ΣΤΟ ΤΕΛΟΣ ΤΗΣ ΣΕΛΙΔΑΣ
ΑΓΙΟΛΟΓΙΟ ΑΛΦΑΒΗΤΙΚΑ - ΟΚΤΩΗΧΟΣ - ΜΗΝΑΙΑ - ΤΡΙΩΔΙΟ - ΠΕΝΤΗΚΟΣΤΑΡΙΟ
ΨΥΧΟΘΕΡΑΠΕΥΤΙΚΑ ΘΕΜΑΤΑ - ΘΕΡΑΠΕΥΤΙΚΑ ΘΕΜΑΤΑ
ΜΗΤΡΟΠΟΛΕΙΣ ΤΗΣ ΕΛΛΑΔΟΣ - ΠΑΡΑΚΛΗΤΙΚΟΙ ΚΑΝΟΝΕΣ
ΑΚΟΛΟΥΘΙΑ ΕΞΟΔΙΑΣΤΙΚΟΥ ΜΟΝΑΧΩΝ
ΣΤΑΣΕΙΣ ΑΚΑΘΙΣΤΟΥ ΥΜΝΟΥ - ΠΡΟΗΓΙΑΣΜΕΝΕΣ - ΑΠΟΔΕΙΠΝΟΝ
ΟΙ ΟΝΕΙΡΟΠΑΡΜΕΝΟΙ ΤΟΥ ΚΟΣΜΟΥ - ΠΡΟΦΗΤΕΙΕΣ ΤΗΣ ΑΓΙΑΣ ΓΡΑΦΗΣ
ΣΤΑΛΑΓΜΑΤΙΕΣ ΣΟΦΙΑΣ - ΚΑΙΡΟΣ ΤΟΥ ΤΕΛΟΥΣ
ΕΠΙΣΤΟΛΕΣ ΑΠΟΣΤΟΛΟΥ ΠΑΥΛΟΥ

ΓΙΑ ΟΤΙ ΝΕΟΤΕΡΟ ΘΑ ΕΝΗΜΕΡΩΝΕΤΑΙ Ο ΚΑΤΑΛΟΓΟΣ


Τρίτη 25 Νοεμβρίου 2014

ΤΟ ΠΡΑΓΜΑΤΙΚΟ ΤΕΛΟΣ ΤΟΥ ΑΘ. ΔΙΑΚΟΥ



Τὸ πραγματικὸ τέλος τοῦ Ἀθανάσιου Διάκου (μὴν διαβάσετε ἂν δεν ἀντέχετε...)




Τὸ καλοκαίρι τοῦ 1947 ὡς μαθητὴς τῆς Β' τάξης τῆς Ἐκκλησιαστικῆς Σχολῆς Λαμίας, δέχτηκα τὴν παρακινήση τοῦ ἀειμνήστου Διευθυντοῦ τῆς Δημητρίου Κρικέλα νὰ συγκεντρώσω πληροφορίες ἀπὸ γεροὺς Λαμιῶτες ποῦ τὶς εἶχαν ἀπὸ τοὺς πατεράδες τους, γιὰ ποιὸ ἦταν τὸ πραγματικὸ τέλος τοῦ Ἀθανασίου Διάκου.
 Ταξινομώντας αὐτὲς ποὺ συγκέντρωσα, εἶδα ὅτι τέσσερες ἦταν ἀκριβῶς ἴδιες, ἂν καὶ προέρχονταν ἀπὸ γερόντια ποὺ ζοῦσαν σὲ διαφορετικὰ σημεῖα τῆς Λαμίας ὁ καθενὰς καὶ μάλιστα ἕνας πάππους ἦταν ἀπ' τὴ Ροδίτσα. Διασταυρώνοντας τὲς ἀργότερα, μὲ ὅσα διάβαζα ἄλλα, καταλάβαινα ὅτι αὐτὲς ποὺ εἶχα ἦταν ἀσφαλῶς οἱ σωστές.
 Τὸ κύριο σημεῖο τους καὶ κοινό, ἦταν ὅτι τρεῖς Ἕλληνες, ὅταν ἐπιάσαν τὸ Διάκο καὶ τὸν ἔφεραν στὴ Λαμία, τὸν ἔκλεισαν σ' ἕνα παλιὸ κι ἐγκαταλειμμένο χάνι, ἐκεῖ ποὺ σήμερα ἔχει οἰκοδομηθεῖ τὸ Λαογραφικὸ Μουσεῖο Λαμίας στὴν ὁδὸ Καλύβα - Μπακογιάννη. Αὐτοὶ οἱ τρεῖς εἶχαν περάσει πίσω - δυτικὰ - στὸ χάνι καὶ ἀπὸ δύο μισοχαλασμένα παραθυράκια εἶχαν παρακολουθήσει ὅλη τὴ νύχτα ὅλα ὅσα ἔγιναν μέσα στὸ χάνι, τὰ ὁποία καὶ ἀναφέρω στὴ συνέχεια.:
 Μετὰ τὴ συλλήψη τοῦ Διάκου στὰ ποριὰ Δαμαστᾶς, τὸν ἔφεραν μὲ συνοδεία ποινῶν καὶ τραυματισμένο στὴ Λαμία, ὁδηγώντας ἀπὸ τὴ νότια τῆς εἴσοδο ποὺ περνοῦσε διπλὰ ἀπὸ τὸ Γολγοθὰ (ὅπως ἔλεγαν τὸ ξεκομμένο Λόφο ὅπου σήμερα εἶναι τὸ κτίριο τοῦ Ὀρφανοτροφείου Ἀρρένων) καὶ ἀπὸ τὴν ὁδὸ Σατωβριάνδου (σήμερα) καὶ συνέχεια τὸν ἔφτασαν καὶ τὸν ἔκλεισαν μέσα στὸ παλιὸ χάνι, ὅπου σήμερα - πάλι καλά! - ἔχει ἀνεγερθεῖ τὸ Λαογραφικὸ Μουσεῖο.

Τὸν ἔβαλαν μέσα καὶ τὸν ἔδεσαν μὲ σκοινιὰ σ' ἕνα παχνί, τὸ ὁποῖο ἦταν καὶ ὁ πρῶτος τόπος τοῦ μαρτυρίου του.

Ἐκτὸς ἀπὸ δύο - τρεῖς Τούρκους ποὺ ἔμειναν μέσα νὰ τὸν ἐπιτηροῦν, οἱ ἄλλοι - ὄχι ὅλοι - ἔμειναν ἀπ' ἔξω, ἀνατολικὰ σὲ κάτι δέντρα ποὺ ἦταν ἐκεῖ, περιμένοντας ἀπὸ περιέργεια, ἴσως, νὰ ἰδοῦν τί θὰ γινόταν. Ὅταν τὸν ἔδεσαν κι ἔφυγαν, ὁ Διάκος ἄρχισε νὰ πονάει ἀπὸ τὰ τραύματα ποὺ εἶχε, καταπονημένος κι ἀπὸ τὴν ταλαιπωρία.

Εἶχε περάσει ἀρκετὴ ὥρα, ὅταν ἄνοιξε ἡ πόρτα καὶ μπῆκαν μέσα δύο ἄντρες, ποῦ ἀπὸ τὶς φορεσιὲς τοὺς ἔδειχναν ὅτι ἦταν μπέηδες. Τὸν ἕναν, τὸν ἤξερε ἀπὸ πρίν. Ἦταν ὁ Ὀμὲρ Βρυώνης. Τὸν ἄλλον ὄχι. Ἀπ' ὅτι ὅμως εἶχαν ἀκούσει, ὑπολόγισαν ὅτι ἦταν ὁ σκληρὸς Χαλὴλ Μπέης. Αὐτὸς μόνος προχώρησε κι ἄρχισε νὰ κάνει ἔλεγχο ἂν εἶχαν δέσει καλὰ τὸ Διάκο. Τόσο πολὺ φάνηκε ὅτι, κι ἀκόμα δεμένον, τὸν φοβόταν.

Εἶχε νυχτώσει πιὰ καὶ οἱ τρεῖς ποὺ εἶχαν φτάσει ἐκεῖ κρυφὰ ἄρχισαν καθαρὰ νὰ βλέπουν τί γίνεται.

Ὅταν ὁ Χαλὴλ Μπέης σιγουρεύτηκε - τὸ εἶδαν καθαρὰ αὐτὸ - ὅτι δὲν ὕπηρχε φόβος διαφυγῆς, ἄρχισε νὰ φωνάζει καὶ νὰ ἀπειλεῖ. Σὲ μία στιγμὴ τὸν εἶδαν νὰ χτυπάει στὸ πρόσωπο τὸ Διάκο.

Τὸν διακόπτει ὅμως ὁ ἄλλος, ὁ Βρυώνης, ποῦ πλησιάζει τὸ Διάκο καὶ τὸν βλέπουν κάτι νὰ τοῦ λέει. Δὲν ἀκοῦνε ὅμως. Ἀπ' ὅτι βλέπουν ὅμως, καταλαβαίνουν ὅτι κάτι τὸν ρωτάει, γιατί βλέπουν τὸ Διάκο νὰ κουνάει ἀρνητικὰ τὸ κεφάλι του.

Καὶ ἐνῶ τὸν βλέπουν νὰ συνεχίζει ἤρεμα, σὲ μία στιγμὴ ἐξαγριώνεται, φωνάζει καὶ χειρονομεῖ. Ἀτάραχος ὁ Διάκος τὸν ἀντιμετωπίζει καὶ κάτι ποὺ τοῦ λέει, βλέπουν τὸ Βρυώνη ὀργισμένο νὰ ἀποχωρεῖ, ἀφήνοντας πιὰ τὸ θύμα στὸ δήμιό του.

Ἀπ' τὶς ἀναλαμπὲς τῶν δαυλῶν, ξεχωρίζουν τὴν ἀγριότητα τοῦ Χαλήλ. Τὸν βλέπουν νὰ τραβάει πιὸ πέρα τὸν ἐπικεφαλῆς τῆς Φρουρᾶς - ἔτσι τουλάχιστον δείχνει - καὶ μὲ νευρικὲς καὶ ἀπειλητικὲς κινήσεις, κάτι τοῦ λέει, κι ἐκεῖνον νὰ ὑποκλίνεται κουνώντας τὸ κεφάλι του. Καὶ μὲ μία τελευταία περιφρονητικὴ ματία ποὺ ρίχνει στὸ Διάκο, τὸν βλέπουν νὰ φεύγει, δείχνοντας ἱκανοποιημένος.

Ὁ Διάκος - καὶ οἱ ἄλλοι τρεῖς ἀπ' ἔξω - μέσα στὸ μισοσκόταδο βλέπουν δύο Τούρκους νὰ ἀναβοῦν φωτιὰ σὲ μίαν ἄκρη. Πάνω τῆς φέρνουν καὶ βάζουν μία σιδηροστιὰ κι ἕνα μεγάλο χάλκινο κακάβι. Βλέπει μετὰ νὰ ρίχνουν μέσα λάδι ποὺ εἶχαν σ' ἕνα γκιούμι.

Στὴ συνέχεια, μαζὶ μὲ τὸν ἐπικεφαλῆς, πλησιάζουν τὸ Διάκο. Τὸν ἀνασηκώνουν, δεμένο καθὼς εἶναι, τὸν βάζουν νὰ καθίσει πάνω σ' ἕνα παλιὸ ξύλινο σκαμνὶ ποὺ βρέθηκε ἐκεῖ, τοῦ σηκώνουν τὰ πόδια, δεμένα καθὼς εἶναι, καὶ τοῦ τὰ δένουν ἔτσι ποὺ νὰ κρέμονται.

Τί θέλουν νὰ κανοῦν ἀναλογίζονται μὲ περιέργεια καὶ ἀγωνία, οἱ τρεῖς ποὺ παρακολουθοῦν, χωρὶς νὰ τολμήσουν καὶ νὰ ρωτήσουν. Βλέπουν ὅμως τοὺς ἄλλους νὰ περιπαίζουν τὸ Διάκο. Φαίνεται κάτι νὰ λένε καὶ ὁ Διάκος νὰ κουνάει ἐπίμονα κι ἀρνητικὰ τὸ κεφάλι του. Τί τοῦ λένε ὅμως δὲν καταλαβαὶ-νοῦν. Ὅποτε, κάθε φορᾶ ποὺ ρωτᾶνε καὶ ἀρνεῖται τοὺς βλέπουν νὰ κρατᾶνε στὰ χέρια τοὺς μυτερὰ καρφιὰ καὶ νὰ τὰ μπήγουν σιγὰ πρῶτα, πιὸ δυνατὰ στὴ συνέχεια στὶς πατοῦσες τῶν ποδιῶν τοῦ Διάκου, ὁ ὁποῖος κάθε φορᾶ ἀναταράζεται ἀπὸ τὸν πόνο.

Ἡ μυρωδιὰ τοῦ Λαδιοῦ ποὺ καίγεται μέσα στὸ κακάβι, φτάνει ἔντονα στὴ μύτη καὶ τῶν τριῶν ἀπ' ἔξω καὶ ὑποπτεύονται τὰ χειρότερα.

Οἱ βασανιστές του, ὅπως ἔχουν γυμνώσει τὰ πόδια του, παίρνουν ἀπ' τὸ κακάβι καυτὸ λάδι καὶ ἀρχίζουν σιγὰ καὶ βασανιστικὰ νὰ τὸ ρίχνουν στὰ πόδια του!... Τινάζεται κάθε φορᾶ ὁ Διάκος, τόσο δυνατὰ λὲς καὶ θὰ κόψει τὶς τριχιὲς ὅταν τὸ λάδι πέφτει πάνω στὰ πόδια του.

Ἀφοῦ εἶδαν νὰ μὴν ἀντιδρᾶ ἔντονα, ἀφήνουν τὰ πόδια καὶ παίρνουν καὶ τοῦ σκίζουν τὸ γιλέκο καὶ τὴν πουκαμίσα ποὺ φοράει, ἀπογυμνώνοντας τὸ πάνω μέρος τοῦ σώματός του μὲ τὰ χέρια. Κι ἀρχίζουν τότε νὰ τοῦ ρίχνουν καυτὸ Λάδι μὲ ἀργὲς κινήσεις, στὰ χέρια, στὸ στῆθος καὶ στὴν πλάτη του. Βουβὰ ὀδύρεται ὁ Διάκος, χωρὶς νὰ βγάλει μίλια ἀπὸ τὸ στόμα του. Κι ὅσο δὲν μιλάει, τόσο ἀγριεύουν περισσότερο οἱ βασανιστές του. Καὶ δείχνουν τόσο ὀργισμένοι, ποῦ ἂν ἦταν τρόπος νὰ τὸν θανατώσουν. Φαίνεται ὅμως πὼς ἔχουν ἐντολὴ μόνο νὰ τὸν βασανίσουν χωρὶς καὶ νὰ πεθάνει. Γι' αὐτὸ συνεχίζουν!...

Τὸ σῶμα τοῦ Διάκου ἀρχίζει φαίνεται νὰ νεκρώνεται. Ὅμως τὸ πνεῦμα ὅπως δείχνει, μένει καθάριο, ἀνέγγιχτο, σταθερό, συνεχίζοντος τὶς ἀρνήσεις καὶ ἐξοργίζοντας περισσότερό τους Βασανιστές του.

Ἀλλὰ αὐτὴ ἡ καταστάση τοὺς κάνει νὰ βρίσκουν νέους τρόπους βασανισμῶν. Οἱ κινήσεις ποὺ κανοῦν, δείχνοντας διάφορα σημεῖα τοῦ σώματός του, κανοῦν τοὺς τρεῖς ποὺ παρακολουθοῦν νὰ ἀνατριχιάζουν. Καὶ βλέπουν τοὺς βασανιστὲς νὰ παίρνουν στὰ χέρια τοὺς τὰ καρφιὰ ποὺ εἶχαν καὶ ἔσπαζαν τὶς φοῦσκες ποὺ δημιουργοῦνταν στὸ δέρμα ἀπ' τὸ καυτὸ λάδι, νὰ ἀρχίζουν νὰ κανοῦν τὸ ἴδιο καὶ στὸ σῶμα καὶ στὰ χέρια ἀπὸ ψηλά.

Ἀποκαμωμένοι ὅμως καὶ οἱ ἴδιοι οἱ Βασανιστές, ποῦ δὲν ἀλλάξαν βάρδια ὅλη τὴ νύχτα, βλέπουν ὅτι δὲν πετυχαίνουν τίποτα. Καὶ μιᾶς καὶ τὸ λάδι τελείωσε, μιᾶς καὶ ἔφτασε πιὰ καὶ τὸ ξημέρωμα, σταματοῦν.

Τὸ Διάκο τὸν κρατᾶνε πιὰ ὄρθιο οἱ τριχιὲς ποὺ τὸν ἔχουν δεμένο.

Τότε καὶ οἱ τρεῖς παρατηρητές, ἀπ' ἔξω, γιὰ νὰ μὴ γίνουν ἀντιληπτοί, ἔφυγαν μὲ προφυλάξεις, κατευθυνόμενοι πρὸς τὸ βορεινὸ μέρος τοῦ ρέματος, ὅπου εἶχαν ἀρχίσει νὰ ἔρχονται δειλὰ καὶ οἱ πρῶτοι περίεργοι.

Κι ὅταν πιὰ ὁ ἥλιος ἔχει ἀνέβη ψηλά, λύνουν τὸ Διάκο καὶ σέρνοντας τὸν τὸν βγάζουν ἔξω, χωρὶς ὅμως νὰ δείχνει ὅτι καταλαβαίνει.

Ὅσοι εἶχαν τὴν εὐκαιρία νὰ τὸν δοῦν τὸ ἀπογεῦμα ποὺ τὸν εἶχαν φέρει, τώρα βλέποντας τὸν, δὲν τὸν ἀναγνωρίζουν, χωρὶς νὰ ξεροῦν τί ἀκριβῶς εἶχε συμβεῖ. Τὸ μόνο ποὺ βλέπουν εἶναι τὸ κακοποιημένα ροῦχα του.

Σέρνοντας τὸν πρὸς τὰ βόρεια, τὸν περνᾶνε πέρα ἀπὸ τὸ ρέμα ποὺ ἔκοβε τὴν πλατεία Λαοῦ στὰ δύο καταμεσὶς καὶ τραβώντας ἀνατολικότερα ἔφτανε στὴ Δημοτικὴ Ἀγορά, ἀπὸ ἐκεῖ στὸ κατάστημα Πολιτικοῦ καὶ μετὰ κατεβαίνοντας πρὸς τὰ νότια, ἁπλωνόταν κατὰ μῆκος τῆς ὁδοῦ Θερμοπυλῶν.

Ὅταν τὸν περάσαν στὸ ρέμα, στάθηκαν περίπου ἀνατολικὰ τῆς σημερινῆς διπλῆς βρύσης, γιατί ἀνατολικότερα ἑτοίμαζαν τὸ στήσιμο τῆς... ψησταριᾶς!

Κόσμος πολὺς εἶχε συγκεντρωθεῖ γύρω ἐκεῖ μὲ τὴν ἄδεια τοῦ Χαλὴλ Μπέη βέβαια, γιατί ἄφησε τὸν κόσμο νὰ δεῖ τί θὰ ἔκαναν στὸ Διάκο, ὥστε νὰ φοβηθεῖ καὶ νὰ μὴν ἐπιχειρήσει κανένας ἄλλος νὰ πράξει τὸ ἴδιο, πράγμα ποὺ πέτυχε. Κανένας Λαμιώτης δὲν φάνηκε νὰ συμμέτειχε στὴν ἐπαναστάση!

Μέσα στὸ πλῆθος ποὺ παρακολουθεῖ μὲ ἀγωνία, ξεχωρίζει μία κάπως ἡλικιωμένη γυναίκα. Εἶναι ἡ δόλια μανὰ τοῦ Διάκου, ποῦ εἶχε μάθει τὴ συλλήψη τοῦ γιοῦ τῆς καὶ ὁλονυχτὶς πεζοπορώντας εἶχε φτάσει στὴ Λαμία, ὅπου δὲν περίμενε νὰ δεῖ τὸ σπλάγχνο τῆς ἔτσι!

Γιὰ μία στιγμὴ βουβαίνονται ὅλοι. Βλέπουν νὰ φτάνει ἐκεῖ ὁ δήμιος, ὀνόματι Ἀλεξίου, κρατώντας ἕνα σουβλί. Καὶ ἀμέσως καταλαβαίνουν τί προκεῖται νὰ γίνει!
Αὐτός, τρέμει ἀπὸ τὸ φόβο του, γιατί ἔχει αὐστηρὴ ἐντολὴ νὰ μὴν τοῦ πεθάνει ὁ Διάκος ὅταν θὰ τὸν σουβλίζει.

Καὶ ἀρχίζει τὸ τελευταῖο πιὰ μαρτύριο.

Δένοντας τὸ Διάκο ἀνάσκελα σὲ ἕνα σαμάρι, μὲ τὰ πόδια τοῦ ἀνοιχτά, ἀρχίζει προσεκτικὰ ὁ δήμιος νὰ χώνει τὴν πολὺ καλὸ λεπτισμένη ἄκρη τοῦ σουβλιοῦ, ξεκινώντας ἀπ' τὴ βουβωνικὴ χώρα καὶ προχωρώντας πρὸς τὰ ἐπάνω, περνώντας τὸ σουβλὶ κάτω ὀπὸ τὸ δέρμα, μέχρι ποὺ τὸ ἔβγαλε πάνω στὴν πλάτη του, λίγο κάτω ἀπ' τὸ δεξιό του τὸ αὐτί.

Ἀπὸ κάποιες μικροκινήσεις ποὺ κάνει ὁ Διάκος κάθε φορᾶ ποὺ σπρώχνει τὸ σουβλὶ πρὸς τὰ ἐπάνω ὁ δήμιος, δείχνει ὅτι ἀκόμα εἶναι ζωντανός.

Μόλις τελειώνει ὁ γύφτος, ὁρμοῦν Τοῦρκοι καὶ μὲ σκοινιὰ δένουν τὸ σῶμα γύρω στὸ σουβλὶ γιὰ νὰ μὴ σπάσει τὸ δέρμα καὶ ἀκουμπᾶνε ὄρθιο σχεδὸν τὸ σουβλὶ μὲ τὸ Διάκο σ' ἕνα δέντρο.

Στὴ συνέχεια, σπεύδουν νὰ συγυρίσουν τὴ φωτιὰ ποὺ ἔχουν ἀνάψει. Καὶ τότε γίνεται κάτι ποὺ ξαφνιάζει τοὺς πάντες.

Ἕνας Τοῦρκος καβάλα στὸ ψαρί του ἄλογο στέκεται μπροστὰ στὸ σουβλισμένο, βγάζει τὴ διμούτσουνη ὄρθια κουμπούρα του καὶ τὴ στρέφει στὸ Διάκο. Δύο κουμπουριὲς ἀκούγονται ποὺ βρίσκουν κατάστηθα τὸ Διάκο. Κι ὁ Τοῦρκος κεντρίζοντας τὸ ἄλογό του, χάνεται στὴν ἀνηφόρα μέσα στὰ στενάκια ποὺ περιβάλλουν τὰ χαμηλὰ σπιτάκια.
Ὁ Χαλὴλ Μπέης, βλέπει συτὸ καὶ ἀφρίζει ἀπ' τὸ θυμό του. Καὶ δινεῖ ἐντολή, νὰ βαλοῦν τὸ Διάκο ἔτσι, πάνω στὴ φωτιά, καὶ νὰ τὸν γυρίσουν λίγο!

Ὁ κόσμος ποὺ παρακολουθεῖ αὐτὴ τὴν κτηνωδία μένει ἄφωνος. Στὴ συνέχεια ὁ Χαλὴλ ὀργισμένος καὶ ἀνικανοποίητος, δινεῖ ἐντολὴ νὰ πάρουν ἔτσι μὲ τὸ σουβλὶ τὸ νεκρὸ τὸ Διάκο καὶ πᾶνε νὰ τὸν πετάξουν στὴν ἄκρη τοῦ ρέματος, ἀνατολικὰ ἀπὸ τὸ χάνι ποὺ τὸν εἶχαν, ἐκεῖ ὅπου πέταγαν τὶς κοπριὲς τῶν ἀλόγων ποὺ εἶχαν στοὺς στάβλους, τοὺς ὁποίους διατηροῦσαν ἀπὸ τὴ βόρεια πλευρὰ τῆς Νομαρχίας μέχρι τὸ πέτρινο γυμνάσιο. Τὴ διαβεβαιώση αὐτὴ εἶχα ἀπ' ὅλα σχεδὸν τὰ γερόντια ποὺ ρώτησα τὸ 1947, τότε ποὺ φαίνονταν ἀκόμα οἱ κρίκοι στὸ βόρειο τοῖχο τῆς θερινῆς «ΤΙΤΑΝΙΑΣ».

Ἐκεῖ λοιπόν, βορειοανατολικὰ τῆς σκάλας ποὺ κατεβαίνει σήμερα ἀπὸ τὴν ὁδὸ Λυκούργου στὴν πρώην ψαραγορά, ἄφησαν τὸ νεκρὸ ξεσκέπαστο, ἄταφο, σχεδὸν τρεῖς ἡμέρες φρουρούμενο. Οἱ φρουροὶ ἀποχωρῆσαν τὴν τρίτη ἡμέρα ἀφοῦ ἄρχισε νὰ μυρίζει, ὅποτε βρῆκαν εὐκαιρία κάποιοι χριστιανοὶ οἱ ὁποῖοι περίμεναν καὶ εἶχαν προετοιμάσει ἕναν λάκκο ἐκεῖ ἀκριβῶς ποὺ σήμερα εἶναι ὁ τάφος του, πῆγαν, τοῦ ἔβγαλαν τὸ σουβλί, τὸν καθάρισαν λίγο καὶ πῆγαν καὶ τὸν ἔθαψαν, χωρὶς νὰ βαλοῦν πάνω του οὔτε ἕναν σταυρὸ ἀπὸ φόβο.

Ἀργότερα, περὶ τὸ 1860, ὁ συνταγματάρχης Ρούβαλης ποὺ εἶχε ἔρθει ἀπὸ τὴν Καλαμάτα μὲ μετάθεση στὴ Λαμία καὶ εἶχε πληροφορηθεῖ ποῦ περίπου εἶχαν θάψει τὸ Διάκο ἔκανε ἔρευνες νὰ τὸν βρεῖ.

Ὁ πάππους μου ποὺ εἶχε στήσει τὴν παράγκα - πρῶτο μαγαζὶ τοῦ πρὶν λίγο καιρό, ἀπέναντι δυτικά, ὅπου μετὰ χτίστηκε ἡ ἀποθήκη τῶν ἀδελφῶν Κονταξῆ, εἶδε στρατιῶτες νὰ ἀνοίγουν μικροὺς λάκκους ἀνατολικά του, ψάχνοντας. Ὅταν ρώτησε τί ζητᾶνε, τοῦ εἶπαν ὅτι ψάχνουν τὸν τάφο τοῦ Διάκου. Τὴν πληροφορία αὐτὴ εἶχα ἀπὸ τὸν πατέρα μου, ὅπως τὴν εἶχε ἀκούσει ἀπὸ τὸν πάππου μου. Σὲ ἕνα σημεῖο, βρῆκαν ἕνα σωρὸ - σκελετὸ ἀνθρώπινου σώματος καὶ ἀφοῦ δὲν εἶχαν βρεθεῖ ἄλλα γύρω, κατέληξαν ὅτι ἦταν τοῦ Διάκου. Τὸ συγκέντρωσαν, τὸ καθάρισαν καὶ τὰ ἔβαλαν σὲ ἕνα κουτὶ ξύλινο καὶ τὰ ἔθαψαν πάλι στὸ ἴδιο σημεῖο, τοποθετώντας πάνω μερικὲς πέτρες καὶ ἕναν σταυρὸ μὲ τὸ ὄνομά του.

Τέλος, στὶς ἀρχὲς τοῦ 1900 ἡ Λαμία τίμησε τὸ Διάκο ὅπως ἔπρεπε. Ἀφοῦ ἀνακαίνισε τὸν πρόχειρο τάφο του στὸ σημεῖο ποὺ εἶναι ἀκόμα, ἔστησε τὸν ὑπέρλαμπρο ἀνδριάντα του στὴν πλατεία Διάκου, μὲ ἀποκαλυπτήρια ἐπίσημα, παρουσία καὶ τοῦ Βασιλέως Γεωργίου Α' καὶ τῆς βασιλικῆς οἰκογένειας, ὑπουργῶν, στρατιωτικῶν καὶ ἄλλων ἐπισήμων, στὶς 23 Ἀπριλίου 1903.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου