και οι ηγεμόνες της, βλέποντας το εγκαταλελειμμένο, αποφάσισαν να εμπιστευθούν την πνευματική και διοικητική κηδεμονία του στην επιφανή Μονή της Πελοποννήσου.
Στο δεύτερο χρυσοβουλλο καθορίζονται ακριβέστερα οι οικονομικές επιβαρύνσεις που αναλαμβάνει η ηγουμενία της Μονής για την εύρυθμη λειτουργία της εκκλησίας, καθώς και για άλλες φιλανθρωπικές δραστηριότητες στην Πόλη. Επιπλέον, οι ηγούμενοι και ιερείς του Βλαχ-Σαραγιού όφειλαν να δέονται «υπέρ ειρήνης και καλής καταστάσεως και αφθόνου καρποφορίας και σωτηρίας του ορθοδόξου πληρώματος του τόπου της Βλαχίας»53.
Εξάλλου, ο βοεβόδας Ουγγροβλαχίας Ιωάννης Γεωργίου Καρατσάς το 1814 αποφασίζει με χρυσοβουλλο να δίνεται ετήσια οικονομική ενίσχυση στο μοναστήρι του Αγίου Γεωργίου στο νησί του Αντιγόνου54.
Σε σιγιλλιώδη γράμματά τους οι οικουμενικοί πατριάρχες Νεόφυτος Ζ'55 και Γρηγόριος Ε'56 ανανεώνουν τα ίδια προνόμια αυτοτέλειας του Μεγάλου Σπηλαίου, τον Ιανουάριο του 1792 και το Φεβρουάριο του 1798 αντίστοιχα.
Μέχρι τη στιγμή αυτή το Μέγα Σπήλαιο φαίνεται να ακολουθεί τη λεγόμενη πολιτική της συνύπαρξης με τους κατακτητές. Αυτή την πολιτική εγκαινίασε για την Εκκλησία ήδη από την Άλωση ο πρώτος πατριάρχης του αιχμάλωτου Οικουμενικού Πατριαρχείου ησυχαστής Γεννάδιος Σχολάριος. Σύμφωνα με αυτή τη στάση, πρώτο μέλημα ήταν η ειρηνική συμβίωση των δυνάμεων του Γένους με τους κατακτητές. Βέβαια, μακροπρόθεσμος αλλά σταθερός προσανατολισμός αυτής της πολιτικής του συμβιβασμού ήταν η βαθμιαία και αναίμακτη αντικατάσταση της εξουσίας των κατακτητών από τις δυνάμεις του Γένους57. Η επιλογή δυναμικότερων τρόπων αντίστασης εξαρτιόταν από την ύπαρξη κατάλληλων προϋποθέσεων, τόσο σε επίπεδο κοινωνικοπολιτικό (ελευθερία κινήσεων, οργάνωση, οικονομική δύναμη) όσο και στο επίπεδό του φρονήματος (ωρίμανση του αιτήματος για ελευθερία, αυτοπεποίθηση).
Τέτοιες προϋποθέσεις φαίνεται να ωριμάζουν προοδευτικά κατά τον ΙΗ' αι., έναν αιώνα που χαρακτηρίζεται από μία γενικότερη αναβάθμιση του τουρκοκρατούμενου ελληνισμού καθώς και έναν γενικότερο επαναστατικό αναβρασμό σ' όλη την έκταση της επικράτειας. Η Οθωμανική Αυτοκρατορία άρχισε ήδη να παρουσιάζει συμπτώματα ιστορικής κοπώσεως, ενώ παράλληλα οι Έλληνες αποκτούσαν προοδευτικά συνείδηση της πολιτικής ενότητάς τους στο Οθωμανικό Κράτος, ανέπτυσσαν διάφορες οικονομικές δραστηριότητες, ώστε να ανεβάσουν το βιοτικό τους επίπεδο και, ίσως το σπουδαιότερο, άρχισαν να καλλιεργούν συστηματικά τα γράμματα. Αυτή η πολυσχιδής ανάληψη των δυνάμεων του Ελληνισμού θα θέσει τις βάσεις για τις επαναστατικές ζυμώσεις του ΙΘ' αι.
Όσον αφορά την Πελοπόννησο, είναι γνωστό ότι η τουρκοκρατία αυτή την εποχή δεν ήταν τόσο καταθλιπτική για τους ντόπιους. Οι Έλληνες, όπως γίνεται σ' ολόκληρη την έκταση της αυτοκρατορίας, αναπτύσσουν την οικονομία, το εμπόριο και την παιδεία. Οι Τούρκοι συμβιώνοντας ειρηνικά για μεγάλο χρονικό διάστημα με τους Ρωμηούς, είχαν κατά κάποιο τρόπο εξημερωθεί και, όπως σημειώνει ο Τ. Γριτσόπουλος, «οι Πελοποννήσιοι δοκιμάσαντες προσφάτως τους χριστιανούς κυριάρχους κατέληγαν ήδη να προτιμούν τους μωαμεθανούς, διότι οι τελευταίοι καταργήσαντες το παιδομάζωμα, περιορίσαντες τας αυθαιρεσίας και παρέχοντες την ανοχήν των εις την άσκησιν του εμπορίου, των τεχνών και των επαγγελμάτων, μη ενοχλούντες δε τους χριστιανούς υπόδουλους εις την τέλεσιν των θρησκευτικών των καθηκόντων, καθίσταντο ολιγώτερον αντιπαθείς...»58.
Στη γενικότερη πνευματική ανάπτυξη του λαού σημαντικό ρόλο φαίνεται να έπαιξε και ο κλήρος. Μολονότι γίνεται συχνά λόγος για τις αδυναμίες του λεγόμενου «ανώτερου» κλήρου, του προσηλωμένου κάποτε στα υλικά αγαθά59, οι απλοί εφημέριοι αποτέλεσαν τους βασικούς πυρήνες για τη λειτουργία των κοινοτήτων, θεσμό πολύτιμο για τη συνοχή και την οργάνωση των υποδούλων. Εξάλλου, όπως συνέβαινε πάντοτε, η Εκκλησία είχε αναλάβει και τη μορφωτική αναβάθμιση των πιστών. Πολλά μοναστικά κέντρα της περιοχής λειτουργούσαν σαν εκπαιδευτήρια οι μοναχοί, εκτός από το Ψαλτήρι, μάθαιναν στους μικρούς ραγιάδες να συλλαβίζουν το όραμα της ελευθερίας.
Μέσα σ' αυτό το αναγεννητικό για τους Έλληνες κλίμα του 18ου αι. ωρίμασαν οι ελπίδες για μία δυναμική εξέγερση των υποδούλων εναντίον του άπιστου κατακτητή, ελπίδες που οδήγησαν στην επανάσταση του 1770.
2. Τα Ορλωφικά
Οι υπόδουλοι Έλληνες από πάντα στήριζαν τις ελπίδες τους για την αποτίναξη του τουρκικού ζυγού στη βοήθεια του ξανθού γένους. Πέρα από τις ανιστόρητες φιλοδοξίες των Ρώσων περί Μόσχας ως τρίτης Ρώμης μετά την πτώση της Κωνσταντινούπολης60, η ορθόδοξη δύναμη του Βορρά παρέμενε στη ρωμαίικη συνείδηση η μόνη που θα μπορούσε να κατατροπώσει τους άπιστους και να ανασυστήσει την Αυτοκρατορία του Βυζαντίου. Στη λαϊκή χρησμολογική γραμματεία της Τουρκοκρατίας, που συχνά είχε σαφείς πολιτικές αιχμές, αφθονούν οι αναφορές σε μία λυτρωτική επέμβαση που θα προέλθει από το ξανθό γένος61.
Οι πολιτικές βλέψεις των Ρώσων για αποδυνάμωση της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας με ίδια οφέλη συνέπεσαν με τους πόθους των Ελλήνων για ελευθερία. Έτσι, παρά τη διαφορετική στοχοθεσία, υπήρχε ένας κοινός δρόμος για τους δύο ορθόδοξους λαούς, ένας δρόμος όμως που οδήγησε σε τραγικά αποτελέσματα, ειδικά για το εξ αρχής απροετοίμαστο και αδύνατο μέρος των Ελλήνων.
Είναι γνωστά τα πολιτικά γεγονότα που προηγήθηκαν της εξέγερσης και οι διπλωματικές κινήσεις των τριών ευφάνταστων αδελφών Ορλώφ, που μαζί με τον φλογερό κήρυκα της επανάστασης Γεώργιο Παπαζώλη ξεσήκωσαν ολόκληρο σχεδόν το χριστιανικό πληθυσμό της αυτοκρατορίας. Δεν πρόκειται όμως να επεκταθούμε σε λεπτομέρειες62. Μας ενδιαφέρει περισσότερο η εξέλιξη των πολεμικών επιχειρήσεων στη ΒΔ Πελοπόννησο, στην οποία εμπλέκεται, και μάλιστα ενεργά, το Μέγα Σπήλαιο.
Στη ΒΔ Πελοπόννησο, λοιπόν, μόλις μαθεύτηκε η άφιξη των συμμαχικών δυνάμεων, ο μητροπολίτης Παλαιών Πατρών Παρθένιος συγκάλεσε σύναξη στη Βοστίτσα, σε συνεργασία με τους τοπικούς παράγοντες Γκολφίνο Λόντο, Άγγελο Μελετόπουλο και Ιωάννη Πούλο. Αμέσως αποφασίστηκε η συμμετοχή στην εξέγερση. Ένα στρατιωτικό σώμα εξεστράτευσε εναντίον των Καλαβρύτων στις 9 Απριλίου 1770.
Οι μοναχοί του Μεγάλου Σπηλαίου με επικεφαλής τον ηγούμενο Ζαχαρία, όταν δόθηκε το σύνθημα της ένοπλης εξέγερσης, ανταποκρίθηκαν με ενθουσιασμό. Άλλοι από αυτούς προθυμοποιήθηκαν να συμμετάσχουν προσωπικά στις επιχειρήσεις και άλλοι να πείσουν τους αναποφάσιστους63. Ωστόσο, ο ενθουσιασμός των επαναστατικών συνθημάτων δεν τους εμπόδισε να δράσουν φιλάνθρωπα: Κατά την πολιορκία των Καλαβρύτων οι μεγαλοσπηλαιώτες φρόντισαν να προστατέψουν τις άμαχες τουρκικές οικογένειες που βρίσκονταν μέσα στην πόλη. Τους φιλοξένησαν στο μοναστήρι και, αφού περιέθαλψαν τους κακώς πάσχοντες, τους βοήθησαν να φτάσουν στη θάλασσα για να περάσουν στο Χρυσό της Αμφισσας64. Οι μοναχοί για τη φρόνιμη αυτή πράξη τους ανταμείφθηκαν αργότερα.
Μετά την οικτρή αποτυχία της επανάστασης ακολούθησαν οι φρικαλεότητες των Τουρκαλβανών, που έσπειραν τον τρόμο σ' ολόκληρη την επαρχία. Ο επικεφαλής των εισβολέων, ενθυμούμενος την ευεργεσία των μοναχών, έστειλε φρουρούς στο μοναστήρι, για να το προστατεύσουν από τις ληστρικές επιδρομές των απάνθρωπων αρβανίτικων ορδών. Τότε, οι μεγαλοσπηλαιώτες βγήκαν από το μοναστήρι και επισκέφτηκαν το τουρκικό στρατόπεδο, όπου «κατόρθωσαν ου μόνον ν' απαλλάξωσιν την όλην επαρχίαν και πολύ της λοιπής Αρκαδίας και Αχαΐας από της καταστροφής, αλλά και να λυτρώσωσιν εκ του θανάτου και της εξοντώσεως πλείστους των αιχμαλώτων...»65.
Παρότι το Μέγα Σπήλαιο δεν λεηλατήθηκε μήτε δηώθηκε, δύο σημειώματα σε κώδικες της μονής μας περιγράφουν στην ακατέργαστη απλότητά τους την κατάσταση που ακολούθησε την αποτυχία της εξέγερσης. Τα αντιγράφουμε όπως δημοσιεύτηκαν από τον Σ. Κουγέα: «1768. Έτει από κτίσεως κόσμου 7276 και από ενσάρκου οικονομίας του Κυρίου ημών Ιησού Χριστού 1768 ινδικτίωνος α' έγινεν η αρχή του φοβερού πολέμου των δύο μεγάλων βασιλείων της Ρωσσίας και των Οθωμανών, οπού τοιούτος πόλεμος ούτε εις αυτάς τας δύο βασιλείας εστάθη, ούτε εις άλλας καθώς ευρίσκεται περί τούτου εις άλλα υπομνήματα γραμμένον εις πλάτος, όμως εγώ δια τούτο μόνον γράφω, ότι ερχόμενης της ρουσσικής αρμάτας από το μέρος του Ωκεανού ήλθεν εις το Αρτζιπέλαγον της λεγομένης Άσπρης θαλάσσης, και ελθούσης εις την Κορώνην και εις τους Αναβαρινούς, επερίλαβε το Νεοκάστρον, και αφού εστάθη μέσα εκείνος όπου το έλαβεν όστις ήτον ο Πέτρος Δολγορούκης, ήλθεν και ο πληρεξούσιος εις όλας τας προσταγάς Αλέξιος Οριλώφ και εισβαίνοντας εις το Νιόκαστρον και εβγήκεν εις απάντησιν εκείνης, εκείνη δε φοβηθείσα εκ του κυρ Αλεξίου εγύρισεν οπίσω και φεύγουσα και ο κυρ Αλέξιος την πήρε κατόπιν κυνηγώντας με τα εδικά του καράβια έως όπου επήγεν εις ένα λιμένα κατά το μέρος της Ανατολής αντίκρυ της νήσου Χίου και εκεί αποκλείοντας την, την έκαυσεν όλη εξ ολοκλήρου εις τον λιμένα μέσα, όστις ονομάζεται τουρκιστί Κεσιμές. Έπειτα γύρισεν ο ρηθείς κυρ Αλέξιος και επήρεν όλα τα νησιά της Άσπρης Θαλάσσης, έξω από την Χίον, Κρήτην, Κύπρον, Ρόδον και Μυτιλήνην, έκαμε μερικήν ζημίαν με το να του αντιστάθηκαν, αμή δεν εμπήκε μέσα να εξουσιάση ωσάν εις τα επίλοιπα όλα νησιά. Επήγεν και έως εις το Μπρούτι και εις την Δαμασκόν. Αυτοί βλέποντες εις τον Μωρέαν οι ενκάτοικοι και νομίσαντες ότι έχει γνώμη η Ρωσσία να πάρη τον Μωρέα, δεν επρόσμεναν να ιδούν τον σκοπόν του πληρεξουσίου κυρ Αλέξιου Οριλώφ, αλλά επρόλαβαν και εσήκωσαν άρματα εις διωγμόν των Τούρκων, θαρρούντες να εξουσιάσουν τον Μωρέαν μόνοι τους (αλλοίμονον). Ο κυρ Αλέξιος και εκοίταξε τον σκοπόν και τας προσταγάς της βασιλείας του και οι Μωραΐται εμωράνθησαν και έδιωκναν τους Τούρκους χωρίς καμμίαν δύναμιν βασιλικήν η προσταγήν, και όσο μόνον όπου εφάνηκαν αποστάται και εναντίον της οθωμανικής βασιλείας όπου τους ώριζεν και ξάφνου και ανέλπιστα δια βασιλικής προσταγής ήλθεν από την Αρβανιτιάν άμετρον πλήθος Αρβανιτών και ετότε οι μεν Μωραΐται έφυγαν κατά τα νησιά του Βενετσάνου γυμνοί και τετραχηλισμένοι, πεινασμένοι και ξυπόλητοι (όσοι επρόφθασαν δηλαδή), οι δε περισσότεροι έμειναν μέσα εις τον Μωρέαν, οι δε Αρβανίτες ήλθαν όχι ως άνθρωποι, αλλά ωσάν θηρία, η σαν μία φωτιά και ωσάν ποταμός και την αιματοχυσίαν όπου έκαμαν εις τους ευρεθέντας ταλαίπωρους χριστιανούς του Μωρέως και ταις σκλαβιές, νους ανθρώπινος αδυνατεί να τους λογαριάση όπου και όλον τον Μωρέαν τον έγδυσαν εξ ολοκλήρου τις δε εκκλησίαις και μοναστήρια όπου έκαυσαν μετριμόν δεν έχουν, τότε έκαυσαν και το περίφημο μοναστήρι των παμμεγίστων Ταξιαρχών πλησίον Βοστίτζας και έκοψαν υπέρ τους είκοσι καλογήρους και εσκλάβωσαν και μερικούς νέους, οι δε άλλοι έτυχαν έξω και εγλύτωσαν έκαψαν και τα μετόχια του μοναστηριού μας, τα τε Μαύρα Βουνά και την Εκκλησίαν της Πάτρας, μετόχια 2, αργαστήρια δώδεκα και άλλα οσπήτια όπου είχεν το μοναστήρι και τα ενοίκιαζεν έκαυσαν την Πάτρα όλην και τα τοπία επήραν όλα τα ζωντανά κάθε λογής ιδικά τους εξ ολοκλήρου εσκότωσαν και τρεις καλογήρους εις τα μετόχια και δύο κοπέλια εις τα Μαύρα Βουνά εσκλάβωσαν και ένα καλογερόπλον δια δε ανεκδιηγήτου και αρρήτου και ακατάληπτου θαύματος της υπεραγίας Θεοτόκου εγλύτωσε το μοναστήρι άκαυστον από την πυρκαϊάν παραδόξως μόλον όπου είχαν όλοι οι Αρβανίτες εις τον Μωρέαν ακόμα, εστείλαμεν εις το Ανάπλι και επροσκυνήσαμεν εις τον Πασιά Μουσουνόγλου Μεϊμέτ τον φρονιμώτατον και φιλανθρωπότατον και εδείξαμε ήταατι και τα βασιλικά φιρμάνια μας και του καλοφάνηκεν και μας επαίνεσεν και μας έδωκεν μπουγιουρτίον προς προφύλαξίν μας και δύο Τούρκους και εκάθισαν εις το μοναστήρι μέσα μήνες εξ έως ότου εκαταπράυναν τα πράγματα, επληρώσαμεν και το βασιλικόν μαχτού μας. Κατά τύχην δε (η ίσως και αυτό όπου θα ειπώ ήταν και αυτό οικονομία της Παναγίας δια να το βάλη ένα μέσον και αυτό της θαυματουργίας όπου έμελλε να κάμη εις το μοναστήρι της) ήγουν όταν εσηκώθηκαν ο κόσμος και εδιώκναν τους Τούρκους από ταις πολιτείαις, εδίωξαν και τους Καλαβρυτινούς όλους άνδρες, γυναίκες και μικρά παιδιά τον αριθμόν διακοσίους τεσσαράκοντα έξι τον Μάρτιον μήνα με βροχήν υπερβολική, οι οποίοι γυμνοί, ξυπόλητοι και τρομαγμένοι κλαίγοντες ήλθον όλοι εις το μοναστήρι, τους οποίους καθώς είδαμεν εις τέτοιαν άθλιαν κατάστασιν, εδέχθημεν και εμβάσαντες μέσα εις το μοναστήρι εις το αρχονταρίκι και εις τα κελλιά, τους ανεπαύσαμεν κατά το δυνατόν και κατά την χρείαν του καθενός. Και μετά τρεις ημέραις με τα ζώα μας και καλογέρους και ο τότε καθηγούμενος κυρ Νεόφυτος μαζί και ζαερέν, τους επήγαν εις την Εγκάλην και τους εμπαρκάρησαν εις τα καΐκια μαζί με τον Προηγούμενον κυρ Ιωαννίκιον Διακοπτίτη και επέρασαν εις τα Σάλωνα γεροί όλοι και έγινεν και αυτό του μοναστηρίου εις την Τουρκία μέγας έπαινος και προφυλακτήριον. Έμεινε όμως το μοναστήρι εξ ολοκλήρου γυμνόν, ώστε όπου ουδέ δέκα γρόσια δεν είχε το κοινόν, ουδέ δράμι ασήμι. Οι καλόγεροι γυμνοί και ξυπόλητοι, μικροί και μεγάλοι όπου ήσαν υπέρ τους εκατόν, το ψωμί το έτρωγαν πότε μεν μισό σιτάρι και μισόν αραποσίτι, πότε δε και μοναχόν αραποσίτι που ευρίσκετο τότε μαγείρευμα και προσφάγι; αλλά μοναχόν ψωμάκι αν είχαν, έτρωγαν και υπόμειναν ευχαριστούντες τον Θεόν και εις ταις δουλειαίς του μοναστηρίου ήσαν πρόθυμοι όσον ήταν μία απορία όντως χάρισμα της Παναγίας. Λοιπόν αυτά ήφερεν εις τον ταλαίπωρον Μωρέα η αμαρτία. Προσέχετε λοιπόν από τέτοια οι μετά ταύτα και μη πλανάσθε. Μόνον αναφέρεσθε εις τον βασιλέα όπου ευρίσκεσθε υποτεταγμένοι με άκραν υποταγήν, διότι ουκ έστιν εξουσία λέγει ο θείος Παύλος, ειμή παρά του Θεού και πας ο αντιτασσόμενος τη εξουσία, τω Θεώ αντιτάσσεται, ω η δόξα και το κράτος εις τους αιώνας των αιώνων αμήν.
1775 Ιουνίου 1 έγραψα»66.
Το δεύτερο, γραμμένο από άλλο χέρι, μας περιγράφει το τέλος του καθεστώτος της τρομοκρατίας που επέβαλαν οι Αρβανίτες.
«1779. Κατά τας αρχάς του Ιουνίου μηνός αφού εις χρόνους σχεδόν δέκα τυραννουμένου του Μωρέως υπό των Αλβανιτών ανεκδιηγήτως όντων χιλιάδων έως δεκάδες, έστειλεν ο βασιλεύς Σουλτάν Χαμίτης (ον ο Θεός να πολυετή) τον ανδρικώτατον Χατζή-Χασάν Καπετάν πασιά και ήλθεν αυτός δια ξηράς, τα δε καράβια της αρμάτας δια θαλάσσης και απόκλεισε τους Αρβανίτες, τους οποίους ευρήκεν όλους εις την Τριπολιτζάν συναγμένους δια να του αντισταθούν έχοντες και σκλαβωμένον τον Πασιάν του Μωρέως Μεϊμέτην Εγροππιώτη και εκεί τους επολιόρκησε με το στράτευμά του και εις μίαν ώραν και μισήν επερίλαβε την χώρα και τους επήρε και τον Πασιά ζωντανόν σκοτώνων τους έως 1200 και 500 πληγωμένους και επιλοίπους φεύγοντας έως να παν εις το Εξαμίλι μόλις εβγήκαν ζωντανοί 1200 και εκαθαρίσθη ο Μωρέας εξ εκείνους. Ήσαν οι Αρβανίται εις δύο φυλαίς, η μεν μία και οι περισσότεροι ελέγοντο Μπεκιάριδες, η δε άλλη ελέγοντο Τζαμήδες ήτον και μερικοί Ντουλκινιανοί τους οποίους όλαις και ταις τρεις φυλαίς εξ ολοκλήρου αφάνησεν ο κυρ Χασάν Πασάς»67.
Το πρώτο σημείωμα αποτελεί ένα χρονικό της εξέγερσης, που, παρά τις κάποιες ιστορικές ανακρίβειες, μας παρέχει και κάποιες πληροφορίες πολύτιμες. Τρεις μεγαλοσπηλαιώτες φονεύθηκαν έξω από τη Μονή. Δυό μετόχια καταστράφηκαν, όπως και διάφορα εργαστήρια και σπίτια, μέρος της ακίνητης περιουσίας της μονής.
Μολονότι το μοναστήρι, εξαιτίας της ευγνωμοσύνης που του όφειλαν οι Τούρκοι, σώθηκε από την καταστροφική μανία των ανεξέλεγκτων Αρβανιτών, η οικονομική κατάσταση της αδελφότητας, όπως παρουσιάζεται μέσα από το σημείωμα, ήταν αξιοθρήνητη. Ωστόσο, σχετικά σύντομα το μοναστήρι φαίνεται να ανανήφει. Ένα χειρόγραφο σημείωμα του τέλους του ΙΗ' αι., σε κώδικα της Γενναδείου Βιβλιοθήκης (cod. 93, f.5v), αναφέρεται στο ανθρώπινο δυναμικό της μονής αυτή την εποχή και πιο εκτενώς στην οικονομική του κατάσταση.
Στον κώδικα68 διαβάζουμε: «Ευρίσκονται εν αυτώ [τω μεγάλω Σπηλαίω] έως 200 πατέρες, ιερομόναχοι και μοναχοί... Εξουσιάζει [η μονή] εν αυτή τη Πελοποννήσω υποστατικά πολλά δια τας αναγκαίας χρείας: χωράφια, αμπέλια, σταφίδες, ελαιώνες, γίδια, πρόβατα, αγελάδες, φοράδες, μελίσσια και δίδει δια το νέον ντάτζιον (=φόρος) δια την σταφίδα, κρασί, μαλλί και βαμπάκι έως 6 χιλιάδες γρόσια. Δία τας τροφάς του χρόνου θέλει σιτάρι κιλά πολίτικα 2500, βούτυρον οκάδες 1500, λάδι οκάδες 3200, μέλι 1500». Το σημείωμα είναι ανώνυμο και γράφτηκε γύρω στο 1796. Η ανασυγκρότηση της Μονής σε τόσο μικρό χρονικό διάστημα από την περιπέτεια της αποτυχημένης επανάστασης του 1770 είναι φανερή: Ο αριθμός των μοναχών σχεδόν διπλασιάστηκε69, ενώ οι γεωργικές και κτηνοτροφικές δραστηριότητές τους μαρτυρούν μία ακμαία οικονομική κατάσταση.
ΥΠΟΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ
1. Κ. ΛΑΠΠΑ, Τα προσκυνητάρια..., σ. 83 πρβλ. Δ.Α. ΖΑΚΥΘΗΝΟΥ, le despotat grec de Moree. Vie et institutions, London «Variorum reprints» 1975, σ. 305.
2. Επανεκδόθηκε από τους Κ.Ε. ZACHARIA VON LINGENTHAL, Jus Graecoromanorum, Novellae Constitutiones, τ. ΙΙΙ, Lipsiae 1857, σ. 703-795 MIKLOSICH-MULLER, Acta et Diplomata, τ.V, Βιέννη 1887, σ. 191-193 και ΙΩ. ΖΕΠΟΥ, Π. ΖΕΠΟΥ, Jus Graecoromanorum, Νεαραί και Χρυσοβουλλα, τ. Α', Αθήνα 1931, σ. 593-595.
3. MIKLOSICH-MULLER, Acta et Diplomata, τ.V, σ. 191.
4. MIKLOSICH-MULLER, Acta et Diplomata, τ.V, σ. 192.
5. Ο θεσμός των σταυροπηγίων υφίσταται από τον 9ο αι. Πρβλ. Β. ΣΤΕΦΑΝΙΔΟΥ, Εκκλησιαστική Ιστορία..., σ. 458. Για τη νομοκανονική τους υπόσταση βλ. ΠΗΔΑΛΙΟΝ, Αθήναι 19576, σ. 33 σημ. (1) και ΡΑΛΛΗ-ΠΟΤΛΗ, Σύνταγμα των θείων και ιερών κανόνων, τ. 5, σ. 110.
6. Στο σιγιλλιώδες γράμμα το όνομα του Πατριάρχη είναι άδηλο. Πρόκειται πιθανότατα για τον Κάλλιστο Α' η για τον Φιλόθεο. Πρβλ. Β. ΣΤΕΦΑΝΙΔΟΥ, Εκκλησιαστική Ιστορία, σ. 797 (όπου οι Κατάλογοι Πατριαρχών ΚΠολεως).
7. MIKLOSICH-MULLER, Acta et Diplomata, τ. Ι, σ. 326-328 (το σιγιλλιώδες πατριαρχικό γράμμα), και σ. 329-330 [ο μητροπολίτης με γράμμα του (Φεβρουάριος 1354) υπόσχεται να έχει την ηγουμενία εφ' όρου ζωής, εγγυώμενος τη διοικητική ευρυθμία της Μονής και την πνευματική προκοπή των μοναχών].
8. Γ.Α. ΠΑΠΑΝΔΡΕΟΥ, Καλαβρυτινή Επετηρίς, σ. 34.
9. Ο Γ. Αλαμάνος η Αλεμόνος ήταν πιθανόν γερμανικής καταγωγής (όπως υποδηλώνει το ονομά του). Βλ. Κ.Μ. ΤΡΙΑΝΤΑΦΥΛΛΟΥ, Ιστορικόν Λεξικόν..., σ. 58.
10. ΣΤ.Ν. ΘΩΜΟΠΟΥΛΟΥ, Ιστορία της πόλεως Πατρών από αρχαιοτάτων χρόνων μέχρι 1821, Πάτραι 19502 (επιμ. Κ.Ν. Τριανταφύλλου), σ. 301 κ.ε.
11. Αυτό συνέβη κατά τη διάρκεια της ποιμαντορίας του Γουλιέλμου Φραγγιπάνη (1317-1337). Βλ. Κ.Ν. ΤΡΙΑΝΤΑΦΥΛΛΟΥ, Ιστορικόν Λεξικόν..., σ. 172.
12. Εύγλωττος είναι ο λαϊκός χαρακτηρισμός των παπικών κληρικών ως «σκυλοφάγων». Πρβλ. Π.Β. ΠΑΠΑΔΟΠΟΥΛΟΥ, Φράγκοι- Ενετοί και Τούρκοι στην Πελοπόννησον 1204-1821, Αθήναι 1969, σ. 95.
13. Βλ. W. MILLER, Ιστορία της Φραγκοκρατίας στην Ελλάδα (1204-1566), μετ. εισ. σημ. Αγγ. Φουριώτη, Αθήνα 1960, σ. 365 και Κ.Ν. ΤΡΙΑΝΤΑΦΥΛΛΟΥ, Ιστορικόν Λεξικόν..., σ. 168.
14. Κ. ΟΙΚΟΝΟΜΟΥ, Κτιτορικόν σ. 68-69 πρβλ. Γ. ΠΑΠΑΝΔΡΕΟΥ, Καλαβρυτινή Επετηρίς, σ. 89.
15. Κ. ΟΙΚΟΝΟΜΟΥ, Κτιτορικόν, σ. 70. Ο Οικονόμος το περιστατικό αυτό, καθώς και το προηγούμενο, συγκαταλέγει εις «Τα κατ' αυτήν την αγίαν Εικόνα Θαυμάσια», ένα εκτενές Κεφάλαιο του έργου του. Πρβλ. Ε. ΔΡΑΚΟΥ, Το Μέγα Σπήλαιον, σ. 53. Οι πληροφορίες αυτές, σχετικά με τις επιθέσεις των Λατίνων, δεν διασταυρώνονται από άλλες μαρτυρίες, γι αυτό παρατίθενται με επιφύλαξη.
16. Κ. ΟΙΚΟΝΟΜΟΥ, Κτιτορικόν, σ. 32 σημ. (α) πρβλ. Γ. ΠΑΠΑΝΔΡΕΟΥ, Καλαβρυτινή Επετηρίς, σ. 90.
17. Κ.Ν. ΤΡΙΑΝΤΑΦΥΛΛΟΥ, Ιστορικόν Λεξικόν των Πατρών..., σ. 456-457 και ΑΡ. ΣΤΑΥΡΟΠΟΥΛΟΥ, Ιστορία της πόλεως Αιγίου..., σ. 253 κ.ε.
18. Π.Β. ΠΑΠΑΔΟΠΟΥΛΟΥ, Φράγκοι- Ενετοί και Τούρκοι στην Πελοπόννησον..., σ. 96 κ.ε. και ΑΡ. ΣΤΑΥΡΟΠΟΥΛΟΥ, Ιστορία της πόλεως Αιγίου..., σ. 257 κ.ε.
19. Ο εύστοχος χαρακτηρισμός ανήκει στον profan ιστορικό Ν. ΙΟυυΑ. Βλ. το μεταφρασμένο στα ελληνικά ομώνυμο έργο του Το Βυζάντιο μετά το Βυζάντιο, μετ. Γ. Καρά, Αθήνα 1985.
20. Αναλυτικά για τη στάση των Τούρκων έναντί της Ορθοδοξίας και για τον εθναρχικό ρόλο της Εκκλησίας, βλ. κυρίως π. Γ.Δ. ΜΕΤΑΛΛΗΝΟΥ, Τουρκοκρατία. Οι Έλληνες στην Οθωμανική Αυτοκρατορία, Αθήνα 19892, σ. 62-72, 86-130 ΑΠ. Ε. ΒΑΚΑΛΟΠΟΥΛΟΥ, Ιστορία του Νέου Ελληνισμού, Τουρκοκρατία 1453-1669, τ. Β' οι ιστορικές βάσεις της νεοελληνικής κοινωνίας και οικονομίας, Θεσσαλονίκη 19762, σ. 158-208 ΣΤ. ΡΑΝΣΙΜΑΝ, Η Μεγάλη Εκκλησία εν αιχμαλωσία, μετ. Ν. Παπαρρόδου, τ. Β', Αθήνα 1979, σ. 339-399.
21. MIKLOSICH-MULLER, Acta et Diplomata ...., σ. 194. Πρβλ. Κ. ΟΙΚΟΝΟΜΟΥ, Κτιτορικόν σ. 92-93.
22. Σ. ΚΟΥΓΕΑ, Χρονικά ενθυμητικά σημειώματα από το Μέγα Σπήλαιον, «Πελοποννησιακή Πρωτοχρονιά» 2 (1958), σ. 5-6.
23. Βλ. Ν.Α. ΒΕΗ, Κατάλογος των ελληνικών χειρογράφων κωδίκων της εν Πελοποννήσω Μονής του Μεγάλου Σπηλαίου, τ. Α', Εν Αθήναις 1915. Στον κώδικα αρ. 34 διαβάζουμε: « Έτους αχλθ' μηνί σεπτεβρίου-δ/ έγινεν ο εμπρισμός του μοναστηρίου του / Μεγάλου Σπηλαίου όςτε δεν έμηνε λήθος / επί λήθου πάρεξ η αγία εικών της / Θεομήτωρος ην ο θείος Λουκάς ο ευαγγελιςής / ανιστώρισεν» (σ. 37) ανάλογα σημειώματα στον κώδικα αρ. 59 (σ. 58) και στον κώδικα αρ. 109 (σ. 104). Τον εμπρησμό, με τον ίδιο τρόπο και τις ανάλογες ιστορικές πληροφορίες, περιγράφει ο Οικονόμος Κτιτορικόν, σ. 32 σημ. (α).
24. MIKLOSICH-MULLER, Acta et Diplomata, τ.V, σ. 194.
25. ΑΘ. ΦΩΤΟΠΟΥΛΟΥ, Σημείωσις περί Μεγάλου Σπηλαίου, «Πελοποννησιακά» Η' (1971), σ. 487-488.
26. MIKLOSICH-MULLER, Acta et Diplomata, τ.V, σ. 195-197 πρβλ. Κ. ΟΙΚΟΝΟΜΟΥ, Κτιτορικόν, σ. 114-115.
27. Θ. ΚΡΙΜΠΑ, Η Ενετοκρατούμενη Πελοπόννησος, «Πελοποννησιακά» Α' (1956), σ. 318. Η οργάνωση της ενετικής εξουσίας στην Πελοπόννησο είναι ανάλογη εκείνης της Επτανήσου. Αναλυτικά, βλ. ΕΡ. ΛΟΥΝΤΖΗ, Η Ενετοκρατία στα Εφτάνησα, Αθήνα 1969, σ. 102 κ.ε.
28. Θ. ΚΡΙΜΠΑ, Η Ενετοκρατούμενη Πελοπόννησος..., οπ. παρ., σ. 316.
29. Γ. Δ. ΜΕΤΑΛΛΗΝΟΥ, Τουρκοκρατία..., σ. 87 (όπου και το παράθεμα). Σε άλλο σημείο του φλογερού κηρύγματός του, ο άγιος Κοσμάς τολμά να ονοματίσει την προσωποποίηση του Αντίχριστου: «Ο αντίχριστος είναι (=υπάρχει) ο ένας είναι ο Πάπας και ο έτερος είναι αυτός όπου είνε εις το κεφάλι μας, χωρίς να είπω το ονομά του...». Βλ. ΑΥΓ. ΚΑΝΤΙΩΤΟΥ μητροπ. Φλωρίνης, Κοσμάς ο Αιτωλός (1714-1779) (Συναξάριον - Διδαχαί - Προφητείαι - Ακολουθία), Αθήναι 19714, σ. 270-271.
30. Πρβλ. ΕΡ. ΛΟΥΝΤΖΗ, Η Ενετοκρατία στα Εφτάνησα, Αθήνα 1969, σ. 182 κ.ε.
31. Π.Γ. ΖΕΡΛΕΝΤΟΥ, Η εν Πελοποννήσω ελληνική Εκκλησία επί Ενετών 1685-1715, Αθήναι 1921, σ. 20. Το έργο αυτό είναι σημαντικό, γιατί ο συγγραφέας ανασκευάζει τις κακόπιστες κρίσεις του Λεοπόλδου Ραγκίου, που μιλούσε για την παρακμή του ορθόδοξου κλήρου επί Ενετοκρατίας.
32. Η επαρχία Καλαβρύτων δεν είναι σαφές από πότε συνιστούσε επισκοπή. Πάντως από τα μέσα του 16ου αι. αναφέρεται σε επίσημα έγγραφα ως Επισκοπή Κερνίτσης η Κερνίτσης και Καλαβρύτων. Αρχικά υπαγόταν στο Μητροπολίτη Παλαιών Πατρών. Βλ. Γ. ΠΑΠΑΝΔΡΕΟΥ, Καλαβρυτινή Επετηρίς, σ. 75.
33. Κ. ΟΙΚΟΝΟΜΟΥ, Κτιτορικόν, σ. 111 και MIKLOSICH-MULLER, Acta et Diplomata, τ.V, σ. 197-198.
34. Η πρώτη συνέβη το 1205 και η δεύτερη το 1447, σύμφωνα πάντα με τον Κ. Οικονόμο.
35. Κ. ΟΙΚΟΝΟΜΟΥ, Κτιτορικόν, σ. 71 πρβλ. ΕΥ. ΔΡΑΚΟΥ, Το Μέγα Σπήλαιον, σ. 53.
36. ΑΠ. ΒΑΚΑΛΟΠΟΥΛΟΥ, Ιστορία του Νέου Ελληνισμού, τ. Δ' Τουρκοκρατία 1669-1812. Η οικονομική άνοδος και ο φωτισμός του Γένους, Θεσσαλονίκη 1973, σ. 76 κ.ε.
37. Το σημείωμα ήταν επικολλημένο στην πινακίδα προς το τέλος του κώδικα υπ. αρ. 154, Βλ. Ν.Α. ΒΕΗ, Κατάλογος των ελληνικών χειρογράφων κωδίκων..., σ. 128.
38. Κ. ΟΙΚΟΝΟΜΟΥ, Κτιτορικόν, σ. 78-79 Γ. ΠΑΠΑΝΔΡΕΟΥ, Καλαβρυτινή Επετηρίς, σ. 36.
39. Τ. ΣΤΑΜΑΤΟΠΟΥΛΟΥ, Ο κατακαημένος Μοριάς..., σ. 155.
40. MIKLOSICH-MULLER, Acta et Diplomata, τ.V, σ. 226.
41. Σ. ΚΟΥΓΕΑ, Χρονικά ενθυμητικά σημειώματα..., σ. 7. Το θαυμαστό γεγονός συμπεριλαμβάνει και ο Οικονόμος στο Κτιτορικόν του, όμως με χρονολογία 1717. Ο ίδιος μας πληροφορεί και το όνομα του τούρκου αξιωματούχου. Βλ. Κτιτορικόν, σ. 80-82.
42. Ο ιεράρχης Γεράσιμος ποίμανε την εκκλησία Π. Πατρών κατά τα έτη 1733-1750. Βλ. Κ. ΤΡΙΑΝΤΑΦΥΛΛΟΥ, Ιστορικόν Λεξικόν των Πατρών..., σ. 171.
43. Σ. ΚΟΥΓΕΑ, Χρονικά ενθυμητικά σημειώματα..., σ. 7-8.
44. Σ. ΚΟΥΓΕΑ, Χρονικά ενθυμητικά σημειώματα..., σ. 8.
45. Ένα εκτενές σημείωμα του 1748 αναφέρεται στον καταστροφικό σεισμό που έπληξε το Αίγιο και τη γύρω περιοχή το Μάιο εκείνου του έτους. Ο συντάκτης του ηγούμενος ιερομόναχος Ζαχαρίας με γλαφυρή, παραστατική γλώσσα περιγράφει τις καταστροφές που προκάλεσε ο σεισμός, κυρίως στην «τρισάθλια Βοστίτζα [που] της έγινε μεγάλη φθορά και ζημιά και έφυγαν όλοι οι άνθρωποι, άνδρες και γυναίκες από τα οσπήτια των και ο σεισμός καθόλου δεν έπαυε νύκτα και ημέραν». Ένα κολοβό σημείωμα του 1765 μιλά για τον απαγχονισμό του Δήμου Κωστάκη και του Κωνσταντίνου Ζαΐμη, ενώ έτερο του 1766 μνημονεύει το θάνατο του πατριάρχη Αντιοχείας Συλβέστρου και τη δολοφονία ( Ιουνίου 4) του Παλαιολόγου Στασινοπούλου. Βλ. Σ. ΚΟΥΓΕΑ, Χρονικά ενθυμητικά σημειώματα..., σ. 6-8. Για τον μεγάλο σεισμό στο Αίγιο πρβλ. ΑΡ. ΣΤΑΥΡΟΠΟΥΛΟΥ, Ιστορία της πόλεως Αιγίου..., σ. 284-286.
46. MIKLOSICH-MULLER, Acta et Diplomata, τ.V, σ. 201-202, 224-228 Κ. ΟΙΚΟΝΟΜΟΥ, Κτιτορικόν, σ. 115-119.
47. Ο Παΐσιος Β' πατριάρχευσε κατά τα εξής έτη: 1726-1732, 1740-1743, 1744-1748 και 1751-1752.
48. MIKLOSICH-MULLER, Acta et Diplomata, τ.V, σ. 205-206 και Κ. ΟΙΚΟΝΟΜΟΥ, Κτιτορικόν, σ. 96.
49. Πρβλ. παραπάνω στο Κεφάλαιο περί μετοχίων.
50. MIKLOSICH-MULLER, Acta et Diplomata, τ.V, σ. 214 και Κ. ΟΙΚΟΝΟΜΟΥ, Κτιτορικόν, σ. 89.
51. MIKLOSICH-MULLER, Acta et Diplomata, τ.V, σ. 21-212 και Κ. ΟΙΚΟΝΟΜΟΥ, Κτιτορικόν, σ. 106-107.
52. MIKLOSICH-MULLER, Acta et Diplomata, τ.V, σ. 208-210 και Κ. ΟΙΚΟΝΟΜΟΥ, Κτιτορικόν, σ. 107-109.
53. MIKLOSICH-MULLER, Acta et Diplomata, τ.V, σ. 210.
54. MIKLOSICH-MULLER, Acta et Diplomata, τ.V, σ. 228-230 και Κ. ΟΙΚΟΝΟΜΟΥ, Κτιτορικόν, σ. 110-111.
55. Πατριάρχευσε κατά τα έτη: 1789-1794 και 1798-1801.
56. Τα έτη της πατριαρχικής θητείας του, που διέκοψε βίαια ο μαρτυρικός του θάνατος, είναι τα εξής: 1797-1798, 1806-1808 και 1818-1821.
57. Στον αντίποδα αυτής της στάσης βρισκόταν η πολιτική της άμεσης αντίστασης, που συχνά πήρε τη μορφή ένοπλων εξεγέρσεων. Αυτή τη στάση εκπροσωπούσαν συνήθως οι φιλοδυτικές τάξεις των υποδούλων. Παραταύτα, η Εκκλησία πρωτοστατεί και στην οργάνωση και στη διεξαγωγή τέτοιων αιματηρών εξεγέρσεων, με οδυνηρές κάποτε συνέπειες για την ίδια. Για την πολιτική της συνύπαρξης πρβλ. Γ.Δ. ΜΕΤΑΛΛΗΝΟΥ, Τουρκοκρατία..., σ. 90-92.
58. Τ. ΓΡΙΤΣΟΠΟΥΛΟΥ, Τα Ορλωφικά. Η εν Πελοποννήσω επανάστασις του 1770 και τα επακόλουθα αυτής, Εν Αθήναις 1967 (Παράρτημα υπ' αριθ. 1 του περιοδ. «Μνημοσύνη»), σ. 19.
59. Μάλιστα, υποστηρίζεται ότι οι ατασθαλίες κάποιων ιεραρχών προκάλεσαν εξισλαμισμούς στο ορθόδοξο ποίμνιο από «αντίδραση και απελπισία». Βλ. ΑΠ. ΒΑΚΑΛΟΠΟΥΛΟΥ, Ιστορία του Νέου Ελληνισμού, τ. Δ', σ. 293.
60. Η Κωνσταντινούπολη δεν ήταν δεύτερη Ρώμη, για να υπάρξει και τρίτη, αλλά Νέα.
61. Πρβλ. ΑΛ. ΣΤ. ΚΑΡΙΩΤΟΓΛΟΥ, Η περί του Ισλάμ και της πτώσεως αυτού «ελληνική χρησμολογική γραμματεία». Από των αρχών του 16ου μέχρι το τέλος του 18ου αιώνος (διδακτ. διατρ.), Αθήναι 1982, σ. 161-164.
62. Αναλυτικά βλ. Τ. ΓΡΙΤΣΟΠΟΥΛΟΥ, Τα Ορλωφικά..., Εν Αθήναις 1967 και ΑΠ. ΒΑΚΑΛΟΠΟΥΛΟΥ, Ιστορία του Νέου Ελληνισμού, τ. Δ, σ. 372-397.
63. Τ. ΓΡΙΤΣΟΠΟΥΛΟΥ, Τα Ορλωφικά..., σ. 78. ΑΡ. ΣΤΑΥΡΟΠΟΥΛΟΥ, Ιστορία της πόλεως Αιγίου..., σ. 289.
64. Τ. ΓΡΙΤΣΟΠΟΥΛΟΥ, Τα Ορλωφικά..., σ. 78-79 Μ.Β. ΣΑΚΕΛΛΑΡΙΟΥ, Η Πελοπόννησος κατά την δευτέραν Τουρκοκρατίαν (1715-1821), Αω οό 1939 (ανατ. Αθήνα 1978), σ. 172.
65. Γ. ΠΑΠΑΝΔΡΕΟΥ, Καλαβρυτινή Επετηρίς, σ. 37-38 πρβλ. Κ. ΟΙΚΟΝΟΜΟΥ, Κτιτορικόν, σ. 85-86 και Κ. ΣΑΘΑ, Τουρκοκρατούμενη Ελλάς, Αθήναι 1869, σ. 492 σημ. 1.
66. Σ. ΚΟΥΓΕΑ, Χρονικά ενθυμητικά σημειώματα..., σ. 8-10.
67. Το σημείωμα είναι ανυπόγραφο. Βλ. Σ. ΚΟΥΓΕΑ, Χρονικά ενθυμητικά σημειώματα..., σ. 10.
68. Περιγραφή του κώδικα βλ. Δ.Α. ΠΕΤΡΟΠΟΥΛΟΥ, Χειρόγραφό του 18ου αι., «Πελοποννησιακά», τ. Γ'-Δ' (1958-1959), σσ. 411-413. Τη σημείωση θησαύρισε ο ΑΘ.Θ. ΦΩΤΟΠΟΥΛΟΣ στο σύντομο άρθρο του Σημείωσις περί Μεγάλου Σπηλαίου, «Πελοποννησιακά», τ. Η' (1971), σσ. 486-488.
69. Βλ. παραπάνω στη σημείωση του 1775: «Οι καλόγεροι... μικροί και μεγάλοι οπού ήσαν υπέρ τους εκατόν».
ΚΕΦΑΛΑΙΟ Δ'
Αγώνας για την ελευθερία
(1821-1829)
 Οι πιο λαμπρές σελίδες της ιστορίας του Μεγάλου Σπηλαίου γράφονται κατά τον αγώνα του Έθνους εναντίον του τουρκικού ζυγού. Οι τύχες της Μονής συνυφαίνονται με τις πολύπαθες περιπέτειες των αγωνιζόμενων Ελλήνων. Οι μοναχοί συμπαρίστανται ενεργά στον αγώνα με κάθε τρόπο. Η δράση και η συμβολή του Μεγάλου Σπηλαίου στην Επανάσταση συνάδει με τη γενικότερη στάση της Εκκλησίας.
Ο ρόλος γενικά της Εκλησίας στον αγώνα για την ανεξαρτησία είναι γνωστός. Ωστόσο, σπάνια αναγνωρίζονται -κυρίως από τους profan ιστορικούς- οι λόγοι εξαιτίας των οποίων το Πατριαρχείο αδυνατούσε να πάρει θέση ανοιχτά υπέρ της εξέγερσης. Αγνοείται, δηλαδή, το γεγονός ότι το Πατριαρχείο ήταν αιχμάλωτο και ο πατριάρχης υποχρεωμένος να λογοδοτεί στην Πύλη για κάθε ύποπτη δραστηριότητα των χριστιανών υπηκόων της αυτοκρατορίας. Οποιαδήποτε επίσημη ευλογία της επανάστασης από το Πατριαρχείο θα είχε οδυνηρές συνέπειες για το ορθόδοξο μιλλέτι έτσι εξηγείται η αμφιλεγόμενη στάση του Πατριαρχείου απέναντι στον αγώνα. Όμως, ο ρόλος της Εκκλησίας δεν εξαντλείται σε κάποιες πατριαρχικές αποφάσεις, που όπως έχει υπογραμμιστεί, χρειάζονται «αποκρυπτογράφηση», αφού αποσκοπούσαν πρωτίστως στην καθησύχαση των τουρκικών αρχών. Η συμβολή της Εκκλησίας αποδεικνύεται από την ολοσώματη συμμετοχή του κλήρου τόσο στην προετοιμασία όσο και στη διεξαγωγή του Αγώνα. Τα μοναστήρια διαδραμάτισαν έναν ξεχωριστό ρόλο σ' αυτό το πανεθνικό κίνημα για ελευθερία. Δεν αποτελούσαν μόνο χώρους παρηγοριάς του χειμαζόμενου λαού από τις κακοπάθειες και τους εξευτελισμούς, και ισχυρά κέντρα διατήρησης της παράδοσης αλλά και πυρήνες καλλιέργειας της επαναστατικής ιδέας και, όπως αποδείχτηκε, πραγματικά φυτώρια ηρώων. Στα μοναστήρια εκπαιδεύτηκε πλήθος μαρτύρων της πίστεως (νεομάρτυρες) και της πατρίδας (εθνομάρτυρες).
Την πολυπρόσωπη συμμετοχή του Μεγάλου Σπηλαίου στον Αγώνα του 21 θα προσπαθήσουμε να ανιστορήσουμε, ξεκινώντας από τις πυρετώδεις προετοιμασίες για τη μεγάλη απόφαση.
1. ΠΡΟΠΑΡΑΣΚΕΥΗ
Ι. Φιλική Εταιρεία
Η Φιλική Εταιρεία, με πρόδρομό της τη Φιλόμουσο Εταιρεία, αποτέλεσε έναν από τους σημαντικότερους παράγοντες για την ωρίμανση των επαναστατικών ιδεών στον τουρκοκρατούμενο χώρο. Μέσα σε λίγα χρόνια κατάφερε να πείσει έναν ολόκληρο λαό ότι ήταν έτοιμος να αποτινάξει τον τουρκικό ζυγό και ότι η Οθωμανική Αυτοκρατορία παρέπαιε από τον επαναστατικό αναβρασμό των ραγιάδων. Το καταστατικό και η ιεραρχική της διάρθρωση, τυλιγμένα σ' ένα πέπλο μυστηρίου, γοήτευαν το λαό, μίας και ανταποκρίνονταν στη δίψα του για ελευθερία. Έτσι εξηγείται η τόσο γρήγορη εξάπλωση των ιδεών της Φιλικής και η δεκτικότητα του λαού στην ευφάνταστη προπαγάνδα των ανώτερων στελεχών της1.
Υψηλά ιστάμενα πρόσωπα στην οργάνωση ήταν αρχιερείς οι οποίοι, με τη σειρά τους, διέδιδαν τις ιδέες της στον υπόλοιπο κλήρο. Κατά τον Αμβρόσιο Φραντζή, ο κλήρος, περιφρονώντας «την ησυχίαν» και «τας δόξας», ασπάστηκε τις επιταγές της οργάνωσης με μεγαλύτερη ευκολία απ' όσο οι τάξεις των προυχόντων και προεστώτων, γιατί «το Ιερατείον, κατά το χρέος της Ιεράς ημών ορθοδόξου και αμωμήτου Ανατολικής Εκκλησίας, μη δυνάμενον να υποφέρη τας καθημερινάς πίκρας και θλιβεράς αφορήτους των Οθωμανών κατά του Χριστιανισμού τυρρανίας, κατεφρόνησε τούτων πάντων (την ησυχίαν και τας δόξας), και εναγκαλισθέν την Εταιρίαν, την διέδωκεν εις τους πλέον θερμούς ζηλωτάς, και εις τους πλέον δραστήριους, εναρέτους, και άξιούς της τάξεώς του, ώστε πρώτοι οι ιερωμένοι εφάνησαν αίροντες τον Σταυρόν και τας Σημαίας εις τας χείρας... αφ' ενός μέρους ευλογούντες τα όπλα των συστρατιωτών των, και αφ' ετέρου άλλοι μεν μαχόμενοι και αυτοί προσωπικώς δια των όπλων, άλλοι δε συνεισφέροντες αδράς θυσίας χρηματικάς τε και παντός άλλου είδους»2. Λέγεται ότι στις παραμονές του Αγώνα, όλοι οι μητροπολίτες της επικράτειας ήταν μυημένοι στη Φιλική Εταιρεία3.
Είναι εύγλωττος ο σκοπός της Φιλικής Εταιρείας, όπως διατυπώνεται σ' ένα αποκαλυπτικό κείμενο του τέλους του 1814: « Η Εταιρεία συνίσταται από καθαυτό Έλληνας φιλοπάτριδας και ονομάζεται Εταιρεία των Φιλικών. Ο σκοπός των μελών αυτής είναι η καλυτέρευσις του έθνους, και αν ο Θεός το συγχωρέση, η ελευθερία του...»4.
Η Πελοπόννησος, που από το 1800 είχε επιδείξει αξιόλογα σημεία ανάκαμψης σε πολιτικοκοινωνικό και πνευματικό επίπεδο, εγκολπώθηκε πιο γρήγορα την ιδέα της Επανάστασης, ώστε στις αρχές του 1821 να ακούγεται παντού «ότι άρχισε η επανάσταση, ότι παντού οι Έλληνες είναι γεμάτοι χαρά, γιατί ελπίζουν ότι οι Τούρκοι θα χαθούν σε μία στιγμή, ότι είναι πια πεθαμένοι από το φόβο τους κ.α.». Η ευπιστία των Ελλήνων, που έφτανε μέχρι την αφέλεια, εξηγείται μόνο στο φως της βαθιάς τους λαχτάρας για ελευθερία. Εξάλλου, η Πελοπόννησος έχοντας στο ενεργητικό της την εμπειρία μερικότερων τοπικών εξεγέρσεων στο παρελθόν, ήταν πιο ώριμη να ανταποκριθεί στις τωρινές απαιτήσεις5.
Το Μέγα Σπήλαιο από νωρίς έγινε πυρήνας διαδόσεως των επαναστατικών σχεδίων της Φιλικής Εταιρείας για την Πελοπόννησο. Κατόπιν αυτού και άλλα ονομαστά μοναστήρια διαδραμάτισαν αυτόν το ρόλο6. Για τους μοναχούς του Μεγάλου Σπηλαίου γράφει ο Φωτάκος: «...εγνώριζαν τα της Εταιρείας και τους Εταιριστάς και δια τούτο ενήργουν ως απόστολοι (...). Όλοι δε ούτοι εταξείδευον, και οι μείναντες οπίσω εις την Μονήν ήσαν ικανοί μόνοι των να επαναστατήσουν ένα κόσμον ολόκληρον, ως έπραξαν εις την Πελοπόννησον, οπού παντού έτρεξαν και διέδοσαν το σύνθημα της Επαναστάσεως, τα πάντα προετοίμασαν, και εξ ιδίων των είχον μεγάλας προετοιμασίας, αι οποίαι εχρησίμευσαν εις τους Έλληνας»7.
Εδώ θα απαριθμήσουμε τους μεγασπηλαιώτες μοναχούς που πρωταγωνίστησαν στη διάδοση των ιδεών της Φιλικής, όντες οι ίδιοι στελέχη της, καθώς και εκείνους που έγιναν αργότερα. Ο κατάλογος, βέβαια, περιλαμβάνει μόνο τους μαρτυρημένους από την ιστορική έρευνα.
Ο μητροπολίτης Χριστιανουπόλεως (Κυπαρισσίας) Γερμανός, κατά κόσμον Γεώργιος Παπαδόπουλος η Ζαφειρόπουλος, γεννήθηκε στα Καλάβρυτα το 1760. Δεκαετής έγινε δεκτός στο Μέγα Σπήλαιο ως δόκιμος. Οι πατέρες εκτιμώντας τις αρετές του τον έκειραν μοναχό. Κατόπιν χειροτονήθηκε διάκονος και πρεσβύτερος. Αφού δίδαξε για δύο χρόνια στη Θεσσαλονίκη, στο Βελιγράδι και στη Ρουμανία, επέστρεψε στο Μέγα Σπήλαιο. Στη συνέχεια ταξίδεψε στα Ιεροσόλυμα και από κει στην Κωνσταντινούπολη. Το 1810 χειροτονήθηκε Μητροπολίτης και μετά από εννέα χρόνια μυήθηκε στη Φιλική Εταιρεία. Ο φιλόπατρις ιεράρχης πέθανε στις 21.9.1821, εξαντλημένος από τα βασανιστήρια των Τούρκων, δύο ημέρες πριν από την άλωση της πόλης από τους επαναστατημένους Έλληνες8.
Ο αρχιμανδρίτης Αμβρόσιος Φραντζής, κατά κόσμον Ανδρόνικος, γεννήθηκε το 1771 στο χωριό Μεσορρούγι της επαρχίας Καλαβρύτων. Σε μικρή ηλικία ασπάστηκε τον μοναχικό βίο και μονή της μετανοίας του ήταν το Μέγα Σπήλαιο. Μάλιστα, στη σχολή που λειτουργούσε εκεί έλαβε ανώτερη μόρφωση. Ο Αμβρόσιος, όταν ο εξάδελφός του Γερμανός έγινε Μητροπολίτης Χριστιανουπόλεως, διορίστηκε Πρωτοσύγκελλος. Τότε χρονολογείται (1810) η μύησή του στη Φιλική Εταιρεία από τον Γ. Πογονόπουλο, σε ηλικία 38 ετών9. Έδρασε ποικιλοτρόπως για την οργάνωση και διεξαγωγή του Αγώνα, όπως θα δούμε πιο κάτω, και με το έργο του Επιτομή της ιστορίας της αναγεννηθείσης Ελλάδος έγινε από τους πρώτους ιστορικούς της Επανάστασης.
Ο μοναχός Γρηγόριος, από το χωριό Κλαπατσούνα, υπηρέτησε ως σκευοφύλακας της Μονής του Μεγάλου Σπηλαίου. Μυήθηκε στη Φιλική στις 8.6.1819 από τον Νικηφόρο Παμπούκη10.
Ο Ιωνάς Κανελλόπουλος διετέλεσε Ηγούμενος της μονής. Καταγόταν από τα Χαλκιανικά Κλουκινών. Ο μοναχός αυτός μυήθηκε στη Φιλική από τον Θεόδωρο Κολοκοτρώνη, όταν οι δύο άνδρες βρίσκονταν στη Ζάκυνθο. Ο Κολοκοτρώνης έστειλε τον Ιωνά στην Πελοπόννησο με εντολή να κατηχήσει τις επαρχίες Γαστούνης, Πατρών και Καλαβρύτων στα μυστικά της Εταιρείας. Μάλιστα, του ζήτησε κατάλογο με τα ονόματα των νέων μελών. Πράγματι, ο Ιωνάς, αφού εκτέλεσε την αποστολή του, γύριζε στο μοναστήρι του, όταν συναντήθηκε με τον « Οθωμανόν Μπουογελήν Καλαβρυτινόν, κακόν διαβόητον», ο οποίος τον ρώτησε από που έρχεται. Ο Ιωνάς, φοβούμενος μήπως ο τούρκος τον ψάξει, αναγκάστηκε να πετάξει τον κατάλογο των νέων Εταιριστών11.
 Μεγαλοσπηλαιώτες ήταν και οι αδελφοί Νεόφυτος και Παφνούτιος Ρούβαλη. Ο πρώτος μυήθηκε από τον Αμβρόσιο Φραντζή στα 1814. Ο δεύτερος μυήθηκε στη Ρωσία, όπου υπηρετούσε ως εφημέριος. Αργότερα πολέμησε γενναία ως ιερολοχίτης12. Ο Φωτάκος γράφει γι' αυτόν χαρακτηριστικά: «...επανήλθεν εις την Πελοπόννησον (από τη Βλαχία) όπου έκαμε θαύματα εις το στρατόπεδον, τρέχων παντού, και μάλιστα εις την πολιορκίαν του Ναυπλίου. Κατ' αρχάς έκανεν τον αγνώριστον, εσκότωσε Τούρκους, και δεν ομολόγει την πατρίδα του, αλλ' επειδή τον ανεγνώρισαν όσοι τον είδαν εις το Ταϊγάνι, εμαρτυρήθη πλέον ότι ήτον από το χωριό Καρυά της Κορίνθου (...) Ήτο δε πολύ γενναίος, και είχε πολύ πάθος κατά των Τούρκων, και φιλοπατρίαν μεγάλην»13.
Ο επίσκοπος Δαμαλών Ιωνάς ήταν, επίσης, από τα επιφανή μέλη της Φιλικής. Γεννήθηκε στα Σουδενά το 1764 και χειροτονήθηκε Επίσκοπος το 1801. Πιθανόν η μονή της μετανοίας του να ήταν το Μέγα Σπήλαιο. Μυήθηκε στη Φιλική το 1819 από τον προεστό της Κορίνθου Θεοχάρη Ρέντη. Το 1825 εκτέλεσε χρέη Υπουργού στο Υπουργείο της Θρησκείας. Πέθανε ως Αρχιεπίσκοπος Κορινθίας το 185414.
Ηγούμενος της Μονής ήταν και ο Φιλικός Παρθένιος Μπαλάνος. Στρατολογήθηκε στην οργάνωση σε μεγάλη ηλικία15.
Το Μέγα Σπήλαιο συνετέλεσε και με έναν άλλο τρόπο στην προετοιμασία του αγώνα. Συγκεκριμένα, τα δυό μετόχια του στην Κωνσταντινούπολη, το Βλαχ-Σεράι και η Μονή του Αγίου Γεωργίου Καρύπη στα Πριγκηπονήσια, αποτέλεσαν τόπους συγκεντρώσεως των Φιλικών, όταν ακόμη καταστρωνόταν το σχέδιο της ένοπλης εξέγερσης. Το 1818 ένας από τους τρεις πρωτεργάτες της οργάνωσης, ο Νικόλαος Σκουφάς, ερχόμενος στην Πόλη επέλεξε το μεγασπηλαιώτικο μετόχι του Αγ. Γεωργίου για να καταλύσουν οι Φιλικοί. Η σημαντικότερη μαρτυρία όμως προέρχεται από τον Νικόλαο, γιο του Φιλικού Μάρκου Δραγούμη, ο οποίος θυμόταν τις συγκεντρώσεις των «μεγάλων εταιριστών» Παλαιών Πατρών, Ασημάκη Ζαΐμη, Ανδρέα Λόντου, Παπαλέξη, Ανδρέα Καλαμογδάρτη, Παπαφλέσσα κ.α. στη Μονή του Αγ. Γεωργίου, όταν ο ίδιος ήταν έφηβος16.
Το μετόχι του Βλαχ-Σεραγιού, εξάλλου, ήταν τόπος συγκέντρωσης διάφορων κληρικών που εργάζονταν για την υπόθεση της Φιλικής. Ένας απ' αυτούς ήταν ο Γερμανός, προηγούμενος της εν λόγω Μονής, όπως προκύπτει από έγγραφα των πρώτων επαναστατικών χρόνων. Τα έγγραφα αυτά, που εδημοσίευσε ο Ν.Π. Παπαδόπουλος στην εφ. «Χελμός» (αρ. 83 Απρίλιος 1956), αναφέρονται σε μία οικονομική εκκρεμότητα του Μεγάλου Σπηλαίου προς δύο ιδιώτες, από τους οποίους ο Γερμανός είχε δανειστεί ένα σεβαστό χρηματικό ποσόν για τις ανάγκες της Επανάστασης. Συγκεκριμένα το πρώτο έγγραφο, γραμμένο το 1823, έχει ως εξής:
«Προς το σεβάσμιον
Υπουργείον της Θρησκείας
Κατά το έτος 1820, έτος Νοεμβρίου 10, εμέτρησεν εις Κωνσταντινούπολιν ο εδικός μας Παναγιώτης Χρυσανθάκης 1030 γρόσια προς τον Γερμανόν Προηγούμενον του Βλαχοσεραγιού και έλαβε παρ' αυτού πόλιτζαν (συμβόλαιο) εις τον ενταύθα Παναγιώτην Αρβαλή να τα μετρήση εις ημάς (...). Μετά την άλωσιν της Τριπόλεως εφάνη ενταύθα ο κύριος Γερμανός, από τον οποίον εζητήσαμεν την πληρωμήν της ρηθείσης πολίτζης και μας απεκρίθη ότι με την υπομονήν θέλει τα πληρώση ευχαρίστως, αλλ' επειδή μετά ταύτα απέθανε, τα άσπρα έμειναν απλήρωτα και έως ώρας μας λείπονται, η περιουσία του όμως έμεινεν εις το Μέγα Σπήλαιον, και εκείθεν νομίζομεν ότι έχομεν να λάβωμεν τα άσπρα μας...
Τη 4 Σεπτεμβρίου 1813
Τρίπολις
Αναγνώστης Χρηστακόπουλος
Γεώργιος Αντωνόπουλος»
Στην επιστολή του Υπουργού της Θρησκείας, Ανδρούσης Ιωσήφ προς το Μέγα Σπήλαιο (6.9.1823), επισυνάπτεται και το συμβόλαιο, που είχε κάνει ο Γερμανός με τους προαναφερθέντες δανειστές του. Σ' αυτό διαβάζουμε:
«Τρίπολις
Τω χιλιοστώ οκτακοσιοστώ εικοστώ έτει σωτηρίω, τη εικοστή εβδόμη του μηνός Νοεμβρίου, ημέρα Σαββάτω, παρασταθέντος ημίν τοις δεπουτάτοις του εμπορικού σώματος της πολιτείας ταύτης, οι κύριοι Γεώργιος Αντωνόπουλος και Αναγνώστης Χρηστακόπουλος εζήτησαν να ενεργηθή τακτικώς η υποδοχή της ακολούθου κομβιάλλης (συναλλαγής).
1820 τη 10 Σεπτεμβρίου
Κωνσταντινούπολις
Δία γρόσια 1030
Μεθ' ημέρας είκοσι μία του εμφανισμού της παρούσης μου πρώτης πολίτζας μετρήσατε εις την ορδείνειαν (παραγγελία) των κυρίων Παναγιώτη Χρυσαντάκη και πληρώσαντας τα λαμβάνετε την παρούσαν μου εξωφλημένη, ως το σύνηθες, ως με την ξεχωριστή μου σας φανερώνω.
Προς τον τιμιώτατον
κύριον Παναγιώτην Αρβαλήν
Γερμανός πρώην Ηγούμενος Βλαχοσαραγιού»
Στο εκτενές άρθρο του «Χελμού», ακολουθούν και άλλα έγγραφα για την τελική έκβαση της υπόθεσης, ήσσονος σημασίας. Εκείνο που προκύπτει από τα παραπάνω, σχετικά με τις δραστηριότητες του Γερμανού, είναι η ενεργός συμμετοχή του στην προετοιμασία για τον Αγώνα, όπως τον σχεδίαζε η Φιλική, καθώς και η σπουδαιότητα του μετοχιού της Θεοτόκου στην Πόλη.
Αξίζει να σημειωθεί ότι το μετόχι αυτό στις 22.4.1821, δηλαδή σχεδόν ταυτόχρονα με την έκρηξη της Επανάστασης, καταστράφηκε από τους Τούρκους και στις 29 Μαΐου του ίδιου έτους φονεύθηκαν οι πατέρες. Ένας μόνο κατόρθωσε να διαφύγει.
Πρόκειται για τον Ιωνά Μακρυγένη, ο οποίος κατέφυγε στο Μέγα Σπήλαιο, όπου εγνωστοποίησε στους πατέρες τα θλιβερά γεγονότα. Έλαβε ενεργό μέρος στην επανάσταση και για τις ανδραγαθίες του τιμήθηκε κατόπιν «δια πολεμικού διπλώματος»17.
ΙΙ. Η Μυστικοσυνέλευση της Βοστίτσας
Καθοριστικής σημασίας για την έναρξη της Επανάστασης υπήρξε η συνέλευση της Βοστίτσας στις αρχές του 1821. Σ' αυτήν συγκεντρώθηκαν οι ντόπιοι πρόκριτοι, για να αποφασίσουν την έναρξη του αγώνα στην Πελοπόννησο.
Στις 17 Ιανουαρίου ξεκίνησε από την Κυπαρισσία ο μητροπολίτης Γερμανός μαζί με τον Αμβρόσιο Φραντζή και μετά από δύο μέρες βρίσκονταν στην Πάτρα. Στις 23 Ιανουαρίου αναχώρησαν από κει για τη Βοστίτσα με τον Παλαιών Πατρών Γερμανό. Η συνέλευση έγινε στο σπίτι του Ανδρέα Λόντου. Εκτός από τους προαναφερθέντες, στη συνέλευση πήραν μέρος οι Ανδρέας Ζαΐμης, Σωτήρης Χαραλάμπης, Κερνίκης Προκόπιος, ο ηγούμενος του Μεγάλου Σπηλαίου Ρεγκλής η Μπόχαλης, ο επίσης μεγαλοσπηλαιώτης μοναχός Ιερόθεος, Ασημάκης Ζαΐμης, Ιωάννης Παπαδιαμαντόπουλος και πολλοί άλλοι18.
Τον γενικό επίτροπο Αλέξανδρο Υψηλάντη εκπροσωπούσε ο Παπαφλέσσας, ο οποίος μίλησε με ενθουσιασμό για την Επανάσταση και παρουσίασε γράμματα του Υψηλάντη που περιείχαν οδηγίες για τη διεξαγωγή του αγώνα στην Πελοπόννησο. Ανάμεσα στα επιχειρήματα που επικαλέστηκε ο φλογερός πατριώτης κληρικός ήταν οι περισπασμοί του σουλτάνου με την ανταρσία του Αλή-πασά, η επικείμενη αποστολή ρωσικών στρατευμάτων, η επάρκεια πολεμοφοδίων στην εφορεία της Ύδρας κ.α.19. Οι ενδοιασμοί των προκρίτων ήταν εν μέρει δικαιολογημένοι. Χαρακτηριστική είναι η αντίδραση του Παλαιών Πατρών Γερμανού, που θυμόταν ακόμη την τραγωδία του 1770: «Που πολεμοφόδια; Που χρήματα πολυάριθμα; Που στρατός πεπαιδευμένος; Που στόλος εφοδιασμένος;... ας φέρωμεν, αδελφοί, ενώπιόν μας μίαν στιγμήν την καταστροφήν της Πελοποννήσου (τω 1769), μ' όλον ότι τότε εφάνη και στόλος ρωσικός, όστις ήτον δείγμα τουλάχιστον ότι έλαβε ενοχήν η ρωσική αυτοκρατορία αλλ' εις την εποχήν ταύτην οποία δείγματα θετικότητος έχομεν, δια να πιστεύσωμεν όσα λέγει ο Δίκαιος και όσα γράφει ο Υψηλάντης;»20. Παρά τις αρχικές επιφυλάξεις τους, οι πρόκριτοι τελικά πείστηκαν από τον Παπαφλέσσα για την καταλληλότητα της στιγμής και πήραν τις ανάλογες αποφάσεις.
Κατά τη διάρκεια της συνέλευσης, ο βοεβόδας της Βοστίτσας, υποψιασμένος από τις φήμες που κυκλοφορούσαν παντού για την επικείμενη εξέγερση, ζήτησε εξηγήσεις για τη συνεδρίαση. Οι Έλληνες, έχοντας προβλέψει αυτό το ενδεχόμενο, είχαν πληροφορήσει τον ταμία του βοεβόδα ότι επρόκειτο απλώς για μία κτηματική υπόθεση μεταξύ των δύο μεγάλων μονών, των Ταξιαρχών και του Μεγάλου Σπηλαίου. Κατά τον Φραντζή, ο ταμίας φέρεται να διασκεδάζει τις υπόνοιες του τούρκου αξιωματούχου ως εξής: « Αγά μου, τα δυώ Μοναστήρια του Μεγάλου Σπηλαίου και των Ταξιαρχών, άπαντα μεταξύ των μίαν διαφοράν δια μερικάς τοποθεσίας κειμένας εις την θέσιν της Ροδιάς, και μη δυναμένα να συμβιβασθώσιν εν τω μεταξύ των, ανέφερον εις τον Πατριακχάνε (Πατριαρχείον), και εξεδόθη διαταγή εις τους τρεις Αρχιερείς να παραλάβουν και όποιους των Κοτζαμπάσιδων εγκρίνουν, να παρατηρήσωσιν επιτοπίως την διαφοράν αυτήν, και ν' αναφέρωσιν εις τον Πατριακχάνε, δια να δοθή το δίκαιον δια Φερμανίου εις το ανήκον μέρος»21. Αυτή η επιπλοκή ανάγκασε δύο αρχιερείς και δύο προεστώτες την επομένη να πάνε στη θέση Ροδιά, προσποιούμενοι ότι εξετάζουν «επιτοπίως την διαφοράν». Είναι αξιοσημείωτο ότι αυτή η μυστικοσυνέλευση είχε αρχικά προγραμματισθεί να λάβει χώρα στα Καλάβρυτα, αλλά για το φόβο των τουρκικών αρχών τελικά επιλέχτηκε η Βοστίτσα.
Στη συνέλευση διαπιστώθηκε η ανάγκη για οικονομική ενίσχυση της σχεδιαζόμενης εξέγερσης, όποτε πολλοί από τους παράγοντες προσέφεραν διάφορα ποσά για το ταμείο του Αγώνα. Αμέσως ο Ανδρέας Ζαΐμης κατέβαλε 3.000 γρόσια, ο Χριστιανουπόλεως Γερμανός 2.000, ο Σ. Χαραλάμπης 2.500, ο Κερνίκης Προκόπιος 1.500 και ο Αμβρόσιος Φραντζής 2.000 γρόσια22. Στην ίδια συνέλευση αποφασίστηκε να σταλεί ο μοναχός Ιερόθεος από το Μέγα Σπήλαιο σε περιοδεία ανά την Πελοπόννησο προκειμένου να συλλέξει χρήματα. Ο Ιερόθεος πήρε έγγραφο από τη συνέλευση με οδηγίες προς τους εταίρους, στις οποίες, εκτός από έκκληση για τη μεγαλύτερη δυνατή οικονομική συνεισφορά, συνιστάτο η «κατάπαυσις του βρασμού» σε αναμονή νέων οδηγιών. Η συνέλευση διαλύθηκε στις 29 Ιανουαρίου.
Η πορεία του μεγαλοσπηλαιώτη Ιεροθέου είχε ως εξής: Από τα Καλάβρυτα έφθασε στο Ξυλόκαστρο, όπου συνάντησε τον Πανούτσο Νοταρά. Αυτός προειδοποίησε το μοναχό να μην περάσει από την Κόρινθο, γιατί ο Κιαμήλ-Μπέης είχε πληροφορίες για τις δραστηριότητες της Εταιρείας και διενεργούσε σχετικές έρευνες. Ο Ιερόθεος μετέβη στη Μονή της Θεοτόκου, ηγούμενος της οποίας ήταν ο αρχιμανδρίτης Δανιήλ, μυημένος κι αυτός στη Φιλική. Κατόπιν πήγε στο Άργος, το Άστρος και τέλος στη Λακεδαίμονα. Εκεί βρήκε τον Π. Κρεββατά, ο οποίος του είπε: «δια τους οικτιρμούς του Θεού, το πρωί ν' αναχωρήσης διότι οι Οθωμανοί υπεννόησαν την εταιρίαν και πάσχουν να συλλάβουν έγγραφα δια να ανακαλύψουν το μυστήριον»23. Ο Ιερόθεος αμέσως κατευθύνθηκε προς την Καλαμάτα, όπου είχε συνάντηση με το Μητροπολίτη Μονεμβασίας για τα γνωστά αιτήματα. Τελικά επέστρεψε στα Καλάβρυτα στις 5 Μαρτίου.
Η μυστικοσυνέλευση της Βοστίτσας ήταν σημαντική, γιατί τα μέλη της συνειδητοποίησαν ότι έφθασε ο καιρός για το ξέσπασμα της επανάστασης. Ο Παπαφλέσσας, κατά το πέρας της συνέλευσης, εντελλόταν στα μέλη της να πληροφορήσουν τις αποφάσεις στις επαρχίες τους και να προετοιμάσουν το λαό για τις εξελίξεις24.
Σ' αυτή την τόσο σημαντική συνέλευση, στην οποία πρωταγωνιστικό ρόλο έπαιξαν οι μοναχοί του Μεγάλου Σπηλαίου, δόθηκε το σύνθημα για την εξέγερση της Πελοποννήσου. Παρά τους -δίκαιους εξάλλου- ενδοιασμούς κάποιων μελών της, που, σημειωτέον, εξαιτίας της κοινωνικής τους θέσης διακινδύνευαν τη ζωή τους, η συνέλευση της Βοστίτσας «αποτελεί το πρώτο πολιτικό προεπαναστατικό γεγονός του 21, την πρώτην πολιτικήν πράξιν υλοποιήσεως της Επαναστάσεως»25.
2. ΠΟΛΕΜΙΚΕΣ ΕΠΙΧΕΙΡΗΣΕΙΣ
ΙΙΙ. Μάχη Λεβιδίου (14 Απριλίου 1821)
Η μάχη αυτή ανήκει στις πρώτες αδέξιες αλλά νικηφόρες πολεμικές επιχειρήσεις των επαναστατημένων Πελοποννησίων. Βρισκόμαστε στην άνοιξη του 1821, στις απαρχές της έκρηξης του ένοπλου αγώνα. Παρότι το ελληνικό στρατόπεδο δεν είχε ακόμη οργανωθεί υπό το πρόσταγμα μίας σταθερής ηγεσίας, οι επαναστατημένοι χτυπούσαν τον εχθρό σε διάφορες πολεμικές συμπλοκές ήσσονος στρατιωτικής σημασίας, που όμως τους έδιναν την πολύτιμη γνώση -από άποψη ψυχολογική κυρίως- ότι οι Τούρκοι δεν ήταν ανίκητοι26.
Η σύγκρουση αυτή, στην οποία έλαβαν μέρος και μεγαλοσπηλαιώτες μοναχοί που ένωσαν τις τύχες τους με εκείνες των αγωνιζόμενων Ελλήνων, έλαβε χώρα στο Λεβίδι, στις 14 Απριλίου του 1821. Ένα πολυπληθές τουρκικό στρατιωτικό σώμα αποτελούμενο από 3.000 πεζούς και 1.000 ιππείς είχε ξεκινήσει από την Τριπολιτσά, για να διαλύσει το στρατόπεδο των ντόπιων καπεταναίων που είχε συγκροτηθεί στο Λεβίδι, όπως μας πληροφορεί ο Φωτάκος27. κατά τον ίδιο ιστορικό πάντα, οι σκοποί των Ελλήνων δεν πρόλαβαν να ειδοποιήσουν τους συμπατριώτες τους που βρίσκονταν στο Λεβίδι για τον ερχομό των εχθρών, «διότι είδαν έξαφνα τους Τούρκους και έφυγαν εκείθεν». Έτσι, σημαντικό μέρος της ελληνικής δύναμης έμεινε μακριά από το Λεβίδι, μη δυνάμενο να βοηθήσει τους πολιορκούμενους.
Μέσα στα σπίτια του Λεβιδίου είχαν οχυρωθεί 70 περίπου έλληνες αγωνιστές με τους Κωνσταντίνο Πετμεζά, Νικόλαο Σολιώτη και Αναγνώστη Στριφτόμπολα. Οι Τούρκοι έβαλαν φωτιά στα σπίτια, όπου είχαν οχυρωθεί οι Έλληνες. Οι τελευταίοι, καθώς διηγείται ο Δεληγιάννης, δίχως να δειλιάσουν «ετρύπησαν αυτάς (τας οικίας) και κατέλαβον άλλας και έπειτα άλλας, αλλά μετά ολίγας ώρας έβαλαν και εις αυτάς πυρ, ώστε ήρχισαν να καταφλέγωνται τα ενδύματα των»28.
Εκείνη τη δραματική στιγμή για τους πολιορκημένους έφτασαν ελληνικές ενισχύσεις: ο Δημήτριος Πλαπούτας από το Διάσελο της Αλωνίσταινας, ο Ηλίας Σαλαφατινός και ο Νικόλαος Πετμεζάς. Οι Έλληνες, πριν επιτεθούν, πυροβόλησαν, για να κάνουν γνωστή την παρουσία τους στους εντός του Λεβιδίου μαχομένους και να τους ενθαρρύνουν. Με τους προαναφερθέντες Έλληνες ενώθηκαν και τα άλλα σώματα των Ελλήνων, που μέχρι τότε ολιγωρούσαν να εμπλακούν στη μάχη. Είχε πέσει το σούρουπο και άρχισε να βρέχει. Οι Τούρκοι, ακούγοντας κι αυτοί τους αντιπάλους τους να επιτίθενται, φοβήθηκαν ότι θα πλήττονταν από δύο πλευρές και τράπηκαν σε φυγή. Οι Έλληνες, ενωμένοι με αυτούς που βγήκαν από τα σπίτια του Λεβιδίου, τους καταδίωξαν.
Από ελληνικής πλευράς οι απώλειες ήταν ελάχιστες σκοτώθηκε μόνο ο Αναγνώστης Στριφτόμπολας29 και κάποιοι άλλοι πληγώθηκαν. Από τους Τούρκους σκοτώθηκαν περίπου 100 και πληγώθηκαν άλλοι τόσοι30.
Ο Ρήγας Παλαμήδης σημειώνει ότι οι Τούρκοι νικήθηκαν «κατά κράτος. Όλοι οι Έλληνες έδειξαν εις αυτήν την μάχην ανδρείαν ελληνικήν... Αυτή είναι η πρώτη νίκη των Ελλήνων»31.
Στη σημαντική αυτή μάχη έλαβαν μέρος, όπως προαναφέρθηκε, και μοναχοί από το Μέγα Σπήλαιο. Ο Σπηλιάδης στα Απομνημονεύματά του αναφέρει τον Προηγούμενο του Μ. Σπηλαίου Γεράσιμο Τορόλο, ο οποίος «εστράτευσε το 1821 με σαράντα καλογήρους εις το Λεβίδι μετά του Σ. Χαραλάμπους και Ν.Χ. Σολιώτου»32. Τον μεγαλοσπηλαιώτη αρχιμανδρίτη, που καταγόταν από τη Νωνάκριδα, μνημονεύει και ο ιστορικός των Καλαβρύτων Γ. Παπανδρέου, ως πολύ έμπιστο συναγωνιστή του Κολοκοτρώνη. Μάλιστα, ο Τορόλος ήταν εκείνος που έσωσε τη ζωή του Γενναίου, υιού του Κολοκοτρώνη «από όπλου Τούρκου»33.
ΙV. Μάχη Ακράτας (7-19 Ιανουαρίου 1823)
Τα λείψανα της στρατιάς του Δράμαλη είχαν καταφύγει στην Κόρινθο. Αρχικά, το μεγάλο στρατιωτικό σώμα δεν είχε πρόβλημα επισιτισμού, γιατί εφοδιαζόταν τα χρειώδη από διάφορα πλοία που έφθαναν στην Πάτρα. Αφότου, όμως, πέντε υδραίικα καράβια απέκλεισαν το λιμάνι της Κορίνθου, το πρόβλημα των επτά χιλιάδων στρατιωτών οξύνθηκε. Κοντά σ' αυτό, μεγάλωνε ο εκνευρισμός και η αγωνία τους, βλέποντας να αποκλείονται από κάθε δυνατότητα βοήθειας. Έτσι, οι πολιορκούμενοι πήραν την απόφαση απελπισίας να πολεμήσουν για την απελευθέρωσή τους εξερχόμενοι από την πόλη.
Το ελληνικό στρατόπεδο σαν από μία εγγενή κακοδαιμονία ταλανιζόταν από τις εσωτερικές διαφωνίες και διαμάχες. Συγκεκριμένα, οι Πετμεζαίοι βρίσκονταν σε διένεξη με τους προκρίτους, που κατηγορούσαν τους οπλαρχηγούς ότι εξαιτίας των καταχρήσεών τους ο λαός υπέφερε34. Ωστόσο, οι απαιτήσεις της εποχής ήταν με το μέρος των οπλαρχηγών, όποτε οι πρόκριτοι, βλέποντας να χάνουν την επιρροή τους, επέλεξαν, προκειμένου να λύσουν τις διαφορές τους με τους στρατιωτικούς, τον πιο ακραίο τρόπο, δηλαδή τα όπλα. Εναντίον του Νικολάου Πετμεζά και των ανδρών του, που βρίσκονταν στη θέση Χασιά στις Κλουτσίνες, εξεστράτευσαν οι Ανδρέας Ζαΐμης, Χαραλάμπης, Φωτήλας, Θεοχαρόπουλος κ.α. με χίλιους άνδρες. Τότε οι αντιμαχόμενοι Έλληνες έμαθαν την έξοδο του στρατεύματος του Δράμαλη από την Κόρινθο, όπου ήταν εγκλωβισμένο και τώρα προχωρούσε κατά μήκος του Κορινθιακού35.
Στις 26 Ιανουαρίου 1823 βγήκε από την Κόρινθο ο Δελή Αχμέτ, Δελήμπασης του Δράμαλη, ηγούμενος «των εναπολειφθέντων Τούρκων επέκεινα των επτά χιλιάδων»36, και κατευθύνθηκε προς τη θέση Ζαχολίτικα. Όταν αυτό μαθεύτηκε στο στρατόπεδο των προυχόντων, το πατριωτικό φιλότιμο νίκησε τις μικρόψυχες διαφωνίες και ο Ζαΐμης ξεκίνησε να αποκλείσει τους Τούρκους στέλνοντας μήνυμα συμφιλίωσης προς τους οπλαρχηγούς εν όψει του κοινού εχθρού. Το μήνυμα αυτό προς τους Πετμεζαίους έχει ως εξής: «Συμπατριώται! Οι εκ Κορίνθου εχθροί διαβαίνουν δια τας Πάτρας και ήδη διανυκτερεύουν εις τα Ζαχολίτικα. Ημείς ταύτην την στιγμήν κινούμεθα κατ' αυτών παραδίδοντες εις την παντοτεινήν λήθην τα μεταξύ μας. Φρονούμεν, ότι και υμείς έχετε τα αυτά αισθήματα με ημάς υπέρ της πατρίδος. Σας περιμένομεν λοιπόν εις την Ακράταν προτού εξημερώση, δια να πολεμήσωμεν τους κοινούς εχθρούς της πατρίδος. Και αφού καταστρέψωμεν αυτούς, εάν έχετε όρεξιν, ξεμπερδεύομεν έπειτα και τα μεταξύ μας»37. Οι Πετμεζαίοι συναίνεσαν στην πρόταση του Ζαΐμη και όλοι μαζί έσπευσαν να πολεμήσουν τον εχθρό στην Ακράτα. Οι Τούρκοι επιχείρησαν να σπάσουν τον ελληνικό κλοιό αλλά δίχως αποτέλεσμα, γι αυτό αναγκάστηκαν να οχυρωθούν στην παραλία. Οι Έλληνες που τους περικύκλωναν γίνονταν ολοένα και περισσότεροι, γιατί κατέφθαναν οπλισμένοι οι κάτοικοι των Καλαβρύτων, της Βοστίτσας και της Κορίνθου, ώστε τελικά να φθάνουν τις επτά χιλιάδες. Η κατάσταση των αποκλεισμένων Τούρκων ήταν οικτρή. Σύμφωνα με τη μαρτυρία του Δεληγιάννη, «έμειναν εις το πεδίον πανταχόθεν περικυκλωμένοι και φονευόμενοι πάντοτε, μη έχοντες ουδεμίαν τροφήν, παρά έσφαζον τους ίππους των και τους έτρωγαν και τίποτε άλλο»38. Μετά από δέκα ημέρες, ζήτησαν να παραδοθούν, αλλά μόνο στον Οδυσσέα Ανδρούτσο, που είχε κατηφορίσει από τη Ρούμελη. Όμως, οι Ζαΐμης και Λόντος δεν δέχτηκαν τις διαπραγματεύσεις του ρουμελιώτη οπλαρχηγού. Είναι γνωστό ότι οι σχέσεις των προυχόντων με τον Οδυσσέα δεν ήταν καθόλου καλές. Τελικά, της πολιορκίας ηγήθηκε ο Λόντος, αφού οι υπόλοιποι αναχώρησαν για τη Β' Εθνική Συνέλευση.
Τελικά, οι εξαθλιωμένοι από την πολιορκία και την κακοπάθεια Τούρκοι βρήκαν αναπάντεχα έναν τρόπο διαφυγής, όταν στις 10 Φεβρουαρίου φάνηκαν έξι τουρκικά πλοία στα οποία έσπευσαν να επιβιβασθούν καταδιωκόμενοι από τους Έλληνες. Πολλοί κατόρθωσαν να διασωθούν, ανάμεσά τους και ο Δελή Αχμέτ. Πολλοί όμως σκοτώθηκαν από τους Έλληνες, ενώ άλλοι πιάστηκαν αιχμάλωτοι39. Το γεγονός ότι 600 Τούρκοι κατόρθωσαν να διαφύγουν, παρά τις αντιξοότητες που αντιμετώπιζαν από την ανέχεια και τις κακουχίες, ο στρατηγός και πρόκριτος Παναγιώτης Παπατσώνης το αποδίδει ανεπιφύλακτα στη φιλαρχία και φιλοϋλία των ελληνικών παρατάξεων: « Αλλά καθ' οδόν εις την Ακράταν του Αιγίου συναντηθέντες μετά του Ζαΐμη, Λόντου και των Πετμεζαίων αλληλομαχούντων εν τω μεταξύ των ποιός να πάρη τα εισοδήματα των σταφίδων της Βοστίτζης, διότι εκεί ήτον ο Πακτωλός και αθελήτως οι αλληλομαχούντες εμπόδισαν εκεί εις την Ακράταν τους Τούρκους... Μη δυνηθέντες (οι Έλληνες) και αυτούς τους εναπομείναντες 600 Τούρκους να τους αιχμαλωτίσουν ένεκα των διχονοιών, διότι είχον και τον νουν τους ποιός να πρωταρπάξη τα εισοδήματα των σταφίδων της Βοστίτζης και ούτω πως άφησαν τους ολίγους Τούρκους να φύγουν»40.
Παρά τα θλιβερά αυτά δρώμενα του παρασκηνίου, η μάχη της Ακράτας χάρισε στο ελληνικό στρατόπεδο μία σημαντική νίκη, που κατακτήθηκε με ενωμένες τις δυνάμεις των αλληλομαχόμενων μερών, η διένεξη των οποίων υπονόμευε εν τέλει την ίδια την επιτυχία του αγώνα.
Στη μάχη αυτή ανδραγάθησαν και οι μεγαλοσπηλαιώτες μοναχοί, που ακολούθησαν τους άλλους Έλληνες εναντίον του εχθρού. Ο γνωστός μας προηγούμενος Τορόλος «ηγωνίσθη και εις την Ακράταν έως ου παρεδόθησαν οι Τούρκοι». Εκεί εξεστράτευσαν και ο «προηγούμενος Δαμασκηνός από το Διακοπτόν με πενήντα καλογήρους, οίτινες απεκόμισαν εκεί και τροφάς και πυριτοβόλα επολέμησαν και διεκρίθησαν εξαίρετοι μαχηταί ο Σαμουήλ Κατσαρός εκ Περιστεράς, όστις και επληγώθη, και ο Κοσμάς Πανάγου»41. Τον Δαμασκηνό αναφέρει ως πρωταγωνιστή της μάχης και ο Φωτάκος42.
Τέλος, στη μάχη διακρίθηκαν οι μοναχοί Γερμανός Περλέγκας από την Ακράτα, Φιλόθεος Ιωάννου η Γιαννακόπουλος εκ Σουβάρδου, Νεόφυτος Οικονομίδης εκ Βούρων κ.α.43.
3. Ο ΙΜΠΡΑΗΜ ΕΝΑΝΤΙΟΝ ΤΟΥ ΜΕΓΑΛΟΥ ΣΠΗΛΑΙΟΥ
V. Αμυντικές προετοιμασίες - Το φρόνημα των
μεγαλοσπηλαιωτών
Το 1824 η ελληνική επανάσταση είχε ήδη εξαπλωθεί τόσο, ώστε ο σουλτάνος Μαχμούτ αναγκάστηκε να ζητήσει τη βοήθεια του πασά της Αιγύπτου Μεχμέτ Αλή. Αυτός εμπιστεύθηκε το δύσκολο έργο της καταστολής των εξεγερμένων Ελλήνων στο γιο του Ιμπραήμ. Ο τελευταίος, έχοντας ως ορμητήριο τη Σούδα της Κρήτης, την οποία είχε καταλάβει το 1824, εξεστράτευσε εναντίον της Πελοποννήσου.
Η απόβαση των αιγυπτιακών στρατευμάτων στην Πελοπόννησο έλαβε χώρα στις 11 και 12 Φεβρουαρίου 1825. Σοφά είχε επιλεχθεί ως τόπος απόβασης το λιμάνι της Μεθώνης. Ο Ιμπραήμ, εκτός από τους συμπατριώτες στρατηγούς του44, διέθετε ένα επιτελείο γάλλων και ιταλών αξιωματικών, οι οποίοι διαχειρίζονταν τα τεχνικά σώματα του στρατού, δηλαδή το πυροβολικό και το μηχανικό.
Οι Έλληνες, απορροφημένοι στις εσωτερικές διενέξεις, αντιμετώπισαν επιπόλαια τον νέο κίνδυνο αδράνησαν, όταν θα μπορούσαν να καταφέρουν ένα καθοριστικό χτύπημα στον εχθρό, δηλαδή τη στιγμή της απόβασης, και έτσι έδωσαν τη δυνατότητα στους αντιπάλους να συνταχθούν και να αρχίσουν το εφιαλτικό έργο τους, που για χρόνια έσπειρε τον τρόμο και το θάνατο σ' ολόκληρη την Πελοπόννησο. Οι περισσότεροι στρατιωτικοί και πολιτικοί ηγέτες των Ελλήνων τη στιγμή της άφιξης των Αιγυπτίων ήταν φυλακισμένοι, ενώ ο λαός στο άκουσμα της είδησης για τον ερχομό των Ιμπραήμ αντιδρούσε ψυχρά την υποτίμηση αυτή των αντιπάλων οι Έλληνες, δυστυχώς, έμελλε να πληρώσουν ακριβά45. Ο ικανότατος αιγύπτιος στρατηλάτης όργωσε σχεδόν ανενόχλητος την Πελοπόννησο επιδιδόμενος συχνά σε φρικαλεότητες και βανδαλισμούς.
Το μοναστήρι του Μεγάλου Σπηλαίου ήταν ήδη γνωστό στο αντίπαλο στρατόπεδο ως ένα ισχυρό ορμητήριο των ελληνικών δυνάμεων και τόπος ιδιαίτερης στρατιωτικής σημασίας για τους επαναστατημένους. Κι όχι μόνον αυτό το μοναστήρι παρείχε στέγη σε πολλές οικογένειες των προυχόντων της περιοχής που, από το φόβο του επιδρομέα, αναζήτησαν καταφύγιο στους κόλπους του. Όπως μας πληροφορεί ο Κ. Οικονόμος, «κατά δε το Μέγα Σπήλαιον πανταχόθεν ήσαν καταφυγόντες χιλιάδες πολλαί, μεθ' ων συνηριθμούντο και πεντακόσιαι ολοκληραι οικογένειαι»46. Το μοναστήρι προσέφερε μεγάλη υλική βοήθεια για τις ανάγκες του αγώνα, σε σημείο, πάντα κατά τη μαρτυρία του Οικονόμου, να εκποιήσει και αυτά τα αργυρά ιερά σκεύη. Οι μοναχοί, εξάλλου, δεν δίστασαν να λιώσουν οποιοδήποτε χάλκινο αντικείμενο του μοναστηριού, ακόμη και αυτά τα πόμολα των θυρών, για να γίνουν πυρομαχικά47.
Ο Ιμπραήμ, γνωρίζοντας τη στρατηγική σημασία της μονής, που οφειλόταν κυρίως στη φυσική τοπογραφία της, επιχείρησε τρεις φορές να την κατακτήσει. Ωστόσο, η κατάληψη του Μεγάλου Σπηλαίου δεν ήταν εύκολη, κι αυτό όχι μόνο εξαιτίας της οχυρής θέσης του. Οι πατέρες του Μ. Σπηλαίου, άλλωστε, αντιμετώπισαν με μεγάλη αίσθηση ευθύνης και ρεαλισμό τις υποχρεώσεις που τους επέβαλε η κρίσιμη εμπόλεμη κατάσταση. Μία σειρά επιστολές, τις σπουδαιότερες των οποίων αντιγράφουμε ολόκληρες, μας περιγράφουν τις πυρετώδεις ετοιμασίες της αμυντικής οργάνωσης του μοναστηριού, στη συνειδητοποίηση του μεγάλου κινδύνου που σήμαινε η παρουσία του αιγυπτιακού στρατού στην επαναστατημένη Ελλάδα.
Μία επιστολή48 των πατέρων προς το Εκτελεστικό Σώμα είναι εύγλωττη:
«Προς το Σ(εβασ)τον Εκτελεστικόν Σώμα
Δία της παρούσης γνωστοποιούμεν εις την Σ(εβασ)την Διοίκησιν, ότι από την αρχήν του ιερού αγώνος υπέρ Πατρίδος είναι γνωστόν τοις πάσι, ότι το ιερόν τούτο Μοναστήριον δεν έλειψε να προσφέρη εις το Έθνος κάθε αναγκαίαν βοήθειαν και δια λόγου και πραγματικώς. Νυν δε έφθασε εις την εσχάτην αμηχανίαν, καθ' ότι βλέποντες οι χριστιανοί τον εχθρόν όστις με την πρόφασιν περιφέρεται ως και εις αυτά τα δύσβατα όρη λεηλατώντας σκλαβώνει. Οι περισσότεροι από την επαρχίαν των Καλαβρύτων καθώς και από κείνην της Βοστίτσας μετεκόμισαν τες φαμίλιες τους εις την ιεράν μονήν ταύτην, ημείς μη δυνάμενοι εις μίαν τοιαύτην κινδυνώδη περίστασιν να κάμωμεν άλλο παρά να τους δεχθώμεν. Εφροντίσαμεν μερικούς στρατιώτας και αποφασίσαμεν να υπομείνωμεν την πλέον στενήν πολιορκίαν του εχθρού, αν τολμήση να το πολιορκήση. Το αναγκαιότερον δε να βαστάσωμεν τούτο το ιερόν καταγώγιον να απαντήσωμεν εις την σκλαβιάν των τόσων ψυχών χριστιανών μας είναι τα πολεμοφόδια δηλ. φυσέκια και πέτρες ντουφεκιών, δια τούτο προστρέχομεν εις τα σπλάχνα της Σ(εβασ)της Διοικήσεως, πέμπομεν 10 ζώα, τα οποία παρακαλούμεν και ημείς οι πατέρες της ιεράς μονής ταύτης, και όλοι οι συναθροισθέντες αδύνατοι χριστιανοί ενταύθα να διατάξη, όθεν ανήκει να φορτωθούν 10 φορτώματα φυσέκια ομού και 4.000 πέτρες ντουφεκιών, δια των οποίων χρείας τυχούσης να γλυτώσωμεν το ιερόν τούτο καταγώγιον και τας τόσας ψυχάς των χριστιανών, και ταύτα όσον ταχύτερον διότι ουκ οίδαμεν τι τέξεται η επιούσα.
Άμποτις δε να μη λάβη την χρείαν ταύτην το μοναστήριον να τα εξοδεύση και τότε πάλιν στέκοντες ενέχυρον δια να μεταχειρισθούν εις όποιαν άλλην ανάγκην ήθελε διατάξει η Σεβαστή Διοίκησις.
Και μένομεν με βαθύτατον σέβας
Ο καθηγούμενος
Συμεών και Συνέσιος
τη 5 Ιουλίου 1825»
Η ανταπόκριση του Εκτελεστικού Σώματος στις εύλογες εκκλήσεις των πατέρων ήταν άμεση, όπως αποδεικνύει η επόμενη απαντητική επιστολή49:
«Προς τον Πανοσιολογιώτατον Ηγούμενον του Μ. Σπηλαίου και τους εν αυτώ πατέρας.
Αρ. 9019.
Ελήφθη η προς το Σεβαστόν Εκτελεστικόν Σώμα αναφορά σας και εγνώσθησαν τα διαλαμβανόμενα. Η Σεβαστή Διοίκησις είδεν ευχαρίστως την οποίαν εκάματε απόφασιν και την υποδοχήν προς τας καταδιωκόμενας οικογενείας και πολλούς αδελφούς χριστιανούς.
Διο κατά την αιτησίν σας σας αποστέλλονται 10 φορτώματα φυσέκια, 4.000 ντουφεκόπετρες με τα ίδια ζώα και ανθρώπους δια να μεταχειρισθήτε αν η χρεία το καλέση. Αφέθησαν προσέτι και άλλαι 10 κασέλαι φυσέκια εις το Μοναστήριον του Αγ. Γεωργίου του κάμπου Φενεού δια τα οποία ειδοποιήθησαν ο Γεν. Αρχηγός του στρατοπέδου Θ. Κολοκοτρώνης να τα παραλάβη, αν όμως ευρίσκονται και αυτά εκεί φροντίσατε να τα περιλάβης και αυτά.
Ναύπλιον 9 Ιουλίου 1825»
Εξάλλου, προς το Υπουργείο Πολέμου έγραψαν οι Ανδρέας Ζαΐμης και Σ. Χαραλάμπης, επισημαίνοντας τη σπουδαιότητα της υπεράσπισης της μονής. Η επιστολή τους έχει ως εξής50:
«Προς την υπερτάτην Διοίκησιν
Η Διοίκησις γνωρίζει οποίον είναι το Μ. Σπήλαιον και δεν αγνοεί ότι εις το καταφύγιον τούτο ευρίσκονται πολλαί πολλοτάτων πατριωτών περιουσίαι προς φύλαξιν. Αλλά μηδέ πρέπει να αμφιβάλλη ότι αν και δεύτερον ο Αιγύπτιος εισβάλλει εις την επαρχίαν Καλαβρύτων θέλει προσβάλει κατ' αυτού κυρίως και δια τας εν αυτώ περιουσίας και δια το οχυρόν της θέσεως και οικοδομής του. Παρατηρείται ότι αν το καταγώγιον τούτο κρατηθή από τον εχθρόν, αποκαθιστάμενον άλλο οχυρόν φρούριον δι' αυτόν, θέλει φέρει εις εξόντωσιν τας επαρχίας των Καλαβρύτων και Βοστίτσης. Ημείς δια να μην απελπίσωμεν τον κόσμον έχομεν τας οικογενείας μας εκεί. Αλλά τούτο δεν αρκεί. Απαιτείται να οχυρωθή με κανόνια και να εφοδιασθή με ικανήν πολεμικήν ύλην. Ένεκα τούτου αποστέλλομεν τον παρόντα και παρακαλούμεν την διοίκησιν να μας στείλη εν τάχει από τας αναγκαίας κανονιοσφαίρας και μιδράλια και μπαρούτι δια την μετακόμισιν των οποίων στέλλομεν εδόθεν ζώα. Και όταν συν Θεώ απαλλαγώμεν του κινδύνου πάλιν αυτά μένουν καθώς και 4 καλοί πυροβοληταί, τους οποίους θέλει πληρώσει η επαρχία Καλαβρύτων.
Παρακαλούντες θερμώς την Διοίκησιν να μη μας αποποιηθή ταύτην την αίτησιν, προσαιτούμεθα τα περισσότερα ζώα να φορτωθώσι φυσέκια. Επειδή δεν ηξεύρομεν τι τέξεται η επιούσα.
Μένομεν οι Πατριώται
Σωτήρ. Χαραλάμπης, Ανδρ. Ζαΐμης
Καρνέσι την 17 Ιουλίου 1825»
Το Υπουργείο Πολέμου καταφεύγει στον Θ. Κολοκοτρώνη, ζητώντας του να φροντίσει την αποστολή των πολεμοφοδίων στο μοναστήρι51. Κατόπιν στέλνει μία ενθαρρυντική επιστολή προς τους μεγαλοσπηλαιώτες πατέρες και οι τελευταίοι ανταπαντούν, ευχαριστώντας για την εκπλήρωση των αιτημάτων τους52.
«Προς τους πατέρας της Σεβασμίας Μονής του Μεγάλου Σπηλαίου.
Αρ. 3683.
Ελήφθησαν τα προς την Διοίκησιν γράμματα των εκλαμπροτάτων κ. Ανδρ. Ζαΐμη και Σωτ. Χαραλάμπους και εγνώσθησαν τα διαλαμβανόμενα, περί της αποστολής των πολεμοφοδίων και δύο κανονιών με τας μπάλας και ακολούθως θέλει σταλώσι και οι κανονιέρηδες κατά την αιτησίν σας των εκλαμπροτάτων και το ιδικόν σας.
Θαρρείτε λοιπόν γενναιοφρονούντες και αναφέρατε εις την Σ(εβασ)την Διοίκησιν, εμψυχώσατε τους καταφυγόντας εις αυτά τα μέρη Έλληνας, να αποβάλωσι την δειλίαν και να λάβωσι τα όπλα εις τας χείρας, και να τρέξωσι εναντίον του εχθρού και να είναι βέβαιοι ότι με την βοήθειαν του Θεού και της Μητρός αυτού και ευχών της Πατρίδος, εντός ολίγου θέλει αφανισθή ο υπερήφανος σατράπης της Αιγύπτου και θέλει λάβει την ανάρρωσιν η ασθενήσασα κατά το παρόν Πατρίς.
Εν Ναυπλίω τη 24 Ιουλίου 1825».
Η απάντηση των μεγαλοσπηλαιωτών έχει ως εξής:
«Προς το έξοχον Υπουρ. Πολέμου
Με άμετρον χαράν και ευφροσύνην της καρδίας μας ελάβομεν τα παρά της Σ(εβασ)της Διοικήσεως σταλέντα πολεμοφόδια, τα οποία αν ο προπέτης και υπερήφανος εχθρός πλησιάσει εις το ιερόν τούτο καταγώγιον θέλομεν τα μεταχειρισθή εναντίον του προς υπεράσπισιν τούτου και των εν αυτώ καταφυγόντων αδυνάτων γυναικών και παιδιών.
Το έξοχον Υπουρ. των Πολεμικών μας διάταξε εγκλείοντάς μας και διαταγήν προς Φεναΐτες πατέρας δια να περιλάβουμε με τας εκεί ευρισκομένας κασέλας φυσέκια, ημείς άμα λαβόντες την διαταγήν εστείλαμεν ζώα δια να σηκώσουμε πλην τούτων ελάβαμε την εσώκλειστον απόκρισιν. Ειδοποιούμε λοιπόν το Υπουργείον τούτο δια να ζητήση από τους άνω πατέρας όταν οπού εις ημας εδόθησαν.
Μένομεν ευσεβάστως
Ο καθηγούμενος Συμεών και οι συν εμοί
1825 Μ. Σπήλαιον Ιουλίου 18»
Από την επιστολή φαίνεται το ακμαίο ηθικό και η αποφασιστικότητα των μεγαλοσπηλαιωτών πατέρων, που δηλώνουν έτοιμοι να αντιμετωπίσουν τις ενδεχόμενες επιθέσεις του εχθρού53.
υΙ. Πρώτη απόπειρα του Ιμπραήμ
Την πρώτη απόπειρα κατάληψης του Μεγάλου Σπηλαίου επιχείρησε ο Ιμπραήμ το Δεκέμβριο του 1825.
Την είδηση για την επίθεση που μηχανευόταν ο αιγύπτιος στρατηλάτης γνωστοποίησε στο μοναστήρι ένας έλληνας αιχμάλωτος που κατάφερε να δραπετεύσει από το αντίπαλο στρατόπεδο. Αμέσως οι πατέρες ζήτησαν από την Κυβέρνηση ενισχύσεις. Ο Κανέλλος Δεληγιάννης στα Απομνημονεύματά του διηγείται πως, εκτός από τις εντολές που δέχθηκε από την Κυβέρνηση να σπεύσει το συντομότερο δυνατό στο μοναστήρι, έλαβε γράμματα με ανάλογες παρακλήσεις από τους προκρίτους και τους ίδιους τους μεγαλοσπηλαιώτες πατέρες. Ο έλληνας στρατηγός δεν έχασε καιρό με τη βοήθεια των αδελφών του Δημητρίου και Νικολάου στρατολόγησε πάνω από 1.500 άνδρες και έσπευσε στο απειλούμενο μοναστήρι. Έφτασε εκεί στις 3 Δεκεμβρίου 1825. Στο Μέγα Σπήλαιο βρίσκονταν ήδη οι Λόντος, Ζαΐμης, Σ. Χαραλάμπης και Σ. Φωτήλας «και τινές καπετανίσκοι των Πατρών». Συνολικά οι ελληνικές δυνάμεις υπερέβαιναν τους 2.000 ανδρες54. Αμέσως όλοι επιδόθηκαν στην οχύρωση και αμυντική οργάνωση για την επικείμενη επίθεση του εχθρού, προσέχοντας κυρίως τις πιο ευαίσθητες αμυντικά πλευρές της Μονής. Διορίστηκαν δύο σκοπιές και ένα «επικουρικό σώμα» με επικεφαλής τους Νικόλαο Φραγκάκη και Γιαννάκη Καραλή.
Ο Ιμπραήμ, αφού έσπειρε την καταστροφή στον Κορινθιακό κόλπο, έστειλε από τη Βοστίτσα ένα στρατιωτικό σώμα, για να βολιδοσκοπήσει τις δυνάμεις αντίστασης της Μονής. Το σώμα αυτό αποτελούσαν 3.000 πεζοί και 500 ιππείς. Τελικά, μία εμπροσθοφυλακή από 500 πεζούς και 150 ιππείς του εχθρικού σώματος εστάλη στο μοναστήρι. Έγινε όμως αντιληπτή από τις φρουρές των αμυνομένων, οι οποίες με φωτιές ειδοποίησαν τον ερχομό των Τούρκων. Τότε έσπευσε σε βοήθεια η ελληνική εμπροσθοφυλακή και ακολούθησε συμπλοκή. Σε λίγο έφθασαν εκεί και άλλοι άνδρες από το μοναστήρι, με αποτέλεσμα οι εχθροί να τραπούν σε φυγή. Στη μάχη αυτή ο εχθρός είχε απώλεια 47 άνδρες, οι οποίοι εγκαταλείφθηκαν από τους συμπολεμιστές τους στο πεδίο της μάχης, και εκατό τραυματίες55.
Ο Ιμπραήμ, βλέποντας τη μεγάλη δύναμη που προστάτευε το απόρθητο μοναστήρι, ματαίωσε μία συστηματικότερη επιθεση56.
Αυτών των γεγονότων είχε προηγηθεί ένα γράμμα του Ιμπραήμ προς τους πατέρες του Μεγάλου Σπηλαίου, με το οποίο τους υποδείκνυε να παραδοθούν. Η απάντηση των πατέρων ήταν εύγλωττη: « Ελάβαμε την ένδοξη και θαυμάσια επιστολή σας, με την οποία μας πληροφορείτε ότι αν παραδοθούμε σε σας, θα μας χαρίσετε πολλά δώρα, αλλά το εναντίον αν δεν παραδοθούμε θα μας πολεμήσετε. Τι θαυμάσιο πράγμα είναι να κατακτά κανείς μοναχούς, αλλά και η ντροπή θα είναι μεγάλη αν κατακτηθεί απ' αυτούς, γιατί είμαστε αποφασισμένοι να πεθάνουμε γι' αυτό. Σου λέμε λοιπόν, πήγαινε πρώτα να υποτάξεις την Ελλάδα και κατόπιν θα σου παραδοθούμε»57.
VΙΙ. Δεύτερη απόπειρα του Ιμπραήμ
Η δεύτερη απόπειρα του Ιμπραήμ πραγματοποιήθηκε την άνοιξη του 1826. Ο αιγύπτιος στρατηλάτης επέστρεφε στην Πελοπόννησο από το πολύπαθο Μεσολόγγι νικητής αλλά με τις δυνάμεις του αποδεκατισμένες. Σκοπός του ήταν να κατεβεί στην Τριπολιτσά.
Μπήκε ανενόχλητος στα Καλάβρυτα και στις 4 Μαΐου έκαψε τη Μονή της Αγίας Λαύρας, που είχε εγκαταλειφθεί από τους μοναχούς στο έλεος του βάρβαρου επιδρομέα58. Οι θησαυροί και τα κειμήλια της μονής είχαν μεταφερθεί σε ασφαλή μέρη. Ένα μέρος των κειμηλίων μεταφέρθηκε στο Μέγα Σπήλαιο59. Ο Ιμπραήμ έκαψε και τα μετόχια της μονής, καθώς και τα άδεια χωριά της περιοχής. Μία μικρή αλλά σθεναρή αντίσταση συνάντησε στη θέση Καστράκι, όπου του επιτέθηκαν οι καπετάνιοι Νικ. Σολιώτης και Γκολφίνος Πετμεζάς60.
Την επόμενη μέρα (5 Μαΐου) σκέφθηκε να επιτεθεί και εναντίον του Μ. Σπηλαίου. Για το σκοπό αυτό έστειλε στο μοναστήρι μία μικρή ανιχνευτική δύναμη. Εκτός από τη γνωστή φυσική οχύρωση, η μονή διέθετε ένα αξιόλογο στρατιωτικό σώμα για την υπεράσπισή της. Έτσι, ο Ιμπραήμ αποφάσισε να αναβάλει την προσπάθεια, σχεδιάζοντας μία πιο οργανωμένη επιδρομή. Αυτή η επίθεση πραγματοποιήθηκε το επόμενο έτος61.
Οι πατέρες του Μεγάλου Σπηλαίου γράφοντας62 στον Κολοκοτρώνη υπογράμμιζαν την επικινδυνότητα της κατάστασης, αλλά και διατύπωναν την αποφασιστικότητά τους να αντιμετωπίσουν τον εχθρό με κάθε κόστος:
« Εξοχώτατε Κολοκοτρώνη
Το φρικτόν όνομα του Σατράπη, αι μεγάλαι του δυνάμεις και τα γενναία του αποτελέσματα, και περιπλέον η πτώσις του Μεσολογγιού, όχι μόνον δειλίαν και ανανδρίαν γενικώς προς άπαντάς τους Έλληνες επροξένησαν, αλλά και απελπισίαν μεγάλην. Εκ τουναντίον δε εμψυχώθησαν και ενθαρρύνθησαν οι λαοί μαθόντες και πληροφορηθέντες την εκστρατείαν της εξοχότητός Σας και την επί των ολικών Πελοποννησιακών αρμάτων πληρεξουσιότητα, καθότι πεπεισμένοι όντες εις τον οποίον απ' αρχής του ιερού τούτου αγώνος πατριωτικόν Σας ζήλον εδείξατε, εις την αξιότητά σας, επιμέλειάν σας και λοιπά στρατηγήματα και ηρωϊκά κατορθώματα κατά του εχθρού, είναι ευέλπιδες ότι θέλει αναφανούν νικηταί εναντίον του εχθρού, θέλει ματαιώσουν όλα του τα φρονήματα, και θέλει θριαμβεύσουν ως και άλλοτε με την παρουσίαν του ονόματός Σας δεν έλειψε και ο πατριωτισμός, ο μέγας ενθουσιασμός της πίστεώς μας, και το μεγαλείτερον προ πάντων ο οίκος της υπεραγίας ημών Θεοτόκου Μεγασπηλαιωτίσσης, να μας καθυποβάλλη εις τον ζυγόν της υποχρεώσεως, να μας αποτινάξη εκ των καρδιών ημών κάθε δειλίαν και φόβον, να μας εξάψη νέον ζήλον και ενθουσιασμόν, και να μας ενθαρρύνη ν' ανθέξωμεν πολεμούντες τον εχθρόν, μ' όλον ότι υστερούμεθα πολλά βοηθητικά μέσα του πολέμου, έως της τελευταίας ρανίδος του αιματός μας δια τούτο θερμοπαρακαλούμεν και την εξοχότητά Σας, οπού να δείξητε τον ζήλον και προθυμίαν Σας εις καιρόν ανάγκης και να μην εκλείψη από το ιερόν τούτο καταγώγιον η ανήκουσα υπεράσπισίς Σας, εξ ης πρόκειται η σωτηρία της πατρίδος μας, η αποφυγή της επικινδυνώδους παρούσης περιστάσεως, και η ασφάλεια της ιεράς ταύτης βασιλικής Μονής, ήτις και αεννάως υπτίαις χερσίν εύχεται προς την υπεραγίαν ημών Μεγασπηλαιώτισσαν δια την πολυχρόνιον ζωήν Σας, αποφυγήν παντός κακού και επιτυχίαν παντός αγαθού, και νίκας λαμπράς κατά του εχθρού σας εξηγείται σαφέστερον και ο το παρόν μας επιφέρον συνάδελφός μας, και ούτω μένομεν.
Τη 29 Απριλ. Μ. Σπήλαιον 1826.
Ο καθηγούμενος Δαμασκηνός, και οι συν εμοί»
VΙΙΙ. Επίθεση του Ιμπραήμ εναντίον του Μεγάλου
Σπηλαίου
Ο Ιμπραήμ, ενώ μέχρι το 1827 επεδείκνυε μία εξαιρετική σκληρότητα προς τους επαναστατημένους, πράγμα που σφυρηλατούσε την υπομονή τους και το αγωνιστικό τους φρόνημα, από τότε και στο εξής άλλαξε τακτική, με σκοπό να τους κάνει να υποχωρήσουν οικειοθελώς. Έγινε πιο ήπιος και διαλλακτικός, με αποτέλεσμα πολλοί Έλληνες να υποταχθούν. Ο λαός είχε κουραστεί από τον αγώνα και ολόκληρα χωριά είχαν δηλώσει μετάνοια στον αδίστακτο επιδρομέα, για να αποφύγουν την ολοσχερή καταστροφή. Ο Ιμπραήμ έδινε «προσκυνοχάρτια» σε όλους όσοι δήλωναν υποταγή.
Για την εξάπλωση του φαινομένου συνέβαλε σημαντικά ο Δημήτριος Νενέκος, ένας ικανός οπλαρχηγός από την Αχαΐα, που για λόγους αντιζηλίας ενέδωσε στις δελεαστικές προτάσεις του Δελή- Αχμέτ της Πάτρας. Ο Νενέκος με τις εκδουλεύσεις του στο στρατόπεδο των Αιγυπτίων κέρδισε την εμπιστοσύνη του Ιμπραήμ, απέκτησε αξιώματα και υλικά οφέλη και έφτασε να ηγείται ενός ξεχωριστού στρατιωτικού σώματος, των τουρκοπροσκυνημένων Ελλήνων63.
Το φαινόμενο αυτό του μαζικού προσκυνήματος, που απειλούσε να καθορίσει την πορεία του αγώνα, κατάφερε να αναστείλει με αποφασιστικότητα ο Θεόδωρος Κολοκοτρώνης, έχοντας το σύνθημα «φωτιά και τσεκούρι στους προσκυνημένους». Ο ίδιος αφηγείται ένα σχετικό περιστατικό: «Τότε έστειλεν ο Μπραΐμης καταπατητάδες να ιδή που είμαι και τι ασκέρι έχω, και έδωσε ενός Ρωμιού τριακόσια μπαρμπούτια δια να μάθη που είμαι να μου ριχθή επάνω, και εγώ τον επίασα και έστειλα εις την δημοσιά και τον εκρέμασα, εις τα Καλάβρυτα, δυό ώρες απ' έξω. Τον εκρέμασα με ένα χαρτί που έλεγε το φταίξιμό του: Προδότης του Έθνους. Και τους άλλους δυό τους έστειλα εις το μοναστήρι, εις το Μέγα Σπήλαιον, διότι δεν ήτον βεβαιωμένοι προδότες...»64.
Ο Φωτάκος, εξάλλου, στα Απομνημονεύματά του μας πληροφορεί ότι και οι ίδιοι οι πατέρες του Μεγάλου Σπηλαίου αντιμετώπιζαν το πρόβλημα των τουρκοπροσκυνημένων, που νέμονταν την περιοχή, αντλώντας πληροφορίες για λογαριασμό του Ιμπραήμ, όταν ο τελευταίος είχε αποφασίσει να επιτεθεί εναντίον του μοναστηριού: «Ούτος [ο Ιμπραήμ], ...εστρατοπέδευσε και ετέντωσεν εκεί εις την Σάλμεναν, εφοβέριζε την μονήν του Μεγάλου Σπηλαίου. Οι δε φρόνιμοι μοναχοί δεν είχον την δύναμιν να πιάνουν τους προδότας και Τουρκοπροσκυνημένους Έλληνας, και δια τούτο εζήτησαν την βοήθειαν του Γενικού Αρχηγού. Έπειτα όμως πολλούς εξ αυτών των προδοτών επίασαν και έστειλαν μόνον ένα προς τον Κολοκοτρώνη, όστις αμέσως τον εκρέμασε»65. Οι πράκτορες του Ιμπραήμ προσπαθούσαν άλλωστε να πείσουν τους μεγαλοσπηλαιώτες να παραδοθούν δηλώνοντας υποταγή, με αντάλλαγμα να μη βλαφθεί το μοναστήρι.
Ωστόσο, παρά τη νικητήρια εκστρατεία του Ιμπραήμ στο Μεσολόγγι, ο στρατός του είχε πολλές απώλειες, και αυτός που απέμεινε άρχισε πλέον να εμφανίζει φανερά σημεία κόπωσης. Εξάλλου, ο ανταρτοπόλεμος η «πόλεμος των σπηλαίων» (Θ. Ρηγόπουλος), μοναδικός τρόπος αντίστασης για τους επαναστάτες της Πελοποννήσου, και οι κακουχίες των είκοσι μηνών από την αφιξή τους στην Πελοπόννησο είχαν εξαντλήσει τους άνδρες του Ιμπραήμ66.
Το Μέγα Σπήλαιο εκείνη την εποχή είχε γίνει πραγματικό καταφύγιο του λαού. Πολλοί πρόκριτοι με τις οικογένειές τους είχαν καταλύσει στο μοναστήρι παίρνοντας μαζί τους και τις οικογένειές τους. Το ίδιο είχε γίνει και στην έκρηξη της Επανάστασης, όταν, κατά τη μαρτυρία του Φωτάκου, η οικογένεια του Κανέλλου Δεληγιάννη βρήκε καταφύγιο εκεί αργότερα, το 1824, ο Λόντος με το συγγενή του Ανδρέα έστειλε την οικογένειά του στο Μέγα Σπήλαιο67. Το γεγονός ότι το μοναστήρι λειτουργούσε ως καταφύγιο τα δύσκολα χρόνια του αγώνα, οφειλόταν κυρίως στη φυσική οχύρωση που του παρέχει η ορεινή πελοποννησιακή γη. Από πάντα το μοναστήρι αυτό θεωρούνταν απόρθητο. Άλλος λόγος ήταν η ακμαία οικονομική κατάστασή του πράγματι, πέρα από το σωματικό μόχθο που συνεπαγόταν η φροντίδα τόσων ανθρώπων, οι μοναχοί έπρεπε να διαθέτουν μεγάλους οικονομικούς πόρους και μόνο για τη διατροφή των φιλοξενουμένων. Είναι αλήθεια πως οι πατέρες αγόγγυστα παρείχαν τις πολύτιμες υπηρεσίες τους στο λαό που κατέφευγε στο μοναστήρι68. Τέλος, δεν πρέπει να παραθεωρηθεί η σημαντική ψυχολογική στήριξη που αντλούσε ο λαός από την παρουσία της θαυματουργής εικόνας της Θεοτόκου. Ο λαός ακουμπούσε τις ελπίδες και τους φόβους του υπό την σκέπη της Παναγίας, ως « Υπερμάχου Στρατηγού» και ακατανίκητης εγγυήτριας της ασφάλειάς του.
Ας επιστρέψουμε, όμως, στα γεγονότα. Αφότου ο Ιμπραήμ, όπως είδαμε, είχε στρατοπεδεύσει στη θέση Σάλμενα βολιδοσκοπώντας το μοναστήρι, οι μοναχοί εζήτησαν βοήθεια από τον Κολοκοτρώνη. Πράγματι, ο Γενικός Αρχηγός έστειλε στο μοναστήρι στρατιωτική δύναμη με επικεφαλής τους Φωτάκο, Ν. Καραχάλιο, Κ. Μέλλιο και Θεοδόσιο Παπαγιαννακόπουλο, καθώς και ένα τμήμα της σωματοφυλακής του69. Εξάλλου, σε επιστολή του προς τους μοναχούς του Μεγάλου Σπηλαίου, ο Γέρος του Μοριά γράφει70:
«Προς τον Πανοσιώτατον άγιον καθηγούμενον και λοιπούς πατέρας του Μ. Σπηλαίου.
Έλαβον το από χθες γεγραμμένον σας και είδον τα εν αυτώ και το κίνημα του εχθρού εγώ Σεβαστοί πατέρες δεν εφρόντισα ουδέ φροντίζω δι' άλλο τι, αλλά η καθημερινή φροντίς μου είναι το να παρακινώ τα στρατεύματα να τρέξωσι προς τούτο το μέρος, και καθ ας καθ' ημέραν λαμβάνω πληροφορίας συνέρχονται γλήγωρα πανταχόθεν (...) Αλλ' εκείνο, το οποίον σπεύδω να σας αναγγείλω ευχαρίστως είναι ότι στρατηγ. Κολιόπουλος και Γενναίος με γράφουν από της Κυράς το Γεφύρι, ότι χθες το εσπέρας απέρνουν εις Λιβάρτζι και Σοπωτόν με επέκεινα των 3 χιλιάδων Καρυτινών, και εσκόπουν συσσωματωθέντες με τον Συσίνην και Παπασταθόπουλον, τους οποίους επερίμενον εκεί και με όλα τα άρματα του Λιβαρτζίου, τα οποία είναι διωρισμένοι να εκκινήσουν δια του πυρός και του σιδήρου, να προχωρήσουν εις όποιον μέρος του εχθρού ήθελε τους οδηγήσωσι με ειδοποιούν προσέτι, ότι όλα εκείνα τα μέρη εμψυχωθέντα έλαβον εκ νέου τα άρματα, όθεν δεν μένει αμφιβολία, ότι ο εχθρός θα δώση προς εκείνο το μέρος εν μέγα μέρος της προσοχής του, και ότι αν έχη σκοπόν να πολεμήση το Σπήλαιον θέλει τον μεταβάλλει άφευκτα (...) εξωτερικάς ειδήσεις έχομεν καλάς, τας οποίας από τον στρατ. Νικολάκη Πετιμεζάν και υπασπιστήν μου Φώτιον πληροφορείσθε γενναιότης Πατέρες και μην ολιγοκαρδίζετε, τα πράγματά μας θα λάβουν την επί τα κρείττω μορφήν γλήγορα, μένω.
15 Ιουνίου 1827 από τον Κάμπον Φενεού
ο Γενικός Αρχηγός
Θ. Κολοκοτρώνης»
Πολύ κατατοπιστική είναι και μία επιστολή των μεγαλοσπηλαιωτών στην οποία οι μοναχοί δηλώνουν την εμπιστοσύνη τους στη στρατιωτική δύναμη που ανέλαβε την υπεράσπιση του μοναστηριού, με επικεφαλής το Νικόλαο Πετμεζά71:
«Πιστοποιούμεν άπαντάς τους Πατριώτας οι υποσημειούμενοι, ότι αφ' ης ώρας εδιωρίσθη παρά του Γεν. αρχηγού της Πελοποννήσου Κ. Θεοδώρου Κολοκοτρώνου φρούραρχος του Μεγάλου Σπηλαίου, ο γενναιότατος Στρατηγός Κύριος Νικόλαος Πετιμεζάς, δεν έλειψε να εκτελέση όλα του τα χρέη, προς διάσωσιν του ιερού τούτου καταγωγίου και των υπ' αυτό καταφυγουσών φαμηλιών μ' όλην την απαιτουμένην ευταξίαν, με τους υπαλλήλους του και μάλιστα καθ' ον καιρόν εισέβαλεν ο εχθρός εν ταύτη τη επαρχία και εφώρμησεν κατά του Μοναστηριού αλλά και εν όλω τω διαστήματι της αυτού φρουραρχίας, εφάνη προστάτης παντοιοτρόπως μεθ' όλης της αυτού οικογενείας, και τούτου χάριν επευχόμεθα υπέρ αυτού προς Κύριον όπως και του λοιπού ενισχύσει αυτόν κατά του εχθρού επ' αγαθώ της πατρίδος.
Ο Καθηγούμενος και οι συν εμοί»
Με την τρομοκρατία των συγχωροχαρτιών, οι ανυπόταχτοι Έλληνες είχαν καταφύγει στο Μέγα Σπήλαιο. Η πτώση του μοναστηριού, κατά τη δραματική φράση του Νικολάου Πετμεζά προς τον Κολοκοτρώνη, θα σήμαινε και την απώλεια όλης της επαρχίας. Την έκκληση του Πετμεζά διασώζει ο Κολοκοτρώνης διηγείται ο ίδιος: «Τρέξε να πάμε εις το Μέγα Σπήλαιο, γιατί τότε παραδίδεται το Σπήλαιον και χάνεται όλη η επαρχία»72. Ο Αρχηγός τότε αποφάσισε να στείλει τον Πετμεζά στο μοναστήρι με τον Φωτάκο, ενώ ο ίδιος πήγε στη μονή Αγίου Γεωργίου, «στου Φονιά». Απ' τη μονή Αγίου Γεωργίου στέλνει την ακόλουθη επιστολή προς τον Ν. Πετμεζά:
«Προς τον Στρ. Ν. Πετιμεζάν.
Επειδή ο εχθρός συγκεντρωθείς ήδη εις την Μητρόπολιν των Καλαβρύτων επαπειλεί εξαιρέτως το Μέγα Σπήλαιον, και επειδή δια να οχυρωθή αυτή η θέσις, ήτις αποτελεί όχι κατωτέραν δύναμιν ενός φρουρίου, δια τε το οχυρόν αυτής και δια το πλήθος των εν αυτή καταφυγουσών φαμηλιών, έχει ανάγκην ικανής στρατιωτικής δυνάμεως, ήτις αντιπαρατάττεται εις κάθε εχθρικήν προσβολήν, και να φυλάττη πάντοτε την απαιτουμένην εις τε το Μοναστήριον και τους εν αυτώ καταφυγόντας πολίτας ευταξίαν, δια τούτο θέλων να προκαταληφθώσιν αυτά σε διατάττω ως εφεξής:
Α'. Να λάβης υπό την οδηγίαν σου εξακοσίους στρατιώτας καλούς πραγματικούς, των οποίων θέλεις είσαι επί κεφαλής, και θέλεις καταλάβεις και οχυρώσεις με αυτούς όλας τας περί το Σπήλαιον αναγκαίας θέσεις, δια ν' αντιπαραταχθής, χρείας τυχούσης, εις κάθε εχθρικόν κίνημα.
Β'. Θέλεις έχει κατά τούτο, την δυνατήν σύμπραξιν των Πατέρων του ιερού Μοναστηριού καθώς ειδοποιούνται τούτο.
ΣΤ'. Θέλει με ειδοποιήσεις την κατάστασιν και τας χρείας αυτού του ιερού Μοναστηριού δια να τας αναφέρω όπου ανήκει, και δια να ληφθώσιν εγκαίρως μέτρα περί προμηθείας των αναγκαίων των δι' αυτό. Εύελπις, ότι θέλεις ευαρεστήσει εις τον διορισμόν τούτον, κατά την οποίαν χαίρεις αγαθήν υπόληψιν, μένω.
24 Ιουνίου 1827, εν Φονιά.
ο Γεν. Αρχηγός
Θ. Κολοκοτρώνης»
Τρεις ημέρες μετά τη σύνταξη αυτού του γράμματος του Κολοκοτρώνη, οι πρόκριτοι του χωριού Νεζερά εκφράζουν τη χαρά τους για τον ερχομό του Πετμεζά στο Μ. Σπήλαιο με την ακόλουθη επιστολή73:
« Εξοχώτατε Γενικέ Αρχηγέ κ. Θ. Κολοκοτρώνη και στρατ. Βασ. Πετμεζά,
Εμάθαμε τον καλό σας ερχομό εις το Μέγα Σπήλαιο δια τούτο σας ευχαριστούμεν και εκφράζομεν την χαράν μας εις αυτήν την περίστασιν του τόπου μας και εμείς μη δυνάμενοι να βαστήξωμεν τη σκλαβιά και εγλυτώσαμε τους ανθρώπους μας και τα πράγματα κατά το παρόν δια τούτο λέγομεν δεν ηφέραμεν καμμιάν πείραξιν εις το Έθνος μας, όθεν δια λόγου ακούομεν από πολλά μέρη ότι επέσαμεν εις την οργήν σας, ότι να μας αφανίση εξ ολοκλήρου όπου αυτό δεν ελπίζαμεν ποτέ από την εξοχότητά σας, εάν όμως δεν ηθέλομεν κάμωμεν αυτήν την συμφωνίαν, ταύτην την ώραν δεν ήθελε μας μείνει τίποτα καθώς και εις πολλά άλλα μέρη έκαμε, δια τούτο παρακαλούμεν οπού να μη δοθή αιτία του κακού εις τον αθώον λαόν και αφανισθή διότι όταν πειραχθή ο λαός αποφασίζει και πίπτει εις το πέλαγος, διότι εις το εξής αν ακολουθήση και ένα εναντίον εις τον αθώον λαόν είναι εις τον λαιμόν του μεγαλειτέρου. Τόσον και μένομεν μ' όλον το σέβας.
Πρόκριτοι των χωριών τη 29.6.1827
Χωριά Σουμπάσι Νεζερών
Πρόκριτοι
Γιαν. Κοντογιωργάκης, Κ. Οικονομόπουλος, Καρασπύρου, Χρ. Τζαμής.»
Ο απολογητικός τόνος των συντακτών της επιστολής μας δίνει ένα δείγμα της σύγχυσης που διέκρινε το μέρος εκείνο των Ελλήνων που είχαν αναγκαστεί να υπογράψουν το ατιμωτικό προσκυνοχάρτι: Από τη μία πλευρά είχαν την πικρή συνείδηση του προσκυνημένου, ενώ από την άλλη διατηρούσαν ακόμη τις κρυφές ελπίδες τους στο αίσιο για τους επαναστατημένους τέλος του αγώνα ένα αίσιο τέλος που εγγυόταν η βαριά παρουσία του Γέρου του Μοριά. Τέτοιο προσκυνοχάρτι (ραϊ-μπουγιουρντί), όπως θα δούμε, προτάθηκε και στους μεγαλοσπηλαιώτες να υπογράψουν.
Ας εξετάσουμε, όμως, τώρα τις αντιδράσεις που προκάλεσε στο μοναστήρι η παρουσία του Ιμπραήμ στην περιοχή. Είναι αλήθεια ότι οι μοναχοί είχαν κουραστεί από την κοπιώδη φιλοξενία τόσων ανθρώπων στο «ιερόν καταγώγιον». Είχαν σαφή συνείδηση της απειλής, γνωρίζοντας τον δύσκολο και καθοριστικό ρόλο που έπαιζε για τον αγώνα το Μέγα Σπήλαιο, πράγμα που γνώριζε και ο Ιμπραήμ. Εκείνη την εποχή στην ηπειρωτική Πελοπόννησο τρεις ήταν κυρίως οι πυρήνες αντιστάσεως των επαναστατημένων: η Μάνη, το Παλαμήδι και το Μέγα Σπήλαιο.
Τη φορά αυτή ο Ιμπραήμ είχε έρθει αποφασισμένος να βλάψει τη Μονή. Εξάλλου, οι εσωτερικές διαμάχες της ελληνικής ηγεσίας είχαν τον ανάλογο αντίκτυπο και στη μοναστική αδελφότητα. Άλλοι θεωρούσαν σκόπιμο να αντισταθούν μέχρι θανάτου στις τουρκικές ορδές, ενώ άλλοι ολιγωρούσαν και έβλεπαν συμφέροντα έναν ταπεινωτικό συμβιβασμό. Όπως είδαμε από τα έγγραφα, τελικά επικράτησε η μερίδα των πιο θαρραλέων και αποφασισμένων μοναχών, ώστε την κρίσιμη στιγμή της μάχης να συμμετάσχουν όλοι στην αναχαίτιση της επίθεσης. Σύμφωνα με τον Φωτάκο, στο τέρμα αυτής της διχόνοιας, αποσκοπούσε η αποστολή των μοναχών Ιωάννη Κανελλόπουλου και Παγκρατίου Πολυζωγόπουλου και του Ν. Πετμεζά στη Βόχα Κορινθίας, όπου βρισκόταν ο Κολοκοτρώνης. Με τα λόγια του Φωτάκου «ούτοι είχαν σταλεί από όλους τους μοναχούς της μονής δια να ζητήσουν βοήθειαν στρατιωτικήν από τον Κολοκοτρώνην προς σωτηρίαν της Μονής, την οποίαν ο Ιμβραήμ εφοβέριζε, και προς κατάπαυσιν της εσωτερικής των ιδίων μοναχών διχονοίας, οι οποίοι διηρημένοι εις δύο κόμματα, εξ ων το μεν ένα ήτο των Πετιμεζαίων, το δε άλλο των αρχόντων»74.
Έτσι ο Γενικός Αρχηγός αποφάσισε την αποστολή στρατιωτικού σώματος, για να υπερασπίσει το μοναστήρι, καθώς και την αποστολή ενθαρρυντικών επιστολών, με σκοπό να τονώσει το ηθικό των μοναχών. Εξάλλου, για την οικονομική στήριξη της Μονής, ο ίδιος ο Κολοκοτρώνης είχε μεριμνήσει να συσταθεί μία τριμελής επιτροπή αποτελούμενη από τους Προκόπιο Παπαδόπουλο από τη Νεμνίτσα, Συμεώνα Περδικάρη από τη Βυτίνα και Κωνσταντίνο Μούτσο από τη Στεμνίτσα. Αυτοί διατάχθηκαν να πάνε στα Καλάβρυτα, με σκοπό να συγκεντρώσουν τρόφιμα «και λοιπά αναγκαία» προς εφοδιασμό του Μεγάλου Σπηλαίου75.
Όταν έφτασε ο Φωτάκος στο Μέγα Σπήλαιο, όπως μας πληροφορεί ο ίδιος, ηγούμενος της στρατιωτικής δύναμης που είχε διατάξει ο Κολοκοτρώνης, οι μοναχοί τον υποδέχτηκαν με χαρά. Ο Υπασπιστής του Κολοκοτρώνη, βλέποντας την καλή οχύρωση της Μονής, μη θέλοντας να «δώση βάρος εις το Μοναστήριον», διέταξε τη σωματοφυλακή του Κολοκοτρώνη να γυρίσει πίσω. Ο Φωτάκος πήρε αυτή την απόφαση, βλέποντας ότι, εκτός από τις οικογένειες που βρίσκονταν ήδη μέσα στο μοναστήρι, «χιλιάδες ψυχαί, άνδρες και γυναικόπαιδα» είχαν συναχθεί έξω από τη Μονή. Από αυτούς πολλοί τρέφονταν από το μοναστήρι76. Το γενικό πρόσταγμα είχε ο στρατηγός Νικόλαος Πετμεζάς.
Η οχύρωση της Μονής είχε αρχίσει ήδη από το προηγούμενο έτος (1826), κατά τη δεύτερη απόπειρα του Ιμπραήμ εναντίον του Μεγάλου Σπηλαίου. Αρχικά κατασκευάστηκε ένας πύργος προς τη βορεινή πλευρά του μοναστηριού. Κατόπιν στην κορυφή του βράχου χτίστηκαν άλλοι δύο πύργοι σε μικρή απόσταση μεταξύ τους. Ο νοτιότερος ήταν πολυώροφος διέθετε δεξαμενή και παρεκκλήσιο (της Αναλήψεως). Σώζονται ακόμη ο πρώτος και ο μεγαλύτερος από αυτούς που χτίστηκαν πάνω στο βράχο. Στον τελευταίο υπάρχει εντοιχισμένη πλάκα με την εξής επιγραφή: «Τόνδε ιθιδρύσαντο Θεώ περικαλλέα νήσον Αιγυπτίων όλον σμήνος απωσάμενοι ιόβιοι Μεγάλου Σπηλαίου καμμονίτην δε αυτής Σπηλαίτης Παμβασίλεια δίδου, εγένετο η μάχη εν έτει 1827 μηνί Ιουνίω 24»77. Όπως γνωρίζουμε ήδη, το μοναστήρι διέθετε δύο κανόνια: το ένα ήταν τοποθετημένο στην κορυφή του βράχου και το δεύτερο βόρεια, καλύπτοντας τα νοτιοδυτικά και βορειοδυτικά νώτα της Μονής. Εκτός αυτών, γύρω από το μοναστήρι υπήρχαν πολλά χαρακώματα, για τα οποία ομιλεί και ο Οικονόμος στο Κτιτορικόν του78. Χαρακώματα είχαν διαμορφώσει οι αμυνόμενοι και σε δύο ευαίσθητα, από στρατηγική άποψη, σημεία του μοναστηριού. Αφ' ενός στο καμμένο αλώνι, περίπου 500 μέτρα ΒΔ του κυρίως κτιριακού σώματος της Μονής και αφ' ετέρου στο σημείο Πανηγυρίστρα, έναν μικρό λόφο κοντά στον Βουραϊκό Ποταμό, περίπου 600 μέτρα δυτικά της Μονής, όπου άλλοτε κατά την ημέρα της Παναγίας γινόταν μεγάλη εμποροπανήγυρη. Εκεί οι μοναχοί είχαν χτίσει μικρά οικήματα με έναν μικρό πύργο. Ενόψει του κινδύνου, οι μοναχοί έκαψαν τα οικήματα και έσκαψαν χαρακώματα, αναγκαία για την υπεράσπιση του νευραλγικού αυτού σημείου. Την πρόσοψη της Μονής κάλυπτε ένα τείχος μήκους 180 ποδών και αγνώστου πάχους79.
Το μοναστήρι υπερασπίζονταν περίπου 600 εμπειροπόλεμοι αγωνιστές υπό το γενικό πρόσταγμα του Ν. Πετμεζά. Μαζί τους συντάχθηκαν και πολλοί μοναχοί με επικεφαλής τον γενναίο μοναχό Γεράσιμο Τορολό.
Ο Ιμπραήμ πριν επιτεθεί εναντίον της Μονής, και γνωρίζοντας πόσο δύσκολο θα ήταν να την καταλάβει με πόλεμο παρά τη μεγάλη υπεροχή του σε στρατό, επιχείρησε να δελεάσει τους μοναχούς, προτείνοντάς τους να υποταχθούν οικειοθελώς, ώστε να αποφευχθεί η επίθεση. Για το σκοπό αυτό έστειλε στο μοναστήρι τον αρχιγραμματέα του Σάμη του Σιέχ Νεντσίπ με το εξής γράμμα:
« Ο υψηλότατος αυθέντης μας, ως ένθερμος υπερασπιστής των Παλαιών Βακουφίων (ιερών καταστημάτων), επιθυμών πάντοτε και να μη χύνωνται αίματα, μηδέ να καταστρέφωνται πόλεις και χωριά, και τοιαύτα μάλιστα βακούφια καθώς το ιδικόν σας, κατά προσταγήν της υψηλότητός του σας γράφω, να γνωρίσετε το μεχαρμέτι του (ευσπλαχνίαν του) και την απόφασίν του πραγματικώς, να έλθετε εδώ εις Καλάβρυτα δύω εκ των προκρίτων ρουχπανίδων (καλογήρων), να δώσετε την υποταγήν και το ραγιαλίκι σας εις την υψηλότητά του, και σας υπόσχεται μεγάλα χαρίσματα εις το βακούφι σας και πολλάς τιμάς θέλει διπλασιάσει και τα χαρίσματά του από όσα σας είχεν ο κραταιός Σουλτάνος. Και όλα ταύτα σας τα υπόσχομαι από μέρους της υψηλότητός του, και αν ήθελε να σας απατήσω να είμαι αρνητής του Μωαμέτη και του Αλκορανίου, να είμαι άτιμος, και η κατάρα του αγιωτάτου πατρός μου Σιέχ Νεντσίπ εφέντη να καταδικάζη δια παντός και εμένα και όλην την οικογένειά μου ει δε και σταθήτε εις την ανοησίαν και απάτην των Κοτσιαμπάσηδων και των κλεπτών, και σεις θέλει αφανισθήτε και το βακούφι, και η Υψηλότης του να είναι αμέτοχος από αμαρτίας, και σεις δόσετε λόγον εις τον Θεόν.
19 Ιουνίου 1827»80
Στις 21 Ιουνίου, ο Ιμπραήμ αναγκάστηκε να στείλει άλλη επιστολή προς το Μέγα Σπήλαιο, προσπαθώντας με απειλές να «συνετίσει» τους μοναχούς. Η επιστολή έχει ως εξής:
«Ευγενέστατε ηγούμενε και επίλοιποι παπάδες και καλόγεροι Μεγάλου Σπηλαίου.
Σας σημειώνω ότι είμεθα φερμένοι με τον υψηλότατον Ιμβραήμ Πασάν αφέντη μας εις κάμπον Καλαβρύτων εδώ και τέσσαρες ημέρες προτηνότερα και έχομεν μεγάλας ορδινίας και ετοιμασίας δια την πολιορκίαν μοναστηρίου Μεγάλου Σπηλαίου. Και ως τάχυ προσμένομεν να μας έλθουν και τόπια και αι μπόμπες και αρκετά σύνεργα δια μήνες και έπειτα από μία η και δύο ημέρας να ρίξωμεν τα ορδιά μας περί πολιορκίας του μοναστηρίου, εις αυτά τα μέρη δια τούτο σας φανερώνω ότι να λυπηθήτε το μοναστήρι σας να μην τύχη και χαλάση και ο,τι εις τον άλλον καιρόν δεν εχάλασε μην τύχη και χαλάση: και τώρα μάλιστα οι πλέον άγνωστοι (οι αμαθέστεροι) από λόγου σας ήρθαν και προσεκύνησαν τον αφέντη μας και εγλύτωσαν τα χωριά τους και τόσον λαό και την ζωήν τους και το πράγμα τους. Λοιπόν του λόγου σας είσθε γνωστικότεροι από εκείνους και θέλει στοχασθήτε το κάθε πράγμα καλλίτερα. Παρά πάνω δεν σας γράφω, θέλει πληροφορηθήτε και από το γράμμα του φίλου μου του Φωτήλα, θέλει σας συμβουλεύση ο ίδιος.
Ηγούμενε, θέλει στοχαστής ετούτο το κίνημα των Ρωμαίων δεν θέλει εύγει σε κεφάλι. Λοιπόν σαν φρόνιμος οπού είσαι στοχάσου βαθειά πως δεν ευρίσκεις καλό τέλος και θα είσαι νικημένος θέλεις εξεύρη ότι αυτό όπου σας γράφω, το γράφω με του υψηλοτάτου αφέντη μας τον ορισμόν και να με αποκριθήτε εις τα όσα σας γράφω.
Σάμη Εφέντης.
τη 21 Ιουνίου 1827
Σεγνεζτίπ εφέντης (Τ.Σ.)»
Οι πατέρες, αφού συσκέφθηκαν, συνέταξαν την ακόλουθη επιστολή, την οποία έστειλαν στον αρχηγό των αντιπάλων:
« Υψηλότατε αρχηγέ των Οθωμανικών αρμάτων, χαίρε.
Ελάβαμεν το γράμμα σου και είδομεν τα όσα γράφεις, ηξεύρομεν πως είσαι εις τον κάμπον των Καλαβρύτων πολλάς ημέρας και ότι έχεις όλα τα μέσα του πολέμου. Ημείς δια να προσκυνήσωμεν είναι αδύνατον, διότι είμεθα ορκισμένοι εις την πίστιν μας, η να ελευθερωθώμεν η να αποθάνωμεν πολεμούντες και κατά το αΐνι μας δεν γίνεται να χαλάση ο ιερός όρκος της πατρίδος μας. Σε συμβουλεύουμε όμως να υπάγης να πολεμήσης σε άλλα μέρη, διότι, αν έλθης εδώ να μας πολεμήσης και μας νικήσης, δεν είναι μεγάλον κακόν, διότι θα νικήσης παπάδες, αν όμως νικηθής, το οποίον ελπίζομεν άφευκτα, με την δύναμιν του Θεού, διότι έχομεν και θέσιν δυνατήν και θα είναι εντροπή σας και τότε οι Έλληνες θα εγκαρδιωθούν και θα σε κυνηγούν πανταχού. Ταύτα σε συμβουλεύομεν και ημείς, κάμε ως γνωστικός το συμφέρον σου, έχομεν και γράμματα από την βουλήν και από τον αρχιστράτηγον Θεόδωρον Κολοκοτρώνην, ότι εις πάσαν περίπτωσιν πολλήν βοήθειαν θα μας στείλη, παλληκάρια και τροφάς και ότι η θα ελευθερωθώμεν τάχιστα η θα αποθάνωμεν κατά τον ιερόν όρκον της Πατρίδος μας.
ΔΑΜΑΣΚΗΝΟΣ
Ο ηγούμενος και συν εμοί παπάδες και καλόγεροι
τη 22 Ιουνίου 1827, Μέγα Σπήλαιον»81
Μετά απ' αυτή την αποφασιστική απάντηση των πατέρων όλα ήταν έτοιμα για την κρίσιμη αναμέτρηση. Ο Ιμπραήμ είχε 15.000 άνδρες και με το στρατό του Δελή Αχμέτ ο αριθμός των επιτιθεμένων έφθανε τους 20.000 μαχητές82. Πρέπει να σημειωθεί ότι στο πλευρό του Ιμπραήμ πολεμούσαν περίπου δυό χιλιάδες ένοπλοι προσκυνημένοι Έλληνες με επικεφαλής τον Νενέκο. Η βοήθειά τους στο τουρκικό στρατόπεδο ήταν καθοριστική, γιατί γνώριζαν καλά την τοπογραφία και τα ευπαθή σημεία της περιοχής.
Την παραμονή της επίθεσης ο Ιμπραήμ εμφανίστηκε πάνω από το χωριό Ζαχλωρού, συνοδευόμενος από πολλούς έφιππους και πεζούς. Από κει ο φοβερός στρατάρχης ατένιζε το μοναστήρι. Κατόπιν ζήτησε από τους τεχνικούς του να σχεδιάσουν την τοπογραφία του στόχου. Όσοι ήταν στο μοναστήρι βγήκαν έξω και αγνάντευαν τον εχθρό να μηχανεύεται την επικείμενη πολιορκία. Ο Φωτάκος μάλιστα, χρησιμοποιώντας τηλεσκόπιο, κατάφερε να διακρίνει και τα χαρακτηριστικά του προσώπου του Ιμπραήμ83.
Οι πολυπληθείς τουρκοαιγυπτιακές δυνάμεις ξεκίνησαν εναντίον του Μεγάλου Σπηλαίου τα ξημερώματα της 24ης Ιουνίου. Χωρίς μεγάλη δυσκολία ο εχθρός καταλαμβάνει τον Ψηλό Σταυρό, ένα ευαίσθητο σημείο νοτιοανατολικά της Μονής, απ' όπου θα εκδηλωνόταν η κύρια επιθετική προσπάθειά του. Αυτό το σημείο πιθανώτατα αποτελεί και το στρατηγείο του Ιμπραήμ. Έτσι αποκλείεται η Μονή από το βορρά84. κατόπιν καταλαμβάνει τα μονοπάτια που οδηγούν από το Μ. Σπήλαιο στη Βρώσθαινα και λεηλατεί τους συνοικισμούς Άνω Διακοφτού.
Από την πλευρά των αμυνομένων, ο αρχηγός Νικόλαος Πετμεζάς, με ορμητήριο τους Αγίους Πάντες, 150 μέτρα νότια της Μονής, γνωρίζοντας τα από αμυντική άποψη ευπαθή σημεία, ρίχνει το μεγαλύτερο βάρος στο Καμένο Αλώνι και την Πανηγυρίστρα. Ο Φωτάκος αναλαμβάνει την υπεράσπιση της Κισσωτής, ενώ στον Γκολφίνο Πετμεζά ανατίθεται η υπεράσπιση του πολυώροφου πύργου. Πριν αρχίσει η μάχη, ο Φωτάκος μας περιγράφει το συγκλονιστικό θέαμα που παρουσίαζε η εμφάνιση των ετοιμοπόλεμων μεγαλοσπηλαιωτών μοναχών: «...έξαφνα βλέπω να εξέρχωνται από το μοναστήριον, ο εις κατόπιν του άλλου μοναχοί ήσαν δε όλοι όταν εξήλθον έως εκατόν, και καπετάνιον είχον τον γνωστόν μοναχόν Γεράσιμον. Ούτοι όλοι έβγαλαν τα καλογερικά και ενδύθησαν στρατιωτικά Ελληνικά, έβαλαν φουστανέλες και εφόρεσαν φέσια, εξάπλωσαν κάτω τα πλούσια μαλλιά της κεφαλής των, και είχον οπλισθή κατά τον τρόπον των ατάκτων στρατιωτών85». Οι οπλισμένοι μοναχοί κατέλαβαν τη θέση Παληάμπελα.
Τότε αρχίζει η μάχη ο Ιμπραήμ επιτίθεται από παντού με όλες του τις δυνάμεις, για να αιφνιδιάσει τους αμυνομένους. Σκοπός του ήταν να προκαλέσει σύγχυση στο αντίπαλο στρατόπεδο και να εφορμήσει από τη νοτιοανατολική πλευρά της Μονής, με έδρα επίθεσης τη θέση Ψηλό Σταυρό, έχοντας εξασφαλίσει τον αποκλεισμό της Μονής από ενδεχόμενη έλευση συμμαχικών δυνάμεων.
Ουσιαστικά, η μάχη θα κρινόταν από το ποιός θα υπερίσχυε στο νευραλγικό αυτό σημείο, γιατί το μοναστήρι, λόγω της τοπογραφίας του και λόγω της ισχυρής άμυνας, από κάθε άλλη πλευρά ήταν απόρθητο, πράγμα που γνώριζαν επιτιθέμενοι και αμυνόμενοι. Η επίθεση των τουρκικών στρατευμάτων αναπτύσσεται προς δύο κατευθύνσεις με αφετηρία τον Ψηλό Σταυρό: αφ' ενός προς την Κισσωτή και αφ' ετέρου προς τη θέση Τρύπιο λιθάρι, απ' όπου θα είχαν πρόσβαση στα φρούρια πάνω από το μοναστήρι. Όπως είδαμε, τον πρώτο στόχο υπερασπίζεται ο Φωτάκος και οι Τούρκοι αντιλαμβάνονται ότι ήταν αδύνατο να επιτύχουν την κατάληψή του. Σφοδρή μάχη μαίνεται αντίθετα στο Τρύπιο Λιθάρι. Οι Έλληνες επωφελούμενοι από το πυκνό δάσος καθηλώνουν τους αντιπάλους, εμποδίζοντάς τους να προσεγγίσουν τα δύο φρούρια. Όταν ο Πετμεζάς συνειδητοποιεί την υπερίσχυση των ελληνικών δυνάμεων, αποφασίζει αντεπίθεση εναντίον του εχθρού με σκοπό την κατάληψη του Ψηλού Σταυρού. Το δύσκολο εγχείρημα αποτολμά με τους Φωτάκο, Μέλλιο και Σαρδελιανό. Στη σφοδρή αντίσταση που συναντούν λαβώνεται θανάσιμα ο Σαρδελιανός.
Εξάλλου, 500 ιππείς των τουρκικών δυνάμεων προσπαθούν να καταλάβουν την Πανηγυρίστρα. Η αποτυχία τους οφείλεται τόσο στο κανόνι της Μονής που κάλυπτε τη θέση, όσο και στη σθεναρή αντίσταση των οχυρωμένων Ελλήνων που υπεράσπιζαν το λόφο. Οι ιππείς αναγκάστηκαν να εγκαταλείψουν την επίθεση, περιμένοντας την επικείμενη κάθοδο του Ιμπραήμ και των στρατιωτών του, μία κάθοδο που ο αιγύπτιος στρατάρχης δεν έμελλε να πραγματοποιήσει το ιππικό με απώλειες αποσύρθηκε απραγο86. Άλλη αποτυχία γνωρίζουν οι δυνάμεις του Ιμπραήμ, όταν αποπειρώνται να επιτεθούν εναντίον των Αγίων Πάντων, νοτιοδυτικά της Μονής. Η αντίσταση των αμυνομένων τους αναγκάζει σε υποχώρηση87.
Στο άλλο και κρισιμότερο μέτωπο προς τον Ψηλό Σταυρό, η απώλεια του Ανδρέα Σαρδελιανού δεν κάμπτει τους Έλληνες αντιθέτως, η λυσσαλέα επέλασή τους δεν είναι δυνατόν να αναχαιτισθεί. Οι απώλειες των αντιπάλων είναι μεγάλες, πράγμα που αναγκάζει τον Ιμπραήμ κατά τις απογευματινές ώρες να παραδεχτεί την αποτυχία του και να διατάξει υποχώρηση. Εξάλλου, μία ενδεχόμενη επίθεση δυνάμεων σταλμένων από τον Κολοκοτρώνη τώρα θα σήμαινε πανωλεθρία για το ήδη καταβεβλημένο στρατόπεδο του88. Οι Τούρκοι ταπεινωμένοι τρέπονται σε φυγή, ενώ τους καταδιώκουν οι μέχρι προ τινός αμυνόμενοι υπερασπιστές του μοναστηριού.
Έτσι διεξήχθη η αποφασιστική μάχη του Μεγάλου Σπηλαίου. Διήρκεσε από τα χαράματα ως το βράδυ της 24ης Ιουνίου. Για τις ανδραγαθίες των μοναχών μας διηγείται πάλι ο Φωτάκος: «Οι καλόγεροι εσκότωσαν περισσότερους Τούρκους από ημάς. Εκείνην την ημέραν οι Τούρκοι ησθάνθησαν καλογερικόν πόλεμον»89.
Οι απώλειες του Τούρκων ήταν μεγάλες. Κατά τον Σπηλιάδη, «από τους εχθρούς εφονεύθησαν και επληγώθησαν πλέον η τριακόσιοι»90. Αντίθετα, από το στρατόπεδο των Ελλήνων μοναδικό θύμα ήταν ο Ανδρέας Σαρδελιανός, καθώς και κάποιοι ελαφρά πληγωμένοι.
Οι έλληνες πολεμιστές, μόλις γύρισαν θριαμβευτές στη Μονή, έγιναν δεκτοί από τους μοναχούς και τον άμαχο λαό με κωδωνοκρουσίες. Κατόπιν εψάλη ευχαριστήριος δοξολογία προς τιμήν της Θεοτόκου. Κατά την παράδοση, ο στρατηγός Νικόλαος Πετμεζάς παρακολούθησε γονυκλινής τη δοξολογία ενώπιόν της εικόνας της Παναγίας, και όταν αυτή τελείωσε, ανεφώνησε: «Παναγιά μου, εφ' όσον έχουμε εσένα, δεν χρειάζονται τ' άρματα»91.
Μετά τη μάχη ασθένησε και εξέπνευσε ο στρατηγός Κ. Μέλλιος. Η κηδεία του τελέστηκε στο μοναστήρι, όπου και ετάφη.
Η νίκη των ελληνικών δυνάμεων του Μεγάλου Σπηλαίου, με επιφανείς τους Ν. Πετμεζά, Φωτάκο, Φραγκάκη, Μέλλιο, Σαρδελιανό και τον μοναχό Γεράσιμο Τυρολό, επί του φοβερού στρατεύματος του Ιμπραήμ είχε σαν αποτέλεσμα την αναπτέρωση του αγωνιστικού φρονήματος όλων των μαχομένων Ελλήνων.
Ένα σύντομο χρονικό της επιδρομής του Ιμπραήμ εναντίον του Μεγάλου Σπηλαίου σώζει ένα ενθυμητικό σημείωμα που αποθησαύρισε ο Σ. Κουγέας. Το αντιγράφουμε:
«1827 Ιουνίου 2: εστρατολόγησε μία κολόνα του Ιμπραήμ πασιά με αρκετούς ζαερέδες 2500 φορτία από καμήλια και μουλάρια με καβαλαρέους και πεζούς έως τέσσαρες χιλιάδες και εις τας δέκα του τρέχοντος εξεκίνησε άλλην κολόνα με όμοιαν δύναμιν, ομού και ζαερέδες και εις τας δεκαεπτά του αυτού μηνός ευγήκε και ο ίδιος Ιμπραήμης και έστησε τα τζαντήρια του εις τα Καλάβρυτα εις τας δέκα οκτώ εβγήκε με όλην του την καβαλαριά εις το Ροήτικο βουνό και επαρατήρησε τας θέσεις του μοναστηριού Μεγάλου Σπηλαίου την δε εικοστή πρώτη επυρπόλησε την Κερπινή ώστε όπου δεν άφησε ούτε χαμόκελα και μερικά οσπήτια ροήτικα ομού και την εκκλησίαν, την δε εικοστή τετάρτη εστρατολόγησε με όλην του την δύναμιν δια νυκτός και ήλθε και επίασε τας κορυφάς των βουνών του Πετρούχι εις το Τζηβλιώτικον, το Ξυλόκαστρον εις το Σουβαιρδίτικον, το Τρύπιο Λιθάρι, τον Καλαρήτη, όλας τας θέσεις αυταίς, έπειτα στέλνει δύο κολόναις από δυό μέρη εις Διακοπτόν και το ελεηλάτησεν, εφόνευσε και ηχμαλώτισε τεσσαράκοντα δύο συγχρόνως και άλλους τεσσαράκοντα Ροήτας οπού παροικούσαν εις τα εκεί. Ζωντανά επήραν αρκετά βοδιωγέλαδα, άλογα, πρόβατα και άλλο πράγμα πολύ. Εις τις τέσσερες η ώρα επέστρεψαν οπίσω με τους αιχμαλώτους και λάφυρα και εις την επιστροφήν τους εβγήκαν τα άρματα του μοναστηρίου ο σεγιαντάντης του αρχηγού Κολοκοτρώνη, ομού και καλόγεροι, και εκτύπησαν τους εχθρούς πεισματικά και εφονεύθησαν και επληγώθησαν υπέρ τους εκατόν εξήκοντα και έφυγε με μεγάλην καταισχύνην. Εφονεύθη και ένας Κερπινιώτης ονόματι Ανδρέας Σαρδελιανός και την εικοστή πέμπτη ετραβήχθη ο εχθρός από Καλάβρυτα εις Κατζανά»92.
Έτσι καταγράφει ο απλοϊκός ανώνυμος συντάκτης του σημειώματος την κρίσιμη μάχη της 24ης Ιουνίου στο Μέγα Σπήλαιο. Αργότερα ο επίσημος ιστοριογράφος της Μονής, ο λόγιος Κ. Οικονόμος, θα συγκαταριθμήσει τη συντριβή και ταπείνωση του τουρκοαιγυπτιακού πολυάριθμου στρατού, ανάμεσα στα θαύματα της Θεοτόκου. Ο φοβερός αιγύπτιος στρατηλάτης, αφού έσπειρε τον τρόμο και παρ' ολίγον να καταπνίξει και αυτή την επανάσταση, δεν κατάφερε να βλάψει το μοναστήρι της Παναγιάς. Γράφει σχετικά ο συντάκτης του Κτιτορικού: «Τρίτους σχεδόν ολοκλήρους ενιαυτούς τα πολλά της Πελοποννήσου πορθήσας ο Αιγύπτιος, και πάντα τα πέριξ του Μεγάλου Σπηλαίου λεηλατήσας, αυτό το Μέγα Σπήλαιον παρθένον αφήκεν άψαυστον και ακήρατον (καίτοι λύσσαν άσχετον λυσσών ο χριστομάχος εις άλωσιν αυτού, και μέχρι θεμελίων κατασκαφήν) ...Ούτως η θεία δύναμις, ης εστί τα σύμπαντα δούλα, θαυμαστούται δε και όταν τους πονηρούς των ανθρώπων έκτυφλοι προς τας κακουργίας, και αθετή μεν λογισμούς λαών, αθετή δε και βουλάς αρχόντων και δράσσηται σοφούς εν τη πανουργία αυτών , σώζουσα τους εκλεκτούς, και ελεούσα, ον αν ελεή, και τελειούσα το κράτος αυτής εν ασθενεία. Και μένει λοιπόν αοίδιμος και ούτος της νίκης ο στέφανος, ον η Παντάνασσα περιέθηκεν εις το ηγιασμένον αυτής σκήνωμα, τρόπαιον και τούτο της ευσεβείας στήσασα κατά των ασεβών ακατάλυτον, και της Πελοποννήσου πάσης ανάλωτον προμαχώνα και πύργον ισχύος, εις ψυχών σωτηρίαν και δόξα Θεού»93.
Αυτές ήταν οι πολύτιμες υπηρεσίες του Μεγάλου Σπηλαίου στο μεγάλο αγώνα για την ανεξαρτησία. Λίγους μήνες μετά την ταπεινωτική αποτυχία του Ιμπραήμ να καταλάβει το απόρθητο μοναστήρι, τον Οκτώβριο του 1827, οι Μεγάλες Δυνάμεις, αποφασισμένες να επέμβουν δραστικά στην υπόθεση της ελληνικής εξέγερσης, θα συντρίψουν στο Ναυαρίνο τον τουρκοαιγυπτιακό στόλο, προλειαίνοντας το δρόμο για την ιό υάήώ αναγνώριση της ανεξαρτησίας του ελληνικού Κράτους (Πρωτόκολλο Λονδίνου-Φεβρουάριος 1830).
Στο μεταξύ, κατά την Γ' Εθνοσυνέλευση της Τροιζήνας (1827), οι Έλληνες είχαν επιλέξει ως Κυβερνήτη του νέου Κράτους τον Ιωάννη Καποδίστρια.
Το 1829 ο Κυβερνήτης της Ελλάδας στην προεκλογική του εκστρατεία, συνοδευόμενος από τον ήρωα της Επανάστασης Θεόδωρο Κολοκοτρώνη, περιδιάβηκε ολόκληρη σχεδόν την επικράτεια της επαναστατημένης Ελλάδας. Αφού πέρασε από το Ναύπλιο, το Άργος, την Τριπολιτσά, την Καρύταινα, την Καλαμάτα, τη Μεθώνη, έφθασε στην Πάτρα, απ' όπου πέρασε στη Στερεά, κοντά στη Ναύπακτο. Κατόπιν ξαναγύρισε στην Πελοπόννησο, στη Βοστίτσα και στο Μέγα Σπήλαιο. Ο Καποδίστριας γιόρτασε το Πάσχα στο μεγάλο μοναστικό προπύργιο του Αγώνα. Από κει επισκέφθηκε τα Καλάβρυτα και την Κόρινθο, για να επιστρέψει θριαμβευτής στο Ναύπλιο94.
Ο Καποδίστριας με τον ερχομό του στην ελεύθερη πια Ελλάδα αντιμετώπισε τα τρία ακανθώδη ζητήματα που εκκρεμούσαν στα εκκλησιαστικά πράγματα του νέου κράτους. Τα προβλήματα αυτά ήταν τα εξής: (1) Η διοίκηση της Εκκλησίας, (2) οι σχέσεις της Εκκλησίας με το Πατριαρχείο, σχέσεις που είχαν αναγκαστικά διακοπεί λόγω των εξαιρετικών συνθηκών που επέβαλαν οι ανάγκες του Αγώνα και (3) η εκπαίδευση του κλήρου.
Παρά τις φιλότιμες προσπάθειές του, ο Κυβερνήτης δεν πρόλαβε να ολοκληρώσει την εκκλησιαστική του πολιτική, η οποία εδραζόταν, πρέπει να τονισθεί, πάνω σε νομοκανονικές βάσεις. Η δολοφονία του από τους εμπαθείς Μαυρομιχαλαίους (27 Σεπτεμβρίου 1831) δεν επέτρεψε να ολοκληρωθεί το μεγαλόπνοο και αξιόλογο έργο του. Η πολιτική ακαταστασία που ακολούθησε σημαδεύτηκε από την όξυνση των προβλημάτων τα οποία επιχείρησε να θεραπεύσει ο πρόωρα χαμένος Κυβερνήτης με τη χάραξη της εκκλησιαστικής του πολιτικής.
Την παρουσία του Μεγάλου Σπηλαίου στη δραματική περίοδο που ακολούθησε τον πρόωρο και άδικο χαμό του Καποδίστρια θα εξετάσουμε στο επόμενο κεφάλαιο.
1. Για τη Φιλική και τις ιδέες της βλ. ΑΠ. ΒΑΚΑΛΟΠΟΥΛΟΥ, Ιστορία του Νέου Ελληνισμού. Η μεγάλη Ελληνική Επανάσταση (1821-1829), τ. Ε'. Οι προϋποθέσεις και οι βάσεις της (1813-1822), σ. 63 κ.ε. (όπου και πλούσια βιβλιογραφία).
2. ΑΜΒ. ΦΡΑΝΤΖΗ, Επιτομή της ιστορίας της αναγεννηθείσης Ελλάδος, τ. Α', εν Αθήναις 1839, σ. 87.
3. Κ.Α. ΒΟΒΟΛΙΝΗ, Η Εκκλησία εις τον Αγώνα της Ελευθερίας 1453-1953, Αθήναι 1952, σ. 99.
4. Στο κείμενο αυτό σκιαγραφείται η πρώτη μορφή οργάνωσης της Εταιρείας. βλ. ΑΠ. ΒΑΚΑΛΟΠΟΥΛΟΥ, Επίλεκτες βασικές πηγές της Ελληνικής Επαναστάσεως (1813-1825), Θεσσαλονίκη 1990, τ. Α', σ. 40.
5. Για το ρόλο της Πελοποννήσου στις απαρχές του Αγώνα και τις σχέσεις της με τη Φιλική βλ. Δ. ΚΟΚΚΙΝΟΥ, Ελληνική Επανάστασις, τ. Α', Αθήναι 19563, σ. 248-249.
6. ΑΜΒΡ. ΦΡΑΝΤΖΗ, Επιτομή της ιστορίας..., σ. 79.
7. ΦΩΤΙΟΥ ΧΡΥΣΑΝΘΟΠΟΥΛΟΥ η ΦΩΤΑΚΟΥ, Βίοι Πελοποννήσιων ανδρών και των έξωθεν εις την Πελοπόννησον ελθόντων κληρικών στρατιωτικών και πολιτικών των αγωνισαμένων τον αγώνα της Επαναστάσεως, Εν Αθήναις 1888, σ. 302.
8. Θ. ΑΡΓΥΡΟΠΟΥΛΟΥ, Η Φιλική Εταιρεία και οι Καλαβρυτινοί Φιλικοί, Ε.Κ. 3 (1971), σ. 114 Θ. ΣΙΜΟΠΟΥΛΟΥ αρχιμ., Μάρτυρες και αγωνισταί ιεράρχαι της ελληνικής εθνεγερσίας 1821-1829, Αθήναι 1971, σ. 362. Για το θάνατο του επιφανή ιεράρχη, πρβλ. ΑΠ. ΒΑΚΑΛΟΠΟΥΛΟΥ, Ιστορία του Νέου Ελληνισμού..., τ. Ε', σ. 654.
9. Θ. ΑΡΓΥΡΟΠΟΥΛΟΥ, Η Φιλική Εταιρεία..., σ. 115 πρβλ. Ν.Π. ΠΑΠΑΔΟΠΟΥΛΟΥ, Αμβροσίου Φραντζή Βιογραφικαί Σελίδες, Ε.Κ. 4 (1972), σ. 37-39.
10. Θ. ΑΡΓΥΡΟΠΟΥΛΟΥ, Η Φιλική Εταιρεία..., σ. 115. Ο Νικηφόρος Παμπούκης, ο οποίος μύησε πολλούς μεγαλοσπηλαιώτες, υπήρξε από τους σημαντικότερους προπαγανδιστές της Φιλικής στην Πελοπόννησο. Μορφωμένος ιερωμένος ο ίδιος, κατάφερε να μυήσει «μεγάλον αριθμόν σημαντικών προσώπων εν Πελοποννήσω, κληρικούς, προκρίτους, εμπόρους, επιστήμονας και έμπιστους υπαλλήλους των Τούρκων». Στο ίδιο, σ. 116.
11. ΦΩΤΑΚΟΥ, Βίοι Πελοποννησίων ανδρών..., σ. 302-303 Θ. ΑΡΓΥΡΟΠΟΥΛΟΥ, Η Φιλική Εταιρεία..., σ. 115.
12. Θ. ΑΡΓΥΡΟΠΟΥΛΟΥ, Η Φιλική Εταιρεία..., σ. 117 πρβλ. του ιδίου, Οι Καλαβρυτινοί Ιερολοχίται. Σύμμεικτα, Ε.Κ. (1976), σ. 228-229 και Θ. ΠΑΠΑΓΕΩΡΓΙΟΥ, Ο ιερομόναχος Παφνούτιος Ρούβαλης, « Αχαϊκά», ετ. Α', τευχ. 15, σ. 89.
13. ΦΩΤΑΚΟΥ, Βίοι Πελοποννησίων ανδρών..., σ. 304.
14. Θ. ΑΡΓΥΡΟΠΟΥΛΟΥ, Καλαβρυτινοί Αγωνισταί, Ε.Κ. 4 (1972), σ. 128-130.
15. «Εις τας εκθέσεις της Ρωσικής μυστικής αστυνομίας... αναγράφεται Παρθένιος ηγούμενος Αιμυαλών». Βλ. Θ. ΑΡΓΥΡΟΠΟΥΛΟΥ, Η Φιλική Εταιρεία..., σ. 116.
16. Κ. ΜΑΜΩΝΗ, Ένα μετόχι του Μ. Σπηλαίου..., σ. 258. Για τη μαρτυρία του Νικολάου Δραγούμη βλ. [Ν. ΔΡΑΓΟΥΜΗ], Αποδημήτου αναμνήσεις, «Πανδώρα» 13 (1862-1863), σ. 386.
17. Ν.Π. ΠΑΠΑΔΟΠΟΥΛΟΥ, Από την ιστορία του 1821. Μεγασπηλαιώτου Προηγουμένου δάνειον, « Ιερός Σύνδεσμος», αρ. 1-2, σ. 16.
18. Δ. ΚΟΚΚΙΝΟΥ, Ελληνική Επανάστασις, τ. Α', σ. 260.
19. Ν. ΣΠΗΛΙΑΔΟΥ, Απομνημονεύματα (1821-1843), τ. Α', Αθήναι 1972, σ. 13-14.
20. ΑΠ. ΒΑΚΑΛΟΠΟΥΛΟΥ, Ιστορία του Νέου Ελληνισμού..., τ. Ε', σ. 317.
21. ΑΜΒΡ. ΦΡΑΝΤΖΗ, Επιτομή της ιστορίας..., τ. Α', σ. 96-97.
22. Δ. ΚΟΚΚΙΝΟΥ, Ελληνική Επανάστασις, τ. Α', σ. 263.
23. ΑΜΒΡ. ΦΡΑΝΤΖΗ, Επιτομή της ιστορίας..., τ. Α', σ. 108.
24. ΑΠ. ΒΑΚΑΛΟΠΟΥΛΟΥ, Ιστορία του Νέου Ελληνισμού..., τ. Ε', σ. 319.
25. Γ.Δ. ΠΑΝΑΓΟΠΟΥΛΟΥ, Βοστίτσα, η πόλις των συνεδρίων και των Συνελεύσεων ( Η Μυστική Συνέλευσις του 1821), Ε.Κ. 4 (1972), σ. 157.
26. ΑΠ. ΒΑΚΑΛΟΠΟΥΛΟΥ, Ιστορία του Νέου Ελληνισμού..., τ. Ε', σ. 362.
27. ΦΩΤΑΚΟΥ, Απομνημονεύματα, τ. Α', σ. 88-89.
28. Κ. ΔΕΛΗΓΙΑΝΝΗ, Απομνημονεύματα, τ. Α', σ. 190.
29. Πολύ συγκινητική είναι η διήγηση του Φωτάκου σχετικά με το θάνατο του έλληνα καπετάνιου, που είχε οχυρωθεί σ ένα σπίτι πολιορκούμενο από όλες τις πλευρές. « Ο Στριφτόμπολας άνοιξε πολεμότρυπες στο σπίτι του και έβαλε τους συντρόφους του να πολεμούν, αυτός δε εμοίραζεν εις τον ένα και εις άλλον φυσέκια και τους έδιδε θάρρος να μάχωνται. Αυτός δε έπειτα εκάθησεν εις το μέσον του σπιτιού και επάνω εις ένα βαρέλι και έδοσε τη φροντίδα της μάχης εις τον Κατριμουστάκην. Ενώ δε εκάθητο εκεί του ήλθε το βόλι, το οποίον εμβήκεν από την πολεμίστραν (μασγάλι), τον επήρεν εις τον λαιμόν και αμέσως έπεσε νεκρός ότε ο γέρος Κατριμουστάκης από το χωρίον Μποτιά, παλαιός κλέφτης, ευρεθείς πλησίον εσκέπασεν επιτηδείως τον νεκρόν με την κάπαν του, και είπεν εις τους μαχόμενους, ότι: Ο καπετάνιος κοιμάται, αλλά πολεμείτε και εγώ σας δίδω φυσέκια!» Βλ. ΦΩΤΑΚΟΥ, Απομνημονεύματα, τ. Α', σ. 93.
30. Κ. ΔΕΛΗΓΙΑΝΝΗ, Απομνημονεύματα, τ. Α', σ. 190.
31. Βλ. ΙΩ. ΓΙΑΝΝΑΡΟΠΟΥΛΟΥ, Σχεδίασμα ιστορίας της Επαναστάσεως υπό Ρήγα Παλαμήδη, «Μνημοσύνη» 2 (1968-1969), σ. 382-383.
32. Ν. ΣΠΗΛΙΑΔΟΥ, Απομνημονεύματα, τ. Γ', σ. 356 σημ. 1.
33. Γ. ΠΑΠΑΝΔΡΕΟΥ, Καλαβρυτινή Επετηρίς, σ. 99.
34. Κ. ΔΕΛΗΓΙΑΝΝΗ, Απομνημονεύματα, τ. Β', σ. 110-111.
35. ΑΠ. ΒΑΚΑΛΟΠΟΥΛΟΥ, Ιστορία του Νέου Ελληνισμού..., τ. ΣΤ', σ. 291-292.
36. Κατά τον ιστορικό Απ. Βακαλόπουλο, ο αριθμός αυτός των τούρκων στρατιωτικών που δίνει ο Δεληγιάννης είναι υπερβολικός. Βλ. ΑΠ. ΒΑΚΑΛΟΠΟΥΛΟΥ, Ιστορία του Νέου Ελληνισμού..., τ. ΣΤ', σ. 293 σημ. 346.
37. Κ. ΔΕΛΗΓΙΑΝΝΗ, Απομνημονεύματα, τ. Β', σ. 112.
38. Κ. ΔΕΛΗΓΙΑΝΝΗ, Απομνημονεύματα, τ. Β', σ. 113.
39. Κ. ΔΕΛΗΓΙΑΝΝΗ, Απομνημονεύματα, τ. Β', σ. 114.
40. Π. ΠΑΠΑΤΣΩΝΗ, Απομνημονεύματα, Αθήναι 1960, σ. 76-77 πρβλ. ΑΠ. ΒΑΚΑΛΟΠΟΥΛΟΥ, Επίλεκτες βασικές πηγές..., τ. Β', σ. 466-467.
41. Ν. ΣΠΗΛΙΑΔΟΥ, Απομνημονεύματα, τ. Γ', σ. 356 σημ. 1.
42. ΦΩΤΑΚΟΥ, Βίοι Πελοποννησίων ανδρών..., σ. 305. Ο Φωτάκος ανεβάζει τους μοναχούς που πολέμησαν με τον Δαμασκηνό σε 70.
43. Γ. ΠΑΠΑΝΔΡΕΟΥ, Καλαβρυτινή Επετηρίς, σ. 99.
44. Βλ. το κατατοπιστικό κεφάλαιο του Απ. Βακαλόπουλου, « Ο Αιγύπτιος αντίπαλος, οι στρατιωτικές του δυνάμεις και τα στελέχη του» στην Ιστορία του Νέου Ελληνισμού, τ. Ζ', (1825-1828). Ο αφρικανικός Σιμούν η η επιδρομή του Ιμπραήμ στην Ελλάδα, Θεσσαλονίκη 1986, σ. 28-38.
45. Για την ανέτοιμη ελληνική ηγεσία και την αμεριμνησία του λαού, βλ. στου ΑΠ. ΒΑΚΑΛΟΠΟΥΛΟΥ, Ιστορία του Νέου Ελληνισμού..., τ. Ζ', σ. 13 κ.ε.
46. Κ. ΟΙΚΟΝΟΜΟΥ, Κτιτορικόν, σ. 86.
47. CH.A.FRANZEE, Ορθόδοξος Εκκλησία και Ελληνική Ανεξαρτησία 1821-1852, μετ. Ιω.Ροηλίδης, Αθήνα 1987 σ. 67.
48. Γ.Α.Κ. φακ. 92, Υ.Π. πρβλ. Ν. ΦΙΛΙΠΠΑΚΟΠΟΥΛΟΥ, Τα Καλάβρυτα στο Μεγάλο 21, Αθήνα 1972, σ. 106-107.
49. Γ.Α.Κ. φακ. 101, Υ.Π. πρβλ. Ν. ΦΙΛΙΠΠΑΚΟΠΟΥΛΟΥ, Τα Καλάβρυτα..., σ. 108.
50. Γ.Α.Κ. φακ. 106, Υ.Π. πρβλ. Ν. ΦΙΛΙΠΠΑΚΟΠΟΥΛΟΥ, Τα Καλάβρυτα..., σ. 111-112.
51. Βλ. Γ.Α.Κ. φακ. 107 Υ.Π.
52. Γ.Α.Κ. φακ. 109 και 107 αντίστοιχα πρβλ. Ν. ΦΙΛΙΠΠΑΚΟΠΟΥΛΟΥ, Τα Καλάβρυτα..., σ. 113-114.
53. Στο έγγραφο αυτό επισυνάπτεται επιστολή των Αθανασίου και Σαμουήλ, ηγουμένου και προηγουμένου αντίστοιχα, της Μονής Αγ. Γεωργίου Φενεού, προς τον ηγούμενο του Μ. Σπηλαίου.
54. Κ. ΔΕΛΗΓΙΑΝΝΗ, Απομνημονεύματα, τ. Γ', σ. 82.
55. Κ. ΔΕΛΗΓΙΑΝΝΗ, Απομνημονεύματα, τ. Γ', σ. 83.
56. Πρβλ. και Δ. ΠΑΝΑΓΟΠΟΥΛΟΥ, Η Ιερά Μονή Μ. Σπηλαίου, αι υπηρεσίαι αυτής κατά την Επανάστασιν του 1821 και η ηρωϊκή νικηφόρος αντίστασίς της κατά των ορδών του Ιμβραήμ, Κ.Ε., Γ' (1971), σ. 17-18 Γ. ΠΑΠΑΝΔΡΕΟΥ, Αζανιάς, Εν Πύργω 1886, σ. 101.
57. Από γράμμα των πατέρων του Μεγάλου Σπηλαίου προς τον Άγγλο στρατηγό Richard Church , 2 Αυγούστου 1831, Church MSS XXIV, 175, British Museum Additional MSS 16566. Βλ. CH. ?RAZEE, Ορθόδοξος Εκκλησία και Ελληνική Ανεξαρτησία..., σ. 88.
58. Πάνω στον τοίχο του νάρθηκα της παλαιάς μονής είναι χαραγμένη η εξής επιγραφή: «1826 Μαΐου 4. Επέρασεν ο Ιμπραήμ Πασάς, από τα Καλάβρυτα, λεηλατών και αιχμαλωτίζων. Έκαυσε δε και την Μονήν Αγίας Λαύρας ο Ομερχμέτης Τούρκος». Βλ. ΧΡ. ΕΥΑΓΓΕΛΑΤΟΥ, Αγία Λαύρα. Ιστορία της Ιεράς Μονής 961-1961, Αθήναι 19715, σ. 97.
59. ΧΡ. ΕΥΑΓΓΕΛΑΤΟΥ, Αγία Λαύρα..., σ. 98-99.
60. ΑΠ. ΒΑΚΑΛΟΠΟΥΛΟΥ, Ιστορία του Νέου Ελληνισμού..., τ. Ζ', σ. 556-558.
61. Δ. ΠΑΝΑΓΟΠΟΥΛΟΥ, Η Ιερά Μονή Μ. Σπηλαίου, αι υπηρεσίαι αυτής..., σ. 18.
62. Ελληνικά Υπομνήματα ήτοι Επιστολαί και διάφορα Έγγραφα αφορώντα την Ελληνικήν Επανάστασιν από 1821 μέχρι 1827 συλλ. υπό Ιωάννου Θ. Κολοκοτρώνη, Αθήνησι 1856, σ. 325-326.
63. ΑΠ. ΒΑΚΑΛΟΠΟΥΛΟΥ, Ιστορία του Νέου Ελληνισμού..., τ. Ζ', σ. 782 κ.ε.
64. Θ. ΚΟΛΟΚΟΤΡΩΝΗ, Διήγησις συμβάντων της ελληνικής φυλής από τα 1770 έως τα 1836. Εποπτ.-Εισαγ. Απ. Β. Δασκαλάκη, Αθήναι (χ. χρ.), σ. 164.
65. ΦΩΤΑΚΟΥ, Απομνημονεύματα..., τ. Δ', σ. 728.
66. ΑΠ. ΒΑΚΑΛΟΠΟΥΛΟΥ, Ιστορία του Νέου Ελληνισμού..., τ. Ζ', σ. 580.
67. ΦΩΤΑΚΟΥ, Απομνημονεύματα..., τ. Α', σ. 83 και τ. Γ', σ. 419.
68. Δ. ΠΑΝΑΓΟΠΟΥΛΟΥ, Η Ιερά Μονή Μ. Σπηλαίου..., σ. 20.
69. Δ. ΠΑΝΑΓΟΠΟΥΛΟΥ, Η Ιερά Μονή Μ. Σπηλαίου..., σ. 19.
70. Ελληνικά Υπομνήματα..., σ. 493-494.
71. Το γράμμα αυτό εκδίδεται στα Ελληνικά Υπομνήματα του Ιω. Κολοκοτρώνη..., οπ. παρ., σ. 495.
72. Θ. ΚΟΛΟΚΟΤΡΩΝΗ, Διήγησις συμβάντων της ελληνικής φυλής..., σ. 163. Ο Ν. Πετμεζάς φέρεται να λέγει στον Κολοκοτρώνη αυτά τα λόγια σταλμένος από τον αδελφό του Βασίλη.
73. Γ.Α.Κ. φακ. 199, Υ.Π. πρβλ. Ν. ΦΙΛΙΠΠΑΚΟΠΟΥΛΟΥ, Τα Καλάβρυτα..., σ. 218-219.
74. ΦΩΤΑΚΟΥ, Απομνημονεύματα..., τ. Δ', σ. 724-725.
75. ΦΩΤΑΚΟΥ, Απομνημονεύματα..., τ. Δ', σ. 723.
76. ΦΩΤΑΚΟΥ, Απομνημονεύματα..., τ. Δ', σ. 730.
77. Δ. ΠΑΝΑΓΟΠΟΥΛΟΥ, Η Ιερά Μονή Μ. Σπηλαίου..., σ. 20. Αξίζει να σημειωθεί ότι ο συντάκτης του άρθρου, λόγω της ιδιότητάς του ως Στρατηγού, αναπαριστά με κάθε λεπτομέρεια την επίθεση του Ιμπραήμ, βασισμένος τόσο στις ιστορικές μαρτυρίες όσο και στην τοπογραφία της Μονής.
78. Κ. ΟΙΚΟΝΟΜΟΥ, Κτιτορικόν, σ. 86.
79. Δ. ΠΑΝΑΓΟΠΟΥΛΟΥ, Η Ιερά Μονή Μ. Σπηλαίου..., σ. 21.
80. Ν. ΣΠΗΛΙΑΔΟΥ, Απομνημονεύματα..., τ. Γ', σ. 355.
81. Δ. ΠΑΝΑΓΟΠΟΥΛΟΥ, Η Ιερά Μονή Μ. Σπηλαίου..., σ. 22-23.
82. ΦΩΤΑΚΟΥ, Απομνημονεύματα..., τ. Δ', σ. 726.
83. ΦΩΤΑΚΟΥ, Απομνημονεύματα..., τ. Δ', σ. 731.
84. Ο Κολοκοτρώνης, που βρισκόταν στην κοιλάδα του Φενεού, μαθαίνοντας για την επίθεση, διατάζει τους Πλαπούτα και Γενναίο Κολοκοτρώνη να σπεύσουν στο μοναστήρι με στρατιωτική δύναμη 3.000 ανδρών. Η ενέργεια του Ιμπραήμ να αποκλείσει την από βορρά έλευση ελληνικών στρατευμάτων αποδείχθηκε σωστή. Βλ. Δ. ΠΑΝΑΓΟΠΟΥΛΟΥ, Η Ιερά Μονή Μ. Σπηλαίου..., σ. 27.
85. ΦΩΤΑΚΟΥ, Απομνημονεύματα..., τ. Δ', σ. 733.
86. Ν. ΣΠΗΛΙΑΔΟΥ, Απομνημονεύματα..., τ. Γ', σ. 357.
87. Δ. ΠΑΝΑΓΟΠΟΥΛΟΥ, Η Ιερά Μονή Μ. Σπηλαίου..., σ. 29.
88. Έχει υποστηριχθεί ότι ο Ιμπραήμ αποφάσισε υποχώρηση, όταν δέχτηκε επίθεση εκ των όπισθεν από δύναμη αποτελούμενη από τολμηρούς μαχητές που είχε στείλει κρυφά ο Πετμεζάς βλ. Δ. ΠΑΝΑΓΟΠΟΥΛΟΥ, Η Ιερά Μονή Μ. Σπηλαίου..., σ. 30.
89. ΦΩΤΑΚΟΥ, Απομνημονεύματα..., τ. Δ', σ. 735.
90. Ν. ΣΠΗΛΙΑΔΟΥ, Απομνημονεύματα..., τ. Γ', σ. 358.
91. Δ. ΠΑΝΑΓΟΠΟΥΛΟΥ, Η Ιερά Μονή Μ. Σπηλαίου..., σ. 30.
92. Σ. ΚΟΥΓΕΑ, Χρονικά ενθυμητικά σημειώματα..., σ. 11.
93. Κ. ΟΙΚΟΝΟΜΟΥ, Κτιτορικόν, σ. 88.
94. ΑΠ. ΒΑΚΑΛΟΠΟΥΛΟΥ, Ιστορία του Νέου Ελληνισμού..., τ. Η', σ. 409-410.

ΚΕΦΑΛΑΙΟ Ε'
Στο ανεξάρτητο εθνικό κράτος
1. ΟΙ ΔΡΑΜΑΤΙΚΕΣ ΖΥΜΩΣΕΙΣ ΤΟΥ ΙΘ' ΑΙ.
Από την αναγνώριση της ανεξαρτησίας του εθνικού Κράτους και εξής, ο ελληνικός λαός εξαντλημένος ηθικά και υλικά από την περιπέτεια της Επανάστασης μπαίνει σε μία κρίσιμη περίοδο της ιστορίας του, οι συνέπειες της οποίας ακόμη βασανίζουν τα πολιτικοκοινωνικά πράγματα του τόπου.
Η πνευματική διελκυστίνδα που δίχαζε τις δυνάμεις του ελληνισμού ήδη από τον ΙΗ' αι., έναν αιώνα γενικότερης μορφωτικής και οικονομικής αναβάθμισης του ορθόδοξου στοιχείου της οθωμανικής αυτοκρατορίας, αποκαλύπτεται μετά την επανάσταση σε όλες τις δραματικές διαστάσεις της. Πριν αναφερθούμε στη δυναμική και καίρια πράγματι παρουσία του Μεγάλου Σπηλαίου στα ιστορικά δρώμενα του ΙΘ' αι., μία παρουσία μάλλον παραθεωρημένη από την ευρύτερη ιστοριογραφία, κρίνουμε σκόπιμο να σκιαγραφήσουμε τις ιδεολογικές και πολιτικές συνιστώσες που σηματοδοτούν το εκρηκτικό κλίμα αυτής της εποχής. Έτσι, φρονούμε, θα κατανοηθεί στις σωστές της διαστάσεις και θα αξιολογηθεί η συμβολή του Μεγάλου Σπηλαίου στην εξέλιξη των γεγονότων.
Όπως θα διαπιστώσει ο αναγνώστης, επιμένουμε περισσότερο σ' αυτή την περίοδο της ιστορικής παρουσίας του μοναστηριού, αλλά σκόπιμα: είναι η λιγότερο γνωστή, ίσως όμως και από τις πιο γόνιμες φάσεις της πορείας του.
Ι. Η εποχή
Τα δύο ιδεολογικά ρεύματα η καλύτερα οι δυό «υποστασιακοί μύθοι» (Τ. Λιγνάδης) που πλαισίωναν εμφανώς ήδη από τον ΙΗ' αι. τον αγώνα των υποδούλων συνοψίζονταν σ' ένα κοινό στόχο, την ελευθερία, αλλά με ένα πολύ διαφορετικό πνευματικό υπόβαθρο. Από τη μία πλευρά ήταν η αναβίωση της Ανατολικής Αυτοκρατορίας, του ρωμαίικου, δηλ. του ελληνισμού στην οικουμενική (υπερεθνική) διάστασή του, όπως αποτυπώθηκε στα λαϊκά χρησμολογικά κείμενα της Τουρκοκρατίας1. Αυτός ο υποστασιακός μύθος εδραζόταν στα ιδεώδη του ρωμαίικου που κληροδότησε στους Έλληνες-Ρωμηούς το βυζαντινό τους παρελθόν και διέσωσε καθ' όλη τη διάρκεια της δουλείας η Ορθόδοξη Εκκλησία, η οποία επωμίστηκε όχι μόνο την πνευματική αλλά και την πολιτική κηδεμονία του ορθόδοξου μιλλέτ.
Από την άλλη πλευρά υπήρχε η μικρότερη αλλά ισχυρή μερίδα κυρίως των εκτός Οθωμανικής Αυτοκρατορίας Ελλήνων και των ντόπιων λογίων, οι οποίοι γαλουχημένοι με τα ιδεώδη του Διαφωτισμού και κατόπιν της γαλλικής Επανάστασης απαίτησαν την εθνική ανεξαρτησία της Ελλάδας όπως την ιδεάζονταν τα «φωτισμένα» έθνη της Ευρώπης. Είναι ενδεικτικό ότι η διαμόρφωση αυτής της ιδεολογίας, που τελικά επικράτησε μετά τον Αγώνα, συντελέστηκε κατά τη γνωριμία και σχέση του ελληνισμού με τη Δύση και τα πολιτιστικά και πολιτικά αγαθά της. Γι αυτό, αναγκαία προϋπόθεση για την αναγνώριση της Ελλάδας ως εθνικού κράτους διακηρύχθηκε από τους υποστηρικτές αυτής της προοπτικής, ο εξευρωπαϊσμός της2.
Δεν πρέπει να λησμονούμε ότι οι «προστάτιδες» δυνάμεις, αναγνωρίζοντας τελεσίδικα στα 1830 την ανεξαρτησία του εθνικού ελληνικού κρατιδίου, ικανοποιούσαν διπλά τα πολιτικά συμφέροντά τους: αφ' ενός κατάφερναν ένα καίριο πλήγμα εναντίον της απειλής των Οθωμανών και αφ' ετέρου ματαίωναν τις εξίσου απειλητικές για τη Δύση προσδοκίες των Ελλήνων για μία ενδεχόμενη ανασύσταση της Ρωμανίας3.
Ουσιαστικά, πρόκειται για τη δραματική πάλη ανάμεσα στις θεμελιώδεις έννοιες του Γένους και του Έθνους. Τελικά υπερίσχυσε η αρχή των εθνοτήτων και αναγνωρίστηκε de facto το Ελληνικό Κράτος ως μία εθνότητα ξεκομμένη από τους άλλους λαούς με τους οποίους συναποτελούσε στο παρελθόν την Ανατολική Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία.
Με βάση αυτό το προϋποθεσιακό πλαίσιο είναι ευεξήγητο ποιούς και γιατί εξυπηρετούσε το Αυτοκέφαλό της ελλαδικής Εκκλησίας, που ανακηρύχθηκε το 1833, με σκοπό να διευθετήσει δήθεν τις σχέσεις της ελλαδικής Εκκλησίας με το Πατριαρχείο, σχέσεις που είχαν διακοπεί από τα χρόνια του Αγώνα4. Την αυτοκεφαλία είχε πρώτος ιδεασθεί και προτείνει ο Αδ. Κοραής5 ως αναγκαίο βήμα για την ανεξαρτησία του Έθνους. Μάλιστα, δεδομένου ότι τώρα το Πατριαρχείο ζούσε αιχμάλωτο έξω από τα σύνορά του ελεύθερου Κράτους, η χειραφέτηση της ελλαδικής Εκκλησίας παρουσιαζόταν ως μία επιτακτική ανάγκη. Τις ιδέες του Κοραή συμμερίστηκε ο αρχιμανδρίτης Θεοκλητός Φαρμακίδης και εφάρμοσε, σε συνεργασία με τον George von Maurer, ένα από τα τρία μέλη της Αντιβασιλείας του ανήλικου βαυαρού βασιλιά Όθωνα. Ο Maurer, φορέας των καισαροπαπικών πολιτειακών αντιλήψεων της πατρίδας του, θέλησε να υποτάξει την ελλαδική Εκκλησία στο Κράτος, πράγμα που εμπόδιζαν οι ζωτικές σχέσεις της με το Οικουμενικό Πατριαρχείο. Τελικά, τα σχέδια του προτεστάντη Maurer και του ευρωπαϊστή Φαρμακίδη6, που επιθυμούσε την αποκοπή της ελλαδικής Εκκλησίας όχι μόνο από την Κωνσταντινούπολη αλλά και από την ομόδοξη Ρωσία, πραγματοποιήθηκαν το 1833 με την αυθαίρετη και αντικανονική ανακήρυξη του ελλαδικού Αυτοκεφάλου. Έτσι, η ελλαδική Εκκλησία θα υποταχθεί στην αλλόδοξη Κυβέρνηση, η οποία θα αντικαταστήσει τον εθναρχικό ρόλο του οικουμενικού Πατριάρχη.
Αυτή η πολιτική και εκκλησιαστική κατάσταση δεν μπορούσε να εδραιωθεί δίχως τις δίκαιες αντιδράσεις ενός μέρους του λαού αλλά και του κλήρου, αντιδράσεις που ξέσπασαν σε επανάσταση στα 18347.
Στη συνέχεια θα σκιαγραφηθεί η παρουσία του Μεγάλου Σπηλαίου κατά τα κρίσιμα γεγονότα του ΙΘ' αι., όπως αυτή αποτυπώνεται στις σχέσεις που ανέπτυξαν με το μοναστήρι σημαντικές προσωπικότητες της εποχής.
ΙΙ. Κωνσταντίνος Οικονόμος ο εξ Οικονόμων
Ο Κωνσταντίνος Οικονόμος εξ Οικονόμων έφθασε στην Ελλάδα τον Οκτώβριο του 1834. Το κλίμα ήταν ήδη τεταμένο από την πρόσφατη ανακήρυξη του ελλαδικού Αυτοκεφάλου. Ο χαρισματικός πρωτοπρεσβύτερος, που μόλις είχε εγκαταλείψει τη Ρωσία, για να επιστρέψει στην πατρίδα, έμελλε να παίξει έναν καθοριστικό ρόλο στα εκκλησιαστικά και πολιτικά πράγματα της εποχής. Η άτεγκτη παραδοσιακότητά του καθώς και η τεράστια μόρφωσή του δεν άργησαν να τον αναδείξουν στη μεγαλύτερη εκκλησιαστική προσωπικότητα του ΙΘ' αιώνα.
Ο Κ. Οικονόμος υπήρξε εκείνος που συνειδητοποίησε περισσότερο από κάθε άλλον τις τραγικές επιπτώσεις του ελλαδικού Αυτοκεφάλου για το Γένος. Πρώτος κατήγγειλε ότι, εξαιτίας του Αυτοκεφάλου και του παραγκωνισμού της Κωνσταντινουπόλεως, οικουμενικής έδρας της Ρωμηοσύνης, συντελέστηκε η «διάρρηξις του εν Ελλήνων ορθοδόξου έθνους» και, ουσιαστικά, η διάσπαση της ιστορικής ενότητας του ελληνισμού, ο οποίος εγκλωβίστηκε μ αυτό τον τρόπο στα στενά όρια του εθνικού Κράτους8. Μοιραία, σ' αυτό το πλαίσιο η Ορθοδοξία, χάνοντας τον οικουμενικό της χαρακτήρα, κατέστη απλώς θρησκεία του ελληνικού Έθνους και η Εκκλησία εξέπεσε σε οργανισμό υπηρετικό του Κράτους. Οι λειτουργοί της έγιναν υπάλληλοι, δέσμιοι ουσιαστικά του κρατικού μηχανισμού. Η αλλοτρίωση που συνεπέφερε η εκκλησιαστική πολιτική της Αντιβασιλείας προκάλεσε την άμεση αντίδραση μίας μεγάλης μερίδας του εκκλησιαστικού σώματος. Αυτή η αντίδραση κορυφώθηκε, όταν η κυβερνητική πολιτική, στα πλαίσια του σχεδίου της για μία ελλαδική Εκκλησία ακίνδυνη και πλήρως υποταγμένη στην πολιτεία, έκλεισε εκατοντάδες ακμάζοντα μοναστήρια, δημεύοντας την περιουσία τους9. Ο Οικονόμος, με τα κριτήρια δια των οποίων διέγνωσε την προϊούσα αλλοίωση και την υποταγή της Εκκλησίας στην Πολιτεία, κατενόησε ότι πλέον μόνο στα μοναστήρια μπορούσε πια να διασώζεται και να καλλιεργείται το γνήσιο φρόνημα και ήθος της Ορθοδοξίας. Για το λόγο αυτό από πολύ νωρίς συνδέθηκε στενά με τα μοναστικά κέντρα της εποχής του. Στο πρόσωπό του αντίστοιχα, εκτός από τους μοναχούς, όλοι οι ακραιφνείς ορθόδοξοί της εποχής βρήκαν έναν ικανό υποστηρικτή, ώστε να συσπειρωθούν γύρω του, με σκοπό την αντιμετώπιση των σοβαρών προβλημάτων που απειλούσαν την ελλαδική Ορθοδοξία. Η παρουσία του Οικονόμου κατόρθωσε να επηρεάσει θετικά και τη Σύνοδο, ώστε και αυτή να αντισταθεί στα αντιεκκλησιαστικά σχέδια της Κυβέρνησης.
Οι πλούσιες επαφές του Οικονόμου με το Μέγα Σπήλαιο, πέρα από το πνευματικό επίπεδο, συνυφάνθηκαν, όπως είδαμε στα πρώτα Κεφάλαια αυτής της μελέτης, με την εκπόνηση της πρώτης επίσημης ιστοριογραφίας της Μονής. Σύμφωνα με την επιθυμία των μεγαλοσπηλαιωτών πατέρων, ο Οικονόμος επεξεργάσθηκε το ήδη προϋπάρχον υλικό το σχετικό με τις ιστορικές τύχες της Μονής και το 1840 εξεδόθη «εκ της τυπογραφίας Κ. Ράλλη» ανωνύμως το ΚΤΙΤΟΡΙΚΟΝ η ΠΡΟΣΚΥΝΗΤΑΡΙΟΝ της Ιεράς και Βασιλικής Μονής του Μεγάλου Σπηλαίου. Όλοι γνώριζαν, ωστόσο, ότι επρόκειτο για έργο του Οικονόμου. Εδώ, το Κτιτορικόν θα μας απασχολήσει στη συνάφεια της σύγκρουσης του συντάκτη του με τον αρχιμανδρίτη Θεοκλητό Φαρμακίδη, ουσιαστικό αντίπαλό του Οικονόμου. Συγκεκριμένα, στις 12 Ιουλίου του 1840, ο Φαρμακίδης κατήγγειλε στην Ιερά Σύνοδο το συγγραφέα του Κτιτορικού10, γιατί, όπως ισχυριζόταν, είχε εντοπίσει στο κείμενο ένιες βλάσφημες εκφράσεις αποδιδόμενες στην Παναγία. Κατά τον Φαρμακίδη, οι πλέον αδόκιμες από άποψη δογματική εκφράσεις ήταν οι εξής: «Συ, η ανύμφευτος Νύμφη του Θεού και Πατρός» και «Συ, η εξαίρετος κατοικία της ομοουσίου και πανταιτίου Τριάδος». Ζητούσε μάλιστα να αποσυρθεί αμέσως το έργο από την κυκλοφορία και να επιτιμηθεί δεόντως ο συντάκτης του «Ρώσσος πρεσβύτερος και οικονόμος Κύριος Κωνσταντίνος ο εξ Οικονόμων γενεαλογούμενος». Η απάντηση της Ιεράς Συνόδου11 (22 Ιουλίου 1840) ήταν άμεση. Η Σύνοδος έκρινε τις επίμαχες φράσεις ανάλογες των εκφράσεων της πατερικής γραμματείας και συνεπώς ορθόδοξες, και συνιστούσε στο Φαρμακίδη μεγαλύτερη προσοχή. Η εκτενής συνοδική απάντηση ήταν διανθισμένη με παραπομπές σε πατερικές και υμνογραφικές φράσεις που αποδείκνυαν την ορθοδοξότητα των εγκωμίων της Θεοτόκου που είχε συντάξει ο Οικονόμος.
Ήταν φανερό πως ο Φαρμακίδης καιροφυλακτούσε να κατηγορήσει τον αντίπαλό του, ορμώμενος από τις διαφωνίες τους σε πολιτικό και ιδεολογικό επίπεδο. Ωστόσο, η διαμάχη δεν έληξε εκεί· τουλάχιστον από την πλευρά του Φαρμακίδη. Στο φακ. 8 του Αρχείου Φαρμακίδη ( Εθνική Βιβλιοθήκη), μετά την απάντηση της Ιεράς Συνόδου ακολουθεί πλήθος χειρογράφων του λόγιου κληρικού. Πρόκειται για σχόλια και παρατηρήσεις πάνω στο Κτιτορικόν του Οικονόμου. Το κείμενο αφθονεί σε εμπαθείς εκφράσεις κατά του συγγραφέα του συγγράμματος («ο άθλιος του Κτιτορικού συγγραφεύς», «ο σοφολογιώτατος Συναξαριστής της μονής του Μεγάλου σπηλαίου» κ.α.). Σκοπός του ήταν η όσο το δυνατόν αρτιώτερη επιστημονικά ανασκευή η διόρθωση διαφόρων απόψεων, χρονολογιών και ιστορικών γεγονότων που περιείχε το Κτιτορικόν. Πιθανότατα, μετά την έγγραφη άρνηση της Συνόδου να συμμεριστεί τις επιφυλάξεις του, ο Φαρμακίδης ιδεάστηκε μία ιστορικά και θεολογικά τεκμηριωμένη ανάλυση τόσο των αντιρρήσεών του, που διατύπωσε στην καταγγελία του προς τη Σύνοδο, όσο και άλλων δευτερευόντων θεμάτων. Τα χειρόγραφα είναι προχειρογραμμένα (συχνά ανάμεσα στα φύλλα παρεμβάλλονται δελτία με βιβλιογραφικές παραπομπές), χωρίς αρίθμηση, ώστε να εικάζεται ότι αυτά αποτέλεσαν την πρώτη γραφή μίας εκτεταμένης βιβλιοκριτικής λιβέλλου12. Τελικά, αυτό το έργο δεν είδε ποτέ το φως της έκδοσης. Πάντως, το Κτιτορικόν του Μεγάλου Σπηλαίου αποτέλεσε, εξαιτίας των ιδιαζόντων πολιτικών συνθηκών, πεδίο σύγκρουσης13 όχι μόνο μεταξύ των δύο ανδρών αλλά και των τελείως διαφορετικών αντιλήψεων που εκπροσωπούσαν.
Το πνευματικό κλίμα του Μεγάλου Σπηλαίου αλλά και το φυσικό του κάλλος, το απομακρυσμένο από τον «κόσμο», έκαναν ίσως τον Οικονόμο πιο συχνό επισκέπτη του μοναστηριού. Δεν πρέπει να λησμονούμε κοντά στα παραπάνω το σπουδαιότερο, δηλαδή τις πεποιθήσεις του, σύμφωνα με τις οποίες μόνο τα μοναστικά ιδεώδη ήταν ικανά πλέον να διαφυλάξουν ακέραιο το ορθόδοξο ήθος.
Ο Οικονόμος, όμως, είχε και άλλον ένα ιδιαίτερο λόγο να σχετίζεται με το Μέγα Σπήλαιο. Από πολύ νωρίς ο λόγιος πρωτοπρεσβύτερος σχεδίαζε να ιδρύσει μία Θεολογική Σχολή η καλύτερα Σεμινάριο, κατά τα πρότυπά της εκκλησιαστικής εκπαίδευσης της Ρωσίας, στον ελλαδικό χώρο, το οποίο θα λειτουργούσε ως αντίβαρο στην άρτι ιδρυθείσα Θεολογική Σχολή του Πανεπιστημίου Αθηνών. Την προσπάθεια της Αντιβασιλείας για τον πλήρη εκδυτικισμό της ελληνικής κοινωνίας προώθησε αποφασιστικά η εκπαιδευτική πολιτική του Maurer. Το καταθλιπτικό βαυαρικό πνεύμα που επικρατούσε στο Αθήνησι Πανεπιστήμιο υπηρετούσε τον μόνιμο σκοπό της Κυβέρνησης, δηλαδή τον εξευρωπαϊσμό της χώρας. « Η παιδεία (και η θρησκευτική) εντάχθηκε στα πλαίσια της κρατικής σκοποθεσίας και μεταβλήθηκε σε υπηρετική των επιδιώξεων της κρατικής ιδεολογίας, αφού πρώτα αποεκκλησιοποιήθηκε, για να καταστεί έτσι δυνατή η κρατικοποίηση και εκκοσμίκευσή της. Και αυτοί οι Κληρικοί, που θα χρησιμοποιηθούν στην εκπαίδευση, θα είναι απλοί κρατικοί υπάλληλοι, που θα καλούνται να διακονούν όχι την Εκκλησία, ως λαό του Θεού, αλλά το κράτος και την ιδεολογία του»14.
Η αλλοτρίωση για την ορθόδοξη παράδοση είναι φανερή: η θεολογία, από σχέση ζωντανή του ανθρώπου με το Θεό εκπίπτει σε θεωρητική ενασχόληση, καλλιεργούμενη στα ακαδημαϊκά έδρανα. Για τον Οικονόμο και την παράδοση που εκπροσωπούσε, ο φυσικός χώρος θεολόγησης ήταν το μοναστήρι. Αυτή του την πεποίθηση μαρτυρεί μία σειρά επιστολών του15 προς διάφορα επώνυμα πρόσωπα της εποχής, που σκοπό τους έχουν την ίδρυση μίας Θεολογικής Σχολής δομημένης πάνω σε παραδοσιακές βάσεις. Επιθυμία του ήταν αυτή η Σχολή να στεγαστεί η στην Αθωνιάδα Σχολή στο Άγιον Όρος η στο Μέγα Σπήλαιο. Η ανάγκη για την ίδρυση Σχολής στο αγιώνυμο Όρος υπαγορευόταν και από τη διαπίστωση ότι το επίπεδό της παιδείας των αγιορειτών πατέρων εκείνη την εποχή ήταν πολύ χαμηλό. Ο Οικονόμος σε επιστολή του (11 Ιουνίου 1838) προς τον οικουμενικό πατριάρχη Γρηγόριο ΣΤ'16 διατυπώνει τις επιφυλάξεις του σχετικά με την πνευματική κατάσταση του Αγίου Όρους, προτείνοντας παράλληλα το σχέδιο της ίδρυσης Σχολής για την πνευματική αναβάθμιση του17.
Τέσσερα χρόνια αργότερα (20 Ιανουαρίου 1842) ο Οικονόμος δέχεται μία επιστολή από τον Δημήτριο Ιθακήσιο, ο οποίος βρίσκεται στο Ιάσιο. Στην επιστολή αυτή ο συντάκτης ενημερώνει τον Οικονόμο σχετικά με το «Σεμινάριο» στο Μέγα Σπήλαιο. Ο Ιθακήσιος μιλά εξ ονόματος του Γρηγορίου Ειρηνουπόλεως και Βατοπεδίου18, πράγμα που προϋποθέτει κάποιες προηγούμενες επαφές του Οικονόμου με τον Γρηγόριο πάνω στο θέμα. Η καταλληλότητα του Μεγάλου Σπηλαίου είναι δεδομένη. Τώρα πια γίνεται λόγος για την εσωτερική οργάνωση της Σχολής. Γράφει ο Ιθακήσιος: « Η πανιερότης του εγκρίνει οπού η ιερά Σχολή ήτις είναι ένδον του μεγάλου Σπηλαίου, να επωνομασθή Σεμινάριον, να γίνωσι οικήματα τινά ένδον του Ιερού μοναστηρίου δια τους διδάσκοντας και τους διδασκομένους»19. Κατόπιν καθορίζεται ο αριθμός των καθηγητών σε τρεις η τέσσερις για τη διδασκαλία (α) της φιλολογίας και των εγκυκλίων μαθημάτων, (β) της μαθηματικής λογικής, μεταφυσικής, ψυχολογίας και (γ) της θεολογίας αντίστοιχα. Τέλος, γίνεται αναφορά στην εγκατάσταση των μαθητών (που δεν πρέπει να υπερβαίνουν τους είκοσι) και τα δίδακτρα. Το ύφος της επιστολής αλλά και τα διαπραγματευόμενα θέματα δίνουν την εντύπωση ότι η Σχολή είχε αρχίσει ήδη να λειτουργεί. Ωστόσο, ο Οικονόμος σε γράμμα του προς τον Ιθακήσιο (16 Μαΐου 1842) εξηγεί τις δυσκολίες που δεν έχουν ακόμη επιτρέψει την έναρξη των μαθημάτων. Τα προβλήματα είναι μάλλον οικονομικά20.
Πάντως, ο Οικονόμος είναι σίγουρος για τη φυσιογνωμία της Σχολής. Η πολύχρονη εμπειρία του στη Ρωσία (1821-1832) τον έχει πείσει ότι το καλύτερο θα ήταν να ακολουθήσει το σχέδιο των ρωσικών σεμιναρίων αλλά «εφηρμοσμένον και εις το ελληνικόν μετά των ανηκουσών εις τον τόπον και το έθνος το ημέτερον ολίγων παρατηρήσεων και μεταβολών»21.
Σημαντική είναι επίσης η επιστολή του Οικονόμου προς τον Ειρηνουπόλεως, γραμμένη στις 28 Μαρτίου 1843. Εκεί ο συντάκτης εξηγεί ότι παρά τις προσπάθειές του η ίδρυση της Σχολής στο Μέγα Σπήλαιο είναι «ασύμφορος», τουλάχιστον «προς γε το παρόν». Οι λόγοι που επικαλείται είναι «πολλοί και βαρείς». Ο Οικονόμος στέκεται περισσότερο στη γενικότερη πνευματική κατάπτωση του τόπου («την περικεχυμένην εις την ταλαίπωρον Ελλάδα λύμην της διαφθοράς»), παρότι επικαλείται και άλλες πιο απτές αντιξοότητες, όπως τις οικονομικές δυσκολίες, τη σπανιότητα ικανών καθηγητών και τον κίνδυνο αλλοιώσεως του ήθους της Σχολής από τους «έξωθεν εισελευσομένους μαθητιώντας». Τέλος, ο Οικονόμος δεν παραλείπει να υπογραμμίσει ακόμη μία φορά την αναγκαιότητα ιδρύσεως ενός τέτοιου «ιερού καταστήματος» στην Ελλάδα22.
Δυστυχώς, το σχέδιο του Οικονόμου δεν πραγματοποιήθηκε. Πάντως, και μόνο το γεγονός ότι για τον Οικονόμο το Μέγα Σπήλαιο ήταν τόπος καταλληλότερος και αυτού του Αγίου Όρους φανερώνει την πνευματική ακμή και την ακτινοβολία της Μονής εκείνη την εποχή. Εξάλλου, αν και δεν ευδοκίμησε ως μία επίσημη Σχολή, αντίστοιχή του υποδουλωμένου στη γερμανική παιδεία Πανεπιστημίου της Αθήνας, το Μέγα Σπήλαιο δεν έπαψε να λειτουργεί ως χώρος άσκησης της αληθινής θεολογίας, μα όχι μόνον αυτό· το μεγάλο μοναστήρι της Πελοποννήσου κατέστη πραγματικά σεμινάριο (=φυτώριο), διαδίδοντας τις ιδέες της Φιλορθοδόξου και όλων των πνευματικών προσωπικοτήτων που έβρισκαν καταφύγιο εκεί.
Το καλοκαίρι του 1842, σε μία από τις επισκέψεις του στο Μέγα Σπήλαιο ο Οικονόμος θα γνωριστεί με τον Κοσμά Φλαμιάτο. Απευθυνόμενος προς τον Ευσέβιο Πανά γράφει για τον μεγάλο κήρυκα: «είχον την ευτυχίαν να γνωρίσω τον Φλαμιάτον τον άνθρωπον του Θεού εις το Μέγα Σπήλαιον, όπου διέτριψα ένα μήνα μετ' αυτού...» Και αλλού: « Ήθελεν [ο Φλαμιάτος] ως μοι είπον οι μεγαλοσπηλαιώται να χειροτονηθή ιερεύς και εξέλθη εις το κήρυγμα του Ευαγγελίου». Τελικά, ίσως αυτό που δεν πραγματοποίησε ο πολύς Οικονόμος να κατόρθωσε ο λαϊκός Κεφαλλονίτης με τη φλογερή κηρυκτική του δράση, όπως σημειώνει ο πρώτος στην ίδια επιστολή: « Εκεί [στο Μ. Σπήλαιο] υπάρχει σχολείον νεωστί συσταθέν, όπου διδάσκει ιερομονάχους»23.
Τις πολύ στενές σχέσεις του Μεγάλου Σπηλαίου με τον Οικονόμο αποδεικνύει, τέλος, η συλλυπητήρια επιστολή που στέλνουν οι μεγαλοσπηλαιώτες πατέρες στην οικογένεια του Οικονόμου το Μάρτιο του 1857, λίγο μετά το θάνατό του. Οι πατέρες κάνουν μνημόσυνο στον «πνευματικό τους πατέρα» και περνούν το ονομά του στα δίπτυχά της μονής24.
Πιο κάτω θα δούμε τις διώξεις που υπέστη ο Οικονόμος για τις ιδέες του. Τώρα, αξίζει να σταθούμε σε άλλα δύο μεγάλα πνευματικά μεγέθη της εποχής σε συνάρτηση με το κλίμα του Μεγάλου Σπηλαίου, τη Φιλορθόδοξο Εταιρεία και τον Κοσμά Φλαμιάτο.
ΙΙΙ. Φιλορθόδοξος Εταιρεία και Κοσμάς Φλαμιάτος
Η καταγγελία αυτής της έκπτωσης των εκκλησιαστικών πραγμάτων αποτέλεσε τον πυρήνα της διδασκαλίας του κεφαλλονίτη αγωνιστή Κοσμά Φλαμιάτου, ο οποίος, όπως θα δούμε, συνδέθηκε στενά με το πνευματικό περιβάλλον του Μεγάλου Σπηλαίου, αφήνοντας μάλιστα και άξιους συνεχιστές της δράσης του.
Όπως σημειώνει ο Ηλ. Τσιτσέλης για τον Φλαμιάτο, «μέλος διατελών της Φιλορθοδόξου Εταιρείας... κατεδιώχθη, κατασχεθέντων και των παρ' αυτών σπουδαίων του σωματείου εγγράφων»25.
Η αντικαθεστωτική «συνομωσία» της Φιλορθοδόξου Εταιρείας ιδρύθηκε τον Ιούνιο του 1839 και αποκαλύφθηκε στα τέλη του ίδιου έτους. Η Φιλορθόδοξος ήταν οργανωμένη κατά τα πρότυπα των μυστικών εταιρειών της εποχής. Σκοπός της οργάνωσης ήταν η απελευθέρωση της Μακεδονίας, της Ηπείρου και της Θεσσαλίας, καθώς επίσης και η διάσωση της απειλούμενης από την κυβερνητική πολιτική Ορθοδοξίας. Την Εταιρεία στελέχωναν κυρίως μέλη του ρωσικού κόμματος, με στόχους καθαρά πολιτικούς (ανατροπή της Κυβέρνησης) αλλά και με αιτήματα αναφερόμενα στα εκκλησιαστικά ζητήματα. Στο αποκαλυπτικό ανώνυμο κείμενο της εποχής, όπου αναλύεται η οργάνωση και η στοχοθεσία της Εταιρείας, διαβάζουμε πως ανάμεσα στους σκοπούς της ήταν και η ακύρωση «...του περί ανεξαρτησίας της Εκκλησίας Νόμου και την υποταγή της Ελληνικής Εκκλησίας εις την εν Κωνσταντινουπόλει Μεγάλην Εκκλησίαν», η «καταδίωξις και εξαφάνισις από την Ελλάδα όλων των αμερικανικών σχολείων και των από τας Βιβλικάς Εταιρίας εκδοθέντων βιβλίων ανεξαιρέτως» και επιπλέον η υποχρέωση «...του ν' αναγνωρίση ο Βασιλεύς την ανατολικήν θρησκείαν ως θρησκείαν όλου του Κράτους, και ιδιαιτέρως ως την μόνην θρησκείαν των διαδόχων του και της μελλούσης οικογενείας του»26.
Όλοι εκείνοι που αντιδρούσαν για τα εκκλησιαστικά πράγματα έβρισκαν καταφύγιο στη Φιλορθόδοξο Εταιρεία. λανθασμένα κατεβλήθη προσπάθεια να χαρακτηριστούν όλα τα μέλη της οπαδοί του ρωσικού κόμματος· ο φιλορωσισμός τους οφειλόταν πρωτίστως στην κοινή πίστη με τη μεγάλη δύναμη του Βορρά. Πάντως, δεν παραθεωρείται το γεγονός ότι το κίνημα και η δράση των ακραιφνών ορθοδόξων συνδέεται με την ενδυνάμωση του ρωσικού κόμματος, που παρατηρείται στα μέσα του ΙΘ' αι.
Ο Φλαμιάτος, κατηγορούμενος ως μέλος της Φιλορθοδόξου Εταιρείας - ο Αννινος τον χαρακτηρίζει «ψυχή και έρεισμα της Εταιρίας»27-, εξορίστηκε στα Κύθηρα και στους Βαρδιάνους. Το 1840, όποτε απελευθερώθηκε, πέρασε στην Πάτρα και από κει κατέφυγε στο Μέγα Σπήλαιο.
Το μοναστήρι με την παρουσία του Φλαμιάτου αποτέλεσε κέντρο διάδοσης των ιδεών της Φιλορθοδόξου. Εκεί ο Φλαμιάτος θα γνωριστεί με τον Κ. Οικονόμο, όπως είδαμε. Έχοντας ως ορμητήριο το μέγα Σπήλαιο, ο μεγάλος κήρυκας έκανε πολλές περιοδείες στην Πελοπόννησο διδάσκοντας. Το περιεχόμενο της διδασκαλίας του ήταν μία δριμεία κριτική εναντίον της πολιτικής και, κυρίως, εναντίον της φιλοαγγλικής μερίδας. Επιπλέον, κατέκρινε το διωγμό των κρατούντων κατά του μοναχισμού και έλεγχε τον ξενόφερτο τρόπο ζωής ως υπεύθυνο για την αλλοίωση του ορθόδοξου φρονήματος. Για τον Φλαμιάτο και τους ομοϊδεάτες του ο μοναχισμός διεφύλαττε τον αυθεντικό τρόπο ζωής που σαρκώνει η Ορθοδοξία28. Εξαιτίας αυτής της βασισμένης σε ακραιφνώς ορθόδοξα κριτήρια πολιτικοκοινωνικής διαμαρτυρίας του, που στρεφόταν εναντίον του Κράτους, ο Φλαμιάτος συνελήφθη στην Πάτρα στις 21 Μαΐου του 1852 με τους ομοϊδεάτες του και ρίχτηκε στις φυλακές του Ρίου. Μία ημέρα πριν είχε συλληφθεί στην Τρίπολη ο μεγαλοσπηλαιώτης μοναχός Ιγνάτιος· γι αυτόν θα γίνει λόγος κατωτέρω. Ο Φλαμιάτος εκάρη μοναχός μέσα στη φυλακή, λίγο πριν πεθάνει (23.6.1852)29.
Τις σχέσεις του Φλαμιάτου με μοναχούς του Μεγάλου Σπηλαίου απέδειξε η έρευνα που διενέργησαν οι αρχές, πριν συλλάβουν τον κεφαλλονίτη κήρυκα στο σπίτι του στην Πάτρα. Κατασχέθηκαν έγγραφα που εμφάνιζαν εμπλεγμένους στην υπόθεση πολλούς μοναχούς, ανάμεσά τους αρκετούς από το Μέγα Σπήλαιο30. Η έρευνα αυτή στο σπίτι του Φλαμιάτου αποφασίστηκε μετά τον εντοπισμό από τις αρχές ενός μεγαλοσπηλαιώτη μοναχού, ονόματι Ιγνατίου (επρόκειτο για τον Ιγνάτιο Λαμπρόπουλο), που περιόδευε κηρύττοντας κατά το πρότυπό του Παπουλάκου. Κατόπιν αυτού δόθηκε εντολή να ερευνηθούν σπίτια πολλών μοναχών από την περιοχή των Καλαβρύτων. Και αυτή η έρευνα ήταν αποκαλυπτική: βρέθηκαν έγγραφα και επιστολές των Φλαμιάτου και Παπουλάκου προς τους μοναχούς Ιγνάτιο από το Μέγα Σπήλαιο και Παρθένιο από τη Μονή του Αγίου Αθανασίου31. Η αποκάλυψη αυτών των στοιχείων γίνεται γνωστή από τον Τύπο της εποχής ως «Καλογερική Συνομωσία»32.
ΙV. Ο Παπουλάκος
Σ' αυτή τη συνάφεια αξίζει, φρονούμε, να σταθούμε για λίγο στη σκιαγράφηση της προσωπικότητας και δράσης του Παπουλάκου. Κι αυτό, διότι οι στόχοι και οι αγώνες του εφορμώνται από την ίδια προβληματολογία στην οποία εμπλέκονται ο Φλαμιάτος και η Φιλορθόδοξος Εταιρεία, και κατά συνέπεια το Μέγα Σπήλαιο.
Ο Παπουλάκος, κατά κόσμον Χρήστος (;) Παναγιωτόπουλος, καταγόταν από τα Άρμπουνα των Καλαβρύτων. Ήδη ηλικιωμένος άρχισε να κηρύττει, περιοδεύοντας στην περιοχή της Αχαΐας και κατόπιν στην ευρύτερη περιοχή της Πελοποννήσου. Έγινε μοναχός αρκετά μεγάλος και ονομάστηκε Χριστόφορος. Κατά τον Γ. Κονιδάρη, ανήκε στο μοναχολόγιο του Μ. Σπηλαίου33, αλλά είναι πιο πιθανό να εκάρη στο μοναστήρι του Αγίου Αθανασίου, μετόχι της Αγίας Λαύρας34. Αρχικά το κήρυγμα του Παπουλάκου είχε ένα μάλλον ηθικολογικό χαρακτήρα, μα αργότερα απέκτησε ένα καλυμμένο αλλά σαφές πολιτικό περιεχόμενο. Αυτή η στροφή παρατηρείται από τότε που στον ολιγογράμματο μοναχό παραχωρήθηκε επίσημη άδεια από την Ιερά Σύνοδο να κηρύττει (1851). Ο Παπουλάκος προηγουμένως είχε ενστερνισθεί τις απόψεις της Φιλορθοδόξου, ώστε στα κηρύγματα εκείνης της εποχής να κάνει λόγο περί «ψωριώντος εριφίου, το οποίον έπρεπε να αποδιωχθή εκ της ποίμνης, ίνα μη μεταδώση την νόσον και εις τα λοιπά»35. Η παραβολή στρεφόταν κατά του βασιλιά Όθωνα, η θρησκευτική ταυτότητα του οποίου αποτελούσε σκάνδαλο τόσο για τον Παπουλάκο όσο και για τους οπαδούς των Φιλορθοδόξων (Ναπαίων και μη).
Η δράση και το κήρυγμα του Παπουλάκου είχαν τεράστια απήχηση στο λαό, με αποτέλεσμα οι Αρχές τρομοκρατημένες να αντιμετωπίζουν ένα ολόκληρο κίνημα με σαφή αντικαθεστωτικά συνθήματα. Τα βασικά σημεία της διδασκαλίας του ο Παπουλάκος τα έστειλε εν είδει αναφοράς προς τον Όθωνα. Σ' αυτή την αναφορά, που συντάχθηκε στις 21.5.1852 και ίσως δεν έφθασε ποτέ στα χέρια του βασιλέα, γινόταν λόγος για τη «χαμένη πίστη», που μάταια ο Όθων το 1830 είχε υποσχεθεί ότι θα υποστηρίξει. Θιγόταν το ζήτημα του όρκου στα δικαστήρια («το Ευαγγέλιο μολύνθηκε στα δικαστήρια»), το θέμα της σχέσης των Αρχιερέων με τη Σύνοδο, καθώς και το ζήτημα της εκπαίδευσης, η οποία, κατά τον Παπουλάκο, θα έπρεπε να βασίζεται στο Ψαλτήρι και στην Οκτώηχο36. Το κείμενο, ουσιαστικά, αποτελεί μία θαρραλέα καταγγελία εναντίον όλων των αλλαγών που εφάρμοζε η αλλόδοξη Κυβέρνηση σε ζωτικούς τομείς του εκκλησιαστικού (και όχι μόνο) βίου του νεαρού εθνικού Κράτους. Αυτή η έγγραφη διαμαρτυρία είναι σαφές ότι δεν εξέφραζε μόνο τις απόψεις του συντάκτη της, αλλά και τις δίκαιες επιφυλάξεις του ορθόδοξου πληρώματος έναντί του ραγδαίου εκδυτικισμού που υφίστατο το Γένος εκείνη την εποχή.
Η Κυβέρνηση, θορυβημένη από τις παλλαϊκές διαμαρτυρίες εναντίον της, εκτός από τις κινητοποιήσεις της αστυνομίας που ακολουθούσε τον Παπουλάκο στις αδιάκοπες περιοδείες του, επεμβαίνοντας μάλιστα βίαια ενίοτε, διέβλεπε στην αντίδραση των ακραιφνών ορθοδόξων τον ρωσικό κίνδυνο. Οι ελπίδες που στήριζαν οι Έλληνες στη βοήθεια του «ξανθού γένους» είχαν ξεσηκώσει στο παρελθόν μία ολόκληρη εξέγερση ( Ορλωφικά). Οι φήμες, εξάλλου, για μία διαμέσου των ρωσοφίλων και φανατικών ορθοδόξων ρωσική διείσδυση στις εσωτερικές υποθέσεις της Ελλάδας καλλιεργούνταν συστηματικά από τον συμπολιτευόμενο Τύπο37. Παρά τις καθησυχαστικές έγγραφες δηλώσεις του τότε ρώσου πρεσβευτή στην Ελλάδα Κ. Περσιάνη, η Κυβέρνηση αποφάσισε να διενεργήσει έρευνα στα κέντρα της αντικυβερνητικής προπαγάνδας: στα μοναστήρια Μεγάλου Σπηλαίου, Ταξιαρχών και Οσίου Λουκά στη Βοιωτία και, βέβαια, στο σπίτι του Κ. Οικονόμου, το παρελθόν του οποίου τον καθιστούσε εξαιρετικά ύποπτο.
Οι έρευνες απέβησαν άκαρπες, αλλά είναι ενδεικτική η επιμονή και η σκαιότητα που χαρακτηρίζουν τη συμπεριφορά των Αρχών κατά τη διάρκεια των ανακρίσεων: ο Προηγούμενος του Μεγάλου Σπηλαίου διαμαρτύρεται για την κακή μεταχείριση των μοναχών από τους ανακριτές. Τη διαμαρτυρία του δημοσιεύει η εφ. «Αιών». Οι πατέρες, για να κατευνάσουν τη μήνιν της κυβέρνησης, αναγκάστηκαν να στείλουν και δεύτερη επιστολή στο ίδιο φύλλο της εφημερίδας, με την οποία υπενθύμιζαν τις θυσίες της Μονής τους στον αγώνα για την ελευθερία38. Παρά τις άκαρπες προσπάθειες της έρευνας, η εφημερίδα « Αθηνά», κυρίως, εξακολούθησε να πλέκει υποθέσεις γύρω από την «καλογερική συνομωσία». Σύμφωνα με άρθρα που δημοσιεύθηκαν το ίδιο έτος στις εφημερίδες « Αθηνά» και « Ελπίδα»39, τα κέντρα των αποφάσεων της συνομωσίας έπρεπε να αναζητηθούν στην Πάτρα (ορμητήριο του Φλαμιάτου), στο Άγιον Όρος και στο Μέγα Σπήλαιο.
Ο Παπουλάκος συνελήφθη στις 21 Ιουνίου 1852. Η σύλληψή του έδωσε την ευκαιρία στον αντιρωσικό τύπο να επαινέσει την Κυβέρνηση για το αίσιο τέλος, αν και το κίνημα με το οποίο ο μοναχός Χριστόφορος συνέδεσε το όνομα και την παρουσία του εξακολούθησε να ενοχλεί την Κυβέρνηση. Τώρα πια, μετά τη σύλληψη του πρωτεργάτη, σειρά είχαν οι πιο επιφανείς και «επικίνδυνοι» ομοϊδεάτες του, προερχόμενοι κυρίως από το χώρο των μοναστηριών. Οι ύποπτοι υποβάλλονταν σε ανακρίσεις, με σκοπό να αποδειχθεί η ενοχή τους. Άσχετα αν τελικά διατυπωνόταν η όχι επίσημη κατηγορία εναντίον τους, οι μοναχοί αναγκάζονταν να περιορίσουν τις μετακινήσεις τους. Τώρα πια ο ίδιος ο νόμος τους απαγόρευε να κυκλοφορούν δημόσια. Ως τόπος περιορισμού των υπόπτων προτιμήθηκαν τα μοναστήρια των νησιών. Τρεις μεγαλοσπηλαιώτες μοναχοί περιορίσθηκαν σε νησιά, μολονότι τα στοιχεία δεν ήταν αρκετά για να συσταθεί κατηγορία εναντίον τους. Πρόκειται για τον μοναχό Παρθένιο Αναγνωστόπουλο και τους δύο υποτακτικούς του40. Θα αναφερθούμε σ' αυτούς στη συνέχεια. Όπως είδαμε παραπάνω, ο Φλαμιάτος πέθανε στη φυλακή στις 23 Ιουνίου του δραματικού έτους 1852. Ο θάνατος αυτού του «μάρτυρα της Ορθοδοξίας» έδωσε νέα εναύσματα στον Τύπο, τον αντικυβερνητικό αυτή τη φορά, για μία αναθεώρηση των πολιτικών σκοπιμοτήτων που πυροδότησαν τον ομολογουμένως απηνή αγώνα των Αρχών εναντίον του Φλαμιάτου, του Παπουλάκου και των ιδεών τους. Όπως υποστηρίζεται επανειλημμένα στην εφημερίδα. «Αιών»41, όλος ο θόρυβος γύρω από τα «Φλαμιατικά» και τα «Χριστοφορικά» ήταν σκηνοθετημένος από την Κυβέρνηση για τους εξής λόγους: «τον προπηλακισμό πολιτικών προσώπων που η κυβέρνηση είχε σε δυσμένεια, τη διάλυση των τεσσάρων μεγάλων μονών: Μεγάλου Σπηλαίου, Ταξιαρχών, Αγίων Θεοδώρων στην Αιγιαλεία, Οσίου Λουκά στην Βοιωτία και τέλος τη διαίρεση της Εκκλησίας και την υπαγωγή της στην πολιτική αρχή»42.
Μολονότι μοιάζει κάπως ευφάνταστη η ερμηνεία του «Αιώνος», είναι αλήθεια ότι η Κυβέρνηση είχε στο στόχαστρο τον Γ. Γλαράκη, θεωρούμενο ως πολιτικό ηγέτη της Φιλορθοδόξου Εταιρείας43· εξάλλου, η Κυβέρνηση πριν από την ψήφιση κάθε σημαντικού εκκλησιαστικού νομοσχεδίου, μηχανευόταν κάποια σύγχυση, για να αποσπάσει την προσοχή της κοινής γνώμης44. Η αρχή του καισαροπαπισμού, που είχε δρομολογηθεί από δεκαετίες στο ελληνικό κρατίδιο, ήταν γνωστό ότι δεν θα εφαρμοζόταν δίχως τη δίκαιη αντίδραση όχι τόσο του λεγόμενου ανώτερου Κλήρου, που κατά ένα μεγάλο μέρος του συμφωνούσε με τη δυτικότροπη εκκλησιαστική πολιτική (βλέπε τη «γραμμή» του Θεοκλητού Φαρμακίδη), όσο των μοναχών και του απλού λαϊκού σώματος των πιστών. Για το λόγο αυτό, συνέφερε την Κυβέρνηση να παραπλανά την κοινή γνώμη, όταν επρόκειτο να παρθούν τόσο σοβαρές αποφάσεις για το καθεστώς των σχέσεων Εκκλησίας-Πολιτείας, όπως εκείνη του 1833 και οι ανάλογές του 1852. Ήταν πλέον ολοφάνερο σε ποιά κατάσταση υποταγής στην κρατική εξουσία οδηγούσαν την Εκκλησία τέτοιου είδους «διευθετήσεις» του εκκλησιαστικού ζητήματος.
Τέλος, όσον αφορά τα τέσσαρα επιφανή μοναστήρια, μπορεί η διάλυσή τους να μην ήταν σκοπός του κυβερνητικού σχεδίου, πάντως είναι αλήθεια ότι αυτά τα μοναστήρια, και κυρίως τα πελοποννησιακά, είχαν απασχολήσει επανειλημμένα τις Αρχές με τις αντικυβερνητικές δραστηριότητες των μοναχών τους, ώστε να θεωρούνται κέντρα της αντικαθεστωτικής προπαγάνδας. Το Μέγα Σπήλαιο, μάλιστα, είχε πάρει ανοιχτά θέση εναντίον του καθεστώτος στο πλευρό του Ζωγράφου, στην Πελοπόννησο, στα γεγονότα του 1844. Η Κυβέρνηση είχε πολλούς λόγους να το φιμώσει.
Αξίζει, όμως, να δούμε τα δραματικά γεγονότα αυτής της εποχής και από μία στενότερα πολιτική σκοπιά, την οποία ίσως χρησιμοποίησε το Κράτος, για να εκτιμήσει και να αντιμετωπίσει, τόσο τις ιδέες της Φιλορθοδόξου όσο και το Κίνημα του Παπουλάκου. Στην αρχή τούτης της ενότητας χαράχτηκαν αδρομερώς οι πολιτικές και ιδεολογικές συνιστώσες που διαμορφώνουν το πολύπλοκο ιστορικό μωσαϊκό αυτής της εποχής. Όπως υπογραμμίστηκε παραπάνω, τα φιλορωσικά αισθήματα, κυρίως ανάμεσα στα πλατιά λαϊκά στρώματα, σαρκώθηκαν ιδεολογικά στους στόχους της Φιλορθοδόξου Εταιρείας με όλο το πολιτικό και θρησκευτικό υπόβαθρό τους. Αυτό το υπόβαθρο συνοψίζεται στην αντίδραση του συνειδητά θρησκευόμενου λαού να υποτάξει τη μοίρα του στην πολιτική βούληση ενός αλλόδοξου ηγέτη, και μάλιστα όταν η πίστη του πλήττεται τόσο βάναυσα από τη δυτικού τύπου εκκοσμίκευση και από κιβωτός σωτηρίας του Γένους καθίσταται ένα εύχρηστο κοινωνικό μέγεθος στην υπηρεσία των θελήσεων του Κράτους. Η Κυβέρνηση, συνεπώς, προσπαθώντας να εξουδετερώσει τους αντιφρονούντες μοναχούς, ουσιαστικά, κατάφερε ένα δυνατό πλήγμα στις φιλορωσικές πολιτικές δυνάμεις που την αντιστρατεύονταν.
V. Ο Ιγνάτιος Λαμπρόπουλος και άλλοι μεγαλοσπηλαιώτες
Μολονότι μέχρι τώρα σκιαγραφήθηκε η συμβολή του Μεγάλου Σπηλαίου στη σχέση του με τους πρωταγωνιστές της ορθόδοξης παράταξης, θεωρούμε σκόπιμο να αφιερώσουμε έναν ιδιαίτερο λόγο στο μοναχό του Μεγάλου Σπηλαίου Ιγνάτιο Λαμπρόπουλο, ο οποίος υπήρξε συναγωνιστής του Παπουλάκου και, κατά τον πρώτο ιστορικό του κινήματός του, πιο επικίνδυνος απ' αυτόν45. Επίσης, θα γίνει ονομαστική αναφορά και σε εκείνους τους μοναχούς που έκαναν τον Τύπο να γράφει περί «καλογερικής συνομωσίας» και για τους οποίους ο Υπουργός των Εκκλησιαστικών θα χρησιμοποιήσει τις εξής δριμείες εκφράσεις, απευθυνόμενος στην Ιερά Σύνοδο το 1852: «[Οι μοναχοί αυτοί], συλλαβόντες την σατανικήν ιδέαν να διαταράξωσιν τον τόπον προσχήματι μεν του να προασπίσωσι την θρησκείαν ως δήθεν επιβουλευομένην, πράγματι δε να εγείρωσιν σταυροφορίαν τινά κατά της υπερτάτης Αρχής του Κράτους και αυτών των καθεστώτων, μήτε θεού αιδεσθέντες οι δείλαιοι παρ' ου πάσα εξουσία καθίσταται επί της γης, μήτε ανθρώπους εντραπέντες οι ασυνείδητοι»46.
Ο Ιγνάτιος Λαμπρόπουλος γεννήθηκε το 1814 στη Βρωμοσέλα Μεγαλοπόλεως. Παιδί ακόμη (δωδεκαετής) εγκαταστάθηκε στο Μέγα Σπήλαιο, όπου πιθανότατα έλαβε τη στοιχειώδη μόρφωση. Εκπαιδεύτηκε αργότερα σε ανώτερα σχολεία της Καλαμάτας και της Αίγινας. Σε ηλικία 25 ετών χειροτονήθηκε διάκονος και κατόπιν πρεσβύτερος. Καθοριστικό ρόλο στη μετέπειτα πορεία του έπαιξε η γνωριμία του με το Φλαμιάτο (1842). Ο τελευταίος τον παρότρυνε να επιδοθεί στο ιεραποστολικό έργο, αφού πρώτα μελετήσει εμβριθώς την Αγία Γραφή και τους Πατέρες της Εκκλησίας. Με αυτά τα εφόδια ο Ιγνάτιος ξεκίνησε την κηρυκτική του δράση περιοδεύοντας ανά την Πελοπόννησο.
Συνελήφθη ως συνομώτης εναντίον του βασιλιά Όθωνα και διαδοχικά οδηγήθηκε από τις Αρχές δέσμιος στην Τρίπολη, το Ναύπλιο, την Κόρινθο, το Αίγιο, την Πάτρα, τα Καλάβρυτα. Κατόπιν περιορίστηκε στη Μονή της μετανοίας του, το Μέγα Σπήλαιο, για να φυλακιστεί αργότερα και πάλι στην Πάτρα.
Καθ' όλη τη διάρκεια της ταραγμένης ζωής του δεν έπαυσε να κηρύττει και να νουθετεί. Όπως ο Φλαμιάτος, το ίδιο και ο Ιγνάτιος είχε μετατρέψει το δεσμωτήριο σε τόπο προσευχής και σχολείο για τη διάδοση των φιλορθόδοξων ιδεών. Ειδικά όταν ήταν περιορισμένος στο Μέγα Σπήλαιο, κατά τη δεκαετία 1852-1862, καθοδηγούσε πνευματικά ένα μεγάλο πλήθος πιστών που τον επισκέπτονταν, σ ένα είδος σχολής η φροντιστηρίου που είχε ιδρύσει για το σκοπό αυτό μέσα στο μοναστήρι47. Ανάμεσα στους μαθητές του βρίσκονταν και πρόσωπα που αργότερα διέπρεψαν στον εκκλησιαστικό χώρο, όπως ο κατοπινός αρχιεπίσκοπος Πατρών Ιερόθεος Μητρόπουλος και ο ιεροκήρυκας Ηλίας Βλαχόπουλος. Ενδεικτική του ήθους του Ιγνατίου είναι η αρνητική απάντηση που έδωσε, όταν του προτάθηκε από την Ιερά Σύνοδο να αναλάβει επισκοπικά καθήκοντα στην επισκοπή Τριφυλίας: « Εγώ κατά πάντα αδιάθετος ως προς τον υψηλόν τούτον βαθμόν»48. Ο Ιγνάτιος πέθανε στις 22 Ιουνίου 186949.
Από την αναδίφηση των αρχειακών πηγών της εποχής προκύπτει ότι η δράση του Ιγνατίου είχε τόσο θορυβήσει τις Αρχές, ώστε σε επιστολή γραμμένη στην Τρίπολη στις 20 Μαΐου 1852, δια της οποίας γίνεται γνωστή στην Κυβέρνηση η σύλληψή του, ο Ιγνάτιος να χαρακτηρίζεται «επικινδυνέστερος από τον Παπουλάκον» και «...σχεδόν ένας τρανός κακούργος». Εξάλλου, σε έγγραφο των ίδιων ημερών (19.5.1852) γίνεται γνωστό στο Νομάρχη Αρκαδίας ότι ο «αναφανείς αυτόκλητος Ιεροκήρυκας Ιγνάτιος εις τον Δήμον Τροπαίων» πρέπει να παραπεμφθεί στον Εισαγγελέα των Πατρών, «καθότι ούτος είναι και εκ των μάλλον ενοχοποιουμένων εις τα αντικοινωνικά κηρύγματα».
Τα ονόματα αρκετών μοναχών του Μεγάλου Σπηλαίου, εμπλεγμένων στα «Χριστοφορικά», αποκάλυψε η έρευνα που διενεργήθηκε, όπως είδαμε, στο σπίτι του Φλαμιάτου στην Πάτρα. Συγκεκριμένα, με τα στοιχεία που έφερε στο φως η έρευνα ενοχοποιούνταν: «Αον) Ο νυν ηγούμενος της Μονής του Μεγάλου Σπηλαίου, Βον) Οι Προηγούμενοι της αυτής Μονής Παφνούτιος και Δαμάσκηνος, Γον) οι Ιερομόναχοι Ιγνάτιος, Σάββας, Πορφύριος, Πανάρετος, και οι μοναχοί Δανιήλ Μαμμωνάς, Ησαΐας, Κυπριανός και Αρσένιος, άπαντες μονάζοντες εν τη Μονή του μεγάλου Σπηλαίου». Εκτός αυτών αναφέρονται και άλλοι μοναχοί από τις μονές του Οσίου Λουκά, Κοιλάδος, Αγίου Αθανασίου και Αγίας Λαύρας.
Άλλος επώνυμος μεγαλοσπηλαιώτης που πήρε ενεργά μέρος στα γεγονότα του 52 ήταν ο μοναχός Παρθένιος Αναγνωστόπουλος. Ο Παρθένιος, μετά τη σύλληψη του Παπουλάκου, είχε περιοριστεί στη νήσο Σκιάθο, ενώ οι υποτακτικοί του Νικόλαος και Βασίλειος Δαφνόπουλοι στην Εύβοια50.
Αυτή ήταν η συμβολή του Μεγάλου Σπηλαίου στα πρώτα ταραγμένα βήματα του εθνικού Κράτους. Η ρωμαλέα πνευματική του παρουσία βασισμένη σε αμιγώς ορθόδοξα ιδεώδη αποτελούσε ένα εχέγγυο για εκείνους που αγωνίστηκαν, προκειμένου να υπερασπιστούν την Ορθοδοξία, που απειλούσε ο απροκάλυπτος εκδυτικισμός της χώρας.
Το όνομα του ιστορικού μοναστηριού συνδέθηκε, όπως είδαμε, με τον «καλόν αγώνα» μεγάλων πνευματικών μορφών της εποχής, όπως του πρωτοπρεσβύτερου Κ. Οικονόμου, του αγωνιστή Κ. Φλαμιάτου ( 1852), του λαϊκού κήρυκα μοναχού Χριστοφόρου ( 1861) και του ιερέα Ιγνάτιου Λαμπρόπουλου ( 1869). Αυτή η ομάδα με τη δράση και τους αγώνες της έδωσε μία πολύτιμη μαρτυρία της ορθόδοξης παράδοσης σε μία πολύ κρίσιμη περίοδο για την πορεία του Γένους.
2. ΤΑ ΓΕΓΟΝΟΤΑ ΤΟΥ Κ' ΑΙ.
Ι. Η καταστροφική πυρκαγιά του 1934
Όπως είδαμε αλλού σ' αυτή τη μελέτη, το μοναστήρι, αν δεν γινόταν στόχος -έστω ανεπιτυχών- επιδρομών, επανειλημμένως είχε καταστραφεί ολοσχερώς από πυρκαγιά. Οι πιο καταστροφικές πυρκαγιές ήταν εκείνη του 840, θεωρούμενη ως επιβουλή των εικονομάχων, του 1460 και του 1640. Η οικονομική δύναμη του μοναστηριού επέτρεπε στην αδελφότητα να ανεγείρει το ιερό καθίδρυμα σχεδόν εκ θεμελίων μέσα σε μικρό χρονικό διάστημα. Τελευταία φορά που επλήγη το ιστορικό μοναστήρι από πυρκαγιά ήταν το 1934.
Συγκεκριμένα, στις 17 Ιουλίου το Μέγα Σπήλαιο αποτεφρώθηκε κυριολεκτικά από την άγνωστης αιτίας πυρκαγιά, η οποία ευνοημένη από τον ισχυρό άνεμο που έπνεε αγκαλίασε ολόκληρο το οικοδομικό συγκρότημα, καθώς και σημαντική έκταση του περικείμενου δάσους. Αναφέρεται ότι ο μεγαλοσπηλαιώτης διάκονος Καλλιόπιος Ασημακόπουλος με τον ιδιώτη Δημήτριο Μητσόπουλο από την Κάτω Ζαχλωρού, καταβάλλοντας υπεράνθρωπες προσπάθειες, διέσωσαν από τις φλόγες την ιστορική εικόνα της Θεοτόκου. Σώθηκαν ακόμη τα ιερά λείψανα, καθώς και ελάχιστα από τα πάμπολλα κειμήλια: ένα Ευαγγέλιο, μία πατριαρχική μίτρα, ένας σταυρός και δύο εξαπτέρυγα. Την προσπάθεια για την κατάσβεση της φωτιάς υπονόμευσε η αδόκητη έκρηξη μίας λησμονημένης πυριτιδαποθήκης, που βρισκόταν στο μοναστήρι από την εποχή του αγώνα για την ελευθερία51.
Βέβαια, το μοναστήρι ανοικοδομήθηκε σε λίγα χρόνια (1938), παίρνοντας τη μορφή που έχει και σήμερα, αλλά δυστυχώς η συμφορά είχε ένα κόστος που είναι αδύνατο να αναπληρωθεί: την απώλεια του ανεκτίμητου θησαυρού της ιστορικής μονής σε κώδικες και έντυπα. Όπως θα δούμε στον οικείο τόπο, το μοναστήρι κατείχε έναν τεράστιο πλούτο σε κώδικες και βιβλία, τον οποίο αποτέφρωσε το πυρ στο ανεξέλεγκτο και αδηφάγο πέρασμά του.
Τη συμφορά μετριάζει κάπως η γόνιμη επίσκεψη του Ν. Βέη στη μονή του Μεγάλου Σπηλαίου, στις αρχές του αιώνα μας, που κληροδότησε στην υπηρεσία της έρευνας όχι μόνο τη γνώση του βιβλιογραφικού πλούτου, αλλά και πληροφορίες πολύ χρήσιμες στην ιστορική έρευνα, όπως είχαμε τη δυνατότητα να διαπιστώσουμε, αναδιφώντας τα ποικίλου περιεχομένου «ενθυμήματα» που σημείωναν στα περιθώρια των κωδίκων κάποιοι φιλίστορες γραφείς η και ανώνυμοι απλοί αναγνώστες52. Όλο το υλικό που πρόλαβε ν' αποθησαυρίσει ο Βέης έμελλε αργότερα να γίνει βορά του πυρός. Έτσι, το έργο του φιλόπονου ερευνητή γίνεται διπλά πολύτιμο.
Λίγα χρόνια μετά την πυρκαγιά που σάρωσε το Μέγα Σπήλαιο, μία άλλη συμφορά, παγκόσμια, έμελλε να πλήξει και τη χώρα μας: η τραγωδία του Β' Παγκόσμιου Πολέμου. Στις γραμμές που ακολουθούν θα ιστορηθεί η τελευταία εχθρική επιδρομή εναντίον του μοναστηριού, το οποίο είχε το δικό του θλιβερό απολογισμό σε απώλειες.
VIΙ. Η επιδρομή των Γερμανών
Η μεγαλειώδης άμυνα των Ελλήνων εναντίον των φασιστικών ιταλικών στρατευμάτων έθετε σε κίνδυνο τα μεγαλεπήβολα σχέδια των αντιπάλων στα Βαλκάνια. Η Γερμανία αποφάσισε να επέμβει, μετά την ταπεινωτική ήττα των Ιταλών στα δύσβατα ελληνοαλβανικά σύνορα. Η θριαμβευτική διείσδυση του ελληνικού στρατού στο αλβανικό έδαφος ανάγκασε τους Γερμανούς να σπεύσουν σε βοήθεια των καταδιωκόμενων συμμάχων τους. Η αντίσταση των Ελλήνων στην επέλαση των γερμανικών στρατευμάτων δεν κράτησε πάνω από τρεις ημέρες.
Μετά την εποποιία του 40-'41 ο πολύπαθος ελληνικός λαός έμελλε να δοκιμαστεί από τη γερμανική κατοχή. Δεν είναι ανάγκη να επιμείνουμε στη σκιαγράφηση του ζοφερού κλίματος των επόμενων χρόνων: Η πείνα και η κτηνώδης συμπεριφορά των δυνάμεων κατοχής (στους Γερμανούς και τους Ιταλούς είχαν προστεθεί και οι Βούλγαροι) οδηγούν τη χώρα στον αφανισμό. Παραταύτα, οι Έλληνες δεν αντιμετωπίζουν μοιρολατρικά την κατάσταση. Στα χρόνια της κατοχής ξαναζωντανεύει η γνωστή τακτική του κλεφτοπόλεμου, μοναδικού τρόπου αντίστασης.
Στο κεφάλαιο αυτό θα αναφερθούμε στο φόρο αίματος που το μοναστήρι του Μεγάλου Σπηλαίου αναγκάστηκε να πληρώσει κατά τη λυσσαλέα επιδρομή των γερμανικών δυνάμεων κατοχής στην Επαρχία των Καλαβρύτων. Είναι ενδεικτικό ότι, παρά τις κατά καιρούς «επιδρομές αλλοφύλων» που δέχθηκε κατά τη μακραίωνη ιστορική του πορεία, το Μέγα Σπήλαιο τελικά επλήγη μονάχα κατά την άνανδρη επίθεση των Γερμανών το 1943.
Ο Οκτώβριος του 43 θα σημάνει για την Πελοπόννησο την αρχή μίας από τις πιο φριχτές περιόδους βίας που γνώρισε ποτέ η περιοχή. Οι Γερμανοί ενίσχυσαν σημαντικά την περιοχή σε στρατιωτικά σώματα, αποφασισμένοι να καταπνίξουν κάθε εστία αντίστασης στην Πελοπόννησο. Ωστόσο, η θηριωδία τους δεν σταμάτησε ούτε μπροστά στον άμαχο πληθυσμό. Έσπειραν τον τρόμο και το θάνατο διαδοχικά στη Σπάρτη και την ευρύτερη περιοχή της Λακεδαίμονας, στην Τρίπολη και τον Πύργο53. Πάντως, το αποκορύφωμα της θηριωδίας τους οι εισβολείς επέδειξαν στην ιστορική κωμόπολη του Μοριά, τα Καλάβρυτα.
Στις 20 Οκτωβρίου του 1943, στην Κερπινή, ένα γερμανικό τάγμα κατατροπώθηκε σε συμπλοκή με έλληνες αντάρτες. Ο μητροπολίτης Αιγίου Θεοκλητός ανέλαβε να έρθει σε επαφή με τους αντάρτες. Προσπάθησε να τους πείσει, για την αποφυγή αντιποίνων από τους Γερμανούς, να παραδώσουν τους αιχμαλώτους από τη μάχη. Οι διαπραγματεύσεις απέβησαν άκαρπες54. Έτσι, αποφασίστηκε η επίθεση εναντίον των Καλαβρύτων από το 68ο Σύνταγμα, που έδρευε στο Άργος.
Τα γερμανικά στρατεύματα κατέφθασαν στα Καλάβρυτα την 1η Δεκεμβρίου. Η πόλη ήταν τελείως απροστάτευτη. Πριν την πνίξουν στο αίμα, αποφάσισαν να επιτεθούν στα δύο ιστορικά μοναστήρια της περιοχής, το Μέγα Σπήλαιο και την Αγία Λαύρα, δύο ζωντανά σύμβολα των αγώνων του Γένους για την ελευθερία.
Ένα γερμανικό σώμα, αποτελούμενο από έναν αξιωματικό και λίγους στρατιώτες, κατέφθασε στο Μέγα Σπήλαιο το απομεσήμερο της 8ης Δεκεμβρίου. Οι μοναχοί είχαν υποψιαστεί τις προθέσεις των κατακτητών. Ίσως γι αυτό, στο μοναστήρι δεν βρίσκονταν παρά μόνο οι πιο τολμηροί αδελφοί, που διακονούσαν και τους ανήμπορους. Στο μοναστήρι βρισκόταν κι ένα δεκατετράχρονο ορφανό αγόρι, ο Ηλίας, προστατευόμενος του υπερήλικα ηγουμένου. Ούτε αυτό το παιδί δεν θα διαφύγει της δολοφονικής μανίας των επιδρομέων. Όταν έφθασαν οι Γερμανοί, οι μεγαλοσπηλαιώτες τους υποδέχθηκαν ευγενικά. Σε λίγο οι κατακτητές αποκάλυψαν τους στόχους τους. Άρχισαν να ανακρίνουν τους μοναχούς, θεωρώντας τους ενόχους για την απόκρυψη ανταρτών. Τελικά, έδωσαν εντολή σε όλους τους παρόντες -εκτός από τους μοναχούς, βρίσκονταν στο Μέγα Σπήλαιο το υπηρετικό προσωπικό και κάποιοι επισκέπτες λαϊκοί - να τους ακολουθήσουν στη θέση Κισσωτή, ένα ψηλό σημείο κοντά στον γκρεμό, που βλέπει τον Βουραϊκό. Εκεί, το μικρό αγόρι τρομαγμένο άρχισε να διαμαρτύρεται κλαίγοντας, κρεμασμένο από το ράσο του ηγουμένου. Ο γερμανός επικεφαλής το πυροβόλησε μπροστά στα έκπληκτα μάτια των ανήμπορων να αντιδράσουν μοναχών. Κατόπιν οι στρατιώτες έβαλαν στη σειρά όλους, μοναχούς και λαϊκούς, και τους εκτέλεσαν. Τα θύματα της γερμανικής θηριωδίας ακόμη ψυχορραγούσαν, όταν οι στρατιώτες τους καταβαράθρωσαν στον γκρεμό που έχαινε εμπρός τους.
Σε έκθεση αντιπροσώπων του Ελληνικού Ερυθρού Σταυρού, επισυνάπτεται και «πίνακας των φονευθέντων», στον οποίο αναφέρονται τα ονόματα και η ηλικία των θυμάτων στο Μέγα Σπήλαιο. Από την έκθεση εκείνη λείπουν τα ονόματα των επισκεπτών του μοναστηριού, τα οποία αγνοούνταν55. Ωστόσο, αργότερα αυτός ο κατάλογος αρτιώθηκε με όλα τα ονόματα των θυμάτων. Τον αντιγράφουμε56:
ΙΕΡΟΜΟΝΑΧΟΙ ΚΑΙ ΜΟΝΑΧΟΙ
Γαβριήλ Κόσσυφας (Προηγούμενος) ετών 86
Θεοκλητός Αναστασόπουλος ( Ιερομόναχος) » 40
Ιγνάτιος Ιωάννου ( » » ») » 30
Γεράσιμος Καβουρτζής ( » » » ) » 35
Καλλιόπιος Ασημακόπουλος ( Ιεροδιάκονος) » 52
Ανανίας Θεοφυλακτόπουλος (Μοναχός) » 58
Γρηγόριος Οικονόμου ( » » » ) » 60
Γεννάδιος Βουρλής ( » » » ) » 23
ΔΟΚΙΜΟΙ ΜΟΝΑΧΟΙ
Κωνσταντίνος Πασχόπουλος ετών 20
Κωνσταντίνος Νταφαλιάς » 18
Νικόλαος Μπάτσος » 26
Ηλίας Ατσάρος » 14
Γρηγόριος » 30
ΥΠΗΡΕΤΙΚΟ ΠΡΟΣΩΠΙΚΟ
Ανδρέας Γιαννακλής ετών 72
Ιωάννης Μηλιώκας » 50
Ιωάννης Βελούσης » 60
Αθανάσιος Ζαφειρόπουλος » 45
Νικόλαος Σπυρόπουλος » 25
ΕΠΙΣΚΕΠΤΕΣ
Δημήτριος Κακκαβάς ετών 24
Θεόδωρος Αλεξανδρόπουλος » 45
Δημήτριος Γκολφινόπουλος » 18
Παλαιολόγος Σοϊλές » 65
Την ίδια μέρα της επίθεσης στο Μέγα Σπήλαιο ανάλογα πάσχουν οι μοναχοί της Αγίας Λαύρας57.
Τελικά, στις 13 Δεκεμβρίου διατάχθηκε η εκτέλεση ολόκληρού του ανδρικού πληθυσμού της ιστορικής πόλης των Καλαβρύτων, ένα από τα πιο στυγερά ομαδικά εγκλήματα στην ιστορία του πολέμου. Σύμφωνα πάντα με τον κατάλογο του Ερυθρού Σταυρού, υπολογίζεται ότι εκείνη την ημέρα θανατώθηκαν 800 περίπου άμαχοι πολίτες κάθε ηλικίας58. Μετά το εγκλημά τους, οι Γερμανοί παρέδωσαν την πόλη στις φλόγες. Κάθε προσπάθεια περιγραφικής προσέγγισης των γεγονότων αδυνατεί να αποτυπώσει την τραγωδία εκείνων των ημερών59.
Οι Γερμανοί επιστρέφοντας στη βάση τους, το Αίγιο, πέρασαν πάλι από το Μέγα Σπήλαιο. Ήταν 14 Δεκεμβρίου. Οι αδίστακτοι επιδρομείς, μη βρίσκοντας κανένα μοναχό, επιδόθηκαν στην άγρια λεηλασία του μοναστηριού. Τη λεηλασία τους ολοκλήρωσε η πυρπόληση του ιερού οικοδομήματος. Σε εκθεσή τους οι εναπομείναντες μεγαλοσπηλαιώτες έγραφαν για τη ληστρική επιδρομή: «εβδομήντα φορτία ιερών αμφίων, κειμηλίων, επίπλων... αφαιρέθηκαν με τον τρόπο της κλοπής από την ιερή αυτή εστία του ελληνισμού...»60.
Σε μία αναφορά της Ελληνικής Χωροφυλακής της 15ης Δεκεμβρίου 1943, με τη στεγνή γλώσσα των αριθμών περιγράφεται η καταστροφή ως εξής: «...κατά βασίμους πληροφορίας, τα Γερμανικά Στρατεύματα, δρώντα από 5θημερου εναντίον των ανταρτών της περιφερείας Επαρχίας Καλαβρύτων, έλαβον τα ακόλουθα μέτρα:
1) Επυρπόλησαν την πόλιν Καλαβρύτων και εξετέλεσαν περί τα πεντακόσια μέχρι εξακόσια πεντήκοντα (550-650) άτομα, συμπεριλαμβανομένων και των εκεί υπηρετούντων Δημοσίων υπαλλήλων, επιστημόνων και Ιερέων.
3) Επυρπόλησαν τας Μονάς Μεγάλου Σπηλαίου και Αγίας Λαύρας και εξετέλεσαν τους μοναχούς αυτών...»61
Από τα παραπάνω ονόματα των θυμάτων του Μεγάλου Σπηλαίου, όπως είδαμε, οκτώ ανήκουν σε μοναχούς και ιερομόναχους της αδελφότητας. Ο Γαβριήλ Κόσσυφας ήταν Προηγούμενος και φημισμένος πνευματικός. Καταγόταν από το Διακοφτό. Ιερομόναχοι ήταν οι Γεράσιμος Καβουρτζής από τον Πύργο της Ηλείας, ο Ιγνάτιος Ιωάννου από την Αμαλιάδα και ο Θεοκλητός Αναστασόπουλος από τη Μονάστρα Γορτυνίας. Ο καταγόμενος από το Διακοφτό Καλλιόπιος Ασημακόπουλος ήταν ιεροδιάκονος. Διακρινόταν για την πνευματικότητά του. Στο θάρρος του οφείλεται η διάσωση της εικόνας της Θεοτόκου κατά την καταστροφική πυρκαγιά του 1933. Την ημέρα της επιδρομής των Γερμανών βρισκόταν στο μετόχι «Τρυπία». Επιστρέφοντας στο μοναστήρι, τον συνάντησαν οι Γερμανοί, για να τον οδηγήσουν στον τόπο του μαρτυρίου. Τέλος, απλοί μοναχοί ήταν οι Ανανίας Θεοφυλακτόπουλος από το Διακοφτό, Γρηγόριος Οικονόμου από την Κόνιτσα της Ηπείρου και Γεννάδιος Βουρλής από τα Καλάβρυτα62.
ΥΠΟΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ
1. « Η ανάσταση της ελληνορθόδοξης Ρωμανίας ήταν το 1821 η κυριαρχούσα στα ευρύτερα στρώματα του λαού ιδεολογία. Οι μακραίωνοι παλλαϊκοί οραματισμοί - πάλι με χρόνια με καιρούς, πάλι δικά μας θάναι - είχαν αποκρυσταλλωθεί ώαηαωω στη φαναριώτικη ιδεολογία και προοπτική για βαθμιαία διάβρωση και υποκατάσταση των Οσμανιδών στην άσκηση της εξουσίας από το ρωμαίικο στοιχείο, με κατάληξη φυσιολογική σε ένα Οθωμανικό Κράτος της ελληνικής-ρωμαίικης εθνότητας». Βλ. Γ.Δ. ΜΕΤΑΛΛΗΝΟΥ, Παράδοση και αλλοτρίωση. Τομές στην πνευματική πορεία του Νεώτερου Ελληνισμού κατά την μεταβυζαντινή περίοδο, Αθήνα 19892, σ. 193· πρβλ. του Ιδίου, Τουρκοκρατία. Οι Έλληνες στην Οθωμανική Αυτοκρατορία, Αθήνα 19892, σ. 173-174.
2. Για το περιεχόμενο του εθνικού αιτήματος και τις εκβολές του στα πολιτικά πράγματα της ανεξάρτητης Ελλάδας (αγγλικό, γαλλικό και ρωσικό κόμμα), βλ. Τ. ΛΙΓΝΑΔΗ, Η ξενική εξάρτησις κατά την διαδρομήν του νεοελληνικού κράτους (1821-1945). Πολιτική διαμόρφωσις- Εθνική Γη-Δανειοδότησις, Αθήναι 1975, σ. 13 κ.ε.
3. Γ.Δ. ΜΕΤΑΛΛΗΝΟΥ, Τουρκοκρατία..., σ. 175.
4. Είναι αλήθεια ότι κατά την διάρκεια του Αγώνα, οι σχέσεις της ελλαδικής Εκκλησίας με την Κωνσταντινούπολη είχαν διακοπεί εξαιτίας της γενικότερης αναστάτωσης που συνεπέφεραν τα επαναστατικά γεγονότα. Αυτό, όμως, δεν σήμαινε μία ηθελημένη χειραφέτηση της ελλαδικής Εκκλησίας από τη φυσική της μήτρα, το οικουμενικό Πατριαρχείο· ήταν μία αναγκαιότητα, επιβεβλημένη από τις απρόβλεπτες εξελίξεις της εξέγερσης. Για την εκκλησιαστική κατάσταση στα χρόνια της Επανάστασης βλ. Γ.Ι. ΚΟΝΙΔΑΡΗ, Εκκλησιαστική Ιστορία της Ελλάδος..., τ. Β', σ. 225-229 και πιο αναλυτικά ΕΜΜ. ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΙΔΟΥ, Η εν Ελλάδι Εκκλησία κατά την επαναστατικήν και μέχρι της αφίξεως του Όθωνος μεταβατικήν εποχήν, Εν Αθήναις 1970.
5. Την κριτική του Κοραή για την Εκκλησία και τον κλήρο, καθώς και τις μεταρρυθμίσεις που ιδεάστηκε με σκοπό μία ανεξάρτητη «εθνική» Εκκλησία βλ. στου εΗ. Α. ύΑΖΕΕ, Ορθόδοξος Εκκλησία και Ελληνική Ανεξαρτησία ..., σ. 134-135.
6. Οι φιλοδυτικές ιδέες του Φαρμακίδη εδράζονταν στο φόβο του έναντί του Πανσλαβισμού· βλ. σχετικά αποσπάσματα από το Αρχείο Φαρμακίδη στου Γ.Δ. ΜΕΤΑΛΛΗΝΟΥ, Παράδοση και αλλοτρίωση..., σ. 240 σημ. 32.
7. Σε μία προκήρυξή τους οι στασιαστές έγραφαν για την κυβέρνηση: «Προσέβαλαν τις εκκλησίες και τη θρησκεία μας, κατέστρεψαν τα ορφανοτροφεία και με μία λέξη, μας κατερείπωσαν και εξακολουθούν κάθε μέρα να μας ληστεύουν»· το παράθεμα στου CH. A. FRAZEE, Ορθόδοξη Εκκλησία και Ελληνική Ανεξαρτησία..., σ. 169.
8. Βλ. Γ. ΜΕΤΑΛΛΗΝΟΥ, Παράδοση και αλλοτρίωση..., σ. 254-255.
9. «...η συστηματική προπαγάνδα των δυτικών και δυτικοφίλων εναντίον του μοναχισμού και των μοναστηριών και η μανιώδης εκδίωξη των μοναχών από τα σχολεία και την κοινωνία... (είχε) καταφανή στόχο να αποκοπεί κάθε δεσμός της ελληνικής κοινωνίας από τον μοναχισμό και το μοναστήρι, το φυσικό δηλαδή σχολείο της Ρωμηοσύνης στα χρόνια του Βυζαντίου και της δουλείας». Γ.Δ. ΜΕΤΑΛΛΗΝΟΥ, Παράδοση και αλλοτρίωση... σ. 300-301. Πρβλ. Β. ΓΙΟΥΛΤΣΗ, Κοινωνιολογία των θρησκευτικών αδελφοτήτων, στον συλλ. τόμο Θέματα Κοινωνιολογίας της Ορθοδοξίας, επιμ. Γ. Μαντζαρίδου, Θεσσαλονίκη 1975, σ. 171.
10. Στην Εθνική Βιβλιοθήκη στο Αρχείο Φαρμακίδη (Φακ. 8) εντοπίσαμε την καταγγελία του Φαρμακίδη, καθώς και την απάντηση της Ιεράς Συνόδου (22 Ιουλίου 1840). Και τα δύο κείμενα είχαν δημοσιευθεί στις εφ. « Αθηνά» (17 Ιουλίου 1840) και «Αιών» (31 Ιουλίου 1840)· Πρβλ. ΣΟΦ. ΟΙΚΟΝΟΜΟΥ (εκδ.), Τα σωζόμενα εκκλησιαστικά συγγράμματα, Αθήναι 1864, τ. Γ', σ. 443-446 και Θ. ΣΤΡΑΓΚΑ, Εκκλησίας Ελλάδος ιστορία εκ πηγών αψευδών 1817-1967, Αθήναι 1967, τ. Α', σ. 122-129.
11. Η Ιερά Σύνοδος, που απήλλασσε τον Οικονόμο από κάθε κατηγορία, πρέπει να σημειωθεί ότι εναντιωνόταν στην πολιτική του ελλαδικού Αυτοκεφάλου· τα μέλη που τη συνέθεταν διακρίνονταν για την αγωνιστικότητά τους στο πλευρό των «συντηρητικών», που ήταν συσπειρωμένοι γύρω από τον Κ. Οικονόμο. Είναι πολύ πιθανόν να συνέβαλε και ο ίδιος ο Οικονόμος στη σύνταξη της απάντησης της Ιεράς Συνόδου.
12. Η κριτική του Φαρμακίδη στο Κτιτορικόν αρθρώνεται σε ενότητες που αντιστοιχούν περίπου στα κεφάλαια του βιβλίου.
Τις παραθέτουμε δίχως παραπομπές σε σελίδες:
«ΜΕΡΟΣ Α'. Ιερά χωρογραφία του μοναστηρίου.
ΜΕΡΟΣ Β'. Ιερά χωρογραφία του μοναστηρίου.
Ιστορία της αχειροποιήτου εικόνος.
Περί αχειροποιήτων εικόνων του Χριστού και της Θεοτόκου.
Περί της επί του κεράμου εικόνος.
Περί άλλων αχειροποιήτων εικόνων.
Περί σημείων.
Τα κατά την εύρεσιν της εικόνος της Θεοτόκου.
Περί της δρυός Μαμβρή.
Περί του Ανδρέου, του Παύλου και του Λουκά των αποστόλων, ως κηρύκων του Ευαγγελίου εις την Αχαΐαν.
Που συνέγραψεν ο Λουκάς το κατ' αυτόν Ευαγγέλιον;
Περί του αν ζωγράφος ο Λουκάς.
Περί εικόνος.
ΜΕΡΟΣ Β' (για το Α' κεφάλαιο του Β' μέρους).
Περί των θαυμάτων της εν τω Μ. Σπηλαίω εικόνος της Θεοτόκου, Κτιτορ. σελ. 68-88.»
Σ' αυτό το σχεδίασμα της εκτενούς βιβλιοκριτικής του ο Φαρμακίδης κρίνει «ορθολογιστικά» το περιεχόμενο του Κτιτορικού, πασχίζοντας να αποκαταστήσει την ιστορική αλήθεια προσβάλλοντας ταυτόχρονα την επιστημονική αξιοπιστία του Οικονόμου. Αμφισβητεί τα θαύματα («σημεία») που αποδίδονται στην εικόνα, αρνείται την αποστολική της πατρότητα κ.α. Κατόπιν, σχολιάζει την απάντηση της Ι. Συνόδου στην καταγγελία του. Επιλεκτικά μεταφέρουμε κάποια σημεία αυτών των σχολίων, και συγκεκριμένα αυτά που αναφέρονται στα επιχειρήματα που πορίζεται η Σύνοδος από την Υμνολογία της Εκκλησίας, για να υπερασπιστεί τις εκφράσεις της Ακολουθίας του Κτιτορικού. Το ακόλουθο απόσπασμα είναι, θεωρούμε, διαφωτιστικό των κριτηρίων που εφάρμοζε ο συντάκτης του στην καθ' όλου εκκλησιαστική και πολιτική του δράση:
«Δεν δέχομαι τας εκ των εκκλησιαστικών ασμάτων ειλημμένας μαρτυρίας·
Α. Διότι εις τα δόγματα μόναι αι ιεραί Γραφαί αποφασίζουσιν.
(Μαρτυρίαι)
Β. Διότι, αν εις τα δόγματα ουδ' αι μαρτυρίαι των θείων της εκκλησίας Πατέρων, δεν έχουσιν τινά ισχύν, εάν δεν συμφωνώσι προς τας ιεράς Γραφάς, πόσω μάλλον αι των ασματογράφων.
Γ. Διότι, αφ' ότου η χρήσις των ασμάτων εισήχθη και εγένετο κοινή εις την εκκλησίαν, δεν συνεκροτήθη καμμία σύνοδος εις εξέτασιν και αυτών.
Δ. Διότι, αν η εκκλησία ανέχηται τα άσματα, δεν δέχεται όμως αυτά εις μαρτυρίαν και επικύρωσιν. Οικ. Κατήχησις.
Ε. Διότι οι περισσότεροι των ασματογράφων ήσαν άνθρωποι αμαθείς και ανόητοι, και ως τοιούτοι δεν ήξευρον τι γράφουσι, και αν πολλοί αυτών έσφαλον εις πράγματα ιστορικά (...), πόσω μάλλον εις δογματικά! Ασματογράφοι και σήμερον.
ΣΤ' Διότι πολλά άσματα είναι ανώνυμα».
13. Για αυτή τη διαμάχη πρβλ. Κ. ΛΑΠΠΑ, Τα Προσκυνητάρια..., σ. 118 κ.ε.
14. Γ. ΜΕΤΑΛΛΗΝΟΥ, Το πρόβλημα των σχέσεων ελληνικής και γερμανικής Θεολογίας τον ΙΘ' αιώνα, στην « Επιστημονική Επετηρίδα της Θεολογικής Σχολής Αθηνών» τ. ΚΗ' (1989), σ. 484-485 (και ανάτυπο).
15. Στο Παράρτημα δημοσιεύονται επιστολές του Κ. Οικονόμου οι οποίες αναφέρονται στις ενέργειες του μεγάλου εκκλησιαστικού άνδρα με σκοπό την ίδρυση Θεολογικής Σχολής στο Άγιον Όρος η στο Μέγα Σπήλαιο. Οι επιστολές αυτές φυλάσσονται στο Κέντρο Ερεύνης Μεσαιωνικού και Νέου Ελληνισμού της Ακαδημίας Αθηνών. Για την πλούσια επιστολογραφία του Οικονόμου πρβλ. νύξεις στου Δ.Σ. ΜΠΑΛΑΝΟΥ, Ανέκδοται επιστολαί Κωνσταντίνου Οικονόμου του εξ Οικονόμων, Πραγματείαι της Ακαδημίας Αθηνών, τ. Ε', αρ. 1, Εν Αθήναις 1936, σ. 22-26 και δημοσίευση μέρους της αλληλογραφίας στον τόμο ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΣ ΟΙΚΟΝΟΜΟΣ Ο ΕΞ ΟΙΚΟΝΟΜΩΝ, Αλληλογραφία, τ. 1 1802-1817, επιμ. Κ. Λάππα-Ρ. Σταμούλη, Αθήνα 1989.
16. Ο Γρηγόριος ΣΤ' ο Φουρτουνιάδης πατριάρχευσε κατά τα έτη 1835-1840 και 1867-1871. Θεωρείται από τους διαπρεπέστερους πατριάρχες του ΙΘ' αι. Αγωνίστηκε κατά της δυτικής προπαγάνδας δια του Τύπου και κατά των κακοδοξιών του Θεόφιλου Καΐρη. Ίδρυσε κατηχητική σχολή στο Φανάρι με σχολάρχη τον Βαρθολομαίο Κουτλουμουσιανό και αργότερα την Κεντρική Εκκλησιαστική επιτροπή. Συγκρούστηκε με τους Άγγλους το 1839, γιατί ήθελαν να τροποποιήσουν τα περί γάμου ισχύοντα στα Νότια Νησιά. Το 1840 εκθρονίστηκε εξαιτίας της σφοδρής πολεμικής του εναντίον του δυτικού μισσιοναρισμού. Βλ. Γ. ΜΕΤΑΛΛΗΝΟΥ, Παράδοση και αλλοτρίωση..., σ. 302 πρβλ. [Τ. ΓΡΙΤΣΟΠΟΥΛΟΥ] άρθρο στη Θ.Η.Ε., τ. 4, στ. 745-746, όπου και βιβλιογραφία.
17. «Και ήσαν εν αυτώ [τω αγίω Όρει] της ευσεβείας διδάσκαλοι και αλείπται. Νυν δε κακεί (ως ακούω) πολλή περί την εκκλησιαστικήν παιδείαν απελόχμωσεν αμέλεια, και κατέσχε τον τόπον αφορία σοφών. Δία ταύτα καλόν εγώγε νομίζω, είπερ η Εκκλησία τους προϊσταμένους των εκεί Μοναστηρίων νουθετήσασα τα δέοντα παρακαλέσει μητρικώς όπως τον αρχαίον αναζωσάμενοι ζήλον εγκαταστήσωσι διδασκάλους ολίγους γουν και τους αρίστους επιλεξάμενοι, και τινάς (ει δοκεί) των εκ του Κιέβου πεπαιδευμένων μοναχών, τον σεμνότατον, μεταπεμψάμενοι (ως διδάσκαλον ιδίως της θεολογίας και της λατινικής γλώσσης), οίτινες τους ιερατεύσαντας εκπαιδεύοντες με ποικίλα, με πολλά των ανθρωπίνων, την δε των θείων μάλιστα γνώσιν και κατανόησιν των Γραφών, παρασκευάσουσι τω Θεώ, στρατιώτας μαχομένους υπέρ της πίστεως και νικώντας. Πολλά δε κατά τον Άθω τα συνεργούντα προς την εκπαίδευσιν, ου μόνον η ησυχία, και η περί τον βίον εγκράτεια και ευταξία, και η περί την υποταγήν άσκησις, πειθηνίους ποιούσα τους γε νυν έχοντας και καθαιρούσα της νεανικής αλαζονείας τον όρκον, αλλά και οι θησαυροί των βιβλιοθηκών, και προ πάντων η ενδελέχεια των προσευχών, προσοικειούσα Θεώ». Βλ. Παράρτημα.
18. Ο Επίσκοπος Ειρηνουπόλεως και Βατοπεδίου, αφού μαθήτευσε κοντά σε φημισμένες προσωπικότητες της εποχής του (Δανιήλ Κεραμέα, Αθανάσιο Πάριο, Λάμπρο Φωτιάδη), υπηρέτησε ως διδάσκαλος στην Κωνσταντινούπολη για πέντε χρόνια. Το 1802 χειροτονήθηκε επίσκοπος. Μετά τη χειροτονία του μετέβη στη Μολδαβία, όπου έμεινε μέχρι το θάνατό του (1846), ως επόπτης των εκεί βατοπεδινών μετοχίων. Θεωρείται μεγάλος ευεργέτης του Γένους· πάσχισε για την πνευματική και υλική αναβάθμιση του επιπέδου των αγωνιζομένων Ελλήνων. Βλ. Ν. Φ[ΟΡΟΠΟΥΛΟΥ], άρθρο στη Θ.Η.Ε., τ. 4, στ. 804. Πρβλ. ΣΟΦ. ΟΙΚΟΝΟΜΟΥ, Βίος Γρηγορίου Ειρηνουπόλεως και Βατοπεδίου, Αθήναι 1860.
19. Βλ. Παράρτημα.
20. Γράφει ο Οικονόμος: «Περί του Σεμιναρίου πάλιν γράφω τα αυτά· μη απολλυέσθω ο καιρός. Όταν κατατεθή το κεφάλαιον ευκόλως δωρίζεται ο τόπος». Στην ίδια επιστολή πληροφορούμαστε ότι για τις οικονομικές ανάγκες του Σεμιναρίου υπήρχε ταμείο καταθέσεως χρημάτων σε τράπεζα της Οδησσού. Βλ. Παράρτημα.
21. Βλ. Παράρτημα.
22. Βλ. Παράρτημα.
23. ΗΛ. ΤΣΙΤΣΕΛΗ, Κεφαλληνιακά Συμμικτα τ. Ι', Εν Αθήναις 1904, τ. Ι, σ. 777.
24. Κ. ΛΑΠΠΑ, Τα προσκυνητάρια..., σ. 125. Βλ. την επιστολή στο Παράρτημα.
25. ΗΛ. ΤΣΙΤΣΕΛΗ, Κεφαλληνιακά Συμμικτα..., σ. 776.
26. [ΙΩ. ΠΕΤΡΟΠΟΥΛΟΥ-ΑΙΚ. ΚΟΥΜΑΡΙΑΝΟΥ], Ιστορία του Ελληνικού Έθνους, Εκδοτικής Αθηνών, τ. ΙΓ', σ. 78.
27. ΜΠ. ΑΝΝΙΝΟΥ, Ιστορικά σημειώματα, Εν Αθήναις 1925, σ. 401.
28. Βλ. Γ. ΜΕΤΑΛΛΗΝΟΥ, Κοσμάς Φλαμιάτος (1786-1852). Ένας μάρτυρας της ορθοδόξου παραδόσεως στο ελληνικό Κράτος, «Θεολογία» 58 (1987), σ. 314.
29. Υποστηρίζεται, μάλιστα, ότι δηλητηριάστηκε από τους αντιπάλους του. Βλ. Γ.Δ. ΜΕΤΑΛΛΗΝΟΥ, Κοσμάς Φλαμιάτος.., σ. 298.
30. Τα ονόματα των μοναχών βλ. παρακάτω στο κεφάλαιο περί Ιγνατίου και άλλων μεγαλοσπηλαιωτών.
31. Θ. ΣΤΑΘΟΠΟΥΛΟΥ, Το Κίνημα του Παπουλάκου. Οι πολιτικές, κοινωνικές και θρησκευτικές διαστάσεις του (διδάκτορ. διατριβή) Αθήνα 1991, σ. 91-92.
32. Εφ. « Αθηνά», 18 Μαΐου 1852.
33. Γ. ΚΟΝΙΔΑΡΗ, Εκκλησιαστική Ιστορία της Ελλάδος..., τ. Β', σ. 252.
34. Βλ. Θ. ΣΤΑΘΟΠΟΥΛΟΥ, Το Κίνημα του Παπουλάκου..., σ. 27. Ο Φλαμιάτος σε επιστολές του προς το μετόχι αυτό στέλνει χαιρετισμούς προς «τον Όσιον Χριστόφορον»· πρόκειται πιθανότατα για τον Παπουλάκο. Έτσι αποδεικνύονται και οι σχέσεις των δύο ανδρών. Οπ. παρ., σ. 27 σημ. 36.
35. ΜΠ. ΑΝΝΙΝΟΥ, Ιστορικά Σημειώματα..., σ. 415.
36. Θ. ΣΤΑΘΟΠΟΥΛΟΥ, Το Κίνημα του Παπουλάκου..., σ. 96-97.
37. Την εποχή αυτή ένα περιστατικό, όπως το ακόλουθο, ήταν καθοριστικό για να πυροδοτήσει τα εξημμένα πνεύματα: Στην Τρίπολη βρέθηκε μία σημαία με τα σύμβολα ενός πυροβόλου και ενός σπαθιού και με τα εξής συνθήματα: «Ζήτω η Ορθοδοξία. Ζήτω ο αυτοκρατορικός Ρωσικός Βασιλεύς Νικόλαος. Ζήτω ο θάνατος». Τα συνθήματα αυτά ήταν αρκετά, για να αναπτυχθεί μία ολόκληρη, δημοσιογραφική κυρίως, φιλολογία για το ρόλο που θα μπορούσε να παίξει η ομόδοξη δύναμη στα ελληνικά πράγματα. Βλ. Θ. ΣΤΑΘΟΠΟΥΛΟΥ, Το Κίνημα του Παπουλάκου..., σ. 116.
38. Συγκεκριμένα, στο φ. 11 Ιουνίου 1852, εκτός από τη διαμαρτυρία του μεγαλοσπηλαιώτη, δημοσιεύονται ανάλογα παράπονα από τον Ιωσήφ Ιωάννου, μοναχό των Ταξιαρχών. Στο μοναστήρι αυτό κυκλοφορούσαν φήμες ότι υπήρχαν δύο οπαδοί του Φλαμιάτου. Βλ. Θ. ΣΤΑΘΟΠΟΥΛΟΥ, Το Κίνημα του Παπουλάκου..., σ. 116-117 σημ. 199-200.
39. 17 Ιουνίου 1852 και 31 Μαΐου 1852 αντίστοιχα.
40. Θ. ΣΤΑΘΟΠΟΥΛΟΥ, Το κίνημα του Παπουλάκου..., σ. 144 σημ. 246.
41. Βλ. φ. 19, 23 και 30 Ιουλίου, 27 και 30 Αυγούστου και 6 Σεπτεμβρίου 1852. Πρβλ. Θ. ΣΤΑΘΟΠΟΥΛΟΥ, Το Κίνημα του Παπουλάκου..., σ. 146 σημ. 267 και 268.
42. Θ. ΣΤΑΘΟΠΟΥΛΟΥ, Το Κίνημα του Παπουλάκου..., σ. 146-147.
43. [ΙΩ. ΠΕΤΡΟΠΟΥΛΟΥ-ΑΙ. ΚΟΥΜΑΡΙΑΝΟΥ], Ιστορία του Ελληνικού Έθνους, Εκδοτικής Αθηνών, τ. ΙΓ', σ. 77.
44. Κάτι ανάλογο παρατηρείται στα 1833, όταν «ανακαλύπτεται» η συνομωσία του αγιορείτη μοναχού Προκοπίου Δενδρινού στο Ναύπλιο.
45. ΜΠ. ΑΝΝΙΝΟΥ, Ιστορικά σημειώματα..., σ. 449.
46. Βλ. Παράρτημα.
47. ΗΛ. ΜΑΣΤΡΟΓΙΑΝΝΟΠΟΥΛΟΥ, Αναγεννητικό Κίνημα. Παραφυάδες των Κολλυβάδων, Αθήναι 19872, σ. 80.
48. Από επιστολή του Ιγνατίου με ημερομηνία 10 Φεβρουαρίου 1866, που στέλνει σε κάποιον ιεροδιάκονο της μητροπόλεως Γορτυνίας, παρακείμενο στον μητροπολίτη. Βλ. στου ΗΛ. ΜΑΣΤΡΟΓΙΑΝΝΟΠΟΥΛΟΥ, Αναγεννητικό Κίνημα..., σ. 85-86.
49. Βλ. το σχετικό άρθρο του ΚΩΝΣΤ. Ρ. ΑΘΑΝΑΣΙΑΔΟΥ στη Θ.Η.Ε., τ. 8, στ. 108-109.
50. Βλ. τα παραθέματα στα σχετικά έγγραφα των Αρχών στο Παράρτημα.
51. Βλ. την ανώνυμη ειδησεογραφική κάλυψη του γεγονότος στις στήλες «Χρονικά» και «Παρατηρήσεων Στήλη» του π. « Εκκλησία», ΙΑ' (1933), σ. 237-240.
52. Βλ. Ν. ΒΕΗ, Κατάλογος των ελληνικών χειρογράφων κωδίκων της εν Πελοποννήσω Μονής του Μεγάλου Σπηλαίου, τ. Α' και Β'. Εν Αθήναις 1915 και 1957.
53. Για τις εγκληματικές ενέργειες των δυνάμεων Κατοχής στην Πελοπόννησο το χειμώνα 1943-44 βλ. στου Δ. ΓΑΤΟΠΟΥΛΟΥ, Ιστορία της Κατοχής μετά συλλογής ιστορικών και λαογραφικών ανεκδότων των ετών 1940-1944, Αθήναι (χ.χρ.), τ. Δ', σ. 59 κ.ε.
54. Λεπτομερή περιγραφή της μάχης βλ. στο άρθρο του Σ. ΑΝΤΩΝΑΚΟΥ, Η τραγωδία των Καλαβρύτων στο π. « Ιστορία», τ. 9ο, Δεκέμβριος 1975, σ. 97-98. Αξίζει να σημειωθεί ότι ο συντάκτης του άρθρου βασίζεται στις πολύτιμες μνήμες του Καλαβρυτινού Π. Νικολαΐδη, ενός επιζήσαντος της τραγικής σφαγής.
55. Ο κατάλογος δημοσιεύεται στου Κ. ΚΑΛΑΝΤΖΗ, Οι σφαγές των Καλαβρύτων, Αθήνα 19622, σ. 131.
56. Τον πλήρη κατάλογο δύναται ο αναγνώστης να βρει και στο τομίδιο ΙΕΡΑ ΜΟΝΗ ΜΕΓΑΛΟΥ ΣΠΗΛΑΙΟΥ. Συνοπτικόν Κτιτορικόν, Ιερά Μητρόπολις Καλαβρύτων και Αιγιαλείας, 19902.
57. Βλ. Κ. ΒΟΒΟΛΙΝΗ, Η Εκκλησία εις τον αγώνα της ελευθερίας.., σ. 356-358.
58. Ο αριθμός αυτός προέρχεται από την επίσημη αναφορά του Ερυθρού Σταυρού· βλ. Κ. ΚΑΛΑΝΤΖΗ, Οι σφαγές των Καλαβρύτων..., σ. 108. Ωστόσο, σύμφωνα με άλλες μαρτυρίες, τα θύματα της σφαγής ήταν πολύ περισσότερα· πρβλ. Δ. ΓΑΤΟΠΟΥΛΟΥ, Ιστορία της Κατοχής.., τ. Δ', σ. 63.
59. Συνταρακτικές είναι οι μαρτυρίες ενός από τους ελάχιστους επιζώντες της ομαδικής δολοφονίας, του πατρός Θεοκλήτου Φεφέ, που είδε όλη τη φρίκη των γεγονότων με τα μάτια ενός δεκατετράχρονου παιδιού. Βλ. το σχετικό άρθρο του Γ. ΚΟΥΚΑ, Καλάβρυτα 1943. «Ζήτω η Ελευθερία», στο π. « Επίκαιρα», τ. 384 (11 Δεκεμβρίου 1975), σσ. 22-23.
60. Βλ. Κ. ΒΟΒΟΛΙΝΗ, Η Εκκλησία εις τον αγώνα της Ελευθερίας..., σ. 356.
61. Βλ. Παράρτημα. Πρβλ. Κ. ΚΑΛΑΝΤΖΗ, Οι σφαγές των Καλαβρύτων..., σ. 109-110.
62. Τα λιγοστά βιογραφικά στοιχεία των μεγαλοσπηλαιωτών που μαρτύρησαν για την πατρίδα βλ. στου ΔΙΟΝΥΣΙΟΥ, Μητροπολίτου Λήμνου, Πιστοί άχρι θανάτου, Αθήναι 1959, σ. 107-111. Η διήγηση του συμβάντος (σ. 105-107) βασίζεται στη μαρτυρία του «βοσκού της Μονής Αγγέλου Γιαννοπούλου, που το παρακολούθησε κρυμμένος σ' ένα αντικρυνό σπήλαιο».

ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΣΤ'
Το Μέγα Σπήλαιο και η Παιδεία
Το τελευταίο Κεφάλαιο τούτης της μελέτης κρίναμε σκόπιμο να αφιερωθεί στη συμβολή του Μεγάλου Σπηλαίου στην παιδεία. Έτσι, ξεφεύγοντας από τη χρονολογική σειρά που ακολουθήθηκε μέχρι τώρα, υιοθετημένη για την ιστόρηση της παρουσίας του μοναστηριού στον πνευματικό και εθνικό βίο του Γένους, θα αναφερθούμε συνοπτικά στις μαρτυρίες που σώζονται, τόσο για τη λειτουργία σχολείου στο Μέγα Σπήλαιο τα δύσκολα χρόνια της Τουρκοκρατίας, όσο και για την πολύ πλούσια βιβλιοθήκη του. Έτσι, θα πλαισιωθεί αρτιότερα η πνευματική υπόσταση της Μονής και θα φωτισθεί καθαρότερα η συμβολή της στις ιστορικές τύχες του ελληνισμού.
Ι. Η Σχολή του Μεγάλου Σπηλαίου
Ειδικά από τη Β' Τουρκοκρατία και εξής οι συνθήκες για τον τουρκοκρατούμενο ελληνισμό άρχισαν να βελτιώνονται. Αυτό οφειλόταν κυρίως στην ηπιώτερη συμπεριφορά των κατακτητών. Τα Ορλωφικά διέκοψαν για λίγο διάστημα, αλλά δεν ματαίωσαν τη γενικότερη αναγεννητική πορεία του Γένους προς την υλική και πνευματική αναβάθμισή του. Η αναβάθμιση αυτή συνέβαλε αποφασιστικά και στην εθνική αφύπνιση των υποδούλων, ώστε να καταστήσει πιο επιτακτικό το αιτημά τους για ανεξαρτησία.
Η Πελοπόννησος αυτή την εποχή (από το 1715 και εξής) παρουσιάζει εμφανή σημεία προόδου τόσο στο βιοτικό όσο και στο πνευματικό επίπεδο. Τα «κοινά σχολεία», που παρείχαν στα ελληνόπουλα τη στοιχειώδη εκπαίδευση, λειτουργούσαν φανερά ήδη από νωρίτερα. Σημαντικό ρόλο σ' αυτή τη φάση διαδραμάτισε η Εκκλησία, σχεδόν αποκλειστικός φορέας και καλλιεργητής της παιδείας του Γένους. Η υποτυπώδης εκπαίδευση άρχισε βαθμιαία να συστηματοποιείται με την παρουσία φωτισμένων μορφών -κυρίως κληρικών- και με την ανάδειξη κάποιων μοναστηριών σε πυρήνες μεταλαμπάδευσης των αγαθών της εκπαίδευσης στον διανοητικά διψασμένο υπόδουλο λαό.
Ένα από αυτά τα εκπαιδευτικά κέντρα υπήρξε και το Μέγα Σπήλαιο. Ο Αμβρόσιος Φραντζής, αναφερόμενος στη μέριμνα του Μ. Σπηλαίου για την καλλιέργεια των γραμμάτων, γράφει: «... αλλά και μέχρι σήμερον δεν παύουν οι πατέρες της Μονής ταύτης του να φροντίζωσιν υπέρ της προόδου των φώτων, οίτινες εσύστησαν Ελληνικήν σχολήν εντός της Μονής, σκοπόν έχοντες να συστήσωσιν ακολούθως και σχολήν δια την Θεολογίαν, την φιλοσοφίαν, και την ρητορικήν»1. Είναι άγνωστο πότε άρχισε να λειτουργεί η σχολή του μεγάλου μοναστηριού. Πάντως, η πλούσια βιβλιοθήκη του αναφέρεται στις πηγές εκείνη την εποχή (βλ. παρακάτω). Δεν είναι άσχετη, φρονούμε, η μνεία της βιβλιοθήκης με τη λειτουργία της σχολής.
Στις ιστορίες της εποχής, το Μέγα Σπήλαιο αναφέρεται ως ένα από τα σχολεία που λειτούργησαν σίγουρα κατά την Τουρκοκρατία, αν και δεν είναι γνωστό πότε ιδρύθηκε2. Ο Ν. Διαμαντόπουλος σε σχετική μελέτη του συγκαταλέγει τη Σχολή του Μεγάλου Σπηλαίου στα εκπαιδευτικά κέντρα που λειτουργούν στην Επαρχία Καλαβρύτων στις αρχές του ΙΗ' αι.3 Πρέπει μάλιστα να θεωρούνταν από τα σπουδαιότερα, γιατί πολλοί το προτιμούσαν και από την περίφημη σχολή της Δημητσάνας. Χαρακτηριστική είναι η επονομασία του σχολείου του Μ. Σπηλαίου ως «Πανεπιστήμιο της Πελοποννήσου»4.
 Ονομαστοί απόφοιτοί της σχολής του Μ. Σπηλαίου είναι οι δύο πατριάρχες Ιεροσολύμων, Δοσίθεος (1669-1707) και Χρύσανθος (1707-1731). Μαθητής της Σχολής θεωρείται και ο επίσκοπος Κραϊόβης Ρουμανίας Τιμόθεος Χρονίδης η Παπαχρόνης ( 1875)5. Τέλος, στη Μονή του Μ. Σπηλαίου θεωρείται ότι αρτίωσαν τη μόρφωσή τους δύο ακόμη μορφές της Επανάστασης: ο Γερμανός, επίσκοπος Χριστιανουπόλεως και ο Αμβρόσιος Φραντζής6. Δυστυχώς, πιο φτωχές είναι οι πληροφορίες που διαθέτουμε όσον αφορά το καθηγητικό προσωπικό του σχολείου· το μόνο γνωστό όνομα είναι του Κυρίλλου Βαβύλα7.
 Τα προγράμματα η, καλύτερα, τις κατευθυντήριες γραμμές της σχολής θα προσπαθήσουμε να συναγάγουμε κατωτέρω, σε συνάρτηση με τον πλούτο της Μονής σε κώδικες και έντυπα.
Πρέπει να τονίσουμε ότι η αναφορά που γίνεται εδώ στη Σχολή του Μ. Σπηλαίου δεν έχει σχέση με τις προσπάθειες που κατέβαλε αργότερα ο Κ. Οικονόμος για την ίδρυση μίας Θεολογικής Σχολής, ως αντίβαρο στην ομόλογη Σχολή του Πανεπιστημίου της Αθήνας.
ΙΙ. Η βιβλιοθήκη της Μονής
Όπως αναφέρθηκε παραπάνω, η πλούσια σε παλαιούς κώδικες βιβλιοθήκη του Μ. Σπηλαίου έγινε παρανάλωμα του πυρός το 1934. Υπάρχουν μαρτυρίες που ανάγουν τον αριθμό των βιβλίων της μονής σε 3.0008, μολονότι, κατά τις πιο αξιόπιστες και πιο πρόσφατες πληροφορίες του Ν. Βέη, είναι αδύνατο να έχουμε έναν ακριβή αριθμό των βιβλίων, αφού πλήθος τόμοι βρίσκονταν στοιβαγμένοι σε ανύποπτα σημεία του μοναστηριού. Στον κατάλογο που εκπόνησε ο λόγιος βιβλιοθηκάριος της Μονής π. Νείλος Νικολαΐδης στις αρχές του αιώνα, καταχωρίστηκαν μόνο χίλιοι τόμοι. Το έργο του έμεινε ανολοκλήρωτο9. Πρέπει να θεωρηθεί δεδομένο ότι εκτός από τους παλαιότατους κώδικες, πολλοί από τους οποίους ήταν δεξιοτεχνικά ιστορημένοι με μικρογραφίες, η μονή κατείχε μοναδικά έντυπα από τα πρώτα δείγματα των επιτευγμάτων της τυπογραφίας, χιλιάδες τόμους βιβλίων ποικίλου περιεχομένου, όπως θα δούμε παρακάτω.
Ο Βέης μας γνωστοποιεί το εύρος και τη σύνθεση των μεγασπηλαιωτικών κωδίκων στον σχετικό του Κατάλογο, που δημοσιεύθηκε αποσπασματικά σε δύο τμήματα (1915 και 1957). Ο Βέης στα 1904, όποτε επισκέφθηκε για πρώτη φορά το μοναστήρι, κατέγραψε και περιέγραψε 400 κώδικες. Ωστόσο, απ' αυτούς στον Κατάλογο που δημοσίευσε αργότερα ο ίδιος παρουσιάσθηκαν μόνο 23510.
 Πολύτιμες είναι και οι πληροφορίες που μας δίνει ο Βέης στην «Προδιοίκησιν» της πρώτης μελέτης του, σχετικά με την ιστορία μίας πιο συστηματικής διαρθρώσεως της βιβλιοθήκης, πριν από τις δικές του προσπάθειες.
Οι δύο πρώτες μαρτυρίες για την ύπαρξη της βιβλιοθήκης στη μονή ανάγονται στους ΙΖ' και ΙΗ' αι. αντίστοιχα. Η πρώτη, κάπως αόριστη, προέρχεται από ένα σημείωμα του βιβλιογράφου Ιωάννου Θεοδωρή Καρβουνάρη, ο οποίος σε κώδικα της Μ. Βαρλαάμ Μετεώρων αναφερόταν στη βιβλιοθήκη του Μ. Σπηλαίου, γράφοντας τα εξής: « Εν τω αχμθω ήλθαμεν εις το Μέγα Σπήλαιον, εις το μοναστήριον, και επροσκυνήσαμε την εικόνα της Θεοτόκου, όπου εμόνασε και εστόρισεν ο Άγιος Λουκάς· και εκεί εις το χαρτοφυλάκιον είδαμεν βιβλία πολλά...». Η δεύτερη, πιο θετική, μαρτυρία προέρχεται από επιστολή της 12ης Φεβρουαρίου 1730 του Μιχαήλ ιή οώ προς τον ιό ο ιύ, Υπουργό της Γαλλίας. Ανάμεσα στ' άλλα, καθ' όλου υποτιμητικά για την πνευματική κατάσταση της αδελφότητας, ο ιή οώ αναφέρεται στην πολύ πλούσια βιβλιοθήκη της Μονής, που περιέχει βιβλία όλων των ειδών, παρότι αγνοείται από τους αμαθείς μοναχούς11. Τον ίδιο αιώνα, λίγα χρόνια μετά την επίσκεψη του γάλλου βιβλιόφιλου, ένας κώδικας της μονής έρχεται να τον διαψεύσει για την άγνοια των μοναχών. Πρόκειται για τον κωδ. υπ' αριθ. 216 του Καταλόγου του Βέη, γραμμένο το 1764. Ο αστάχωτος αυτός κώδικας (φφ. 29) αποτελούσε την πρώτη προσπάθεια σύνταξης βιβλιογραφικού καταλόγου της βιβλιοθήκης12.
 Πάντως, ουσιαστική μέριμνα για τη βιβλιοθήκη έδειξαν οι μοναχοί τον επόμενο αιώνα, αφότου σχετίστηκαν με τον λόγιο Κ. Οικονόμο. Ο τελευταίος, μάλιστα, ανάμεσα στ' άλλα ανέλαβε και την έκδοση υμνολογικών κωδίκων που φυλάσσονταν στη Μονή13. Φίλος του Οικονόμου υπήρξε και ο Ιωνάς Κανελλόπουλος -τον γνωρίσαμε ως αγωνιστή στα χρόνια της Επανάστασης-, που διακρινόταν για τη μεγάλη του αγάπη για τα βιβλία. Ο καταγόμενος από τα Χαλκιάνικα Νωνάκριδος βιβλιόφιλος Προηγούμενος ίδρυσε κοντά στο κωδωνοστάσιο της Μονής μία ευπρόσωπη βιβλιοθήκη, την οποία μπορούσαν να επισκέπτονται και οι προσκυνητές14. Εκεί βρήκαν καταφύγιο έντυπα και κώδικες, που, κατά τη γνώμη των μοναχών, άξιζε να συντηρηθούν και να μελετηθούν.
Δυστυχώς, μέχρι τις αρχές του αιώνα μας, «συστηματική φροντίς προς αναγραφήν των εντύπων και προς καταρτισμόν καταλόγου -συμφώνως προς τας επιστημονικάς απαιτήσεις συντεταγμένου- των εν τη βιβλιοθήκη ταύτη εναποκειμένων χειρογράφων επί μακρόν χρόνον δια διαφόρους λόγους δεν ελήφθη»15. Τελικά, η πυρκαγιά του 1934 (βλ. παραπάνω), καταστρέφοντας ολοσχερώς το μοναστήρι, αφάνισε και τη βιβλιοθήκη, την οποία ο Ν. Βέης το 1904 είχε προσπαθήσει να συστηματοποιήσει.
Οι πολύτιμοι κώδικες που κοσμούσαν τη βιβλιοθήκη της Μονής και τώρα πλέον δυνάμεθα να γνωρίζουμε μόνον από τους Καταλόγους του Βέη είναι ποικίλου περιεχομένου. Επικρατούν οι σχετικοί με θεολογικά θέματα, αλλά δεν λείπουν και τα έργα «θύραθεν» παιδείας. Οι παλαιότεροι κώδικες είναι ευαγγέλια, γραμμένα από τον Ι' ως τον ΙΒ' αι. Τα θεολογικά βιβλία είναι πάρα πολλά: λειτουργικά, κανονικού δικαίου, συναξάρια, αντιρρητικά και, βέβαια, έργα Πατέρων της Εκκλησίας. Τα τελευταία είναι χαρακτηριστικό ότι καλύπτουν την πατερική γραμματεία στη διαχρονία της [από την εποχή των Καππαδοκών (Δ' αι.) μέχρι τα χρόνια του Νικόδημου του Αγιορείτη ( 1809)]. Όμως, αξίζει να σημειωθεί ότι, εκτός από τα -ομολογουμένως πολύ περισσότερα- θεολογικού περιεχομένου έργα, στη βιβλιοθήκη μπορούσε κανείς να μελετήσει και έργα της αρχαίας ελληνικής γραμματείας. Πλάι στα ομηρικά έπη υπήρχαν πολλά έργα των Αριστοτέλη, Θουκυδίδη, Λουκιανού, Πλούταρχου αλλά και του Αριστοφάνη16.
 Η ποικιλία των έργων της βιβλιοθήκης αποδεικνύει την ευρύτητα των φιλολογικών ενδιαφερόντων της αδελφότητας, ενδιαφέροντα που, όπως είδαμε, δεν εξαντλούνταν στη μελέτη θεολογικών συγγραμμάτων. Είναι ενδεικτική η ύπαρξη έργων χρονικά πιο πρόσφατων (Μαθηματικών, Φυσικής, Λογικής, Υπομνήματα στον Αριστοτέλη κ.α. των ΙΖ'-ΙΘ' αι.), τα οποία φανερώνουν τη γενικότερη στροφή της παιδείας του τόπου. Ως γνωστόν, μέχρι τον ΙΖ' αι. η παιδεία ήταν σταθερά προσανατολισμένη στη μελέτη των Πατέρων της Εκκλησίας και, ως ένα βαθμό, στη σπουδή της αρχαιοελληνικής γραμματείας. Από τότε και στο εξής όμως, με κορύφωση τα χρόνια της Επανάστασης, οι έλληνες λόγιοι παρακολουθούν τα επιτεύγματα της δυτικής επιστημονικής και φιλοσοφικής σκέψης, με αποτέλεσμα τη διαμόρφωση ενός ιδεολογικού ρεύματος το οποίο θα εκβάλει αργότερα στον Νεοελληνικό Διαφωτισμό. Συγγραφείς, όπως ο Νικηφόρος Θεοτόκης, ο Θεόφιλος Κορυδαλλεύς, ο Βικέντιος Δαμοδός, έργα των οποίων αφθονούσαν στη βιβλιοθήκη του Μ. Σπηλαίου, σηματοδοτούν αυτή τη -βαθμιαία αλλά σταθερή- μεταβολή στην πορεία της παιδείας του Νέου Ελληνισμού17. Μπορούμε, λοιπόν, να υποθέσουμε, έχοντας υπ' όψη μας τα δεδομένα των βιβλιογραφικών ενδιαφερόντων του, ότι το μοναστήρι ακολουθεί αυτή τη νέα πορεία της παιδείας, και ενδεχομένως την υπηρετούν και τα προγράμματα της σχολής που λειτουργούσε σ' αυτήν.
Ένα τελευταίο θέμα που μας απασχόλησε σχετικά με τον βιβλιογραφικό πλούτο της Μονής είναι εάν λειτουργούσε, όπως θα περίμενε κανείς, εργαστήριο αντιγραφής κωδίκων μέσα στο μοναστήρι, ως ένα από τα διακονήματα της αδελφότητας. Ωστόσο, από τις υπάρχουσες ενδείξεις είναι δύσκολο να υποστηριχθεί κάτι τέτοιο. Τα σημειώματα των γραφέων στο τέλος των κωδίκων της Μονής αποδεικνύουν ότι οι περισσότεροι κώδικες εκπονούνταν κατά παραγγελία κάποιων βιβλιόφιλων μοναχών η ηγουμένων του Μεγάλου Σπηλαίου. Άλλοι κώδικες αποτελούν απλά αφιερώματα πιστών στο μοναστήρι, αφού ήταν γνωστή η βιβλιοθήκη του και θα μπορούσαν ίσως να χρησιμεύσουν στη Σχολή. Για ένα μόνο κώδικα μπορούμε να γνωρίζουμε θετικά ότι εγράφη στο Μέγα Σπήλαιο18, αλλά απ' αυτό δεν εξάγεται, βέβαια, η λειτουργία ενός μόνιμου εργαστηρίου αντιγραφής.
 ΥΠΟΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ
1. ΑΜΒΡ. ΦΡΑΝΤΖΗ, Επιτομή..., τ. Δ', σ. 144.
2. Μ.Β. ΣΑΚΕΛΛΑΡΙΟΥ, Η Πελοπόννησος κατά την δευτέραν Τουρκοκρατίαν..., σ. 252-253.
3. Άλλα σχολεία λειτουργούσαν στη Μονή Αγίας Τριάδος, στην πόλη των Καλαβρύτων, στο Σοποτό, στην Κερπινή, στο Μαζί κ.α. Βλ. Ν. ΔΙΑΜΑΝΤΟΠΟΥΛΟΥ, Η παιδεία στην επαρχία Καλαβρύτων επί Τουρκοκρατίας και σήμερα, Ε.Κ.1 (1969), σ. 27-30.
4. Ν. ΠΑΝΑΓΟΠΟΥΛΟΥ, Πρωθιερέως, Μονής αγίων Θεοδώρων επισκοπής Κερνίκης (Καλαβρύτων και Αιγιαλείας) εθνικαί εκδουλεύσεις, Αθήναι 1958, σ. 3 ( Ανάτυπο από την « Εκκλησία», φ. 12).
5. Ν. ΠΑΠΑΔΟΠΟΥΛΟΥ, Πρωθιερέως, Μονής αγίων Θεοδώρων επισκοπής Κερνίκης..., σ. 3.
6. Ν. ΠΑΠΑΔΟΠΟΥΛΟΥ, Αμβροσίου Φραντζή-Βιογραφικαί Σελίδες, Ε.Κ.4 (1972), σ. 34.
7. Βλ. Ν. ΔΙΑΜΑΝΤΟΠΟΥΛΟΥ, Η παιδεία στην Επαρχία Καλαβρύτων..., σ. 29.
8. Θ. ΤΣΕΚΟΥΡΑ, Χωρογραφική και ιστορική..., σ. 44.
9. Βλ. Ν. ΒΕΗ, Έκθεσις παλαιογραφικής και ιστοριοδιφικής εκδρομής εις την επαρχίαν Καλαβρύτων, Ε.Κ. 5 (1973), σ. 22. Το άρθρο αποτελεί αναδημοσίευση του πρωτοτύπου, γραμμένου μετά την πρώτη επίσκεψη του καθηγητή στο Μ. Σπήλαιο· Βλ. π. «Παναθήναια», τ. 15, Δεκ. 1904 (σσ. 136-141) και τ. 31. Ιανουάρ. 1905 (σσ. 237-242). Κατά την επίσκεψή του στη Μονή, ο Βέης ταξινόμησε ο ίδιος τα έντυπα και μάλιστα κατόπιν, βάσει της ερευνάς του, «κατάφερε» προσθήκες στη βιβλιογραφία του LEGRAND και στον Κατάλογο του Ανδ. Παπαδοπούλου Βρετού και στα Συμπληρώματά του.
10. Προβλ. ΜΑΙΡΗΣ Ν. ΒΕΗ, Σελίδες Ν. Βέη εκ του Καταλόγου του των ελληνικών κωδίκων των Μονών Μεγ. Σπηλαίου και Αγ. Λαύρας, Ε.Κ. ΙΖ' (1985-1986), σ. 187.
11. Βλ. Ν. ΒΕΗ, Κατάλογος των ελληνικών χειρογράφων κωδίκων..., τ. Α', σ. θ'.
12. Ο κώδικας είχε τον τίτλο: «Κατάλογος των ευρισκομένων βιβλίων εν τη βιβλιοθήκη της ιεράς ημών μονής του Μεγάλου Σπηλαίου, εν η μέλλωσι γράφεσθαι και όσα άλλα βιβλία εις το εξής αποκτηθώσι, έκαστον εν τω αυτού στοιχείον κατά τάξιν καθώς φαίνονται ερχομένων των είκοσι τεσσάρων γραμμάτων, από του άλφα δηλαδή μέχρι του ωμεγάλου· σημειωσομένων των τε συγγραφών και το μήκος του κάθε βιβλίου, καθώς φαίνεται δια να ευρίσκεται το βιβλίον εν ευκολία. 1764, Ιούνιος 29». Βλ. Ν. ΒΕΗ, Κατάλογος χειρογράφων..., τ. Β', σ. 24.
13. Βλ. Κ. ΟΙΚΟΝΟΜΟΥ ΤΟΥ ΕΞ ΟΙΚΟΝΟΜΩΝ, Υμνωδών ανεκδότοις, όπου ο Οικονόμος εκδίδει ένιους Κανόνες την Υπεραγία Θεοτόκο, γραμμένους από τον Μανουήλ, Μέγα Ρήτορα της Μ. Εκκλησίας, Πρβλ. Ν. ΒΕΗ, Κατάλογος χειρογράφων..., τ. Α', σ. 95.
14. Ν. ΒΕΗ, Έκθεσις παλαιογραφικής και ιστοριοδιφικής εκδρομής..., σ. 21.
15. Ν. ΒΕΗ, Κατάλογος χειρογράφων..., τ.Α', σ. ία'.
16. Ειδικά για τον Αριστοφάνη γνωρίζουμε ότι ο « Ανδρέας Κορομηλάς διανέμων τον υπό Νεοφύτου Δούκα τοις απανταχού Ελληνικοίς εκπαιδευτηρίοις δωροφορούμενου Αριστοφάνη,...» έστειλε δύο τόμους στο Μέγα Σπήλαιο, «εν δια τον διδάσκαλον και άλλο δια την βιβλιοθήκην». Βλ. Μ.Κ. ΠΑΡΑΝΙΚΑ, Σχεδίασμα περί τω ελληνικώ έθνει καταστάσεως των γραμμάτων από Αλώσεως Κωνσταντινουπόλεως (1453 μ.Χ.) μέχρι των αρχών της ενεστώσης (ΙΘ') εκαντοταετηρίδος, Εν Κωνσταντινουπόλει 1867, σ. 201-202. Όσο για τους άλλους συγγραφείς που προαναφέρθηκαν, δεν θεωρούμε σκόπιμο να γίνει μνεία σε συγκεκριμένους τίτλους έργων. Ο αναγνώστης εύκολα μπορεί να πληροφορηθεί σχετικά φυλλομετρώντας τους Καταλόγους του Ν. Βέη.
17. Αναλυτικά παρουσιάζει το φαινόμενο αυτό ο ιστορικός των ιδεών G.P. HENDERSON στο βιβλίο του « Η αναβίωση του ελληνικού στοχασμού 1620-1830», μετ. Φ.Κ.Βώρου, Αθήναι 1977.
18. Πρόκειται για τον κωδ. υπ. αριθ. 2248 της Εθνικής Βιβλιοθήκης, που περιέχει το Μηναίον Ιανουαρίου. Στο φ. 349 του χφ. υπάρχει το εξής εύγλωττο σημείωμα: « Ετελειώθη το παρόν βιβλίον εν έτει ζξε' (1557) εν μηνί ιουνίω η' ημέρα δευτέρα ώρα στ', και οι αναγινώσκοντες εύχεσθαι, ότι αμαθείς ημίν (αμαθής ειμί) της των γραμμ(α)των πείρας. Ο Χ(ριστό)ς αυτός εστίν αρχή και τέλος. Μάξιμος ιερομόναχος εν τω Μεγάλω Σπηλαίω γράψας.» Βλ. Λ. ΠΟΛΙΤΗ, Κατάλογος Χειρογράφων της Εθνικής Βιβλιοθήκης της Ελλάδος αρ. 1857-2500, με τη συνεργασία Μαρίας Λ. Πολίτη, Αθήναι 1991, σ. 268. Πρβλ. το άρθρο του Ν. ΠΑΠΑΔΟΠΟΥΛΟΥ, Μεγασπηλαιωτών ενθυμήσεις, στην εφ. «Χελμός», αρ. 84 (Σεπτέμβριος- Οκτώβριος 1956).
 ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ
ΑΘΑΝΑΣΙΑΔΟΥ ΚΩΝΣΤ. Ρ., Λαμπρόπουλος Ιγνάτιος, «Θρησκευτική και Ηθική Εγκυκλοπαίδεια», Αθήναι 1966, τ. 8, στ. 108-110.
ΑΝΑΓΝΩΣΤΑΚΗ ΗΛ.-ΙΟΥΣΤΙΝΟΥ ιερομ., Οι Θεσσαλονικείς όσιοι Συμεών και Θεόδωρος, πρώτοι κατοικήτορες του Άθω και της Πανελλάδος πολιούχοι, Άγιον Όρος 1985.
ΑΝΝΙΝΟΥ ΜΠΑΜΠΗ, Ιστορικά σημειώματα, Εν Αθήναις 1925.
ΑΝΤΩΝΑΚΟΥ ΣΑΡΑΝΤΟΥ, Η τραγωδία των Καλαβρύτων, « Ιστορία» τ. 90 (Δεκ. 1975), σσ. 96-103.
ΑΡΓΥΡΟΠΟΥΛΟΥ ΘΕΟΔΩΡΟΥ, Η Φιλική Εταιρεία και οι Καλαβρυτινοί Φιλικοί, « Επετηρίς Καλαβρύτων» Γ' (1971), σσ. 104-122.
Του Ιδίου, Καλαβρυτινοί Αγωνισταί, « Επετηρίς Καλαβρύτων» Δ' (1972), σσ. 123-131.
Του Ιδίου, Οι Καλαβρυτινοί Ιερολοχίται. Σύμμεικτα, « Επετηρίς Καλαβρύτων» Η' (1976), σσ. 228-230.
ΒΑΚΑΛΟΠΟΥΛΟΥ ΑΠΟΣΤΟΛΟΥ, Ε., Ιστορία του Νέου Ελληνισμού, τ. Ε'-Η' Η Μεγάλη Ελληνική Επανάσταση (1821-1829), Θεσσαλονίκη 1982-1988.
Του Ιδίου, Νέα Ελληνική Ιστορία 1204-1985, Θεσσαλονίκη 1988.
Του Ιδίου, Επίλεκτες βασικές ιστορικές πηγές της Ελληνικής Επαναστάσεως (1813-1825), τ. Α' και Β', Θεσσαλονίκη 1990.
ΒΕΗ ΜΑΙΡΗΣ, Ν., Σελίδες Ν. Βέη εκ του καταλόγου του των ελληνικών χειρ. κωδίκων των Μονών Μεγ. Σπηλαίου και Αγ. Λαύρας, « Επετηρίς Καλαβρύτων» ΙΖ' (1985-1986), σσ. 187-190.
ΒΕΗ, ΝΙΚΟΥ, Α., Έκθεσις παλαιογραφικής και ιστοριοδιφικής εκδρομής εις την επαρχίαν Καλαβρύτων, « Επετηρίς Καλαβρύτων» Ε' (1973), σσ. 19-33 (αναδημ. από τα «Παναθήναια», Δεκ. 1904, σσ. 136-141 και Ιαν. 1905, σσ. 237-242).
Του Ιδίου, Κατάλογος των ελληνικών χειρογράφων κωδίκων της εν Πελοποννήσω Μονής του Μεγάλου Σπηλαίου, Εν Αθήναις, τ. Α' 1915, τ. Β' 1957.
ΒΟΒΟΛΙΝΗ ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΥ, Α., Η Εκκλησία εις τον Αγώνα της Ελευθερίας 1453-1953, Αθήναι 1952.
ΓΑΤΟΠΟΥΛΟΥ, Δ., Ιστορία της Κατοχής μετά συλλογής ιστορικών και λαογραφικών ανεκδότων των ετών 1940-1944, τ. Δ' (χ.χρ.).
ΓΙΑΝΝΑΡΑ ΧΡΗΣΤΟΥ, Ορθοδοξία και Δύση στη Νεώτερη Ελλάδα, Αθήνα 1992.
ΓΙΑΝΝΑΡΟΠΟΥΛΟΥ ΙΩΑΝΝΑΣ, Σχεδίασμα Ιστορίας της Επαναστάσεως υπό Ρήγα Παλαμήδη, «Μνημοσύνη» 2 (1968-1969), σσ. 375-426.
ΓΙΟΥΛΤΣΗ Β., Κοινωνιολογία των θρησκευτικών αδελφοτήτων, στο συλλ. τόμο Θέματα Κοινωνιολογίας της Ορθοδοξίας, (επιμ. Γ. Μαντζαρίδου), Θεσσαλονίκη 1975, σσ. 187-203.
ΓΡΙΤΣΟΠΟΥΛΟΥ ΤΑΣΟΥ, ΑΘ., Μεγάλου Σπηλαίου Μονή, «Θρησκευτική και Ηθική Εγκυκλοπαίδεια», τ. 8, Αθήναι 1966,στ. 871-881.
Του Ιδίου, Τα Ορλωφικά. Η εν Πελοποννήσω επανάστασις του 1770 και τα επακόλουθα αυτής, Εν Αθήναις 1967.
ΔΕΛΗΓΙΑΝΝΗ ΚΑΝΕΛΛΟΥ, Απομνημονεύματα, τ. Β' και Γ', Αθήναι 1957.
ΔΗΜΑΡΑ Κ., Θ., Ιστορία της Νεοελληνικής Λογοτεχνίας. Από τις πρώτες ρίζες ως την εποχή μας, Αθήνα 1972.
ΔΙΑΜΑΝΤΟΠΟΥΛΟΥ ΝΙΚ., Κ., Η παιδεία στην επαρχία Καλαβρύτων επί Τουρκοκρατίας και σήμερα, «Καλαβρυτινή Επετηρίς» Α' (1969), σσ. 25-34.
ΔΙΟΝΥΣΙΟΥ, Μητροπολίτου Λήμνου, Πιστοί άχρι θανάτου, Αθήναι 1959.
ΔΡΑΚΟΥ ΕΥΣΤΡΑΤΙΟΥ, Μοναί Ελληνικαί. Το Μέγα Σπήλαιον, « Ιερός Σύνδεσμος» 6 (1900), σσ. 52-43, 69-71, 87-88.
ΕΥΑΓΓΕΛΑΤΟΥ ΧΡΗΣΤΟΥ, Γ., Αγία Λαύρα. Ιστορία της Ιεράς Μονής 961-1961, Αθήναι 1971.
ΖΕΡΛΕΝΤΟΥ ΠΕΡΙΚΛΕΟΥΣ, Γ., Η εν Πελοποννήσω ελληνική Εκκλησία επί Ενετών 1695-1715, Αθήναι 1921.
ΗΛΙΟΠΟΥΛΟΥ ΚΩΝΣΤ., Ν., Ο Αγών της Ανεξαρτησίας και η εις αυτόν συμβολή των Καλαβρυτινών, « Επετηρίς Καλαβρύτων» Η' (1976), σσ. -36.
ΘΩΜΟΠΟΥΛΟΥ ΣΤΕΦΑΝΟΥ, Ν., Ιστορία της πόλεως Πατρών από αρχαιοτάτων χρόνων μέχρι του 1821, Πάτραι 1950.
Ιερά Μονή Μεγάλου Σπηλαίου, Συνοπτικόν Κτιτορικόν, Ιερά Μητρόπολις Καλαβρύτων και Αιγιαλείας 1990.
Ιστορία του Ελληνικού Έθνους, Εκδοτικής Αθηνών, τ. Ι'-ΙΓ'.
ΚΑΛΑΝΤΖΗ ΚΩΣΤΑ, Οι σφαγές των Καλαβρύτων, Αθήνα 1962.
ΚΟΚΚΙΝΟΥ Δ., Ελληνική Επανάστασις, τ.Α', Αθήναι 1956.
ΚΟΛΟΚΟΤΡΩΝΗ ΘΕΟΔΩΡΟΥ, Διήγησις συμβάντων της ελληνικής φυλής από τα 1770 έως τα 1836. ( Εποπτ.-Εισαγ. Απ. Β. Δασκαλάκη), Αθήναι (χ.χρ.).
ΚΟΛΟΚΟΤΡΩΝΗ ΙΩΑΝΝΟΥ, Θ., (συλλ.) Ελληνικά Υπομνήματα ήτοι Επιστολαί και διάφορα Έγγραφα αφορώντα την Ελληνικήν Επανάστασιν από 1821 μέχρι 1827, Αθήνησι 1856.
ΚΟΝΙΔΑΡΗ ΓΕΡΑΣΙΜΟΥ, Ι., Εκκλησιαστική Ιστορία της Ελλάδος, τ. Β', Εν Αθήναις 1970.
ΚΟΥΓΕΑ ΣΩΚΡΑΤΗ, Β., Χρονικά ενθυμητικά σημειώματα από το Μέγα Σπήλαιον, «Πελοποννησιακή Πρωτοχρονιά» 2 (1958), σσ. 5-11.
ΚΟΥΚΑ Γ., Καλάβρυτα 1943 «Ζήτω η Ελευθερία», « Επίκαιρα», τ. 384 (11 Δεκ. 1975), σσ. 22-23
ΚΡΙΜΠΑ ΘΑΝΟΥ, Δ., Η Ενετοκρατούμενη Πελοπόννησος, «Πελοποννησιακά» Α' (1956), σσ. 315-346.
ΚΥΠΡΙΑΝΟΥ, αρχ., Πανορθόδοξα προσκυνήματα. Η ιστορική Ιερά Μονή της Θεοτόκου του Μεγάλου Σπηλαίου, «Πανταινος» 48 (1956), σσ. 397-399.
ΚΥΡΙΑΚΟΠΟΥΛΟΥ Κ., Θ., Η εκκλησιαστική περιουσία Καλαβρύτων και Αιγιαλείας σε δύο απογραφές, « Επετηρίς Καλαβρύτων» Θ' (1971), σσ. 156-200.
Του Ιδίου, Επιγραφικά από το Μέγα Σπήλαιο. Σύμμεικτα, « Επετηρίς Καλαβρύτων» ΙΒ'-ΙΓ' (1980-1981), σσ. 386-392.
ΛΑΠΠΑ ΚΩΣΤΑ, Τα προσκυνητάρια της μονής του Μεγάλου Σπηλαίου, «Μεσαιωνικά και Νέα Ελληνικά» τ. 1, (1984), σσ. 80-125.
ΛΙΓΝΑΔΗ ΤΑΣΟΥ, Η ξενική εξάρτησις κατά την διαδρομήν νεοελληνικού κράτους (1821-1945). Πολιτική διαμόρφωσις- Εθνική Γη-Δανειοδότησις, Αθήναι 1975.
ΜΑΜΩΝΗ ΚΥΡΙΑΚΗΣ, Ένα μετόχι του Μ. Σπηλαίου στην Αντιγόνη των Πριγκηποννήσων. Άγιος Γεώργιος Καρύπης, « Επετηρίς Καλαβρύτων» ΙΖ' (1985-1986), σσ. 252-262.
ΜΑΣΤΡΟΓΙΑΝΝΟΠΟΥΛΟΥ ΗΛΙΑ, Αναγεννητικό Κίνημα. Παραφυάδες των Κολλυβάδων, Αθήναι 1987.
Μέγας Συναξαριστής της Ορθοδόξου Εκκλησίας, τ. Ι' Μην Οκτώβριος, Αθήναι 1964.
ΜΕΤΑΛΛΗΝΟΥ ΓΕΩΡΓΙΟΥ, Δ., Κοσμάς Φλαμιάτος (1786-1852). Ένας μάρτυρας της ορθοδόξου παραδόσεως στο ελληνικό κράτος, «Θεολογία» 58 (1987), σσ. 294-321.
Του Ιδίου, Παράδοση και αλλοτρίωση. Τομές στην πνευματική πορεία του Νεώτερου Ελληνισμού κατά την μεταβυζαντινή περίοδο, Αθήνα 1989.
Του Ιδίου, Τουρκοκρατία. Οι Έλληνες στην Οθωμανική Αυτοκρατορία, Αθήνα 1989.
Του Ιδίου, Το πρόβλημα των σχέσεων ελληνικής και γερμανικής θεολογίας τον ΙΘ' αι. « Επιστημονική Επετηρίς της Θεολογικής Σχολής», τ. ΚΗ', Εν Αθήναις 1989, σσ. 483-494 (και ανάτυπο).
MIKLOSICH-MULLER, Acta diplomata τ. I και V, Βιέννη 1887.
MILLER-WILLIAM, Ιστορία της Φραγκοκρατίας στην Ελλάδα (1204-1566) (μετ.-εισ.-σημ. Άγγελου Φουριώτη), Αθήναι 1960.
ΜΟΥΡΟΥΤΗ-ΓΚΕΝΑΚΟΥ ΖΩΗΣ, Μία Μονή στην Ανάσταση του Γένους. Άγιοι Θεοδωροι Καλαβρύτων, Αθήναι 1971.
ΜΠΑΛΑΝΟΥ ΔΗΜΗΤΡΙΟΥ, Σ., Ανέκδοται Επιστολαί Κωνσταντίνου Οικονόμου του εξ Οικονόμων, «Πραγματείαι της Ακαδημίας Αθηνών», τ. Ε' - αρ. 1.
ΝΤΟΚΟΥ Κ., Η εν Πελοποννήσω εκκλησιαστική περιουσία κατά την περίοδον της Β' Ενετοκρατίας, «Neugriechische Jahrbucher», 21 (1972), σσ. 43-168.
 ΞΥΓΓΟΠΟΥΛΟΥ ΑΝΔΡΕΟΥ, Η εικών της Θεοτόκου εν τη Μονή του Μεγάλου Σπηλαίου, « Αρχαιολογική Εφημερίς» 1933, σσ. 101-119.
[ΟΙΚΟΝΟΜΟΥ ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΥ ΤΟΥ ΕΞ ΟΙΚΟΝΟΜΩΝ], Κτιτορικόν η Προσκυνητάριον της Ιεράς και Βασιλικής Μονής του Μεγάλου Σπηλαίου, Αθήνησιν αωμ' [1840].
OSTROGORSKY GEORGE, Ιστορία του Βυζαντινού Κράτους, μετ. Ιω. Παναγόπουλος, τ. 2, Αθήνα 1979.
ΠΑΝΑΓΟΠΟΥΛΟΥ ΓΕΩΡΓΙΟΥ, ΑΘ., Ο Παπουλάκος, « Επετηρίς Καλαβρύτων» Ε' (1973), σσ. 228-231.
ΠΑΝΑΓΟΠΟΥΛΟΥ ΓΕΩΡΓΙΟΥ, Δ., Τα Πρακτικά η το πρωτόκολλον της μυστικής Συνελεύσεως της Βοστίτσας, στα Πρακτικά Α' Τοπικού Συνεδρίου Αχαϊκών Σπουδών, «Πελοποννησιακά» Ι' (1974), σσ. 49-56.
Του Ιδίου, Βοστίτσα, η πόλις των συνεδρίων και των Συνελεύσεων ( Η Μυστική Συνέλευσις του 1821), « Επετηρίς Καλαβρύτων» Δ' (1972), σσ. 151-161.
ΠΑΠΑΔΟΠΟΥΛΟΥ ΝΙΚΟΛΑΟΥ, ΠΑΝ., Μεγαλοσπηλαιώτου Έκκλησις, «Τρεις Ιεράρχαι», Ιούλιος 1957, σσ. 54-55.
Του Ιδίου, Μονής αγίων Θεοδώρων επισκοπής Κερνίκης (Καλαβρύτων και Αιγιαλείας) εθνικαί εκδουλεύσεις, Αθήναι 1958 (ανάτυπο εκ της « Εκκλησίας»).
Του Ιδίου, Αμβροσίου Φραντζή-Βιογραφικαί Σελίδες, «Καλαβρυτινή Επετηρίς» Δ' (1972), σσ. 33-47.
ΠΑΠΑΔΟΠΟΥΛΟΥ Π., Β., Φράγκοι Ενετοί και Τούρκοι στην Πελοπόννησον 1204-1821, Αθήναι 1969.
ΠΑΠΑΔΟΠΟΥΛΟΥ ΧΡΥΣΟΣΤΟΜΟΥ, Αρχιεπ., Ιγνάτιος Λαμπρόπουλος (1814-1869), « Ανάπλασις» ΛΖ' (1924), σσ. 244-246.
ΠΑΠΑΝΔΡΕΟΥ ΓΕΩΡΓΙΟΥ, Αζανιάς, Εν Πύργω 1886.
Του Ιδίου, Καλαβρυτινή Επετηρίς ήτοι πραγματεία περί της ιστορικής των Καλαβρύτων Επαρχίας από γεωγραφικής, τοπογραφικής, αρχαιολογικής και ιστορικής απόψεως, Εν Αθήναις 1906.
ΠΑΠΑΤΣΩΝΗ Π., Απομνημονεύματα, Αθήναι 1960.
ΠΑΡΑΝΙΚΑ ΜΑΤΘΑΙΟΥ, Κ., Σχεδίασμα περί της εν τω ελληνικώ έθνει καταστάσεως των γραμμάτων από Αλώσεως Κωνσταντινουπόλεως (1453 μ.Χ.) μέχρι των αρχών της ενεστώσης (ΙΘ') εκατονταετηρίδος, Εν Κωνσταντινουπόλει, 1867.
ΠΟΛΙΤΗ ΛΙΝΟΥ, με τη συνεργασία Μαρίας Πολίτη, Κατάλογος Χειρογράφων της Εθνικής Βιβλιοθήκης της Ελλάδος αρ. 1857-2500, Αθήναι 1991.
ΠΡΩΤΟΨΑΛΤΗ ΕΜΜ., Η επανάστασις του 1821 και αι απαρχαί αυτής εις την Πελοπόννησον, « Επετηρίς Καλαβρύτων» Ζ' (1975), σσ. 5-17.
ΡΑΝΣΙΜΑΝ ΣΤΗΒΕΝ, Η Μεγάλη Εκκλησία εν αιχμαλωσία, μετ. Ν. Παπαρρόδου, τ. Α' και Β', Αθήνα 1979.
ΣΑΘΑ ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΥ, Ν., Νεοελληνική Φιλολογία. Βιογραφίαι των εν τοις γράμμασι διαλαμψάντων Ελλήνων από της καταλύσεως της Βυζαντινής Αυτοκρατορίας μέχρι της Ελληνικής Εθνεγερσίας (1453-181), Εν Αθήναις 1868.
ΣΑΚΕΛΛΑΡΙΟΥ ΜΙΧΑΗΛ, Β., Η Πελοπόννησος κατά την δευτέραν Τουρκοκρατίαν (1715-1821), Αω οό 1939 (ανατύπ. Αθήνα 1978).
ΣΑΚΕΛΛΑΡΟΠΟΥΛΟΥ ΝΩΝΤΑ, Π., Οι επιδρομές του Ιμπραήμ κατά της επαρχίας Καλαβρύτων, « Επετηρίς Καλαβρύτων» Ε' (1973), σσ. 122-139.
ΣΙΜΟΠΟΥΛΟΥ ΘΕΟΦΙΛΟΥ, Μάρτυρες και αγωνισταί ιεράρχαι της ελληνικής εθνεγερσίας 1821-1829, Αθήναι 1971.
ΣΠΗΛΙΑΔΟΥ Ν., Απομνημονεύματα (1821-1843), τ. Α', Αθήναι 1972, τ. Γ', Αθήναι 1975.
ΣΤΑΘΟΠΟΥΛΟΥ ΘΕΩΝΗΣ, Το Κίνημα του Παπουλάκου. Οι πολιτικές, κοινωνικές και θρησκευτικές διαστάσεις του (διδακτ. διατρ.), Αθήνα 1991.
ΣΤΑΜΑΤΟΠΟΥΛΟΥ ΤΑΚΗ, ΑΡΓ., Ο κατακαημένος Μοριάς και η δραματική ιστορία του, Αθήνα 1976.
ΣΤΑΥΡΟΠΟΥΛΟΥ ΑΡΙΣΤ., Ιστορία της πόλεως Αιγίου, από των μυθικών χρόνων μέχρι των ημερών μας, Πάτραι 1954.
ΣΤΕΦΑΝΙΔΟΥ ΒΑΣΙΛΕΙΟΥ, Εκκλησιαστική Ιστορία απ' αρχής μέχρι σήμερον, Αθήναι 1978.
ΣΥΝΑΞΙΣ ΚΑΝΟΝΩΝ ΤΙΝΩΝ Εγκωμιαστικών Της Υπεραγίας Θεοτόκου, της εν τω Μεγάλω Σπηλαίω του εν Πελοποννήσω όρους του καλουμένου Χελμού, και των Οσίων Πατέρων ΣΥΜΕΩΝ ΚΑΙ ΘΕΟΔΩΡΟΥ των Κτητόρων και Αρχηγών της εν τω Σπηλαίω παλαιάς Μονής, και της Οσίας ΕΥΦΡΟΣΥΝΗΣ, Της Ευρούσης την θείαν Εικόναν, την ιστορηθείσαν υπό του Αποστόλου και Ευαγγελιστού Λουκά εν τω αυτώ σπηλαίω, μετά και της διηγήσεως της αυτής ευρέσεως, Περιέχουσα την τε διαθήκην των αυτών Πατέρων και τον των αυτών Βίον, άμα δε και της οσίας, Νυν πρώτον τύποις εκδοθείσα αναλώμασι τον Εκλαμπροτάτου Κυρίου Κυρίου Βερνάρδου Μάκολα, Αθηναίου, προς ον και δικαίως αφιερώθη, Ενετίησιν αψστ' [1708]. Con Licenza de Superiori (ανατύπ. δαπάνη Γεωργίου Γεω. Λαδά, Αθήναι 1973).
ΣΩΤΗΡΙΟΥ ΓΕΩΡΓΙΟΥ, Α., Περί της Μονής του Μεγάλου Σπηλαίου και των εν αυτή κειμηλίων, « Αρχαιολογικόν Δελτίον» τ. Δ' (1918), σσ. 46-80 [αναδημ. « Επετηρίς Καλαβρύτων» Θ' (1977), σσ. 110-154].
ΤΡΙΑΝΤΑΦΥΛΛΟΥ ΚΩΣΤΑ, Ν., Ιστορικόν Λεξικόν των Πατρών. Η ιστορία της πόλεως των και επαρχίας Πατρών από αρχαιότητος έως σήμερον κατά αλφαβητικήν ειδολογικήν κατάταξιν, Πάτραι 1959.
ΤΣΕΚΟΥΡΑ ΘΕΟΦΙΛΟΥ, Γ., Χωρογραφική και ιστορική περιγραφή της Ιεράς Μονής του Μεγάλου Σπηλαίου τιμωμένης επ' ονόματι της Κοιμήσεως της Υπεραγίας Δεσποίνης ημών και αειπαρθένου Θεοτόκου, Εν Αθήναις 1916.
ΤΣΙΤΣΕΛΗ ΗΛΙΑ, Κεφαλληνιακά Συμμικτα, τ. Ι, Εν Αθήναις, 1904.
ΦΙΛΙΠΠΑΚΟΠΟΥΛΟΥ Ν., Σελίδες από την Επανάστασιν του 1821, « Επετηρίς Καλαβρύτων» Γ' (1971), σσ. 174-178.
Του Ιδίου, Τα Καλάβρυτα στο Μεγάλο 21, Αθήνα 1972.
ΦΡΑΝΤΖΗ ΑΜΒΡΟΣΙΟΥ, Επιτομή της ιστορίας της αναγεννηθείσης Ελλάδος, τ. Α', Εν Αθήναις 1839, τ. Δ', Εν Αθήναις 1841.
FRAZEE CHARLES, Ορθόδοξος Εκκλησία και ελληνική ανεξαρτησία 1821-1852, μετ. Ιω. Ροηλίδης, Αθήνα 1987.
ΦΩΤΑΚΟΥ (ΧΡΥΣΑΝΘΑΚΟΠΟΥΛΟΥ ΦΩΤΙΟΥ), Απομνημονεύματα περί της Ελληνικής Επαναστάσεως. Επιμ. Θ. Βαγενά - Αγγ. Ηλιοπούλου - Παρ. Ν. Κόντοε, Αθήναι 1955.
Του Ιδίου, Βίοι Πελοποννησίων ανδρών και των έξωθεν εις την Πελοπόννησον ελθόντων κληρικών στρατιωτικών και πολιτικών των αγωνισαμένων τον αγώνα της Επαναστάσεως, Εν Αθήναις 1888.
ΦΩΤΟΠΟΥΛΟΥ ΑΘΑΝΑΣΙΟΥ, Θ., Σημείωσις περί Μεγάλου Σπηλαίου, «Πελοποννησιακά» Η' (1971), σσ. 486-488.
ΧΑΤΖΗΦΩΤΗ Ι., Μ., Οι τοιχογραφίες του Ναού της Κοιμήσεως στην Κλαπατσούνα Καλαβρύτων, «Παράδοση» Α' 1, Ιαν.-Φεβρ.-Μαρτ. 1992, σσ. 103-105.
 Ο Παναγιώτης Υφαντής γεννήθηκε στην Αθήνα το 1966.
Σπούδασε Θεολογία στο Πανεπιστήμιο Αθηνών και Εκκλησιαστική Ιστορία στην Pontificia Universita «San Nikola» στο Μπάρι της Ιταλίας, όπου ειδικεύτηκε στην έρευνα των σχέσεων μεταξύ Ορθοδοξίας και Ρωμαιοκαθολικισμού κατά τη μεταβυζαντινή περίοδο. Ως υπότροφος του Βατικανού είχε τη δυνατότητα να εκπονήσει αρχειακές έρευνες στο Αρχείο της Ρropaganda Fidei στη Ρώμη.
Έχει συμμετάσχει σε επιστημονικά συνέδρια και ερευνητικά προγράμματα και δημοσιεύσει άρθρα ιστορικού και θεολογικού περιεχομένου καθώς και κείμενα πνευματικού προβληματισμού σε ελληνικά και ιταλικά περιοδικά.
Από το 1993 εργάζεται ως θεολόγος καθηγητής στη μέση εκπαίδευση.
Είναι έγγαμος και πατέρας δύο παιδιών.
Εξώφυλλο: Άποψη του Μεγάλου Σπηλαίου ( Αθήνα, Γεννάδειος Βιβλιοθήκη).

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου