|
Πατριαρχικός Τόμος του 1850 (Μητροπολιτικός Ναός Αθηνών)Μετά
την Απελευθέρωση, με την, ανακήρυξη από τη Βαυαρική Αντιβασιλεία της
ανεξαρτησίας της Εκκλησίας της Ελλάδος από το Οικουμενικό Πατριαρχείο το
1833, ιδρύθη η Επισκοπή Αττικής, που περιελάμβανε όλο τον σημερινό νομό
(εκτός από τα νησιά) και είχε έδρα την Αθήνα. Πρώτος ποιμενάρχης
διορίστηκε ο ώς τότε Επίσκοπος Ταλαντίου Νεόφυτος Μεταξάς, ο οποίος είχε
διακριθεί στον Απελευθερωτικό Αγώνα.
Με την έκδοση του Πατριαρχικού Τόμου της 29ης Ιουνίου 1850, που παραχωρούσε το Αυτοκέφαλο στην Ελλαδική Εκκλησία (και τη συνακόλουθη έκδοση των Νόμων Σ' και ΣΑ' της 9-7-1852), στις 2-9-1850 με Διάταγμα η Επισκοπή Αττικής ονομάστηκε Αθηνών και ανυψώθη σε μοναδική Μητρόπολη του Ελληνικού Κράτους και ο Μητροπολίτης της ορίστηκε μόνιμος Πρόεδρος της Ιεράς Συνόδου. Δύο χρόνια αργότερα, με την παραίτηση του αρχιερέα Σαμουήλ της προσωρινής Επισκοπής Αιγίνης, Αγκιστρίου και Σαλαμίνος, τα νησιά αυτά υπήχθησαν στη Μητρόπολη Αθηνών. Με το άρθρο 2 του Ν. 2891/21-7-1922 (ΦΕΚ 124/25-7-1922, τ. Α'), όλες οι Επισκοπές της χώρας ανυψώθηκαν σε Μητροπόλεις, ενώ στον Μητροπολίτη Αθηνών δόθηκε ο τίτλος «Μακαριώτατος Υπέρτιμος και Έξαρχος πάσης της Ελλάδος». Με τον Καταστατικό Νόμο της Εκκλησίας της Ελλάδος της 31ης Δεκεμβρίου 1923 (ΦΕΚ 387 τ. Α'), που καταρτίσθηκε μετά την εκλογή, χειροτονία και εγκατάσταση στον θρόνο των Αθηνών του Χρυσοστόμου Παπαδοπούλου, υλοποιήθηκε πρόταση της Ιεράς Συνόδου της Ιεραρχίας της Εκκλησίας της Ελλάδος και ο Μητροπολίτης Αθηνών έλαβε τον τίτλο «Μακαριώτατος Αρχιεπίσκοπος Αθηνών και πάσης Ελλάδος», τίτλο που διατηρεί ώς σήμερα.
Με την έκδοση του Πατριαρχικού Τόμου της 29ης Ιουνίου 1850, που παραχωρούσε το Αυτοκέφαλο στην Ελλαδική Εκκλησία (και τη συνακόλουθη έκδοση των Νόμων Σ' και ΣΑ' της 9-7-1852), στις 2-9-1850 με Διάταγμα η Επισκοπή Αττικής ονομάστηκε Αθηνών και ανυψώθη σε μοναδική Μητρόπολη του Ελληνικού Κράτους και ο Μητροπολίτης της ορίστηκε μόνιμος Πρόεδρος της Ιεράς Συνόδου. Δύο χρόνια αργότερα, με την παραίτηση του αρχιερέα Σαμουήλ της προσωρινής Επισκοπής Αιγίνης, Αγκιστρίου και Σαλαμίνος, τα νησιά αυτά υπήχθησαν στη Μητρόπολη Αθηνών. Με το άρθρο 2 του Ν. 2891/21-7-1922 (ΦΕΚ 124/25-7-1922, τ. Α'), όλες οι Επισκοπές της χώρας ανυψώθηκαν σε Μητροπόλεις, ενώ στον Μητροπολίτη Αθηνών δόθηκε ο τίτλος «Μακαριώτατος Υπέρτιμος και Έξαρχος πάσης της Ελλάδος». Με τον Καταστατικό Νόμο της Εκκλησίας της Ελλάδος της 31ης Δεκεμβρίου 1923 (ΦΕΚ 387 τ. Α'), που καταρτίσθηκε μετά την εκλογή, χειροτονία και εγκατάσταση στον θρόνο των Αθηνών του Χρυσοστόμου Παπαδοπούλου, υλοποιήθηκε πρόταση της Ιεράς Συνόδου της Ιεραρχίας της Εκκλησίας της Ελλάδος και ο Μητροπολίτης Αθηνών έλαβε τον τίτλο «Μακαριώτατος Αρχιεπίσκοπος Αθηνών και πάσης Ελλάδος», τίτλο που διατηρεί ώς σήμερα.
Το 1936, λόγω της αλματώδους αύξησης
του πληθυσμού του λεκανοπεδίου, με τον ΑΝ 136 ιδρύθη η Μητρόπολη
Αττικής και Μεγαρίδος, στην οποία υπήχθησαν όλη σχεδόν η επαρχία
Μεγαρίδος, η νήσος Σαλαμίνα, η Λαυρεωτική και πολλές περιοχές της
Βόρειας Αττικής (έδρα η Κηφισιά). Το ίδιο έτος η Αίγινα υπήχθη στη
μητρόπολη Ύδρας και Σπετσών. Το 1947 προστέθηκαν στη Μητρόπολη Αττικής
και Μεγαρίδος και οι πόλεις Αμαρούσιο, Αχαρνές, Ασπρόπυργος, Ελευσίνα
και η Ιερά Μονή Κλειστών. Το 1962, μετά τον θάνατο του Αρχιεπισκόπου
Θεοκλήτου (18-1-1962), ο Πειραιάς, το Νέο Φάληρο και η Νίκαια απετέλεσαν
τη νέα Μητρόπολη Πειραιώς, που είχε ιδρυθεί με τον Ν. 3952/1959 (ΦΕΚ
272, τ. Α'), ενώ το 1974 αποσπάσθηκαν πολλά εδάφη της Αρχιεπισκοπής
Αθηνών και ιδρύθηκαν οι τέσσερις μητροπόλεις Καισαριανής, Βύρωνος και
Υμηττού, Νέας Σμύρνης, Νέας Ιωνίας, Νέας Φιλαδέλφειας, και Περιστερίου.
Το 2002 από τη μητρόπολη Νέας Σμύρνης απεσπάσθη το ανατολικό τμήμα της
και ιδρύθη η Μητρόπολη Γλυφάδας. Το 2010 η Μητρόπολη Αττικής
διχοτομήθηκε στις Μητροπόλεις Κηφισιάς και «Ιλίου, Πετρουπόλεως και
Αχαρνών».
Σήμερα, η Ιερά Αρχιεπισκοπή Αθηνών
περιλαμβάνει τούς δήμους Αθηναίων, Δάφνης, Ζωγράφου, Παλαιού Ψυχικού,
Νέου Ψυχικού, Καλλιθέας, Μοσχάτου, Ηλιουπόλεως, Αγίου Δημητρίου,
Χαλανδρίου, Πεντέλης, Βριλησσίων, Ταύρου, Αγίας Παρασκευής, Χολαργού,
Παπάγου, Φιλοθέης, Γαλατσίου και Αγίων Αναργύρων.
Καί τρεις ιδιάζουσες περιπτώσεις: 1)
το 1926 ο δικτάτορας Θεόδωρος Πάγκαλος νομοθέτησε αυθαίρετα την ίδρυση
Μητρόπολης Μεγαρίδος, αλλά εξαιτίας τόσο της έντονης αντίδρασης του
Αρχιεπισκόπου και της Ιεράς Συνόδου, όσο και λόγω της πτώσης της
δικτατορίας, η απόφαση αυτή δεν υλοποιήθηκε. 2) το 1939 η δικτατορία
Μεταξά απέσπασε την επαρχία Αττικής και τη Σαλαμίνα από τη μητρόπολη
Αττικής και Μεγαρίδος (που ονομάσθηκε πλέον Μεγαρίδος με έδρα τα Μέγαρα)
και τις υπήγαγε πάλι στην Αρχιεπισκοπή Αθηνών, όπου παρέμειναν ώς το
1941, και 3) το 1969 ο Αρχιεπίσκοπος Ιερώνυμος παρεχώρησε τούς δήμους
Αιγάλεω, Αγίας Βαρβάρας και Χαϊδαρίου στη νεοϊδρυμένη τότε (ΝΔ
4589/10-11-1966) μητρόπολη Νικαίας.
Από τους αρχιερείς που την τελευταία
ογδοηκονταετία (1923-2003) ποίμαναν ως αρχιεπίσκοποι την Εκκλησία των
Αθηνών σημειώνουμε τους:
Χρυσόστομο Α' τον Παπαδόπουλο (1923-1938), καθηγητή του Πανεπιστημίου, διευθυντή της Ριζαρείου και ακαδημαϊκό, διαπρεπή εκκλησιαστικό ιστορικό. Χρύσανθο Φιλιππίδη (1938-1941), τον από Τραπεζούντος, γνωστό για τούς εθνικούς του αγώνες και την κοινωνική του δράση. Δαμασκηνό Παπανδρέου (1941-1949), τον από Κορινθίας, που διακρίθηκε για το ανορθωτικό του έργο στην Κόρινθο μετά τούς σεισμούς του 1928, επέδειξε έργο εθνικό και κοινωνικό στα χρόνια της Κατοχής και χρημάτισε και αντιβασιλέας (31-12-1944 έως 27-9-1946). Σπυρίδωνα Βλάχο (1949-1956), τον από Ιωαννίνων, άνδρα μεγάλης επί πεντηκονταετία εθνικής προσφοράς, ήδη από τα χρόνια της Τουρκοκρατίας στην Ήπειρο. Δωρόθεο Κοτταρά (1956-1957), τον από Λαρίσης, διαπρεπή νομομαθή και αφιλοχρήματο ιεράρχη, που δεν πρόλαβε όμως να υλοποιήσει τα μεγαλόπνοα σχέδιά του για την Εκκλησία. Θεόκλητο Β' τον Παναγιωτόπουλο (1957-1962), καλοκάγαθο ιεράρχη, που το 1958 ανακαίνισε και συμπλήρωσε το σημερινό Αρχιεπισκοπικό Μεγαρο, το οποίο πρώτος είχε ανεγείρει το 1892-1894 στον χώρο της Μονής του Αγίου Ανδρέα-Αγίας Φιλοθέης ο ρέκτης μητροπολίτης Αθηνών Γερμανός Καλλιγάς (1889-1896). Χρυσόστομο Β' Χατζησταύρου (1962-1967), τον από Φιλίππων, Νεαπόλεως και Θάσου, παλιό και σοφό ιεράρχη με εθνικές περγαμηνές. Ιερώνυμο Κοτσώνη (1967-1973), πανεπιστημιακό καθηγητή, που σε δύσκολους καιρούς έδωσε νέα πνοή στην εκκλησιαστική δραστηριότητα και οργάνωσε συστηματικά το προνοιακό έργο της Εκκλησίας. Σεραφείμ Τίκα (1974-1998), τον από Ιωαννίνων, που εργάστηκε φιλότιμα για την Εκκλησία, και Χριστόδουλο Παρασκευαΐδη (1998-2008), τον από Δημητριάδος, με σημαντική και πλούσια δράση σε όλους τους τομείς.
Χρυσόστομο Α' τον Παπαδόπουλο (1923-1938), καθηγητή του Πανεπιστημίου, διευθυντή της Ριζαρείου και ακαδημαϊκό, διαπρεπή εκκλησιαστικό ιστορικό. Χρύσανθο Φιλιππίδη (1938-1941), τον από Τραπεζούντος, γνωστό για τούς εθνικούς του αγώνες και την κοινωνική του δράση. Δαμασκηνό Παπανδρέου (1941-1949), τον από Κορινθίας, που διακρίθηκε για το ανορθωτικό του έργο στην Κόρινθο μετά τούς σεισμούς του 1928, επέδειξε έργο εθνικό και κοινωνικό στα χρόνια της Κατοχής και χρημάτισε και αντιβασιλέας (31-12-1944 έως 27-9-1946). Σπυρίδωνα Βλάχο (1949-1956), τον από Ιωαννίνων, άνδρα μεγάλης επί πεντηκονταετία εθνικής προσφοράς, ήδη από τα χρόνια της Τουρκοκρατίας στην Ήπειρο. Δωρόθεο Κοτταρά (1956-1957), τον από Λαρίσης, διαπρεπή νομομαθή και αφιλοχρήματο ιεράρχη, που δεν πρόλαβε όμως να υλοποιήσει τα μεγαλόπνοα σχέδιά του για την Εκκλησία. Θεόκλητο Β' τον Παναγιωτόπουλο (1957-1962), καλοκάγαθο ιεράρχη, που το 1958 ανακαίνισε και συμπλήρωσε το σημερινό Αρχιεπισκοπικό Μεγαρο, το οποίο πρώτος είχε ανεγείρει το 1892-1894 στον χώρο της Μονής του Αγίου Ανδρέα-Αγίας Φιλοθέης ο ρέκτης μητροπολίτης Αθηνών Γερμανός Καλλιγάς (1889-1896). Χρυσόστομο Β' Χατζησταύρου (1962-1967), τον από Φιλίππων, Νεαπόλεως και Θάσου, παλιό και σοφό ιεράρχη με εθνικές περγαμηνές. Ιερώνυμο Κοτσώνη (1967-1973), πανεπιστημιακό καθηγητή, που σε δύσκολους καιρούς έδωσε νέα πνοή στην εκκλησιαστική δραστηριότητα και οργάνωσε συστηματικά το προνοιακό έργο της Εκκλησίας. Σεραφείμ Τίκα (1974-1998), τον από Ιωαννίνων, που εργάστηκε φιλότιμα για την Εκκλησία, και Χριστόδουλο Παρασκευαΐδη (1998-2008), τον από Δημητριάδος, με σημαντική και πλούσια δράση σε όλους τους τομείς.
Στο διάστημα από την Απελευθέρωση ώς
το 1974, η Εκκλησία αντιμετώπισε πολλά προβλήματα, παρουσίασε όμως και
σπουδαιότατο πνευματικό και κοινωνικό έργο.
Άπό τα προβλήματα μνηνονεύουμε τις συχνές διενέξεις με την Πολιτεία για ζητήματα εκκλησιαστικής περιουσίας και άλλα, τούς συνεχείς, σχεδόν, πολέμους που αντιμετώπισε η Ελλάδα και οι οποίοι δεν της παρείχαν τη δυνατότητα ν' ασχοληθεί απερίσπαστη με το έργο της, το Παλαιοημερολογιτικό ζήτημα κ.ά. Παρ' όλα αυτά όμως, η Εκκλησία των Αθηνών προχώρησε στο έργο της και στάθηκε αρωγός στο ποίμνιό της. Εργάστηκε σοβαρά για τη διάδοση του θείου κηρύγματος, την εξομολόγηση, την κατήχηση των νέων, την ανοικοδόμηση ναών και πνευματικών κέντρων, τη φιλανθρωπία προς ορθοδόξους και μη. Στα δύσκολα χρόνια του Β' Παγκοσμίου πολέμου, με την άγρυπνη μέριμνα του Αρχιεπισκόπου Χρύσανθου αναπτύχθηκε σε μεγάλη έκταση η «Πρόνοια Στρατευομένων της Αρχιεπισκοπής Αθηνών», που με εθελοντικό, κυρίως, προσωπικό 2.000 περίπου ατόμων πρόσφερε ανυπολόγιστες υπηρεσίες όχι μόνο στους μαχόμενους στρατιώτες, αλλά και στις οικογένειές τους που είχαν απομείνει απροστάτευτες, ενώ επί Αρχιεπισκόπου Δαμασκηνού ο «Εθνικός οργανισμός Χριστιανικής Αλληλεγγύης» (ΕΟΧΑ), που για να εξιστορηθεί το έργο του «θα εχρειάζοντο ώρες πολλές και τόμοι στοιχείων άπειροι». Υπολογίζεται πώς τα συσσίτια του ΕΟΧΑ σε όλη τη χώρα έσωσαν πάνω από 400.000 παιδιά, ενώ 300.000 ασθενείς βρήκαν ιατροφαρμακευτική περίθαλψη τόσο στο πολυϊατρείο της Αρχιεπισκοπής, όσο και στα παραρτήματα του. Ακόμα, λειτούργησαν «Υπηρεσία Προνοίας Κρατουμένων», «Γραφείον των απορφανισθεισών οικογενειών» και «Γραφείον παροχής νομικών συμβουλών», το οποίο υπεράσπιζε ενώπιον των γερμανικών στρατοδικείων τούς συλλαμβανομένους. Έσωσε ακόμα γύρω στους 700 Εβραίους, εφοδιάζοντας τους με πιστοποιητικά πώς δήθεν ήταν χριστιανοί, και ανάμεσα τους τον αρχιραβίνο των Αθηνών και την οικογένεια του. Υπάρχουν περιστατικά που ο Δαμασκηνός έφυγε από Ιερές Ακολουθίες προκειμένου να κάνει προσωπικές παραστάσεις στις Αρχές Κατοχής για ματαίωση εκτελέσεων, ορισμένες φορές με επιτυχία.
Άπό τα προβλήματα μνηνονεύουμε τις συχνές διενέξεις με την Πολιτεία για ζητήματα εκκλησιαστικής περιουσίας και άλλα, τούς συνεχείς, σχεδόν, πολέμους που αντιμετώπισε η Ελλάδα και οι οποίοι δεν της παρείχαν τη δυνατότητα ν' ασχοληθεί απερίσπαστη με το έργο της, το Παλαιοημερολογιτικό ζήτημα κ.ά. Παρ' όλα αυτά όμως, η Εκκλησία των Αθηνών προχώρησε στο έργο της και στάθηκε αρωγός στο ποίμνιό της. Εργάστηκε σοβαρά για τη διάδοση του θείου κηρύγματος, την εξομολόγηση, την κατήχηση των νέων, την ανοικοδόμηση ναών και πνευματικών κέντρων, τη φιλανθρωπία προς ορθοδόξους και μη. Στα δύσκολα χρόνια του Β' Παγκοσμίου πολέμου, με την άγρυπνη μέριμνα του Αρχιεπισκόπου Χρύσανθου αναπτύχθηκε σε μεγάλη έκταση η «Πρόνοια Στρατευομένων της Αρχιεπισκοπής Αθηνών», που με εθελοντικό, κυρίως, προσωπικό 2.000 περίπου ατόμων πρόσφερε ανυπολόγιστες υπηρεσίες όχι μόνο στους μαχόμενους στρατιώτες, αλλά και στις οικογένειές τους που είχαν απομείνει απροστάτευτες, ενώ επί Αρχιεπισκόπου Δαμασκηνού ο «Εθνικός οργανισμός Χριστιανικής Αλληλεγγύης» (ΕΟΧΑ), που για να εξιστορηθεί το έργο του «θα εχρειάζοντο ώρες πολλές και τόμοι στοιχείων άπειροι». Υπολογίζεται πώς τα συσσίτια του ΕΟΧΑ σε όλη τη χώρα έσωσαν πάνω από 400.000 παιδιά, ενώ 300.000 ασθενείς βρήκαν ιατροφαρμακευτική περίθαλψη τόσο στο πολυϊατρείο της Αρχιεπισκοπής, όσο και στα παραρτήματα του. Ακόμα, λειτούργησαν «Υπηρεσία Προνοίας Κρατουμένων», «Γραφείον των απορφανισθεισών οικογενειών» και «Γραφείον παροχής νομικών συμβουλών», το οποίο υπεράσπιζε ενώπιον των γερμανικών στρατοδικείων τούς συλλαμβανομένους. Έσωσε ακόμα γύρω στους 700 Εβραίους, εφοδιάζοντας τους με πιστοποιητικά πώς δήθεν ήταν χριστιανοί, και ανάμεσα τους τον αρχιραβίνο των Αθηνών και την οικογένεια του. Υπάρχουν περιστατικά που ο Δαμασκηνός έφυγε από Ιερές Ακολουθίες προκειμένου να κάνει προσωπικές παραστάσεις στις Αρχές Κατοχής για ματαίωση εκτελέσεων, ορισμένες φορές με επιτυχία.
Επιπλέον, τους εκάστοτε
αρχιεπισκόπους Αθηνών απασχόλησαν και γενικότερα προβλήματα της
Εκκλησίας, όπως η κατάρτιση συμφώνων προς το Κανονικό Δίκαιο και
επομένως επωφελών γι' αυτήν Καταστατικών Χαρτών, η οικονομική της
ανασυγκρότηση, η ίδρυση και ανάπτυξη της Αποστολικής Διακονίας, η
ανοικοδόμηση εκατοντάδων ναών που είχαν καταστραφεί από τα πολεμικά
γεγονότα των ετών 1940-1949, η μόρφωση του ιερού κλήρου, οι εκδόσεις
Αγίας Γραφής, λειτουργικών και εποικοδομητικών βιβλίων, η αντιμετώπιση
των αιρέσεων κ.ά.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου