(Αρχ.
Κύριλλος Κωστόπουλος).
Εἶναι ἄραγε αὐτοὶ ποῦ δηλώνουν ἄθεοι ὄντως ἄθεοι;
Κύριο
περιεχόμενο.
Εἶναι ἀθεΐα ἢ ἀντιχριστιανισμός;
Ὁ
ἄνθρωπος τῆς ἐποχῆς μᾶς χαρακτηρίζεται ὡς ὁ πιὸ ἀντιφατικὸς ὅλων τῶν ἐποχῶν. Οἱ
διαθέσεις τοῦ εἶναι τελείως ἀντιφατικές. Ἀπαισιοδοξία καὶ ἐλπίδα, ἀπελπισία καὶ
προσδοκία συγκρούονται μέσα του, ὁδηγώντας τὸν σὲ μία ἀγχώδη ἀναζήτηση πορείας.
Ὁ σύγχρονος ἀντιφατικὸς ἄνθρωπος ἀγωνίζεται νὰ ἀντικαταστήσει τὴν πίστη του πρὸς
τὸν Χριστὸ μὲ τὴν πίστη του στὸν ἄνθρωπο. Τοιουτοτρόπως ὁ ἀθεϊσμὸς τοῦ ἔλαβε τὴν
μορφὴ τοῦ ἀντιχριστιανισμοῦ. Καὶ τοῦτο γιατί ἀθεϊσμὸς σημαίνει τὸ νὰ πορεύεται
κανεὶς σ' αὐτὴ τὴν ζωὴ χωρὶς θεό, ἄθεος, μακριὰ ἀπὸ τὸν θεό. Αὐτό, ὅμως, στὴν
πραγματικότητα δὲν συμβαίνει, γιατί ὁ ἄνθρωπος τῆς ἐποχῆς μᾶς εἶναι ἀσυνεπὴς πρὸς
τὴν ἀθεΐα, θὰ λέγαμε, ὅτι περισσότερο κλείνει πρὸς τὴν εἰδωλολατρία, παρὰ πρὸς
τὴν ἀθεΐα. Ἀναγνωρίζει τὸ «θεῖο» ἀκόμη κι ὅταν πιστεύει ὅτι ἀρνεῖται τὸν θεό.
Διαισθάνεται ὅτι μέσα τοῦ ὑπάρχει μία ἀνάγκη τοῦ «θείου» ποὺ εἶναι ἀνίκητη. Αὐτὸ
γίνεται φανερὸ ἀπὸ τὸ ὅτι θεοποιεῖ τὴν κοινωνία ποὺ ζεῖ, θεοποιεῖ τὸ κράτος,
θεοποιεῖ τὴν ἀφηρημένη δικαιοσύνη ἢ τὴν ἐπιστήμη, θεοποιεῖ τὴν κοινωνικὴ τάξη,
θεοποιεῖ μία συγκεκριμένη κοινωνικὴ ἢ πολιτικὴ δομή. Καὶ μέσα στὴν ὑποτιθέμενη ἀθεΐα
του, κατασκευάζει ἕναν δικό του ἢ τῆς ὁμάδος, στὴν ὁποία ἀνήκει, θεό.
Ὁ
Νικόλαος Μπερντιάεφ γράφει χαρακτηριστικά: «Αὐτὸ ποὺ πρέπει νὰ γίνει εἶναι νὰ
διερευνηθοῦν οἱ λόγοι καὶ τὰ κίνητρα ποὺ κεῖνται πίσω ἀπὸ τὴν βεβαίωση τῆς ἀθεΐας».
(Ἀλήθεια καὶ Ἀποκάλυψη, Ἀθήνα 1987, σέλ. 153). Καὶ εἶναι γεγονὸς ὅτι, ἐὰν
διερευνηθοῦν οἱ λόγοι, θὰ καταλήξουμε στὸ συμπέρασμα ὅτι ὁ ἀθεϊσμὸς τοῦ
σύγχρονου ἀνθρώπου εἶναι ἀντιχριστιανισμός. Τὸ ὄνομα τοῦ Ἰησοῦ ἀποτέλεσε καὶ ἀποτελεῖ
τὸ μεγάλο σκάνδαλο γιὰ τὴν ἀνθρώπινη σκέψη. Ἡ «θετικὴ» γνώση τοῦ ἀνθρώπου τῆς
τρίτης χιλιετίας δὲν εἶναι δυνατὸν νὰ κάμει προσιτὴ τὴν αἰώνια ἀλήθεια, ὅτι ὁ
θεὸς ἔγινε ἄνθρωπος. Στὴν Γ', στὴν Δ' στὴν ΣΤ' καὶ στὴν Ζ' Οἰκουμενικὴ Σύνοδο ἡ
Ἐκκλησία ἀγωνίσθηκε νὰ διάσωση τὴν ἀλήθεια τῆς Σαρκώσεως τοῦ θεοῦ Λόγου ἀπὸ τὴν
ἀλλοίωσή της σὲ διανοητικὸ ἐπίπεδο. Ὁ Χριστὸς τῶν αἱρέσεων ἦταν ἕνα ὑπόδειγμα ἠθικοῦ
καὶ τέλειου ἀνθρώπου ἢ μία ἀφηρημένη ἔννοια ἑνὸς ἄσαρκου θεοῦ. Γιὰ τὸν λόγο αὐτὸ
ὁ Ἅγιος Ἰωάννης ὁ Δαμασκηνὸς ἐπιμένει: «θεὸν ἐνανθρωπήσαντα λέγομεν, οὐκ ἄνθρωπον
ἀποθεωθέντα» (Περὶ Πίστεως Ὀρθοδόξου, 3, 47). Αὐτὸν τὸν θεό, τὸν θεὸ τῶν Προφητῶν,
τῶν Ἀποστόλων καὶ τῶν Πατέρων, τὸν φανερωθέντα «ἐν σαρκί», προσπαθεῖ ὁ ἄνθρωπος
τῆς ἐποχῆς μας νὰ ἀρνηθεῖ καὶ νὰ ἐπιβάλλει στὴν θέση τοῦ ἕνα «σύγχρονο θεό», ἀποθεοποιημένο
καὶ ἑξανθρωποιημένο. Στὴν οὐσία, ἡ στροφὴ αὐτὴ εἶναι ἐνάντια στὸ Μυστήριο τῆς
Θείας Οἰκονομίας καὶ ἐν προεκτάσει ἐνάντια στὴν Ἐκκλησία.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου