Κοτταράς Δωρόθεος (1888-1957). Αρχιεπίσκοπος Αθηνών και πάσης
Ελλάδος. Γεννήθηκε στην Ύδρα, γόνος απλής και φτωχικής
οικογένειας που μετακινήθηκε, όταν ο ίδιος ήταν σε μικρή ακόμη ηλικία, στον
Πειραιά, όπου υπό συνθήκες στερήσεων και δυσκολιών ολοκλήρωσε τις γυμνασιακές
σπουδές του. Για να συμβάλει στο οικογενειακό εισόδημα ήταν απαραίτητο να εργάζεται
ο ίδιος σε χειρωνακτικές εργασίες, ενώ παράλληλα ήταν εξαιρετικά επιμελής στα
μαθήματά του. Για ένα διάστημα ανέλαβε εργασία ως δάσκαλος στην Ξηροκάμπη
Σπάρτης και στη συνέχεια φοίτησε στη Θεολογική Σχολή του Πανεπιστημίου Αθηνών,
από την οποία αποφοίτησε αριστούχος το 1909. Στις 17 Σεπτεμβρίου 1910
χειροτονήθηκε διάκονος από τον Μητροπολίτη Ύδρας και Σπετσών Ιωάσαφ και τοποθετήθηκε
στον Ναό Αγίου Γεωργίου Καρύτση. Ταυτόχρονα εργαζόταν ως υπάλληλος του Γενικού
Εκκλησιαστικού Ταμείου, ενώ σπούδασε και στη Νομική Σχολή του Πανεπιστημίου
Αθηνών. Αργότερα μετέβη στη Λειψία, όπου παρακολούθησε μαθήματα θεολογίας και
νομικής και ειδικεύθηκε στο εκκλησιαστικό, το κανονικό και το διοικητικό
δίκαιο. Παράλληλα είχε ενδιαφέροντα στη μεταλλειολογία, ερευνώντας τους θησαυρούς
του υπεδάφους, από τον μαύρο λιγνίτη μέχρι το ουράνιο και το ράδιο. Ως
διάκονος, κατά την υπερδεκαετή υπηρεσία του στον Ναό Αγίου Γεωργίου Καρύτση,
υπήρξε πρωτοστάτης στη δημιουργία ενός νέου Ιερατικού Συνδέσμου με τον τότε
αρχιδιάκονο της Αρχιεπισκοπής Αθηνών Αθηναγόρα Σπύρου, τον Δαμασκηνό Παπανδρέου
και άλλους. Στις 18 Δεκεμβρίου 1922 χειροτονήθηκε από τον Μητροπολίτη Ύδρας Προκόπιο
πρεσβύτερος και μετά δύο ημέρες, στις 20 Δεκεμβρίου, χειροτονήθηκε Μητροπολίτης
Κυθήρων από τους Μητροπολίτες Φθιώτιδος Αμβρόσιο, Σύρου Αθανάσιο και Αργολίδος
Ιερόθεο. Στη Μητρόπολη Κυθήρων παρέμεινε για μια ολόκληρη δωδεκαετία, μέχρι τις
15 Ιανουαρίου 1935, οπότε μετατέθηκε στη Μητρόπολη Λαρίσης και Πλαταμώνος. Με
τη νέα του Μητρόπολη συνδέθηκε βαθύτερα και άσκησε πλούσιο κοινωνικό και εθνικό
έργο, ιδιαίτερα κατά τη διάρκεια του Πολέμου 1940-41 και της Κατοχής που
ακολούθησε. Ως Μητροπολίτης Λαρίσης πρόσφερε σημαντικές υπηρεσίες στην Εκκλησία
της Ελλάδος. Υπήρξε σύμβουλος σε διάφορους εκκλησιαστικούς οργανισμούς, κυρίως
όμως οικονομικός επίτροπος της Εκκλησίας και ειδικός στο κανονικό δίκαιο. Στις
21 Μαρτίου 1956 απεβίωσε ο Αρχιεπίσκοπος Αθηνών Σπυρίδων και ακολούθησε
αρχιεπισκοπική εκλογή, κατά την οποία εξελέγη νέος Αρχιεπίσκοπος. Από την πρώτη
στιγμή της αναδείξεώς του ενδιαφέρθηκε για την επίλυση οργανωτικών και
διοικητικών θεμάτων της Εκκλησίας της Ελλάδος, ενώ παραχώρησε τα αρχιεπισκοπικά
δικαιώματα επί των γάμων και διαζυγίων σε ειδικό λογαριασμό για την ίδρυση νοσηλευτικού
ιδρύματος των κληρικών και ανέθεσε τη γενική διεύθυνση της Αποστολικής
Διακονίας στον Μητροπολίτη πρώην Λήμνου Βασίλειο Ατέση. Συγκάλεσε το πρώτο
συνέδριο ιεροκηρύκων και αντέδρασε στη σύναψη κονκορδάτου με το Βατικανό, συγκαλώντας
Ενδημούσα Σύνοδο που ενέκρινε τη θέση του παρά τις κυβερνητικές επιθυμίες. Κατά
τη διάρκεια της 16μηνης παραμονής του στον αρχιεπισκοπικό θρόνο, φρόντισε για
την αποκατάσταση στον βαθμό της αρχιεροσύνης των δύο Μητροπολιτών που είχαν
καθαιρεθεί επί εαμισμώ (οι Κοζάνης Ιωακείμ και Ηλείας Αντώνιος). Ο αγώνας της
ΕΟΚΑ βρισκόταν τότε σε έξαρση και ο Δωρόθεος ως πρόεδρος της Πανελλήνιας
Επιτροπής Αυτοδιαθέσεως Κύπρου, όπως και ο προκάτοχός του, δεν άφηνε ευκαιρία
για να τον ενισχύσει ηθικά, καταγγέλλοντας τους αγγλικούς βανδαλισμούς, τους
απαγχονισμούς των Καραολή και Δημητρίου, καθώς και το κλίμα τρομοκρατίας που
είχε επιβληθεί στην Κύπρο. Ύστερα από μία σύντομη ασθένεια απεβίωσε στη
Στοκχόλμη, όπου είχε μεταφερθεί για να του αφαιρεθεί όγκος στον εγκέφαλο.
Δ. Κούκουνα
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου